ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 669/2023
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ……….., με ΑΦΜ ……., το οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ Μυρσίνη Δεληγιαννίδου με δήλωση κατ άρθρο 242 ΚΠολΔ και
Του εφεσίβλητου: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταμάτιο Πέπονα
Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2014 αγωγή του κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, επιληφθέν επί της ως άνω αγωγής την οποία δίκασε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αριθμό 1880/2020 οριστική απόφασή του με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 31-1-2022 έφεσή του που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε έλαβε αριθμό πινακίου 7 και συζητήθηκε
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που προκατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 31-1-2022 έφεση του εκκαλούντος που έλαβε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022 25.1.2021 κατά της με αριθμό 1880/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία την από 20-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2014 αγωγή, ασκήθηκε παραδεκτά, νομότυπα [άρθρα 495 παρ. 1,511,513 παρ 1β, 514, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα, εντός της κατ’ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ τασσομένης προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης η οποία δημοσιεύθηκε την 14.5.2020, ενώ η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 31.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022). Σημειωτέον οτι στην κρινόμενη περίπτωση, δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος του παράβολου που ορίζεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 12 παρ. 2 ν. 4055/2012, αφού το Δημόσιο απαλλάσσεται κάθε δικαστικού τέλους σε κάθε δίκη του, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 κ.δ. από 26- 6/10-7-1944 «Περί κώδικος νόμων περί δικών του Δημοσίου» και την αναλογικά εφαρμοζόμενη για την ταυτότητα του νομικού λόγου διάταξη του άρθρου 30 ν.δ. 22-4/16-5-1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Πρέπει επομένως, αφού η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και νόμιμα να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 20-10-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2014 αγωγή του ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί κύριος του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, έκτασης 280 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση …. στη Χερσόνησο … ή …… της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ …. Οτι η κυριότητα του ακινήτου περιήλθε στον ίδιο με παράγωγο τρόπο αρχικά κατά ψιλή κυριότητα δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου γονικής παροχής και ήδη από 22.5.2013 κατά πλήρη κυριότητα, λόγω θανάτου του επικαρπωτή ………… και αδιάκοπης σειράς τίτλων, άλλως λόγω έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαικού δικαίου, με χρόνο έναρξης της νομής από τους απώτατους δικαιοπαρόχους του …. και ………… από το 1850. Οτι επί του επίδικου ακινήτου προέβαλε δικαιώματα το Ελληνικό Δημόσιο, με αποτέλεσμα να έχει καταχωριστεί, κατά τις αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………., ως δικαιούχος δικαιώματος πλήρους κυριότητας το Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε ο ενάγων να αναγνωριστεί κύριος του επίδικου ακινήτου και να διορθωθεί η ανακριβής αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου, ώστε να καταχωριστεί ο ίδιος ως κύριος του επιδίκου ακινήτου. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή αυτή συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1880/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την ως άνω απόφαση απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα τα ακόλουθα αγωγικά αιτήματα α) να αναγνωριστεί η νομή και η κατοχή του ενάγοντος στο επίδικο, β) να αναγνωριστεί και να καταχωρηθεί στο οικείο ΚΑΕΚ, το δικαίωμα πλήρους κυριότητας του ενάγοντος, επειδή κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου, ο ενάγων είχε δικαίωμα μόνο ψιλής κυριότητας και το αίτημά του γ) να διαταχθεί η Προϊσταμένη του κτηματολογικού γραφείου Σαλαμίνας να προβεί στην αιτούμενη διόρθωση και δ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ενώ κατά τα λοιπά αιτήματα η αγωγή κρίθηκε νόμω και ουσία βάσιμη. Συνακόλουθα κατά το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, αναγνωρίστηκε ότι ο ενάγων κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών στο Κτηματολόγιο ήταν ψιλός κύριος κατά ποσοστό 100% επί του επίδικου ακινήτου τόσο με τον παράγωγο όσο και τον πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας, διατάχθηκε η διόρθωση των αρχικών εγγραφών ώστε να καταχωρηθεί στο ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου ο ενάγων ως ψιλός κύριος κατά ποσοστό 100% με τίτλο κτήσης το με αριθμό …./15.1.1998 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας αγροτικού ακινήτου που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών ……. ., νόμιμα μεταγεγραμμένου, στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας και καταδικάστηκε το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης ποσού εκατό ευρώ. Κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και την εν τέλει απόρριψη της αγωγής.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 KΠολΔ, η αγωγή, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων αναγκαίων στοιχείων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και δεκτικού δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει, για το λόγο αυτό, όταν αφορά αντικείμενο, να προσδιορίζεται το αντικείμενο αυτό. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη, σαφή και δεκτική εκτελέσεως, γι` αυτό η αγωγή, που δεν έχει τα παραπάνω στοιχεία, απορρίπτεται ως αόριστη (ΑΠ 384/2013). Προκειμένου για αγωγή αναγνωριστική ή διεκδικητική της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται, για να είναι ακριβής η περιγραφή του ακινήτου, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του, να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και ο προσανατολισμός των πλευρών του κατά τρόπον ώστε να μπορεί αυτό να εντοπίζεται επακριβώς και να διαχωρίζεται από τα γειτονικά εδάφη, έστω και αν η έκταση και τα όριά του δεν ανταποκρίνονται ακριβώς στην πραγματικότητα, αφού ο ακριβής προσδιορισμός τους εναπόκειται στο δικαστήριο της ουσίας που αποφαίνεται σχετικά, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 368/2020, ΑΠ 1052/2019), εάν δε το ακίνητο φέρεται ότι αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς η θέση και τα όρια που το διαχωρίζουν από τη μεγαλύτερη έκταση, ώστε να προκύπτει ποιο συγκεκριμένο τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης καταλαμβάνει το επίδικο τμήμα. Δεν απαιτείται όμως να αναφέρονται στην αγωγή και, κατ` επέκταση στην απόφαση, οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου ούτε και να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 812/2018, ΑΠ 142/2017, ΑΠ 619/2014, ΑΠ 1186/2014, ΑΠ 1182/2012). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άνω άρθρων 974, 1041 και 1045 ΑΚ προκύπτει, ότι επί αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας αγωγής που αφορά τμήμα μείζονος ενιαίας έκτασης και στηρίζεται σε χρησικτησία, για τη θεμελίωση της τελευταίας αρκεί η παράθεση και απόδειξη διακατοχικών πράξεων εκ μέρους του ενάγοντος και των τυχόν δικαιοπαρόχων του, επιδηλωτικών της νομής τους στην μείζονα έκταση για όσο χρόνο απαιτείται κατά περίπτωση από το νόμο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση επί μέρους πράξεων νομής και στο επίδικο τμήμα, αφού πρόκειται για ενιαία έκταση, η δε φυσική εξουσία τους και το πνευματικό στοιχείο (διάνοια κυρίου) τούτων εκτείνεται σε ολόκληρο το μείζον ακίνητο, εντός του οποίου εμπίπτει και το επίδικο τμήμα (ΑΠ 1228/2022 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίστηκε ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω της αοριστίας της αφού όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει την υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επίδικου αντικειμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, το επίδικο ακίνητο προσδιορίζεται πλήρως κατά θέση, πλευρικές διαστάσεις, εμβαδόν και όρια, αλλά και με αριθμό ΚΑΕΚ, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, και δεν στερήθηκε έτσι της δυνατότητας το εναγόμενο ήδη εκκαλούν να αντιτάξει άμυνα, ενώ περιγραφή του μείζονος ακινήτου, τμήμα του οποίου, αποτελεί το επίδικο, δεν απαιτείτο, καθόσον οι αιτιάσεις αυτές στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Τούτο δε διότι το (επίδικο) φέρεται, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ότι μεταβιβάζεται στον ενάγοντα, ως αυτοτελές – διακριτό ακίνητο (οικόπεδο) από τον άμεσο δικαιοπαροχό του, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος με αριθμό …./15.1.1998 συμβολαίου γονικής παροχής που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών ……… και όχι ως τμήμα μείζονος ακινήτου, ώστε ο ενάγων να υποχρεούται, για την πληρότητα της αγωγής του, να προσδιορίσει την ακριβή θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Επισημαίνεται ακόμη ότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, είχε περιέλθει όχι στον ενάγοντα, αλλά στην απώτερη δικαιοπάροχό του, ……………, κατ` έτος 1961, λόγω πώλησης δυνάμει του με αριθμό …/1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. νομίμως μεταγραμμένου. Εξάλλου, δεν καθίσταται αόριστη η αγωγή, επειδή οι εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του (άμεσων, απώτερων και απώτατων), που αναφέρονται στην αγωγή και ανάγονται χρονικά στο έτος 1850, για να θεμελιώσουν την ερειδόμενη στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας επικουρική βάση αυτής (αγωγής), δεν αφορούν αποκλειστικά στο επίδικο, αλλά, στην περιελθούσα, κατά τα ως άνω, απώτερη δικαιοπάροχό του μείζονα εδαφική έκταση, τμήμα της οποίας υπήρξε στο παρελθόν το επίδικο, καθόσον η φυσική εξουσία τους και το πνευματικό στοιχείο (διάνοια κυρίου) τούτων, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, εκτείνεται σε ολόκληρο το μείζον ακίνητο, εντός του οποίου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, εμπίπτει και το επίδικο τμήμα, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εκκαλούντος που περιλαμβάνεται στο πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της κρινόμενης έφεσης. Με τον ίδιο δε λόγο έφεσης το εκκαλούν παραπονείται διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, λόγω αοριστίας, ενόψει της μη συμπλήρωσης της βάσης της όσον αφορά την κτήση κυριότητας επί ακινήτου του Δημοσίου με έκτακτη χρησικτησία. Συγκεκριμένα ότι δεν εμπεριέχεται αναφορά στο χρονικό σημείο έναρξης των εξατομικευμένων πράξεων νομής από κάθε συγκεκριμένο δικαιοπάροχο και, συνακόλουθα, δεν γίνεται η απαιτούμενη από το νόμο αναφορά στο ότι με τη συνεχή και αδιακώλυτη άσκησή τους έχει διαδράμει ο νόμιμος χρόνος χρησιδεσποτείας, ότι ως προς την προσμέτρηση του χρόνου νομής των προκτητόρων, …….. και ……., στο χρόνο νομής του απώτερου δικαιοπαρόχου του ενάγοντος …….., που φέρεται να τους διαδέχθηκε τον πρώτο ως καθολικός διάδοχος και το δεύτερο ως ειδικός διάδοχος δεν εξειδικεύεται στην αγωγή ούτε ο τρόπος υπεισέλευσης του …….. στην κληρονομία του ………, ως εκ διαθήκης ή ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος και, έτι περαιτέρω με ποιες πράξεις, που φανερώνουν τη βούλησή του να καταστεί κληρονόμος, ούτε ο χρόνος και ο τρόπος υπεισέλευσης των …. και …….. στην κληρονομία του …… ούτε, ακόμα, εξειδικεύεται ο χρόνος και ο τρόπος κτήσης της νομής εκ μέρους των … και ……… και . …., ώστε να μπορέσει να εξεταστεί αν αυτοί κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και, περαιτέρω, αν είναι προσμετρήσιμος ο χρόνος νομής τους στο χρόνο νομής του ……… Ότι ακόμη, ως προς την καλή πίστη, στο αγωγικό δικόγραφο και στις προτάσεις επαναλαμβάνεται σε διάφορα σημεία ότι ασκούνταν πράξεις νομής καλόπιστα, χωρίς σε οποιοδήποτε σημείο των δικογράφων να εξειδικεύεται από την ενάγουσα σε τι συνίσταται αυτή, δηλαδή ποια συγκεκριμένα στοιχεία ενδεικνύουν την ειλικρινή πεποίθηση των νομέων ότι με τις πράξεις τους δεν προσβάλλουν δικαίωματα τρίτων, πολλώ δε μάλλον που στην ίδια αγωγή περιλαμβάνεται ισχυρισμός ότι η ευρύτερη έκταση είχε παραχωρηθεί στην Κοινότητα Αμπελακίων, η οποία περαιτέρω την παραχώρησε για βόσκηση στους κατοίκους της περιοχής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, περιγράφεται η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου από τους προκτήτορες του ενάγοντος, αφού γίνεται λόγος ότι εκ των δικαιοπαρόχων του οι …… και …….. ασκούσαν πράξεις νομής διανοία κυρίου όπως καλλιέργεια αμπέλων και βοσκή ζώων η δε …….. που αγόρασε από τους τελευταίους το μεγαλύτερο ακίνητο, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο, προέβη σε καταμέτρηση, κατάτμηση και μεταπώληση τμημάτων του σε τρίτους. Περαιτέρω, προσδιορίζονται οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, …… και …….. οι οποίοι ήδη πριν το έτος 1850 ασκούσαν καλόπιστα πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, έχοντας, σύμφωνα με την αγωγή, μέχρι το θάνατό του ο καθένας το ½ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας, νομής και κατοχής αυτού, μετά δε τον θάνατο του ………. το έτος 1899, τον κληρονόμησε ο γιος του …………. στο μερίδιό του στο ½ εξ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής επί του επίδικου ακινήτου, ενώ το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος το απέκτησε με αγορά από τους κληρονόμους του …… το έτος 1908. Το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται το έτος θανάτου του …….., δεν καθιστά αόριστη την αγωγή, δεδομένου ότι, βάσει αυτής, ο εν λόγω δικαιοπάροχος των εναγόντων νεμόταν την παραπάνω έκταση πριν από το 1850, έλκοντας σχετικά δικαιώματα νομής ήδη από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, καθώς αναφέρεται σχετικά στην αγωγή στη σελίδα 10 αυτής, στη σειρά 2 «Κατείχετο πριν και μετά την επανάσταση του 1821 από τους κατοίκους του χωρίου Αμπελακίων οι οποίοι την εκμεταλλεύοντο για γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή των ζώων τους…» (πρβλ. και ΑΠ 1125/2018 στη Νόμος). Ειδικότερα δε ως προς την αιτίαση του εκκαλούντος ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή το έτος θανάτου του …… τούτο δεν επηρεάζει την κτήση δικαιώματος κυριότητας εκ μέρους του ……… με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου στις 11.9.1915, με προσμέτρηση της νομής του …… πριν από το έτος 1850, δηλαδή σε διαδραμόντα χρόνο άνω των εξήντα πέντε ετών, αλλά το στοιχείο αυτό θα είχε σημασία αν το ζητούμενο ήταν η κτήση κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας με συμπλήρωση τριάντα ετών άσκησης καλόπιστης νομής από τον ίδιο τον ……., έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 12 Πανδ. (28.7), ν. 14 παρ. 8 Πανδ. (11.7) και ν. 69 Πανδ. (29.2), οι εκούσιοι ή εξωτικοί κληρονόμοι, στους οποίους περιλαμβάνονται η σύζυγος, καθώς και οι μη υπεξούσιοι κατιόντες του κληρονομουμένου, δηλαδή οι ενήλικοι κατιόντες, αποκτούν την κληρονομία με μονομερή δήλωση της βούλησής τους για αποδοχή της, που αποτελεί δικαιοπραξία μη απευθυντέα (υπεισέλευση στην κληρονομία). Η δήλωση αυτή μπορεί να είναι είτε ρητή (έγγραφη ή προφορική), είτε σιωπηρή, συναγόμενη από συμπεριφορά ή πράξεις που φανερώνουν την πρόθεση εκείνου που καλείται στην κληρονομία για ανάμειξη σ’ αυτή και απόκτησή της (ΑΠ 383/2014). Σύμφωνα επίσης, με τις διατάξεις των ν. 2 Εισ. (2.19), 3 Εισ. (3.1), 14 Πανδ. (38.16), οι οικείοι (sui), δηλαδή τα ανήλικα τέκνα του κληρονομουμένου, που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του τελευταίου, κατά το χρόνο του θανάτου του, αποκτούσαν αυτοδικαίως την κληρονομία του εξουσιαστή πατέρα τους, χωρίς τη γνώση ή βούλησή τους, είτε επρόκειτο για κληρονομική διαδοχή από το νόμο (εξ αδιαθέτου), είτε από διαθήκη. Επί κληρονομικής, επομένως, διαδοχής, που έλαβε χώρα υπό την ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου πρέπει, για την πληρότητα, κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, της αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής, να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία για την επαγωγή της κληρονομίας στον κληρονόμο, δηλαδή είτε το ότι ο τελευταίος ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, ανήλικος και τελούσε υπό την άμεση πατρική εξουσία αυτού, οπότε η κληρονομία επάγεται αυτοδικαίως σ` εκείνον, είτε ότι ο ίδιος υπεισήλθε στην κληρονομία με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή του και αναμείχθηκε σ’ αυτή με πρόθεση κληρονόμου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση απαιτείται η επίκληση στην αγωγή συγκεκριμένων υλικών πράξεων, από τις οποίες εμφαίνεται η βούληση του κληρονόμου να αποκτήσει την κληρονομία, ενώ μόνη η επίκληση του γεγονότος ότι το κληρονομιαίο ακίνητο περιήλθε στον κληρονόμο από κληρονομική διαδοχή δεν αρκεί για το ορισμένο της αγωγής (ΑΠ 615/2016, www.areiospagos.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα ανωτέρω, αναφέρεται στην αγωγή ότι ο ……… κληρονόμησε τον πατέρα του …… το έτος 1899, όπως και ότι οι …. και … …. κληρονόμησαν τον δικό τους πατέρα ……. και ότι όλοι αυτοί εκμεταλλεύονταν την ευρύτερη έκταση με γεωργικές καλλιέργειες και βοσκή ζώων, η ίδια δε εκμετάλλευση της επίδικης έκτασης γινόταν από την Επανάσταση του 1821 και από τους διαδόχους τους μέχρι τη δεκαετία του 1950, εκ των στοιχείων δε αυτών προκύπτει ότι οι ανωτέρω κληρονόμοι αναμείχθηκαν ο καθένας στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του προβαίνοντας στις παραπάνω πράξεις εκμετάλλευσης της ως άνω έκτασης, χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται η ανάμειξη τους αυτή στην κληρονομία με πανηγυρικό τρόπο. Επίσης σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.8 παρ.8 κωδ. (7-39), ν.9 παρ.1 πανδ. (50-4), ν.2 παρ.20, πανδ.(41-4), ν. 6 πανδ. (44-3), ν.76 παρ.1, πανδ.,(18-1) και 7 παρ.3 πανδ. (23-3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 Εισαγ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού, ο οποίος χρησιδέσποζε, να συνυπολογίζει στο χρόνο της νομής του και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Ως “καλή πίστη” νοείται, κατά τις διατάξεις των ν. 27 πανδ. (18.1), 15 παρ.3,48 πανδ.(41.3) 11 πανδ. (51.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 πανδ. (50.16) η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας, άλλου επ’ αυτού. Οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδεικνύονται από εκείνον, ο οποίος επικαλείται βούληση περί εξουσιάσεως του πράγματος, ενώ τη συνδρομή της καλής πίστεως συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσεώς της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (ΑΠ 590/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου ΑΠ 582/2018, στη Νόμος). Επίσης στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο στην έκτακτη χρησικτησία γινόταν η εξής διάκριση μεταξύ καθολικής και ειδικής διαδοχής: Ο καθολικός διάδοχος διαδεχόταν την κατάσταση της χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να είναι αναγκαίο να συγκεντρώνει και ο ίδιος τα προσόντα της χρησικτησίας, δηλαδή να είναι καλόπιστος (διαδοχή στη χρησικτησία- successio in usucapionem). Συνεπώς δεν χρειαζόταν στη σχετική αγωγή για το ορισμένο αυτής να αναφέρεται ότι κατά την καθολική διαδοχή του κληρονομούμενου χρησιδεσπόζοντα από τον κληρονόμο του υπήρχε το παραπάνω στοιχείο της καλής πίστης και στον κληρονόμο. Αντίθετα ο ειδικός διάδοχος συνέχιζε τη χρησικτησία μόνο αν συγκεντρώνονταν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας, όπως και στον δικαιοπάροχό του, δηλαδή αν ήταν και ο ίδιος καλόπιστος, οπότε μπορούσε να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο του δικαιοπαρόχου του (προσαύξηση χρόνου- accessio temporis) [βλ. Απ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο,, αστικός κώδιξ V, έκδοση 1985, σελ. 489, παρ.2]. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας-εφεσίβλητης στο επίδικο ακίνητο για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν χρειαζόταν να εξειδικεύεται στο αγωγικό δικόγραφο, όπως υποστηρίζει το εναγόμενο-εκκαλούν, σε τι συνίσταται αυτή και να παρατίθενται στοιχεία κατ’ εκτίμηση των οποίων να μπορεί να ελεγχθεί η συνδρομή της ενδιάθετης αυτής κατάστασης, καίτοι η ενάγουσα, κατά τα ανωτέρω, εκθέτει αναλυτικά στην αγωγή της την ιστορία της περιοχής ….. ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821 και ότι από τότε ακόμη οι κάτοικοι του χωριού Αμπελακίων εκμεταλλεύονταν την έκταση αυτή, γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της. Ενόψει των ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (Εφ.Πειρ. 446/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς Εφ Πειρ., Εφ. Πειρ. 437/2019 ΤΝΠ Νομος) και επομένως πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου πρώτος και τέταρτος λόγοι έφεσης ως αβάσιμοι
Επιπλέον, από τις διατάξεις που περιέχονται στα από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου και ιδίως κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 του πρώτου και μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου αυτών, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες στην Ελλάδα των Οθωμανών, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων”, όχι, όμως, και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο, όπως ταπί ή χοτζέτι κλπ (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1354/2014, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833 με βάση την, από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (1827 έως 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, έχοντας, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία σε όλη τη γη που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την ως άνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 και 7/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών”, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος, που είχε ισχύ νόμου. Έτσι με προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Εξάλλου, ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτομένη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ενώ βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (όπως ισχύουν μετά την τελευταία τροποποίησή τους από το Ν. 4280/2014). Τέλος, σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου”, σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Ειδικότερα, με την απόδειξη συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι συμπληρωθείσας μέχρι και την 11.9.2015, επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων και γενικά επί δημόσιων κτημάτων, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικα» και των άρθρων 2 και 4 του Αν.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων”, με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει κτημάτων θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και εάν δεν ενήργησε επ’ αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, ότι ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών κλπ., ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ, ουδέποτε θεωρείται πράξη νομής και μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη και, τέλος, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων σε ουδεμία παραγραφή υπόκεινται. Επομένως, οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου, ήτοι δημόσιου κτήματος, δάσους ή δασικής έκτασης, για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητά του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 και 1753/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019, 590/2019 και 1078/2019 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, Εφ Πειρ.268/2020 Qualex). Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν αμέσως παραπάνω που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιάς τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο.. Συνακόλουθα, τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών φέρει το Ελληνικό Δημόσιο είτε ως εναγόμενο και ενιστάμενο (και όχι ο ενάγων), είτε ως ενάγον η κυρίως παρεμβαίνον, ώστε, αν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου, στην μεν πρώτη περίπτωση η εναντίον του αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 847/2013), στη δε δεύτερη περίπτωση η δική του αγωγή ή η κυρία παρέμβαση θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.(ΑΠ 419/2020 Qualex)
Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ……….. που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος με επιμέλεια του ενάγοντος και ο δεύτερος με επιμέλεια του εναγομένου, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «…» στην χερσόνησο .. ή ……. της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας και ήδη Δημου Σαλαμίνας. Το ακίνητο αυτό έχει συνολική έκταση 280 τμ. κατά τον επικαλούμενο από τον αρχικό ενάγοντα τίτλο κτήσης της κυριότητάς του (ήτοι το υπ’ αριθ…./15.1.1998 συμβόλαιο γονικής παροχής που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών ….. νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας τόμος … α.α. ….) και 274 τμ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στα βιβλία του οποίου έχει Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ……. και αποτυπώνεται με τον αριθμό .. του .. οικοδομικού τετραγώνου (ΟΤ) στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……, αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθ …/1961 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου, Πειραιώς ……., και επίσης στο από Δεκεμβρίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου Μηχανικού …….., που είναι προσαρτημένο στον ως άνω τίτλο κτήσης του, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά Α-Β μήκους 20 μέτρων με ιδιοκτησία …….. (ΚΑΕΚ) ………, ανατολικά με πλευρά Β-Γ μήκους 13,80 μέτρων με ιδιοκτησία ……, (ΚΑΕΚ) ….. νότια με πλευρά Γ-Δ μήκους 20,30 μέτρων με ιδιοκτησία … (ΚΑΕΚ) …… και δυτικά με πλευρά Α-Δ μήκους 14 μέτρων με την τρίτη οδό. Ο ενάγων κατέστη κύριος και νομέας του ανωτέρω αγροτεμαχίου δυνάμει του με αριθμό αριθ…./15.1.1998 συμβολαίου γονικής παροχής που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Αθηνών …. νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας τόμος .. α.α. …, με παράδοσή του σ’ αυτόν από τον μεταβιβάσαντα πατέρα του, …….. Ο τελευταίος είχε αποκτήσει το ως άνω ακίνητο από την …….. δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1969 συμβολαίου αγοράς που συνέταξε ο Συμβολαιογράφος Πειραιώς ……. που μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας τόμος … α.α. …. και έκτοτε εγκαταστάθηκε στη νομή αυτού. Η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος του ενάγοντος …, είχε αποκτήσει τη νομή και την κυριότητα του επιδίκου, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 95.987 τμ., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./15.6.1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ….., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, μετά τη σύνταξη του οποίου (Συμβολαίου) αυτή προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης και πώληση αγροτεμαχίων, ένα εκ των οποίων είναι το επίδικο, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Απώτατοι συννομείς της έκτασης αυτής και ακόμη μεγαλύτερης έκτασης, συνολικής επιφάνειας 111.987 τ.μ., ήδη από το έτος 1850 ήταν ο .. … κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ο ……. κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ασκούσαν επ’ αυτής πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα τρίτου, και με διάνοια συγκυρίων, καθώς την χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν βοσκότοπο, ενώ καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα αυτής. Ειδικότερα, ως προς τους προαναφερόμενους απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο μεν ……. απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, …….. και …….. οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του με ανάμειξη σ’ αυτή, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη, ήτοι χρήση του ως βοσκότοπου και καλλιεργώντας τα καλλιεργήσιμα μέρη αυτού, όπως ο προκτήτοράς τους, ενώ το έτος 1899 απεβίωσε και ο ………. και κληρονομήθηκε κατά το ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο από τον μοναδικό κληρονόμο του, ήτοι τον υιό του ……….., ο οποίος απέκτησε τη συννομή του στη μείζονα έκταση κατά το ως άνω κληρονομηθέν απ’ αυτόν μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του. Ο δε …….. αγόρασε και του παραδόθηκε και το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του …… ήτοι τους ……. και ………. δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/17.3.1908 πωλητήριου συμβολαίου ακινήτων του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …….. που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό …, και έτσι αυτός απέκτησε την νομή όλης της ανωτέρω μείζονος έκτασης. Τελικά, ο . …….. ο οποίος απεβίωσε την 22.5.1932, από τον προαναφερόμενο χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η ανωτέρω έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις φυσικής εξουσίασης, δηλαδή αφενός καλλιεργούσε αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και αφετέρου χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Η μείζων αυτή έκταση των 95.987 τμ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων … δυτικά με κληρονόμους ……. και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπου Αμπελακίων και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Περαιτέρω, ο άνευ διαθήκης αποβιώσας ….. κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του … και τα δέκα τέκνα του, ……….. τον υιό του …….. που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του ………… που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του ……… που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του …….. που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγός του ….. κατά τα 450/1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστο δε από τα προαναφερόμενα τέκνα σε ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω έκτασης, υπεισήλθαν δε νόμιμα στην παραπάνω κληρονομία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους. Όταν δε πέθανε και η χήρα του Πολύτιμη το έτος 1937, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν τα ανωτέρω δέκα τέκνα της κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και η μερίδα εκάστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης, ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της θανούσας υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία της, αναμειχθέντες σ’ αυτήν και συνεχίζοντας τις πράξεις νομής της ως άνω δικαιοπαρόχου τους. Περαιτέρω, ως προς τους κληρονόμους-τέκνα του ……… πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1952, ………… κληρονόμησαν η σύζυγός του … και τα τέκνα του ……………Ο τελευταίος, δηλαδή ο ……… απεβίωσε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του …. και οι αδελφοί του ……….., οι οποίοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του …….. όσο και του . …… δυνάμει των υπ’ αριθ….. και …/1961 δηλώσεων του συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1951, …….. κληρονόμησαν η σύζυγός του ……… και τα πέντε τέκνα του, …………. με την ……../1961 δήλωση αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ……. που μεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958, ……. κληρονόμησαν η σύζυγός του …. κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου τα επτά εν ζωή αδέλφιά του, …………., τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ……….. ( ήτοι οι ……… και ……) και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………, (ήτοι οι ………….), οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του παραπάνω αποβιώσαντος με την υπ’ αριθ. ……../1961 πράξη του ίδιου ως ανω συμβολαιογράφου Αθηνών που μεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα χωρίς διαθήκη, το έτος 1960, ……… κληρονόμησαν ο σύζυγός της ……….. κατά το ¼ εξ αδιαιρέτου και κατά τα λοιπά ¾ εξ αδιαιρέτου τα πέντε τέκνα της, ………. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. ……../1961 πράξη του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου Αθηνών που μεταγράφηκε νόμιμα. Την ανωτέρω έκταση των 95.987 τμ νέμονταν οι ανωτέρω συγκληρονόμοι, οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων μέχρι τη μεταβίβασή της λόγω πώλησης, στην προαναφερθείσα ……… δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ……./1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …….., οπότε και της παρέδωσαν τη νομή της ως άνω έκτασης. Ομοίως η …….. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Μετά τη σύνταξη του ως άνω αγοραπωλητήριου Συμβολαίου, αυτή προχώρησε σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργώντας, στην πραγματικότητα, ρυμοτομία της έκτασης αυτής με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που αποτυπώνονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……. αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. 198 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….. Η τελευταία (……..), μετά την ως άνω κατάτμηση, μεταπωλούσε τα αγροτεμάχια αυτά σε τρίτους μικροεισοδηματίες, ένας εκ των οποίων, σχετικά με το επίδικο ακίνητο, ήταν και ο πατέρας του ενάγοντος, ……….., άμεσος δικαιοπάροχος αυτού. Επί των ανωτέρω (μετά την κατάτμηση) αγροτεμαχίων, οι αποκτήσαντες αυτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων σε όλη την κατατμηθείσα περιοχή και σε ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων ήδη από του έτους 1962, στα οποία χορηγήθηκαν στη συνέχεια παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ), ασκώντας ακολούθως με καλή πίστη και με διάνοια κυρίων πράξεις συντήρησης αυτών. Ειδικότερα, ο ……… ανήγειρε επί του ως άνω ακινήτου οικία, έκτασης 60 τμ. περίπου και φύτευσε εντός αυτού οπωροφόρα δένδρα (βλ. περί τούτου και την σχετική κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που είναι κάτοικος της συγκεκριμένης περιοχής). Επίσης, αποδείχθηκε ότι το έτος 1963 υπήρξε αμφισβήτηση για το δικαίωμα της απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, …….. αφού η Κοινότητα Κοινότητα Αμπελακίων Σαλαμίνας άσκησε κατά της προαναφερθείσας …….. την από 30.12.1964 (με αριθ. κατάθ. …./30.12.1964) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η τελευταία κατέλαβε τμήμα έκτασης 90 περίπου στρεμμάτων (την οποία περιγράφει ως προς τα όριά της, με αναφερόμενο νότιο όριο την θάλασσα) από την ανήκουσα στην ίδια (Κοινότητα) μεγαλύτερη έκταση την κείμενη στην χερσόνησο …….., ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, και να της αποδοθεί η νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. …../1969 συμβιβασμό (με κατάργηση εκκρεμούς δίκης) ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ….. που εγκρίθηκε τόσο με την υπ’ αριθ. 31/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμπελακίων όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 81/1969 απόφαση του ιδίου Συμβουλίου, όσο και την υπ’ αριθ. πρωτ. 17802/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 2496/4.2.1970 απόφαση της ιδίας Νομαρχίας. Με βάση τον ανωτέρω συμβιβασμό η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30.12.1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε …….. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Από τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκε ότι από το έτος 1850, τη νομή στο μεγαλύτερο ακίνητο εμβαδού 111.987 τμ. και, από το έτος 1925, λόγω πώλησης στον ……… τμήματος 16.000 τμ., τη νομή στο απομένον ακίνητο εμβαδού 95.987 τμ., ασκούσαν οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, οι οποίοι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Απλώς το Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1940 αμφισβήτησε τη νομή τους, εκδίδοντας σε βάρος του …….. πρωτόκολλο γνωμοδότησης της κατά το άρθρο 5 του Ν. 5895 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει μίσθωμα για μείζονα της επίδικης έκτασης, τα οποία προσκομίζει το εκκαλούν, χωρίς όμως να προκύπτει εάν αυτά εκτελέστηκαν ή ακυρώθηκαν δικαστικά και κατά τα έτη 1963-1965, η νομή τους αμφισβητήθηκε αρχικά από την Κοινότητα Σεληνίων και, στη συνέχεια, από την Κοινότητα Αμπελακίων. Επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο της 11.9.1915, ο απώτατος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …. ., είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη της παρούσας, αφού, κατά την ημερομηνία αυτή (11.9.1915), είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, τριακονταετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ ….. και ως τμήμα δασικής έκτασης, καθόσον η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δημόσια κτήματα ή στις δασικές εκτάσεις, δεν αναιρεί την, κατά τα προεκτεθέντα, αποδειχθείσα νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος επ’ αυτού. Ομοίως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το προσκομιζόμενο από το εναγόμενο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών … και …. στο οποίο ο … … φέρεται να κατέχει μόλις από το έτος 1928, μία έκταση εμβαδού μόνο 3.860 στρεμμάτων, καταχωρηθείσα με αύξοντα Αριθμό …. αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον ίδιο Κτηματολογικό πίνακα, το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ … επιφάνειας 288.190 τμ., ταυτίζεται με την έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων, με αύξοντα Αριθμό …. για την οποία περαιτέρω, με εξαίρεση την επισημείωση ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το αν, εκτός από το να τη διεκδικούν, τη νέμονται οι ανωτέρω Κοινότητες ή αν τυχόν τη νέμεται κάποιος τρίτος και από ποιο χρονικό σημείο. Κατόπιν αυτών, όπως προεκτέθηκε, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου τμήματος κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ οι διάδοχοι του ……. στη νομή του ακινήτου, παρέμειναν κύριοι αυτού με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, με έκτακτη χρησικτησία με βάση τόσο τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος (από 23.2.1946) Αστικού Κώδικα. Αφού αποδείχθηκε, επομένως, ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …….. είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου την 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεσθούν, αρχικά με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ, την προσμέτρηση στη δική τους νομή, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθόσον η κυριότητα για το εκκαλούν στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη την 11.9.1915, χωρίς να ανακτηθεί και, κατά συνέπεια, αυτό δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των διαδόχων του …….. το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του. Περαιτέρω, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι επί της επίδικης έκτασης οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος ουδέποτε απώλεσαν τη νομή τους, αποτελεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24.5.1975-τεύχος Δ΄), ανακλήθηκε η προγενέστερη δυνάμει της υπ’ αριθ. Ν. 349/175/16.2.1972 κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής στο νότιο ήμισυ του ακρωτηρίου … της νήσου Σαλαμίνας προς επέκταση της χερσαίας ζώνης Λιμένος Πειραιώς, η οποία (απαλλοτρίωση) αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο ακίνητο, όπως προκύπτει από την περίληψη μεταγραφής της ΚΥΑ περί ανάκλησης της απαλλοτρίωσης στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας, όπου μεταξύ των εικαζόμενων ιδιοκτητών με α.α. .. αναφέρεται ο .. .. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ΟΛΠ άσκησε την με αριθμό κατάθεσης …/27.6.1974 αίτηση περί καθορισμού προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, λόγω της προαναφερθείσας απαλλοτρίωσης, στρεφόμενος μεταξύ άλλων και κατά της ……. (απώτερης δικαιοπαρόχου του ενάγοντος). Στην ως άνω δίκη παρενέβη ο …….. (αυξ αριθμός παρεμβαίνοντος ….), επικαλούμενος το δικαίωμα κυριότητάς του επί του επιδίκου, παρέμβαση η οποία κρίθηκε βάσιμη. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να είχε περιέλθει κατά κυριότητα στο εναγόμενο, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίσθηκε (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 626/2010). Επιπλέον απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στην προαναφερθείσα απαλλοτρίωση, λόγω των εγγράφων και των ενεργειών που αμέσως ανωτέρω αναφέρθηκαν, τα οποία έχουν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο. Η ανωτέρω δε κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται και από την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του μάρτυρα του ενάγοντος …… ο οποίος, λόγω της φιλικής του σχέσης με τον ……. αλλά και λόγω της ηλικίας του (κατά την κατάθεσή του ήταν 72 ετών), έχοντας άμεση γνώση από διηγήσεις του ….. αλλά και από μέλη του σωματείου «………», που ενεργοποιούνταν στην περιοχή της …, στο οποίο μετείχε και ο …….. και πιο ηλικιωμένων ανθρώπων, κατέθεσε για την καλλιέργεια της ευρύτερης του επιδίκου περιοχής, με αμπέλια από την οικογένεια ….., ήδη κατά την απελευθέρωση. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι επί του επίδικου ακινήτου έγιναν από τα ανωτέρω μέλη της οικογένειας …., οι προαναφερόμενες πράξεις νομής (όπως καλλιέργεια, βόσκηση ζώων, επίβλεψη κλπ), με καλή πίστη, με αποτέλεσμα ο … . να έχει καταστεί κύριος αυτής ήδη από τις 11.9.1915. Η δε καλή πίστη των απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντος, ότι δεν καταπατούν δημόσια έκταση στηριζόταν, στο γεγονός ότι ήδη από το έτος 1845 όλα τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός όσων ανήκαν στη διαλυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, είχαν αναγνωριστεί ως ιδιωτικά, γεγονός το οποίο είναι γνωστό στο Δικαστήριο από προηγούμενες ενέργειές του, ρύθμιση η οποία επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003 πλην όμως στα τελευταία δεν συμπεριλαμβανόταν η ευρύτερη τότε έκταση των 111.987 τμ. που ανήκε στην οικογένεια ……. Περαιτέρω, οι πρωτοδίκως προβληθέντες ισχυρισμοί του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι συνιστούν ενστάσεις κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, τους οποίους επαναφέρει με σχετικούς (υπό στοιχ. Γ και Δ΄) λόγο έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δασική έκταση, ο οποίος εσφαλμένα απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως αόριστος, καθώς εκτίθεται ο χρόνος κατά το οποίο το επίδικο είχε δασικό χαρακτήρα, πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αλυσιτελής γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου δεν απέκλειε την κτήση επ’ αυτού κυριότητας εκ μέρους ιδιωτών με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915. Επομένως αφού η απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού είτε ως αόριστου, είτε ως αλυσιτελούς, αφορούν το παραδεκτό αυτού, δεν απαιτείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ως προς την κρίση αυτή, αλλά αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών αυτής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δασική έκταση, αφού τα δάση της νήσου Σαλαμίνας εκτός αυτών που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου στα οποία δεν ανήκε το επίδικο, αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003, επιπλέον δε καταγράφεται ότι το …. αποτελείται από γαίες και οχι δάση. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου για κτήση κυριότητας από αυτό με έκτακτη χρησικτησία, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, όπως αυτό αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ορθώς απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί του ότι αποτελούσε λιβάδι και ότι ήταν αδέσποτο ως αόριστοι (βλ. και ΑΠ 1794/2022 ΝΟΜΟΣ) ενώ δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό κτήμα ή ότι ήταν αδέσποτο, απορριπτομένων των σχετικών ισχυρισμών του, τους οποίους επαναφέρει με τον τρίτο λόγο έφεσής του, ο οποίος τυγχάνει ομοίως απορριπτέος. Επίσης ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός ότι το εκκαλούν απέκτησε την κυριότητα του επίδικου δικαιώματι πολέμου, με δεδομένο ότι η Αττική, δεν καταλήφθηκε με τα όπλα. Τέλος, η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το Ν. 2308/1995 και, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο Κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου (γεωτεμαχίου), που έλαβε ΚΑΕΚ ………… με έκταση 280 τμ, καταχωρήθηκε, ως δικαιούχος κύριος αυτού το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του Κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά το επίδικο ακίνητο, είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αυτό ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια και, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών ως αποκλειστικό ψιλό κύριο του επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο Κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, να εμφαίνεται ο ενάγων, … … ως ψιλός κύριος αυτού κατά ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το με αριθμό …/15.1.1998 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νόμιμα μεταγεγραμμένου, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τους περί του αντιθέτου τρίτο και πέμπτο λόγους της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα των καλούντων, κατόπιν του σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 176, αρ. 5, σελ. 305), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την 31-1-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2022 έφεση, κατά της με αριθμό 1880/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, , αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ ουσίαν
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εκκαλούν στην καταβολή της μειωμένης δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ