Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 679/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  679/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει τις κάτωθι υποθέσεις μεταξύ:

Α. Της εκκαλούσας εναγομένης: Της εδρεύουσας στην …… Αττικής (οδός ……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία “……….”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: …….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα.

Β. Του αντεκκαλούντος ενάγοντος: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα.

Της αντεφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας στην …….. Αττικής (οδός ………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία “…………”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./6.12.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 1831/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη μονοπρόσωπη ναυτιλιακή ανώνυμη εταιρεία με την από 23.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…./…./.23.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../24.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 16.3.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/23.3.2022) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου αντέφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, ομοίως προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων εμφανίσθηκαν και, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 23.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……/.23.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………./24.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγόμενης της από 11.11.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………./6.12.2019) αγωγής μονοπρόσωπης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρείας β) η από 16.3.2022  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../23.3.2022) αντέφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής και νυν εφεσιβλήτου, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ. 1831/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄και ζ΄του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 23.2.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …/…../.23.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../24.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης μονοπρόσωπης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 1831/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εκκαλούσας από 11.11.2019 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ…………/6.12.2019) αγωγής του εφεσίβλητου, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος με αυτήν την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του σε βάρος της εναγομένης, συνολικού ποσού 39.401,62 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από πλείονες συμβάσεις ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σε εκτέλεση των οποίων παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο εν λόγω πλοίο κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη και, αφενός μεν  υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.403,32 ευρώ, αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της ιδίας να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.296,48 ευρώ νομιμοτόκως, σύμφωνα με τις ειδικότερα διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της απόφασης διακρίσεις, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 700 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 23.2.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ……………/23.2.2022) δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας  δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 6.9.2021 και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο επίσης εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε κατά της αυτής ως άνω πρωτόδικης απόφασης αντέφεση εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 591 παρ.1 στοιχ.ζ΄του ΚΠολΔ, με το από 16.3.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 23.3.2022, συντάχθηκε έκθεση κάτω απ’αυτό (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../23.3.2022), και κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα – εναγόμενη και αντεφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία εντός της προβλεπομένης στην προαναφερθείσα διάταξη προθεσμίας, όπερ ουδόλως αμφισβητήθηκε από την ανωτέρω. Με την αντέφεσή του αυτή ο αντεκκαλών πλήττει κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που προσβάλλονται και με την έφεση της αντιδίκου του, καθώς και κεφάλαια αναγκαία συνεχόμενα με τα εκκληθέντα, όπως αναλυτικά θα αναφερθεί κατωτέρω. Συνεπώς, η κρινόμενη αντέφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), επίσης κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά δύο (2) φορές με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 30.11.2017 έως 25.10.2019 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο με την ονομασία «BH», ολικής χωρητικότητας 13.615,17 κόρων, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, αντί των προβλεπομένων από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες για τα χρονικά διαστήματα, στα οποία ανάγονται οι απαιτήσεις του, Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκων Πλοίων των ετών 2018 και 2019 μηνιαίου μισθού και επιδομάτων και υπό τους σ’αυτές καθοριζόμενους εργασιακούς όρους, καθώς και ότι παρείχε προσηκόντως τις υπηρεσίες του στο πλοίο, που κατά κανόνα εκτελούσε ανά δύο ημέρες τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια μεταξύ του αφετήριου λιμένος του Πειραιώς και του λιμένος του Ηρακλείου της Κρήτης, στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης διαλαμβανόμενα δρομολόγια εξπρές (εξαιτίας της αναχώρησής του από το λιμένα του αφετηρίας του, προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από τον κατάπλου του σ’αυτόν), εργαζόμενος καθημερινά επί δεκαπέντε (15) ώρες ημερησίως, πλην των αναφερομένων στο δικόγραφο χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία του είχε χορηγηθεί άδεια ανάπαυσης, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, ως θαλαμηπόλος επιφορτισμένος με τους χώρους ενδιαίτησης των μελών του πληρώματος (τραπεζαρία και κοιτωνίσκοι), σύμφωνα με όσα αναλυτικά παραθέτει στην αγωγή του. Με βάση το ιστορικό αυτό και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των νομίμων μηνιαίων αποδοχών του, καθώς και το σύνολο των αμοιβών, που αντιστοιχούσαν στις ώρες της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του  εντός των ετών 2018 και 2019 και χωρίς να συνυπολογισθούν αυτές στο σύνολό τους για τον προσδιορισμό και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) των ετών 2018 και  2019, τα οποία δικαιούται, αλλά και της πρόσθετης αμοιβής του για τα δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα εντός των ιδίων ετών, ούτε και την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, ανερχόμενη στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του 15 ημερών δι’εκάστη απόλυσή του, διότι κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο δύο ημερομηνίες έλαβε άδεια ανάπαυσης, διάρκειας κάθε φορά ενός μηνός, μετά την λήξη της οποίας η εναγόμενη αρνήθηκε την επαναπρόσληψή του παρά τις οχλήσεις του, που πραγματοποιήθηκε σε αμφότερες τις περιπτώσεις αργότερα, όπερ ισοδυναμεί με μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την αντίδικό του, χωρίς δικό του παράπτωμα, ζήτησε, όπως το αρχικά καταψηφιστικό αίτημά του για το συνολικό ποσό των 39.401,62 ευρώ παραδεκτά περιορίσθηκε στον πρώτο βαθμό σε εν μέρει αναγνωριστικό, α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει εξ αυτού το συνολικό ποσό των 25.884,50 ευρώ για διαφορές αποδοχών υπερωριακής του απασχόλησης που ανάγονται στα έτη 2018 και 2019, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της τελευταίας αποναυτολόγησής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ιδίας στην καταβολή του υπολοίπου, ήτοι του χρηματικού ποσού των 13.517.12 ευρώ συνολικά, για διαφορές νομίμων αποδοχών του, επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές των ανωτέρω ετών, καθώς και ως αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από τα αυτά ως άνω αφετήρια χρονικά σημεία. Με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή αυτή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως δε, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου και με καθήκοντα, που περιελάμβαναν την παροχή υπηρεσιών στην τραπεζαρία των αξιωματικών και στις καμπίνες τους, ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο, καθώς και ότι στις 4.1.2018 και στις 13.2.2019 χορηγήθηκε σ’αυτόν από το Πλοίαρχο άδεια ανάπαυσης, διάρκειας ενός μηνός, μετά τη λήξη της οποίας στις 4.2.2018 και στις 13.3.2019, η εναγόμενη δεν προέβη στην άμεση επαναυτολόγησή του, παρά μόνον μεταγενέστερα την 1η.4.2018 και στις 2.4.2019 αντίστοιχα, με αποτέλεσμα, λόγω της επελθούσας στην πραγματικότητα σε αμφότερες τις περιπτώσεις λύσης της σύμβασης εργασίας του άνευ δικού του παραπτώματος, να δικαιούται της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 76 του ΚΙΝΔ αποζημίωσης, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και α) υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 7.000 ευρώ, να του καταβάλει το ποσό των 13.403,32 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση εντός των ετών 2018 και 2019 και β) αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της στην προς αυτόν καταβολή του ποσού των 8.296,48 ευρώ, ως υπόλοιπο νομίμων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές καθώς και ως αποζημίωση απόλυσης, άπαντα αναγόμενα εντός των ιδίων ετών, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτικής εργασίας του στις 25.10.2019, ήτοι από τις 26.10.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του ποσού, που αναγνωρίσθηκε ότι δικαιούται να λάβει ως διαφορά αναλογίας δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019, ως προς το οποίο κρίθηκε ότι του οφείλονται τόκοι από την 1η.1.2020. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, η μεν εναγόμενη με την έφεσή της, ο δε ενάγων με την αντέφεσή του,  που έχουν εισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο προς κρίση, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο κάθε δικόγραφο λόγους, οι οποίοι, στο σύνολό τους εκτιμώμενοι, ανάγονται σε σχέση με την έφεση της εναγομένης, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ως προς τα κεφάλαια αυτής, που αφορούν στο σύνολο των αγωγικών κονδυλίων και στην απόρρριψη των προβληθεισών ενστάσεών της περί συμψηφισμού του τυχόν οφειλομένου στον ενάγοντα ποσού για υπερωρίες με καταβληθέν σ’αυτόν ποσό ως “έκτακτες αμοιβές” και περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, με την επισήμανση ότι με την αντέφεση του ενάγοντος παραδεκτά πλήττονται για τους ίδιους λόγους, αφενός μεν τα ήδη εκκληθέντα κονδύλια της διαφοράς αμοιβής υπερωριών, δώρων εορτών και αμοιβής δρομολογίων εξπρές, καθώς και της αποζημίωσης απόλυσης, αφετέρου δε η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του χρονικού σημείου της έναρξης της τοκοφορίας του κονδυλίου του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019, δηλαδή κεφάλαιο της εκκαλουμένης αναγκαίως συνεχόμενο με εκκληθέν κεφάλαιο υπό την έννοια του άρθρου 523 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. περί του ότι το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση ΑΠ 732/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), ζητώντας την ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη η εκκαλούσα και παραδοχή της αγωγής ο αντεκκαλών αντίστοιχα, ενώ η εκκαλούσα υποβάλλει επιπροσθέτως με την έφεσή της και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 του ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το ανωτέρω χρηματικό ποσό, το οποίο του επιδικάσθηκε προσωρινά με την προσβαλλόμενη απόφαση.

Aπό την επανεκτίμηση α) της υπ’αριθμ…../17.2.2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ενάγοντος …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της από 5.11.2020 με αριθμ.πρωτ.ΔΣΠ ΕΒ ……../5.11.2020 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ιδίου …….., ενώπιον του Δικηγόρου Πειραιώς …….., εκ των οποίων ο μεν πρώτος απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου κατά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου 9ος/2016 έως 10ος/2019, ο δε δεύτερος εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα κατά τους μήνες Μάιο έως και Οκτώβριο του έτους 2019, αμφότερες οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης κατά τα άρθρα 421, 422 και 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ (βλ.σχετ. τις αριθμ. …/11.2.2020 και …./30.10.2020 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . …), β) των υπ’αριθμ. … και …/16.11.2020 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγομένης ……… και ……… αντίστοιχα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ο πρώτος εκ των οποίων απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Προϊσταμένου Αρχιθαλαμηπόλου κατά το χρονικό διάστημα Μάρτιος 2016 έως Απρίλιος του 2019, ενώ ο δεύτερος εργάζεται στο πλοίο με την ίδια ειδικότητα ήδη από το μήνα Μάιο του έτους 2019, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. σχετ. την υπ’αριθμ. ……./11.11.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….), άπασες οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι εξετασθέντες μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, διότι έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει αυτό και μόνο την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Έλληνας ναυτικός, απογεγραμμένος από τις 22.10.2009, με αριθμό ναυτικού φυλλαδίου ….. της ΑΑ΄ναυτικής περιφέρειας. Με διαδοχικές συμβάσεις, τέσσερις (4) συνολικά τον  αριθμό, παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες στον Πειραιά, μεταξύ αυτού και της εναγομένης, μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου με την ονομασία “BH”, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., ολικής χωρητικότητας δεκαέξι 13.615,17 κόρων, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……., ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα. Συγκεκριμένα, η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε την 30.11.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι τις 4.1.2018, οπότε και απολύθηκε στον λιμένα του Πειραιώς, καθόσον του χορηγήθηκε άδεια μηνιαίας διάρκειας, ήτοι μέχρι τις 4.2.2018. Επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη την 1η.4.2018 και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως την 1η.11.2018, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα “αμοιβαία συναινέσει”. Επακολούθησε μία (1) ακόμη ναυτολόγησή του στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα, που διήρκεσε από τις 10.1.2019 έως και τις 13.2.2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε επίσης στον ίδιο λιμένα λόγω της χορήγησης σ’αυτόν αδείας, διαρκείας ενός μηνός, ήτοι μέχρι και τις 13.3.2019. Τέλος, προσλήφθηκε εκ νέου στις 2.4.2019, προκειμένου να εργασθεί με την ίδια ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, έως και τις 25.10.2019, όταν και η σύμβαση εργασίας του λύθηκε στον ίδιο λιμένα, επίσης με κοινή συναίνεση αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Για τρεις (3) από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του και, συγκεκριμένα για τις από 1.4.2018, από 10.1.2019 και από 2.4.2019, τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη των 2.721,87 ευρώ, με τις δε δεύτερη και τρίτη των 2.776,28 ευρώ. Επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2018, αφού δεν προβάλλονται  απαιτήσεις επό την εργασία του, γεννηθείσες προγενέστερα, τυγχάνει αναδρομικής εφαρμογής, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του,  η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2018, η οποία υπογράφηκε στις 4.9.2018 και κυρώθηκε στις 31.10.2018 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.5/80350/2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 5084) στις 14.11.2018, ενώ επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ιδίου στο ανωτέρω πλοίο, που ανάγονται στο έτος 2019, τυγχάνει εφαρμογή, επίσης αναδρομικά, η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του επομένου έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β΄, υπ’αριθμ.3170/12.8.2019), όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις έφεση και αντέφεση, που άσκησαν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των ως άνω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ. 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ. 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους ÷ 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ΣΣΝΕ του έτους 2018, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα επί των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, που ανάγονται στο έτος 2018, ο ανωτέρω έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του θαλαμηπόλου το ποσό των 1.181,15 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 259,86 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 35,92 ευρώ,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,59 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 587,70 ευρώ (19,59 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 425,45 ευρώ {[(μισθός ενεργείας 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ: 22) + 19,59 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφοδοσίας] Χ 5 ημέρες =  425,45 ευρώ}. Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,83 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,54 ευρώ και σε 10,25 ευρώ αντίστοιχα. Με βάση δε τη ΣΣΝΕ του έτους 2019, η οποία τυγχάνει εφαρμοστέα επί των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης, που ανάγονται στο έτος 2019, έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του θαλαμηπόλου το ποσό των 1.204,77 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας το ποσό των 265,05 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας το ποσό των 433,95 ευρώ {[(μισθός ενεργείας 1204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών  265,05 ευρώ) : 22] + 19,98  Χ 5 ημέρες = 433,95 ευρώ}.  Με την ίδια ΣΣΝΕ το ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,96 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε 8,70 ευρώ και σε 10,44 ευρώ αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, η εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του σε αμφότερα τα επίδικα έτη (2018 και 2019) στο πλοίο της κατ’ αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, η οποία κάλυπτε την απασχόλησή του επί οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός, κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 των ως άνω ΣΣΝΕ και επί 10,67 ώρες για κάθε αργία του μήνα, κατ’ άρθρο 18 των ιδίων ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως μάλιστα αν πράγματι παρασχέθηκε εργασία σε αργία το συγκεκριμένο μήνα. Το συνολικό ποσό που καταβαλλόταν κάθε μήνα στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 458,44 ευρώ για το έτος 2018 και σε 467,62 ευρώ για το έτος 2019, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία των ανωτέρω ποσών. Προσθέτως, από τα αυτά ως άνω έγγραφα της μισθοδοσίας του προκύπτει ότι η εναγόμενη του κατέβαλε, επιπλέον των προαναφερθέντων, παγίως και ανελλιπώς για κάθε μήνα πλήρους απασχόλησής του  το ποσό των 142,24 ευρώ κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018 και το ποσό των 145,08 ευρώ κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του επομένου έτους, ως αμοιβή του, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και κατά τις Κυριακές, ενώ τους μήνες, κατά τους οποίους απασχολήθηκε μικρότερο χρονικό διάστημα, επίσης εισέπραξε την αντίστοιχη αναλογία των ποσών αυτών. Aποδείχθηκε επίσης ότι κατά την ένδικη χρονική περίοδο στην υπηρεσία ενδιαιτημάτων του πλοίου απασχολείτο προσωπικό, που αριθμούσε, όπως δεν αμφισβητείται ουσιαστικά από τον ενάγοντα, αποδεικνύεται άλλωστε και εγγράφως, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων της εναγομένης, είκοσι πέντε (25) θαλαμηπόλους, δεκαεπτά (17) επίκουρους θαλαμηπόλους και έναν (1) αρχιθαλαμηπόλο, των οποίων προΐστατο ο μοναδικός προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Κατά τη θερινή περίοδο (1.4 έως και 30.9), λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, προστίθεντο δύο (2) ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά τη χειμερινή περίοδο (1.10 έως και 31.3) η ανωτέρω οργανική σύνθεση μειωνόταν κατά το 1/3, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 6 § 6 του ΠΔ 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων (ΦΕΚ Α΄ 64/13.3.1974). Τα γενικά καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το ΒΔ 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (ΦΕΚ Α 158/4.10.1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116 και 118 του οποίου οι θαλαμηπόλοι διακρίνονται ανάλογα με την εκτελούμενη από αυτούς ειδική υπηρεσία σε θαλαμηπόλους ενδιαιτημάτων, εστιατορίων και κυλικείων, τελούν υπό τις άμεσες διαταγές και τον έλεγχο του αρχιθαλαμηπόλου της θέσης στην οποία ανήκουν και τον βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 117, στα ειδικότερα καθήκοντά τους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιμέλεια της απόλυτης καθαριότητας, της καλής συντήρησης και της ευπρέπειας των ανατιθεμένων σε αυτούς ενδιαιτημάτων των θέσεων, η καταβολή ιδιαίτερης μέριμνας προς εξυπηρέτηση των επιβατών και η εκτέλεση φυλακών αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελούμενου δρομολογίου. Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 118 του ιδίου ως άνω β.δ./τος, που επίσης αναφέρεται στα ειδικότερα καθήκοντα των θαλαμηπόλων ενδιαιτημάτων, εστιατορίων, και κυλικείων, προβλέπεται ότι: «1…2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του  ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 119 του ιδίου ως άνω β.δ./τος προβλέπεται ότι: «Διά την καθαριότητα και τον ευπρεπισμόν εν γένει των διαμερισμάτων και των κοιτωνίσκων του Πλοιάρχου και των Αξιωματικών του πλοίου και διά την περιποίησιν και εξυπηρέτησιν αυτών διατίθενται θαλαμηπόλοι των θέσεων, οίτινες άμα τω πέρατι της ειδικής ταύτης αργασίας των ασχολούνται εις τα κύρια καθήκοντά των». Αποδείχθηκε επίσης ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, εκτελούσε κατά κανόνα διήμερα τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, με αφετηρία το λιμένα του Πειραιώς και προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου της Κρήτης, όπου κατέπλεε την επόμενη ημέρα, με επιστροφή στο λιμένα της αφετηρίας του, στον οποίο κατέπλεε την επόμενη ημέρα, χωρίς προσέγγιση ενδιάμεσων λιμένων, ούτε στο δρομολόγιο προς Ηράκλειο, ούτε στο δρομολόγιο της επιστροφής με προορισμό τον Πειραιά. Ειδικότερα: α) Από 1.1.2018 έως 4.1.2018 και από 1.4.2018 έως 1.11.2018, αναχωρούσε από τον Πειραιά περί ώρα 21.00 και κατέπλεε στο Ηράκλειο περί ώρα 6.15 της επομένης. Περί ώρα 21.00 της ίδιας ημέρας αναχωρούσε από το λιμένα του Ηρακλείου, με προορισμό το λιμένα του Πειραιώς, όπου κατέπλεε περί ώρα 6.15 της επομένης ημέρας, κ.ο.κ. Κατ’εξαίρεση, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες τα δρομολόγια του πλοίου τροποποιήθηκαν ως εξής: Την 27.4.2018, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ. 8.00) – Πειραιάς (αφ. 17.00). Στις 6.4.2018, 12.7.2018, 19.7.2018, 26.7.2018, 31.7.2018, 4.8.2018, 7.8.2018, 11.8.2018, 21.8.2018, 23.8.2018, 28.8.2018 και μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 6.15 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 10.00) – Ηράκλειο (αφ. 18.45). Στις 5.7.2018, 28.7.2018, 2.8.2018, 9.8.2018,16.8.2018, 19.8.2018, και 2.9.2018 μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ.10.00) – Πειραιάς (αφ.18.45). Στις 13.8.2018 μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.15 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο, ως εξής: Ηράκλειο (αναχ. 8.30) – Θήρα (αφ. 12.10 – αναχ.14.00) – Ηράκλειο (αφ.17.40). Στις 3.9.2018 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο και το πλοίο παρέμεινε στο λιμένα του Πειραιώς. Την επομένη 4.9.2018 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 10.00) – Ηράκλειο (αφ.19.30 – αν.22.00) – Πειραιάς (αφ.7.30 της επομένης ημέρας 5.9.2018). β) Από 10.1.2019 έως 13.2.2019 και από 2.4.2019 έως 25.10.2019 ανά δύο ημέρες αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 21.00 με προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου, όπου κατέπλεε περί ώρα 6.00 της επομένης. Στη συνέχεια, αναχωρούσε από το λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 21.00 της ίδιας ημέρας για το λιμένα του Πειραιώς, όπου κατέπλεε περί ώρα 6.00 της επόμενης ημέρας, κ.ο.κ. Κατ’εξαίρεση, κατά τις κάτωθι αναφερόμενες ημερομηνίες τα δρομολόγια του πλοίου τροποποιήθηκαν ως εξής: Στις 4.7.2019, 11.7.2019, 12.7.2019, 30.7.2019, 3.8.2019, 6.8.2019, 10.8.2019, 13.8.2019 και 22.8.2019, μετά την άφιξή του στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 6.00 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ.10.00) – Ηράκλειο (αφ.18.45). Στις 18.7.2019, 25.7.2019, 26.7.2019, 1.8.2019, 8.8.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.00 εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ.9.00) – Πειραιάς (αφ.17.45). Στις 18.8.2019, 25.8.2019, 29.8.2019 και 1.9.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς περί ώρα 6.00, εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 9.00) – Ηράκλειο (αφ.17.45). Στις 20.8.2019 και 27.8.2019, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Ηρακλείου περί ώρα 6.00, εκτελέσθηκε πρόσθετο (εμβόλιμο) δρομολόγιο ως εξής: Ηράκλειο (αναχ.10.00) – Πειραιάς (αφ.18.45).  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο απασχολήθηκε αποκλειστικά ως θαλαμηπόλος επιφορτισμένος με την περιποίηση και εξυπηρέτηση των αξιωματικών του πληρώματος και μόνον, με καθήκοντα, που ειδικότερα περιελάμβαναν, αφενός μεν εργασίες καθαριότητας και ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων τους (καμπινών), τις οποίες εκτελούσε με τη συνδρομή επίκουρου θαλαμηπόλου, αφετέρου δε την παροχή υπηρεσιών στην τραπεζαρία του πλοίου σε κάθε γεύμα, εκ των τριών, που σερβίρονταν σ’αυτούς εκεί καθημερινά κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας παρέχοντο στους αξιωματικούς του πλοίου (όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος) και διατίθεντο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στο χώρο της τραπεζαρίας τους τρία γεύματα και δη το πρωϊνό, που σερβιριζόταν από ώρα 7.00 έως ώρα 8.30, το μεσημεριανό από ώρα 11.30 έως ώρα 13.30 και το βραδινό από ώρα 18.30 έως ώρα 20.30, αν και πλειστάκις στην πράξη το ανωτέρω προκαθορισμένο ωράριο λειτουργίας του χώρου αυτού δεν τηρείτο αυστηρά, αλλά παρατεινόταν και συνακόλουθα και η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, συνήθως κατά τη θερινή περίοδο, που η επιβατική κίνηση ήταν περισσότερο αυξημένη, ή όποτε το πλοίο εκτελούσε πρόσθετα/εμβόλιμα δρομολόγια πέραν των τακτικών, ήτοι αυτών με αφετηρία το λιμένα του Πειραιώς και προορισμό το λιμένα του Ηρακλείου της Κρήτης μετ’επιστροφής, όπως έχει ήδη εκτεθεί, με αποτέλεσμα οι αξιωματικοί να προσέρχονται καθυστερημένα για να γευματίσουν, όταν η εργασία τους το επέτρεπε και ο ενάγων να υποχρεούται να παραμένει στο χώρο της τραπεζαρίας, όπως επέβαλλαν τα καθήκοντά του και πέραν του προαναφερθέντος ωραρίου λειτουργίας του, προκειμένου να τους εξυπηρετήσει. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι κατά κανόνα η απασχόληση του ενάγοντος εκκινούσε καθημερινά περί ώρα 6.00 με την άφιξη του πλοίου στο λιμένα του Πειραιώς ή του Ηρακλείου, με εργασίες καθαρισμού και ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των αξιωματικών του πληρώματος, που του είχαν ανατεθεί (17 τον αριθμό), στις οποίες τον συνέδραμε επίκουρος θαλαμηπόλος και συνεχιζόταν στην τραπεζαρία των αξιωματικών του πλοίου, όπου μετέβαινε συνήθως τριάντα λεπτά προ της έναρξης του ωραρίου λειτουργίας της για το πρωϊνό γεύμα, που σερβιριζόταν από ώρα 7.00 και μέχρι ώρα 8.30 και παρέμενε επί 30 λεπτά ακόμη μετά τη λήξη του ανωτέρω προκαθορισμένου ωραρίου, με καθήκοντα, τα οποία περιελάμβαναν, αρχικά την προετοιμασία του χώρου για το σερβίρισμα του πρωϊνού, ήτοι το στρώσιμο των 4 τραπεζιών των αξιωματικών, που είχε αναλάβει, με τα απαραίτητα σερβίτσια, τον εφοδιασμό της τραπεζαρίας με τα αναγκαία για το πρωϊνό είδη και την παραλαβή και την τοποθέτηση του έτοιμου παρασκευασμένου φαγητού σε ειδική συσκευή για να διατηρείται ζεστό, ακολούθως το σερβίρισμα και την εν γένει εξυπηρέτηση των αξιωματικών, που προσέρχονταν να προγευματίσουν και τέλος την καθαριότητα του χώρου μετά το πέρας της λειτουργίας του διά της παροχής συνδρομής στους επίκουρους θαλαμηπόλους, που ήταν κυρίως επιφορτισμένοι με τις εργασίες αυτές, όπως και με την αποκομιδή των απορριμμάτων. Στη συνέχεια ο ενάγων περί ώρα 9.00 περίπου επέστρεφε στις καμπίνες των αξιωματικών για την ολοκλήρωση των εργασιών καθαρισμού τους και απασχολείτο εκεί μέχρι ώρα 11.00, οπότε μετέβαινε και πάλι στην τραπεζαρία τους, προκειμένου να την προετοιμάσει για το μεσημεριανό τους γεύμα, που σερβιριζόταν από ώρα 11.30 έως ώρα 13.30, όπου παρέμενε μέχρι ώρα 14.00 περίπου, καθώς μετά από κάθε γεύμα πάντοτε επακολουθούσαν εργασίες καθαρισμού του χώρου, στις οποίες συμμετείχε, συνδράμοντας τους επίκουρους θαλαμηπόλους, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ακολούθως, αναπαυόταν μέχρι ώρα 18.00, οπότε αναλάμβανε και πάλι καθήκοντα στην ανωτέρω τραπεζαρία του πλοίου για την προετοιμασία της, ενόψει του βραδινού γεύματος, που διατίθετο εκεί από ώρα 18.30 έως ώρα 20.30, πριν δηλαδή τον προγραμματισμένο απόπλου του πλοίου περί ώρα 21.00 από το λιμένα του Πειραιώς ή του Ηρακλείου, όπου ομοίως απασχολείτο στην εξυπηρέτηση των αξιωματικών και σε εργασίες καθαρισμού και ευπρεπισμού του χώρου μετά την ολοκλήρωση του σερβιρίσματος μέχρι ώρα 21.30 περίπου, εργαζόμενος δηλαδή συνήθως στο πλοίο επί 11,5 ώρες ημερησίως κατά βάση, ασκώντας τα καθήκοντα, που προαναφέρθηκαν. Λαμβανομένων σε κάθε περίπτωση υπόψη όσων προεκτέθηκαν, η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν όμως εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες διεκδικούν την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος της αγωγών, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ οι υπέρ της καταθέτοντες εξακολουθούν να απασχολούνται στο πλοίο και να μισθοδοτούνται απ’αυτήν. Με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργάσθηκε καθημερινά στο πλοίο της εναγομένης, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. εντός των ετών 2018 και 2019, στα οποία ανάγονται οι ένδικες απαιτήσεις του, των οκτώ (8) ωρών ημερησίως. Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος (περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή, σε σχέση με τη χειμερινή), που επιδρούσε στο ημερήσιο ωράριο εργασίας του λόγω της καθυστερημένης πολλές φορές  – εξαιτίας του φόρτου της εργασίας τους – προσέλευσης των αξιωματικών του πλοίου στην τραπεζαρία για να γευματίσουν και της συνακόλουθης υποχρέωσής του να παραμένει στο χώρο και μετά την παρέλευση του προκαθορισμένου ωραρίου λειτουργίας του για να τους εξυπηρετήσει, της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη κατ’αποκοπήν χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριών και κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της συνομολόγησης από την εναγόμενη ότι κατά τους θερινούς μήνες και μόνον, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης και του εξ αυτής φόρτου εργασίας, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του επεκτεινόταν κατά μία (1) ώρα, για την οποία έχει πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, ως του μοναδικού θαλαμηπόλου του πλοίου, επιφορτισμένου αποκλειστικά και μόνον με την εξυπηρέτηση των αξιωματικών στην τραπεζαρία τους, όπου τους σερβίρονταν τα τρία γεύματα της ημέρας και τον καθαρισμό με τη συνδρομή επίκουρου θαλαμηπόλου των ενδιαιτημάτων τους, με αποτέλεσμα η ναυτολόγηση και έτερων θαλαμηπόλων, που ασκούσαν άλλα καθήκοντα, καθώς και η πληρότητα εν γένει της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου όσον αφορά την υπηρεσία ενδιαιτημάτων, ουδεμία επίδραση να ασκεί στο ημερήσιο ωράριο εργασίας του,  των εγγραφών στις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών του πληρώματος για τα έτη 2018 και 2019, σύμφωνα με τις οποίες ο ενάγων, όπως και όλοι οι θαλαμηπόλοι του πλοίου, απασχολείτο υπερωριακά κάθε πλήρη μήνα επί 17 ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, των προσκομιζομένων από τον ενάγοντα αρχείων ωρών ανάπαυσης ναυτικών για τους μήνες Μάιο έως και Αύγουστο του έτους 2019, στα οποία έχουν καταχωρηθεί κατά βάση 12 και 13 ώρες εργασίας του ημερησίως και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και το παρόν Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η διάρκεια  της ημερήσιας εργασίας του κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης ανερχόταν σε δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο.  Ο αγωγικός ισχυρισμός περί απασχόλησης του επί δεκαπέντε (15) ώρες καθημερινά, που επαναφέρεται με τον πρώτο  λόγο της αντέφεσής του, δεν κρίνεται, ενόψει των προεκτεθέντων, πειστικός για το πέραν των ως άνω ωρών καθημερινής απασχόλησης σκέλος του. Ομοίως και ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δεν απασχολείτο υπερωριακά παρά μόνο για το χρόνο που αναγράφεται στις μισθοδοτικές της καταστάσεις και ότι έχουν πλήρως και ολοσχερώς εξοφληθεί οι συναφείς απαιτήσεις του, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ομοίως ουσιαστικά αβάσιμος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το εν λόγω πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), ενώ και το γεγονός ότι η ανωτέρω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, διά του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (ΜονΕφΠειρ. 716/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 526/2012, ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕφΠειρ. 452/2010, ΤΝΠ ΔΣΑ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Αλλά και η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου της έφεσής της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο πρώτος λόγος της αντέφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγομένης, που βάλλουν κατά της παραδοχής αυτής, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές των ναυτολογήσεών του σ’αυτό υπερωριακά, ήτοι καθ’υπέρβαση του προβλεπομένου στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ ημερησίου ωραρίου εργασίας των οκτώ (8) ωρών, επί τέσσερις (4) ώρες την ημέρα, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ιδίων χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, σύμφωνα με τα επίσης οριζόμενα στις ανωτέρω ΣΣΝΕ. Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν ο ενάγων δικαιούται της προβλεπομένης αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία του και ειδικότερα: α) Για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του το έτος 2018, ήτοι για 218 ημέρες, δικαιούται ι] για 29 Σάββατα και 9 αργίες X 12 ώρες X 10,25 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018 κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 4.674 ευρώ και ιι] για 180 καθημερινές και Κυριακές X 4 ώρες X 8,54 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την αυτή ως άνω ΣΣΝΕ, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές = 6.148,80 ευρώ. Έναντι των ποσών αυτών, κατά παραδοχήν βάσιμης ένστασης της εναγομένης, ο ενάγων έλαβε από την τελευταία το ποσό των 3.351,28 ευρώ και το ποσό των 1.039,75 ευρώ αντίστοιχα και συνεπώς του οφείλεται η διαφορά, ήτοι το ποσό των 1.322,72 ευρώ και το ποσό των 5.109,05 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά το ποσό των 6.431,77 ευρώ και β) για την ναυτολόγησή του το έτος 2019, δικαιούται ι] για 33 Σάββατα και 6 αργίες X 12 ώρες X 10,44 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την ισχύσασα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 4.885,92 ευρώ και ιι] για 203 καθημερινές και Κυριακές X 4 ώρες X 8,70 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την αυτή ως άνω ΣΣΝΕ, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές = 7.064,40 ευρώ. Η εναγόμενη του κατέβαλε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε κατ’ένσταση, για αμοιβή υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες του έτους 2019 το ποσό των 3.799,79 ευρώ και ως τέτοια αμοιβή του για τις καθημερινές και τις Κυριακές του ιδίου έτους το ποσό των 1.178,98 ευρώ, κατά συνέπεια του οφείλονται ακόμη το ποσό των 1.086,13 ευρώ και το ποσό των 5.885,42 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι το συνολικό ποσό των 6.971,55 ευρώ και συνολικά για τις ναυτολογήσεις του κατά τα έτη 2018 και 2019 το ποσό των 13.403,32 ευρώ. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι, εκτός από τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, οι διάδικοι δεν πλήττουν, με την έφεση και την αντέφεση που άσκησαν, κατά τα λοιπά το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του ανωτέρω για την παροχή τέτοιας εργασίας και δη τον αριθμό των καθημερινών ημερών της εβδομάδας, των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε αυτός στο πλοίο κατά τις χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του θαλαμηπόλου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και το αντίστοιχο ποσό του ωρομισθίου για την εργασία των θαλαμηπόλων κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως διαμορφώνονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και τα ποσά, που έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εισέπραξε συνολικά από την εναγόμενη για την αιτία αυτή σε μερική εξόφληση της απαίτησής του κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του.

Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009.276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44.160 = ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008.106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016.1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012.397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011.257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕφΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003, ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝαυτΔ 1999.465, ΕφΠειρ 670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000 ΔΕΕ 2000.895). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογισθεί στο ποσό, που έγινε δεκτό ότι οφείλεται στον ενάγοντα ως αμοιβή για την παροχή υπερωριακή εργασίας, το συνολικό ποσό των 2.888,20 ευρώ, το οποίο ισχυρίσθηκε ότι του κατέβαλε και δεν αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο, ως «έκτακτες αμοιβές» του κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της και συγκεκριμένα το ποσό των 1.082,16 ευρώ κατά το έτος 2018 και το ποσό των 1.806,04 ευρώ κατά το έτος 2019 αντίστοιχα, λόγω της συμφωνίας τους κατά την κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας του να συμψηφίζονται αυτές με τις υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε, αιτιώμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμίας από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, που καταρτίσθηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και τις υπόλοιπες άτυπες συμβάσεις του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον με αυτόν δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσό οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δε δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Άλλωστε, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» του αποτελούσαν στην πραγματικότητα ποσοστό επί των εισπράξεων των κυλικείων του πλοίου, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, διανεμόμενο μόνον μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαίτησης και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται αλλά και αποδεικνύεται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίσθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «πρόσθετων αμοιβών» προκύπτει ότι δεν καταβλήθηκαν από την εναγόμενη, αλλά από τρίτον, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………………..», στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των κυλικείων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης από αυτά αγαθών στους επιβάτες, καταβάλοντας ποσοστό από τις εισπράξεις στα μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαίτησης, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 του ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης (ΑΠ 1703/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 955/1995, ΝοΒ 1997/1112, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, § 7, σελ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, άρθρο 440, ΙΙ, αριθμ. 1489, σελ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης.

Ο ενάγων εδικαιούτο ως ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές για το έτος 2018, κατά το οποίο απασχολήθηκε επί 220 ημέρες, άλλως επί 7,33 μήνες, με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018, για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με την οποία ναυτολογήθηκε, το συνολικό ποσό των 2.490,08 ευρώ (μισθός ενεργείας  1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών  259,86 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας + 587,70 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 5 ημερών 425,45 ευρώ = 2.490,08 ευρώ), μη συνυπολογιζομένου σ’αυτές του επιδόματος ιματισμού, όπως έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να προσβάλλεται από τον ενάγοντα με την αντέφεσή του, ενώ ελάμβανε, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη, κάθε μήνα το συνολικό ποσό των 2,441,39 ευρώ [βασικός μισθός 1.157,99 ευρώ + επίδομα Κυριακών 254,76 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας 576,30 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ευρώ + αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας 5 ημερών 417,10 ευρώ (321,05 ευρώ αποδοχές αδείας + 96,05 ευρώ ημερήσιο αντίτιμο τροφοδοσίας 5 ημερών) = 2,441,39 ευρώ], με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού σε μηνιαία βάση 48,69 ευρώ και συνολικά για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους αυτού ποσού 356,89 ευρώ (48,69 ευρώ Χ 7,33 μήνες). Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής αναδρομικών για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 1.11.2018, του κατέβαλε το ποσό των 267,11 ευρώ, κατά παραδοχήν ως βάσιμης της σχετικής ένστασής της περί εξόφλησης και συνεπώς εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 89,78 ευρώ. Περαιτέρω ο ενάγων εδικαιούτο ως ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές για το έτος 2019, κατά το οποίο απασχολήθηκε επί 242 ημέρες, άλλως επί 8,06 μήνες, με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2019, για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με την οποία ναυτολογήθηκε, το συνολικό ποσό των 2.539,81 ευρώ [(μισθός ενεργείας της ειδικότητας αυτής, 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας 599,40 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 ευρώ = 2.539,81 ευρώ], χωρίς συνυπολογισμό του επιδόματος ιματισμού, πλην όμως ελάμβανε το ποσό των 2.490,08 ευρώ, διότι εξακολουθούσε να αμείβεται με βάση τα προβλεπόμενα στη ΣΣΝΕ του προηγουμένου έτους (του 2018) με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού σε μηνιαία βάση 49,73 ευρώ και συνολικά για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους αυτού ποσού 400,82 ευρώ (49,73 ευρώ Χ 8,06 μήνες). Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη απόδειξη πληρωμής αναδρομικών για το χρονικό διάστημα από 10.1.2019 έως 31.8.2019, του κατέβαλε το ποσό των 233,32 ευρώ, κατά παραδοχήν ως βάσιμης της σχετικής ένστασής της περί εξόφλησης και συνεπώς εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 167,50 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών ΣΣΝΕ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011.387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011.97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγομένης και ο δεύτερος λόγος της αντέφεσης του ενάγοντος κατά το σκέλος αυτών, με το οποίο οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό των οφειλομένων σ’αυτόν επιδομάτων εορτών των ετών 2018 και 2019, ως μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης εντός των ιδίων ετών [ειδικότερα ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι το ανωτέρω ποσό υπολογίσθηκε εσφαλμένα στην εκκαλουμένη και δη επί τη βάσει της επίσης εσφαλμένης παραδοχής ότι αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του λιγότερες ώρες απ’όσες πράγματι εργάσθηκε καθ’υπέρβαση του προβλεπομένου στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ ωραρίου, αφού έγινε δεκτό ότι η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του ανερχόταν κατά μέσο όρο σε δώδεκα (12) και όχι σε δεκαπέντε (15) ώρες, όπως επικαλέσθηκε με την αγωγή του, ενώ η εναγόμενη διατείνεται ότι τέτοιο ποσό δεν θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στις μηνιαίες αποδοχές του, διότι δεν το δικαιούται, καθώς ουδέποτε παρείχε υπερωριακή εργασία στο πλοίο της, άλλως ότι το ημερήσιο ωράριό του ενίοτε επεκτεινόταν, αλλά μόνον κατά 1 ώρα κατά μέσο όρο]. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες προσδιόρισε τα ποσά, που δέχθηκε ότι του οφείλονται ως δώρα εορτών των ετών 2018 και 2019, το επίδομα αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της κατά το σχετικό σκέλος αυτού απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Επομένως, ο ενάγων, με βάση τις παραδοχές αυτές δικαιούται: 1) Για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2018, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 1η.1.2018 έως τις 4.1.2018 και από την 1η.4.2018 έως και τις 30.4.2018, δηλαδή επί 34 ημέρες, άλλως επί 4,25 οκταήμερα  (34 ημέρες:8) το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανά οκτώ ημέρες εργασίας και δη το ποσό των 563,75 ευρώ {[μισθός ενεργείας της ειδικότητας του θαλαμηπόλου 1.181,15 ευρώ + επίδομα Κυριακών 259,86 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 587,70 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 425,45 ευρώ + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.489,37 ευρώ (6.148,80 ευρώ + 4.674 ευρώ/218 ημέρες ναυτολόγησης εντός του έτους 2018 X 30= 1.489,37 ευρώ)= 3.979,45 ευρώ] 3.979,45 ευρώ X 1/2 X 1/15 X 4,25 οκταήμερα = 563,75 ευρώ}.  Ο ενάγων συνομολογεί καθ’υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής του την είσπραξη για την αιτία αυτή από την εναγόμενη του ποσού των 290,24 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 273,51 ευρώ. 2) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2018, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2018 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από την 1η.5.2018 έως και την 1η.11.2018, δηλαδή επί 184 ημέρες, άλλως επί 9,68 δεκαεννεαήμερα, δικαιούται να λάβει το ισόποσο των 2/25 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανά δεκαεννεαήμερο απασχόλησής του και δη το ποσό των 3.081,68 ευρώ (3.979,45 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα X 2/25 X 9,68 δεκαεννεαήμερα= 3.081,68 ευρώ), έναντι του οποίου εισέπραξε από την εναγόμενη το ποσό των 1.582,13 ευρώ, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η ανωτέρω κατ’ένσταση, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.499,55 ευρώ. 3) Για αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2019, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση στο πλοίο της εναγομένης δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από 10.1.2019 έως 13.2.2018 και από 2.4.2019 έως 30.4.2019, δηλαδή επί 64 ημέρες, άλλως επί 8 οκταήμερα  (64 ημέρες:8) το ισόποσο του 1/15 του ημίσεος των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ανά οκτώ ημέρες εργασίας και δη το ποσό των 1.072,33 ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + μηνιαίο αντίτιμο τροφοδοσίας 599,40 ευρώ + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας  433,95 ευρώ + κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή 1.481,44 ευρώ (4.885,92 ευρώ + 7064,40 ευρώ/242 ημέρες εργασίας του εντός του έτους 2019 X 30 = 1.481,44 ευρώ) = 4.021,25 ευρώ] 4.021,25 ευρώ X 1/2 X 1/15 Χ 8 οκταήμερα =1.072,33 ευρώ}. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη, όπως συνομολογεί καθ’υποφοράν στο αγωγικό δικόγραφο, το ποσό 557,95 ευρώ και, επομένως, δικαιούται να λάβει τη διαφορά ποσού 514,38 ευρώ. 4) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2019, εφόσον η σύμβαση εργασίας του στο αυτό ως άνω πλοίο εντός του έτους 2019 δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από την 1η.5.2019 έως και τις 25.10.2019, δηλαδή επί 178 ημέρες, άλλως επί 9,36 δεκαεννεαήμερα (178 ημέρες :19) δικαιούται το ποσό των 3.011,11 ευρώ (4.021,25 ευρώ οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα προεκτεθέντα X 2/25 X 9,36 δεκαεννεαήμερα = 3.011,11 ευρώ). Έναντι του ποσού αυτού η εναγομένη του κατέβαλε, όπως συνομολογείται καθ’υποφοράν στο αγωγικό δικόγραφο, το ποσό των 1.533,65 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.477,46 ευρώ. Επισημαίνεται ότι κατά τα λοιπά ο μαθηματικός υπολογισμός  των ποσών των επιδομάτων εορτών, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται ο ενάγων να λάβει, καθώς και οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των καταβληθέντων σ’αυτόν από την εναγόμενη ποσών για τις ανωτέρω αιτίες, δεν πλήττονται ειδικά από τους διαδίκους με την έφεση και την αντέφεση που άσκησαν, ούτε από τον ενάγοντα η κρίση της εκκαλουμένης περί μη συνυπολογισμού στις συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για τον καθορισμό των επιδομάτων εορτών του μέσου όρου των ποσών που εισέπραξε ως «έκτακτες αμοιβές».

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των αυτών ως άνω ΣΣΝΕ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από του αφετηρίου λιμένος ή του λιμένος προορισμού προ της παρελεύσεως εξαώρου από του κατάπλου ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από του αφετηρίου λιμένος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00-07.00) ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγια κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ως άνω ΣΣΝΕ, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ’εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ωρών αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ναυτικού που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του και το επίδομα αδείας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ό.π., ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003.124). Ενόψει όσων έχουν ήδη αναφερθεί περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης και μετά την απόρριψη ως αβασίμων των λόγων της έφεσης και της αντέφεσης, που πλήττουν την κρίση της εκκαλουμένης περί δωδεκάωρης ημερήσιας εργασίας του, παρέλκει η έρευνα του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης και του τρίτου λόγου της αντέφεσης του ενάγοντος κατά το σκέλος αυτών, με το οποίο οι διάδικοι παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά το ποσό, που συνυπολογίσθηκε για τον προσδιορισμό των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος, με σκοπό τον καθορισμό της οφειλομένης σ’αυτόν πρόσθετης ειδικής αμοιβής για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, ως μέσος όρος της αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του συνυπολόγισε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, με βάση τις οποίες προσδιόρισε τα ποσά, που δέχθηκε ότι του οφείλονται ως πρόσθετη ειδική αμοιβή του για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές κατά τα έτη 2018 και 2019, το επίδομα αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της κατά το σχετικό σκέλος αυτού απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα. Σημειωτέον ότι στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων θα υπολογισθεί η ανωτέρω αμοιβή, θα πρέπει να συμπεριληφθεί, ως παροχή καταβαλλόμενη στον ενάγοντα παγίως και σταθερώς, και ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών των ετών 2018 και 2019, διότι αναλογία των επιδομάτων αυτών του καταβαλλόταν τακτικώς κάθε μήνα από την εναγόμενη καθόλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της ως νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, κυμαινόμενου ύψους, αντίστοιχο των ημερών της εργασίας του κατά το συγκεκριμένο μήνα, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του, όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της κατά το σχετικό σκέλος του απορριπτομένων ως αβασίμων. Ο ενάγων, με δεδομένο ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2018 στο πλοίο της εναγομένης στο συνολικό ποσό των  4.476,55 ευρώ [3.979,45 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα + 497,10 ευρώ ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών του έτους 2018 (563,75 ευρώ + 3.081,68 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα/220 ημέρες εργασίας του X 30 = 497,10 ευρώ) = 4.476,55 ευρώ], δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο αυτό 7,37 δρομολογίων εξπρές συνολικά, διαρκείας εκάστου άνω των δώδεκα (12) ωρών, υπολογιζομένων με βάση 59 ώρες συνολικά πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα της αφετηρίας του τον Πειραιά, ήτοι προ της παρέλευσης έξι ωρών από τον κατάπλου του σ’αυτόν,  το συνολικό ποσό των 1.100,42 ευρώ, εφόσον για το καθένα εξ αυτών δικαιούται το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη (4.476,55 ευρώ:30=149,21 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο Χ 7,37 δρομολόγια εξπρές=1.100,42 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγομένη του κατέβαλε, όπως συνομολογείται καθ’υποφοράν στο αγωγικό δικόγραφο, το ποσό των 684,97 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 415,45 ευρώ. Περαιτέρω ο ενάγων, με δεδομένο ότι οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν για τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2019 στο πλοίο της εναγομένης στο συνολικό ποσό των 4.527,46 ευρώ [4.021,25 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα + 506,21 ευρώ ο μέσος όρος των επιδομάτων εορτών του έτους 2019 (1.072,33 ευρώ + 3.011,11 ευρώ κατά τα προεκτεθέντα/242 ημέρες εργασίας του X 30 = 506,21 ευρώ) = 4.527,46 ευρώ], δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο αυτό 6,40 δρομολογίων εξπρές συνολικά, διαρκείας εκάστου άνω των δώδεκα (12) ωρών, υπολογιζομένων με βάση 51,25 ώρες συνολικά πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα της αφετηρίας του τον Πειραιά, ήτοι προ της παρέλευσης έξι ωρών από τον κατάπλου του σ’αυτόν,  το συνολικό ποσό των 965,82 ευρώ, εφόσον για το καθένα εξ αυτών δικαιούται το 1/30 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη (4.527,46 ευρώ:30=150,91 ευρώ η αμοιβή του για κάθε δρομολόγιο Χ 6,40 δρομολόγια εξπρές = 965,82 ευρώ), έναντι του οποίου η εναγομένη του κατέβαλε, όπως συνομολογείται καθ’υποφοράν στο αγωγικό δικόγραφο, το ποσό των 591,39 ευρώ, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 374,43 ευρώ. Επισημαίνεται ότι οι κατόπιν της εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων παραδοχές της εκκαλουμένης επί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό εντός των ετών 2018 και 2019 και επί των καταβληθέντων στον ανωτέρω ως προβλεπόμενη από τις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ αμοιβή του ποσών, δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις έφεση και αντέφεση που άσκησαν.

Στις διατάξεις των άρθρων 68 – 81 του Ν. 3816/1958 «Περί Κυρώσεως Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958, ΚΙΝΔ), που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, καταστρώνονται οι προβλεπόμενοι από αυτόν λόγοι λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας, εφαρμοζομένων παραλλήλως των ρυθμίσεων του κοινού δικαίου επί των μη ρυθμιζόμενων περιπτώσεων. Οι λόγοι αυτοί διαρθρώνονται σε δύο [2] κατηγορίες και, συγκεκριμένα, αφενός μεν σ’ εκείνους που επιφέρουν αυτόματα τη λύση της σύμβασης με τη συνδρομή ορισμένων γεγονότων (άρθρα 68, 70, 71) και, αφετέρου, σ’ εκείνους που ανάγονται στη βούληση των συμβαλλομένων (άρθρα 69 και 72 -74), οι οποίοι λειτουργούν ύστερα από ενέργεια ενός μόνον από αυτούς (Ι. Ρόκας – Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 148, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 155 επομ.). Πέραν, όμως, αυτών είναι δυνατή η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης με τη θέληση αμφοτέρων των συμβαλλομένων (Α. Κιάντου – Παμπούκη, οπ., Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 66/449 επομ. [454, υποσ. 49]), στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας και της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης που σε νομοθετικό επίπεδο θεμελιώνονται στην διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ. Η λύση αυτή της σύμβασης ναυτικής εργασίας με κοινή συναίνεση δεν προβλέπεται στον ΚΙΝΔ, ο οποίος προνοεί μόνον για τη λύση της με τη θέληση του ενός συμβαλλομένου, προς την οποία και συνάπτει έννομες συνέπειες. Τέτοια συνέπεια προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 76, κατά την οποία ο απολυόμενος ναυτικός δικαιούται αποζημίωσης, εκτός άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία, χωρίς τούτο να δικαιολογείται εξαιτίας παραπτώματός του, ο πλοίαρχος καταγγέλλει τη σύμβαση της ναυτολόγησής του. Περίπτωση λύσεως της συμβάσεως με κοινή συναίνεση ανακύπτει και όταν κατ’ εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ο ναυτικός λαμβάνει την προβλεπόμενη από αυτήν άδεια ανάπαυσης, οπότε η σύμβασή του λύνεται με την αποδοχή εκ μέρους του πλοιάρχου σχετικής αίτησής του, δηλαδή με τη σύμπτωση των δηλώσεων βούλησής τους κατ’ άρθρα 185, 189 και 192 του ΑΚ (πρβλ ΟλΑΠ 25/1998, Δνη 1998/798 = ΔΕΝ 2000/382 = ΕΕμπΔ 1998/610 = ΕΕΝ 1998/634 = ΕΕΔ 1999/86 = ΕΝαυτΔ 1998/263 = ΝοΒ 1999/231, ΟλΑΠ 32/1997, Δνη 1997/1528 = ΕΕΝ 1997/431 = ΕΝαυτΔ 1998/369 = ΝοΒ 1998/198). Πράγματι, όπως [και] από τις διατάξεις του άρθρου 15 των ως άνω ΣΣΝΕ προκύπτει, η άδεια του ναυτικού, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται κατ’ αίτησή του μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν την χορήγησή της και σε περίπτωση μη χορήγησής της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται νόμιμα (ΜονΕφΠειρ. 83/2014, ο.π., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 60, σελ. 192). Στην ίδια αυτή περίπτωση της με κοινή συναίνεση λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης δεν οφείλεται στον απολυόμενο λόγω λήψης αδείας ναυτικό η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ. 111/2007, ΕΝαυτΔ 2007/406, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, άρθρο 75, σελ. 385), αφού για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποτίθεται μονομερής λύση της σύμβασης επερχόμενη με καταγγελία της εκ μέρους του πλοιάρχου (ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ο.π, ΕφΠειρ. 288/2011, ΠειρΝομ. 2012/173). Άλλως έχει το πράγμα και η αποζημίωση του άρθρου 76 ΚΙΝΔ εξακολουθεί οφειλόμενη, όταν η λήψη της άδειας ανάπαυσης του ναυτικού εμφανίζεται ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απολύσής του, ο οποίος υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της σύμβασής του. Στην περίπτωση αυτή τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απόλυσης οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για την λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (ΜονΕφΠειρ. 443/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 741/2005, ΕΝαυτΔ 2005/444). Τέλος, σε περίπτωση απόλυσης ναυτικού που λαμβάνει χώρα σε λιμένα του εσωτερικού συνεπεία καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο η αποζημίωσή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ.τελευταίο και 76 εδαφ.α΄ του ΚΙΝΔ ισούται με τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του και για τον υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης (μισθός ενέργειας), το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή του, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών και κάθε άλλη παροχή καταβαλλομένη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του τακτικώς καθ’έκαστο μήνα ή κατ’επανάληψη περιοδικώς καθ’ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΜονΕφΠειρ. 351/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΕφΠειρ. 172/2008, ΕΝαυτΔ 36/100, ΕφΠειρ. 719/2006, ΕΝαυτΔ 34/355, βλ. και Δ. Καμβύση, ο.π., άρθρο 76, σελ. 265), το άθροισμα των οποίων διαιρείται δια δύο [2] (ΜονΕφΠειρ. 71/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 231/2013, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων στις 4.1.2018 και στις 13.2.2019 έλαβε άδεια ανάπαυσης διάρκειας ενός [1] μηνός, δηλαδή μέχρι τις 4.2.2018 και τις 13.3.2019,  όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του, η οποία, τελικώς πραγματοποιήθηκε σε αμφότερες τις περιπτώσεις αργότερα και δη την 1η.4.2018 και στις 2.4.2019. Αιτία της καθυστερημένης επαναπρόσληψής του απετέλεσε το γεγονός ότι δεν υπήρχε κενή θέση για να καταλάβει, αφού για να ναυτολογηθεί εκείνος έπρεπε να λάβει άδεια έτερο μέλος του πληρώματος της αυτής ειδικότητας, όπως κατατέθηκε από τους δικούς του μάρτυρες, ενώ οι μάρτυρες της εναγομένης ουδέν αναφέρουν σχετικώς. Με τον τρόπο, όμως, αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα άνεργος. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 4.2.2018 και στις 13.3.2019,  ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικώς για την ίδια οδό, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής. Επομένως, ο τελευταίος έχει δικαίωμα λήψης της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ακολούθως η εκκαλουμένη υπολόγισε το ποσό της αποζημίωσης, που δικαιούται ο ενάγων, με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το τελευταίο πριν από την κάθε απόλυσή του μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, για τον προσδιορισμό του οποίου όσον αφορά ειδικότερα το έτος 2018 διαίρεσε τις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του, δηλαδή τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017, υπολογιζόμενες με βάση την τότε ισχύσασα ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, συνολικού ποσού 2.441,39 ευρώ, μη αθροίζοντας σε αυτές του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του και της αναλογίας του δώρου εορτών του έτους 2017, με την αιτιολογία ότι «τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστά στο Δικαστήριο», διά δύο και του επιδίκασε το ποσό του πηλίκου της διαίρεσης αυτής των 1.220,69 ευρώ, ενώ όσον αφορά το έτος 2019, άθροισε στις πάγιες μηνιαίες αποδοχές του, δηλαδή στις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2019, το μέσο όρο της υπερωριακής αμοιβής του και την αναλογία του δώρου εορτών του έτους 2019 και από το σύνολο του ποσού των 4.527,46 ευρώ έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ήμισυ, ποσού 2.263,73 ευρώ. Το πόρισμα αυτό πλήττουν και οι δύο διάδικοι, επικαλούμενοι αμφότεροι εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, που οδήγησε και σε εσφαλμένο υπολογισμό της αναλογίας των επιδομάτων δώρων εορτών και, επιπλέον, η εναγόμενη, με το δεύτερο σκέλος του ίδιου (έκτου) λόγου της έφεσής της, ισχυρίζεται ότι για την εξαγωγή του συνόλου των πάγιων αποδοχών του αντιδίκου της δεν έπρεπε να συνυπολογισθούν i) το επίδομα αδείας του και ii) η αναλογία των δώρων εορτών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες για τους λόγους, που έχουν ήδη αναφερθεί, σε συνδυασμό με όσα ειδικότερα εκτίθενται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, όσον αφορά το ποσό που ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης για την απόλυσή του, που έλαβε χώρα στις 4.1.2018 κατά τα προεκτεθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 76 ΚΙΝΔ, η οποία θα υπολογισθεί με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017, κατά τον οποίο εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης, πλέον αμοιβής υπερωριών και αναλογίας δώρων εορτών, λεκτέα τα κάτωθι: Ο ενάγων κατά το μήνα αυτό δικαιούται ως ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του, υπολογιζόμενες με βάση τη ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2017, η οποία υπογράφηκε στις 17.8.2017 και κυρώθηκε στις 27.10.2017 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄ 4005/17.11.2017), το ποσό των 2.476,32 ευρώ.  Ειδικότερα, με βάση την ανωτέρω ΣΣΝΕ, ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του θαλαμηπόλου ορίσθηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά του ευρώ (35,22 €) και οι αποδοχές της αδείας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια πενήντα δύο ευρώ και πέντε λεπτά του ευρώ {[(1.157,99 € + 254,76 € + 576,30 €: 22 Χ 5 ημέρες = 452,05€}, το δε ωρομίσθιο του θαλαμηπόλου καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα επτά λεπτά (8,37 €) και σε δέκα ευρώ και τέσσερα λεπτά (10,04 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτά του ευρώ (2.476,32 ευρώ). Ο ενάγων και κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 επίσης απασχολείτο στο πλοίο της εναγομένης επί 12 ώρες ημερησίως, ασκώντας ομοίως τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, που προαναφέρθηκαν, όπως άλλωστε έγινε δεκτό ότι εργάσθηκε και κατά το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα εντός των ετών 2018 και 2019, ήτοι κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές επί 4 ώρες υπερωριακά, ενώ η εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου μήνα θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή.  Επομένως, για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 δικαιούτο α) ως αμοιβή υπερωριών καθημερινών και Κυριακών του μήνα αυτού το ποσό των 770,04 ευρώ (23 καθημερινές και Κυριακές Χ 4 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,37 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την αυτή ως άνω ΣΣΝΕ, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές = 770,04 ευρώ) β) ως αμοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου μήνα το ποσό των 963,84 ευρώ (8 Σάββατα και αργίες Χ 12 εργασίας ημερησίως Χ 10,04 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα απασχόλησης του θαλαμηπόλου, με βάση την αυτή ως άνω ΣΣΝΕ, κατά τα Σάββατα και τις αργίες = 963,84 ευρώ), ήτοι συνολικά ως αμοιβή υπερωριών το ποσό των 1.733,88 ευρώ. Περαιτέρω για την εργασία του κατά το χρονικό διάστημα από 30.11.2017 έως 31.11.2017 στο πλοίο της εναγομένης, ήτοι επί 32 ημέρες, εντός του χρονικού διαστήματος από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, δικαιούται ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων (σημειωτέον ότι δε δικαιούται δώρου Πάσχα γιατί η εργασία του δεν ανάγεται στο χρονικό διάστημα από 1/1 έως 30/4), άλλως επί 1,68 δεκαεννεαήμερα, το ποσό των 555,50 ευρώ {2.476,32 ευρώ οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του + 1.656,9 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριών του διαστήματος αυτού [1.733,88 ευρώ η συνολική αμοιβή υπερωριών κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017 + 33,48 ευρώ η αμοιβή για τις 4 ώρες υπερωρίας την Πέμπτη 30.11.2017 (4 ώρες Χ 8,37 ευρώ την ώρα =33,48 ευρώ) = 1.767,36 ευρώ/32 ημέρες Χ 30=1.656,9 ευρώ] = 4.133,22 ευρώ X 2/25 X 1,68 δεκαεννεαήμερα =555,50 ευρώ, με αποτέλεσμα για το μήνα Δεκέμβριο του ιδίου έτους να δικαιούται του ποσού των 520,78 ευρώ (555,50 ευρώ/32 ημέρες Χ 30 =520,78 ευρώ). Επομένως, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του για το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2017, πλέον μέσου όρου μηνιαίας αμοιβής υπερωριών και μηνιαίας αναλογίας δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017, ανέρχονται στο ποσό των 4.654 ευρώ (2.476,32 ευρώ οι ελάχιστες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του + 1.656,9 ευρώ ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριών του διαστήματος αυτού + 520,78 ευρώ η μηναία αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2017), εκ της οποίας δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης το ήμισυ, ήτοι το ποσό των 2.327 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.220,69 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το σχετικό σκέλος του τέταρτου και τελευταίου λόγου της αντέφεσής του. Τέλος, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση για την απόλυσή του, που έλαβε χώρα στις 13.2.2019, το ήμισυ του ποσού των συνολικών τακτικών αποδοχών του κατά το μήνα Ιανουάριο του έτους 2019, πλέον μέσου όρου υπερωριών και επιδομάτων εορτών και συγκεκριμένα το ποσό των 2.263,73 ευρώ, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς ο μαθηματικός υπολογισμός του ανωτέρω επιδικασθέντος με την εκκαλουμένη απόφαση ποσού να πλήττεται κατά τα λοιπά από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα, που άσκησαν.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003.168 = ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49.1814 = Δνη 2001.382 = ΕπισκΕμπΔ 2002.392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001.1013, ΑΠ 950/1989, ΕλλΔνη 1991.77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985.239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.2243/2012, ΔΕΕ 2012.1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008.1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002.472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993.256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29/554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003.36, ΕφΠειρ. 13/1995, ΕλλΔνη 1996.423 = ΔΕΕ 1995.403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985.1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ.2000.806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 του ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ. 966/2010, ΕλλΔνη 2012.188), η δε διάταξη του άρθρου του 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και ανωτέρω σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.). Εν προκειμένω με τον έβδομο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και σιγή απορριφθέντα με την εκκαλουμένη αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, αυτός με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις υπό κρίση αξιώσεις του. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος επί σειρά ετών (σχεδόν δύο δεκαετίες) ναυτολογείτο σε πλοία της, παραλάμβανε και υπέγραφε όλες τις αναλυτικές αποδείξεις, χωρίς επιφύλαξη και αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του, που κατατίθεντο σε τραπεζικό λογαριασμό του, υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής απασχόλησής του, ενώ ουδέποτε την όχλησε για την εξόφληση οφειλομένων αμοιβών υπερωριών, αντιθέτως ελάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της και την αμοιβή του για την πέραν της νόμιμης υπερωριακή απασχόλησή του, παραλαμβάνοντας τα σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του, χωρίς ουδέποτε να διατυπώσει επ’ αυτών οιαδήποτε επιφύλαξη και χωρίς να προβάλει κατά την πολυετή εργασιακή του σχέση οιαδήποτε αξίωση, ει μη μόνον το πρώτον μετά την αποχώρησή του. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, εντούτοις αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας στο πλοίο της, αλλά και επειδή τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ίδιας διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης απέρριψε σιγή τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσής της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επομένως, πρέπει, αφού απορριφθεί η έφεση της εναγομένης ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, να γίνει δεκτή εν μέρει η αντέφεση του ενάγοντος ως και ουσιαστικά βάσιμη κατά τον ως άνω ευδοκιμήσαντα λόγο της και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν και μη ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτέλεσής της (ΑΠ 748/1984, Ελλνη 26.642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005.685, ΕφΠειρ.91/2004, Πειρ.Νομ. 2004.160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και α)  να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 13.403,32 ευρώ, ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησής του εντός των ετών 2018 και 2019 και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.402,79 ευρώ (89,78 ευρώ + 167,50 ευρώ + 273,51 ευρώ + 1.499,55 ευρώ + 514,38 ευρώ + 1.477,46 ευρώ + 415,45 ευρώ + 374,43 ευρώ + 2.327 ευρώ + 2.263,73 ευρώ = 9.402,79), ως διαφορές νομίμων αποδοχών του, επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές των ανωτέρω ετών, καθώς και ως αποζημίωση απόλυσής του, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από την επομένη της λύσης της τελευταίας σύμβασης ναυτολόγησής του στις 25.10.2019, που αποτελεί κατά νόμο δήλη ημέρα, ήτοι από τις 26.10.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως ορθά κρίθηκε και στον πρώτο βαθμό, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται οποιαδήποτε αντίρρηση από τους διαδίκους, εκτός από το ποσό των 1.477,46 ευρώ, που αντιστοιχεί στο δώρο Χριστουγέννων του έτους 2019 και είναι τοκοφόρο από την 1η.1.2020 (περί του ότι για την πληρωμή του επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων ως δήλη ημέρα καταβολής ορίζεται από το νόμο η 31η Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο οφείλεται και, συνεπώς, η τοκοφορία του δεν άρχεται σε προγενέστερο χρονικό σημείο βλ.σχετ. ΜονΕφΠειρ.48/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 265/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου τούτου στο διαδίκτυο, όπου και περαιτέρω παραπομπές), όπως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το δεύτερο λόγο της αντέφεσής του κατά το σχετικό σκέλος αυτού απορριπτομένων ως αβασίμων. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του παραδεκτά υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης της εναγομένης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 7.000 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αριθμ. 1, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

                                      ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 23.2.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../.23.2.2022 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………/24.2.2022 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση β) την από 16.3.2022  (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……/23.3.2022) αντέφεση κατά της υπ’αριθμ. 1831/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την αντέφεση.ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 11.11.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./6.12.2019) αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων τετρακοσίων τριών λεπτών και τριάντα δύο λεπτών του ευρώ (13.403,32 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 26.10.2019 μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων δύο ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτών του ευρώ (9.402,79 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από τις 26.10.2019 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, εκτός από το ποσό των χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και σαράντα έξι λεπτών του ευρώ (1.477,46 ευρώ), που αντιστοιχεί στο δώρο Χριστουγέννων του έτους 2019, το οποίο είναι τοκοφόρο από την 1η.1.2020 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα της εκκαλούσας – εναγομένης περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 7.12.2023

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 7.12.2023, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχώρησης της Δικαστού Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ