ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 658/2023
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ ….., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της (με ΑΦΜ ….), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, τον Προϊστάμενο ΔΟΥ Ν. Ιωνίας και τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ε’ Πειραιά, που παραστάθηκε διά της δικαστικής πληρεξούσιας ΝΣΚ Παναγιώτας Κλουκίνα και
Των εφεσίβλητων: 1) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………, με ΑΦΜ ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ως επισπεύδουσας και καταταγείσας δανείστριας, 2) Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΦΚΑ», και ήδη «Ηλεκτρονικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-ΕΦΚΑ) με ΑΦΜ …., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διοικητή του και εν προκειμένω από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Κέντρου Εισπράξεως Ασφαλιστικών Οφειλών ΚΕΑΟ Πειραιώς, ως οιονεί καθολικού διαδόχου, κατ άρθρο 51 παρ.1 και 53 παρ.1 περ.Α ν 4387/2016 του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων –Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), ως καταταγέντος δανειστή το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Κλησιάρη. 3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., με ΑΦΜ ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ως καταταγείσας δανείστριας η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας της δικηγόρου Εριφύλης Αποστολίδου και 4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………..», η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β ) Εκουσίως αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…………….», και διακριτικό τίτλο «……………», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την προηγούμενη επωνυμία «……………..» και το διακριτικό τίτλο, «……………» , που εδρεύει στην Αθήνα, επί της ……………., με ΑΦΜ ………… ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας εν προκειμένων δυνάμει της από 24.12.2022 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος, διαχειρίστρια και πληρεξούσια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία « …………….» με έδρα στο ….. της Ιρλανδίας, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην Αθηνα επί της οδού ……….., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Κυπριανής Ψηλού, της δικηγορικής εταιρείας «Κάσσαρη Κωνσταντινα -Τζανός Φώτιος Δικηγορική Εταιρεία»
Της υπερ’ ής η πρόσθετη παρέμβαση – εφεσίβητης: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «.. .», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… με ΑΦΜ ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
Του καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, με ΑΦΜ …., που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ήδη από 1-1-2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εκπροσωπείται από τον Διοικητή της (με ΑΦΜ …..), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, τον Προϊστάμενο ΔΟΥ Ν. Ιωνίας και τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Ε’ Πειραιά, που παραστάθηκε διά της δικαστικής πληρεξούσιας ΝΣΚ Παναγιώτας Κλουκίνα
ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: 1) Το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΦΚΑ», και ήδη «Ηλεκτρονικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-ΕΦΚΑ) με ΑΦΜ …., που εδρεύει στην Αθήνα, οδός . …. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διοικητή του και εν προκειμένω από τον Διευθυντή του Περιφερειακού Κέντρου Εισπράξεως Ασφαλιστικών Οφειλών ΚΕΑΟ Πειραιώς, ως οιονεί καθολικού διαδόχου, κατ άρθρο 51 παρ.1 και 53 παρ.1 περ.Α ν 4387/2016 του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων –Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), 2) Την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………….», και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………., με ΑΦΜ …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και 3) Την ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα από την ειδική εκκαθαρίστρια ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………», η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά των εφεσίβλητων στην έφεσή του την από 15-10-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) ανακοπή κατά του συνταχθέντος από την Συμβολαιογράφο Αθηνών ……… υπ’ αριθ. ………./11.9.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών. Επίσης η τρίτη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», άσκησε ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 2.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2018) ανακοπή κατά της στην παρούσα δίκη, πρώτης εφεσίβλητης βάλλοντας κατά του ίδιου ως άνω πίνακα κατάταξης. Εξάλλου, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου άσκησε την από 18.10.2018 (με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018) ανακοπή του και το δεύτερο εφεσίβλητο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «………….», κατά των λοιπών διαδίκων,. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά με την με αριθμό 113/2020 απόφασή του (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών) συνεκδίκασε τις παραπάνω ανακοπές απέρριψε την ανακοπή του Ε.Φ.Κ.Α. και έκανε εν μέρει δεκτές τις ανακοπές του Ελληνικού Δημοσίου και της ανώνυμης εταιρεία με την επωνυμία «………….», μεταρρυθμίζοντας τον πίνακα κατάταξης. Την παραπάνω απόφαση προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με την από 7.1.2022, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και με Ε.Α.Κ. …/2022 και ακολούθως επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 9.2.2022 με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, οπότε ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Περαιτέρω, η εταιρία με την επωνυμία “«…………», άσκησε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου την από 15.2.2023 (με Γ.Α.Κ…./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι υποθέσεις συνεκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από τα οικεία πινάκια α.α. 11 και 48 στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκαν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγονται προς συζήτηση: α) η από 7.1.2022, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και με Ε.Α.Κ. …./2022 και στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. ../2022 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των εφεσίβλητων α) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….», β) ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΦΚΑ», γ) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», και δ) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………», προς εξαφάνιση της με αριθμό 113/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) και β) η από 15.2.2023 (με Γ.Α.Κ…/2023 και Ε.Α.Κ. …/2023) εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της εταιρίας με την επωνυμία “«……….», υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και κατά του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου στην εκκρεμή έφεση, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της συνάφειάς τους, αφού αφορούν στην ίδια προσβαλλομένη απόφαση, υπάγονται στην ίδια ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και με τη συνεκδίκαση τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 80 επ., 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Κατά την εκφώνηση της παραπάνω έφεσης και πρόσθετης παρέμβασης από τη σειρά τους στο οικείο πινάκιο: Α) στην έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και ήταν απούσα η πρώτη εφεσίβλητη, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» και η τέταρτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………… Από τις προσκομιζόμενες από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο με αριθμούς …./21.2.2022 και …/21.2.2022 εκθέσεις επίδοσης που συνέταξε η δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …… . αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω έφεσης, με τις σχετικές πράξεις κατάθεσης, την πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στους πρώτη και τέταρτη εφεσίβλητη αντίστοιχα, νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, οι παραπάνω εφεσίβλητοι θα δικασθούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτοί παρόντες κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 του ΚΠολΔ, με τη διάκριση που θα γίνει ως προς την πρώτη εφεσίβλητη παρακάτω. Β) στην από 15.2.2023 πρόσθετη παρέμβαση, η υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Από την προσκομιζόμενη από την προσθέτως παρεμβαίνουσα υπ’ αριθ. ……./17.2.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….. αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της παραπάνω πρόσθετης παρέμβασης με πράξη ορισμού της αναφερόμενης ως άνω δικασίμου και κλήση σε αυτή για συζήτηση επιδόθηκε στην υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση νόμιμα κατ’ άρθρο 129 παρ.1 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 591 παρ.1 περ.β’ εδ.α’ του ΚΠολΔ, όπως η σχετική διάταξη εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη σύμφωνα με την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου. Σχετικά με τη δικονομική θέση της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, όπως αυτή επηρεάζεται από την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και τις συνέπειες που έχει η παράσταση στη δίκη των λοιπών συμμετεχόντων στη δίκη, λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….”, “Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις”. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, “Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης”. Την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου οι εν λόγω εταιρίες αποκτούν ανεξάρτητα αν το πλαίσιο μεταβίβασης και διαχείρισης των απαιτήσεων στηρίζεται στον ν. 3156/2003, αλλά σημασία έχει το εάν πρόκειται για εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4354/2015 (στις οποίες ρητά έχει απονεμηθεί από το νόμο η ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου), ανεξαρτήτως δηλαδή αν η μεταβίβαση της απαίτησης από τον αρχικό δικαιούχο προς τον ειδικό διάδοχο (εταιρίες ειδικού σκοπού- ΕΑΑΔΠ) και ακολούθως η ανάθεση από αυτόν της διαχείρισης έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 ή με βάση το ν. 4354/2015 (ΑΠ 1102/2022 στην areiospagos.gr, ομοίως οι ΑΠ 1343/2022, 864/2022, 883/2021, 467/2021, 402/2021, 1260/2019, αντίθετη η 822/2022, ενώ το ζήτημα έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την ΑΠ 1873/2022, Α2 Πολιτικό Τμήμα). Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση που η προσθέτως παρεμβαίνουσα φέρεται ως νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, Εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης “…………… δυνάμει της από 21.7.2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ.16 του ν. 3156/2003, όπως στη συνέχεια λύθηκε με από 23.12.2020 και αντικαταστάθηκε από την με ίδια ημερομηνία σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …/2022, ως ειδικής διαδόχου της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση «…………… », κατόπιν της από 21.7.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, στις οποίες (απαιτήσεις) που μεταβιβάστηκαν περιλαμβάνονται και αυτές που αφορούν την συγκεκριμένη υπόθεση, μεταβιβάσεις που καταχωρήθηκαν στον τόμο … αριθμό …. των δημοσίων βιβλίων του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών με αριθμό καταχώρισης ……. και …….. σύμφωνα με τα αποσπάσματα του Παραρτήματος της ως άνω Σύμβασης Πώλησης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων και όπως η ως άνω εταιρία «………………….» παρεμβαίνει για να μη μεταρρυθμισθεί, κατόπιν της ένδικης εφέσεως του Ελλ. Δημοσίου, ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης στον οποίο έχει καταταγεί προνομιακά η υπέρ ης η παρέμβαση τράπεζα, έχει δημιουργηθεί μεταξύ της προσθέτως παρεμβαίνουσας και της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία. Από τα προσκομιζόμενα μετ΄ επικλήσεως από την προσθέτως παρεμβαίνουσα έγγραφα προκύπτει η επικαλούμενη ιδιότητα και το έννομο συμφέρον της για την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη, κατ΄ άρθρα 80 και 83 του ΚΠολΔ,. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρων 76 παρ. 1,3 και 110 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016 αμφότερες Δημοσίευση Νόμος), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικο του (ΑΠ 368/2019, ΜονΕφΛαρ 305/2022 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, εν προκειμένω, η υπέρ η πρόσθετη παρέμβαση-πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία πρέπει να δικασθεί ερήμην αλλά η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ. 4 εδάφ. α` του ΚΠολΔ), η δε υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση-πρώτη εφεσίβλητη θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.
Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε από ή προς το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, η δε εκκαλούμενη δημοσιεύθηκε στις 10.1.2020 και το εκκαλούν Δημόσιο άσκησε την κατ’ αυτής έφεση με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ στις 10.1.2022, ήτοι πριν παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, χωρίς ν’ απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εισήχθησαν α) η από 15.10.2018 με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2018 ανακοπή του Ελληνικού Δημοσίου και της ΑΑΔΕ η οποία ενήργησε ως εκπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, όπου εκτέθηκε ότι με πρωτοβουλία της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «………..» επισπεύσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός σε βάρος των κείμενων στον Πειραιά ακινήτων των οφειλετών ………… Οτι μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό, το ανακόπτον ανήγγειλε τις με γενικό προνόμιο απαιτήσεις του κατ’ αρ. 61 ΚΕΔΕ, 975 παρ. 2 και 975 παρ. 5 ΚΠολΔ συγκεκριμένα : α) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά ποσού 310.838, 16 € εις βάρος του οφειλέτη . ….., β) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ν. Ιωνίας ποσού 11.525,45 € εις βάρος του οφειλέτη ……… και γ) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ε’ Πειραιά ποσού 1.057,85 €, εις βάρος του οφειλέτη ……….., ενώ λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. ………../11-9-2018 Πίνακα Κατάταξης δανειστών. Ότι από τον άνω πίνακα προκύπτει ότι η ανωτέρω συμβολαιογράφος προαφαίρεσε το ποσό των 15.418 € πλέον ΦΠΑ 3.700 € = 19.118 € ως έξοδα εκτελέσεως, που ανήκουν στην επισπεύδουσα πρώτη των καθ’ ών και απέδωσε σε αυτή πλην όμως αόριστα .Ότι περαιτέρω στον ανωτέρω πίνακα μετά την αόριστη και χωρίς εξειδίκευση κονδυλίων προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης στο εναπομείναν πλειστηρίασμα, ποσού (70.100 – 24.532 = ) 45.568 ευρώ, δεν κατέταξε, σύμφωνα με το αρ. 975 ΚΠολΔ ως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015, αμέσως μετά το ίδιο (στη θέση 2) για ληξιπρόθεσμη απαίτηση που διατηρούσε κατά του οφειλέτη που προέρχονταν από βεβαιωμένες οφειλές ΦΠΑ, στο εναπομείναν καθαρό εκπλειστηρίασμα καθόσον οι αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις υπερκαλύπτουν το ανωτέρω καθαρό εκπλειστηρίασμα και κατατάσσονται με προαφαίρεση στην γ’σειρά του αρ. 975 ΚΠολΔ ως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015. Ζητούσαν, δε, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος πίνακας, ώστε να αποβληθεί από τα έξοδα η επισπεύδουσα και πρώτη των καθ’ ων η ανακοπή, ήδη πρώτη εφεσίβλητη, υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και να καταταγεί το Ελληνικό Δημόσιο ως προς αυτά αλλά και περαιτέρω να αποβληθούν από αυτόν (τον πίνακα) οι καθ’ ων ισόποσα, κατά το μέρος που πλήττεται από το ανακόπτον, κατά τα ανωτέρω και να καταταγεί το ίδιο το ανακόπτον στο ποσό που θα προκύψει μετά την αφαίρεση των λοιπών εξόδων. β) Η από 2.10.2018 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2018 ανακοπή της τρίτης εφεσίβλητης κατά της πρώτης εφεσίβλητης, όπου με το μοναδικό λόγο της ανακοπής, υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα υπολογίσθηκαν με τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης τα έξοδα που αφορούν τόκους χρονικής περιόδου από 4-6-2013 μέχρι 19-7-2016 ποσού 13.397,72 € καθώς και το ποσό των 1.781 € για λήψη απογράφου και τέλη αυτού αφενός μεν ως αόριστα αφετέρου ως υπερβολικά αφού η τράπεζα απαλλάσσεται από τέλη απογράφου και η ανακόπτουσα ζήτησε, να μεταρρυθμιστεί ο πίνακας ως προς το προαφαιρούμενο ποσό των εξόδων εκτέλεσης ύψους : 13.397,72 € + ΦΠΑ: 3.215,45 € + 1.781 + ΦΠΑ: 427,44 € = 18.821,61 € και να καταταγεί στο απελευθερούμενο ποσό η ίδια για ικανοποίηση μέρους των αναγγελθέντων απαιτήσεών της πλέον αυτών για τα οποία κατετάγη και γ) Η από 18.10.2018 και με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………../2018 ανακοπή του δεύτερου εφεσίβλητου κατά των λοιπών διαδίκων της κρινόμενης έφεσης με την οποία το ανακόπτον εξέθετε ότι μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό, ανήγγειλε την με γενικό προνόμιο απαίτησή του (συγκεκριμένα του Περιφερειακού ΚΕΑΟ Πειραιά), ύψους 663.203 ευρώ κατά της εταιρίας με την επωνυμία «……………», πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της οποίας τύγχανε ο καθ’ού η εκτέλεση ………, ενώ λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. ………/11-9-2018 Πίνακα Κατάταξης δανειστών. Ότι στον ανωτέρω πίνακα μετά την προαφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης στο εναπομείναν πλειστηρίασμα, ποσού (70.100 – 24.532 = ) 45.568 ευρώ, δεν κατέταξε, σύμφωνα με το αρ. 975 ΚΠολΔ ως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015, αμέσως μετά το Ελληνικό Δημόσιο (στη θέση 2), το ίδιο το ανακόπτον στο εναπομείναν καθαρό εκπλειστηρίασμα καθόσον οι αναγγελθείσες προνομιακές απαιτήσεις υπερκαλύπτουν το ανωτέρω καθαρό εκπλειστηρίασμα και κατατάσσονται με προαφαίρεση στην γ’σειρά του αρ. 975 ΚΠολΔ ως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015. Ζήτησε δε, να μεταρρυθμιστεί ο προσβαλλόμενος Πίνακας, ώστε να αποβληθούν από αυτόν οι καθ’ ων ισόποσα, κατά το μέρος που πλήττεται από το ανακόπτον, κατά τα ανωτέρω και να καταταγεί το ίδιο το ανακόπτον στο ποσό των 45.568 – 3.068 ποσό για το οποίο κατετάγη το Ελληνικό Δημόσιο = 42.400 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας την υπό στοιχείο α ανακοπή ερήμην του δεύτερου και της τέταρτης των καθών, την υπό στοιχείο γ ανακοπή ερήμην της τρίτης των καθών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε ως απαράδεκτη την υπό στοιχείο Α ανακοπή ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση της ΑΑΔΕ, απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής, περί εσφαλμένης εφαρμογής ως προς την κατάταξη των απαιτήσεων των αναγγελθέντων δανειστών στον επίμαχο πλειστηριασμό τα άρθρα 975 και 977 § 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015 αντί για τα άρθρα 975 και 977 § 1 εδ. α’ ΚΠολΔ όπως αυτά ίσχυαν μετά το ν. 4055/2012 και πριν το ν. 4335/2015, επειδή η πρώτη επίδοση επιταγής δυνάμει της οποίας εκκίνησε η σχετική αναγκαστική εκτέλεση είχε κοινοποιηθεί με την έκδοση της διαταγής πληρωμής ήτοι πριν την 1-1- 2016, ως μη νόμιμο, και απέρριψε ως μη νόμιμη την υπό στοιχείο γ ανακοπή. Ακολούθως έκανε δεκτούς τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α ανακοπής και την υπό στοιχείο Β ανακοπή, κρίνοντας ότι το κονδύλιο των εξόδων εκτέλεσης ήταν αόριστο και ειδικότερα ότι η προαφαίρεση του ποσού των 15.418 € συν ΦΠΑ συνολικά δε 19.118 €, από το σύνολο των προαφαιρεθέντων εξόδων, κατά τα αναφερόμενα στον πίνακα κατατάξεως, με γενική αναφορά και χωρίς λεπτομερή προσδιορισμό και αναλυτική αιτιολογία των επί μέρους ποσών, που το απαρτίζουν, και αποδέσμευσε το εν λόγω ποσό προς όφελος των ανακοπτόντων. Εν συνεχεία, μεταρρύθμισε τον πίνακα κατάταξης ως προς το ποσό των 19.118 €, που προαφαιρέθηκε ως έξοδα εκτελέσεως υπέρ της επισπεύδουσας – πρώτης εφεσίβλητης, και κατέταξε σε αυτό τους ανακόπτοντες κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο εκπελιστηριάσμα 2,5/1, για την ικανοποίηση ισόποσου μέρους των άνω αναγγελθέντων απαιτήσεων τους, που δεν ικανοποιήθηκαν, λόγω εξαντλήσεως του πλειστηριάσματος. Συγκεκριμένα δε κατέταξε το μεν Ελληνικό Δημόσιο στο ποσό των 13.655,72 € και την τράπεζα …… στο ποσό των 5.462,29 €.
Με την κρινόμενη έφεση παραπονείται το Ελληνικό Δημόσιο και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η προαναφερθείσα υπό στοιχείο α ανακοπή που άσκησε και να απορριφθεί η υπό στοιχείο β ανακοπή που είχε ασκήσει η Τράπεζα …, τρίτη εφεσίβλητη. Ειδικότερα με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του αιτιάται την εκκαλούμενη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής του περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 ΚΠολΔ, καθώς έπρεπε η κατάταξη στον πίνακα να γίνει κατά τα ισχύοντα προ του ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η επίμαχη αναγκαστική εκτέλεση διενεργήθηκε με βάση επιταγή προς πληρωμή που επιδόθηκε στους οφειλέτες- καθ’ων ο πλειστηριασμός την 3.6.2013. Περαιτέρω, με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος…) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίζεται στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη, το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, είχε επιδοθεί πριν την 1.1.2016. Ως επιταγή δε νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (ΑΠ 224/2022 στην ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1151/2021 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 47/2022 στην efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 231/2022, ΜονΕφΠειρ 139/2022 αμφότερες στην efeteio-peir-gr, ΜονΕφΠατρ 32/2022 στην ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι παριστάμενοι διάδικοι αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της πρώτης εφεσίβλητης και σε εκτέλεση της με αριθμό ………/2013 διαταγής πληρωμής Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών διενεργήθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., ο αναγκαστικός πλειστηριασμός επτά οριζόντιων ιδιοκτησιών ακινήτου που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού …………, συνιδιοκτησίας των …………. και …………., μη διαδίκων στην παρούσα δίκη- καθ’ών η εκτέλεση, οι οποίες είχαν κατασχεθεί δυνάμει της με αριθμό …./2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Πειραιώς ………. και συντάχθηκε προς τούτο από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού η υπ’ αριθ. ………./2018 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού). Στην προκειμένη περίπτωση, η επιταγή προς εκτέλεση που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, με τη σύνταξη και του ένδικου πίνακα κατάταξης, είναι αυτή (επιταγή) που επιδόθηκε στους οφειλέτες την 21-9-2016 και όχι αυτή που επιδόθηκε την 3-6-2013, όπως ισχυρίζεται το ανακόπτον, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται, ούτε, σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι μετά την τελευταία και εντός έτους από αυτή, επακολούθησαν και άλλες πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών της συνεπειών. Συγκεκριμένα από την πρώτη επιταγή που επιδόθηκε στους οφειλέτες την 3-6-2013 είχε περάσει έτος μέχρι την ένδικη κατάσχεση που έγινε με την υπ΄ αρ…../2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης …./2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε η Δικαστική Επιμελήτρια στο Εφετείο Πειραιώς …………… και άρα αυτή είχε αποβάλλει την ισχύ της και δεν μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω πράξεις εκτέλεσης. Επομένως, κρίσιμη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση για το ζήτημα της ισχύος των διατάξεων των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ και γενικότερα του διαχρονικού δικαίου των προνομίων ως προς τον ένδικο πίνακα κατάταξης, είναι αυτή που έγινε την 21-9-2016 και αναφέρεται στον προσβαλλόμενο πίνακατάταξης. Με βάση δε τα παραπάνω και εφόσον η κρίσιμη επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην παρούσα περίπτωση έγινε μετά την 1-1-2016, παρά την ισχύ της ως άνω διάταξης του άρθρου 43 του Ν. 4715/2020, η οποία είναι γνήσια ερμηνευτική με αναδρομική δύναμη και ως προς το ζήτημα της κατάταξης των δανειστών, δεν είναι δυνατό να τύχουν εφαρμογής κατά τη σύνταξη του ένδικου πίνακα κατάταξης οι ως άνω διατάξεις, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, ορθά η υπάλληλος επί του πλειστηριασμού εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 975 και 977 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το Ελληνικό Δημόσιο εκθέτει ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση κατέταξε και την τρίτη εφεσίβλητη, στο ποσό των εξόδων εκτέλεσης που αποδεσμεύθηκε, ως μη έχουσας προνόμιο, αντί να κατατάξει το ανακόπτον στο σύνολο του εν λόγω ποσού. Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων, που επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν οι διάδικοι τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τον υπό έρευνα λόγο έφεσης: Με πρωτοβουλία της πρώτης εφεσίβλητης Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………» επισπεύσθηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός σε βάρος ακινήτων των οφειλετών ………. και ……., δυνάμει της με αριθμό ………/23-4-2018 πράξης δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . …….., προς υποστήριξη απαίτησής της επισπεύδουσας, που απορρέει από την με αριθμό ……../2013 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την ………/27-6-2018 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Αθηνών …….. εκπλειστηριάστηκε, η κατασχεθείσα δυνάμει της …/2017 κατασχετήριας έκθεσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών . …, ακίνητη περιουσία των ανωτέρω αναφερόμενων οφελετών και συγκεκριμένα εκπλειστηριάστηκαν επτά οριζόντιες ιδιοκτησίες γραφεία, που βρίσκονται στον τρίτο όροφο επί πολυκατοικίας, που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο κείμενο στο Δήμο Πειραιά, επί της οδού ……….. (πρώην 87). Κατά τον πλειστηριασμό αυτό επιτεύχθηκε εκπλειστηρίασμα ποσού 70.100 €, το οποίο καταβλήθηκε από την επισπεύδουσα και υπερθεματίστρια πρώτη εφεσίβλητη. Μετά τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ανήγγειλε τις με γενικό προνόμιο απαιτήσεις του κατ’ αρ. 61 ΚΕΔΕ, 975 παρ. 5 ΚΠολΔ συγκεκριμένα : α) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά ποσού 310.838, 16 € εις βάρος οφειλέτη ………, εκ των οποίου ποσό 244.816 €, προέρχεται από οφειλές ΦΠΑ, β) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ν. Ιωνίας ποσού 11.552,45 € εις βάρος του οφειλέτη ………. και γ) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ε’ Πειραιά ποσού 1.057,85 €, εις βάρος οφειλέτη ……….., όπως αυτές προκύπτουν α) από τις σχετικές βεβαιώσεις οφειλής που αποτυπώνονται στους αντίστοιχους πίνακες χρεών που συνοδεύουν τις αναγγελίες, β) τις υπ αριθμ. …/2010, …. και …/25-2-2011 πράξεις προσδιορισμού ΦΠΑ συνολικού ποσού (93.860,15+35447,58+21.294,05=) 150.601,78 €, σε βάρος της εταιρείας «…..-………», με διευθύνοντα σύμβουλο τον ……….., κατά των οποίων δεν είχε ασκηθεί προσφυγή. Περαιτέρω, και η ανακόπτουσα (στην υπό στοιχείο Β ανακοπή) τράπεζα ….. και ήδη τρίτη εφεσίβλητη ανήγγειλε, κατά τον με αριθμό …./2018 προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης α) την απαίτησή της ποσού 125.446,20 ευρώ ως εγχειρόγραφη δανείστρια και β) την απαίτησή της ποσού 234.180,94 € ευρώ ως εγχειρόγραφη δανείστρια. Λόγω της ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος, η υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ’ αριθ. ……/11-9-2018 Πίνακα Κατάταξης δανειστών, στον οποίο προαφαίρεσε : α) ποσό 3.156€ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, που ανήκουν στην επισπεύδουσα τα οποία προκατέβαλε στην δικαστική επιμελήτρια του Εφετείου Αθηνών …………., β) ποσό 2.358 € συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, που ανήκαν στην ίδια την επί του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο και γ) το ποσό των 15.418 € μετά του αναλογούντος ΦΠΑ ποσού 3.700 € ήτοι συνολικά το ποσό των 19.118 € ως έξοδα εκτέλεσης. Μετά την προαφαίρεση του συνόλου των εξόδων εκτέλεσης ύψους 24.632 € στο εναπομείναν πλειστηρίασμα, ποσού (70.100 – 24.632 = ) 45.468 ευρώ κατέταξε τους αναγγελθέντες δανειστές ως εξής: α) στο 65% του διανεμητέου πλειστηριάσματος ήτοι στο ποσό των 29.554 € κατέταξε την τράπεζα Πειραιώς, ως πρώτη ενυπόθηκη δανείστρια, β) στο 25 % του διανεμητέου πλειστηριάσματος ήτοι στο ποσό των 11.367 € και ειδικότερα στην τρίτη τάξη γενικών προνομίων συμμετρικά: 1) τη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Πειραιά στο ποσό των 3.068 € σε μερική εξόφληση της απαίτησής της προερχόμενης από ΦΠΑ, 2) το ΕΦΚΑ (Περιφερειακό ΚΕΑΟ Πειραιά) στο ποσό των 8.299 € σε μερική εξόφληση της απαίτησής του, προνομιακά και οριστικά και γ) στο 10 % του διανεμητέου πλειστηριάσματος, ήτοι στο ποσό των 4.547 € συμμετρικά στους εγχειρόγραφους δανειστές αλλά τυχαία με τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής τους ήτοι : 1) την επισπεύδουσα την εκτέλεση τράπεζα ….. στο ποσό των 96 € έναντι εγχειρόγραφης απαίτησης ποσού 7.900, 2) την ανακόπτουσα στην υπό Β ανακοπή τράπεζα … στο ποσό των 1.529 € έναντι συνολικής εγχειρόγραφης απαίτησης ποσού 125.446,20 €, 3) ομοίως την τράπεζα ….. στο ποσό των 2.854 € έναντι συνολικής εγχειρόγραφης απαίτησης ποσού 234.180,94 € και 4) την τραπεζική εταιρία «…………», στο ποσό των 68 € έναντι συνολικής εγχειρόγραφης απαίτησης ποσού 5.599,47 €. Σημειώνεται ότι ο ως άνω πίνακας κατάταξης δεν βάλλεται ως προς την κατάταξη των απαιτήσεων των ανωτέρω δανειστών, πριν την αποδέσμευση του ποσού των εξόδων. Η ανωτέρω κατάταξη έγινε εκ μέρους της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου με βάσει το αρ. 975 επ. ΚΠολΔ, ως ίσχυε μετά την τροποποίηση του εκ του ν. 4335/2015, ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στον δεύτερο λόγο έφεσης, διότι η επίδικη αναγκαστική εκτέλεση ξεκίνησε με επίδοση επιταγής που έλαβε χώρα στις 21-9-2016, σύμφωνα με τις υπ’ αριθμ. …/21-9-2016 και …./21-9-2016 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Εφετείο Αθηνών ………., η οποία μνημονεύεται στον ανακοπτόμενο πίνακα. Η εκκαλουμένη απόφαση κατ αποδοχή των προαναφερθέντων λόγων ανακοπής του εκκαλούντος και της τρίτης εφεσίβλητης αποδέσμευσε το ποσό τω 19.118 ευρώ υπέρ του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου και της τρίτης εφεσίβλητης-ανακόπτουσας τράπεζας …., αφού προσέβαλαν ξεχωριστά ο καθένας την προαφαίρεση του και ζήτησαν, επικαλούμενοι την αοριστία και το αναιτιολόγητο του κονδυλίου αυτού, τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατατάξεως δανειστών και την κατάταξή τους επ’ αυτού. Εν συνεχεία η εκκαλουμένη απόφαση, που έκανε δεκτούς τους σχετικούς λόγους των ανακοπών, έκρινε ότι εφόσον το αποδεσμευόμενο ποσό, εν προκειμένω το ποσό των 19.118 ευρώ, υπολείπεται του συνολικού ποσού των προς κατάταξη απαιτήσεων τόσο του εκκαλούντος όσο και της τρίτης εφεσίβλητης γίνεται σύγκριση μεταξύ των τελευταίων και η κατάταξη πρέπει να χωρήσει αναλόγως του προνομίου εκάστης απαιτήσεως, δεδομένης της επιγενόμενης αναγκαστικής ομοδικίας. Εν συνεχεία μεταρρυθμίστηκε ο πίνακας κατατάξεως δανειστών ως προς το ποσό των 19.118 €, που προαφαιρέθηκε ως έξοδα εκτελέσεως υπέρ της επισπεύδουσας και κατατάχτηκαν στο ποσό αυτό Ελληνικό Δημόσιο και η Τράπεζα ….., κατά την αναλογία συμμετοχής τους στο εκπλειστηριάσμα 2,5/1, για την ικανοποίηση ισόποσου μέρους των άνω αναγγελθέντων απαιτήσεων τους, που δεν ικανοποιήθηκαν, λόγω εξαντλήσεως του πλειστηριάσματος. Συγκεκριμένα δε κατετάγη το μεν Ελληνικό Δημόσιο στο ποσό των 13.655,72 € και η τράπεζα …. στο ποσό των 5.462,29 € (το οποίο είναι μικρότερο από το αρχικά αιτηθέν ποσό των 18.821,61 €). Η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως αναφέρθηκε σε σύγκριση προνομίων αφού όπως ορθώς επισημαίνεται με την κρινόμενη έφεση η τρίτη εφεσίβλητη είναι και έχει καταταγεί άλλωστε ως εγχειρόγραφος και όχι ως προνομιούχος δανείστρια. Ανεξαρτήτως, όμως της εν λόγω παραδρομής της εκκαλουμένης απόφασης, η τελευταία ορθώς επιμέρισε το ποσό των εξόδων που αποδεσμεύθηκε, συνιστώντας πλέον πλειστηρίασμα, μεταξύ των συγκεκριμένων ανακοπτόντων κατά την αναλογία κατάταξής τους στο αρχικό πλειστηρίασμα, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο στον 25% και την Τράπεζα ….. ως εγχειρόγραφη και όχι ως προνομιούχο δανείστρια, όπως εσφαλμένα υπολαβάνει το εκκαλούν στο 10% αυτού, ήτοι σε αναλογία 2,5/1. σύμφωνα με τα διάταξη του άρθρου 977ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4335/2015, αφού και το ως άνω ποσό αποτελεί πλέον πλειστηρίασμα και επιμερίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Η αναφορά περί σύγκρισης προνομίων βασίζεται σε νομολογιακή προσέγγιση που όμως είχε αναπτυχθεί σε σχέση με το άρθρο 977 Κ.Πολ.Δ., ως ίσχυε πριν την ως άνω εκτεθείσα τροποποιηση και επέτρεπε την κατάταξη των μη προνομιούχων δανειστών μετά την ικανοποίηση των εξοπλισμένων με γενικό ή ειδικό προνόμιο απαιτήσεων. Η εκκαλουμένη απόφαση εν μέρει και με εσφαλμένες αιτιολογίες που αντικαθίστανται από αυτές της παρούσας απόφασης, ορθώς εν τέλει κατέταξε το Ελληνικό Δημόσιο οριστικά στο ποσό των 13.655,72 € ως ωφελούμενο αναγγελθέντα δανειστή από την άσκηση της ανακοπής, προς σύμμετρη ικανοποίηση ισόποσου μέρους των ως άνω αναγγελθεισών προνομιακών απαιτήσεών του, που δεν ικανοποιήθηκαν λόγω εξάντλησης του πλειστηριάσματος και την τράπεζα ….. στο ποσό των 5.462,29 € (με τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης των απαιτήσεών της), ως ωφελούμενη αναγγελθείσα δανείστρια από την άσκηση της ανακοπής, προς σύμμετρη ικανοποίηση ισόποσου μέρους των ως άνω αναγγελθεισών εγχειρόγραφων απαιτήσεων της, που δεν ικανοποιήθηκαν λόγω εξάντλησης του πλειστηριάσματος. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω πρώτος λόγος έφεσης και να απορριφθεί συνολικά η κρινόμενη έφεση ως ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παριστάμενων εφεσίβλητων και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 180, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το ως άνω άρθρο 62 παρ. 3 περ. Θ΄ του Ν. 4387/2016, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 4445/2016, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειώνεται ότι δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους απολιπόμενους διαδίκους, ενόψει του ότι στις δίκες περί την εκτέλεση δεν επιτρέπεται η άσκηση τέτοιου ένδικου μέσου (άρθρο 937 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΠειρ 229/2020 ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 7.1.2022, με Γ.Α.Κ/ΕΑΚ …./2022, έφεση και β) την από 15.2.2023 (με Γ.Α.Κ…./2023 και Ε.Α.Κ. …./2023) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ερήμην της πρώτης και του τέταρτου των εφεσίβλητων και την υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσία την έφεση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου τη δαπάνη των παριστάμενων εφεσιβλήτων και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, την οποία ορίζει, μειωμένη, στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 30.11.2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, με παρούσα την Γραμματέα
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ