Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 686/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 686/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Διοικήσεως του Συμβουλίου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΣΚΕΦΘΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεσις (υπ’ αριθ. καταθ.  ……..) κατά της κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων εκδοθείσης υπ’ αριθ. 5414 /2013 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αρμοδίως εισαγομένη, κατ’ άρθρον 19 ΚΠολΔ, προς συζήτησιν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί, κατά τα άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§1 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία συνετελέσθη την 9ην Ιανουαρίου 2014. Έχει δε καταβληθεί, κατ’ άρθρον 495§4εδ.α΄ ΚΠολΔ, το απαιτούμενο παράβολο εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. …… παράβολον της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρον 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ….. αγωγής, την οποίαν η εκκαλούσα άσκησεν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθη τα ακόλουθα: α) ότι διά των εν τω αγωγικώ δικογράφω αναφερομένων συμβάσεως παροχής πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού και προσθέτων πράξεων αυτής εχορήγησεν εις την κατονομαζομένην μη διάδικον ανώνυμον εταιρείαν πίστωσιν μέχρι του χρηματικού ορίου των 250.000 ευρώ, β) ότι δι’ ασφάλειαν της πιστώσεως η πιστούχος (μη διάδικος) συνέστησεν υπέρ της εναγούσης ενέχυρον επί των απαιτήσεων αυτής, οι οποίες απέρρεαν από συμβάσεις, διά των οποίων εκείνη (πιστούχος) επώλησε και παρέδωσε προς την Νομαρχία Πειραιώς είδη χάρτου, γραφικής ύλης και λοιπών αναλωσίμων υλικών βάσει των διά της αγωγής αναφερομένων τιμολογίων πωλήσεως και δελτίων αποστολής, ειδικώτερον δέ ότι διά των υπ’ αριθ., ………συμβάσεων, τις οποίες επέδωσεν εις την Νομαρχίαν Πειραιώς, η πιστούχος (μη διάδικος) εξεχώρησεν προς την ιδίαν (ενάγουσαν) τις εις εκάστην σύμβασιν ενεχυράσεως – εκχωρήσεως αναφερόμενες επί μέρους απαιτήσεις, γ) ότι βάσει του άρθρου 39 ΝΔ 17-7 /13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» η τοιαύτη ενεχύρασις των ως άνω ονομαστικών απαιτήσεων της μη διαδίκου πιστούχου κατά της Νομαρχίας Πειραιώς υπέρ της εναγούσης συνεπάγεται την εκχώρησιν των ως άνω απαιτήσεων υπό της ενεχυρασάσης πιστούχου προς την ενάγουσαν πιστώτριαν τράπεζαν και δ) ότι εις πάσαν περίπτωσιν υφίσταται αξίωσις αδικαιολογήτου πλουτισμού της ιδίας (εναγούσης) κατά της εναγομένης. Εζήτησε δέ διά την ως άνω αιτία να υποχρεωθεί η ενεγομένη να καταβάλει προς αυτήν χρηματικόν κεφάλαιον 21.385,26 ευρώ νομιμοτόκως από της επομένης εκδόσεως εκάστου τιμολογίου και επικουρικώς από της επιδόσεως της αγωγής. Επί της αγωγής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5414 /2013 απόφασις τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποία αύτη απερρίφθη κατ’ ουσίαν (κατά την κυρίαν βάσιν αυτής). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, η οποία διά τους εν τη εφέσει περιεχομένους λόγους ζητεί μετ’ εξαφάνισιν της εκκαλουμένης (κατά το κεφάλαιον εκφοράς κρίσεως επί της κυρίας αγωγικής βάσεως) την ουσιαστικήν παραδοχήν της αγωγής.

Γ) Από τα άρθρα 455, 460, 458, 461 και 462 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβασις εκχωρήσεως έχει ως αποτέλεσμα αφ’ ενός μέν την μεταβίβασιν της απαιτήσεως υπό του εκχωρητού προς τον εκδοχέα (καθιστάμενον μετά την αναγγελίαν μόνον δικαιούχον αυτής), αφ’ ετέρου δέ την μεταβίβασιν συγχρόνως των υποθηκών, εγγυήσεων, ενεχύρων και πάντων εν γένει των εξασφαλιστικών της απαιτήσεως παρεπομένων δικαιωμάτων. Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν ότι η εξουσία διεξαγωγής της δίκης ανήκει, κατ’ αρχήν, εις τον κατά το ουσιαστικό δίκαιον εμφανιζόμενον ως φορέα του δικαιώματος (δικαιούχον) ως μόνον ενεργητικώς νομιμοποιούμενον, κατ’ άρθρον 68 ΚΠολΔ, προς άσκησιν αγωγής διά το δικαίωμα, παρέπεται ότι, εάν η απαίτησις έχει εκχωρηθεί, νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγήν κατά του οφειλέτου ο εκδοχεύς και ουχί ο εκχωρητής, ο οποίος έχει ήδη αποξενωθεί της απαιτήσεως. Το αυτό ισχύει και επί εκχωρήσεως, η οποία γίνεται επί σκοπώ εξασφαλίσεως του εκδοχέως, ήτοι επί της καταπιστευτικής εκχωρήσεως, αφού και εις την τοιαύτην μορφήν εκχωρήσεως αποκόπτεται πάς δεσμός του εκχωρητού προς την απαίτησιν, η οποία περιέρχεται πλήρως εις τον εκδοχέα και ούτος πλέον νομιμοποιείται αποκλειστικώς να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώρισιν ή την επιδίκασίν της εις αυτόν. Της καταπιστευστικής εκχωρήσεως διαφέρει η ενεχυρίασις απαιτήσεως, αφού δι’ αυτής δεν μεταβιβάζεται η απαίτησις αλλά δημιουργείται επ’ αυτής εμπράγματον μόνον βάρος. Δεδομένου, όμως, ότι και διά της ενεχυράσεως απαιτήσεως επιδιώκεται, όπως και επί καταπιστευτικής εκχωρήσεως, η παροχή ασφαλείας εις τον δανειστήν διά άλλην απαίτησιν αυτού εναντίον του παρέχοντος την ασφάλειαν, οι δύο αυτές νομικές μορφές ομοιάζουν κατά τον οικονομικόν σκοπόν αυτών και συνεπώς δύνανται να εφαρμοσθούν συμπληρωματικώς και εις την καταπιστευτικήν εκχώρησιν οι διατάξεις περί ενεχυριάσεως απαιτήσεως. Ειδικώτερον, εκ των άρθρων 1247 και 1248 ΑΚ συνάγεται ότι η σύστασις ενεχύρου απαιτήσεως γίνεται διά συμφωνίας ενεχυράζοντος και δανειστού καταρτιζομένης διά συμβολαιογραφικού εγγράφου ή διά ιδιωτικού εγγράφου βεβαίας χρονολογίας και γνωστοποιείται υπό του ενεχυραστού εις τον οφειλέτην. Εάν το ασφαλιζόμενον χρέος δεν έληξε, το ενέχυρον χορηγεί, κατ’ άρθρον 1253 ΑΚ, δικαίωμα εις τον ενεχυρούχον δανειστήν να εισπράξει την χρηματικήν απαίτησιν από κοινού μετά του ενεχυραστού, ενώ, εάν το ασφαλιζόμενον χρέος έληξεν, ο δανειστής δικαιούται, κατά το άρθρον 1254 ΑΚ, είτε να εισπράξει την ενεχυρασθείσαν απαίτησιν μόνον κατά το απαιτούμενον προς ικανοποίησιν της απαιτήσεώς του ποσόν είτε να απαιτήσει την εκχώρησιν της απαιτήσεως προς αυτόν κατά το ίδιον ως άνω ποσόν αντί καταβολής (βλ. ΑΠ 1576 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 680047). Εξ ετέρου διά του ΝΔ 17-7 /13-8-1923 ορίζονται, μεταξύ άλλων, διά του άρθρου 35: «αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται, οσάκις η εταιρεία (πιστώτρια) λαμβάνει ενέχυρον κινητόν πράγμα ή απαίτησιν: α) λόγω δανείου είτε απλού είτε επ’ ανοικτώ λογαριασμώ και β) λόγω εξασφαλίσεως προγενεστέρας απαιτήσεως αυτής», διά του άρθρου 36: «προς σύστασιν ενεχύρου απαιτείται σύμβασις ενεχυριάσεως και παράδοσις του ενεχυριαζομένου πράγματος (§1)» και «η σύμβασις ενεχυριάσεως καταρτίζεται είτε διά συμβολαιογραφικού είτε δι’ ιδιωτικού εις απλούν εγγράφου (§2)», διά του άρθρου 39: «εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι απαίτησις ονομαστική του οφειλέτου κατά τρίτου, η ενεχυρίασις συνεπάγεται εκχώρησιν της απαιτήσεως υπό του οφειλέτου προς την πιστώτριαν (§1)», ενώ αντίγραφον της συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται τω τρίτω (§2)» και επί πλέον «από της επιδόσεως η πιστώτρια θεωρείται ως νεμομένη την απαίτησιν (§3), διά του άρθρου 40§1: «εάν το δάνειον κατέστη απαιτητόν οπωσδήποτε, δικαιούται η πιστώτρια να προβεί εις αναγκαστικήν εκτέλεσιν αρχομένην δι’ επιδόσεως επιταγής προς πληρωμήν», διά του άρθρου 41§1: «εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι ανώνυμα χρεώγραφα εκ των αναγραφομένων εν τω δελτίω του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ταύτα εκποιούνται χρηματιστηριακώς», διά του άρθρου 42§§1&3: «περί παντός άλλου πράγματος γίνεται την πρώτην Κυριακήν μετά πάροδον οκτώ ημερών από της επιταγής αναγκαστικός πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, οριζομένου εν τη επιταγή υπό της επισπευδούσης άνευ κατασχέσεως (§1)» και «επί του τοιούτου πλειστηριασμού κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αι διαταξεις περί πλειστηριασμού κινητών (§3)», διά του άρθρου 44: «εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι απαίτησις, η πιστώτρια δικαιούται, ίνα εισπράξη την απαίτησιν, ως εκδοχεύς, το δέ μετά την εξόφλησιν υπόλοιπον αποδίδει των οφειλέτη», διά του άρθρου 45: «εκ του τιμήματος ή του πλειστηριάσματος η πιστώτρια λαμβάνει τα οφειλόμενα αυτή άμα τη καταβολή ή επί συμψηφισμώ (§1)» και «το υπόλοιπον αποδίδεται τω οφειλέτη ή, εάν εγένοντο αναγγελίαι πιστωτών, γίνεται κατάταξις ενώπιον συμβολαιογράφου (§2)» και διά του άρθρου 47§1: «αι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται επί δανείου (πιστώσεως) επ’ ανοικτώ λογαριασμώ». Διά των προαναφερομένων διατάξεων του διά των άρθρων 41 ΕισΝΑΚ και 52§3 ΕισΝΚΠολΔ εν ισχύι διατηρηθέντος ΝΔ 17-7 /23-8-1923 εισήχθη ως προς την ενεχυρίασιν ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλισιν απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών εκ δανείου απλού ή επ’ ανοικτώ λογαριασμώ ή προγενετέρων απαιτήσεων αυτών, εξαιρετικόν δίκαιον και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247 έως 1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνον συμπληρωματικώς διά θέματα μη ρυθμιζόμενα διά των ειδικών διατάξεων του εν λόγω Νομοθετικού Διατάγματος (βλ. ΑΠ 744 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 701060). Ούτως, διά την σύστασιν υπέρ τραπέζης ή άλλης ανωνύμου εταιρείας ενεχύρου επί ονομαστικής απαιτήσεως του ενεχυραστού κατά τρίτου ή επί απαιτήσεως άλλης φύσεως (χρηματικής ή μη) προς εξασφάλισιν είτε απαιτήσεως της τραπέζης εκ δανείου ή πιστώσεως επ’ ανοικτώ λογαριασμώ είτε απαιτήσεως οιουδήποτε είδους του ιδίου πιστωτικού νομικού προσώπου προγενεστέρας, όμως, βάσει του χρόνου γεννήσεώς της, από την σύστασιν του ενεχύρου, απαιτείται σύμβασις ενεχυριάσεως καταρτιζομένη διά συμβολαιογραφικού η ιδιωτικού εγγράφου, ανεξαρτήτως εάν το τελευταίον έχει ή μη βεβαίαν χρονολογίαν. Εάν η ενεχυραζομένη απαίτησις (χρηματική ή μη) είναι ονομαστική του ενεχυραστού κατά του τρίτου, η ενεχύρασις συνεπάγεται εκ του νόμου την εκχώρησιν της ενεχυραζομένης απαιτήσεως υπό του ενεχυραστού προς την τράπεζαν. Από δέ της επιδόσεως αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυριάσεως εις τον τρίτον η τράπεζα θεωρείται ουχί οιονεί νομεύς αλλά νομεύς της τοιαύτης απαιτήσεως, η οποία και μεταβιβάζεται υπό του ενεχυραστού προς αυτήν δικαιουμένην προς είσπραξιν ολοκλήρου του ποσού αυτής αλλά υποχρεουμένην εις απόδοσιν του τυχόν υφισταμένου υπολοίπου προς τον ενεχυραστήν. Ήτοι, καθιερούται είδος καταπιστευτικής και δή εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, ούτως ώστε η μέν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως, ο δέ ενεχυραστής εν περιπτώσει αποσβέσεως του διά του ενεχύρου εξασφαλισθέντος χρέους να έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επανεκχώρησιν της απαιτήσεως προς αυτόν κατ’ ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 1232 ΑΚ. Αντιστοίχως, η ενεχυρούχος δανείστρια (πιστώτρια τράπεζα) έχει, κατά τα άρθρα 297, 298, 330, 1224εδ.α΄, 1235αριθ.1, 1243αριθ.1 και 1256 ΑΚ, υποχρέωσιν διαφυλάξεως της μετά του ενεχύρου βεβαρημένης ενοχικής απαιτήσεως του ενεχυραστού κατά του τρίτου, ούτως ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεσις ή αποδυνάμωσις αυτής, αφού εάν εκ πταίσματός της προκληθεί απόσβεσις ή αποδυνάμωσις της απαιτήσεως και εντεύθεν ζημία εις τον ενεχυραστήν, ο τελευταίος δικαιούται αποζημιώσεως κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (βλ. ΑΠ 1564 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 720393, ΑΠ 1168 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 661084 και ΑΠ 857 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 365537). Ούτως, το διά των άρθρων 36 και 39 ΝΔ 17-7 /23-8-1923 προβλεπόμενον ενέχυρον επί απαιτήσεως διαφέρει του διά των άρθρων 1248επ. ΑΚ αντιστοίχου, καθ’ όσον επί του ενεχύρου τραπέζης επί απαιτήσεως του οφειλέτου της κατά τρίτου: α) το συστατικόν του ενεχύρου ιδιωτικόν έγγραφον δύναται να είναι απλόν και ουχί βεβαίας χρονολογίας, β) η γνωστοποίησις προς τον τρίτον γίνεται παρ’ οιουδήποτε των συμβαλλομένων και ουχί μόνον υπό του ενεχυραστού, γ) η τοιαύτη γνωστοποίησις συντελείται κατ’ ειδικόν τρόπον και δή διά επιδόσεως αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυριάσεως ή κατ’ άλλον ισοδύναμον τρόπον (όπως τυγχάνει η επίδοσις αγωγής ή η αναγγελία εις πλειστηριασμόν) και δ) από της ενεχυριάσεως επέρχεται εκ του νόμου εκχώρησις της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως εις την ενεχυρούχον δανείστριαν (πιστώτριαν τράπεζαν), όπερ συνεπάγεται την αποκοπήν έκτοτε παντός δεσμού του ενεχυραστού προς την ενεχυρασθείσαν απαίτησιν, την οποίαν δεν δύναται ούτε να εισπράξει, εάν αύτη καταστεί ληξιπρόθεσμος προ της δι’ αυτής εξασφαλισμένης απαιτήσεως, ούτε να μεταβιβάσει περαιτέρω κατά την μη εκχωρηθείσαν έκτασιν αυτής. Εις πάσαν, όμως, περίπτωσιν η εκ του νόμου ως άνω εκχώρησις τη ενεχυρασθείσης απαιτήσεως δεν πρέπει να υπερακοντίζει τον σκοπόν, διά τον οποίον συνεφωνήθη, και υπό την τοιαύτην έννοιαν αφ’ ενός μέν είναι επιτρεπτή η κατάσχεσις της ενεχυρασθείσης απαιτήσεως από δανειστήν του ενεχυραστού εις χείρας του ενεχυρούχου δανειστού ως τρίτου, αφ’ ετέρου δέ, εάν το ασφαλιζόμενον χρέος αποσβεσθεί προ της εισπράξεως της απαιτήσεως, τότε δικαιούται ο ενεχυραστής, όπως προανεφέρθη, να ζητήσει την επανεκχώρησιν της απαιτήσεως προς αυτόν κατ’ ανάλογον εφαρμογήν του άρθρου 1232 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1883 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 652418 και ΑΠ 1576 /2014, ο.π.). Εξ άλλου από τα άρθρα 1209, 1210, 1211 και 1217 ΑΚ συνάγεται ότι ενέχυρον δύναται να συσταθεί και υπέρ απαιτήσεως μελλοντικής ή υπό αίρεσιν. Κατά την περίπτωσιν ταύτην το εκ του ενεχύρου προνόμιον υπάρχει από της συστάσεώς του και ουχί από του μεταγενεστέρου χρόνου γεννήσεως της απαιτήσεως ή πληρώσεως της αιρέσεως. Λαμβανομένου δέ υπ’ όψιν αφ’ ενός ότι κατά τα άρθρα 35, 36, 39 και 44 ΝΔ 17-7 /13-8-1923 η προς πιστώτριαν τράπεζα ενεχυρίασις ονομαστικής απαιτήσεως του οφειλέτου κατά τρίτου συνεπάγεται, κατά τα προαναφερθέντα, εκχώρησιν της απαιτήσεως υπό του ενεχυριαστού οφειλέτου προς την πιστώτριαν τράπεζαν, η οποία δικαιούται ως εκδοχεύς να εισπράξει αυτήν και να αποδώσει το τυχόν υπόλοιπον εις τον οφειλέτην, και αφ’ ετέρου ότι, κατά τα άρθρα 361 και 455 ΑΚ, αντικείμενον εκχωρήσεως δύναται να είναι και απαίτησις μέλλουσα (βλ. και ΟλΑΠ 38 /1988, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 5380 και ΑΠ 1048 /1998, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 260781), ήτις τυγχάνει η γεννηθησομένη εκ μη εισέτι υπαρχούσης εννόμου σχέσεως, αρκεί αύτη να προσδιορίζεται επαρκώς, ώστε να δύναται να εξατομικευθεί το αργότερον κατά τον χρόνον της γεννήσεως της, οπότε η εκχώρησις τελεί υπό την νόμιμον αίρεσιν της γεννήσεως της απαιτήσεως, παρέπεται ότι, όπως συμβαίνει επί πάσης εκχωρήσεως, ούτως, κατά το άρθρον 460 ΑΚ, και επί εκχωρήσεως μελλοντικής απαιτήσεως αποκόπτεται (μετά την αναγγελίαν της εκχωρήσεως εις τον οφειλέτην) πάς δεσμός του τελευταίου προς τον εκχωρητήν, ο οποίος αποξενούται και δεν δύναται να αναμειχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις την απαίτησιν, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας γίνεται από τότε ο εκδοχεύς. Ούτως, όταν πληρωθεί η αναβλητική αίρεσις και γεννηθεί η μέλλουσα απαίτησις, δεν ασκεί οιανδήποτε επίδρασιν εν σχέσει προς το επ’ αυτής δικαίωμα του εκδοχέως ο χρόνος εκκαθαρίσεώς της. Συνακολούθως, όταν μέλλουσα απαίτησις κατά τρίτου ενεχυριασθεί από τον δικαιούχον αυτής [και παραλλήλως οφειλέτην (πιστούχον) τραπέζης] εις την πιστώτριαν τράπεζαν, η τοιαύτη ενεχυρίασις συνεπάγεται αποτελέσματα εκχωρήσεως και από του χρόνου ενεχυριάσεως η εκδοχεύς τράπεζα έχει γίνει αποκλειστική δικαιούχος της απαιτήσεως, δίχως τα επ’ αυτής δικαιώματα να επηρρεάζονται από της μεταγενεστέρας εκκαθαρίσεώς της, η οποία προσδιορίζει μόνον το ύψος της, οποτεδήποτε και εάν έγινε (βλ. ΑΠ 661 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 353427). Το ενέχυρον, όμως, εφ’ όσον έχουν τηρηθεί οι όροι συνάψεως της συμβάσεως ενεχυριάσεως, δύναται να λάβει νομική υπόστασιν υπό την προϋπόθεσιν της γεννήσεως της απαιτήσεως, αφού εάν δεν γεννηθεί η απαίτησις, η σύμβασις ατονεί, καθώς δεν έχει αντικείμενον (ενέχυρον), ενώ επιπροσθέτως η ικανότης προς διάθεσιν της απαιτήσεως πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνον γεννήσεως της τελευταίας, αφού τότε ολοκληρούται η σύστασις του ενεχύρου και δεν αρκεί να υπάρχει μόνον κατά τον χρόνον συνάψεως της ενεχυρικής συμβάσεως (βλ. ΑΠ 956 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 655601).

Δ) Εις την προκειμένην περίπτωσιν από τις ένορκες καταθέσεις των πρωτοβαθμίως εξετασθέντων μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένην απόφασιν πρακτικά, και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: διά της υπ’ αριθ. …….. συμβάσεως παροχής πιστώσεως δι’ ανοικτού λογαριασμού μεταξύ της εκκαλούσης ως πιστωτρίας τραπέζης και της εις την παρούσα δίκη μη διαδίκου ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……….» (πιστούχου), αι οποίαι εξεπροσωπήθησαν νομίμως, εχορηγήθη υπό της πρώτης (πιστωτρίας) προς την δευτέραν (πιστούχον) πίστωσις μέχρι του χρηματικού ορίου των 30.000 ευρώ υπό τους εν τη ως άνω συμβάσει διαλαμβανομένους ειδικωτέρους όρους. Διά δέ των διαδοχικώς συναφθεισών υπ’ αριθ. ……. προσθέτων πράξεων της αρχικής συμβάσεως μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων το χρηματικόν όριον της πιστώσεως ηυξήθη σταδιακώς ανελθόν τελικώς εις το ύψος των 250.000 ευρώ. Ακολούθως συνήφθησαν διαδοχικώς μεταξύ της πιστούχου ως ενεχυραστρίας (εκχωρητρίας) και της πιστωτρίας τραπέζης ως ενεχυρούχου δανειστρίας (εκδοχέως): α) η υπ’ αριθ. …….. σύμβασις, διά της οποίας συνεφωνήθη η υπό της πιστούχου σύστασις υπέρ της πιστωτρίας τραπέζης ενεχύρου επί (και η συνακόλουθος λόγω της τοιαύτης ενεχυριάσεως εκχώρησις υπό της μέν προς την δέ) εννέα ως προς τον αριθμόν επί μέρους απαιτήσεων εξ ισαρίθμων μερικωτέρων συμβάσεων πωλήσεως συνολικού χρηματικού ύψους 7.821,09 (= 1.778,69 + 637,44 + 390,87 + 354,62 + 1.545,45 + 184,80 + 246,72 + 2.677,50 + 5) ευρώ, οι οποίες εμπεριέχονται στα υπ’ αριθ. ……..δελτία αποστολής – τιμολόγια πωλήσεως της πιστούχου προς την Νομαρχίαν Πειραιώς [της ως άνω συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδοθείσης επιμελεία των ενεχυραστρίας και ενεχυρούχου δανειστρίας (εκχωρητρίας και εκδοχέως αντιστοίχως) προς την Νομαρχίαν Πειραιώς (οφειλέτριαν της ενεχυραστρίας πιστούχου) και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς την 9η Φεβρουαρίου 2007 αλλά και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών και τον Υπουργόν Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως την 12η Φεβρουαρίου 2007 και την 6η Μαρτίου 2007 αντιστοίχως], β) η υπ’ αριθ. …… σύμβασις, διά της οποίας συνεφωνήθη η υπό της πιστούχου σύστασις υπέρ της πιστωτρίας ενεχύρου επί (και η συνακόλουθος λόγω της τοιαύτης ενεχυριάσεως εκχώρησις υπό της μέν προς την δέ) δέκα τριών ως προς τον αριθμόν επί μέρους απαιτήσεων εξ ισαρίθμων μερικωτέρων συμβάσεων πωλήσεως συνολικού χρηματικού ύψους 5.735,18 (= 1,49 + 126,76 + 58,36 + 1.153,42 + 762,50 + 3,57 + 574,89 + 263,73 + 368,71 + 490,85 + 656,20 + 803,29 + 111,41) ευρώ, οι οποίες εμπεριέχονται στα υπ’ αριθ. …….. δελτία αποστολής – τιμολόγια πωλήσεως της πιστούχου προς την Νομαρχίαν Πειραιώς [της ως άνω συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδοθείσης επιμελεία των ενεχυραστρίας και ενεχυρούχου δανειστρίας (εκχωρητρίας και εκδοχέως αντιστοίχως) προς την Νομαρχίαν Πειραιώς (οφειλέτριαν της ενεχυραστρίας πιστούχου) και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς την 27η Φεβρουαρίου 2007 αλλά και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών και τον Υπουργόν Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως την 20ή Φεβρουαρίου 2007 και την 22α Μαρτίου 2007 αντιστοίχως], γ) η υπ’ αριθ. ……. σύμβασις, διά της οποίας συνεφωνήθη η υπό της πιστούχου σύστασις υπέρ της πιστωτρίας ενεχύρου επί (και η συνακόλουθος λόγω της τοιαύτης ενεχυριάσεως εκχώρησις υπό της μέν προς την δέ) τεσσάρων ως προς τον αριθμόν επί μέρους απαιτήσεων εξ ισαρίθμων μερικωτέρων συμβάσεων πωλήσεως συνολικού χρηματικού ύψους 1.899,11 (= 349,86 + 1.083,13 + 359,02 + 107,10) ευρώ, οι οποίες εμπεριέχονται στα υπ’ αριθ. …….. δελτία αποστολής – τιμολόγια πωλήσεως της πιστούχου προς την Νομαρχίαν Πειραιώς [της ως άνω συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδοθείσης επιμελεία των ενεχυραστρίας και ενεχυρούχου δανειστρίας (εκχωρητρίας και εκδοχέως αντιστοίχως) προς την Νομαρχίαν Πειραιώς (οφειλέτριαν της ενεχυραστρίας πιστούχου) και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς την 27η Φεβρουαρίου 2007 αλλά και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών και τον Υπουργόν Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως την 26η Φεβρουαρίου 2007 και την 22α Μαρτίου 2007 αντιστοίχως] και δ) η υπ’ αριθ. ……. σύμβασις, διά της οποίας συνεφωνήθη η υπό της πιστούχου σύστασις υπέρ της πιστωτρίας ενεχύρου επί (και η συνακόλουθος λόγω της τοιαύτης ενεχυριάσεως εκχώρησις υπό της μέν προς την δέ) είκοσι εννέα ως προς τον αριθμόν επί μέρους απαιτήσεων εξ ισαρίθμων μερικωτέρων συμβάσεων πωλήσεως συνολικού χρηματικού ύψους 6.289,88 (= 96,97 + 155,36 + 41,30 + 251,81 + 142,17 + 468,99 + 209,53 + 451,96 + 99,13 + 400,89 + 116,93 + 120,45 + 455,79 + 87,53 + 407,07 + 38,20 + 87,70 + 36,36 + 104,89 + 321,30 + 214,20 + 535,50 + 214,20 + 535,50 + 267,75 + 160,65 + 107,10 + 107,10 + 53,55) ευρώ, οι οποίες εμπεριέχονται στα υπ’ αριθ. …….. δελτία αποστολής – τιμολόγια πωλήσεως της πιστούχου προς την Νομαρχίαν Πειραιώς [της ως άνω συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδοθείσης επιμελεία των ενεχυραστρίας και ενεχυρούχου δανειστρίας (εκχωρητρίας και εκδοχέως αντιστοίχως) προς την Νομαρχίαν Πειραιώς (οφειλέτριαν της ενεχυραστρίας πιστούχου) και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιώς την 19η Μαρτίου 2007 αλλά και προς την Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών και τον Υπουργόν Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως την 15η Μαρτίου 2007 και την 26ην Απριλίου 2007 αντιστοίχως]. Όμως, απεδείχθη εκ των νομίμως επικαλουμένων και προσκομιζομένων αντιστοίχων εγγράφων (αλλά και συνομολογείται υπό της εκκαλούσης) ότι εις προγενέστερον των επιδίκων συμβάσεων ενεχυριάσεως χρόνον είχε συνομολογηθεί μεταξύ της προαναφερθείσης μη διαδίκου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…….» και της ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…» η υπ’ αριθ. ….. σύμβασις ενεχυριάσεως, διά της οποίας η πρώτη (ενεχυριάστρια – εκχωρήτρια) ενεχυρίασεν (και συνακολούθως εκ του νόμου εξεχώρησεν) προς την δευτέραν (ενεχυρούχον δανείστριαν – εκδοχέα) πάσαν απαίτησιν αυτής, η οποία ανεμένετο να γεννηθεί εντός του πλαισίου της από 12-12-2006 εγγράφου συμβάσεως προμηθείας γραφικής ύλης προϋπολογισμού αξίας 200.000 (= 100.000 + 100.000) ευρώ, η οποία συνήφθη μεταξύ της εκχωρητρίας ως προμηθευτρίας και της Νομαρχίας Πειραιώς ως προμηθευομένης εντός του πλαισίου της υπ’ αριθ. 96 /14-11-2006 αποφάσεως της Νομαρχιακής Επιτροπής της Νομαρχίας Πειραιώς και ήτο ως εκ τούτου μελλοντική και δή μεταγενεστέρα κατά πέντε ημέρας εν σχέσει προς την αμέσως ως άνω αναφερομένην σύμβασιν ενεχυριάσεως, καθώς και ότι η τοιαύτη σύμβασις εκχωρήσεως επεδόθη υπό της ενεχυριαστρίας προς την οφειλέτριαν αυτής Νομαρχίαν Πειραιώς την 8η Δεκεμβρίου 2006. Ούτως, κατά τον κρίσιμον χρόνον συνάψεως των επιδίκων τεσσάρων συμβάσεων (υπ’ αριθ. ………) περί ενεχυριάσεως προς την ενάγουσαν (εκκαλούσαν) των εις ανωτέρω σημείον του σκεπτικού αναφερομένων μερικωτέρων απαιτήσεων (εκ των αναφερομένων εν τοις ως άνω τιμολογίοις – δελτίοις αποστολής αντιστοίχων συμβάσεων πωλήσεως γραφικής ύλης και συναφών ειδών προς την Νομαρχίαν Πειραιώς) η ενεχυράσασα μη διάδικος ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «…….» είχε ήδη (δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. συμβάσεως) ενεχυριάσει και συνακολούθως εις προγενέστερον χρόνον εκχωρήσει προς την μη διάδικον ανώνυμον τραπεζικήν εταιρείαν υπό την επωνυμίαν «……» τις ίδιες ως άνω απαιτήσεις υπό την ιδιότητα αυτών ως μελλοντικών απαιτήσεων (γεννηθησομένων εντός του πλαισίου λειτουργίας της υπό σύναψιν τότε από 12-12-2006 συμβάσεως προμηθείας γραφικής ύλης προς την Νομαρχίαν Πειραιώς), οπότε είχε παύσει να είναι δικαιούχος των ως άνω απαιτήσεων από του χρόνου συστάσεως του πρώτου ενεχύρου επ’ αυτών (ως μελλοντικών απαιτήσεων) και συνακολούθως δεν είχε, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτεθέντα, εξουσίαν (επαν)ενεχυριάσεως αυτών ως γεγεννημένων πλέον (κατά τον χρόνον συνάψεως των επιδίκων συμβάσεων ενεχυριάσεως) απαιτήσεων προς την ενάγουσαν. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσης και ο αντίστοιχος πρώτος λόγος εφέσεως περί του ότι βάσει του άρθρου 10 Ν. 3263 /2004 «περί δημοσίων έργων» (διά του οποίου ορίζεται ότι επιτρέπεται η εκ μέρους του αναδόχου του έργου εκχώρησις χρηματικής απαιτήσεως, διά την οποίαν έχει συνταχθεί και εγκριθεί πιστοποίησις εκ της κατασκευής έργου σε αναγνωρισμένες τράπεζες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή σε προμηθευτές υλικών και μηχανημάτων διά την εκτέλεσιν έργου, εκ του οποίου προέρχεται η απαίτησις ή σε εργάτες ή υπαλλήλους, οι οποίοι εχρησιμοποιήθησαν ή χρησιμοποιούνται διά την κατασκευήν του) απηγορεύετο και ήτο άκυρος η προπεριγραφείσα υπ’ αριθ. …….. σύμβασις περί ενεχυριάσεως πάσης (μελλοντικής κατά τον χρόνον συνάψεως της συγκεκριμένης συμβάσεως ενεχυριάσεως) απαιτήσεως της μη διαδίκου ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……..» από την από 12-12-2006 σύμβασιν προμηθείας γραφικής ύλης προϋπολογισμού αξίας 200.000 (= 100.000 + 100.000) ευρώ, η οποία συνήφθη μεταξύ της εκχωρητρίας των ως άνω (μελλοντικών τότε) απαιτήσεων ως προμηθευτρίας και της Νομαρχίας Πειραιώς ως προμηθευομένης εντός του πλαισίου της υπ’ αριθ. 96 /14-11-2006 αποφάσεως της Νομαρχιακής Επιτροπής της Νομαρχίας Πειραιώς, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η προδιαληφείσα διάταξις εφαρμόζεται αποκλειστικώς επί εκχωρήσεως χρηματικής απαιτήσεως εργολαβικού ανταλλάγματος από δημόσια έργα και δεν εφαρμόζεται εις την ερευνωμένην υπόθεσιν. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως, διά του οποίου η εκκαλούσα αιτιάται ότι διά της εκκαλουμένης εσφαλμένως υπήχθησαν τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εις το πεδίον εφαρμογής των άρθρων 431 και 434 ΑΚ και έγινε δεκτόν ότι συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις αποσβέσεως τη επιδίκου οφειλής διά δημοσίας παρακαταθέσεως (βάσει του υπ’ αριθ. ……. γραμματίου συστάσεως) χρηματικού ποσού 19.586,48 ευρώ εις το Ταμείον Παρακαταθηκών και Δανείων λόγω ευλόγου αμφιβολίας της οφειλετρίας ως προς το πρόσωπον του δανειστού (βλ. ως προς την δυνατότητα αποσβέσεως της απαιτήσεως διά δημοσίας παρακαταθέσεως εν περιπτώσει ευλόγου αμφιβολίας ως προς το πρόσωπον του δανειστού: Βασιλείου Βαθρακοκοίλη, «Αναλυτική Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα», τόμον Α΄, έκδοση 1989, άρθρον 434, σελ. 605), τυγχάνει αλυσιτελής, αφού, κατ’ ορθήν εκτίμησιν του σκεπτικού της εκκαλουμένης, έγινε δεκτόν αφ’ ενός ότι των διά της ενδίκου αγωγής εξιστορουμένων επιδίκων (υπ’ αριθ. …….) συμβάσεων ενεχυριάσεως προς την ενάγουσαν τράπεζαν των προπεριγραφεισών απαιτήσεων της ενεχυριαστρίας ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………» εκ των εν τοις ως άνω δελτίοις αποστολής – τιμολογίοις πωλήσεως αναφερομένων συμβάσεων πωλήσεως είχε προηγηθεί η υπ’ αριθ. ……. σύμβασις ενεχυριάσεως από την ιδίαν ως άνω ανώνυμον εταιρείαν (ενεχυράστριαν) προς την «……» πάσης μελλοντικής απαιτήσεως της ενεχυριαστρίας, η οποία επρόκειτο να γεννηθεί εκ της από 12-12-2006 εγγράφου συμβάσεως προμηθείας γραφικής ύλης και συναφών ειδών μεταξύ αυτής ως προμηθευτρίας – πωλητρίας και της Νομαρχίας Πειραιώς ως προμηθευομένης – αγοραστρίας, από την οποίαν σύμβασιν προμηθείας πράγματι απέρρευσαν τελικώς αι εν τοις ως άνω τιμολογίοις αναφερόμεναι απαιτήσεις εκ των προμνημονευθεισών επί μέρους συμβάσεων πωλήσεως γραφικής ύλης και συναφών υλών από την ως άνω προμηθεύτριαν προς την προμηθευθείσαν Νομαρχίαν Πειραιώς, οπότε εν τοις πράγμασιν εκρίθη πρωτοβαθμίως, όπως παραδεκτώς το σκεπτικόν της εκκαλουμένης συμπληρούται, κατ’ άρθρον 534 ΚΠολΔ, ως προς τις εν αυτώ διαληφθείσες αιτιολογίες, ότι οι διά της αγωγής εξιστορούμενες ως ενεχυρασθείσες προς την ενάγουσαν απαιτήσεις είχαν ήδη προηγουμένως ενεχυριασθεί και εκ του νόμου εκχωρηθεί (προ της συνάψεως των επιδίκων ενεχυριάσεων) υπό της ιδίας ως άνω ενεχυραστρίας προς την μη διάδικον «…….» (και ότι συνακολούθως η ενεχυριάστρια – εκχωρήτρια «……..» είχε αποξενωθεί των ως άνω απαιτήσεων προ της συστάσεως των επιδίκων συμβάσεων ενεχυριάσεων) και αφ’ ετέρου δι’ επαλλήλου μόνον σκέψεως εγένετο πρωτοδίκως δεκτόν ότι εις πάσαν περίπτωσιν υπήρχεν εύλογος αμφιβολία της οφειλετρίας ως προς το πρόσωπον του δανειστού και ότι η προναφερομένη παρακατάθεσις επέφερεν εις πάσαν περίπτωσιν απόσβεσιν της ενοχής. Απορριπτέος, αντιστοίχως, τυγχάνει και ο τρίτος (τελευταίος) λόγος εφέσεως, διά του οποίου η εκκαλούσα (ενάγουσα) παραπονείται ότι διά της εκκαλουμένης δεν εξενέχθη κρίσις περί του εάν η ιδία ήτο ενεχυρούχος δανείστρια και συνακολούθως μοναδική και αποκλειστική έναντι της Νομαρχίας Πειραιώς δικαιούχος των απαιτήσεων, οι οποίες ενεχυριάσθησαν διά των υπ’ αριθ. ……… (επιδίκων) συμβάσεων ενεχυριάσεως της Νομαρχίας Πειραιώς μετ’ αυτής, διότι, ως προανεφέρθη αμέσως ως άνω, κατ’ ορθήν επισκόπησιν του σκεπτικού της εκκαλουμένης εγένετο δεκτόν ότι εν τοις πράγμασιν ουδέποτε η εκαλούσα (ενάγουσα) εγένετο δικαιούχος ως ενεχυρούχος δανείστρια – εκδοχεύς των διά των ως άνω συμβάσεων ενεχυριάσεως προς αυτήν ενεχυριασθεισών απαιτήσεων, καθ’ ότι η ενεχυριάστρια – εκχωρήτρια είχε προ της συνάψεως των επιδίκων συμβάσεων ενεχυριάσεως αποξενωθεί παντός δικαιώματος επί των επιδίκων απαιτήσεων λόγω της προγενεστέρας (δυνάμει της υπ’ αριθ. …….. συμβάσεως) ενεχυριάσεως και της συνακολούθου εκ του νόμου προηγηθείσης εκχωρήσεως αυτών προ την «… ..» ως μελλοντικών (κατά τον χρόνον συνάψεως της προγενεστέρας συμβάσεως ενεχυριάσεως) απαιτήσεων γεννηθησομένων εντός του πλαισίου λειτουργίας της υπό σύναψιν τότε από 12-12-2006 συμβάσεως προμηθείας γραφικής ύλης και συναφών ειδών μεταξύ αυτής (ενεχυραστρίας) και της Νομαρχίας Πειραιώς.

Ε) Επομένως, ορθώς, διά της εκκαλουμένης εφηρμόσθη ο νόμος και εκρίθησαν οι αποδείξεις, έστω και διά ελλειπούς σκεπτικού, το οποίον, όπως προανεφέρθη, παραδεκτώς συμπληρούται, κατ’ άρθρον 534 ΚΠολΔ, διά της παρούσης, και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί εν συνόλω η ένδικος έφεσις της εκκαλούσης [τεθείσης (μετά την πρωτοβάθμιον συζήτησιν της υποθέσεως και προ της εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως) κατόπιν ανακλήσεως της αδείας της, κατά τα άρθρα 8§§1περ.α(στοιχ.iv),γ&δ και 63§13 Ν. 3601 /2007, εις ειδικήν εκκαθάρισιν διά της υπ’ αριθ. 85 /26-7-2013 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ Β΄ 1831 /26-7-2013) και κατά την δευτεροβάθμιον συζήτησιν της υποθέσεως εκπροσωπουμένης νομίμως υπό της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………» και υπό τον διακριτικόν τίτλον «……..» (ΦΕΚ Β΄925 /5-4-2016)] κατά της εφεσιβλήτου Περιφερείας Αττικής (Περιφερειακής Ενότητος Πειραιώς και Νήσων) ως αυτοδικαίως υπεισελθούσης εις τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και αυτοδικαίως συνεχισάσης, κατ’ άρθρον 283§2εδ.α΄,β΄&γ΄ Ν. 3582 /2010 (όπως το τρίτον εδάφιον της δευτέρας παραγράφου του ως άνω άρθρου αντικατεστάθη διά του άρθρου 6§13 Ν. 4071 /2012) την πρωτοβάθμιον δίκην μετά την κατάργησιν της αρχικώς εναγομένης Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών – Πειραιώς (Νομαρχιακού Διαμερίσματος Πειραιώς) κατά το στάδιον μετά την άσκησιν και προ της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής (βλ. ΑΠ 1858 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 725905), να διαταχθεί η εισαγωγή του εις την αρχήν του παρόντος σκεπτικού αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιον Ταμείον (άρθρον 495§4εδ.στ΄ ΚΠολΔ) και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρα 191§2 και 179 ΚΠολΔ).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. …… έφεσιν κατά της υπ’ αριθ. 5414 /2013 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγήν του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ εις το Δημόσιον Ταμείον.

Συμψηφίζει την δικαστικήν δαπάνην του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη σε έκτακτον δημοσίαν συνεδρίασιν ενώπιον του ακροατηρίου του άνευ παραστάσες των διαδίκων την 5η Νοεμβρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ