ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (TMHMA 3ο)
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ) ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 629/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος-εφεσίβλητου, …………. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Νικολάου Λιαπάκη, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Του καθ’ού η κλήση-εκκαλούντος, …………..νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «…………..», νομίμως εκπροσωπούμενου, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Γεώργιου Μητρόπουλου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Το ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../2017) αγωγή του, η οποία ζήτησε να γίνει δεκτή.
Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 2484/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.
Το ενάγον με την από 19.9.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../2019) έφεσή του, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση. Επ’αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 41/2021 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση.
Την αναίρεση της τελεσίδικης αυτής απόφασης ζήτησε το εκκαλούν-ενάγον με την από 14-5-2021 (με αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. …………/17-5-2021ρ) αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1939/2022 απόφασή του (Δ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Ήδη με την με την από 1-3-2023 (με αύξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./1-3-2023) κλήση του εναγομένου-εφεσιβλήτου, που γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρθηκε η υπόθεση προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 του ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 § § 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 294/2015, ΔΙΜΕΕ 2015.397). Έτσι, ως προς ολόκληρο το αναιρεθέν κεφάλαιο η απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και παύει να αποτελεί δεδικασμένο ενώ ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια της απόφασης διατηρείται το δεδικασμένο της (ΑΠ 1215/2021, ό.π, ΑΠ 86/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1216/2020 ό.π). Περαιτέρω, η έκταση της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ό.π), και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν, ως ολικής [ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ΕφΑθ (Μον) 92/2022 ό.π], θεωρείται δε ότι αναιρείται στο σύνολό της όταν η αναιρετική απόφαση, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνον από τους διαδίκους (ΟλΑΠ 27/2007, Νοβ 2007.1830, ΑΠ 23/2022, ό.π), σε συνδυασμό, όμως, και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 23/2022, ΑΠ 1216/2021, ΑΠ 86/2021 ό.π). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, οι διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση (ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΕφΑθ 3428/2015 ό.π), και αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή) (ΑΠ 1216/2020, ΑΠ 86/2021, ΕφΠειρ 294/2015, ό.π), δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το τελευταίο, ως Δικαστήριο της παραπομπής σύμφωνα με τις προμνημονευθείσες διατάξεις, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση (ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ό.π, ΕφΑθ 334/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αλλά δεν δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά, από την αναιρεθείσα, τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη. Το εφετείο δεσμεύεται μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό. Τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι εφέσεως και ως αναιρετικοί λόγοι κατ` αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής αποφάσεως. Και στην περίπτωση αυτήν, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της εφέσεως, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι είναι ως λόγοι εφέσεως απαράδεκτοι [ΑΠ 86/2021, ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 1216/2020, ΕφΑΘ (Μον) 92/2022 ό.π].
Στην κρινόμενη περίπτωση, το ενάγον και ήδη εκκαλούν, με την από 12-6-2013 27.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../2017) αγωγή του, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ισχυρίστηκε ότι αποτελεί νόμιμα συνεστημένο φιλανθρωπικό σωματείο και ότι στην κυριότητά του περιήλθαν εκ κληρονομίας (διαθήκης) από τον αποβιώσαντα το έτος 1975 …………. δύο ακίνητα, τα οποία έχουν διαμορφωθεί σε δώδεκα (12) καταστήματα το καθένα, και βρίσκονται στον Πειραιά, στη συμβολή της οδού ……….., το πρώτο και στη συμβολή της …………, το δεύτερο. Ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. ………./6-8-1992 συμβολαίου μίσθωσης της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στη συνέχεια με νεώτερα έγγραφα συμφωνητικά, συμβολαιογραφικά και μη, εκμίσθωσε στον εναγόμενο τα παραπάνω ακίνητα, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται σε αυτά, μεταξύ των οποίων και η καταβολή στις επίσης τετιμημένες με την προαναφερθείσα διαθήκη, ως υποκληροδόχους, ………….., και σε περίπτωση αποβιώσεώς τους, στο ίδιο, τα μηνιαία επιδόματα (διατροφή) που δικαιούντο. Ότι, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………./2007 συμβολαίου δωρεάς του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………, εκχώρησε την απαίτησή του έναντι του εναγομένου για καταβολή του μισθώματος, στην Ιερά Μονή με την επωνυμία «…………..», η οποία με την από 18-11-2009 εξώδικη δήλωση-αναγγελία της ανήγγειλε την εκχώρηση στον εναγόμενο. Ότι αυτός αν και έκανε από την αρχή της μίσθωσης ακώλυτη χρήση των μισθίων, από τις 25-11-2009 και μέχρι την άσκηση της αγωγής, αρνείτο να καταβάλει στο ίδιο αλλά και στην Ιερά Μονή το συμφωνηθέν μίσθωμα ενώ οφείλει το σύνολο των μηνιαίων επιδομάτων της ………, από την 1-12-2012 και μέρος αυτών της ……….., από το έτος 2010, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, παραβιάζοντας έτσι επανειλημμένως τις σχετικές συμβατικές του υποχρεώσεις. Ακολούθως, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος λόγω της επανειλημμένης δυστροπίας του περί την καταβολή των μισθωμάτων και της παραβίασης των όρων της μισθωτικής σύμβασης, να του αποδώσει τη χρήση των μισθίων και, σε περίπτωση αρνήσεώς του, να διαταχθεί η βίαιη αποβολή του ιδίου καθώς και κάθε τρίτου έλκοντος δικαίωμα από αυτόν, και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά του έξοδα.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, εν μέρει ως μη νόμιμη και κατά τα λοιπά, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το ενάγον με την από 19.9.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./2019) έφεσή του, παραπονούμενο για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούσε, μετά την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν όλω αποδοχή της αγωγής.
Επί της εν λόγω έφεσης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 41/2021 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε.
Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε αναίρεση το εκκαλούν-ενάγον με την από 14-5-2021 (με αύξ.αριθμ.εκθ. καταθ. …………../17-5-2021) αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 1939/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Δ Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε η παραπάνω απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Επομένως, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη, η αναιρεθείσα απόφαση αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο για οποιοδήποτε ζήτημα, λόγω της αναιρετικής εμβέλειας στο σύνολο αυτής, όπως προκύπτει από το διατακτικό της αναιρετικής απόφασης, σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της, οι διάδικοι επανήλθαν στην πριν από αυτήν κατάσταση και η αίτηση παροχής έννομης προστασίας δηλαδή η έφεση αναβιώνει στο σύνολό της, χωρίς το παρόν Δικαστήριο να δεσμεύεται να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, ……….. και την ανωμοτί εξέταση του εναγομένου, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την υπ’αριθμ. ……/2018 ένορκη βεβαίωση του μέλους και ταμία του ενάγοντος ……….., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που δόθηκε με επιμέλεια του εναγομένου, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-κατ’άρθρο 421 επ του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.3 του ν.4335/2015-κλήτευση του εναγομένου, που δεν παρέστη κατά τη λήψη της (υπ’αριθμ. ……../20-3-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, …………..), και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του υπ’αριθμ. ………/6-10-1992 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………….., το ενάγον νομικό πρόσωπο (………) με την επωνυμία «…………….», εκπροσωπούμενο από τον τότε πρόεδρο του διοικητικού του συμβουλίου, αρχιμανδρίτη ……………. εκμίσθωσε στον εναγόμενο δύο ακίνητα της κυριότητάς του και ουσιαστικά συγκροτήματα ακινήτων ευρισκόμενα στον Πειραιά και ειδικότερα : 1) ισόγεια οικοδομή τύπου στοάς, μετά των παραρτημάτων, παροσαυξημάτων και παρακολουθημάτων της, και του οικοπέδου της, κειμένου στην πλατεία …. και επί της οδού …………., συνολικής επιφάνειας, του οικοπέδου, 330,40 τμ. Η ισόγεια οικοδομή αποτελείτο από δώδεκα (12) καταστήματα και δώμα, με τα στοιχεία, κατάστημα υπ’αριθμ. 1, επιφάνειας 27 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 2, επιφάνειας 9 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 3, επιφάνειας 9 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 4, επιφάνειας 16,40 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 5, επιφάνειας 2 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 6, επιφάνειας 22 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 7, επιφάνειας 23 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 8, επιφάνειας 12 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 9, επιφάνειας 20 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 10, επιφάνειας 27 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 11, επιφάνειας 11 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. 12, επιφάνειας 18,50 τμ, εκ των οποίων τα υπ’αριθμ. 10,11 και 12 ήταν ενοποιημένα, 2) ισόγεια οικοδομή, επί οικοπέδου στην πλατεία ….. και επί της συμβολής της παραλιακής πλευράς της ……….. και της οδού ……, συνολικής επιφάνειας 767,98 τμ, που προήλθε από τη συνένωση δύο συνεχόμενων οικοπέδων, εκτάσεως 351,86 τμ και 416,12 τμ, και αποτελείτο από καταστήματα, με πατάρι, αποθήκες και ημιτελή ημιόροφο υπέρθεν αυτών, επιφάνειας, των κτισμάτων του ισογείου 608,60 τμ, του παταρίου 222 τμ, και του ημιτελούς ορόφου στο στάδιο της κατασκευής 609,60 τμ. Στο ισόγειο αυτών υπήρχαν δώδεκα (12) καταστήματα, με τα στοιχεία, κατάστημα υπ’αριθμ. .., επιφάνειας 17 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 16,50 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 16 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 15,60 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 29 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …., επιφάνειας 62 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …., επιφάνειας 37 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 25 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …., επιφάνειας 138 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 102 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …., επιφάνειας 16,50 τμ, κατάστημα υπ’αριθμ. …, επιφάνειας 11 τμ και αποθήκη, υπ’αριθμ. ….., επιφάνειας 12 τμ. Αμφότερα τα ακίνητα είχαν κληροδοτηθεί στο εκκαλούν, τότε «…………..», με την από 18-10-1974 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 7-6-1975 ………….., η οποία δημοσιεύθηκε με τα με αριθμό ……/26-6-1975 πρακτικά συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο αποδέχθηκε την κληροδοσία με την υπ’αριθμ. ………./2-9-1975 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληροδοτήματος του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Με την ίδια διαθήκη, ο διαθέτης εγκατέστησε και υπέρ της ………….. και ……….., υποκληροδοσία, σε βάρος του σωματείου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να χορηγεί ισόβια στις τετιμημένες, ως μηνιαίο επίδομα, το ποσό των 6.000 δραχμών σε κάθε μία, αναπροσαρμοζόμενο κατ’έτος αναλόγως των μεταβολών του τιμαρίθμου. Η διάρκεια της μίσθωσης, για τα κενά καταστήματα, αποθήκες και λοιπούς ελεύθερους χώρους και των δύο πιο πάνω ακινήτων, όπως αυτά εξειδικεύτηκαν, τα οποία ο μισθωτής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει όπως ήθελε, συμπεριλαμβανομένης και της υπεκμίσθωσής τους, πλην συγκεκριμένων οριζόμενων εξαιρέσεων, ορίστηκε τριακονταετής, με αφετηρία την ημερομηνία υπογραφής του συμβολαίου και λήξη στις 5-10-2022. Ως προς δε τα λοιπά, ήδη εκμισθωθέντα σε τρίτους, καταστήματα και χώρους, η διάρκεια της μίσθωσης καθορίστηκε ετήσια, με αφετηρία και πάλι την ημερομηνία υπογραφής του συμβολαίου και λήξη στις 5-10-1993, με δικαίωμα του εναγομένου να την παρατείνει μονομερώς μέχρι τη συμπλήρωση 80 ετών, σύμφωνα με τους όρους που αναγράφονται σε αυτό (όρος 3). Το μηνιαίο μίσθωμα, προκαταβλητέο εντός του πρώτου τριημέρου κάθε ημερολογιακού μήνα στα γραφεία της εκμισθώτριας στη Γλυφάδα, της καταβολής αποδεικνυόμενης με έγγραφη απόδειξη, συμφωνήθηκε, για τα ελεύθερα καταστήματα, αποθήκες και λοιπούς χώρους, στο ποσό των 50.000 δραχμών και για τα λοιπά, που είχαν ήδη εκμισθωθεί σε τρίτους, στο ποσό του 1.000.000 δραχμών, με τη ρητή πρόβλεψη ότι αυτά θα αναπροσαρμόζονται όπως ειδικότερα προβλέφθηκε για όλη τη διάρκεια της μίσθωσης και της τυχόν παράτασής της (4ος όρος), του μισθωτή βαρυνόμενου και με το αναλογούν τέλος χαρτοσήμου. Η εκμισθώτρια δεν θα είχε ουδεμία ευθύνη και υποχρέωση για τυχόν επισκευές των μισθίων, και ο μισθωτής δικαιούτο να ενεργήσει οποιαδήποτε μεταρρύθμισή τους, ακόμη και να κατεδαφίσει τα υφιστάμενα κτίσματα και να κατασκευάσει νέα με δικές του δαπάνες και ευθύνη (όροι 8 και 9). Με βάση, επίσης, ρητό όρο του συμφωνητικού, ο εναγόμενος εξουσιοδοτήθηκε όπως διαχειρίζεται, εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί και τις δύο οικοδομές (είσπραξη μισθωμάτων, χορήγηση σχετικών αποδείξεων, καταγγελία συμβάσεων, διεξαγωγή δικών, κατάρτιση συμβιβασμών κ.α), βαρυνόμενος με όλες τις σχετικές δαπάνες (όρος 2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης και στο ακέραιο καταβολής του μισθώματος μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου και των λοιπών δαπανών που βάρυναν τον εναγόμενο μισθωτή, για χρονικό διάστημα άνω των 60 ημερών, καθώς και παράβασης οποιουδήποτε όρου της σύμβασης, οι οποίοι συμφωνήθηκαν όλοι ως ουσιώδεις, θα γεννάτο δικαίωμα της εκμισθώτριας ….. να λύσει ολικά ή μερικά τις μισθώσεις και να ζητήσει την απόδοση των μισθίων (όρος 11). Να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί γενική συνέλευση του ενάγοντος στις 13-9-1992- σε συνέχεια του πρακτικού υπ’αριθμ. …../20-7-1992 του διοικητικού του συμβουλίου, το οποίο είχε αποφασίσει την παροχή ανέκλητης εντολής και πληρεξουσιότητας στον εναγόμενο να υπογράφει έγγραφα και αποδείξεις, ώστε ο ίδιος και η υπό σύσταση ανώνυμη εταιρεία του να αναλαμβάνει κάθε ενέργεια για την αξιοποίηση των επίδικων ακινήτων, υπογράφοντας άμεσα με το σωματείο τη σχετική σύμβαση μισθώσεως βάσει της προσφοράς του- με θέμα της ημερήσιας διάταξης την αξιοποίηση ακινήτου στον Πειραιά, και εξουσιοδότηση προς τον ……………, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του ενάγοντος, να καταρτίζει οποιαδήποτε σύμβαση κρίνει το διοικητικό συμβούλιο συμφέρουσα για την αξιοποίηση του συγκεκριμένου ακινήτου. Την 1-10-1992 επακολούθησε και νέα απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου (υπ’αριθμ. ……./1-10-1992 πρακτικό του), ως προς τη διάρκεια εκμίσθωσης των επιδίκων στον εναγόμενο και την παροχή προς αυτόν δικαιώματος διαχείρισης, αξιοποίησης, εκμεταλλεύσεως και ανοικοδομήσεώς τους, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, της διεξαγωγής των σχετικών δικών και της υπογραφής των σχετικών εγγράφων. Στην απόφαση αυτή δηλώνεται και η πλήρης γνώση εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου περί του περιεχομένου των συμβάσεων που επρόκειτο να καταρτιστούν μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου. Επισημαίνεται ότι ο εναγόμενος με τις προτάσεις του κατά τη μετ’αναίρεση δικάσιμο, προσκόμισε το από 31-7-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό, που φέρεται ότι καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, του ενάγοντος εκπροσωπούμενου από τον ως άνω αρχιμανδρίτη ……….., και αφορά τα επίδικα ακίνητα. Το συμφωνητικό αυτό, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από το ενάγον-εκκαλούν, τιτλοφορείται ως συνέχεια της από 29-7-1992 σύμβασης μισθώσεως, που και αυτή με τη σειρά της αποτελούσε συμπλήρωμα του από 23-7-1992 σχεδίου συμβάσεως μισθώσεως μεταξύ των διαδίκων, και στο κείμενό του γίνεται αναφορά σε κάποια μεμονωμένα θέματα, όπως την τυχόν ανοικοδόμηση των μισθίων ακινήτων, τη διάρκεια της μίσθωσης σε περίπτωση που η ανοικοδόμηση δεν θα καταστεί δυνατή από λόγους ανωτέρας βίας ή νομικών ελαττωμάτων, δηλαδή σε ζητήματα που επαναλαμβάνονται και στο υπ’αριθμ. ………../1992 συμβολαιογραφικό συμβόλαιο εκμίσθωσης αλλά και το επακολουθήσαν από 9-10-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό, για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια, και ορίζεται ρητά επί λέξει ότι «οι τετιμημένες θα πληρώνονται από τον εναγόμενο, συμψηφίζοντας με τα μελλοντικά μισθώματα». Τρεις μόλις μέρες μετά την υπογραφή του αρχικού από 6-10-1992 συμφωνητικού, και κατ’εφαρμογήν του άρθρου 14 αυτού, που προέβλεπε ότι οι συμβαλλόμενοι μπορούν με ιδιωτικά μεταξύ τους συμφωνητικά να τροποποιούν τις μεταξύ τους συμφωνίες, τα ίδια φυσικά πρόσωπα-αρχιμανδρίτης ……….. και …………- συνυπέγραψαν το από 9-10-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο, τροποποποιώντας την αρχική σύμβαση, καθόρισαν το συνολικό, και για τις δύο δηλαδή οικοδομές, μηνιαίο μίσθωμα από την 1-8-1992, οπότε και συνήφθη η σύμβαση-αποδεικνύοντας έτσι ότι ανεξαρτήτως του χρόνου σύνταξης του υπ’αριθμ. ……/1992 συμβολαίου, η έναρξη της μίσθωσης ουσιαστικά είχε προηγηθεί, με όρους που είχαν ήδη διατυπωθεί σε ιδιωτικά συμφωνητικά, όπως το προαναφερθέν από 31-7-1992- μέχρι τις 30-6-1996, σε 1.850.000 δραχμές, και από την 1-7-1996 έως τις 30-7-1997, στο ποσό των 3.500.000 δραχμών, όντος αυτονόητου ότι ο εναγόμενος μισθωτής θα παρακρατεί το τυχόν εισπραττόμενο μίσθωμα εκ μέρους τρίτων. Στη συνέχεια, το μίσθωμα αυτό θα αναπροσαρμοζόταν κάθε χρόνο, σε ποσοστό ίσο με το ποσοστό αυξήσεως του τιμαρίθμου του κόστους ζωής, όπως αυτό καθοριζόταν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), προσαυξημένο κατά ποσοστό 20 % επί του καταβαλλόμενου κατά τον αμέσως προηγούμενο της αναπροσαρμογής χρόνο. Σε περίπτωση δε που η παραπάνω ρήτρα ήθελε θεωρηθεί άκυρη, το μηνιαίο μίσθωμα θα αναπροσαρμοζόταν σε ποσοστό 20 % κάθε χρόνο, ως ανωτέρω (όρος 1). Επιπλέον, ο μισθωτής ανέλαβε την υποχρέωση από τις 18-10-1992 και στο εξής μέχρι τη λήξη της μίσθωσης να καταβάλει με δικά του χρήματα στις άνω τετιμημένες κληροδόχους του …………, το βαρύνον την ….. κληροδότημα (όρος 12). Κατά τα λοιπά ίσχυαν όλοι οι όροι της αρχικής σύμβασης (……./1992). Στη συνέχεια : 1) Με το υπ’αριθμ. …../6-10-1993 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε ότι εκμισθώνονται ελεύθερα στον νυν εναγόμενο μισθωτή τα υπ’αριθμ. ….. καταστήματα του υπό στοιχ. Β΄ακινήτου, μετά την απόδοσή τους από τρίτους, μέχρι τις 5-10-2022, έναντι του μηνιαίου μισθώματος των 90.000 δραχμών για καθένα, 2) Με το υπ’αριθμ. …../13-11-1994 συμβόλαιο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε ότι εκμισθώνονται ελεύθερα στον νυν εναγόμενο μισθωτή και τα υπ’αριθμ. …….. καταστήματα του υπό στοιχ. Α΄ακινήτου, μετά την απόδοσή τους από τρίτους, μέχρι τις 5-10-2022, έναντι του μηνιαίου μισθώματος των 70.000 δραχμών για καθένα και 3) Με το υπ’αριθμ. ……/23-10-1996 συμβόλαιο της ως άνω συμβολαιογράφου, συμφωνήθηκε ότι εκμισθώνονται ελεύθερα στον νυν εναγόμενο μισθωτή και τα υπ’αριθμ. ……… καταστήματα του υπό στοιχ. Α΄ακινήτου, μετά την απόδοσή τους από τρίτους, μέχρι τις 5-10-2022, έναντι του μηνιαίου μισθώματος των 40.000 δραχμών για καθένα, ισχυόντων κατά τα λοιπά, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη στα εν λόγω συμβόλαια, όλων των όρων του αρχικού συμβολαίου. Ακόμη, με το από 1-7-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης σύμβασης μισθώσεως ακινήτων που συνυπογράφουν οι ίδιοι συμβαλλόμενοι, τροποποιήθηκε η αρχική σύμβαση (……/1992) και ορίστηκε ότι το μηνιαίο μίσθωμα για αμφότερα τα ακίνητα αναπροσαρμόζεται από 1-7-1997 έως τις 30-6-1999 στο ποσό των 2.750.000 για το Β΄ακίνητο και των 1.100.000 δραχμών για το Α΄ακίνητο και συμφωνήθηκε αναπροσαρμογή του κάθε 2 έτη, κατά ποσοστό 10% επί του καταβαλλόμενου την αμέσως προηγούμενη διετία, καθώς και ότι η καταβολή του μηνιαίου μισθώματος θα αποδεικνύεται εκτός των λοιπών συμφωνημένων τρόπων και με τραπεζική απόδειξη κατάθεσης σε λογαριασμό της εκμισθώτριας ή σε ατομικό λογαριασμό του Αρχιμανδρίτη ……………… Τέλος, με την από 9-9-1997 προσκομιζόμενη από το εκκαλούν βεβαίωση, που συνυπέγραψαν τα ίδια φυσικά πρόσωπα, οι διάδικοι συμφώνησαν σταθερή αναπροσαρμογή του μισθώματος σε ποσοστό 7 % ετησίως επί του καταβαλλόμενου κατά το προηγούμενο μισθωτικό έτος (όρος 1), ότι, σε περίπτωση κοιμήσεως, δηλαδή θανάτου των τετιμημένων, τα χρήματα τα οποία αυτές δικαιούνται να λάβουν θα παραμένουν στην ……, όπως ήταν μέχρι τότε (όρος 3), καθώς και ότι τα ενοίκια διαχωρίζονται σε 2.500.000 δραχμές για το- υπό στοιχείο Β΄- ακίνητο επί της ……… και της οδού ….., και 1.245.000 δραχμές, για το- υπό στοιχ. Α΄- ακίνητο, επί της οδού ……… Σημειώνεται ότι σε έτερο αντίγραφο της άνω βεβαίωσης, που προσκομίζει ο εναγόμενος, παρά πόδας αυτής υπάρχει χειρόγραφη σημείωση του ……. …..-που δεν υπάρχει δηλαδή στο προσκομιζόμενο από το ενάγον αντίγραφο- άνευ χρονολογίας, ότι η εν λόγω βεβαίωση «είναι ως μηδέποτε γενόμενη». O ακριβής χρόνος που τέθηκε η χειρόγραφη αυτή σημείωση δεν διαπιστώθηκε, αφού δεν αναγράφεται στο κείμενό της η σχετική ημεροχρονολογία, συνάγεται όμως με βεβαιότητα ότι αυτό συνέβη μετά την παραίτηση του υφιστάμενου προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ενάγοντος, ………, δηλαδή μετά τις 19-4-2008 και πριν τις 17-11-2008 που εστάλη επιστολή προς τον τελευταίο εκ μέρους του νέου διοικητικού συμβουλίου, οπότε ανέλαβε καθήκοντα ο ………….. Έτσι, δεν μπορεί να οδηγήσει αυτή καθεαυτή σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα καθώς μάλιστα, ενώ με αυτήν (ενν. τη σημείωση) καταργούνται όλοι οι όροι του από 9-9-1997 ιδιωτικού συμφωνητικού δηλαδή και εκείνος περί αναπροσαρμογής του μισθώματος, το ενάγον στην από 26-9-2011 αγωγή του (υπ’αριθμ.εκθ. καταθ. ……/2011) υπολογίζει το οφειλόμενο από τον εναγόμενο μίσθωμα, με βάση το ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό (βλ. σελ. 8 αγωγής). Επίσης, ο εναγόμενος, προσκόμισε παραδεκτώς, στο παρόν στάδιο της κατ’έφεση δίκης (άρθρο 529 του ΚΠολΔ), το υπ’αριθμ. …../4-5-1998 Πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου του ενάγοντος, η ύπαρξη και το περιεχόμενο του οποίου επίσης δεν αμφισβητήθηκε από το τελευταίο, το οποίο αντιθέτως έκανε αναφορά στο περιεχόμενό του. Σε αυτό το πρακτικό αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι «δια της διαθήκης του αειμνήστου κ. ….., είχε υποχρεωθεί η …….. να καταβάλει μέρος των μισθωμάτων, εκ της εκμισθώσεως των ανωτέρω ακινήτων (ενν. των επίδικων), εις τις κυρίες…. εφ’όρου ζωής των. Το ποσό τούτο, κατ’εντολήν της εκμισθωτρίας ……….. και σχετικόν όρον της συμβάσεως εκμισθώσεως, είχεν αναλάβει να καταβάλη ευθέως ο μισθωτής, αφαιρών τούτο εκ του εις την ….. υπ’αυτού καταβαλλομένου συνολικού μισθώματος. Επειδή ο μισθωτής ισχυρίσθη ότι εν περιπτώσει θανάτου των ανωτέρω τετιμημένων, θα κατακρατούνται υπ’αυτού τα καταβαλλόμενα ποσά, δέον να καταστή γνωστόν εις τον ανωτέρω μισθωτήν, ότι τα ποσά αυτά ανήκουν εις την ……….. και μόνον, και ότι θα υποχρεωθεί να καταβάλει αυτά, εις την . ………, ομού μετά του υπολοίπου μισθώματος». Κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, τα μηνιαία επιδόματα προς τις τετιμημένες κληροδόχους, που βάρυναν ως υποκληροδοσία το ενάγον, αποτελούν βάρος του μισθίου, μετακυλιόμενο, κατόπιν συμφωνίας του με τον εναγόμενο μισθωτή, στον τελευταίο, καθιστώντας τα επιπλέον μίσθωμα. Αντιθέτως, ο εναγόμενος διατείνεται ότι αποτελεί μέρος του συμφωνηθέντος μισθώματος, το οποίο αυτός κατέβαλε στις τετιμημένες, στο πλαίσιο των διαχειριστικών του αρμοδιοτήτων, κατόπιν εντολής του ενάγοντος. Ανέκυψε έτσι, κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που επιβεβαιώθηκε από την εκκαλούμενη απόφαση, ανάγκη προσφυγής στις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, για την ερμηνεία των όρων 12 του από 9-10-1992 ιδιωτικού συμφωνητικού και 3 του από 9-9-1997 συμφωνητικού-βεβαίωσης. Συμπέρασμα περί της αληθινής βούλησης των μερών, με βάση τον τρόπο που λειτούργησαν οι συγκεκριμένοι όροι κατά τη διάρκεια των ετών που επακολούθησαν και μέχρι περίπου το έτος 2005 δεν μπορεί να συναχθεί, με βάση κατ’αρχήν τις αποδείξεις που εκδίδονταν συναφώς, γιατί αυτές δεν προσκομίζονται στο σύνολό τους, ώστε να προκύπτει αν το ενάγον σωματείο εξέδιδε τέτοιες αποδείξεις για το συμφωνηθέν, κατά τα συμφωνητικά, μίσθωμα, πλέον της μηνιαίας διατροφής που οφειλόταν και κατέβαλε ο εναγόμενος στις τετιμημένες, ή μόνο για το συμφωνηθέν μίσθωμα, αλλά ούτε και κάποιο έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο για τις εκκαθαρίσεις που θα έπρεπε αναγκαία να γίνονται μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, εάν πράγματι το καταβαλλόμενο ποσό της μηνιαίας διατροφής αφαιρείτο από το μίσθωμα που ο εναγόμενος όφειλε να καταβάλει στο ενάγον σωματείο, όπως αυτός ισχυρίζεται. Ο ίδιος, μάλιστα, με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη διάσιμο της 5-11-2020 διατείνεται ότι ουδέποτε χορηγήθηκαν αποδείξεις είσπραξης μισθωμάτων, στις οποίες να συμπεριέλαβε και τα επίδικα επιδόματα των τετιμημένων έως το 2005 που απεβίωσε η εκ των τετιμημένων ….. .. Και ναι μεν προσκομίζονται κάποιες μεμονωμένες αποδείξεις, και δη (3) συγκεντρωτικές αποδείξεις, για το Α΄ (χρονικό διάστημα 1/1/2001 έως 30/6/2001 και 1/7/2001 έως 31/12/2001) και το Β΄ακίνητο (χρονικό διάστημα 1/1/2001 έως 30/6/2001) και κάποιες αποδείξεις των ετών 2004 και 2005, σύμφωνα με τις οποίες μάλιστα ο εναγόμενος προκατέβαλε μισθώματα επόμενων ετών, αλλά ουδέν συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί με βάση αυτές αλλά ούτε και τις με ημερομηνία 31-5-2005, 31-12-2006 και 4-12-2007 έντυπες βεβαιώσεις προείσπραξης μισθωμάτων, για τις οποίες μάλιστα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί οι συνήθεις στις συναλλαγές, αριθμημένες και θεωρημένες από την Εφορία, αποδείξεις, παρ’όλο που τέτοιες αποδείξεις χρησιμοποιούνταν για τις καταβολές μισθωμάτων εκ μέρους του εναγομένου. Συγκεκριμένα, με τις τρεις αυτές αποδείξεις, το ενάγον φέρεται να δηλώνει, δια του προέδρου του διοικητικού του συμβουλίου, …………, σε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό του οποίου ήταν δυνατή η κατάθεση των οφειλόμενων μισθωμάτων, κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη στο από 1-7-1997 ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά τα άνω, αρχικά την προείσπραξη του συνόλου των μισθωμάτων εκ μέρους του εναγομένου για το γωνιακό ισόγειο κατάστημα με πατάρι της επί της οδού ………….. οικοδομής, στη συνέχεια την είσπραξη του ποσού των 299.549,65 ευρώ έναντι μισθωμάτων και τελικώς την προείσπραξη του συνόλου των μισθωμάτων και για όλα τα λοιπά καταστήματα και χώρους αμφοτέρων των οικοδομών, χωρίς να καταγράφεται το καταβληθέν ποσό, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες για το αν πράγματι καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό και για τον λόγο που παρακάμφθηκε η τυπικότητα που θα αναμενόταν, με βάση την καλή πίστη και τη συνήθη στις συναλλαγές συμπεριφορά, δεδομένου ότι ο ένας εκ των συμβαλλομένων ήταν νομικό πρόσωπο, αλλά και την τυπικότητα που μέχρι τότε είχαν τηρήσει τα μέρη ήδη, επιλέγοντας κατά κανόνα τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου για την αρχική και τις τροποποιητικές αυτής συμβάσεις. Εξάλλου, επειδή μέρος των μισθωμάτων εξοφλείτο με καταβολές προς τρίτους, με τις οποίες καλύπτονταν υποχρεώσεις του ενάγοντος προς αυτούς (σχετ. η από 1-5-2005 χειρόγραφη απόδειξη 300.000 ευρώ για μισθούς, αγορά ζώων και ζωοτροφών αναφορικά με αγρόκτημα του ενάγοντος … Βάρη, και οι υπ’αριθμ. …/17-12-2004 απόδειξη με μνεία καταβολής 7.000 ευρώ σε τρίτο πρόσωπο, …../16-12-2004 με μνεία της έκδοσης επιταγών για αγορά φαρμάκων και βιβλίων, …./16-12-2004 με μνεία της έκδοσης επιταγής και καταβολής για επισκευή του ψυγείου αυτοκινήτου, ……/1-9-2004 ποσού 1.300 ευρώ, με μνεία καταβολής μετρητών σε τσοπάνηδες και μαγείρισσα κλπ), προ της σύνταξης και παράδοσης των εξοφλητικών αυτών αποδείξεων, θα έπρεπε να προηγηθεί εκκαθάριση του μεταξύ των διαδίκων λογαριασμού, η οποία με βάση το συνήθως συμβαίνον στις συναλλαγές, ειδικώς όταν ο ένας εκ των συμβαλλομένων, όπως εν προκειμένω, είναι νομικό πρόσωπο, θα έπρεπε να αποτυπωθεί έστω και συνοπτικά στις αποδείξεις ή να επισυναφθεί σε αυτές, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, με δεδομένο μάλιστα ότι στην απόδειξη με ημερομηνία 31-12-2006 βεβαιώνεται η είσπραξη του ιδιαιτέρως μεγάλου ποσού των 299.549,65 ευρώ. Αντιθέτως, σε αυτές ούτε καταβληθέν ποσό –πλην της ανωτέρω-ούτε οι οφειλές που υπήρχαν μέχρι τότε, κατά ποσό και χρονικό διάστημα αναγράφονται ενώ και ο εναγόμενος, στη μακροχρόνια αντιδικία του με το ενάγον ουδέποτε προσκόμισε αποδείξεις ή παραστατικά, που να συνδέουν χρονικά τις επικαλούμενες αυτές καταβολές με τραπεζικές αναλήψεις εκ μέρους του. Πολλώ μάλλον δεν διευκρινίζεται αν στο καταβληθέν ποσό συμπεριλαμβάνεται, ως πρόσθετο μίσθωμα, και το οφειλόμενο μηνιαίο επίδομα στις τετιμημένες. Αυτό βεβαίως δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να συμβεί, αφού το ποσό της μηνιαίας αυτής διατροφής δεν ήταν προκαθορισμένο αλλά μεταβαλλόμενο, εξαρτώμενο από τον τιμάριθμο κατ’έτος και, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να προεξοφληθεί στο σύνολό του. Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι ο εξετασθείς ενώπιον συμβολαιογράφου με επιμέλεια του εναγομένου, μάρτυρας, ………., μέλος από το 1995 και ταμίας του ενάγοντος από το έτος 2005, κάνει λόγο όχι για πλήρη αλλά προεξόφληση μεγάλου μέρους των μελλοντικών μισθωμάτων, διαφοροποιούμενος έτσι ουσιωδώς από τη θέση του εναγομένου και αποδίδει τη διακοπή των καταβολών προς την ……….., για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, στη σφοδρή αντιδικία των διαδίκων. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι στις 12-6-2005, λίγες δηλαδή μόλις ημέρες μετά τη σύνταξη της από 31-5-2005 απόδειξης, το διοικητικό συμβούλιο του ενάγοντος, σε συνεδρίασή του, λαμβάνει την απόφαση να ελεγχθεί ο εναγόμενος, για τον λόγο ότι καθυστερούσε το χαρτόσημο του μισθώματος και για την μη καταβολή της προβλεπόμενης διατροφής προς την ήδη θανούσα κατ’εκείνο τον χρόνο τετιμημένη, …….., ενώ αν πράγματι είχε προηγηθεί ήδη μέχρι τις 31-5-2005 η επικαλούμενη εξόφληση, τα τυχόν καταβληθέντα ποσά θα ήταν λογικό να καταλογιστούν αρχικά στις ήδη υφιστάμενες αυτές οφειλές και ό,τι τυχόν απομείνει να καταλογιστεί σε μελλοντικές οφειλές. Σε νέα μάλιστα συνεδρίασή του, στις 20-8-2005 λαμβάνεται η απόφαση να ανατεθεί στον νομικό παραστάτη του ενάγοντος …… η έξωση του εναγομένου για απρεπή συμπεριφορά και λόγω μη προσέλευσής του μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία στο γραφείο του άνω συμβούλου για να γίνει διάλογος, καθώς και επειδή δεν είχε αποδώσει το χαρτόσημο και τις προσαυξήσεις του και, μεταξύ άλλων και την επιστροφή του μισθού της άνω τετιμημένης. Ο εναγόμενος δηλαδή, ακόμη και αν οι ισχυρισμοί του ευσταθούν, δεν προσήλθε καν να τους διατυπώσει επίσημα ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου του ενάγοντος, και να παράσχει εξηγήσεις και διευκρινίσεις για τις οικονομικές του συναλλαγές με αυτό. Ούτε επίσης, προσκομίζονται στοιχεία για να διαπιστωθεί αν στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε το ενάγον την ίδια χρονική περίοδο, μέχρι δηλαδή το έτος 2007, συμπεριλαμβάνονταν και τα μηνιαία αυτά επιδόματα, και τί καταγραφόταν στα λογιστικά του βιβλία ενώ και ο εξετασθείς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (26-3-2018), με επιμέλειά του μάρτυρας απόδειξης, ………, δικηγόρος του επί πολλά έτη και μέλος του, δεν ήταν σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία για το ζήτημα αυτό. Τονίζεται ιδιαίτερα, ότι ανεξαρτήτως του εάν πράγματι μετά την αποχώρηση του ………… το έτος 2008, δεν ανευρέθησαν από το νέο διοικητικό συμβούλιο του ενάγοντος τέτοια στοιχεία, παραστατικά και βιβλία (σχετ. η από 17-11-2008 επιστολή του προς αυτόν), όπως το τελευταίο ισχυρίστηκε, δεν αποδεικνύεται ούτε γίνεται επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος ότι κατεβλήθη προσπάθεια ανάκτησης τέτοιων στοιχείων από τις φορολογικές αρχές, έστω για τα πλησιόχρονα της έναρξης της αντιδικίας των διαδίκων έτη, παρ’ότι το ίδιο είχε κάθε λόγο να το πράξει. Επιπλέον, το ενάγον : 1) Στις 10-5-2007 προβαίνει, δυνάμει του υπ’αριθμ. ………../2007 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιά, …….., σε δωρεά προς την Ιερά Μονή «………..», του δικαιώματος της επικαρπίας, μεταξύ άλλων και των επίδικων μισθίων, εκχωρώντας της όλα τα εκ της μισθωτικής συμβάσεως δικαιώματα. Ανεξαρτήτως του εάν η συγκεκριμένη σύμβαση μεταγράφηκε και του χρόνου αναγγελίας της στον εναγόμενο (18.11.2009), η μεταβίβαση αυτή είναι προδήλως αδικαιολόγητη για τα συγκεκριμένα ακίνητα, εφόσον ήδη, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, είχαν εξοφληθεί τα μισθώματα αμφοτέρων των ακινήτων μέχρι το έτος 2023, γεγονός που αν ήταν γνωστό στο ενάγον θα έπρεπε να γίνει σχετική μνεία στο δωρητήριο συμβόλαιο. Είναι δε αυτονόητο ότι θα έπρεπε αλλά δεν υπάρχει διευκρίνιση στο κείμενο της σύμβασης αναφορικά με τη μηνιαία διατροφή της τετιμημένης ……….. 2) Το έτος 2011 εκχωρεί τα μισθώματα του έτους 2010 και των δύο ακινήτων στη ΔΟΥ Γλυφάδας, χωρίς να περιλαμβάνει σε αυτά το μηνιαίο επίδομα της ………. αλλά ούτε και της …………, ήδη αποβιωσάσης από το έτος 2005, ενώ για την τελευταία, το ζήτημα της μη καταβολής είχε απασχολήσει τη γενική συνέλευση αλλά και το διοικητικό συμβούλιο του ενάγοντος ήδη από το έτος 2005. 3) Ασκεί από κοινού με την επικαρπώτρια, «……….» την υπ’αριθμ.εκθ.καταθ. …../27-9-2011 αγωγή, με αίτημα την καταβολή των μισθωμάτων της χρονικής περιόδου Δεκεμβρίου 2009-Σεπτεμβρίου 2011- υπολογιζόμενων αυτών με βάση τη συμφωνηθείσα με το από 9-9-1997 συμφωνητικό-βεβαίωση αναπροσαρμογή, και την απόδοση των μισθίων λόγω δυστροπίας του, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στο αιτούμενο ποσό ή χωρίς έστω να αποδίδεται στον εναγόμενο παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης για την μη καταβολή του ποσού του μηνιαίου επιδόματος για αμφότερες τις τετιμημένες, της μεν …….., που είχε αποβιώσει ήδη από το 2005, στο σύνολό της, και για εκείνη της ………, εν μέρει και με καθυστέρηση. Η τελευταία, επίσης, με το από 13-3-2015, απευθυνόμενο στο ενάγον και κοινοποιούμενο και στον εναγόμενο, εξώδικό της (σχετ. η υπ’αριθμ. …./16-3-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……..), το περιεχόμενο του οποίου επαναλαμβάνεται και στο δικόγραφο της από 18-11-2015 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) αγωγής της κατά του πρώτου, δηλώνει ότι το οφειλόμενο μηνιαίο επίδομα της το κατέβαλε κατόπιν υπόδειξης του ενάγοντος, ο νυν εναγόμενος, με μεγάλη προσπάθεια και πιέσεις από την πλευρά της, και ότι εξακολουθούσε να μην της έχει καταβάλει, μέχρι τον χρόνο αποστολής του εξωδίκου και κατάθεσης της αγωγής, το ποσό των 369, 60 ευρώ, για το χρονικό διάστημα 1-3-2010 έως 28-2-2011, το ποσό των 553,68 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2011 έως 28-2-2012, το ποσό των 5.362,56 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από την 1-3-2012 έως τις 28-2-2013, το ποσό των 6.363,92 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-3-2013 έως 28-2-2014 και στη συνέχεια για το υπόλοιπο διάστημα του έτους 2014 και μέρος του έτους 2015, το ποσό των 6.768,92 και των 12.548.20 ευρώ αντίστοιχα. Στη δίκη αυτή το ήδη ενάγον άσκησε προσεπίκληση, ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή κατά του εναγομένου. Στο πλαίσιο της δίκης, που έχει ήδη περατωθεί αμετάκλητα, ως προς την κύρια δίκη, με την υπ’αριθμ. 5057/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του ενάγοντος σωματείου να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, ……… το ποσό των 25.197,96 ευρώ, για οφειλόμενες διατροφές, και απορρίφθηκε η παρεμπίπτουσα αγωγή, με το σκεπτικό ότι το ποσό της μηνιαίας διατροφής προς τις τετιμημένες, με το οποίο βαρυνόταν ο νυν εναγόμενος, δεν αποτελεί επιπλέον μίσθωμα, πλην όμως, ως προς το εν λόγω σκέλος της η άνω εφετειακή απόφαση έχει αναιρεθεί και εκκρεμεί η εκ νέου εκδίκαση της έφεσης του εναγομένου. Κανένας, ωστόσο, διάδικος δεν επικαλείται την έκδοση απόφασης, η οποία θα αποτελούσε δεδικασμένο και στην παρούσα δίκη, ως προς το κρίσιμο ζήτημα του εάν δηλαδή το ποσό της μηνιαίας διατροφής αποτελούσε κατά τη συμφωνία των μερών πρόσθετο μίσθωμα ή όχι. Από την άλλη πλευρά, ο νυν εναγόμενος προέβαινε σε καταβολές προς την ……….., κατά τα έτη, 2010, 2011, και για μέρος του έτους 2012, επομένως, και κατά τα προηγούμενα έτη, ενώ ήδη από τις 4-12-2007 είχε βεβαιωθεί η προεξόφληση του συνόλου των μισθωμάτων, με αποτέλεσμα, αν πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα, αυτός να μην βαρύνεται πλέον με οποιοδήποτε ποσό προς την άνω τετιμημένη. Ο ίδιος, επίσης, κατά δήλωσή του, μετά τον θάνατο της ……… δεν απέδιδε στο ενάγον το ποσό της μηνιαίας της διατροφής, γεγονός που δέχεται και το ενάγον, δικαιολογώντας την παράλειψή του να συμπεριλάβει και το ποσό αυτό στις αξιώσεις του, στην ελλιπή γνώση του περί τους όρους της σύμβασης. Από όλα όσα προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο συνάγει ότι η αληθινή βούληση των μερών, λαμβάνοντας υπόψη και την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ήταν το ποσό της μηνιαίας διατροφής προς τις τετιμημένες να μην αποτελεί πρόσθετο μίσθωμα, καθώς : 1) Τα συμβαλλόμενα μέρη, ήδη σε σχέδιο της μισθωτικής σύμβασης και τροποποίηση αυτού που είχαν καταρτίσει εγγράφως πριν τη σύνταξη της επίδικης σύμβασης, είχαν ρητώς ορίσει ότι το ποσό της μηνιαίας διατροφής θα καταβάλλεται στις τετιμημένες από τον εναγόμενο και θα συμψηφίζεται με τα μελλοντικά μισθώματα. Άλλωστε αυτό συνέβη και στην πράξη, όταν ο εναγόμενος κατέβαλε προς τις τετιμημένες οφειλόμενα από το έτος 1988 ποσά μηνιαίων διατροφών που είχαν επιδικαστεί (από 2-10-2005 εξώδικη δήλωση ενάγοντος) και στη συνέχεια έγινε συμψηφισμός του καταβληθέντος από αυτόν ποσού με μισθώματα που ο ίδιος όφειλε στο ενάγον μεταγενέστερα, στο πλαίσιο της μισθωτικής σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ τους. 2) Στο από 9-10-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει το ποσό της μηνιαίας διατροφής στις τετιμημένες περιλαμβάνεται σε άλλο όρο διαφορετικό από εκείνον που αναφέρεται στο μίσθωμα, και δεν χαρακτηρίζεται ως επιπλέον μίσθωμα. Με δεδομένο δε το περιεχόμενο της από 31-7-1992 σύμβασης, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρχε λόγος άλλης περαιτέρω διευκρίνισης, αφού ήδη τα μέρη είχαν εκφράσει ρητώς τη βούλησή τους ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Αν αντίθετα τα μέρη επιθυμούσαν να αποστούν από το περιεχόμενο της προηγηθείσας αυτής σύμβασης, κρίνεται με βάση την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτείται στις συναλλαγές αλλά και το συνήθως συμβαίνον σε αυτές, ότι θα το είχαν ορίσει ρητά, και μάλιστα ήδη στην αρχική σύμβαση (……/1992), με δεδομένο μάλιστα ότι ένας εκ των συμβαλλομένων ήταν νομικό πρόσωπο, και υπήρχε ανάγκη σαφήνειας, λόγω της ενδεχόμενης αλλαγής των διοικούντων αυτό προσώπων. Τα επιχειρήματα του εκκαλούντος ότι επρόκειτο για πρόσθετο μίσθωμα εφόσον ορίστηκε ότι ο εναγόμενος υποχρεούτο να «καταβάλλει» και όχι «αποδώσει», όπως θα συνέβαινε αν επρόκειτο για μέρος του μισθώματος και μάλιστα «με δικά του χρήματα» το ποσό της μηνιαίας διατροφής, δεν ευσταθούν. Το ότι θα κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων ήταν δεδομένο, ενώ αντιθέτως κρίσιμο ήταν το αν το ποσό αυτό θα αφαιρείτο τελικώς ή όχι από το συμφωνηθέν μίσθωμα. 3) Το κείμενο του υπ’αριθμ. ……/4-5-1998 πρακτικού δεν καταλείπει ουδεμία αμφιβολία περί της πραγματικής βούλησης των διαδίκων, και δη του ενάγοντος, εκφρασθείσα μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, που δεν ήταν άλλη από το να αφαιρείται το ποσό που καταβάλλετο από τον εναγόμενο στις τετιμημένες εξ ιδίων χρημάτων από το συνολικό μίσθωμα, όπως προφανώς γινόταν μέχρι τότε. Αυτό ήταν αυτονόητο αλλά υπήρξε ανάγκη διευκρίνισης του σχετικού όρου της από 9-9-1997 βεβαίωσης, λόγω της ατυχούς διατύπωσής της, καθώς δεν ήταν σαφές το τι θα συνέβαινε σε περίπτωση θανάτου των τετιμημένων. Η προσθήκη δε σχετικού όρου στη βεβαίωση αυτή οφείλεται με τη σειρά της, κατά την πλέον λογική εκδοχή, στην άγνοια των μερών και περισσότερο του εναγομένου-διότι το ενάγον διέθετε νομικό σύμβουλο-περί της νομικής ρύθμισης της υποκληροδοσίας μετά τον θάνατο των τετιμημένων και στην ανάγκη διευκρίνισης από το ενάγον ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα καθίστατο άλλο πρόσωπο ως τετιμημένος ούτε θα επωφελείτο ο εναγόμενος, όπως αυτός φαίνεται να ισχυρίστηκε, παρακρατώντας τα σχετικά ποσά. Έτσι, από το γεγονός της προσθήκης αυτό καθεαυτό δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα περί της αληθινής βούλησης των μερών, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα και, επομένως, και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι αν επρόκειτο πράγματι για μέρος του μισθώματος δεν θα είχε νόημα ο συγκεκριμένος όρος, επίσης δεν ευσταθεί. Παρατηρείται βέβαια ότι ως προς την τύχη του μηνιαίου επιδόματος μετά το θάνατο των τετιμημένων, η διατύπωση και του πρακτικού είναι μεν αναλυτικότερη σε σχέση με τη βεβαίωση, αλλά ομοίως ατυχής. Και τούτο, διότι ουσιαστικά μετά τον θάνατο οποιασδήποτε τετιμημένης, το ποσό του μηνιαίου επιδόματος δεν θα έπρεπε πλέον να υπολογίζεται με βάση τον τιμάριθμο και να «καταβάλλεται ομού μετά του υπολοίπου μισθώματος». Αυτό ήταν αυτονόητο υπό αμφότερες τις εκδοχές που επικαλούνται οι διάδικοι. Το νόημα της διευκρίνισης αυτής εκ μέρους του ενάγοντος, με βάση τη βούληση των μερών, όπως παραπάνω αναπτύχθηκε, δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο, από το ότι ο εναγόμενος σε περίπτωση θανάτου των τετιμημένων θα έπρεπε να καταβάλει το σύνολο πλέον του συμφωνηθέντος μισθώματος στο ενάγον, αφού δεν θα υπήρχε πλέον λόγος προσδιορισμού της μηνιαίας διατροφής και αφαίρεσής της από το οφειλόμενο μίσθωμα. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι αμφότεροι οι διάδικοι προέβησαν σε πράξεις ανακόλουθες προς την εκδοχή που προέβαλαν αναφορικά με το ποσό της μηνιαίας αυτής διατροφής. Αιτία για την ασυνέπεια αυτή, τουλάχιστον από την πλευρά του ενάγοντος, εκτιμάται ότι υπήρξε αφενός η άγνοια του νέου διοικητικού συμβουλίου του για τις οικονομικές συναλλαγές του τέως προέδρου του, ……… και του εναγομένου, που υπήρξαν εξαιρετικά ασαφείς, η ελλιπής πληροφόρησή του απ΄αυτόν, η απόκρυψη των απαραίτητων στοιχείων και παραστατικών του, κατά τα άνω, όπως και οι σχέσεις του εναγομένου με τον μετέπειτα πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του ενάγοντος, …………., ζητήματα για τα οποία εκκρεμεί και ποινική υπόθεση κακουργηματικού χαρακτήρα. Δηλαδή, το μεν ενάγον δεν διεκδίκησε δικαστικά ούτε το ποσό της μηνιαίας διατροφής της ……., παρ’ότι γνώριζε ήδη (βλ. την από 17-11-2008 επιστολή του) ότι το ποσό αυτό δεν είχε καταβληθεί μετά τον θάνατό της αλλά ούτε και το οφειλόμενο υπόλοιπο προς την .. … όπως έπραξε με τα οφειλόμενα μισθώματα. Επίσης, δεν το δήλωνε ως μίσθωμα στις φορολογικές του δηλώσεις, δεν το εκχώρησε ως τέτοιο προς τη Δ.ΟΥ Γλυφάδας ούτε έκανε κάποια μνεία στο δωρητήριο συμβόλαιο της επικαρπίας. Από την άλλη, ο εναγόμενος, αφού, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε προεξοφλήσει το σύνολο των μισθωμάτων των μισθίων ακινήτων μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2023, και, επομένως, δεν βαρυνόταν πλέον με την καταβολή οποιουδήποτε ποσού προς την τετιμημένη ……., δεν είχε κανένα λόγο να προβαίνει σε οποιαδήποτε καταβολή προς αυτή, έκτοτε, όπως αντιθέτως έπραξε έστω και μερικώς, χωρίς μάλιστα να παρέχει καμία δικαιολογία για την ανακολουθία του αυτή.
Με βάση, επομένως, όλα όσα προεκτέθηκαν, κομβικά ζητήματα για την αναζήτηση της αληθινής βούλησης των διαδίκων δεν υπήρξε ούτε η ιδιότητα του εναγομένου ως διαχειριστή και εντολοδόχου ή μη του ενάγοντος αλλά ούτε και η καταβολή της μηνιαίας διατροφής προς τις τετιμημένες εξ ιδίων χρημάτων και δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περί του ότι αυτή δεν αποτελούσε πρόσθετο μίσθωμα αλλά μέρος του μισθώματος που καταβαλλόταν από τον εναγόμενο και στη συνέχεια αφαιρείτο από το οφειλόμενο στο ενάγον μίσθωμα και με τον τρόπο αυτό λειτούργησε από την έναρξη της μίσθωσης μέχρι τουλάχιστον το έτος 2008. Συνεπώς, η μη καταβολή τους δεν κατέστησε τον εναγόμενο υπερήμερο οφειλέτη, θεμελιώνοντας αξίωση του ενάγοντος να ζητήσει την απόδοση των μισθίων για τον λόγο αυτό, κρίση στην οποία και μόνον περιορίστηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, και για την οποία πλήττεται με τους λόγους έφεσης. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων κατέληξε στην ίδια κρίση, αν και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας και πρέπει όλοι οι λόγοι της έφεσης, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ’ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που το εκκαλούν κατέθεσε κατά την άσκησή της, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας του (άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα τoυ εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, σε βάρος του, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189, 191 § 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 63 § 2 και παράρτημα Β΄ υπ’άρθρο 166 του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 19.9.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/2019) έφεση του ενάγοντος, κατά της υπ’αριθμ. 2484/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτήν.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε το εκκαλούν κατά την άσκησή της.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 3-11-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κι αντ αυτής λόγω
μεταθέσεως και
αναχωρήσεώς της
ο Πρόεδρος του
Τριμελούς Συμβουλίου
Διεύθυνσης του Εφετείου
Πειραιώς, Ιωάννης
Αποστολόπουλος,
Πρόεδρος Εφετών