Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 606/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    606/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ -ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΚΑΘ’ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ : 1) της εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στη …… (οδός ………..) και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, οδός ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στις …………., εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω «……….», 3) της εταιρείας με την επωνυμία «……….», η οποία εδρεύει στις …………., εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω «………» και 4) της εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία εδρεύει στις …………., εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω «…………», που εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους, Γεώργιο Παυλή και Δημήτριο Παυλή, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ………, ….., 2) …….. και 3) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο, Βασιλεία Μπαμπασίκα.

Οι εκκαλούσες εταιρείες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.5.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/9.5.2018 αγωγή, επί της οποίας αρχικά εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 2610/2019 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να προσκομιστεί έγγραφη νομική πληροφορία από το Ινστιτούτο Διεθνούς Αλλοδαπού Δικαίου για τα αναφερόμενα σε αυτή νομικά ζητήματα και ακολούθως, η υπ’αριθμ.1854/2021 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που την απέρριψε ως προς την δεύτερη εναγομένη και την έκανε εν μέρει δεκτή, ως προς τους λοιπούς.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι μεν εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι με την                                από 14.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …../16.12.2021 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ……/29.3.2022 έφεση και τους από 8.7.2022 προσθέτους λόγους εφέσεως, που κατατέθηκαν στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης ……./11.7.2022, οι δε ενάγουσες ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες – καθ’ων οι πρόσθετοι λόγοι, με την από 17.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./24.3.2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/29.3.2022 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 14.12.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../16.12.2021 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/29.3.2022 και β) από 17.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/24.3.2022 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../29.3.2022, εφέσεις, αφενός των εναγομένων – εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, ……….., ………. και ………….. και αφετέρου, των εναγουσών  – εκκαλουσών – εφεσιβλήτων εταιρειών «……….», που εδρεύει στη ……… και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, «…………..» και «…….. ……..», οι οποίες εδρεύουν στις ……….., εκπροσωπούνται νόμιμα και αντιπροσωπεύονται στην Ελλάδα από την πρώτη, ως άνω, εταιρεία, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.1854/2021 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία επί της από 8.5.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/9.5.2018 αγωγής τους εναντίον των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων – εφεσιβλήτων, την οποία απέρριψε, κατ’ουσίαν, ως προς την δεύτερη εναγομένη, ενώ την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, αναφορικά με τους λοιπούς, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ], αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω τακτική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που οι εναγόμενοι-εκκαλούντες άσκησαν με το από 8.7.2022 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσαν στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό ………../11.7.2022 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε κοινοποίησαν στις αντιδίκους της, εκκαλούσες-εφεσιβλήτους, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’αριθμ…, .., … και …./13.7.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………., καθόσον συνδέονται με τα εκκληθέντα με την έφεση κεφάλαια της πρωτόδικης αποφάσεως και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο αυτών (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), σε συνεκδίκαση με την έφεση των εναγομένων, προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξη της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκαση τους (ΕφΠειρ 100/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ.Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240).

ΙΙ. Οι ενάγουσες εταιρείες στην από 8.5.2018 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι ανήκουν στον ίδιο όμιλο συμφερόντων και ειδικότερα,  η πρώτη εξ αυτών έχει συσταθεί κατά τον νόμο της Λιβερίας και διατηρεί γραφείο – υποκατάστημα στην Ελλάδα με διεύθυνση στον Πειραιά, έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση κ.λ.π. πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, ολικής χωρητικότητας πάνω από 500 κόρους και την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών και τυγχάνει αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, οι οποίες έχουν συσταθεί κατά τον νόμο των Νήσων Μάρσαλ και διατηρούν εκεί την καταστατική τους έδρα, σύμφωνα δε με τον εσωτερικό κανονισμό τους, τη διοίκηση και διαχείριση εκάστης ασκεί τριμελές διοικητικό συμβούλιο, διευθυντές και μέλη του οποίου, είναι οι αναφερόμενοι μέτοχοι, μεταξύ των οποίων ο  τρίτος και πρώτος των εναγομένων, πατέρας και υιός αντίστοιχα, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα κάποιου εκ των μελών του να εκπροσωπεί και δεσμεύει αυτές με μόνη την υπογραφή του, ασχέτως της ιδιότητας που φέρει έκαστος εξ αυτών εντός του διοικητικού συμβουλίου. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι, ενεργούντες από κοινού λόγω της στενής μεταξύ τους οικογενειακής σχέσης, προέβησαν σε πληθώρα παράνομων, υπαιτίων και ζημιογόνων πράξεων εις βάρος τους και συγκεκριμένα, ο τρίτος εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του Προέδρου του δ.σ. της πρώτης, αλλά και των λοιπών εξ αυτών και καταχρώμενος την  εμπιστοσύνη, που έτρεφαν στο πρόσωπο του οι άλλοι δύο μέτοχοι και με τη συνδρομή της δεύτερης εναγομένης, θυγατέρας του, η οποία κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ήταν στέλεχος της πρώτης ενάγουσας με τις ιδιότητες της οικονομικής διευθύντριας και διευθύντριας πληρωμάτων αυτής, αλλά και του πρώτου εναγομένου, ο οποίος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας, διαχειρίστριας των λοιπών, προέβησαν σε σειρά διαχειριστικών πράξεων προδήλως επιζήμιων γι’αυτές, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση και έγκριση των λοιπών μετόχων και τη λήψη σχετικών αποφάσεων από τα διοικητικά  συμβούλια των εταιρειών και χωρίς ποτέ να παράσχουν απολογισμό ή λογοδοσία, κατάσταση αποτελεσμάτων ή οικονομικών κινήσεων και συγκεκριμένα, ο πρώτος και ο τρίτος των εναγομένων επιδίδονταν με χρήματα, που αφαίρεσαν από τους τηρούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγουσών εταιρειών και βρίσκονταν στην κατοχή τους λόγω των ανωτέρω ιδιοτήτων τους, ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, στην αγορά των λεπτομερώς περιγραφόμενων στην αγωγή πολυτελών αυτοκινήτων, στις εκτιθέμενες στην αγωγή πληρωμές προς τρίτους για την κάλυψη προσωπικών τους υποχρεώσεων, όπως ενδεικτικά πληρωμές σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, σε εταιρείες διοργάνωσης εκδηλώσεων και ταξιδιωτικά γραφεία για την πραγματοποίηση σωρείας πολυτελών ταξιδιών αναψυχής των ιδίων και οικείων τους προσώπων, την αγορά ιατρικών μηχανημάτων, την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων κ.αλ., υπό τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις, που εκτίθενται στην αγωγή και έτσι τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα ενσωματώνοντας τα στην περιουσία τους και ουδέποτε απέδωσαν στις ενάγουσες, παρά το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν την εξουσία να συνάπτουν από μόνοι τους τέτοιου είδους συμβάσεις για λογαριασμό των εναγουσών εταιρειών, αλλά και του ότι οι εν λόγω δικαιοπραξίες βρίσκονταν εκτός του εταιρικού σκοπού τούτων, διαπράττοντας έτσι το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, όπως επίσης και αυτό της απιστίας, ο μεν τρίτος των εναγομένων, ως φυσικός αυτουργός, ο δε πρώτος τούτων, ως φυσικός αυτουργός, αλλά και άμεσος συνεργός, κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις, ενώ η δεύτερη των εναγομένων, ως άμεσος συνεργός, πράξεις για τις οποίες οι ενάγουσες έχουν προβεί στην υποβολή των από 3.4.2017 και 3.1.2018 μηνύσεων σε βάρος τους ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά και ότι εξαιτίας της εκτιθέμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων προκλήθηκε σ’αυτές ζημία, που ανέρχεται, όσον αφορά την πρώτη εξ αυτών στο ποσό των 610.941 ευρώ, όσον αφορά την δεύτερη, στο ποσό των 377.500 ευρώ, όσον αφορά την τρίτη τούτων, στο ποσό των 111.318,81 ευρώ και όσον αφορά την τέταρτη στο ποσό των 118.869,02 ευρώ, όπως επαρκώς αναλύονται τα επιμέρους ποσά. Με βάση αυτό το ιστορικό οι ενάγουσες ζήτησαν κυρίως, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, στην πρώτη τούτων το ποσό των 610.941 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 377.500 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 111.318,81 ευρώ και στην τέταρτη το ποσό των 118.869,02 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση εκάστου των εναγομένων διάρκειας έως τριών μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων.

Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 2610/2019 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της, προκειμένου να προσκομιστεί έγγραφη νομική πληροφορία από το Ινστιτούτο Διεθνούς Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το δίκαιο της Λιβερίας και των Νήσων Μάρσαλ, για τα ακόλουθα θέματα: 1) εάν σε περίπτωση άσκησης αγωγής από εταιρεία με έδρα τη Λιβερία ή τις Νήσους Μάρσαλ κατά των μελών των διοικητικών της συμβουλίων είναι απαραίτητη για το παραδεκτό αυτής η προηγούμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της και 2) εάν στην ανωτέρω περίπτωση είναι αναγκαίος ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου της (ενάγουσας) εταιρείας, προκειμένου αυτή να προβεί στην άσκηση αγωγής κατά του μέλους του διοικητικού της συμβουλίου. Εν συνεχεία οι ενάγουσες, με την από 29.9.2020 κλήσης τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………../2020, επανέφεραν προς περαιτέρω συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης την αγωγή, προσκομίζοντας την από 27.12.2019 με αριθμό πρωτ. 534 «Νομική Πληροφορία» του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για τα προαναφερόμενα ζητήματα και επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την οριστική υπ’αριθμ.1854/2021 απόφαση του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της (άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», άρθρο 3 ΚΠολΔ) και ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της καταστατικής έδρας των εναγουσών, ως προς το ζήτημα της ικανότητας δικαίου αυτών, της εσωτερικής λειτουργίας και εξουσίας των οργάνων τους, όπως και των σχέσεων των εταίρων μεταξύ τους αλλά και έναντι της εταιρείας,  σύμφωνα δε με το δίκαιο της Λιβερίας, όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα (Νόμος περί εμπορικών εταιριών του 1976, όπως τροποποιήθηκε και περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 5 του Αναθεωρημένου Κώδικα Νόμων της Λιβερίας του 1976) και το δίκαιο των Νήσων Μάρσαλ, όσον αφορά τις λοιπές ενάγουσες (Νόμος περί Εμπορικών Εταιριών του 1990, όπως τροποποιήθηκε και περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 52 του Αναθεωρημένου Κώδικα των Νήσων Μάρσαλ του 2014-νμΝΕΕ), όπως αυτά προκύπτουν από την προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες, υπ’αριθ.πρωτ. 534/27.12.2019 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, για την παραδεκτή άσκηση αγωγής από εταιρεία κατά μέλους του διοικητικού της συμβουλίου, δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση η προηγούμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ή απόφαση της πλειοψηφίας του διοικητικού της συμβουλίου, ούτε και ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου της εταιρείας προκειμένου να προβεί στην άσκηση της αγωγής. Σύμφωνα με τη γενική νομοθετική απαίτηση αμφοτέρων των δικαίων, με την επιφύλαξη των περιορισμών του καταστατικού και του νόμου ως προς την πράξη που εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται, για την οποία απαιτείται εξουσιοδότηση ή έγκριση από τους μετόχους, όλες οι εταιρικές εξουσίες ασκούνται από ή υπό την επίβλεψη και η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι υποθέσεις κάθε εταιρείας διευθύνονται από το εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό τέτοια ζητήματα συχνά ρυθμίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρείας, ο οποίος λ.χ. μπορεί να ορίζει έναν επικεφαλής δικαστικό νομικό αξιωματούχο, ο οποίος έχει εξουσία να ασκεί αγωγή για λογαριασμό της εταιρείας ή να αναθέτει την εξουσία αυτή στον γενικό νομικό σύμβουλο (general counsel) ή σε άλλο δικηγόρο (lawyer) της νομικής υπηρεσίας της εταιρείας ή να θέτει άλλους όρους και προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής.  Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Πολιτείας του Ντέλαγουερ, στην οποία παραπέμπει ρητά η §13 του νμΝΕΕ, αλλά και σύμφωνα με τις αρχές του αγγλοαμερικανικού κοινοδικαίου, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τη λιβεριανή νομοθεσία, γίνεται δεκτό ότι ο πρόεδρος ή οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος της εταιρείας ή πρόσωπο που ενεργεί ως γενικός διευθυντής, έχει συνήθως σιωπηρή εξουσία να προβαίνει σε άσκηση αγωγής από την εταιρεία και στο όνομα της, παρόμοια ωστόσο σιωπηρή εξουσία μπορεί να καταργηθεί ή να αποκλειστεί με διατάξεις του καταστατικού ή του εσωτερικού κανονισμού ή με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν επισκόπησης των εσωτερικών κανονισμών (bylaws) των εναγουσών εταιρειών, από την οποία προέκυψε ότι οι διατάξεις αυτών δεν περιέχουν ειδική πρόβλεψη για το ζήτημα της άσκησης αγωγής από τις εταιρείες κατά μελών του διοικητικού τους συμβουλίου, έκρινε ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, κατόπιν της από 7.9.2018 απόφασης των δύο εκ των τριών διευθυντών των διοικητικών συμβουλίων των εναγουσών εταιρειών, ……… και ………, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με τις νομοθεσίες που διέπουν το ζήτημα αυτό, εφόσον δεν ορίζεται αλλιώς, οι υποθέσεις κάθε εταιρείας διευθύνονται από το εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο, οι εσωτερικοί δε κανονισμοί των εναγουσών ορίζουν ότι η διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων εκάστης εξ αυτών ασκείται από το διοικητικό της συμβούλιο, που αποφασίζει κατά πλειοψηφία των διευθυντών, δεδομένου και ότι η άσκηση της αγωγής εταιρείας κατά μέλους του διοικητικού της συμβουλίου αποτελεί πράξη που δεν συνδέεται με το αξίωμα του προέδρου, ενώ, όπως προεκτέθηκε, για την άσκηση αγωγής εταιρείας κατά μέλους του διοικητικού της συμβουλίου δεν απαιτείται εκ του νόμου της καταστατικής έδρας των εναγουσών εταιρειών προηγούμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των μελών του δ.σ., ούτε και ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου προς άσκηση της αγωγής, λαμβανομένου επιπρόσθετα υπόψη ότι η από 7.9.2018 απόφαση του δ.σ. λήφθηκε κατόπιν της από 4.9.2018 πρόσκλησης εκ μέρους των δύο εκ των μελών των δ.σ. των εναγουσών προς τον τρίτο εναγόμενο – μέλος του δ.σ., …… (υπ’αριθ. ………../5.9.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………), ο οποίος δεν παρέστη κατά την άνω συνεδρίαση του δ.σ., ούτε προσέβαλε τη νομιμότητα της ληφθείσης απόφασης. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε, ως αόριστη την αγωγή : α) κατά το μέρος που ο πρώτος εναγόμενος ενάγεται με την ιδιότητα του άμεσου συνεργού για επί μέρους παράνομες πράξεις οι οποίες αποδίδονται στον τρίτο εναγόμενο, ως φυσικό αυτουργό και β) αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη, ως άμεση συνεργό και αφού έκρινε κατά τα λοιπά, ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, κατ’εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1 και 3, 14 παρ. 1 α, 15, 31, 32 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία από ορισμένες των ιστορούμενων αδικοπρακτικών ενεργειών, αλλά και ως δίκαιο της χώρας με την οποία, όπως από το σύνολο των εκτιθέμενων περιστάσεων προκύπτει, η ένδικη διαφορά εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, αλλά και λόγω σιωπηρού μετακαθορισμού του από τους διαδίκους με την επίκληση του, παρεκτός της επικουρικής βάσης περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, που την έκρινε μη νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρέωσε τον μεν πρώτο εναγόμενο να καταβάλει, ως αποζημίωση, στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των διακοσίων δύο χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ (202.948 €), τον δε τρίτο εναγόμενο να καταβάλει, ως αποζημίωση, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων σαράντα εννέα ευρώ (162.049 €), στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (377.500 €), στην τρίτη ενάγουσα το  ποσό των εκατό χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (100.718,81€) και στην τέταρτη το ποσό των εκατόν δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δύο λεπτών (117.779,02€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι μερικώς ηττηθέντες ενάγουσες και εναγόμενοι, με τις ένδικες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους τους αντίστοιχα, για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή τους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της, αντιστοίχως.

III. Κατά τη διάταξη του άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται : α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η κατά το άρθρο 914 ΑΚ παράνομη συμπεριφορά, που αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, μπορεί να συνίσταται σε υπαίτια πράξη ή παράλειψη από δόλο ή αμέλεια του δράστη κατά την έννοια του 330 ΑΚ. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης υφίσταται, όταν η πράξη αυτή, καθ’ όν χρόνο και υφ’ όρους έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά την ανθρώπινη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την προσγενόμενη ζημία. Η υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία, ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την παρ’ αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, υπό την προϋπόθεση, ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο του γενικού, αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (ΑΠ 2039/2014). Ειδικότερα, αδικοπραξία, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη (άρθρο 375 ΠΚ), όταν δηλαδή ο υπαίτιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ή του το έχουν εμπιστευθεί, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 2258/2014, ΑΠ 28/2010, ΑΠ 1441/2010).  Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική, στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει την γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και την θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 487/2017). Ως εμπίστευση, νοείται η παράδοση ή άφεση της κατοχής του πράγματος σε πρόσωπο που έχει τις προαναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες παρέχουν στον ιδιοκτήτη την προσδοκία ότι η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα αποδοθεί σ’ αυτόν. Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής. Ενώ ως διαχειριστής ξένης περιουσίας νοείται εκείνος που ενεργεί (όχι απλώς υλικές αλλά) νομικές διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του παθόντος, την οποία αντλεί από τον νόμο ή από σύμβαση. Επιπλέον απαιτείται το πράγμα να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ακόμη ως διαχειριστής ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι (de facto) ασκεί διαχείριση.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από το νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιΐκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή (ΑΠ 54/2019).  Περαιτέρω, για το ορισμένο, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 1110/20, ΑΠ 838/2011).

Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 47 του νέου ΠΚ, περί συνέργειας, που κυρώθηκε σύμφωνα με το άρθρο 76 § 6 του ισχύοντος Συντάγματος, εισήχθη στην έννομη τάξη με το άρθρο 1 του Ν. 4619/2019 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» (ΦΕΚ Α 95/11.6.2019, με διόρθωση σφαλμάτων στο ΦΕΚ Α 122/16.7.2019) και με το άρθρο 2 αυτού τέθηκε σε ισχύ από 1ης.7.2019, με την οποία συγχωνεύονται σε ένα άρθρο οι ρυθμίσεις για την απλή και την άμεση συνέργεια του προϊσχύσαντος δικαίου, απειλεί πλέον κατά του συνεργού μειωμένη ποινή, επειδή κρίθηκε ότι το άδικο και η ενοχή αυτού είναι μικρότερης έντασης έναντι εκείνων του φυσικού αυτουργού και, για το λόγο αυτό, είναι επιεικέστερη της προϊσχύουσας του άρθρου 46 § 1 περ. β του προηγούμενου ΠΚ, που τιμωρούσε με την ποινή του αυτουργού όποιον με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης κύριας πράξης και στην εκτέλεση της, αφού ήδη η επιβολή στο συνεργό της ποινής του αυτουργού είναι δυνητική (ΑΠ 166/2021, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 802/2020, ΑΠ 1851/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο νέος ΠΚ διατήρησε το σύστημα της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης του αδίκου της συμπεριφοράς του συμμέτοχου στο έγκλημα από το άδικο της συμπεριφοράς του αυτουργού (άρθρο 48), υπό την έννοια ότι για το αξιόποινο της συνέργειας αρκεί η συμπεριφορά του φυσικού αυτουργού να είναι τελικά άδικη, να συγκροτεί δηλαδή την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή να συνιστά τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως του, χωρίς να ενδιαφέρει αν συντρέχει in concreto λόγος άρσης του καταλογισμού (ΑΠ 1886/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατάργησε όμως τη διάκριση μεταξύ άμεσης και απλής συνέργειας (ΑΠ 126/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το χαρακτηρισμό της μορφής της ποινικής ευθύνης του συμμέτοχου στο έγκλημα πρέπει να διερευνάται αν η συμπεριφορά του στοιχειοθετεί καταρχήν ηθική αυτουργία και, αν όχι, αν συνιστά απλή συνέργεια, ενώ η άμεση συνέργεια καταφάσκεται μόνον αν δε συντρέχει τέτοια περίπτωση (Γ. Μπουρμάς, σε Α. Χαραλαμπάκη Ο Νέος Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4619/2019, τόμος πρώτος, 2020, άρθρο 47, αρ. 14, σελ. 540). Ως συνδρομή, κατά την έννοια του άρθρου 47 εδαφ. α του νέου ΠΚ, θεωρείται οποιαδήποτε πράξη συνδρομής υλικής ή ψυχικής, θετική ή αποθετική (παράλειψη), που παρέχεται στον αυτουργό της κύριας πράξης πριν από την τέλεση της ή κατά την τέλεση της, εφόσον εκείνος μεν που την παρέχει, με θετική ή αρνητική μορφή, ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τη φυσική αυτουργία (ΑΠ 714/2020, ΑΠ 1759/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ εκείνος που τη δέχεται ενισχύεται ή διευκολύνεται στην τέλεση της πράξης που επιχειρεί (ΑΠ 28/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 878/1993, ΠΧ 1993/675). Η πράξη της συνδρομής δεν αποτελεί τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης της κύριας πράξης, αφού τότε θα συνιστούσε αντικειμενικά συναυτουργία (άρθρο 45 ΠΚ), αλλά ενέργεια που συμβάλλει αντικειμενικά στην τέλεση της καθιστώντας αυτήν δυνατή. Ο συνεργός μπορεί να συντρέχει τον αυτουργό ακόμα και παραλείποντας κάποια ενέργεια, με την οποία το εγκληματικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να αποτραπεί (αποθετική συνέργεια) αν στην ενέργεια αυτή είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση (άρθρο 15 ΠΚ) να προβεί (ΣυμβΑΠ 709/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΑΠ 471/2008 ΠΛογ 2008/338). Όταν όμως η παράλειψη έπεται άλλης ενέργειας, διευκολυντικής ή επιβοηθητικής του αυτουργού, υπερισχύει η θετική συμπεριφορά και στοιχειοθετείται θετική και όχι αποθετική συνέργεια (Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, Θεωρία για το Έγκλημα, 2006, § 12, σελ. 242, Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Ι. Το Έγκλημα, 2010, σελ. 319). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο με θετική ενέργεια συντρέξας τον αυτουργό δεν είναι αξιόποινος, αν στη συνέχεια παραλείψει την αποκάλυψη του εγκλήματος, βοηθώντας έτσι το δράστη και μετά την τέλεση της πράξης του, αφού κατ’ ουσίαν πρόκειται για ατιμώρητη αυτοϋπόθαλψη (Δ. Βαρελάς, Η απλή συνέργεια [47 ΠΚ], σε ΝοΒ 1989/205 επομ. [211]). Εξάλλου, η συνδρομή είναι υλική όταν διευκολύνει τον αυτουργό στην υπέρβαση υλικών εμποδίων και ψυχική όταν τον ενισχύει στην υπέρβαση ψυχικών δυσχερειών (δισταγμοί, αναστολές, τύψεις κλπ). Έτσι, ψυχική συνδρομή αποτελεί και η ενίσχυση της ειλημμένης απόφασης του αυτουργού να τελέσει το έγκλημα και η ενθάρρυνση του με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα και με την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος είτε με την εξάλειψη των ιχνών του είτε με την μη αποκάλυψη του (ΑΠ 469/2018, ΑΠ 1417/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Α. Χαραλαμπάκη, Η ψυχική συνέργεια – Οριακό σημείο του αξιοποίνου, σε ΠΧ 2008/673 επομ.). Βέβαια, η ψυχική συνδρομή μόνον ως απλή συνέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί, ακόμα και αν παρέχεται κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της αυτουργικής πράξης (ΑΠ 1452/1984, ΠΧ 1985/461, Α. Δημάκης, ο.π., άρθρο 47, αρ. 19, σελ. 112). Περαιτέρω, για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της κύριας πράξης,  ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε την τέλεση της (ΑΠ 1308/2020 Αρμ. 2021/1221, ΑΠ 93/2020 Αρμ. 2020/1720). Ως εκ τούτου για την κατάφαση του αιτιώδους συνδέσμου κρίσιμο είναι το αν ο δράστης διευκολύνθηκε κατ’ αποτέλεσμα ή ενισχύθηκε στη διάπραξη του εγκλήματος, οπότε η συμμετοχική πράξη καθίσταται αξιόποινη επειδή ακριβώς αξιοποιήθηκε τελικά στην κύρια άδικη πράξη. Για το λόγο αυτό δεν έχει σημασία (ούτε ερευνάται) αν ο δράστης θα μπορούσε και χωρίς τη βοήθεια του συνεργού να τελέσει το έγκλημα όπως το τέλεσε, αφού αυτό αποτελεί υποθετική κρίση αδιάφορη για την αιτιώδη συνάφεια (Ν. Μπιτζιλέκης, ο.π., σελ. 109 επομ., ο ίδιος, Η άμεση συνέργεια: μεταξύ συναυτουργίας και απλής συνέργειας, σε Υπερ. 1997/261 επομ. [272], Α.Δημάκης, ο.π., αρ. 5, σελ. 110, Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, ΙΙ. Απόπειρα και Συμμετοχή, § 34, σελ. 235, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία – Εφαρμογή, 2020, άρθρο 47, αρ. 13, σελ. 204). Εξάλλου, στην έννοια της άμεσης συνέργειας εμπίπτουν πλέον, κατά το άρθρο 47 εδαφ. β του νέου ΠΚ, μόνον εκείνες οι πράξεις συνδρομής που τελούνται κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της κύριας πράξης και προσεγγίζουν εγγύτατα την αυτουργική τέλεση του εγκλήματος (ΑΠ 568/2020, Αρμ. 2020/1913, ΑΠ 718/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1246/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά του άμεσου συνεργού απειλείται δυνητικά η ποινή του φυσικού αυτουργού όταν ο πρώτος θέτει το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του δεύτερου, όταν δηλαδή εκθέτει το έννομο αγαθό στην προσβολή του φυσικού αυτουργού και το καθιστά ευάλωτο. Η σημασία της συμβολής του (άμεσου) συνεργού στην προσβολή συγκεκριμένου εννόμου αγαθού εξαρτάται από τη φύση του αγαθού αυτού και από την ιδιομορφία της εκάστοτε αξιόποινης πράξης. Πάντως, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, η βαρύτητα και η ποινική απαξία της συμμετοχικής πράξης είναι ελαττωμένη, όταν το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ήταν εκτεθειμένο στην εγκληματική προαίρεση του φυσικού αυτουργού ήδη πριν την παρεμβολή του συνεργού, η συμμετοχή του οποίου εξαντλήθηκε σε δευτερεύουσας σημασίας πράξεις, με τις οποίες απλώς ενδυναμώθηκε η εγκληματική απόφαση του αυτουργού, βελτιώθηκε η επιθετική θέση του απέναντι στο έννομο αγαθό και επετεύχθη έτσι ευχερέστερα το εγκληματικό αποτέλεσμα. Τέλος, η διαφοροποίηση του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας (ΟλΑΠ 2/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, επομένως, η μορφή συμμετοχής μπορεί να παραλλάξει από άμεση σε απλή συνέργεια (ΑΠ 1166/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για τη νομική της θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση. Ειδικότερα, είναι πλήρως ορισμένη, διότι εκτίθενται αναλυτικά με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση της επί των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και υφίσταται ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 216 ΚΠολΔ, καθόσον περιγράφεται λεπτομερώς η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων φυσικών προσώπων, η οποία συνίσταται στην παραβίαση με πρόθεση των υποχρεώσεων τους επιμελούς διοίκησης και διαχείρισης των υποθέσεων των εναγουσών εταιρειών με τις αναφερόμενες ιδιότητες τους και τις διευθυντικές θέσεις, που κατείχαν σ’αυτές αντίστοιχα και την διάπραξη σε βάρος τους των εκτιθέμενων αναλυτικά ζημιογόνων διαχειριστικών πράξεων, που στοιχειοθετούν και το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα, τελέστηκε από τους εναγομένους συμμετοχικά, υπό τις συνθήκες και περιστάσεις που ειδικότερα περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και υποδηλώνουν τον βαθμό συμμετοχής ενός εκάστου των εναγομένων στις μερικότερες πράξεις, ως αυτουργού ή ως άμεσου ή απλού συνεργού, η συγκεκριμενοποίηση άλλωστε της συμμετοχικής δράσης καθενός, είναι επιτρεπτή με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία. Περαιτέρω, γίνεται αναλυτικός προσδιορισμός της θετικής ζημίας, που υπέστη καθεμία ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, εξαιτίας της εκτιθέμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, με παράθεση και εξειδίκευση, κατά τα θεμελιωτικά τους στοιχεία, όλων των επιμέρους κονδυλίων, που αφαιρέθηκαν από τους λογαριασμούς εκάστης και έγιναν αντικείμενο ιδιοποίησης από τους εναγομένους,  καθώς επίσης αναφέρονται τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων και της ζημίας, που επήλθε στις ενάγουσες και θεμελιώνουν την εις ολόκληρον ευθύνη τους για το αξιούμενο από έκαστη ποσό αποζημίωσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε την αγωγή, ως αόριστη: α) κατά το μέρος που ο πρώτος εναγόμενος ενάγεται με την ιδιότητα του άμεσου συνεργού για επί μέρους παράνομες πράξεις οι οποίες αποδίδονται στον τρίτο εναγόμενο, ως φυσικό αυτουργό και β)κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, ως άμεσης συνεργού, καθώς, σύμφωνα με την εκκαλουμένη, ιστορείται μεν ότι και αυτή συνέδραμε τους συνεναγομένους της, αδελφό και πατέρα της, στην τέλεση όλων των επιμέρους επίδικων αξιόποινων πράξεων, με την ιδιότητα της, ως οικονομική διευθύντρια και διευθύντρια πληρωμάτων της πρώτης των εναγουσών, πλην όμως δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία να θεμελιώνεται η συνδρομή τους, δεδομένου ότι ο πρώτος και τρίτος των εναγομένων, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή ιδιότητες τους στις ενάγουσες εταιρείες, είχαν τη δυνατότητα εκμεταλλευόμενοι τις εξουσίες τους, να προβαίνουν στις εν λόγω ενέργειες χωρίς τη σύμπραξη άλλου προσώπου, κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του πραγματικού των ρηθέντων εφαρμοστέων διατάξεων, δέχθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, ενώ συντρέχουν, αποφαινόμενο ότι η αγωγή, κατά τα ως άνω μέρη, που αφορούν την αποδιδόμενη στον πρώτο και στην δεύτερη των εναγομένων συνέργεια, κατά την τέλεση των επικαλούμενων μερικότερων άδικων πράξεων από τον αυτουργό, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά περιστατικά συνδρομής εκάστου σε κάθε περίσταση ξεχωριστά, πάσχει αοριστίας, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι δεν στοιχειοθετείται συνέργεια όταν ο δράστης θα μπορούσε και χωρίς τη βοήθεια του συνεργού να τελέσει το έγκλημα, που όμως δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, αλλά κρίσιμο για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού είναι να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της κύριας πράξης,  ο οποίος υπάρχει, όταν χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, για την κατάφαση δε του αιτιώδους συνδέσμου, κρίσιμο είναι το αν ο δράστης διευκολύνθηκε κατ’ αποτέλεσμα ή ενισχύθηκε στη διάπραξη του εγκλήματος, οπότε η συμμετοχική πράξη καθίσταται παράνομη και αξιόποινη, επειδή ακριβώς αξιοποιήθηκε τελικά στην κύρια άδικη πράξη. Τέτοια στοιχεία αναφορικά με την παράνομη συμμετοχική δράση τόσο του πρώτου εναγομένου, εκτός από εκείνα συναυτουργίας με τον τρίτο, όσο και της δεύτερης των εναγομένων, εκτίθενται στην αγωγή, ο δε ορθός χαρακτηρισμός της συμμετοχής εκάστου τούτων εναπόκειται στο Δικαστήριο, το οποίο για να κρίνει το ορισμένο της αδικοπρακτικής αξίωσης στηρίζεται στην επίκληση των απαιτούμενων κατά νόμο στοιχείων, που συνιστούν την παράνομη συμπεριφορά και δεν δεσμεύεται από τους χαρακτηρισμούς των διαδίκων, άλλωστε η διαφοροποίηση του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα, δεν αναιρεί το παράνομο της συμπεριφοράς, μπορεί δε να παραλλάξει από άμεση σε απλή συνέργεια και τούτο θα προκύψει κατά την αποδεικτική διαδικασία, αφού προηγουμένως ερευνηθεί αν η συμπεριφορά εκάστου στοιχειοθετεί άμεση ή απλή συνέργεια ή άλλη μορφή συμμετοχής, το αποδεικτικό όμως πόρισμα και τα επιχειρήματα, που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν άπτονται του ορισμένου της αγωγής. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή κατά το κρινόμενο μέρος, ως απαράδεκτη, ένεκα αοριστίας και συλλήβδην όσον αφορά την δεύτερη εναγομένη, έσφαλε απαιτώντας περισσότερα στοιχεία από τα κατά νόμο απαιτούμενα, στερώντας έτσι την απόφαση του νομίμου βάσεως και κηρύσσοντας παρά το νόμο απαράδεκτο, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγουσών, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια αυτή, ως ουσιαστικά βασίμου.

IV. Από τις υπ’ αριθ. …/14.9.2018 και …./14.09.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……. και ……….., που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγουσών, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. ………., ……. και ……./11.9.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………) και τις υπ’ αριθ. ……. και ……../17.9.2018 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ……. και ………, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……….., που δόθηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγουσών, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’ αριθ. 16-Δ/11.9.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών  …………), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’επικλήσεως, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, συμπεριλαμβανομένων των προσκομιζομένων, με επίκληση, από τις ενάγουσες, εκτυπώσεων κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, που δεν φέρουν μεν βεβαίωση γνησιότητας εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση, ούτε βεβαίωση της ακρίβειας αυτών από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, πλην όμως λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται ελεύθερα, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ, απορριπτομένων των αντίθετων αιτιάσεων που διαλαμβάνονται στον έβδομο λόγο της έφεσης των εναγομένων, ως αβασίμων, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), είτε στην συνταχθείσα αγγλική γλώσσα χωρίς νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, τα οποία ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ (ΕφΠ 256/2014 δημ.ΤΝΠ NOMOS), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: H πρώτη ενάγουσα, ήδη εγκαλούσα εταιρία «…………» έχει συσταθεί κατά το λιβεριανό δίκαιο και κατά το καταστατικό της εδρεύει στη ………., έχει όμως εγκαταστήσει σύμφωνα με το νόμο και διατηρεί γραφείο – υποκατάστημα στην Ελλάδα, το οποίο από την ίδρυση του το έτος 1995 και μέχρι σήμερα δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της διαχείρισης, εκμετάλλευσης, ναύλωσης, διακανονισμού αβαριών, μεσιτείας αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή αβαριών πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, ολικής χωρητικότητας άνω των πεντακοσίων [500] κόρων, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και της αντιπροσώπευσης πλοιοκτητριών εταιριών και επιχειρήσεων με το ίδιο αντικείμενο εργασιών, τυγχάνει δε αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια των λοιπών εναγουσών, ήδη εκκαλουσών εταιρειών με τις επωνυμίες «……….», «………..» και «……….» αντίστοιχα, που εδρεύουν στις …………, διέπονται από το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας και αποτελούν πλοιοκτήτριες εταιρίες κοινών συμφερόντων με την πρώτη εγκαλούσα, αφού και αυτές συνεστήθησαν από τους ιδρυτές εκείνης, κατά τον χρόνο δε συζήτησης της αγωγής είχε υπό τη διαχείριση της μόνον το πλοίο «…..», πλοιοκτησίας της μη διαδίκου, αλλά ιδίων μετοχικών συμφερόντων, εταιρείας «……….», το οποίο από το έτος 2015 είναι χρονοναυλωμένο στην Κούβα. Αρχικοί μέτοχοι της πρώτης ενάγουσας – εκκαλούσας ήταν ο τρίτος των εναγομένων, …………, κατά ποσοστό 33%, ο ………. κατά ποσοστό 33% και ο ……….. κατά ποσοστό 34%, οι οποίοι μετείχαν και στο κεφάλαιο των λοιπών εναγουσών, που ιδρύθηκαν στις 9.2.2007, στις 24.7.2007 και στις 3.7.2006 αντίστοιχα, κατά τα ίδια μάλιστα ποσοστά στην «………..» και στην «………..», ενώ στην «……….» τα ποσοστά των …….. και ……… είχαν αντιστραφεί. Στις 9.8.2016 ο τρίτος εναγόμενος μεταβίβασε προς τα τέκνα του, πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, μέρος των μετοχών του στην πρώτη ενάγουσα, με αποτέλεσμα να μετέχουν σε αυτήν πλέον ο πρώτος σε ποσοστό 10%, η δεύτερη σε ποσοστό 17% και ο τρίτος σε ποσοστό 6%, οι δε ……….. και …………. κατά τα προαναφερόμενα  ποσοστά.

Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, οπότε η πρώτη ενάγουσα ασκούσε τη διαχείριση των λοιπών, τη διοίκηση και εκπροσώπηση καθεμίας από αυτές ασκούσε το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο αποφάσιζε κατά πλειοψηφία και στο οποίο μετείχαν οι τρεις ως άνω ιδρυτές και μέτοχοι τους, με τις ιδιότητες ο μεν τρίτος εναγόμενος, ………., του προέδρου, οι δε …….. και ………. του αντιπροέδρου και του γραμματέα – ταμία αντίστοιχα, ενώ στο διοικητικό συμβούλιο της πρώτης ενάγουσας μετείχαν, ο τρίτος των εναγομένων, ….., ως πρόεδρος, ο υιός του, πρώτος των εναγομένων, …………, ως γραμματέας και ο …….. (κατόπιν παραίτησης του ……… στις 27.5.2002) ως ταμίας. Επίσης, ο πρώτος των εναγομένων είχε οριστεί ως νόμιμος εκπρόσωπος του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της πρώτης ενάγουσας – εκκαλούσας. Ειδικότερα, κατά τον εσωτερικό κανονισμό της πρώτης ενάγουσας «…………» τα ως άνω μέλη  του τριμελούς διοικητικού της συμβουλίου (…….,   …………και …….), είχαν την ιδιότητα των διευθυντών της και αρμοδιότητα διαχείρισης των θεμάτων, των υποθέσεων και της περιουσίας της (άρθρο ΙΙΙ § 1), αποφάσιζαν δε κατά πλειοψηφία (άρθρο ΙΙΙ § 9 εδαφ. α), χωρίς κανείς από αυτούς να έχει εξουσία δέσμευσης της εταιρίας με μόνη την υπογραφή του. Το διοικητικό συμβούλιο εξέλεγε τον πρόεδρο, τον γραμματέα – ταμία και έναν ακόμα «αξιωματούχο», που ασκούσε εξουσίες και εκτελούσε καθήκοντα που του απένεμε το διοικητικό συμβούλιο ή ο πρόεδρος του (άρθρο V § 5), ενώ ειδικά γι’ αυτόν τον τελευταίο το ίδιο εταιρικό καταστατικό όριζε ότι «…θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνδέονται συνήθως με το αξίωμα του Προέδρου, εκτός αν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο…». Παράλληλα, ως προς τις αρμοδιότητες του ταμία ορίστηκε ότι «…θα έχει τη γενική επίβλεψη επί της φροντίδας και επιμέλειας των κεφαλαίων, των κινητών αξιών και κάθε άλλου τιμαλφούς της εταιρίας και θα τα καταθέτει … στο όνομα της εταιρίας … θα εκταμιεύει τα κεφάλαια της εταιρίας …, θα έχει την επίβλεψη επί όλων των λογαριασμών, όλων των αποδείξεων και εξόδων της εταιρίας, θα αποδίδει … οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας …». Αντίστοιχες εξουσίες και ταυτόσημα καθήκοντα είχε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο ταμίας καθεμιάς από τις λοιπές εγκαλούσες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου V §§ 2 και 4 του πανομοιότυπου εσωτερικού κανονισμού εκάστης, σε καθεμία από τις οποίες πρόεδρος ήταν ο ………….. και ταμίας ο ………. Αμφότεροι αυτοί, όπως και ο έτερος μέτοχος, ………., ήταν απόφοιτοι της Σχολής Μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού. Ο πρώτος εναγόμενος, ………., γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου της «..…» και νόμιμος εκπρόσωπος του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της, ήταν κάτοχος πτυχίου ναυτιλιακών σπουδών από αλλοδαπό πανεπιστήμιο και από το έτος 1995 υπεύθυνος του τμήματος επιχειρήσεων και ναυλώσεων της πρώτης ενάγουσας, ενώ η δεύτερη εναγομένη αδελφή του, ………, ήταν πτυχιούχος του Πανεπιστημίου Πειραιώς με αντικείμενο σπουδών τα ναυτιλιακά οικονομικά και τη διοίκηση ναυτιλιακών επιχειρήσεων, απασχολήθηκε δε εργασιακά στην πρώτη ενάγουσα (………) από το έτος 1996 μέχρι και την 5η.7.2016, οπότε με ηλεκτρονικό μήνυμά της δήλωσε την παραίτηση της από τη θέση της «ως υπαλλήλου» της πρώτης εγκαλούσας διαμαρτυρόμενη για τις κακόβουλες μεθοδεύσεις των …….. και …….., στους οποίους απέδωσε ότι για να καταδολιεύσουν τα συμφέροντα της οικογένειας της «…με βαφτίσατε διαχειρίστρια της εταιρίας…». Πέραν της μη αμφισβητούμενης από αυτήν ιδιότητας της, ως διευθύντριας πληρωμάτων (crew manager), η εναγομένη ………. από το έτος 2005 είχε και την ιδιότητα της οικονομικής διευθύντριας (financial manager) της ίδιας εταιρίας. Τούτο προκύπτει α] από την εκτύπωση σχετικής ανάρτησης στην ιστοσελίδα της πρώτης εγκαλούσας στο διαδίκτυο, η οποία δημιουργήθηκε το έτος 2009, β] από το γεγονός ότι με την ιδιότητα της οικονομικής διευθύντριας ήταν γνωστή στους τρίτους (από 8.10.2015 ηλεκτρονικό μήνυμα της εταιρίας «………..»), γ] από το γεγονός της διεξαγωγής από αυτήν διαπραγματεύσεων για λογαριασμό της ……….. με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..», επικειμένης συνάψεως σύμβασης με αυτήν για την παροχή υπηρεσιών χρηματοοικονομικού συμβούλου για την εκπόνηση επιχειρηματικού σχεδίου αξιολόγησης επένδυσης αγοράς ενός δεξαμενόπλοιου με στόχο την άντληση νέας τραπεζικής χρηματοδότησης και δ] από το γεγονός της εξουσιοδοτήσεως της από την πρώτη ενάγουσα να λαμβάνει τους προσωπικούς κωδικούς ΡΙΝ για τη διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών της στην τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………..» και για την πραγματοποίηση μέσω αυτών ηλεκτρονικών συναλλαγών και πληρωμών των εταιρικών υποχρεώσεων, δηλαδή από γεγονότα που υποδηλώνουν θέση ευθύνης και διευθυντική εξουσία της εν λόγω κατηγορουμένης επί οικονομικών θεμάτων της εταιρίας «………» και όχι καθήκοντα απλής υπαλλήλου γραφείου, όπως η ίδια επικαλείται, χωρίς το συμπέρασμα αυτό να αναιρείται ούτε από την αναγραφή της με αυτήν την ιδιότητα («υπάλληλος γραφείου») στην από 15.1.1996 αναγγελία πρόσληψης της στην πρώτη εγκαλούσα, στην από 6.7.2016 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης μισθωτού, στους πίνακες προσωπικού της ίδιας εταιρίας ή στις βεβαιώσεις των αποδοχών της για την εργασία που παρείχε σ’ αυτήν, όπου μνημονεύεται με την ίδια ιδιότητα, ούτε από το γεγονός ότι με την υπ’ αριθμ.79/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επί αιτήσεως της πρώτης ενάγουσας και αναγνώρισε προσωρινά την τελευταία ως κάτοχο ενός γραφείου/δωματίου του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας κειμένης επί οικοπέδου στη ……, όπου η εν Ελλάδι εγκατάσταση της και υποχρέωσε την …………… σε προσωρινή απόδοση του, έγινε δεκτό ότι η τότε καθ’ ης παρείχε στην αιτούσα την εργασία της «ως υπάλληλος υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης», αφού, αφενός, στους πίνακες προσωπικού της «………» για το χρονικό διάστημα από 1996 έως 2016 αλλά και στην από 4.4.1995 αναγγελία πρόσληψης του, όπως και στην από 11.6.2018 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με την ίδια ειδικότητα («υπάλληλος γραφείου») αναφέρεται και ο ………….., μολονότι αυτός ήταν μέλος του διοικητικού της συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος του γραφείου της στην Ελλάδα και, αφετέρου, οι παραδοχές της ειρηνοδικειακής απόφασης δεν επεκτάθηκαν στα ειδικότερα καθήκοντα και στη διευθυντική θέση της ………., αφού αυτά τελούσαν εκτός του αντικειμένου της ενώπιον του εκείνης δίκης.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι …… και ……… προκάλεσαν τη σύγκληση γενικής συνέλευσης των μετόχων της πρώτης ενάγουσας, στις 3.3.2016, κατά την οποία αποφασίστηκε η ανάθεση σε εξωτερικό ανεξάρτητο λογιστή του διαχειριστικού ελέγχου της εταιρείας για τις χρήσεις 2010, 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, για τον λόγο ότι, κατά τα αναγραφόμενα στο σχετικό πρακτικό της γ.σ., το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας δεν είχε παρουσιάσει έως τότε στους μετόχους κανέναν απολογισμό, καμία κατάσταση αποτελεσμάτων ή οικονομικών καταστάσεων, ούτε απέδιδε λογαριασμό για το ταμείο μετρητών της εταιρείας, επιπλέον δε αποφασίστηκε η αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας της εταιρείας με σκοπό να υπάρχει πλήρης και καθημερινή ενημέρωση των μετόχων και τέθηκε ως όρος, για μικρά και μεγάλα θέματα και κυρίως για ασφάλιση πλοίων, αγοραπωλησίες πλοίων, ανανέωση ή νέα ναύλωση, «claims», τροποποίηση υπαρχουσών συμφωνιών, δανειακές συμβάσεις κλπ, καθώς και για τη διαχείριση του ταμείου μετρητών, η υπογραφή δύο εκ των τριών μετόχων, όπως είχε ήδη αποφασιστεί για τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τους λογαριασμούς των δανείων λίγο  πριν τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης. Τέλος αποφασίστηκε «για λόγους ισορροπίας και δικαιοσύνης» να συμμετέχει στο δ.σ. της εταιρείας ο εκ των ιδρυτών της ……………, σε αντικατάσταση του πρώτου εναγομένου. Το ως άνω πρακτικό της γ.σ. της πρώτης ενάγουσας υπογράφηκε και από τους τρεις μετόχους-διευθυντές αυτής, ήτοι και από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος με την από 8.6.2016 ηλεκτρονική επιστολή του προς τους συνεταίρους του, ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το εν λόγω πρακτικό δια περιφοράς, χωρίς να γίνει συζήτηση επ’ αυτού και χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο του, ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος ωστόσο δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, καθώς κατά τον χρόνο εκείνον είχαν αρχίσει ήδη να δρομολογούνται αλλαγές ως προς τον τρόπο διοίκησης της πρώτης ενάγουσας και να λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις στο πλαίσιο αυτό, αφού είχε ήδη αποφασιστεί η κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών με την υπογραφή δύο, αντί του ενός έως τότε, μετόχων, ώστε να μη δικαιολογείται υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις η προσυπογραφή της ως άνω απόφασης της γ.σ. από τον εναγόμενο εν αγνοία του περιεχομένου της, ούτε αποδεικνύεται ότι δεν γνώριζε τί αφορούσε το εν λόγω πρακτικό, άλλωστε και ο ίδιος παραδέχεται ότι τότε δεν είχε υποψιασθεί τί θα επακολουθούσε, τούτο όμως δεν σημαίνει άγνοια εκ μέρους του, του περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου, μήτε παραπλάνηση του, ως αβασίμως υποστηρίζει, μήτε ταίριαζε με τον χαρακτήρα του να ενεργεί απερίσκεπτα και χωρίς να’χει επίγνωση πού θέτει την υπογραφή του, ούτε προκύπτει ότι έπεσε θύμα πλάνης και δη από τους συνεταίρους του, που ο ίδιος παραπλανούσε τόσο καιρό, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη τους, άλλωστε η υπογραφή του εν λόγω πρακτικού εκ μέρους του δεν σήμαινε κατάφαση κακοδιαχείρισης, ούτε ήθελε να κινήσει υποψίες αρνούμενος να υπογράψει. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ότι δεν υπήρχε άγνοια του περιεχομένου του επίμαχου πρακτικού κατά την υπογραφή του από τον τρίτο εναγόμενο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου, μετά συμπλήρωσης και αντικατάστασης της σχετικής αιτιολογίας της εκκαλουμένης από την παρούσα (534ΚΠολΔ), του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, που υποστηρίζει τα αντίθετα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης των μετόχων της πρώτης ενάγουσας, κατά τη συγκρότηση του διοικητικού της συμβουλίου σε σώμα, στις 9.3.2016, εξελέγη, στη θέση του τρίτου εναγομένου, ως προέδρου, ο ……., στη θέση του πρώτου εναγομένου, …….., ως γραμματέα, ο ………, ο οποίος ασχολούνταν ανέκαθεν κυρίως με την επιχείρηση μηχανουργείου «……….», που έχει την ίδια τριμελή μετοχική σύνθεση και δεν μετείχε, έως το 2016, στο δ.σ. της πρώτης ενάγουσας, ενώ ο τρίτος εναγόμενος μετείχε πλέον στο δ.σ. με την ιδιότητα του ταμία. Επίσης, αποδείχθηκε, ότι στις 23.5.2016 το νέο δ.σ. της πρώτης ενάγουσας αποφάσισε την αντικατάσταση του πρώτου εναγομένου από τη θέση του νομίμου εκπροσώπου του υποκαταστήματος αυτής στην Ελλάδα και τον διορισμό στη θέση αυτή των ………. και ………., ενεργουσών από κοινού ή έκαστη χωριστά. Κατόπιν των ανωτέρω αλλαγών στη διοίκηση της πρώτης ενάγουσας, η δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα του τρίτου, η οποία είχε την ιδιότητα, όπως προεκτέθηκε, της οικονομικής διευθύντριας και διευθύντριας προσωπικού στην εταιρεία, ενώ εμφαίνονταν να απασχολείται σε αυτή με σύμβαση εργασίας, ως υπάλληλος, προέβη στην από 5.7.2016, οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία της, ενώ σε εκτέλεση της υπ’αριθ. 79/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί αιτήσεως της πρώτης ενάγουσας, αναγνωρίστηκε η πρώτη ενάγουσα ως προσωρινή νομέας του γραφείου – δωματίου της εταιρείας, που εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί και μετά την παραίτηση της η δεύτερη εναγομένη αρνούμενη να το αποδώσει και διατάχθηκε η εκ του χώρου αυτού αποβολή της τελευταίας.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι κατά τη συνεδρίαση του δ.σ. της πρώτης ενάγουσας της 22.4.2016, ανατέθηκε, κατόπιν πρότασης του ………, με ομόφωνη απόφαση, η διεύθυνση του λογιστηρίου της εταιρείας στον ……., λογιστή Α΄ τάξης, ενώ στις 25.4.2016, έγινε παράδοση σε αυτόν του λογιστηρίου από τον …….., ο οποίος παρείχε έως τότε λογιστικές υπηρεσίες στην πρώτη ενάγουσα, συντασσομένου του από 25.4.2016, πρωτόκολλου παράδοσης λογιστηρίου υπογεγραμμένο μόνον από τον παραλαβόντα, ………… και όχι και από τον παραδίδοντα, …………., με το επισυναπτόμενο ενοποιημένο ισοζύγιο της 31.12.2014, όπως αυτό προέκυπτε από το λογιστήριο κατά την ημέρα της παράδοσης, υπό την αίρεση ελέγχου του ισοζυγίου από τον παραλαβόντα λογιστή και πιστοποίησης ότι αποτυπώνει το ηλεκτρονικά τηρούμενο λογιστήριο, που όμως δεν πληρώθηκε. Ωστόσο, παρεκτός του ισοζυγίου, ουδέν άλλο λογιστικό έγγραφο και οικονομικό στοιχείο παραδόθηκε στον νέο λογιστή της εταιρείας, ούτε  έλαβε χώρα ενημέρωση προς αυτόν για τις προηγούμενες λογιστικές χρήσεις, ενώ τέτοια ενημέρωση δεν έγινε ούτε προς τις νέες εκπροσώπους του γραφείου της πρώτης ενάγουσας που διορίστηκαν στις 23.5.2016. Ενόψει του ως άνω κλίματος έλλειψης συνεργασίας και λόγω της μη παροχής των απαραίτητων λογιστικών εγγράφων και στοιχείων, ο ………, με την από 15.5.2016 ηλεκτρονική επιστολή του προς τον ……., δήλωσε ότι, για προσωπικούς λόγους, δεν αποδέχεται την πρόταση διεύθυνσης του λογιστηρίου της πρώτης ενάγουσας και ότι παραμένει στη διάθεση του τελευταίου για οποιαδήποτε βοήθεια ή συμβουλή σε φιλικό επίπεδο. Τον Μάιο του 2016 απομακρύνθηκε από την πρώτη ενάγουσα και η λογίστρια ……… και στις 25.5.2016 προσλήφθηκε ο ………., ως βοηθός λογιστή, ενώ από τα μέσα του 2017 παρείχε τις υπηρεσίες του, ως λογιστής, ο …………  Προσέτι δε, μετά τις ανωτέρω αλλαγές στη διοίκηση της πρώτης ενάγουσας, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε φυσικό, ούτε ηλεκτρονικό αρχείο του λογιστηρίου της για τις προ του 2014 χρήσεις, αφού ήταν καταχωρημένες μόνο οι χρήσεις των ετών 2014, 2015 και 2016. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι για την εξαφάνιση του αρχείου των ως άνω χρήσεων ευθύνονται οι νέοι εκπρόσωποι της πρώτης ενάγουσας, έχουν δε μάλιστα προβεί -η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων αντίστοιχα- στην υποβολή των με ΑΒΜ …….. και …… μηνύσεων προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, κατά του . ……… και ………, αντίστοιχα, καθώς και κατά παντός υπευθύνου, για τα αδικήματα της απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή, πλαστογραφίας και απιστίας, σε βαθμό κακουργήματος κατά του πρώτου, υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι αυτός προέβη σε αλλοίωση των οικονομικών καταστάσεων και στοιχείων της εταιρείας διαγράφοντας καταχωρημένες εγγραφές ή δημιουργώντας νέες, πλαστές εγγραφές και της υπεξαγωγής εγγράφων κατά του δεύτερου, υποστηρίζοντας ειδικότερα ως προς αυτόν ότι εξαφάνισε από το λογιστήριο της πρώτης ενάγουσας τον φάκελο που περιείχε τις πρωτότυπες βεβαιώσεις λήψης μερισμάτων των εταιρικών χρήσεων 1994-2015. Με την υπ’αριθμ…../2021 Διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιά, που έχει καταστεί αμετάκλητη, τέθηκε στο αρχείο, ως αβάσιμη, η μήνυση της δεύτερης των εναγομένων κατά του βοηθού λογιστή της πρώτης ενάγουσας, ………. για τις ανωτέρω πράξεις, ως αυτουργού και κατά των νέων εκπροσώπων του εν Ελλάδι γραφείου αυτής, ……….. και ………, ως ηθικών αυτουργών, ενώ με την υπ’αριθμ.1965/2022 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελιοδικείου Πειραιά, ο ……. αθωώθηκε για την αποδιδόμενη κατηγορία της υπεξαγωγής εγγράφων στις 16.6.2016 από το λογιστήριο της πρώτης ενάγουσας, με την ως άνω από 17.7.2016 μήνυση του τρίτου εναγομένου, ήτοι δύο μήνες από την επικαλούμενη στις 25.4.2016 παράδοση από τον λογιστή της πρώτης ενάγουσας, ………. και παραλαβή του λογιστηρίου από τον ……….,  γεγονός που επιρρωνύει τον ισχυρισμό των εναγουσών ότι εκτός του ενοποιημένου ισοζυγίου της 31.12.2014, ουδόλως παραδόθηκαν συγκεκριμένα λογιστικά έγγραφα και άλλα οικονομικά στοιχεία της πρώτης ενάγουσας, ούτε σε έντυπη, μήτε σε ηλεκτρονική μορφή, αλλιώς δεν θα κατηγορούνταν για δήθεν υπεξαγωγή, στην περίπτωση που αυτά του είχαν παραδοθεί και βρίσκονταν νόμιμα στα χέρια του, ούτε βέβαια είχε έννομο συμφέρον να αποκρύψει παραστατικά στοιχεία της εταιρείας, ενώ διενεργούνταν διαχειριστικός έλεγχος ακριβώς για την διαπίστωση οικονομικών ατασθαλειών από τους μέχρι τότε πραγματικά διοικούντες την εταιρεία εναγομένους, αντίθετα οι τελευταίοι είχαν λόγους να αποκρύψουν στοιχεία, που τους ενοχοποιούσαν. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αφαίρεσης του φυσικού αρχείου και αλλοίωσης του ηλεκτρονικού λογιστικού αρχείου για τις ανωτέρω εταιρικές χρήσεις, δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, αφού οι μέτοχοι, ……….. και ………., με εντολή των οποίων ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι αλλοιώθηκε η λογιστική εικόνα της εταιρείας, δεν είχαν κατά τα αντίστοιχα έτη ανάμιξη στην οικονομική διαχείριση της εταιρείας και ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται συμφέρον αυτών να προβούν στις ενέργειες, που τους προσάπτονται, παράλληλα δε κρίνεται ότι, στην περίπτωση που οι εναγόμενοι διαχειρίζονταν με διαφάνεια τα οικονομικά της εταιρείας και καταχώριζαν στις λογιστικές καρτέλες όλες τις συναλλαγές, που πραγματοποιούσαν, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται, κατά τον χρόνο παράδοσης του λογιστηρίου και προς διασφάλιση των ιδίων και των προσώπων, που ήταν υπεύθυνοι για την ορθή τήρηση του λογιστηρίου μέχρι την αλλαγή της διοίκησης της, θα μεριμνούσαν για την προηγούμενη καταγραφή των σχετικών κρίσιμων λογιστικών εγγράφων και στοιχείων και τον έγγραφο απολογισμό των πεπραγμένων τους. Άλλωστε, αν πράγματι παραδίνονταν στον νέο λογιστή,   ………….., τα αποτελούντα το λογιστήριο στοιχεία, τόσο σε φυσική, όσο και σε ηλεκτρονική μορφή, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, θα γινόταν πλήρη καταγραφή των παραδοθέντων λογιστικών εγγράφων και παραστατικών, κατά τον χρόνο παράδοσης του λογιστηρίου και την υπογραφή του σχετικού από 25.4.2016 οικείου πρωτοκόλλου. Εξάλλου, δεν δικαιολογείται από τους εναγομένους η διατήρηση στο ηλεκτρονικό αρχείο του   ………….. επιλεκτικά ορισμένων μόνον εγγράφων από τις εταιρικές χρήσεις προ του 2014, τα οποία και προσκομίζουν στην παρούσα δίκη, προς απόδειξη σχετικών ισχυρισμών τους και η απώλεια των υπολοίπων, γεγονός που καταδεικνύει μεθοδευμένη ενέργεια εκ μέρους τους, απορριπτομένων των ισχυρισμών τους ότι για την απώλεια του λογιστηρίου της πρώτης ενάγουσας ευθύνονται οι ………….. και ……… και οι θυγατέρες τους, που ορίστηκαν ως νέοι εκπρόσωποι του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της και επειδή δεν έχουν πρόσβαση στα λογιστικά αρχεία της πρώτης ενάγουσας, διότι τους έχουν αποκλείσει από τις ενάγουσες εταιρείες οι ανωτέρω μέτοχοι και οι νέοι εκπρόσωποι τούτων, δεν μπορούν να αποδείξουν ότι δεν έχουν διαπράξει τα αδικήματα που τους αποδίδονται, ως ουσιαστικά αβασίμων, αφού μέχρι το 2016 είχαν τον πλήρη έλεγχο και την διαχείριση των εναγουσών εταιρειών, μέσω της πρώτης τούτων διαχειρίστριας των λοιπών και ουδέποτε απέδωσαν λογαριασμό για τα πεπραγμένα τους, ούτε παρέδωσαν στον ορισθέντα νέο λογιστή, ………, τα λογιστικά αρχεία, που διατηρούσαν με καταχώρηση, όπως υποχρεούνταν, όλων των πραγματοποιούμενων δοσοληψιών, σε έντυπη ή/και ηλεκτρονική μορφή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και δεν παραποίησε το περιεχόμενο του ως άνω από 25.4.2016 πρωτοκόλλου παράδοσης-παραλαβής του λογιστηρίου, μήτε της από 15.5.2016 ηλεκτρονικής επιστολής παραίτησης του ………….., ούτε παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την δύναμη των αποδεικτικών  μέσων, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι και πρέπει, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η σχετική αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534ΚΠολΔ), να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της έφεσης τους, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι, σε εκτέλεση της από 3.3.2016 απόφασης της Γ.Σ. της πρώτης ενάγουσας, ανατέθηκε από τους ……… και ……… στην εταιρεία «………», ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος αυτής, με αντικείμενο την αποτύπωση των διενεργηθεισών από την εταιρεία εισπράξεων και καταβολών κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως και 31.12.2016, τη διακρίβωση της νομιμότητας τους, καθώς και τον τρόπο διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων που υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας και το ταμείο μετρητών κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Στην ως άνω ανάθεση αντιτάχθηκε ρητά ο τρίτος εναγόμενος, με τον ισχυρισμό ότι υπάρχει προφανής σύγκρουση συμφερόντων, που γεννάται από τη συγκέντρωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του ελεγκτή και ελεγχόμενου, δεδομένου ότι στην ανωτέρω εταιρεία συμμετέχει, ως εταίρος, ο ……………., ο οποίος παράλληλα παρέχει τις υπηρεσίες του στον …….., ως προσωπικός οικονομικός σύμβουλος. Παράλληλα, μετά την αλλαγή της διοίκησης της διαχειρίστριας ενάγουσας εταιρείας, οι ……… και ……., ξεκίνησαν μια διαδικασία ελέγχου, μέσω της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών τόσο της ίδιας της διαχειρίστριας, όσο και των λοιπών εταιρειών του ομίλου, των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν οι πρώτος και τρίτος των εναγομένων με χρήματα των εταιρειών. Στο πλαίσιο των ερευνών αυτών διαπιστώθηκε ότι είχαν διατεθεί ποσά, που ανήκαν στις εκκαλούσες εταιρείες, σε αλλότριους προς το αντικείμενο εργασιών και τις δραστηριότητες τους σκοπούς, ιδίως η εκ μέρους των εναγομένων αγορά και μεταπώληση σε σύντομο χρονικό διάστημα πολυτελών Ι.Χ. αυτοκινήτων, η καταβολή χρηματικών ποσών προς τρίτα πρόσωπα, που δεν σχετίζονταν με τις εταιρείες του ομίλου και η εξόφληση προσωπικών δαπανών των εναγομένων ή μελών της οικογενείας τους, με χρήματα από τους λογαριασμούς των εναγουσών εταιρειών.

Ειδικότερα : Α) Ο πρώτος εναγόμενος, ………., ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εγκαλούσας εταιρείας, αγόρασε επ’ονόματι της εταιρείας, πέντε (5) επιβατικής χρήσης πολυτελή αυτοκίνητα συνολικής αξίας 286.935 ευρώ από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….», με χρήματα της πρώτης εγκαλούσας εταιρείας (από με ημερομηνία 4.11.2016 καρτέλα πελάτη της εταιρείας «…….», σε συνδυασμό με τα υπ’ αριθμ. ……… πινάκια παραβολής επιταγών της εταιρείας «…….», καθώς και τα υπ’ αριθμ. ../18.6.2015, ../18.6.2015, …/19.6.2015 και …./24.6.2015 παραστατικά της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ) και συγκεκριμένα : α) Ένα ΙΧΕ όχημα με αριθμό κυκλοφορίας ……., μάρκας BMW 125 i λευκού χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 6.11.2013, αντί τιμήματος 40.195 €. Για την αγορά αυτή εκδόθηκε από την «………» το υπ’ αριθ. …/06.11.2013 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, προς εξόφληση του οποίου παραδόθηκαν στην πωλήτρια εταιρεία: i) η με αριθμό …-.. επιταγή της ΕΤΕ, εκδόσεως της πρώτης ενάγουσας, με ημερομηνία έκδοσης 8.11.2013, ποσού 12.573 € συρόμενη εκ του υπ’ αριθ. …. λογαριασμού της πρώτης ενάγουσας στην ΕΤΕ και ii) η με αριθμό ……. επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας εκδόσεως της εταιρείας «…….», με ημερομηνία έκδοσης 6.2.2014, ποσού 28.000 €, η οποία είχε εκδοθεί σε διαταγή του πρώτου εναγομένου, λόγω πώλησης από αυτόν στην «………» αυτοκινήτου φερόμενου στο όνομα του μάρκας Mini Cooper με αριθμό κυκλοφορίας ……. (υπ’ αριθ. …/6.2.2014 πινάκιο παράδοσης επιταγών της «………»), το οποίο όμως δεν αποδεικνύεται ότι είχε αποκτηθεί με δικά του χρήματα. Εν συνεχεία ο πρώτος εναγόμενος οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή στην πρώτη ενάγουσα, προκειμένου να προβεί στην αγορά του εν λόγω πάγιου περιουσιακού στοιχείου στο όνομα της εταιρείας, το οποίο κατόπιν μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον ……., διαχειριστή της εταιρείας «……….», το τίμημα δε της πώλησης του αυτοκινήτου ουδέποτε απέδωσε στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. Ως προς το επίμαχο ………… ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας BMW, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι αυτό παραγγέλθηκε από τον πρώτο εναγόμενο,   ……………, στο όνομα της πρώτης εγκαλούσας, προκειμένου αυτή να ωφεληθεί λογιστικά με την εμφάνιση εξόδων, με τη συγκατάθεση των λοιπών μετόχων της εταιρείας και είχε συμφωνηθεί με αυτούς ότι το παραπάνω αυτοκίνητο θα αγοραστεί στο όνομα της εταιρείας για λογιστικούς λόγους με χρήματα, που θα προέρχονταν εν μέρει από την πώληση ενός άλλου αυτοκινήτου του ίδιου του   …………… και εν μέρει από μισθούς, μερίσματα και λοιπές απαιτήσεις του τελευταίου, που θα του όφειλε η πρώτη εγκαλούσα, ισχυρισμοί, που από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδεικνύονται βάσιμοι. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το ποσό των 12.573 € καταλογίστηκε στη λογιστική καρτέλα του πρώτου τούτων και αφαιρέθηκε εκ των υστέρων από το μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος, πλην όμως ουδόλως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους, άνευ μετάφρασης από την αγγλική γλώσσα, εκτύπωση από το ηλεκτρονικό αρχείο του   ………….., του με ημερομηνία 8.11.2013 «Payment Order Form», που ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι αποτελεί απόσπασμα της λογιστικής καρτέλας, που τηρούσε η πρώτη ενάγουσα στο όνομα του πρώτου εναγομένου, καθώς δεν προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό τηρούνταν επισήμως στο λογιστήριο της ενάγουσας, πολλώ μάλλον ότι οι καταχωρισθείσες κινήσεις καταλογίστηκαν στο μέρισμα του πρώτου ή του τρίτου εναγομένου, ούτε δικαιολογείται από τους εναγομένους η επιλεκτική κατοχή του εν λόγω ηλεκτρονικού εγγράφου παρά την επικαλούμενη απώλεια του λογιστικού αρχείου για τη δεδομένη χρονική περίοδο. Εξάλλου, η προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους, επίσης άνευ μετάφρασης, με ημερομηνία 14.3.2014, «Adjusting Entry Form», για τους ίδιους λόγους δεν αποδεικνύει τον προβαλλόμενο από αυτούς ισχυρισμό, κατά τον οποίον πιστώθηκε στη λογιστική καρτέλα του πρώτου εναγομένου το ποσό των 20.000 €, που εισέπραξε αυτός ως τίμημα από την πώληση του ανωτέρω οχήματος στον ……… Ούτε και από το προσκομιζόμενο, άνευ μετάφρασης, απόσπασμα κίνησης, από 25.2.2012 έως 15.11.2014, του με αριθμό …………. λογαριασμού, που ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι αντιστοιχεί σε τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης ενάγουσας στην τράπεζα ………….., αποδεικνύεται ότι το τίμημα της πώλησης του ως άνω αυτοκινήτου στον ……….. καταβλήθηκε σε εταιρεία του ομίλου, καθώς δεν προκύπτει συγκεκριμένη καταβολή με τέτοια αιτιολογία, επιπλέον δε οι εναγόμενοι δεν δικαιολογούν τη μεγάλη διαφορά στο τίμημα της μεταπώλησης, που ισχυρίζονται ότι αποδόθηκε, δεδομένου ότι το όχημα αυτό είχε αγοραστεί λίγους μήνες πριν αντί ποσού 40.195 €. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι η περιουσιακή ζημία της πρώτης ενάγουσας από την αγορά του ανωτέρω αυτοκινήτου ανέρχεται στο ποσό των 12.573 € και όχι στο συνολικό ποσό της αξίας του εκ 40.195 €, αφού δικαιούχος της ως άνω επιταγής, ποσού 28.000 ευρώ από την πώληση του έτερου αυτοκινήτου, ήταν ο πρώτος εναγόμενος, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου κατ’ουσίαν του  δεύτερου λόγου της έφεσης των εναγουσών και απορριπτομένου του ενδέκατου λόγου της έφεσης των εναγομένων, που αιτιώνται για την επιδίκαση του ποσού των 12.573 ευρώ στην πρώτη ενάγουσα, ως ουσιαστικά αβασίμου. β) Ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας MINI COOPER S, με αριθμό κυκλοφορίας ………, γκρι μεταλλικού χρώματος, με αριθμό πλαισίου ……………., το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 29.9.2014, αντί τιμήματος 37.235 ευρώ εκδιδομένου του υπ’ αριθμ. ……./24.9.2014 τιμολογίου πώλησης της «…….». Εν τέλει, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, η πώληση ακυρώθηκε και εκδόθηκε από την εταιρεία «…….» το υπ’ αριθ. ……./24.9.2014 πιστωτικό τιμολόγιο με αιτιολογία «επιστροφή». Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν αναιρεί το γεγονός της ιδιοποίησης των χρημάτων της πρώτης ενάγουσας – εγκαλούσας, πολλώ δε μάλλον, αφού δεν προκύπτει ότι το χρηματικό ποσό, που αναφέρεται ότι πιστώθηκε εισπράχθηκε εν τέλει και επιστράφηκε στα ταμεία αυτής. Επομένως, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπέστη περιουσιακή ζημία η πρώτη ενάγουσα από την αγορά του εν λόγω αυτοκινήτου, δεκτού γενομένου του τέταρτου λόγου της έφεσης των εναγουσών, ως ουσιαστικά βάσιμου.  γ) Ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας MINI COOPER D, με αριθμό κυκλοφορίας . …, μαύρου χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 25.9.2014, αξίας 34.375 ευρώ, εκδιδομένου του υπ’ αριθμ. ………./25.9.2014 τιμολογίου πώλησης της «………..», το οποίο συνομολογούν οι εναγόμενοι ότι εξόφλησε ο πρώτος εξ αυτών με χρήματα από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας, η οποία υπέστη ισόποση περιουσιακή ζημία. Το ως άνω όχημα μεταβιβάστηκε στις 11.12.2014 σε φυσικό πρόσωπο με τα στοιχεία, ……….., ενώ το τίμημα από την αγοραπωλησία ουδέποτε αποδόθηκε στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. δ) Ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας MINI COOPER D, με αριθμό κυκλοφορίας ……….., μαύρου χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 19.12.2014, αξίας 26.000 ευρώ, εκδιδομένου του υπ’ αριθμ………../23.12.2014  τιμολογίου πώλησης, το οποίο εξοφλήθηκε από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας και δη με οπισθογράφηση και παράδοση της υπ’αριθ. ………. επιταγής της ΕΤΕ, εκδόσεως της πρώτης ενάγουσας, ποσού 26.000 € (υπ’ αριθ. ………/23.12.2014 πινάκιο παραλαβής επιταγών της «………»), η οποία υπέστη ισόποση περιουσιακή ζημία. Ακολούθως, το εν λόγω όχημα επαναπωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στη «………», στις 30.3.2015, ήτοι μετά από περίπου τρεις μήνες, αντί τιμήματος 20.600 €. Για το τίμημα μάλιστα αυτό η αγοράστρια εταιρεία εξέδωσε, στις 21.1.2016, σε διαταγή της πρώτης ενάγουσας, την υπ’ αριθ. …… δίγραμμη επιταγή της Alpha Bank, η οποία εισπράχθηκε από τον πρώτο εναγόμενο, όπως προκύπτει ιδίως από το από 20.2.2017 έγγραφο της διαμεσολαβησάσης για την πληρωμή της ως άνω επιταγής Τράπεζας Eurobank Ergasias – Κατάστημα Ακτή Κονδύλη 26-28, με το οποίο γνωστοποιείται στον …….. το γεγονός της είσπραξης της ως άνω επιταγής από τον ………, ο οποίος ουδέποτε απέδωσε το εισπραχθέν τίμημα στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. ε) Ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας BMW, με αριθμό κυκλοφορίας … .., λευκού χρώματος, τύπου Μ4, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας στις 30.3.2015 αξίας 149.130 ευρώ, εκδιδομένου του υπ’ αριθμ. …../30.3.2015  τιμολογίου πώλησης, το οποίο εξοφλήθηκε με την παράδοση στην πωλήτρια εταιρεία της υπ’ αριθ. ………. δίγραμμης επιταγής, ποσού 19.128,78€, η οποία είχε εκδοθεί από την «………», στις 13.3.2015, σε διαταγή της δεύτερης εναγομένης (προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο επιταγής και υπ’ αριθ. …/16.3.2015 πινάκιο παραλαβής επιταγών της «…………»), χωρίς όμως να δικαιολογείται ότι αυτή ούσα κατά τον κρίσιμο χρόνο οικονομική διευθύντρια της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, ήταν δικαιούχος του ποσού της επιταγής για κάποια νόμιμη αιτία και με τρία εμβάσματα από τον υπ’αριθ…….. τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας στην Εθνική Τράπεζα, ποσού 40.000€, 40.000€ και 50.000€ αντίστοιχα, στις 18.6.2015, στις 19.6.2015 και στις 24.6.2015, κατόπιν σχετικών εντολών του πρώτου εναγομένου. Ακολούθως, το εν λόγω όχημα επαναπωλήθηκε στη «……….» και μεταβιβάστηκε σε αυτήν, στις 24.3.2016, αντί τιμήματος ποσού 95.000 €, για την εξόφληση του οποίου η τελευταία εξέδωσε την υπ’ αριθ. ……………… με ημερομηνία έκδοσης 11.3.2016, δίγραμμη επιταγή της Alpha Bank, σε διαταγή της πρώτης ενάγουσας, ποσού  95.000 €, η οποία εισπράχθηκε από τον πρώτο εναγόμενο (ως άνω, από 20.2.2017, έγγραφο της Eurobank Ergasias), ο οποίος ουδέποτε απέδωσε το εισπραχθέν ποσό στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. Μάλιστα,   κατά τον χρόνο που ο πρώτος εναγόμενος οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή, ήτοι στις 17.3.2016, είχε ήδη λάβει χώρα η από 3.3.3016 γενική συνέλευση της εταιρείας, κατά την οποία είχε αντικατασταθεί από μέλος του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας εταιρείας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι, εκ της ανωτέρω συναλλαγής η πρώτη ενάγουσα υπέστη περιουσιακή ζημία ποσού 130.000 € και όχι 149.130 ευρώ, αφού δικαιούχος της επιταγής ποσού 19.128,78€, που δόθηκε ως προκαταβολή, ήταν η δεύτερη εναγομένη, . ……………, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης των εναγουσών, ως ουσιαστικά βασίμου. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί των εναγομένων, που προβλήθηκαν πρωτοδίκως και επαναφέρονται με τον έκτο λόγο της έφεσης τους, ότι το ποσό των 130.000 €, που καταβλήθηκε από την πρώτη ενάγουσα για το εν λόγω αυτοκίνητο καταλογίστηκε στο μέρισμα, που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος, άλλως ότι το ποσό των 95.000 € από την μεταπώληση τούτου, το εισέπραξε ο πρώτος εναγόμενος βάσει της από 10.2.2016 τροποποίησης της από 13.2.2015 σύμβασης δανείου ποσού 200.000 ευρώ, που χορηγήθηκε απ’αυτόν προς την μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρεία «………….” με την εγγύηση της πρώτης και της δεύτερης των νυν εναγουσών, κρίνονται απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, απορριπτομένου του έκτου λόγου της έφεσης των εναγομένων, που πλήττει την εκκαλουμένη για την επιδίκαση του ποσού των 130.000 ευρώ, ως αποζημίωση της πρώτης ενάγουσας, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, όπως προέκυψε, στις 12.10.2013, ο τρίτος εναγόμενος, ………., με την ιδιότητα του Προέδρου της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών, προέβη σε αγορά από την γερμανική  εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………» ενός πολυτελούς ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας McLaren ., αξίας 277.500 ευρώ, αγορασθέν επ’ ονόματι της πρώτης εγκαλούσας εταιρείας, συντασσομένου του από 12.10.2013 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοράς και συντήρησης ενός περιορισμένης έκδοσης οχήματος, με χρήματα, που βρίσκονταν στο ταμείο της δεύτερης εγκαλούσας εταιρείας. Η εν λόγω αγορά έγινε με τρεις εντολές πληρωμής, προς την τράπεζα ………….., London και συγκεκριμένα, εντολή ποσού 209.500 ευρώ στις 30.10.2013, που αντιστοιχούσε στο τίμημα της πώλησης, εντολή ποσού 42.000 ευρώ στις 13.11.2013, που αντιστοιχούσε στον Φ.Π.Α. και εντολή ποσού 26.000 στις 21.5.2014, που αφορούσε τις υπηρεσίες που προσέφερε η πωλήτρια εταιρεία για την αγορά του εν λόγω αυτοκινήτου από τη στο Λονδίνο εδρεύουσα κατασκευάστρια εταιρεία «………..» και τις λοιπές συμφωνηθείσες υπηρεσίες, όπως αυτές περιγράφονται στο ως άνω συμφωνητικό. Τις εντολές αυτές πληρωμής εξέδωσε και υπέγραψε ο τρίτος εναγόμενος, με χρήματα από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της δεύτερης εγκαλούσας εταιρείας, με αναγραφόμενη στα σχετικά εμβάσματα αιτιολογία «προκαταβολή για ανταλλακτικά» («payment in advance of spares»), που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική αιτία της συναλλαγής, η οποία δεν ήταν σε γνώση των λοιπών μετόχων-Διευθυντών. Το παραπάνω αυτοκίνητο, μετά την αγορά του, ουδέποτε περιήλθε στην κατοχή και χρήση της πρώτης εγκαλούσας εταιρείας, αντίθετα δε παρέμεινε στις εγκαταστάσεις της εταιρείας «……….» στη Γερμανία, ενώ, όπως προέκυψε, ο πρώτος εναγόμενος, . ……………., είχε δώσει εντολή στον διαχειριστή της γερμανικής εταιρείας, ………., να προβεί σε εύρεση αγοραστή για το αυτοκίνητο αυτό, οι προσπάθειες του όμως δεν τελεσφόρησαν, λόγω του ότι δεν προσφέρθηκε το επιθυμητό από τον ίδιο τίμημα, όπως προκύπτει ιδίως από την από 30.5.2017 έκθεση ένορκης κατάθεσης του   ………….., υπαλλήλου της πρώτης ενάγουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο οποίος επίσης αναφέρεται την πληθώρα των συναλλαγών μεταξύ ……………….. και των εναγομένων μελών της οικογενείας τρίτου εναγομένου.

Όλες οι παραπάνω αγορές των αυτοκινήτων έγιναν χωρίς προηγουμένη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης και δεύτερης των εγκαλουσών εταιρειών, αντίστοιχα, χωρίς απόφαση των μετόχων της γενικής συνέλευσης αυτών και χωρίς την οποιαδήποτε ενημέρωση των λοιπών μετόχων τους, ………….. και ….. ., η δε μεταπώληση τους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από την αγορά τους, καταδεικνύει ότι οι πρώτος και τρίτος των εναγομένων ασκούσαν εμπορία αυτοκινήτων με χρήματα των εκκαλουσών εταιρειών, δραστηριότητα που βρίσκονταν εκτός των εταιρικών τους σκοπών και με αυτόν τον τρόπο ενεργώντας από κοινού, ήτοι με κοινό δόλο και συναπόφαση, ιδιοποιήθηκαν το συνολικό χρηματικό ποσό των 567.295 ευρώ, το οποίο βρισκόταν στα ταμεία των ανωτέρω, κοινών συμφερόντων, εναγουσών – εκκαλουσών εταιρειών και δη το επιμέρους ποσό των 286.935 ευρώ, που βρισκόταν στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, ως και το επιμέρους ποσό των 277.500 ευρώ, που βρισκόταν στο ταμείο της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας και είχαν περιέλθει στην κατοχή τους, ως διαχειριστών της πρώτης ενάγουσας, διαχειρίστριας της δεύτερης τούτων, τα οποία παρακράτησαν παράνομα με ενσωμάτωση τους στην προσωπική τους περιουσία και ουδέποτε τα απέδωσαν πραγματικά στις ενάγουσες αυτές εταιρείες, παρ’ ότι υπείχαν προς τούτο σχετική υποχρέωση, αλλά τα διαχειρίζονταν προς ίδιον όφελος αποκομίζοντας παράνομη περιουσιακή ωφέλεια, το δε αντικείμενο της υπεξαίρεσης, που τέλεσαν, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ και τους το είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητος τους, ως διαχειριστές ξένης περιουσίας. Ενόψει τούτων, οι ισχυρισμοί των εναγομένων, που υποστηρίζουν αντίθετα, ότι δεν υφίσταται περιουσιακή ζημία της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας από την αγορά του αγωνιστικού συλλεκτικού αυτοκινήτου McLaren ., αξίας 277.500 ευρώ, αφού βρίσκεται στην κυριότητα της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, δεδομένου ότι οι εν λόγω εταιρείες ανήκουν στον ίδιο όμιλο συμφερόντων και αποτελούν εν τοις πράγμασι μια ενιαία οικονομική μονάδα, άλλωστε η δεύτερη ενάγουσα μπορεί να ανακτήσει το ανωτέρω ποσό ζητώντας το από την πρώτη ενάγουσα είτε να απαιτήσει την μεταβίβαση του αυτοκινήτου, κρίνονται απορριπτέοι,   ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ερειδόμενοι επί των εσφαλμένων προϋποθέσεων, αφενός ότι υφίσταται μεταξύ των εναγουσών όμιλος επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να έχουν χάσει την αυτοτέλεια τους και την εξουσία αυτοδιοίκησης τους, προβαλλομένου μάλιστα τούτου για πρώτη φορά απαραδέκτως στην κατ’έφεση δίκη και αφετέρου, ότι η πρώτη ενάγουσα ιδιοποιήθηκε τα χρήματα της δεύτερης και τα ανάλωσε στην αγορά του εν λόγω αυτοκινήτου, που όμως, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθόσον τα χρήματα αφαιρέθηκαν από το ταμείο της δεύτερης ενάγουσας χωρίς δικαίωμα από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας τα στην περιουσία του, το δε αυτοκίνητο τούτο ουδέποτε περιήλθε στην νομή και κατοχή της πρώτης ενάγουσας, αλλά το νέμονται ο πρώτος και τρίτος των εναγομένων διανοία κυρίου, απορριπτομένων των συναφών όγδοου και δωδέκατου κατά το σκέλος αυτό, λόγων της έφεσης των εναγομένων, που πλήττουν την εκκαλουμένη για την επιδίκαση του ποσού αυτού, ως αποζημίωση της δεύτερης ενάγουσας, ως ουσιαστικά αβασίμων. Όσον αφορά το επικουρικό αίτημα, που διαλαμβάνεται στον όγδοο λόγο της έφεσης των εναγομένων, να υποχρεωθεί η πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα-εφεσίβλητη να αποδώσει στον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 277.500 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως, ως απαράδεκτο.

Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η δεύτερη εναγομένη,   ……………, ούσα οικονομική διευθύντρια και διευθύντρια προσωπικού της πρώτης ενάγουσας εταιρίας, προσέφερε στους συνεναγομένους της συνδρομή πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που διέπραξαν, παρέχοντας πληροφορίες για τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας αυτής αλλά και των λοιπών ως άνω εταιριών, οι οποίες τελούσαν υπό τη διαχείριση της πρώτης και τους συνέδραμε ψυχικά επιδοκιμάζοντας την αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, ενισχύοντας την εγκληματική τους απόφαση, διευκολύνοντας τους να υπερνικήσουν οποιεσδήποτε επιφυλάξεις τους, ως προς τον τρόπο τέλεσης της υπεξαίρεσης και εν γένει παρείχε υποστήριξη στη διενέργεια των απαιτούμενων ενεργειών προς επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών τους και διευκόλυνε με τις πράξεις της (π.χ. οπισθογράφηση επιταγής) την τελική επιτυχία των εγχειρημάτων τους, κατά τρόπον ώστε χωρίς τη συνδρομή της να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη των μερικότερων ως άνω πράξεων, που συνιστούν την τελεσθείσα από αυτούς κακουργηματική υπεξαίρεση, υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, ανεξαρτήτως αν αυτοί θα μπορούσαν να την τελέσουν και χωρίς την συνδρομή της, που δεν ασκεί έννομη επιρροή, συντρέχοντος αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμμετοχικής πράξης της εναγομένης συνεργού, που συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά και της κύριας πράξης των συνεναγομένων αυτουργών.

Β) Ο τρίτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητα του προέδρου της τρίτης ενάγουσας – εκκαλούσας, προέβη με χρήματα από τα ταμειακά διαθέσιμα της τελευταίας, στην αγορά δύο (2) επιβατικής χρήσεως αυτοκινήτων και μίας ATV τετράτροχης μηχανής, αντί συνολικού τιμήματος 47.600 €. Ειδικότερα, με χρήματα από τον με αριθμό …. λογαριασμό που τηρεί η τρίτη ενάγουσα στην Τράπεζα ………….., ο τρίτος εναγόμενος αγόρασε: α) Στις 4.10.2010, αντί τιμήματος ποσού 20.550 €, που καταβλήθηκε μέσω τραπεζικού εμβάσματος στην πωλήτρια εταιρεία με την επωνυμία «…………..», ένα αυτοκίνητο Volkswagen Polo, που μεταβιβάστηκε στον υιό του, πρώτο εναγόμενο, β) στις 12.5.2011, αντί τιμήματος ποσού 7.150 €, που καταβλήθηκε με παράδοση της υπ’ αριθ. …….., από 12.5.2011, ισόποσης επιταγής συρόμενης εκ του άνω λογαριασμού της τρίτης ενάγουσας, σε διαταγή της πωλήτριας εταιρείας με την επωνυμία «………..», μία τετράτροχη μηχανή ATV, τύπου «γουρούνα» και γ) στις 12.5.2011, αντί τιμήματος ποσού 19.900 €, που καταβλήθηκε με τραπεζικό έμβασμα, κατόπιν της από 12.5.2011 εντολής του τρίτου εναγομένου, στην πωλήτρια εταιρεία με την επωνυμία «…………..», ένα αυτοκίνητο τύπου Smart Brabus, που μεταβιβάστηκε στην θυγατέρα του, δεύτερη εναγομένη. Οι ως άνω αγορές, οι οποίες συνομολογούνται από τους εναγομένους, δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα συνήθους διαχείρισης του τρίτου εναγομένου και έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ. της τρίτης εναγομένης και εν αγνοία των λοιπών μετόχων/Διευθυντών, ο δε τρίτος εναγόμενος με την συμμετοχή των τέκνων του, πρώτου και δεύτερης των εναγομένων, ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ως άνω χρηματικό ποσό συνολικού ύψους 47.600 € προκαλώντας ισόποση περιουσιακή ζημία στην τρίτη ενάγουσα, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους,  ότι το ανωτέρω χρηματικό ποσό αφαιρέθηκε από το αναλογούν στον τρίτο εναγόμενο μέρισμα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, ο τρίτος εναγόμενος, όντας πρόεδρος-διευθυντής του διοικητικού συμβουλίου εκάστης των εναγουσών εταιρειών, χρησιμοποίησε από τους τραπεζικούς λογαριασμούς, που διατηρούν οι παθούσες αυτές εταιρείες τα κάτωθι χρηματικά ποσά, τα οποία κατέβαλε σε τρίτα φυσικά και νομικά πρόσωπα για την εξυπηρέτηση προσωπικών αναγκών δικών του και της οικογένειας του και όχι για τους σκοπούς και τις δραστηριότητες των εναγουσών – εκκαλουσών εταιρειών και συγκεκριμένα: Α) από τον υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας στην Τράπεζα Marfin Egnatia Bank Α.Ε., κατέβαλε, στις 2.2.2010, ποσό 7.250 € προς το ιδιωτικό σχολείο του Πειραιά με την επωνυμία «…………» και στις 12.1.2010, μέσω της υπ’ αριθ. …………….. επιταγής σε διαταγή της δεύτερης εναγομένης,   ……………, η οποία στη συνέχεια την οπισθογράφησε στη λήπτρια, συρόμενης εκ του ίδιου λογαριασμού της πρώτης ενάγουσας, το ποσό των 7.300 € προς το ίδιο ως άνω ιδιωτικό σχολείο, προς εξόφληση υποχρεώσεων της δεύτερης εναγομένης. Επίσης, ο τρίτος εναγόμενος προέβη, στις 30.6.2010, στην καταβολή, μέσω της υπ’ αριθ. ………. επιταγής συρόμενης εκ του υπ’ αριθ. …………. λογαριασμού της πρώτης ενάγουσας στην Τράπεζα ………….. Bank, ποσού 5.100 € προς το προαναφερθέν ιδιωτικό σχολείο. Με τις ανωτέρω πληρωμές, οι οποίες δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα συνήθους διαχείρισης του τρίτου εναγομένου αφού αφορούσαν, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, όχι εταιρικές, αλλά προσωπικές δαπάνες και έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ., ο τελευταίος ιδιοποιήθηκε συνολικά το ποσό των 19.650 € από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας, η οποία υπέστη ισόποση περιουσιακή ζημία, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναλαμβάνεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους, περί καταλογισμού του ποσού αυτού στο μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος, ως ουσιαστικά αβασίμου. Προσέτι δε, αποδείχθηκαν χρηματικές καταβολές από τον τρίτο εναγόμενο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, προς τους ……… και …………, καθώς και σε εταιρεία διοργάνωσης εκδηλώσεων στην Κούβα συμφερόντων ……….. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από τις ενάγουσες αποσπάσματα κίνησης λογαριασμού, από τον λογαριασμό με αριθμό ……….. που τηρεί η πρώτη ενάγουσα στην Τράπεζα ………….. προέβη στις  ακόλουθες πληρωμές: στις 17.4.2012, πληρωμή προς τον ………., ποσού 4.900 € και στις 17.05.2012, πληρωμή προς τον …………., ποσού 4.900 €. Από τον λογαριασμό με αριθμό ……… που τηρεί η πρώτη ενάγουσα στην Τράπεζα ………….. Bank προέβη στις ακόλουθες πληρωμές: στις 20.2.2012, πληρωμή προς τον …….., ποσού 4.900 €, στις 20.2.2012,  πληρωμή προς την ……….., ποσού 4.900 € και στις 24.12.2012, πληρωμή, μέσω της επιταγής, με ημερομηνία έκδοσης 24.12.2012, σε διαταγήν της δεύτερης εναγομένης, …………… ……………, με οπισθογράφηση σε   ………….., ποσό 13.000 €. Από τον λογαριασμό με αριθμό ……….. που τηρεί η τρίτη ενάγουσα στην Τράπεζα ………….. Α.Ε. ο τρίτος εναγόμενος προέβη στις ακόλουθες πληρωμές: στις 23.09.2011, με τραπεζική επιταγή με δικαιούχο τον   ………….., ποσό 10.000 €, στις 2.1.2012, πληρωμή προς τον   ………….., ποσού 4.900 €, στις 19.6.2012 πληρωμή προς την   ………….., ποσού 4.900 €, στις 3.10.2012, πληρωμή προς την εταιρεία «……….», ποσού  3.700 €, στις 15.1.2013, πληρωμή προς την . ………….., ποσού 5.500 € και στις 15.1.2013 πληρωμή προς τον . ………….., ποσού  5.500 €. Από τον λογαριασμό με αριθμό …….. που τηρεί η τέταρτη ενάγουσα στην Τράπεζα ………….. Α.Ε. προέβη στις ακόλουθες πληρωμές: στις 20.9.2011, πληρωμή προς τον . ………….., ποσού 4.900 €, στις 20.9.2011, πληρωμή προς την . ………….., ποσού 4.900 €, στις 20.12.2011, πληρωμή προς την . ………….., ποσού 4.900 € και στις 20.12.2011, πληρωμή προς τον . ………….., ποσού  4.900 €. Με τις ανωτέρω πληρωμές, οι οποίες δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα συνήθους διαχείρισης του τρίτου εναγομένου αφού αφορούσαν, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, όχι εταιρικές, αλλά προσωπικές τους δαπάνες και έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ. και εν αγνοία των λοιπών μετόχων-Δ/ντών της εταιρείας, ο τρίτος εναγόμενος ιδιοποιήθηκε συνολικά το ποσό των 32.600 € από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας, το ποσό των 34.500 € από τα ταμειακά διαθέσιμα της τρίτης ενάγουσας και το συνολικό ποσό των 19.600 € από τα ταμειακά διαθέσιμα της τέταρτης ενάγουσας προκαλώντας στις εταιρείες αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους, περί καταλογισμού του ποσού αυτού στο μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος, ως ουσιαστικά αβασίμου. Σημειωτέον, ότι ο ……….. είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία «…………», στην οποία αναπληρωτής πρόεδρος είναι η . ………….., ενώ η . ………….. είχε κατά το παρελθόν διατελέσει αντιπρόεδρος του δ.σ. της ως άνω εταιρείας, προσέτι δε, ο . …………..ς μετέχει μαζί με τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγομένων στο δ.σ. της εταιρείας «………..» και με τη δεύτερη στην εταιρεία «……….», οι οποίες συστάθηκαν κατά το δίκαιο του Παναμά στις 22.06.2011 και εμφανίζουν μάλιστα στην ιστοσελίδα που διατηρούν στο διαδίκτυο στοιχεία επικοινωνίας ίδια με αυτά της εταιρείας «………..». Εκ των ανωτέρω και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι δεν αιτιολογούν τις ως άνω πληρωμές προς τους ………….. και ………….., αποδεικνύεται ότι ο τρίτος εναγόμενος, με τις ως άνω καταβολές χρηματοδοτούσε, με χρήματα των εναγουσών εταιρειών, τις ως άνω εταιρείες, στο διοικητικό συμβούλιο των οποίων συμμετείχαν οι συνεναγόμενοι, τέκνα του, ενεργώντας σε συμπαιγνία με αυτά.

Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα από τις ενάγουσες αποσπάσματα κίνησης των κάτωθι τραπεζικών λογαριασμών της πρώτης και τρίτης των εναγουσών, αποδεικνύεται ότι ο τρίτος εναγόμενος προέβη σε χρηματικές καταβολές προς την εταιρεία κατασκευής υφασμάτων στην Κίνα με την επωνυμία «……….» και ειδικότερα προκύπτουν: α) από τον τηρούμενο από την τρίτη ενάγουσα λογαριασμό στην τράπεζα ………….. Α.Ε. με αριθμό …., στις 7.8.2012  πληρωμή ποσού 12.000 €, β) από τον τηρούμενο από την πρώτη ενάγουσα λογαριασμό στην τράπεζα ………….. Α.Ε. με αριθμό …., στις 30.11.2012, πληρωμή  ποσού 6.500€, γ) από τον τηρούμενο από την πρώτη ενάγουσα λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με αριθμό …………, στις 26.9.2013, πληρωμή ποσού 3.600 €, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους,  ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά αφαιρέθηκαν από τα αναλογούντα στον τρίτο εναγόμενο μερίσματα, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επιπλέον, με εντολή του τρίτου εναγομένου πραγματοποιήθηκε από τον τηρούμενο από την τέταρτη ενάγουσα λογαριασμό στην τράπεζα ………….. Α.Ε. καταβολή, στις 28.1.2020, ποσού 1.090 €, προς εταιρεία ιατρικών μηχανημάτων και συσκευών στην Κίνα με την επωνυμία «……………..» για την αγορά πέντε συσκευών οξυμέτρου παλμού δακτύλου, ενός φορητού οξυμέτρου και μίας συσκευής ηλεκτροκαρδιογραφήματος, προς εξόφληση οφειλής δικής του ή τρίτου προσώπου, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους, ότι το εν λόγω ποσό αφαιρέθηκε από την αμοιβή του ………., τεχνικού ηλεκτρονικών υπολογιστών της πρώτης ενάγουσας, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επίσης με εντολή του τρίτου εναγομένου πραγματοποιήθηκε στις 10.11.2010, καταβολή ποσού 10.600 € στον ……., με την αιτιολογία «………», από τον τραπεζικό λογαριασμό της τρίτης ενάγουσας στην Τράπεζα ………….. A.E. προς εξόφληση προσωπικών και οικογενειακών δαπανών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε κατ’ουσίαν το σχετικό κονδύλι, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του έκτου λόγου της έφεσης των εναγουσών, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια αυτή, ως ουσιαστικά βάσιμου.

Προσέτι δε, αποδείχθηκε ότι με εντολή του τρίτου εναγομένου, έγιναν οι εξής καταβολές: α) από τον λογαριασμό με αριθμό …….. στην Τράπεζα ………….. AE της τρίτης ενάγουσας, καταβλήθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «………», που εδρεύει στη Λευκωσία της Κύπρου, στις 18.11.2011 το ποσό των 1.502,81 € και στις 19.6.2021 το ποσό των 5.116 €, ήτοι συνολικά το ποσό των 6.618,81€ και β) από τον λογαριασμό με αριθμό …….. στην ίδια ως άνω τράπεζα της τέταρτης ενάγουσας, την 1.12.2012, καταβλήθηκε το ποσό των 60.000 € στην επίσης εδρεύουσα στη Λευκωσία της Κύπρου εταιρεία με την επωνυμία «.. ………», ιδίων συμφερόντων με την προηγούμενη, η οποία, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, τυγχάνει συμφερόντων της δεύτερης εξ αυτών, λαμβανομένου υπόψη ότι με τον ……………. η δεύτερη εναγομένη, . ……………, συνεργάζεται σε όμιλο επιχειρήσεων, που δραστηριοποιείται στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και γ) από τον τηρούμενο στην τράπεζα ………….. στο Λονδίνο λογαριασμό με αριθμό με στοιχεία ……… της δεύτερης ενάγουσας, καταβλήθηκε στις 4.9.2014 το ποσό των 100.000 € σε λογαριασμό της τράπεζας Frakfurter Volksbank AG με δικαιούχο τον ………. και αιτιολογία την προμήθεια νέων ανταλλακτικών (supply of new spare parts), αν και το ως άνω πρόσωπο δεν τυγχάνει προμηθευτής των εναγουσών εταιρειών, γεγονός που δεν αρνούνται ειδικώς οι εναγόμενοι, απορριπτομένου του ισχυρισμού τους, που επαναφέρεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους,  ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που καταβλήθηκαν στα εν λόγω πρόσωπα, αφαιρέθηκαν από το αναλογούν στον τρίτο εναγόμενο μέρισμα, ως ουσιαστικά αβασίμου. Περαιτέρω, από τον υπ’ αριθμόν …….. λογαριασμό της τέταρτης ενάγουσας στην τράπεζα ………….., καταβλήθηκε, με εντολή του τρίτου εναγομένου, στην εταιρεία με την επωνυμία «…….», η οποία  εκμεταλλεύεται το ταξιδιωτικό γραφείο με την ονομασία «……….», στο Κολωνάκι Αθήνας, στις 18.8.2010 το ποσό των 11.052 € και στις 27.9.2010 το ποσό των 11.900 €, εκ των οποίων το ποσό των 3.672 € καταβλήθηκε αδικαιολόγητα, για προσωπικά ταξίδια του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και τρίτων οικείων τους προσώπων και συγκεκριμένα για την αγορά των ακόλουθων αεροπορικών εισιτηρίων: 24.8.2010-11.9.2010 Αθήνα – Αβάνα – Αθήνα για την ……, ποσού 1.450 €, 14-15.8.2010 Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Αθήνα για τους ……….. ποσού 1.520 € και 6-8.8.2010 Αθήνα – Ηράκλειο – Αθήνα για τους . …………… και …………… ……………, ποσού 702 €, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναλαμβάνεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους, ότι το άνω ποσό αφαιρέθηκε από το δικαιούμενο από τον τρίτο εξ αυτών μέρισμα, ως ουσιαστικά αβασίμου. Επίσης, από τον υπ’ αριθ. ……….. λογαριασμό της τέταρτης ενάγουσας στην Τράπεζα ………….. AE, καταβλήθηκε, στις 27.7.2011, ποσό 17.142,86€ [ισάξιο προς 15.000 λίρες Αγγλίας] και στις 3.8.2011 ποσό 17.364,16€ [ισάξιο προς 15.020,00 λίρες Αγγλίας] στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στο Λονδίνο, για λογαριασμό του ……………, οι πληρωμές δε αυτές, συνολικού ποσού 34.507,02€, δεν αιτιολογούνται από τους εναγομένους και πραγματοποιήθηκαν αδικαιολόγητα από τον τρίτο εναγόμενο, εν αγνοία των λοιπών μετόχων, προς εξόφληση οφειλής δικής του ή τρίτου, προς το ανωτέρω φυσικό πρόσωπο προκαλώντας ισόποση περιουσιακή ζημία στην τέταρτη ενάγουσα, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων, που επαναφέρεται με τον δωδέκατο λόγο της έφεσης τους,  ότι το ανωτέρω χρηματικό ποσό αφαιρέθηκε από το αναλογούν στον τρίτο εναγόμενο μέρισμα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατ’ εντολή του τρίτου εναγομένου εκδόθηκαν από το ταξιδιωτικό πρακτορείο, που εκμεταλλεύεται η ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» με τον διακριτικό τίτλο «………………..», στο όνομα της πρώτης ενάγουσας με χρέωση του λογαριασμού της, αεροπορικά εισιτήρια για την πραγματοποίηση ταξιδιών από τους εναγομένους, καθώς και από συγγενικά και άλλα φιλικά τους πρόσωπα, που δεν συνδέονταν με την εν λόγω εταιρεία και τις υπό την διαχείριση της, λοιπές ενάγουσες εταιρείες, με κάποια έννομη σχέση, που να δικαιολογεί την κάλυψη των εξόδων τους και επιπλέον χρεώνονταν σε βάρος της πρώτης ενάγουσας η δαπάνη διαμονής όλων αυτών σε πολυτελή ξενοδοχεία κατά την διάρκεια των ταξιδιών τούτων, τα οποία όμως δεν ανάγονταν στην εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων τους, ούτε σχετίζονταν με την προώθηση των σκοπών της εταιρείας και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, αλλά αφορούσαν προσωπικά ταξίδια αναψυχής σε διάφορους προορισμούς, το κόστος των οποίων επιβάρυνε αδικαιολόγητα την εταιρεία, ενώ έπρεπε να καταβληθεί από τους ίδιους ατομικά. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια του ως άνω ταξιδιωτικού πρακτορείου, πληρώθηκαν στους κάτωθι χρόνους, με χρήματα της πρώτης ενάγουσας, τα ακόλουθα αεροπορικά εισιτήρια για τους σημειούμενους προορισμούς αναφορικά με τα εξής πρόσωπα : Στις 21.2.2011 στο όνομα …………., από Αθήνα-Αβάνα ποσού 790 ευρώ και από Αβάνα-Αθήνα, ποσού 780 ευρώ, στις 30.3.2011, στο όνομα ……………, Αθήνα – Κέρκυρα, ποσού 130 €, στις 30.3.2011 στο όνομα ………………. και……………, Αθήνα -Χανιά- Αθήνα, ποσού 700€, στις 21.4.2011 στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 375 €, στις 28.4.2011, στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 390 €, στις 29.4.2011, στο όνομα ……………, Αθήνα-Σκιάθος-Αθήνα, ποσού 170 €, στις 20.5.2011, στο όνομα ………………. και……………, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 230€, στις 25.5.2011, στο όνομα ………….. και……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 250 €, στις 21.6.2011, στο όνομα ………….. και……………, Αθήνα-Σαντορίνη-Αθήνα, ποσού 640 €, στις 12.7.2011, στο όνομα …………… και …………., Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.300 €, στις 12.7.2011, στο όνομα ……….. και……………, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.300 €, στις 12.7.2011, στο όνομα …………. και……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 590 €, στις 29.7.2011, στο όνομα ……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 300 €, στις 10.8.2011, στο όνομα ………….., Κέρκυρα-Αθήνα-Κέρκυρα, ποσού 310 ευρώ, στις 12.8.2011, στο όνομα ……….., Αθήνα-Κέρκυρα, ποσού 235 ευρώ, στις 17.8.2011, στο όνομα …………., Αθήνα-Κέρκυρα, ποσού 157 ευρώ, στις 22.8.2011, στο όνομα …………. και   ……………, Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα, ποσού 7.400 €, στις 9.9.2011, στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 410 €, στις 9.9.2011, στο όνομα ……….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 340 ευρώ, στις 9.9.2011, στο όνομα ………….. και……………, Αθήνα-Σαντορίνη-Αθήνα, ποσού 650 €, στις 12.10.2011, στο όνομα …………. και……………, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.300 €, στις 20.10.2011, στο όνομα …………, Αθήνα-Αβάνα-Αθήνα, ποσού 3.600 €, στις 27.10.2011, στο όνομα ……….., Ηράκλειο-Αβάνα, ποσού 1.650 €, στις 10.11.2011, στο όνομα …………, Αβάνα-Ηράκλειο, ποσού 950 €, στις 17.11.2011, στο όνομα ……….., Αθήνα-Μόναχο-Αθήνα, ποσού 610 ευρώ, στις 23.11.2011, στο όνομα ………., ασφάλεια, ποσού 15 ευρώ, στις 30.11.2011, στο όνομα …………… και ………….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 700 €, στις 30.11.2011, στο όνομα ………., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 320 €, στις 30.11.2011, στο όνομα…………… και ……….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 640 €, στις 8.12.2011, στο όνομα ……………, ……….. και……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 1.260 €, στις 9.1.2012, στο όνομα …………… και ……….., Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.990 €, στις 12.1.2012, στο όνομα …………… και …….., Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα, ποσού 6.600 €, στις 7.2.2012, στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 420 €, στις 18.4.2012, στο όνομα …………… και ……….., Αθήνα-Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 6.700 €, στις 18.4.2012, στο όνομα …………… και …….., Αθήνα-Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 710 €, στις 17.5.2012, στο όνομα ………., Αθήνα-Λονδίνο-Αθήνα, ποσού 1.800 ευρώ, στις 12.6.2012, στο όνομα ……… και ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 840 €, στις 26.6.2012, στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 442 €, στις 9.7.2012, στο όνομα ………….. και……………, Αθήνα-Σαντορίνη-Αθήνα, ποσού 740 €, στις 9.7.2012, στο όνομα ……………, Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.400 €, στις 31.7.2012, στο όνομα ………….., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 920 €, στις 31.7.2012, στο όνομα …………… και……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 840 €, στις 13.8.2012, στο όνομα …………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 420 €, στις 14.8.2012, στο όνομα ……………   και ………., Αθήνα-Κωνσταντινούπολη-Αθήνα, ποσού 2.200 €, στο όνομα ………. και …….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 680 €, στις 14.08.2012, στο όνομα …………… και……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 860 €, στις 12.9.2012, στο όνομα ………………., Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.400 €, στις 12.9.2012, στο όνομα ………….. και……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 620 €, στις 21.9.2012, στο όνομα ……….., ποσού 565 €, στις 28.9.2012, στο όνομα στο όνομα …….. και……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 600 €, στις 10.10.2012, στο όνομα ……….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 95 €, στις 16.10.2012, στο όνομα …….., Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 190 €, στις 26.10.2012, στο όνομα………….., Αθήνα-Αβάνα, ποσού 1.570 €, στις 26.10.2012, στο όνομα …….., Αθήνα-Αβάνα, ποσού 1.470 €, στις 31.10.2012, στο όνομα …….., Αθήνα-Αβάνα-Αθήνα, ποσού 1.680 €, στις 13.11.2012, στο όνομα …………. και……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 510 €, στις 19.11.2012, στο όνομα ………….., Αβάνα-Αθήνα, ποσού 1.150 €, στις 19.11.2012, στο όνομα …….., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 33 €, στις 19.11.2012, στο όνομα……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 33 €, στις 19.11.2012, στο όνομα …………… και ………, Αθήνα-Αβάνα-Αθήνα, ποσού 11.000 €, στις 19.11.2012, στο όνομα ………, Αβάνα-Αθήνα, ποσού 1.150 €,  στις 10.12.2012, στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 180 €, στις 10.12.2012, στο όνομα ……………, Αθήνα-Αβάνα-Αθήνα, ποσού 11.000 €, στις 28.12.2012, στο όνομα ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 340 €, στις 30.1.2013, στο όνομα………….., …… και ………, Αθήνα-Αβάνα-Αθήνα, ποσού 6.000€, στις 31.1.2013, στο όνομα …………… , …………… ……………, Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα, ποσού 7.200 €, στις 13.2.2013, στο όνομα …………… ………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 1.720 €, στις 8.3.2013, στο όνομα …… και . ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 540 €, στις 10.4.2013, στο όνομα ……. και . ……………, Αθήνα-Βενετία-Αθήνα, ποσού 1.800 €, στις 20.5.2013, στο όνομα ………, Αθήνα-Αβάνα, ποσού 1.100 €, στις 18.6.2013, στο όνομα ….., Αβάνα-Αθήνα, ποσού 1.097 €, στις 27.6.2013, στο όνομα ……. και … ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 630 €, στις 27.6.203, στο όνομα …………., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 298 €, στις 30.6.2013, στο όνομα . ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 397 €, στις 30.6.2013, στο όνομα …………., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 297 €, στις 30.6.2013, στο όνομα ……., Αθήνα-Μόναχο-Αθήνα, ποσού 1.650€, στις 8.7.2013, στο όνομα ……., Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 230 €, στις 8.7.2013, στο όνομα ………… και ….. ……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 690 €, στις 17.7.2013, στο όνομα …….. και . ……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 700 €, στις 17.7.2013, στο όνομα ………., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 1.300 €, στις 31.7.2013, στο όνομα …………… . και …….., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 840 €, στις 7.8.2013, στο όνομα …….., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 280 €, στις 12.8.2013, στο όνομα …………. και ….. ……………, Χανιά-Αθήνα, ποσού 180 €, στις 26.8.2013, στο όνομα …….., Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 270 €, στις 26.8.2013, στο όνομα …………. και . ……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 680 €, στις 29.8.2013, στο όνομα …………… ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 340 €, στις 31.8.2013, στο όνομα .και …………… ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 640 €, στις 12.9.2013, στο όνομα ……….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 200 €, στις 12.9.2013, στο όνομα . ……………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 250 €, στις 30.9.2013, στο όνομα …………, . ……………,  ………… και ………….., Αθήνα-Μόναχο-Αθήνα, ποσού 1.480 €, στις 30.9.2013, στο όνομα …………… . και ………., Αθήνα-Λονδίνο-Αθήνα, ποσού 4.200 €, στις 24.10.2013, στο όνομα …………… και . ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 680 €, στις 12.11.2013, στο όνομα …………… ., ………… και ………., Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.050 €, στις 14.11.2013, στο όνομα ………., Αθήνα-Αβάνα, ποσού 970€, στις 14.11.2013, στο όνομα ….., Αθήνα-Αβάνα, ποσού 80 €, στις 20.11.2013, στο όνομα …………… Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 600 €, στις 29.11.2013, στο όνομα ………, Αβάνα-Αθήνα, ποσού 1.100 €, στις 29.11.2013, στο όνομα ………….., Αβάνα-Αθήνα, ποσού 160 €, στις 9.12.2013 στο όνομα ……………, Θεσσαλονίκη-Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 210 €, στις 9.12.2013, στο όνομα …….., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 280 €, στις 13.12.2013, στο όνομα …….., Ηράκλειο-Αθήνα, ποσού 125 €, στις 13.12.2013, στο όνομα ….., Αθήνα-Μόναχο-Αθήνα, ποσού 440 €, στις 19.12.2013, στο όνομα …………… και … ……………, Αθήνα-Λονδίνο-Αθήνα, ποσού 1.700 €, στις 23.12.2013, στο όνομα …………… …………., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 640 €, στις 15.1.2014, στο όνομα ………., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 1.300 €, στις 27.1.2014, στο όνομα …………., Αθήνα-Αβάνα, ποσού 1.050 €, στις 31.1.2014, στο όνομα …………. και …….., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 780 €, στις 18.2.2014, στο όνομα …………… . και ….., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 700 €, στις 24.2.2014 στο όνομα …………… . και …………………, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 720 €, στις 28.2.2014 στο όνομα …………… ., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 220 €, στις 28.2.2014, στο όνομα ……………. Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 750 €, στις 28.2.2014, στο όνομα . ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 260 €, στις 13.3.2014, στο όνομα ……….., Αθήνα-Μόναχο-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 420 €, στις 26.3.2013, στο όνομα …….., Αθήνα-Αβάνα, ποσού 1.050€, στις 17.4.2014, στο όνομα …….., Αλεξανδρούπολη-Αθήνα-Αλεξανδρούπολη, ποσού 330 €, στις 22.04.2014, στο όνομα …………… …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 398 €, στις 23.4.2014, στο όνομα ………, Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 1.195 €, στις 24.4.2014, στο όνομα …………… ., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 1.030 €, στις 30.4.2014, στο όνομα ………, Αθήνα-Αλεξανδρούπολη, ποσού 320 €, στις 16.5.2014, στο όνομα ………, Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 360 €, στις 22.5.2014, στο όνομα …………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 310 €, στις 22.5.2014, στο όνομα . ……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 310 €, στις 22.5.2014, στο όνομα ………., Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 235€, στις 26.5.2014, στο όνομα …………………., Αθήνα-Αλεξανδρούπολη, ποσού 190 €, στις 26.5.2014, στο όνομα ………….., Αλεξανδρούπολη-Αθήνα, ποσού 125 €, στις 31.5.2014, στο όνομα ………………, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη-Αθήνα, ποσού 1.238 €, στις 16.6.2014, στο όνομα …… ., Αθήνα-Βελιγράδι-Αθήνα, ποσού 368 €, στις 16.6.2014, στο όνομα Ευάγγελος ………….., Αθήνα-Βελιγράδι-Αθήνα, ποσού 368 €, στις 17.6.2014, στο όνομα …………… ., . ………….. και . ………….., Αθήνα-Λονδίνο-Αθήνα, ποσού 3.150 €, στις 30.6.2014, στο όνομα . ………….. και . ………….., Μιλάνο-Αθήνα, ποσού 740 €, στις 28.7.2014, στο όνομα . ………….. και . ………….., Αθήνα-Φρανκφούρτη-Αθήνα, ποσού 1.060 €, στις 30.7.2014, στο όνομα . ………….., Αλεξανδρούπολη-Αθήνα, ποσού 168 €, στις 30.7.2014, στο όνομα . ………….., Αθήνα-Αλεξανδρούπολη, ποσού 202 €, στις 26.8.2014, στο όνομα ….. και . ……………, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 680 €, στις 26.8.2014, στο όνομα . ………….., Αθήνα-Αλεξανδρούπολη-Αθήνα, ποσού 230 €, στις 8.10.2014, στο όνομα ……………… και . ……………, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.280 €, στις 7.11.2014, στο όνομα . ………….., Μόναχο-Αθήνα, ποσού 495 €, στις 19.11.2014, στο όνομα . ………….., ενοικίαση αυτοκινήτου Μόναχο, ποσού 520 €, στις 16.1.2015, στο όνομα . ………….., Αβάνα-Παρίσι, ποσού 1.570 €, στις 16.4.2015, στο όνομα ………….. .., Αθήνα Σόφια, ποσού 110€, στις 30.4.2015, στο όνομα …………… …., Αθήνα-Ζάκυνθος-Αθήνα, ποσού 210 €, στις 30.4.2015, στο όνομα …………… ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 410 € και για ενοικίαση αυτοκινήτου 331€, στις 30.4.2015, στο όνομα …………… . και . ……………, Αθήνα-Φλωρεντία-Αθήνα, ποσού 2.300 €, στις 30.4.2015, στο όνομα …………… . και . ………….., Αθήνα-Ν.Υόρκη-Αθήνα, ποσού 7.360€ και για έκδοση visa 40 ευρώ, στις 15.5.2015, στο όνομα ………., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 210 €, στις 15.5.2015, στο όνομα . ……………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 245 €, στις 18.5.2015, στο όνομα ………, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 185 €, στις 18.6.2015, στο όνομα ……………, Αθήνα-Φλωρεντία-Αθήνα, ποσού 3.260 €, στις 9.7.2015, στο όνομα ………………….. και …………… ……………, Αθήνα-Φλωρεντία-Αθήνα, ποσού 3.260 €, στις 30.7.2015, στο όνομα …….., Αθήνα-Ζυρίχη-Οπόρτο-Μιλάνο-Αθήνα, ποσού 498 €, στις 30.7.2015, στο όνομα …….., Αθήνα-Ζυρίχη-Οπόρτο-Μιλάνο-Αθήνα, ποσού 599 €, στις 30.7.2015, στο όνομα …………… ., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 250 €, στις 30.7.2015, στο όνομα …….., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 320€, στις 13.8.2015, στο όνομα ……. και …………… ., Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 200 €, στις 19.8.2015, στο όνομα …………… ., Αθήνα -Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 3.150€, στις 27.8.2015, στο όνομα …………… ., Αθήνα -Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 50 €, στις 9.9.2015, στο όνομα ………., Αθήνα-Αβάνα-Αθήνα, ποσού 7.000 €, στις 9.9.2015, στο όνομα ……………., Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 700 €, στις 18.9.2015, στο όνομα ……, Αθήνα -Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 2.430 €, στις 21.9.2015, στο όνομα …………… ., Αθήνα -Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 2.985 €, στις 9.10.2015, στο όνομα ……….., Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 100 €, στις 23.10.2015, στο όνομα …………., Αθήνα-Άμου Ντάμπι-Αθήνα, ποσού 1.840 €, στις 17.11.2015, στο όνομα …….. και ………., Αθήνα-Οπόρτο-Αθήνα, ποσού 550 €, στις 25.11.2015, στο όνομα ……………  , Αθήνα -Ντουμπάι-Αθήνα, ποσού 3.500 €, στις 27.11.2015 στο όνομα ……….., Αθήνα-Βιέννη-Αθήνα, ποσού 1.940 €, στις 30.11.2015, στο όνομα ………….. ποσού 198 €, στις 28.12.2015, στο όνομα ………., Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 35 €, στις 28.1.2016, στο όνομα . ………….., Αθήνα-Λάρνακα-Αθήνα, ποσού 735€ και στις 31.1.2016, στο όνομα …………….., Θεσσαλονίκη – Αθήνα, ποσού 230 €.

Επιπλέον, με χρήματα της πρώτης ενάγουσας καταβλήθηκαν τα ακόλουθα έξοδα για την διαμονή σε πολυτελή ξενοδοχεία των αναφερομένων εναγομένων στους μνημονευόμενους προορισμούς, τα οποία είχαν τιμολογηθεί στο όνομα της εν λόγω εταιρείας, όπως αποδεικνύεται από τα αντίστοιχα προσκομιζόμενα τιμολόγια του ως άνω ταξιδιωτικού πρακτορείου, ενώ δεν αφορούσαν την δραστηριότητα της και την εξυπηρέτηση των εταιρικών της σκοπών, καθώς επίσης και τρίτων προσώπων, που δεν προκύπτει ότι σχετίζονταν με την εν λόγω εταιρεία και τις υπό την διαχείριση της, λοιπές ενάγουσες εταιρείες, με κάποια έννομη σχέση, που να δικαιολογεί την καταβολή των εξόδων τους: Στις 9.1.2012, για διαμονή…………… και………………, σε ξενοδοχείο στη Ρώμη, ποσό 640 €, στις 24.1.2012, για διαμονή …………… και……………, σε ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, ποσό 1.302 €, στις 10.7.2012 για διαμονή……………, σε ξενοδοχείο στη Ρώμη, ποσό 350 €, στις 10.8.2012, για διαμονή……………, σε ξενοδοχείο στα Χανιά, ποσό 752 €, στις 10.8.2012, για διαμονή …………… ……………, σε ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη, ποσό 945 €, στις 13.8.2012, για διαμονή……………, σε ξενοδοχείο στα Χανιά, ποσό 564 €, στις 30.9.2012, για διαμονή ……………, σε ξενοδοχείο στο Παρίσι, ποσό 520 €, στις 6.11.2012, για διαμονή…………… και, σε ξενοδοχείο στο Παρίσι σε δύο δωμάτια, ποσό 390 €, στις 7.2.2013, για διαμονή …………… ……………, σε ξενοδοχείο στη Νέα Υόρκη, ποσό 2.240€, στις 11.4.2013, για διαμονή …………… και……………, σε ξενοδοχείο στη Βενετία, ποσό 335 €, στις 30.6.2013, για διαμονή……………, σε ξενοδοχείο στο Μόναχο, ποσό 460 €, στις 27.9.2013, για διαμονή ……….., σε ξενοδοχείο στο Λονδίνο, ποσό 730 €, στις 11.11.2013, για διαμονή ………, σε ξενοδοχείο στη Ρώμη, ποσό 1.200 €, στις 16.12.2013, για διαμονή ……….., σε ξενοδοχείο στο Λονδίνο, ποσό 450 €, στις 29.4.2014, για διαμονή ……… και ………., σε ξενοδοχείο στην Φρανκφούρτη, ποσό 386 €, στις 30.4.2014, για διαμονή …………., σε ξενοδοχείο στην Καβάλα για 5 άτομα, ποσό 376 €, στις 18.6.2014, για διαμονή ………, σε ξενοδοχείο στο Λονδίνο, ποσό 1.668 €, στις 14.10.2014, για διαμονή …….., σε ξενοδοχείο στο Παρίσι, ποσό 640 €, στις 24.4.2015, για διαμονή ………… και ………, σε ξενοδοχείο στη Φλωρεντία, ποσό 552 €, στις 24.4.2015, για διαμονή ……… και ………., σε ξενοδοχείο στη Ν.Υόρκη, ποσό 7.252 €, στις 19.6.2015, για διαμονή …………. και ………, σε ξενοδοχείο στη Φλωρεντία, ποσό 450 €, στις 21.7.2015, για διαμονή ……….. και ………, σε ξενοδοχείο στη Φλωρεντία, ποσό 450 €, στις 22.07.2015, για διαμονή ………… και …….., σε ξενοδοχείο στη Φλωρεντία, ποσό 450 € και στις 25.11.2015, για διαμονή …….., σε ξενοδοχείο στη Θεσσαλονίκη, ποσού 495€.

Επομένως, ο τρίτος εναγόμενος εξοφλώντας τα ως άνω τιμολόγια με χρήματα της πρώτης ενάγουσας ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό των 225.724 ευρώ, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του, ως Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου της πρώτης ενάγουσας, προκαλώντας σε αυτήν ισόποση περιουσιακή ζημία, απορριπτομένων, αφενός του ισχυρισμού των εναγομένων ότι τα ως άνω χρηματικά ποσά, που καταβλήθηκαν για τα προσωπικά τους ταξίδια, έχουν αφαιρεθεί είτε από το μέρισμα, που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος είτε από τους μισθούς του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων και αφετέρου, του οικείου αγωγικού κονδυλίου κατά το υπερβάλλον ποσό, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον αφορά ταξίδια, που εντάσσσονταν στο πλαίσιο επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης ενάγουσας και της διαχειριστικής και εκπροσωπευτικής εξουσίας των εναγομένων, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους, προς εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων τους, προώθησης των σκοπών της εταιρείας και ενίσχυσης των συναλλακτικών της σχέσεων, ως εν μέρει βάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι και τούτο δεν αναιρείται από το ότι ο πρώτος εναγόμενος είθισται να συνοδεύεται στα περισσότερα απ’αυτά τα ταξίδια από την σύζυγο του,   ……………, προς καλλιέργεια επιπλέον δημόσιων σχέσεων και σχέσεων αβροφροσύνης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι για την αιτία αυτή οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα, ως αποζημίωση, το ποσό των 98.609 €, αντί του ορθού των 225.724 ευρώ,  κατά παραδοχή εν όλω του ισχυρισμού των εναγομένων ότι εκ του αιτούμενου ποσού, το ποσό των 163.047 ευρώ, ως αναλύεται στα επιμέρους ποσά, αφορούσε εταιρικά και όχι προσωπικά ταξίδια, χωρίς όμως τούτο να στοιχειοθετείται σε όλες τις επικαλούμενες από τους εναγομένους περιπτώσεις με την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών, μήτε να γίνεται επίκληση και προσκόμιση πρόσφορων αποδεικτικών μέσων, προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, αλλά να επιχειρείται εκ μέρους τους να θεμελιωθεί η αιτία των μετακινήσεων και της διαμονής, κόστους 127.115 ευρώ, με αόριστες αναφορές περί εξεύρεσης χρηματοδότησης, επαφές με χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τρίτα πρόσωπα, που δεν προκύπτει ότι σχετίζονταν με την διαχειρίστρια ενάγουσα εταιρεία και τις υπό την διαχείριση της λοιπές ενάγουσες με έννομη σχέση εντολής ή εργασίας, βάσει της οποίας τους είχε ανατεθεί η διεκπεραίωση εταιρικών υποθέσεων, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγουσών και απορριπτομένου του δωδέκατου λόγου της έφεσης των εναγομένων, κατά το μέρος, που  πλήττει το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης υποστηρίζοντας ότι δεν έχουν υπεξαιρεθεί τα εν λόγω ποσά, αλλά έχουν αφαιρεθεί από τους μισθούς της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων και από τα δικαιούμενα από το τρίτο εναγόμενο μερίσματα, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Συνοψίζοντας, τα χρησιμοποιούμενα για τις εν λόγω καταβολές χρηματικά ποσά, το συνολικό ύψος των οποίων ανέρχεται σε 618.261,83 ευρώ και στο οποίο απέβλεπε ο τρίτος εναγόμενος με τις μερικότερες πράξεις του, ανήκαν στις ως άνω παθούσες ενάγουσες – εκκαλούσες εταιρείες αντίστοιχα και βρίσκονταν στην κατοχή του τρίτου εναγομένου, ως εν τοις πράγμασι διαχειριστή αυτών, λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητας του, ο οποίος τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, εκδηλώνοντας, εμπράκτως και εμφανώς, την πρόθεση του να τα ιδιοποιηθεί παράνομα με την ανάλωση αυτών, μέσω των καταβολών που έγιναν στα ως άνω τρίτα φυσικά και νομικά πρόσωπα, για την εξυπηρέτηση των δικών του προσωπικών αναγκών και της οικογενείας του και με αυτό τον τρόπο τέλεσε σε βάρος των εναγουσών -εκκαλουσών εταιρειών την αξιόποινη πράξη της κατ’ εξακολούθηση υπεξαίρεσης αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων ευρώ (120.000 €), που τα είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητος του, ως διαχειριστή ξένης περιουσίας.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι ο πρώτος και η δεύτερη των εναγομένων τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πατέρα τους, καθώς με την προαναφερθείσα ιδιότητα που καθένας τους είχε, ο μεν ………, ως γραμματέας – διευθυντής του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία «…………» και νόμιμος εκπρόσωπος του εν Ελλάδι εγκατεστημένου γραφείου της, η δε ………., ως οικονομική διευθύντρια και διευθύντρια προσωπικού της ως άνω εταιρίας, διατηρούσαν πρόσβαση στους εταιρικούς λογαριασμούς των εγκαλουσών, μπορούσαν να παρακολουθούν τις κινήσεις τους και είχαν τη δυνατότητα να διαπιστώνουν, όπως και πράγματι διαπίστωναν, τις εκταμιεύσεις προς αποδέκτες άσχετους με τους καταστατικούς σκοπούς και την επιχειρηματική δραστηριότητα τους. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μετείχαν του δόλου του τρίτου εναγομένου, με τον οποίο άλλωστε είχαν στενότατη συγγενική σχέση. Εξάλλου, από μεγάλο μέρος της αξιόποινης δραστηριότητας του πατέρα τους, οι ίδιοι εναγόμενοι αποκόμισαν περιουσιακό όφελος ατομικά, δεδομένου ότι, κατά τις προεκτιθέμενες διακρίσεις, με εταιρικά χρήματα αποκτήθηκαν στο όνομα καθενός αυτοκίνητα, καταβλήθηκαν έξοδα ταξιδιών και αποπληρώθηκαν υποχρεώσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, με τα οποία οι εν λόγω εναγόμενοι είχαν εξωεταιρική επαγγελματική συνεργασία. Άλλωστε οι ίδιοι παραδέχθηκαν ότι τα ποσά, που εκταμιεύθηκαν για την αγορά των αυτοκινήτων, που απέκτησαν κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και για την εξόφληση της εταιρίας «…………….» χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη προσωπικών τους αναγκών και όχι υποχρεώσεων της εταιρίας. Η περιγραφόμενη συμπεριφορά τους αξιολογείται, ως παροχή συνδρομής στον αυτουργό εναγόμενο πατέρα τους, διότι του παρείχαν πληροφορίες για τις οικονομικές καταστάσεις της πρώτης ενάγουσας διαχειρίστριας εταιρείας «……..», αλλά και των λοιπών εναγουσών-εκκαλουσών εταιριών, που τελούσαν υπό τη διαχείριση της, χωρίς να εντοπίζεται αντίφαση από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν εργασιακή σχέση με την δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των εναγουσών πλοιοκτητριών εταιρειών, αφού υπό την ιδιότητα του ο καθένας στη διαχειρίστρια τούτων, είχε πρόσβαση στις οικονομικές καταστάσεις όλων των εναγουσών, καθώς και στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, δεδομένου ότι στις από 13.4.2007, 11.10.2007 και 13.12.2006 αντίστοιχες συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης αναγράφεται πανομοιότυπα ότι η διαχειρίστρια ενάγουσα εταιρεία έχει εξουσία, μεταξύ άλλων, να εισπράττει για λογαριασμό της υπό διαχείριση πλοιοκτήτριας, όλα τα έσοδα από τις ναυλώσεις των δεξαμενόπλοιων «…………..» της δεύτερης ενάγουσας «…………..», «………….» της τρίτης ενάγουσας «…………..» και «………………» της τέταρτης τούτων «…………….», καθώς και να καταβάλει όλες τις δαπάνες που είναι αναγκαίες για τη διαχείριση τους. Επιπλέον, από τον προσωποπαγή χαρακτήρα και την οικογενειακή δομή όλων των εταιριών, όπως και οι εναγόμενοι παραδέχονται στις από 1.10.2018 πρωτόδικες προτάσεις τους, προκύπτει ότι, μολονότι κεφαλαιουχικές κατά το νομικό τους μανδύα, δεν υπήρχαν στεγανά μεταξύ τους, οι δε σχέσεις των τριών μετόχων ήταν σχέσεις εμπιστοσύνης. Εξάλλου, οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων είχαν γνώσεις οικονομικής διαχείρισης ναυτιλιακών επιχειρήσεων, πανεπιστημιακού επιπέδου, καθώς και σχετική μακροχρόνια εμπειρία, ως απασχολούμενοι στην πρώτη ενάγουσα-εκκαλούσα από το 1995 ο πρώτος και από το 1996 η δεύτερη, ενώ ο τρίτος εναγόμενος πατέρας τους ήταν μηχανικός πλοίων. Μπορούσαν, επομένως, οι δύο πρώτοι εναγόμενοι να παρέχουν και πράγματι παρείχαν στον πατέρα τους πληροφορίες για το εκάστοτε διαθέσιμο υπόλοιπο κάθε τραπεζικού λογαριασμού εκάστης εταιρίας, ώστε να καθίσταται εφικτό να αντιμετωπίζει οποιεσδήποτε δυσχέρειες τεχνικής φύσεως ανέκυπταν από την πολλαπλότητα των εταιριών και των λογαριασμών και να τους κινεί αφαιρώντας χρήματα προς ίδιον όφελος και των συνεναγομένων, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους λοιπούς μετόχους. Υπό αυτή την έννοια η διευκόλυνση, που του παρείχαν ήταν προεχόντως υλική, αφού αποσκοπούσε στην υπέρβαση φυσικών εμποδίων και εκδηλωνόταν κυρίως με θετικές ενέργειες, ήτοι την παροχή πληροφοριών, την εκτέλεση των εντολών πληρωμής κ.αλ., αλλά και με παραλείψεις, αφού, όπως οι ενάγουσες υποστηρίζουν, ουδέποτε ενημέρωσαν τους λοιπούς μετόχους τους, συγκαλύπτοντας έτσι την εγκληματική δραστηριότητα του πατέρα τους, παρά την συνδρομή στο πρόσωπο τους ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης αποτροπής της τέλεσης της πράξης της υπεξαίρεσης, προκύπτουσας από τη συμβατική σχέση τους με το νομικό πρόσωπο της πρώτης εγκαλούσας. Πέραν όμως της υλικής συνδρομής τους, οι εν λόγω εναγόμενοι παρείχαν στον αυτουργό εναγόμενο πατέρα τους και ψυχική συνδρομή, αφού η καθοδήγηση του πατέρα τους με την παροχή πληροφοριών για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος του και η συγκάλυψη εκ μέρους τους των παράνομων ενεργειών του, συνιστούσε ασφαλώς επιδοκιμασία εκ μέρους τους της αξιόποινης συμπεριφοράς του και επομένως, ενίσχυε την εγκληματική απόφαση του τρίτου εναγομένου αυτουργού και τον διευκόλυνε να υπερνικήσει οποιεσδήποτε επιφυλάξεις του, ως προς τον τρόπο τέλεσης της υπεξαίρεσης, με την επιλογή λογαριασμού με επαρκές διαθέσιμο υπόλοιπο για την εκτέλεση κάθε συγκεκριμένης εντολής πληρωμής. Επισημαίνεται ότι η συνδρομή των δύο πρώτων εναγομένων δεν συνίστατο και στην παροχή πλήρους διαχειριστικής πρόσβασης στους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους οποίους εκταμιεύθηκαν τα χρήματα, καθόσον ο τρίτος εναγόμενος, …….., ως έχων την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου εκάστης ενάγουσας-εκκαλούσας είχε τη γενική διοίκηση καθεμιάς εταιρίας και όλες τις διαχειριστικές εξουσίες χωρίς κανέναν περιορισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού εκάστης, που προαναφέρθηκαν, αφού δεν προκύπτει ότι σ’αυτές είχε τεθεί οποιαδήποτε ειδική εξαίρεση με απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου. Τη διαχειριστική του εξουσία εν τοις πράγμασι δεν περιόριζε ούτε η σχετική με τις αρμοδιότητες του ταμία διάταξη του εσωτερικού κανονισμού εκάστης ενάγουσας-εκκαλούσας, αφού τα πιστωτικά ιδρύματα που τηρούσαν τους λογαριασμούς από τους οποίους εκταμιεύθηκαν τα χρήματα εκτελούσαν τις εντολές του χωρίς να απαιτούν προσυπογραφή τους και από τον ταμία των εναγουσών εταιριών, ………… Το γεγονός όμως της πλήρους πρόσβασης του τρίτου εναγομένου στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγουσών, δεν αναιρεί την συνδρομή των εναγομένων τέκνων του στην τέλεση απ’αυτόν του αδικήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ούτε την καθιστά μη απαραίτητη, μήτε πρόσφορη για την διάπραξη της υπεξαίρεσης. Και τούτο διότι από τη στιγμή που η παρασχεθείσα βοήθεια στη συγκεκριμένη περίπτωση αξιοποιήθηκε από τον τρίτο εναγόμενο αυτουργό, ο οποίος κατ’ αποτέλεσμα διευκολύνθηκε και ενισχύθηκε στη διάπραξη των παράνομων πράξεων του, δεν ασκεί έννομη επιρροή, κατά τα ρηθέντα στην οικεία μείζονα σκέψη, αν ο δράστης θα μπορούσε και μόνος του, χωρίς δηλαδή τη βοήθεια των συνεργών τέκνων του, να τελέσει το έγκλημα ή να το τελέσει εξίσου καλά. Εν προκειμένω, κρίσιμο είναι ότι η βοήθεια των τέκνων του τρίτου εναγομένου ενδυνάμωσε την απόφαση του, ως αυτουργού και ενίσχυσε τους όρους από τους οποίους εξαρτάτο η επιτυχής έκβαση της παράνομης δραστηριότητας του και έτσι επετεύχθη ευχερέστερα το εγκληματικό αποτέλεσμα, οπότε οι εκτιθέμενες συμμετοχικές πράξεις του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων καθίστανται αξιόποινες και στοιχειοθετούν αδικοπρακτική συμπεριφορά με την μορφή της απλής συνέργειας, επειδή ακριβώς αξιοποιήθηκαν τελικά πριν και κατά την τέλεση της κύριας άδικης πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, καθόσον χωρίς την συνδρομή τούτων, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της υπεξαίρεσης κατ’εξακολούθηση υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή των εναγομένων συνεργών ήταν αποφασιστική για την τέλεση των περιγραφόμενων ανωτέρω μερικότερων πράξεων του εναγομένου αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκαν, συντρέχοντος αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των συμμετοχικών πράξεων των εναγομένων συνεργών και της κύριας πράξης του τρίτου εναγομένου.

Σημειωτέον ότι οι πρώτος και τρίτος των εναγομένων έχουν παραπεμφθεί αμετάκλητα με το υπ’ αριθ. 307/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας συνολικά το ποσό των 120.000 €, που περιήλθε στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο και τους είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητας τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, τελεσθείσας κατά συναυτουργία και κατ΄ εξακολούθηση, όσον αφορά την παράνομη ιδιοποίηση του ποσού των 286.935 ευρώ, που βρισκόταν στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας – εκκαλούσας εταιρείας, ως και του ποσού των 277.500 ευρώ, που βρισκόταν στο ταμείο της δεύτερης ενάγουσας – εκκαλούσας, για τις επίδικες αγοραπωλησίες των αναφερομένων αυτοκινήτων, ενώ όσον αφορά τις λοιπές επίδικες πράξεις ιδιοποίησης των αναφερομένων ποσών από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγουσών – εκκαλουσών εταιρειών, με το υπ’ αριθ. 409/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, οι εναγόμενοι έχουν παραπεμφθεί αμετάκλητα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικαστούν, ο μεν τρίτος των εναγομένων, για την αξιόποινη πράξη της εξακολουθητικής υπεξαίρεσης αντικειμένου, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και είχε ιδιαίτερα μεγάλη αξία, υπερβαίνουσα συνολικά τις εκατόν είκοσι χιλιάδες ευρώ (120.000 €), οι δε πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, για να δικαστούν ως υπαίτιοι απλής συνέργειας πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της άδικης πράξης της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, που διέπραξε ο πατέρας τους, κατ’ ορθό χαρακτηρισμό της κατηγορίας, ως προς αυτούς, με το υπ’αριθμ.35/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς.

Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η δεύτερη των εναγομένων δεν είχε την ιδιότητα της οικονομικής διευθύντριας της πρώτης ενάγουσας, παρά μόνο της διευθύντριας πληρωμάτων και απασχολούνταν σ’αυτήν, ως υπάλληλος γραφείου, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης των εναγομένων, που πλήττει την κρίση αυτή της εκκαλουμένης, καθώς και την απόρριψη της αγωγής, ως προς αυτήν, κατά την θεμελίωση της σε συνέργεια της,  ένεκα αοριστίας, αντί, ως ουσιαστικά αβάσιμης, καθώς επίσης ο πρώτος πρόσθετος λόγος αυτής, που πλήττει την απόρριψη της αγωγής ομοίως, ως αόριστης, κατά το μέρος που στρέφεται σε βάρος του πρώτου εναγομένου, ως συνεργού του τρίτου εναγομένου, ερειδόμενοι επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι δεν στοιχειοθετείται αδικοπρακτική ευθύνη της δεύτερης και του πρώτου των εναγομένων, πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο της έφεσης των εναγομένων, που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα έκρινε ότι ο τρίτος εναγομένος ασκούσε την διοίκηση των εναγουσών εταιρειών και ενεργούσε τις επίδικες διαχειριστικές πράξεις εν αγνοία των λοιπών μετόχων-μελών του διοικητικού τους συμβουλίου, ενώ όλοι ασκούσαν εν τοις πράγμασι την διαχείριση τους και γνώριζαν ότι διατίθεντο τα χρηματικά διαθέσιμα των εναγουσών – εκκαλουσών – εφεσιβλήτων εταιρειών για την κάλυψη προσωπικών και οικογενειακών δαπανών των μετόχων με απευθείας καταβολές σε τρίτους, που αφαιρούνταν από το ποσό που δικαιούνταν κάθε μέτοχος, ως μέρισμα, απορρίπτοντας τους σχετικούς αρνητικούς ισχυρισμούς τους, κρίνεται απορριπτέος, ανεξαρτήτως της εγγενούς αοριστίας του, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται περαιτέρω ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά που τους προσάπτουν με την αγωγή οι ενάγουσες ότι υπεξαίρεσαν, αφορούν είτε σε εταιρικές δαπάνες, είτε σε προσωπικές δαπάνες που καταγράφονταν στη λογιστική καρτέλα ενός εκάστου εξ αυτών και καταλογίζονταν στη συνέχεια στο μέρισμα που ο τρίτος εναγόμενος δικαιούνταν, κατόπιν σχετικής κοινής συμφωνίας όλων των μετόχων των εταιρειών και πάγιας πρακτικής που ακολουθούνταν και για τους λοιπούς μετόχους. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα έσοδα της πρώτης ενάγουσας προέρχονταν από τη ναύλωση των πλοίων διαχείρισης της και εμβάζονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών, ότι από τα έσοδα των εταιρειών καλύπτονταν οι υποχρεώσεις της κάθε πλοιοκτήτριας εταιρείας, αλλά και της διαχειρίστριας αυτών εταιρείας και αφού τακτοποιούνταν οι υποχρεώσεις σε επίπεδο ομίλου, τα χρηματικά ποσά που απέμεναν ως κέρδος διανέμονταν στους μετόχους, ως μέρισμα, όχι χωριστά από την κάθε πλοιοκτήτρια εταιρεία, αλλά σε επίπεδο ομίλου, από την πρώτη ενάγουσα, δεδομένου ότι οι μέτοχοι των εταιρειών έως την 9.8.2016 ταυτίζονταν. Ότι τα μερίσματα διανέμονταν σταδιακά, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο προέκυπταν κέρδη (ως προ-μέρισμα), με την καταβολή, σε εβδομαδιαία βάση, προς κάθε μέτοχο, χρηματικού ποσού της τάξεως των 1.000-3.000€. Ότι τα κέρδη της μιας εταιρείας του ομίλου, που θα έπρεπε να καταβληθούν ως μέρισμα, πολλές φορές δεν διανέμονταν, αλλά χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη ζημιών που εμφάνιζε κάποια άλλη εταιρεία του ομίλου ή παρέμεναν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιρειών για τη δημιουργία αποθεματικών ή όταν επρόκειτο να γίνει αγορά πλοίου χρηματοδοτείτο η σύσταση μίας νέας πλοιοκτήτριας εταιρείας. Τέλος δε, ότι αντί να διανεμηθεί το μέρισμα με καταβολή μετρητών, οι εταιρείες πολλές φορές κατέβαλλαν διάφορα χρηματικά ποσά για την κάλυψη προσωπικών υποχρεώσεων των μετόχων ή των μελών της οικογενείας τους και ότι με τον τρόπο αυτόν, όπως ενδεικτικά αναφέρουν, αποκτήθηκαν και από τους τρεις μετόχους τρία πολυτελή αυτοκίνητα τζιπ, τύπου Porsche Cayenne. Διατείνονται δε ακόμη οι εναγόμενοι ότι τα χρηματικά ποσά, που καταβάλλονταν σε κάθε μέτοχο ή μέλος της οικογενείας του, καταγράφονταν στις λογιστικές καρτέλες, που τηρούνταν τόσο για τους μετόχους όσο και για μέλη της οικογενείας τους, καθώς και στο λογιστικό πρόγραμμα “…….”, που διαχειριζόταν το λογιστήριο της πρώτης ενάγουσας, ώστε να ελέγχεται στο τέλος κάθε χρονιάς το συνολικό ποσό, που έχει λάβει έκαστος εξ αυτών και να αφαιρείται από το μέρισμα, που δικαιούνταν να λάβει σε επίπεδο ομίλου. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων τυγχάνει καταρχήν αόριστος, καθώς δεν προσδιορίζεται ειδικότερα το μέρισμα, που δικαιούνταν και εκείνο που τελικά εισέπραττε ο τρίτος εναγόμενος καθ’ έκαστο έτος του επίδικου διαστήματος, κατόπιν του επικαλούμενου καταλογισμού των προσωπικών δαπανών του ιδίου και των συνεναγομένων του, καθώς και ποία εκ των αγωγικών κονδυλίων καταλογίστηκαν στα μερίσματα που εισέπραξε, ως προσωπικές δαπάνες των εναγομένων, ενώ έρχεται σε αντίθεση και με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, που καταρτίζονταν για τις ενάγουσες και προσκομίζονται από τους εναγόμενους, στις οποίες αποτυπώνονται ισόποσα για όλους τους μετόχους διανεμηθέντα μερίσματα, κατά το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στις ενάγουσες εταιρείες. Πέραν δε της ασάφειας και αοριστίας του, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται και κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι, προς απόδειξη των όσων ισχυρίζονται, επικαλούνται και προσκομίζουν αποσπάσματα των παραρτημάτων, που επισυνάπτονται στην πρόχειρη έκθεση διαχειριστικού ελέγχου, που διενεργήθηκε από την προμνησθείσα εταιρεία ορκωτών ελεγκτών, τα οποία αφορούν στα έτη 2015 και 2016 και από τα οποία πράγματι προκύπτει η σταδιακή καταβολή των μερισμάτων στους μετόχους, με τακτικές προς αυτούς καταβολές χρηματικών ποσών, δύο ή τρεις φορές κάθε μήνα, καθώς και η μεταφορά χρηματικών ποσών προς πληρωμή ατομικών φορολογικών υποχρεώσεων των μετόχων (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος κ.αλ.), ενώ αποδεικνύονται και ορισμένες καταβολές προς μέλη της οικογένειας των μετόχων με την αιτιολογία «μέρισμα», χωρίς τα ίδια να έχουν την ιδιότητα του μετόχου. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους αποσπάσματα των παραρτημάτων, που επισυνάπτονται στην πρόχειρη έκθεση διαχειριστικού ελέγχου του ………………. και αντλήθηκαν από τις κινήσεις των λογαριασμών της πρώτης ενάγουσας, προκύπτει κατά το επίδικο διάστημα η πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων του ……… το έτος 2015, συνολικού ποσού 3.154,89€, η καταχώριση τριών επιταγών στο όνομα του ιδίου, στις 4.7.2013, 18.7.2013, 25.7.2013, ποσού εκάστης 9.500 €, μεταφορές σε τραπεζικό λογαριασμό του ……….., στις οποίες δεν προκύπτει η αιτιολογία, στις 8.5.2015, 22.7.2015 και 16.12.2015, συνολικού ποσού 5.000 €, χρέωση επιταγής ποσού 2.778 €, στις 21.11.2012, στο όνομα του ………… και τρεις μεταφορές σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου στις 29.4.2015, 28.5.2015 και 26.6.2015, συνολικού ποσού 591,93€, μία πληρωμή ΕΝΦΙΑ στο όνομα της …………., στις 29.10.2015, ποσού 732,54€, χρέωση επιταγής ποσού 10.000€ στο όνομα του …………, ποσού 10.000 €, μεταφορές σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου, στις 17.4.2015, 29.4.2015, 28.5.2015 και 26.6.2015, συνολικού ποσού 6.029,65€, εκ των οποίων οι τρεις έχουν την αιτιολογία «μέρισμα» και χρέωση επιταγής ποσού 10.000 € στις 15.6.2012, στο όνομα της ………….. Σημειωτέον, ότι οι εγγραφές, που αφορούν στο διάστημα πριν το έτος 2015, προκύπτουν από έγγραφα, που βρίσκονται στην κατοχή των εναγομένων, οι οποίοι ωστόσο δεν δικαιολογούν την επιλεκτική κατοχή εγγράφων εκ του λογιστικού αρχείου των εναγουσών εταιρειών, που αναφέρονται στο κρίσιμο διάστημα  και μάλιστα αφορούν τους λοιπούς μετόχους και μέλη της οικογένειας τους, ενώ δεν φαίνεται να κατέχουν κανένα έγγραφο, που να αποτυπώνει κάποια από τις επίδικες καταβολές προσωπικών υποχρεώσεων των ιδίων προς τρίτα πρόσωπα. Εξάλλου, από τα ίδια αποσπάσματα των παραρτημάτων, που επισυνάπτονται στην εν λόγω έκθεση διαχειριστικού ελέγχου, προκύπτει και η ανάληψη χρηματικών ποσών σε μεταγενέστερο του επιδίκου διάστημα, ήτοι μετά την αλλαγή των προσώπων που διοικούσαν την πρώτη ενάγουσα, που όμως δεν προκύπτει ότι αφορούν εξωεταιρικές συναλλαγές των νέων εκπροσώπων και μετόχων συγγενών τους, ούτως ώστε δεν συνάγεται επιχείρημα εξ αντιδιαστολής υπέρ των εναγομένων, ως αβασίμως ισχυρίζονται. Οι εκ των μετόχων των εταιρειών, ………..και ….. ., εξεταζόμενοι ενώπιον του Α΄ Ανακριτή Πλημμελειοδικών Πειραιά, στα πλαίσια της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε σε βάρος των εναγομένων με την παραγγελία κύριας ανάκρισης, κατόπιν της με ΑΒΜ ……….. μήνυσης της πρώτης και δεύτερης των εναγουσών και της με ……… μήνυσης όλων των εναγουσών, ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, αρνήθηκαν κατηγορηματικά το γεγονός της μεταξύ τους συμφωνίας για την πραγματοποίηση αγορών και πληρωμών για προσωπικούς σκοπούς του κάθε μετόχου και τον μεταγενέστερο  καταλογισμό των δαπανηθέντων χρηματικών ποσών στα μερίσματα, που δικαιούνταν και υποστήριξαν ότι αγνοούσαν όλες τις ως άνω αναφερόμενες συναλλαγές των εναγομένων, τις οποίες άλλωστε διαπίστωσαν μετά τον γενόμενο έλεγχο. Οι καταθέσεις τους αυτές δεν αναιρέθηκαν με την από 13.4.2021  με ΑΒΜ ……….. έγκληση του ………. σε βάρος των εναγομένων περί εξαπάτησης του ως προς τα δικαιούμενα από αυτόν μερίσματα με αντίστοιχη ζημία του, όπου αναφέρεται στην πρακτική τελικής εκκαθάρισης και διανομής των μερισμάτων στις 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους με αφαίρεση των ποσών των μερισμάτων, που σταδιακά είχε εισπράξει κάθε μέτοχος, καθόσον τούτο ουδόλως ενέχει παραδοχή περί συμφωνίας πληρωμής προσωπικών και οικογενειακών δαπανών των μετόχων και καταλογισμού τους στο μέρισμα που τους αναλογούσε, ως αβασίμως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της έφεσης τους, προς επίρρωση του ισχυρισμού τους ότι τα φερόμενα ως υπεξαιρεθέντα ποσά έχουν αφαιρεθεί από τα αναλογούντα μερίσματα, απορριπτομένου τούτου, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Εκ του συνόλου των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι στα λογιστικά βιβλία της πρώτης ενάγουσας ουδόλως καταχωρίζονταν συστηματικά και κατά πάγια πρακτική προσωπικές δαπάνες των μετόχων της, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, το αντίθετο δε ουδόλως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες καταχωρίσεις χρεώσεων στο όνομα των μετόχων ….. και …… και των προαναφερόμενων συγγενών τους, καθώς πρόκειται για περιορισμένες καταχωρίσεις, που αφορούσαν, παρεκτός λήψη μερίσματος, κυρίως φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους, που σχετίζονταν με την επιχειρηματική δραστηριότητα τους και όχι προσωπικές δαπάνες τούτων για αγορά αγαθών και λήψη υπηρεσιών τρίτων προσώπων, όπως οι επίδικες. Σε κάθε περίπτωση, οι χρεώσεις αυτές καταγράφονταν επισήμως στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, αφού τα σχετικά παραστατικά καταχωρίζονταν και λάμβαναν αύξοντα αριθμό εγγραφής και τελούσαν εν γνώσει του τρίτου εναγομένου. Όσον αφορά όμως τις πληρωμές προσωπικών δαπανών των εναγομένων, εκ της απουσίας του αρχείου του λογιστηρίου για τα έτη στα οποία αφορούν οι επίδικες πράξεις, δεν επιτρέπεται μεν η άμεση εξακρίβωση της καταχώρισης ή μη των επίδικων χρεώσεων και πιστώσεων στις αντίστοιχες λογιστικές καρτέλες της εταιρείας, πλην όμως από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύεται ότι οι επίδικες συναλλαγές των εναγομένων, ενόψει και του μεγάλου όγκου και του άσχετου αντικειμένου τους με τους εταιρικούς σκοπούς και την δραστηριότητα των εναγουσών εταιρειών, δεν καταχωρίζονταν στις λογιστικές καρτέλες, όπως αβασίμως οι ίδιοι ισχυρίζονται, αλλά διαπιστώθηκαν το πρώτον από τις ενάγουσες μετά την αλλαγή της διοίκησης της πρώτης εξ αυτών και τον διαχειριστικό έλεγχο που διενεργήθηκε, αλλά και τον έλεγχο των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των εναγουσών σε συνδυασμό με τις εντολές πληρωμής του τρίτου εναγομένου, αντίγραφα των οποίων, κατόπιν αίτησης τούτων, τους χορηγήθηκαν από τις συνεργαζόμενες τράπεζες. Το ως άνω αποδεικτικό πόρισμα δεν αναιρείται από τις ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, καθώς ο μεν ………………., δεν έχει άμεση αντίληψη, ούτε καταθέτει για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο δε ……………, αναφέρεται μεν στον τρόπο τήρησης του λογιστηρίου της διαχειρίστριας εταιρείας και επιβεβαιώνει την καταγραφή των προσωπικών δαπανών των μετόχων στις λογιστικές καρτέλες, που τηρούνταν στο όνομα τους και τον εκ των υστέρων καταλογισμό των δαπανών αυτών στο δικαιούμενο από τον τρίτο εναγόμενο μέρισμα, πλην όμως αφενός, ως προσωπικές δαπάνες, στις οποίες αναφέρεται ο μάρτυρας δεν μπορούν να θεωρηθούν και οι αγορές και μεταπωλήσεις αυτοκινήτων, ούτε οι καταβολές προς τρίτα πρόσωπα, που δεν σχετίζονταν με τις εταιρείες, μήτε οι χρηματοδοτήσεις άλλων εταιρειών, αφετέρου η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν είναι σαφής και κατηγορηματική, αλλά ενδοιαστική σχετικά με τις επίδικες παράνομες ενέργειες, για τις οποίες συγκεκριμένα αναφέρεται: «απ΄ ότι θυμάμαι τα ποσά που καταλογίζονται στην οικογένεια ………….., έχουν καταγραφεί στις εν λόγω λογιστικές καρτέλες και έχουν αφαιρεθεί από τα μερίσματα που ο ………………. δικαιούταν την κάθε χρονιά». Οι εναγόμενοι προβάλουν επίσης ως επιχείρημα υπέρ του ισχυρισμού τους ότι όλες οι παραπάνω οικονομικές συναλλαγές  γίνονταν εν γνώσει των υπολοίπων μελών της διοίκησης/μετόχων των εταιρειών, καθώς κάθε χρόνο κοινοποιούνταν σε αυτούς οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, που συντάσσονταν στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης για τον όμιλο των εταιρειών από πιστοποιημένες εταιρείες ορκωτών λογιστών/συμβούλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι καταστάσεις αυτές δεν αποτελούν τεκμήριο της επικαλούμενης από τους εναγόμενους διαφάνειας στην οικονομική διαχείριση των εταιρειών, καθώς ο σχετικός έλεγχος δεν αποκλείει την ύπαρξη εκούσιου ή ακούσιου σφάλματος κατά την απεικόνιση της οικονομικής θέσης, των οικονομικών επιδόσεων και της αιτιολογίας των ταμειακών ροών των εταιρειών, δοθέντος ότι η διαδικασία του ελέγχου γίνεται κυρίως με αντιπαραβολή των οικονομικών καταστάσεων με τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία των εταιρειών, τα οποία τηρούνται με ευθύνη της εκάστοτε διοίκησης και στα οποία εν προκειμένω δεν καταχωρούνταν οι επίδικες δοσοληψίες. Επίσης, το γεγονός ότι ο κάθε ένας εκ των τριών μετόχων διευθυντών των εταιρειών είχε την εξουσία να κινεί μόνος του, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, τους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιρειών, όπως προκύπτει από το από 31.8.2010 πρακτικό δ.σ. της πρώτης ενάγουσας, το από 31.8.2010 πρακτικό δ.σ. της δεύτερης ενάγουσας, το από 28.7.2007 πρακτικό δ.σ. της τρίτης ενάγουσας και το από 27.8.2007 πρακτικό δ.σ. της τέταρτης ενάγουσας, κατά μείζονα δε λόγο να ενημερώνεται για την κίνηση αυτών, δεν συνεπάγεται ούτε ότι έκαστος εξ αυτών είχε την εξουσία χρήσης των διαθεσίμων των λογαριασμών για αιτίες, που δεν σχετίζονταν με τη λειτουργία και τον σκοπό των εταιρειών, ούτε ότι όλες οι επί μέρους κινήσεις των λογαριασμών και η πραγματική αιτία αυτών τελούσαν εν γνώσει των λοιπών μελών της διοίκησης, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, επεδείκνυαν εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του τρίτου εναγομένου, επί σειρά ετών συνεργάτη τους, στον οποίον, ως πρόεδρο και δ/ντα σύμβουλο των εταιρειών, είχαν αναθέσει την οικονομική διαχείριση των εναγουσών εταιρειών. Όσον αφορά δε την απόκτηση των τριών πολυτελών αυτοκινήτων τύπου Porsche Cayenne από έκαστο των μετόχων, αυτή έγινε κατόπιν κοινής συμφωνίας αυτών και αντί είσπραξης χρηματικού μερίσματος και όχι με τον τρόπο που αγοράστηκαν τα επίδικα αυτοκίνητα, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, με σκοπό την μεταπώληση τους και την ιδιοποίηση των χρημάτων των ως άνω εναγουσών εταιρειών, που αφαιρέθηκαν αντίστοιχα από τα ταμεία τους, προς αποκόμιση παράνομου περιουσιακού οφέλους από τους εναγομένους, εν αγνοία των λοιπών μετόχων και χωρίς να καταλογίζεται το τίμημα των οχημάτων, όπως και το κόστος των προσωπικών υποχρεώσεων τους, που πληρώθηκαν με χρήματα των εναγουσών εταιρειών, στα μερίσματα που τους αναλογούσαν, ως αβασίμως ισχυρίζονται. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε τους κρινόμενους ισχυρισμούς των εναγομένων, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν παραποίησε το περιεχόμενο της έκθεσης διαχειριστικού ελέγχου της εταιρείας «……………..», ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, με τις αιτιάσεις που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της έφεσης τους και συμπληρωματικά με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής και συνεπώς πρέπει, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η σχετική αιτιολογία της εκκαλουμένης με την παρούσα (534ΚΠολΔ), να απορριφθούν ο πέμπτος και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος της έφεσης τους, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Απορριπτέο κρίνεται και το επικουρικό αίτημα διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, που επαναφέρεται με τον ένατο λόγο της έφεσης των εναγομένων, προκειμένου όπως υποστηρίζουν, να διαπιστωθεί αν έχουν αλλοιωθεί τα αρχεία του λογιστηρίου, που βρίσκεται στα χέρια των εναγουσών, ότι έχουν καταχωρηθεί όλες οι επίδικες χρεώσεις και εγγραφές, ότι υπάρχουν στο λογιστήριο τα σχετικά παραστατικά, ότι τηρούνταν λογιστικές καρτέλες, που καταχωρούνταν οι ένδικες προσωπικές δαπάνες και ότι οι γενόμενες πληρωμές αφαιρούνταν από τα διανεμητέα μερίσματα, εν κατακλείδι ζητούν πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να διαπιστωθεί αν έχει απωλεσθεί το λογιστήριο και αν συμβαίνει αυτό, με αντικείμενο την ανασύσταση του λογιστηρίου. Με τέτοιο περιεχόμενο το εν λόγω αίτημα ερειδόμενο επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι το λογιστήριο βρίσκεται στα χέρια και τον έλεγχο των εναγουσών με αποκλεισμό των ίδιων, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, έχουν αλλοιώσει τα αρχεία του, καθίσταται απορριπτέο, ως ουσιαστικά αβάσιμο, αφού, όπως αποδείχθηκε, δεν έχουν παραδώσει οι εναγόμενοι στις ενάγουσες τα λογιστικά αρχεία των ετών 2010, 2011, 2012 και 2013, γεγονός που επιρρωνύεται και από την έκθεση έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου, που διενεργήθηκε για λογαριασμό των εναγουσών υπό την νέα διοίκηση από την ανωτέρω εταιρεία, όπου  σημειώνεται ότι δεν τέθηκε στη διάθεση της ελέγχουσας εταιρείας το μηχανογραφικό αρχείο της ελεγχόμενης εταιρείας (πρώτης ενάγουσας) για τη χρονική περίοδο από 1.1.2010 έως 31.12.2013, ούτε και αντίγραφα καταστάσεων των αναφερόμενων σε αυτήν τραπεζικών λογαριασμών. Όσον αφορά την διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για την διακρίβωση της απώλειας του λογιστηρίου και την ανασύσταση του από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα, το σχετικό αίτημα δεν παρίσταται νόμιμο, ως άνευ αντικειμένου. Ένεκα τούτων, καθόσον περαιτέρω το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση για τα κρίσιμα ζητήματα της τέλεσης από τους εναγομένους αδικοπραξίας και της ζημίας που προκλήθηκε στις ενάγουσας εξαιτίας αυτής, από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να απαιτούνται γι’αυτό ιδιάζουσες γνώσεις λογιστικής επιστήμης, το αίτημα διεξαγωγής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το σχετικό αίτημα, δεν έσφαλε και πρέπει, αφού συμπληρωθεί και αντικατασταθεί η σχετική αιτιολογία του με την παρούσα (534ΚΠολΔ), να απορριφθούν οι αντίθετες αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στον ένατο λόγο της έφεσης των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβάσιμες.

Εκ της εκτιθέμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, προκλήθηκε ζημία στις ενάγουσες εταιρείες, συνδεομένη αιτιωδώς με την συμπεριφορά τους, που ανέρχεται για την πρώτη ενάγουσα στο ποσό των 579.009 ευρώ, για την δεύτερη στο ποσό των 377.500 ευρώ, για την τρίτη ενάγουσα στο ποσό των 111.318,81 ευρώ και για την τέταρτη τούτων στο ποσό των 118.869,02 ευρώ, που πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να καταβάλουν σ’αυτές αντίστοιχα προς αποκατάσταση της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι ο μεν τρίτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των εναγουσών εταιρειών προκάλεσε με τις πράξεις του, που δεν αποτελούσαν πράξεις συνήθους διαχείρισης των υποθέσεων των εταιρειών και βρίσκονταν εκτός του πλαισίου, που καθορίζει ο καταστατικός σκοπός εκάστης των εναγουσών, στην πρώτη ενάγουσα ζημία συνολικού ύψους 162.049 €, στη δεύτερη ενάγουσα ζημία ύψους 377.500 €, στην τρίτη ενάγουσα ζημία συνολικού ύψους 100.718,81€ και στην τέταρτη ενάγουσα ζημία συνολικού ύψους 117.779,02€, ο δε πρώτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα, προβαίνοντας με χρήματα αυτής στις ως άνω αγοραπωλησίες οχημάτων, ιδιοποιήθηκε παρανόμως και υπαιτίως το συνολικό ποσό των 202.948 €, προκαλώντας σ’αυτήν ισόποση ζημία, σε αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται ο ίδιος και ακολούθως, υποχρέωσε τον μεν πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των διακοσίων δύο χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ (202.948 €), τον δε  τρίτο των εναγομένων να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων σαράντα εννέα ευρώ (162.049 €), στη δεύτερη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (377.500 €), στην τρίτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (100.718,81€) και στην τέταρτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δύο λεπτών (117.779,02€), ως αποζημίωση, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης των εναγουσών, κατά το μέρος που αποδίδει στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια της παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 926ΑΚ για την ενοχή όλων των εναγομένων εις ολόκληρον και των συναφών αιτιάσεων που διαλαμβάνονται στους υπόλοιπους λόγους της έφεσης τους, καθώς και του έβδομου λόγου αυτής περί μη συνυπολογισμού εκ παραδρομής από την εκκαλουμένη στην επιδικαζόμενη αποζημίωση της τέταρτης ενάγουσας του ποσού των 1.090 ευρώ, που κρίθηκε βάσιμο, ως ουσιαστικά βασίμων και απορριπτομένων των αντίθετων υποστηριζομένων με την έφεση των εναγομένων και τους πρόσθετους αυτής λόγους, ως αβάσιμων κατ’ουσίαν.

Εξάλλου, το αίτημα των εναγομένων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως, κατ’άρθρο 250ΠολΔ, περί αναβολής της προκείμενης υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί των ως άνω μηνύσεων, που έχουν ασκήσει εναντίον τους οι ενάγουσες και επαναφέρεται με την έφεση τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαίο ούτε σκόπιμο να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι να περατωθεί η εκκρεμής ποινική διαδικασία για τις σε βάρος των εναγομένων αποδιδόμενες με τα ανωτέρω παραπεμπτικά βουλεύματα κατηγορίες, από δε τα προσκομισθέντα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έγγραφα της συναφούς ποινικής διαδικασίας, τα οποία συνεκτιμήθηκαν, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σε σχέση με την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων στην ένδικη διαφορά, σε κάθε δε περίπτωση η ποινική απόφαση δεν αναπτύσσει δέσμευση δεδικασμένου για την πολιτική δίκη αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που στηρίζουν την αστική αξίωση σε βάρος των εναγομένων και τις αποδεικτικές κρίσεις που περιέχει και εν κατακλείδι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρόκειται έτσι να διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία επί της βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, αλλά υφίσταται κίνδυνος παρέλκυσης της δίκης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε το υποβληθέν αίτημα, ορθά έκρινε, απορριπτομένων των διαλαμβανομένων αιτιάσεων στον δέκατο λόγο της έφεσης των εναγομένων, ως ουσιαστικά αβασίμων.

V. Κατ’ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης και πρόσθετοι, η έφεση των εναγομένων – εκκαλούντων και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, πρέπει να απορριφθούν κατ’ουσίαν και να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση των εναγουσών – εκκαλουσών, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τους αναφερόμενους λόγους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της για την ενότητα της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα στο ποσό των 579.009 ευρώ, στην δεύτερη το ποσό των 377.500 ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των 111.318,81 ευρώ και στην τέταρτη τούτων στο ποσό των 118.869,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας της αδικοπραξίας, των περιστάσεων τέλεσης της και των συνεπειών της, του βαθμού υπαιτιότητας των εναγομένων, της εν γένει συμπεριφοράς τους, της προσπάθειας απόκρυψης των περιουσιακών στοιχείων τους, με σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης των ένδικων αξιώσεων και της εν γένει οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μερών, πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος των αδικοπραγήσαντων εναγομένων-εκκαλούντων προσωπική κράτηση, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, διάρκειας δύο (2) μηνών στον καθένα. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας αναφορικά με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, που απορρίφθηκαν, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων-προσθέτως εκκαλούντων, ενώ σχετικά με την έφεση, που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών – εκκαλουσών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων-εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους (κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 παρ.1, 183, 189 παρ.1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, να διαταχθεί δε αφενός η εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκηση της απορριφθείσας εφέσεως παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και αφετέρου η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της γενομένης δεκτής έφεσης παραβόλου στις εκκαλούσες (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία διαδίκων τις ένδικες εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 14.12.2021 έφεση και τους από 8.7.2022 πρόσθετους λόγους των εναγομένων-εκκαλούντων.

Επιβάλλει σε βάρος των ανωτέρω εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του καταβληθέντος για την άσκηση της ανωτέρω εφέσεως παραβόλου.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 17.3.2022 έφεση των εναγουσών-εκκαλουσών.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ανωτέρω έφεσης παραβόλου στις εκκαλούσες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1854/2021 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 8.5.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει κατ’ουσίαν.

Υποχρεώνει τους εναγομένους – εφεσιβλήτους εις ολόκληρον να καταβάλουν στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των πεντακοσίων εβδομήντα εννέα χιλιάδων ευρώ και εννέα λεπτών (579.009 €), στην δεύτερη το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (377.500 €), στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των εκατόν έντεκα χιλιάδων τριακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (111.318,81 €) και στην τέταρτη τούτων το ποσό των εκατό δεκαοκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και δύο λεπτών (118.869,02 €), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη επίδοσης της αγωγής.

Απαγγέλει προσωπική κράτηση σε βάρος εκάστου των εναγομένων-εφεσιβλήτων διάρκειας δύο (2) μηνών.

Επιβάλλει στους εναγομένους – εφεσιβλήτουςς τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων (35.600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 30.6.2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 26 Οκτωβρίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ