Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 612/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης     612 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος εφεσιβλήτου ενάγοντος: …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Στέφα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της καθ’ης η κλήση εκκαλούσας εναγομένης: Της εδρεύουσας στην Αθήνα (……………..) και νόμιμα  εκπροσωπουμένης Μονοπρόσωπης Ανώνυμης Εταιρείας Αποζημιώσεων Ζημιών με την επωνυμία “……………”, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανάργυρο Κουτσούκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 19.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………../20.12.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 925/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή καθ’ολοκληρίαν δεκτή ως βάσιμη και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή του εξόφληση.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 4.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./4.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./4.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22ης.9.2022, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Ο ενάγων εφεσίβλητος με την από 9.6.2021 (με αυξ.αριθμ. εκθ.καταθ…………../9.6.2021) ασκηθείσα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κλήση του ζήτησε τον προσδιορισμό της συζήτησης της υπόθεσης σε συντομότερη δικάσιμο, προσδιορισθείσης στη συνέχεια της συζήτησης αυτής για τη δικάσιμο της 17ης.3.2022, όταν και η συζήτηση αναβλήθηκε από το πινάκιο για την αρχική δικάσιμο της 22ης.9.2022.

Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην ανωτέρω μετ’αναβολήν δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερόμενοι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 4.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../4.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./4.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης (πλέον μονοπρόσωπης) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας της ασκηθείσας ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 19.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/20.12.2019) αγωγής του εφεσιβλήτου, διώκουσας την καταβολή στον τελευταίο της οφειλόμενης αποζημίωσης λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου στο ασφαλισμένο στην εναγόμενη ταχύπλοο σκάφος, κυριότητάς του, σε βάρος της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, υπ’αριθμ.925/2021 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το αιτούμενο ποσό των 40.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, καταδικασθείσα επίσης και στη δικαστική του δαπάνη, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 1.630 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 4.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………/4.6.2021), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στις 12.5.2021 της εκκαλουμένης απόφασης στην εναγόμενη, που συντελέσθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος, ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία παραδεκτά εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 του ΚΠολΔ),

Ο ενάγων με την από 19.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………./20.12.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία είχε ασφαλίσει το αναφερόμενο στο δικόγραφο ταχύπλοο σκάφος του, να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ, ως αποζημίωσή του, λόγω της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (κλοπή του ανωτέρω σκάφους από τη θέση πλαγιοδέτησής του στο αλιευτικό καταφύγιο της Κορίνθου, όπου ναυλοχούσε προσωρινά), με το νόμιμο τόκο από τις 10.11.2015, επομένη της επέλευσης του κινδύνου, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 925/2021 οριστική απόφαση, η οποία, εφαρμόζοντας το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό δίκαιο, στο οποίο, όπως αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν, υπήχθη κατά ρητή συμβατική πρόβλεψη το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και απέρριψε τους προβληθέντες ισχυρισμούς της εναγομένης (αρνητικούς της βάσης της αγωγής και ενστάσεις) στη συνέχεια δέχθηκε αυτήν καθ’ολοκληρίαν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως αποζημίωσή του, λόγω της επέλευσης του επικαλούμενου ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής του ασφαλισμένου σκάφους του, το αιτούμενο ποσό των 40.000 ευρώ, στο οποίο έγινε δεκτό ότι ανέρχεται η εμπορική αξία του ως άνω σκάφους κατά το χρόνο της ουσιαστικής έναρξης της ασφάλισής του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του επιδικασθέντος ποσού, καθώς και το ποσό των 1.630 ευρώ ως δικαστική δαπάνη του ενάγοντος λόγω της ήττας της εναγομένης στη δίκη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη, ως εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης με την ένδικη έφεσή της για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδαφ.α΄του ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβλη­θεί (ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 1459/2014 ΤΝΠ Νόμος), ενώ η υποβολή των μερών σε ορι­σμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βούλησής τους. Εξάλλου, ταυ­τόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδαφ. α΄του ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμ­βουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I)», ο οποίος εφαρ­μόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυ­τού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009, αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19ης.6.1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρ­μόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (του Κανονισμού). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο από αμφότερους τους διαδίκους ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσης ασφαλιστικής σύμβασης του ταχύπλοου σκάφους του ενάγοντος στις διατάξεις και ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, όπως άλλωστε συνομολογήθηκε από τους διαδίκους στον πρώτο βαθμό και έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να πλήττεται από τον ενάγοντα με την έφεσή του. Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – Μ.Ι.Α. 1906»), όπως ίσχυε  πριν από την τροποποίησή του με το νόμο «Insurance Act 2015», που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφισή του στις 12.2.2015, ήτοι από τις 12.8.2016, στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύε­ται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους Άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερ­μηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφα­λιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκα­φών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονο­μασία «Institute Yacht Clauses 1.11.1985» (I.Y.C. 1.11.1985). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδρα­ματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρ­χει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλι­στα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφα­λίσεις και τυγχάνουν εφαρμογής στην επίδικη διαφο­ρά, ήτοι προ της τροποποίησής τους κατά τα προεκτεθέντα, ορίζονται τα εξής: 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφα­λισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφάλισης – άρθρο 1. Μ.Ι.Α. 1906). Σύμφωνα δε με τον κανόνα 9 του κεφαλαίου (παραρτήματος) του ίδιου πιο πάνω νόμου με τον τίτλο «Κανόνες για την Κατάρτιση Ασφα­λιστηρίων Συμβολαίων», ως κλοπή νοείται εκεί­νη που συνοδεύεται (διαπράττεται) από τη χρή­ση βίας, δηλαδή με άσκηση δύναμης ή την απειλή άσκησης δύναμης κατά προσώπων ή περιουσίας, και όχι η μη βίαιη ή λαθραία κλο­πή. Με τον παραπάνω πάντως κανόνα, με τον οποίο ορίζεται ο ασφαλιζόμενος στο τυπικό ασφαλιστήριο κίνδυνος, με τον όρο «κλοπή» δεν αποκλείεται η δυνατότητα να συμφωνηθεί, με πρόσθετο όρο στην οικεία ασφαλιστική σύμβαση, ο οποίος θα συμπληρώνει το πε­ριεχόμενο του τυπικού ασφαλιστηρίου, ότι ασφαλίζεται και η απλή κλοπή, η παράνομη δηλαδή ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, η οποία δεν συνοδεύεται από τη χρήση βίας (ΕφΠειρ 1592/1989 ΕΝΔ 18.64 και ΕφΠειρ 679/2006 ΤΝΠ Νόμος). 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο, έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί, σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται, σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποια­δήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και έκτου γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκου­σα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλι­στήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορί­ζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης ή προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγμα­τος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906). Μη αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο που δεν καθορίζει την αξία του αντικειμένου της ασφάλισης, αλλά υπό την επιφύλαξη του ορίου του ασφαλιζόμενου ποσού, αφήνει την ασφαλιστέα αξία να προσδιορισθεί μεταγενέστερα με τον τρόπο, που προσδιορίζεται ανωτέρω στο ίδιο νομοθέτημα (μη αποτιμημένο ασφαλιστήριο, άρθρο 28 Μ.Ι.Α.1906), η οποία, εν προκειμένω σε περίπτωση ολικής απώλειας του ασφαλιζόμενου σκάφους, ισούται με την εμπορική αγοραία αξία αυτού κατά το χρόνο έναρξης της ασφάλισης (άρθρο 16 Μ.Ι.Α.1906). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο (άρθρο 55 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής, είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει, να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνα «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα, της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα, άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων: Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σελ. 190 – 191). To βάρος απόδειξης ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος. 6) Η απώ­λεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μία πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ. 1-2 Μ.Ι.Α.1906). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα κατα­στρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανε­πανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57 Μ.Ι.Α. 1906). Όταν το πλοίο, που σχετίζεται με τη (ναυτική) περιπέτεια αγνοείται και μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος δεν έχουν ληφθεί νέα γι’αυτό μπορεί να τεκμαρθεί μία πραγματική ολική απώλεια (άρθρο 50 Μ.Ι.Α. 1906). Στη διάταξη του άρθρου 60 Μ.Ι.Α. 1906 ορίζονται τα ακόλουθα: «Ορισμός τεκμαρτής ολικής απώλειας. 1) Με την επιφύλαξη κάθε ρητής διάταξης του ασφαλιστηρίου, τεκμαρτή ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα εγκαταλείφθηκε ευλόγως επειδή η πραγματική ολική απώλεια αυτού φαινόταν αναπόφευκτη η επειδή η πραγματική ολική απώλεια αυτού δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί χωρίς την καταβολή δαπάνης, η οποία θα υπερέβαινε την αξία αυτού (ασφαλισμένου πράγματος) μετά την καταβολή της δαπάνης αυτής. 2) Ειδικότερα ολική τεκμαρτή απώλεια υφίσταται: i) Όταν ο ασφαλισμένος στερήθηκε την καταχή του πλοίου ή των αγαθών αυτού εξαιτίας της συνδρομής ασφαλισμένου κινδύνου  και α) είναι απίθανο να ανακτήσει το πλοίο ή τα αγαθά, ανάλογα με την περίπτωση ή β) το κόστος της ανάκτησης του πλοίου ή των αγαθών, ανάλογα με την περίπτωση, θα υπερβαίνει την αξία τους όταν αυτά ανακτηθούν ή ii) στην περίπτωση ζημίας στο πλοίο, όταν αυτό έχει ζημιωθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο τόσο, ώστε η δαπάνη επισκευής της ζημίας να υπερβαίνει την αξία του πλοίου ως επισκευασμένου… 7) Το ποσό, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας, ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κατά το δίκαιο αυτό, επί σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά την κάλυ­ψη του ασφαλισμένου κατά του κινδύνου απωλειών, οι οποίες είναι συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδι­ορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώ­νονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο. Περαιτέρω, το Αγγλικό Δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώ­τη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περι­πτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύ­ουν ειδικά επί των ασφαλιστικών συμβάσεων. Ειδικότερα, στους τελευταίους περιλαμβάνονται οι κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης κα­λής πίστης, που πρέπει να διέπει την ασφα­λιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δη­λώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δι­καίωμα να αποστεί της σύμβασης (to avoid the contract), στην περίπτωση που ο ασφαλι­σμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης και τα σχε­τικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφα­λιστικά βάρη. Ειδικότερα στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης («utmost good faith») και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί (may be avoided) από το άλλο μέρος». Η έννοια της «υπέρτατης καλής πίστης» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή από­κρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επί­γνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορι­σμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (ΕφΠειρ 143/2015 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Με την ως άνω διάταξη θεσπίζεται ρητά αμοιβαία υποχρέωση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για την επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστης εντός των πλαισίων της μεταξύ τους συναλλαγής, από του σταδίου των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της σύμβασης ναυτικής ασφάλισης μέχρι και μετά τη λήξη αυτής, περιλαμβανομένου του σταδίου της υποβολής απαίτησης εκ μέρους του ασφαλισμένου (βλ. υπόθεση ………… (1985) (1) (Lloyd’s Rep 437, ΕφΠειρ 9/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2009.123, Αρμ 2009.1377). Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της σύμβασης πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζομένης περιουσίας του και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνoυ που αναλαμβάνει για να κρίνει αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση.  Στην περίπτωση, κατά την οποία ο ασφαλιστής διόρισε ένα πραγματογνώμονα να επιθεωρήσει το προς ασφάλιση πλοίο, τότε όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που εξέθεσε ο πραγματογνώμονας – ιδιαίτερα αν λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος – στον ασφαλιστή λογίζονται σε γνώση του τελευταίου ακόμα και αν δεν τα είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ο ασφαλισμένος (………….. (1908) ΚΒ 863, βλ. επίσης ΕφΠειρ 1141/2004 ΠειρΝομ 2005.72, ΕΕμπΔ 2005.573, Αρμ.2005.1761, ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2005.409). Ειδικότερη έκφανση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης αποτελούν οι προβλεπόμενες στα άρθρα 18 και 20 Μ.Ι.Α. 1906 βασικές υποχρεώσεις (ασφαλιστικά βάρη), που γεννώνται στο πρόσωπο του ασφαλισμένου κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και προ της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης για προσυμβατικές ανακοινώσεις ουσιωδών περιστατικών και ακρίβεια γενομένων δηλώσεων. Ο ασφαλιστής βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην καλή πίστη του ασφαλισμένου να πληροφορηθεί τα περιστατικά, τα οποία προσδιορίζουν το χαρακτήρα και τη φύση του προτεινομένου προς ασφάλιση κινδύνου, προκειμένου να τον εκτιμήσει και ν’ αποφασίσει εάν θα τον αναλάβει ή όχι και έναντι ποίου ασφαλίστρου.  Πλέον ειδικότερα, στο άρθρο 18 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: «Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρω­θεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες πε­ριστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά την κανονι­κή πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του ήταν γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο. 2) Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώ­δες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4) Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε, είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση». Σύμ­φωνα δε, με το άρθρο 20 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 «1) Οποιαδήποτε ουσιώδης δήλωση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγ­μάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν εί­ναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να αποστεί (may avoid) από τη σύμβαση. 2) Η δήλωση εί­ναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσ­διορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανά­ληψη του κινδύνου». Τόσο δε η παράλειψη ανακοίνωσης (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, όσο και η ανα­ληθής δήλωση (misrepresentation) του άρ­θρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρί­ζες τους στην «υπέρτατη καλή πίστη», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεών τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτό­μενου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλι­στή, ο οποίος δικαιούται να αποστεί του συμ­βολαίου (Arnould’s Law of Marine Insurance 16 ™ ed (1981) P. 438, ΑΠ 308/2009, ΑΠ 1657/2006 ΕΝΔ 37.118 και ΕλλΔνη 49.1383 αντίστοιχα, ΕφΠειρ 350/2018, ΕφΠειρ 480/2014, ΕφΠειρ 530/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372). Με την πρώτη των προβλεπομένων στα άρθρα 18 και 20 (Μ.Ι.Α 1906) ειδικότερων αρχών για την παράλειψη ανακοίνωσης και την αναληθή δήλωση,  επιβάλλεται στον ασφαλισμένο το βάρος να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό είναι γνωστό σ’αυτόν, δοθέντος ότι θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών, που κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων θα έπρεπε να του είναι γνωστά. Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στην απόφαση ανάληψης του ασφαλιστικού κινδύνου ή προσδιορισμού του ασφαλίστρου, το οποίο και κρίνεται κατά περίσταση. Εξάλλου, με τη δεύτερη αρχή, οποιαδήποτε ουσιώδης, κατά τα ίδια ως άνω κριτήρια, δήλωση (παράσταση-δήλωση), που δίνεται από τον ασφαλισμένο στον ασφαλιστή (ή στον αντιπρόσωπο πράκτορά του), μέχρις την οριστικοποίηση του συμβολαίου, πρέπει να είναι αληθής. Ειδικότερα, ο ασφαλιστής δικαιούται να ακυρώσει, κατά τη διακριτική του ευχέρεια και χωρίς χρονικό περιορισμό, τη σύμβαση, ακόμα και μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, κατά κυριολεξία δε να αποφύγει (avoid) αναδρομικά τις συμβατικές υποχρεώσεις του, όπως εκείνη για πληρωμή του ασφαλίσματος, χωρίς άλλο τι (ΑΠ 308/2009, ΑΠ 1657/2006 ΕΝΔ 37.118 (ΕΕμπΔ ΞΑ.395) και ΕλλΔνη 49.1383, αντίστοιχα, ΕφΠειρ 530/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012.55).  Το δικαίωμα ακύρωσης εφόσον ασκηθεί έχει αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ως μη γενόμενη εξαρχής (ab initio) (βλ. Arnould’s Law of Marine Insurance 16 ™ ed (1981) P. 438, ΑΠ 308/2009, ΑΠ 1657/2006 ΕΝΔ 37.118 και ΕλλΔνη 49.1383 αντίστοιχα, ΕφΠειρ 530/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΑΥΔ 31.372) και γεννάται υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών προς επιστροφή των εκατέρωθεν παροχών, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εξαπάτησης ή δόλιας παραπλάνησης, οπότε το βλαπτόμενο μέρος δικαιούται να παρακρατήσει την παροχή του έτερου (άρθρο 84 Μ.Ι.Α. 1906). Τις ίδιες ακριβώς συνέπειες (ακυρώσιμη ασφαλιστική σύμβαση) έχει η εκ μέρους του ασφαλισμένου παράλειψη ανακοίνωσης (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, στον ασφαλιστή ουσιωδών περιστατικών κατά τις διαπραγματεύσεις προ της κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης, ως και η εκ μέρους αυτού εσφαλμένη ή πεπλανημένη δήλωση (misrepresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906 προς τον ασφαλιστή. Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το δικαίωμα ακύρωσης του ασφαλιστηρίου γεννάται αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπο του ασφαλιστού και όχι στο πρόσωπο αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν δύναται να προτείνει ακυρότητα της σύμβασης εξαιτίας δικής του παράνομης συμπεριφοράς (ΜονΕφΠειρ  858/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση, όμως, απαλλαγής του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του, λόγω παραβίασης της αρχής της υπέρτατης καλής πίστης από τον ασφαλισμένο, είτε επειδή ο τελευταίος απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία, όσον αφορά το αντικείμενο της ασφάλισης, είτε προέβη σε ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με αυτό, το βάρος απόδειξης της απόκρυψης (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων βαρύνει τον ασφαλιστή, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι: α) Το ουσιώδες στοιχείο υπήρχε κατά την περίοδο της σύναψης της σύμβασης, β) το γνώριζε ο ασφαλισμένος, γ) το εν λόγω στοιχείο αποκρύφθηκε και δ) η απόκρυψη του στοιχείου λειτούργησε παρελκυστικά και παρέσυρε τον ασφαλιστή στη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης με τους συμφωνημένους συγκεκριμένους όρους. Επίσης, ο ασφαλιστής, κατά τα προεκτεθέντα, φέρει το βάρος απόδειξης για ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου, που τον παρέσυραν στη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης (ΕφΠειρ 4/2013 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1141/2004 ΕΕμπΔ 2004.573). Επί των βάσει των ανωτέρω διατάξεων M.Ι.Α. κάθε ψευδής ουσιώδης δήλωση στερεί τον ασφαλισμένο από το δικαίωμα να διεκδικήσει ακόμη και την πραγματικά επελθούσα ζημία. Δε συνεπάγεται όμως άνευ ετέρου την ακύρωση της σύμβασης. Ο ασφαλιστής έχει τη διαζευτική δυνατότητα, είτε να τη θεωρήσει έγκυρη και να συνεχίσει να καλύπτει τον ασφαλισμένο, αρνούμενος όμως την πλρωμή ασφαλίσματος για τη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω έλλειψης καλής πίστης, είτε να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης ασφάλισης εξ υπαρχής (avoidance ab initio). Στην περίπτωση αυτή η σύμβαση τεκμαίρεται ότι δεν είχε ποτέ συναφθεί. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις  Μ.Ι.Α. 1906 έχουν εν πολλοίς αντικατασταθεί από το Δεύτερο Μέρος (παράγραφοι 2-8) του Νόμου περί Ασφάλισης του 2015 (Insurance Act 2015), ο οποίος εφαρμόζεται στις συμβάσεις ασφάλισης, που συνάπτονται στο πλαίσιο επαγγελματικής δραστηριότητας και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής και για το λόγο αυτό στην κρινόμενη περίπτωση.  Ο νόμος αυτός θεσπίζει το καθήκον δίκαιης δήλωσης του ασφαλισμένου (duty of fair presentation) κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, ενώ τα δικαιώματα του ασφαλιστή σε περίπτωση παραβίασης του ως άνω καθήκοντος από τον ασφαλισμένο ρυθμίζονται από το Πρώτο Μέρος του Πρώτου Παραρτήματος (παράγραφοι 2-6) του ως άνω νόμου.  Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, αν ο ασφαλισμένος παραβίασε το καθήκον της δίκαιης δήλωσης με δόλο ή αμέλεια, ο ασφαλιστής δύναται να αποστεί από τη σύμβαση, να αρνηθεί κάθε αξίωση του ασφαλισμένου, ενώ δεν ενέχει υποχρέωση επιστροφής των ασφαλίστρων, Αν δεν υπήρξε δόλος ή αμέλεια του ασφαλισμένου, πλην όμως ο ασφαλιστής δεν θα είχε συνάψει τη σύμβαση εάν δε συνέτρεχε η συγκεκριμένη παραβίαση, δύναται να αποστεί από τη σύμβαση και να αρνηθεί κάθε αξίωση του ασφαλισμένου, οφείλει όμως να επιστρέψει τα καταβληθέντα ασφάλιστρα. Το ανωτέρω δικαίωμα ακύρωσης της σύμβασης εξ υπαρχής (avoidance) δύναται να ασκηθεί με μονομερή απευθυντέα προς τον ασφαλισμένο δήλωση υπαναχώρησης του ασφαλιστή (by rescission) ακόμη και στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης. Συμπερασματικά οι έννομες συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος του ασφαλιστή να αποστεί από την ασφαλιστική σύμβαση αναδρομικά από τη σύναψή της (avoidance ab initio by rescission) εντός ή εκτός δίκης στις περιπτώσεις των παραγράφων 17,18 και 20 Marine Insurance Act 1906, όπως αυτές ίσχυσαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ιnsurance Act 2015 και στις περιπτώσεις των παραγράφων 2,3 και 4 του Πρώτου Παραρτήματος του Ιnsurance Act 2015 είναι η εξυπαρχής ακύρωση της σύμβασης (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω την εναγόμενη με αριθμ. πρωτ.335/14.9.2022 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου με θέμα το δικαίωμα του ασφαλιστή να αποστεί από την ασφαλιστική σύμβαση αναδρομικά από τη σύναψή της – avoidance ab initio by rescission – κατά το αγγλικό δίκαιο). Περαιτέρω, με το άρθρο 11 παρ.1 και 2 του Νόμου Περί Καταναλωτικών Ασφαλίσεων του έτους 2012 [Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012) εφεξής C.I.D.R.A. 2012], ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 6.4.2015 και εφαρμόζεται και στην κρινόμενη περίπτωση, καθώς πρόκειται περί σύμβασης καταναλωτικής ασφάλισης (ο ορισμός της οποίας δίνεται στο άρθρο 1 του νόμου αυτού ως μία ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ ενός φυσικού προσώπου, που συμβάλλεται ολοκληρωτικά ή κυρίως για σκοπούς άσχετους με την εμπορική του δραστηριότητα, την επιχείρηση, ή το επάγγελμά του και ενός προσώπου που διατηρεί ασφαλιστική επιχείρηση και καθίσταται μέρος της σύμβασης μέσω αυτής της επιχείρησης, ως «καταναλωτής» νοείται το φυσικό πρόσωπο, που συμβάλλεται σε σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης ή προτίθεται να το πράξει και ως «ασφαλιστής» το πρόσωπο που είναι  ή θα μπορούσε να καταστεί το έτερο μέρος σε μία σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης) καταργήθηκαν τα άρθρα 18, 19 και 20 Μ.Ι.Α. 1906 όσον αφορά αυτού του είδους τις ασφαλιστικές συμβάσεις. Επιπροσθέτως στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζονται τα εξής: «Ανακοίνωση (disclosure) και δηλώσεις (representations) πριν από τη σύμβαση ή την τροποποίησή της…2) Αποτελεί καθήκον του καταναλωτή να επιδείξει εύλογη φροντίδα (to take reasonable care) ώστε να μην προβεί σε ανακριβή δήλωση (misrepresentation) προς τον ασφαλιστή, 3)…4) Το καθήκον που προβλέπεται στην παράγραφο 2 αντικαθιστά κάθε καθήκον που σχετίζεται με ανακοινώσεις (disclosures) ή δηλώσεις (representations) από έναν καταναλωτή προς έναν ασφαλιστή, το οποίο υπήρχε υπό τις ίδιες περιστάσεις, πριν ο παρών Νόμος εφαρμοσθεί. 5) Συνεπώς α) κάθε κανόνας δικαίου περί του ότι μία σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης είναι τέτοια της υπέρτατης καλής πίστης (of the upmost good faith) τροποποιείται κατά την έκταση που απαιτείται από τις διατάξεις αυτού του Νόμου και β) η εφαρμογή του άρθρου 17 του Marine Insurance Act 1906 (οι συμβάσεις ναυτικής ασφάλισης είναι υπέρτατης καλής πίστης) σε σχέση με μία σύμβαση ναυτικής ασφάλισης, η οποία είναι σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης, υπόκειται στις διατάξεις αυτού του Νόμου.». Περαιτέρω στον ίδιο νόμο ορίζονται τα εξής: Στο άρθρο 3: «Εύλογη φροντίδα. 1) Το εάν ένας καταναλωτής έχει ή δεν έχει επιδείξει εύλογη φροντίδα ώστε να μην προβεί σε ανακριβή δήλωση θα καθορίζεται υπό το φως των σχετικών περιστάσεων…». Στο άρθρο 4: «Προσοντούχοι αναληθείς δηλώσεις: Ορισμός και μέσα θεραπείας. (Qualifying misrepresentations: Definition and remedies). 1) Ένας ασφαλιστής διαθέτει ένα μέσο θεραπείας κατά κάποιου καταναλωτή για ανακριβή δήλωση, που γίνεται από τον καταναλωτή πριν από την κατάρτιση ή την τροποποίηση μίας σύμβασης καταναλωτικής ασφάλισης μόνον εάν: α) ο καταναλωτής προέβη στην ανακριβή δήλωση κατά παράβαση του καθήκοντος, που διατυπώνεται στο άρθρο 2 (2) και β) ο ασφαλιστής αποδεικνύει ότι χωρίς την ανακριβή δήλωση δεν θα είχε συμβληθεί στη σύμβαση (ή συμφωνήσει στην τροποποίησή της) καθόλου ή θα το είχε πράξει μόνον υπό διαφορετικούς όρους. 2) Η ανακριβής δήλωση, για την οποία ο ασφαλιστής έχει ένα μέσο θεραπείας κατά του καταναλωτή αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «προσοντούχος ανακριβής δήλωση» (qualifying misrepresentation). Στο άρθρο 5: «Προσοντούχοι αναληθείς δηλώσεις: κατηγοριοποίηση και τεκμήρια. 1) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου μία προσοντούχος ανακριβής δήλωση… είναι είτε α) σκόπιμη (deliberate) ή ριψοκίνδυνη (reckless) ή β) απρόσεκτη (reckless). 2) Μία προσοντούχος ανακριβής δήλωση είναι σκόπιμη ή ριψοκίνδυνη αν ο καταναλωτής α) γνώριζε ότι ήταν αναληθής (untrue) ή παραπλανητική (misleading) ή δεν τον ενδιέφερε εάν ήταν ή όχι αναληθής ή παραπλανητική και β) γνώριζε ότι το ζήτημα με το οποίο σχετιζόταν ενδιέφερε τον ασφαλιστή (was relevant to the insurer) ή δεν τον απασχολούσε εάν ενδιέφερε ή όχι τον ασφαλιστή. 3) Μία προσοντούχος ανακριβής δήλωση είναι απρόσεκτη όταν δεν είναι σκόπιμη ή ριψοκίνδυνη. 4) Ο ασφαλιστής πρέπει να αποδείξει ότι μία προσοντούχος ανακριβής δήλωση ήταν σκόπιμη ή ριψοκίνδυνη, 5) Τεκμαίρεται όμως, εκτός εάν αποδεικνύεται το αντίθετο α) ότι ο καταναλωτής είχε τη γνώση ενός συνετού (reasonable) καταναλωτή και β) ότι ο καταναλωτής γνώριζε ότι ένα ζήτημα για το οποίο ο ασφαλιστής υπέβαλε καθαρή και συγκεκριμένη ερώτηση ενδιέφερε τον ασφαλιστή…». Περαιτέρω στο μέρος Πρώτο του Παραρτήματος 1 του ανωτέρω νόμου προβλέπονται τα μέσα θεραπείας (remedies) του ασφαλιστή για προσοντούχους ανακριβείς δηλώσεις, που έγιναν σε σχέση με μία σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης. Ειδικότερα ορίζονται τα εξής: «Παράρτημα 1. Μέρος 1. Συμβάσεις. Γενικά.1…Σκόπιμες ή ριψοκίνδυνες ανακριβείς δηλώσεις. 2. Αν μία προσοντούχος ανακριβής δήλωση ήταν σκόπιμη ή ριψοκίνδυνη ο ασφαλιστής α) μπορεί να αποστεί από τη σύμβαση και να αρνηθεί όλες τις απαιτήσεις (may avoid the contract and refuse all claims) και β) δε χρειάζεται να επιστρέψει τα καταβληθέντα ασφάλιστρα, παρεκτός στην έκταση (εάν υπάρχει) που θα ήταν άδικο για τον καταναλωτή να τα παρακρατήσει. Απρόσεκτες ανακριβείς δηλώσεις – απαιτήσεις. 3. Αν η προσοντούχος ανακριβής δήλωση ήταν απρόσεκτη..4. Τα μέσα θεραπείας του ασφαλιστή βασίζονται στο τι αυτός θα είχε πράξει εάν ο καταναλωτής θα είχε συμμορφωθεί με το καθήκον που προβλέπεται στο άρθρο 2 (2)…5. Αν ο ασφαλιστής δεν θα είχε συμβληθεί στη σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης με οποιουσδήποτε όρους ο ασφαλιστής μπορεί να αποστεί από τη σύμβαση (may avoid the contract) και να αρνηθεί όλες τις απαιτήσεις, αλλά θα πρέπει να επιστρέψει το καταβληθέν ασφάλιστρο. 6. Αν ο ασφαλιστής θα είχε συμβληθεί στη σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης αλλά με διαφορετικούς όρους (εξαιρουμένων αυτών, που σχετίζονται με το ασφάλιστρο) η σύμβαση θα ερμηνεύεται ως να είχε καταρτισθεί με αυτούς τους διαφορετικούς όρους, εάν έτσι επιθυμεί ο ασφαλιστής. 7. Επιπρόσθετα, εάν ο ασφαλιστής θα είχε συμβληθεί στη σύμβαση καταναλωτικής ασφάλισης (ανεξάρτητα από το εάν οι όροι, που αφορούν ζητήματα άλλα από εκείνα του ασφαλίστρου, θα είχαν υπάρξει οι ίδιοι ή διαφορετικοί, αλλά θα είχε χρεώσει υψηλότερο ασφάλιστρο, ο ασφαλιστής μπορεί να μειώσει αναλογικά το καταβλητέο ποσό της απαίτησης. 8)…». Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του Νόμου Περί Καταναλωτικών Ασφαλίσεων του έτους 2012 [Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012) – C.I.D.R.A. 2012], που εφαρμόζεται στις καταναλωτικές ασφαλιστικές συμβάσεις στο προσυμβατικό αυτών στάδιο και, συνεπώς και στην κρινόμενη περίπτωση αναφορικά με το στάδιο αυτό, η υποχρέωση του ασφαλισμένου κατά το στάδιο κατάρτισης της σύμβασης ασφάλισης για ανακοινώσεις ουσιωδών περιστατικών και για ακριβείς δηλώσεις στον ασφαλιστή, που απορρέει από την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης, η οποία πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση, αντικαθίσταται από το καθήκον του καταναλωτή – ασφαλισμένου να επιδείξει εύλογη φροντίδα (to take reasonable care) ώστε να μην προβεί σε ανακριβή δήλωση (misrepresentation) προς τον ασφαλιστή, η παράβαση του οποίου, εφόσον πρόκειται περί σκόπιμης (deliberate) ή ριψοκίνδυνης (reckless) ανακριβούς δήλωσης, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της ασφαλιστικής σύμβασης (to avoid the contract), κατά κυριολεξία να αποφύγει από της σύναψης της ασφάλισης τις συμβατικές υποχρεώσεις του, όπως εκείνη για πληρωμή του ασφαλίσματος, το οποίο ασκείται με μονομερή δήλωση υπαναχώρησης του ασφαλιστή, απευθυντέα προς τον ασφαλισμένο, οποτεδήποτε, χωρίς χρονικό περιορισμό, ακόμη και μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά και στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης, με αποτέλεσμα την αναδρομική ακύρωση της σύμβασης ασφάλισης, που θεωρείται ως εξ υπαρχής άκυρη (μη γενόμενη). Επισημαίνεται ότι, τόσο στο άρθρο 17 του Marine Insurance Act 1906, όσο και στα άρθρα 2 (α) και 5 του Πρώτου Μέρους του Πρώτου Παραρτήματος του νέου νόμου περί καταναλωτικών συμβάσεων [Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012) – C.I.D.R.A. 2012], χρησιμοποιείται για το αναφερόμενο σε κάθε νομοθέτημα δικαίωμα του ασφαλιστή ο αυτός όρος (to avoid the contract), που με κατά λέξη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «να αποφύγει τη σύμβαση», με αποτέλεσμα για την ταυτότητα του νομικού λόγου να ισχύουν επί του δικαιώματος του ασφαλιστή, που προβλέπεται στις ανωτέρω διατάξεις του C.I.D.R.A.2012, όσα εκτενώς προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης για το ίδιο δικαίωμα, που παρέχεται στον ασφαλιστή σε περίπτωση παράβασης από τον ασφαλισμένο της υποχρέωσής του περί ειλικρινών δηλώσεων και προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις του Μ.Ι.Α.1906 (όπως ισχύουν στην  κρινόμενη περίπτωση). Πρέπει να σημειωθεί ότι και για τον μετά την κατάρτιση της σύμβασης χρόνο εξακολουθεί να ισχύει, ακόμη και μετά τη θέση σε ισχύ του C.I.D.R.A.2012, για τις καταναλωτικές ασφαλιστικές συμβάσεις η υποχρέωση του άρθρου 17 Μ.Ι.Α. 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου, για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστης προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή. Έτσι, ο ασφαλισμένος υπόκειται στο καθήκον της υπέρτατης καλής πίστης και κατά το χρόνο υποβολής απαίτησης για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου (Βλ. Essential Law “Marine Insurance Legislation” by Robert Merkin, ed 2000, σελ. 15 και 16), καθήκον που παραβιάζεται σε περίπτωση υποβολής από τον ασφαλισμένο απατηλών απαιτήσεων (fraudulent claims), όταν για παράδειγμα – μεταξύ άλλων – αξιώνει αποζημίωση για την αποκατάσταση ζημίας μεγαλύτερης της πραγματικά προκληθείσης, με αποτέλεσμα το δικαίωμα του ασφαλιστή και σε αυτή την περίπτωση να αποστεί της σύμβασης και δη αναδρομικά, κατά τα προεκτεθέντα. Τέλος, ασφαλιστικές καλύψεις βασιζόμενες σε υπέρμετρες αποτιμήσεις της αξίας ενδέχεται να βάλουν τον ασφαλισμένο στον πειρασμό να καταφύγει σε αντικανονικό (ανήθικο , foul) «παιγνίδι» για να προκαλέσει την επέλευση της απώλειας… όπως επίσης τείνουν στην ελάττωση των προσπαθειών του, τις οποίες, σε περίπτωση καταστροφής, θα ώφειλε να καταβάλει για την κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση της ζημίας (Arnould’s Law of Marine Insurance and Average, Volume II, Sixteenth Edition, London 1981, σελ.490, παρ.643).

Από την επανεκτίμηση των υπ’αριθμ. …… και ……../16.7.2020 ένορκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. βεβαιώσεων των μαρτύρων του ενάγοντος ………………. και …………… αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …..΄/13.7.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ..), των υπ’αριθμ. …… και ………/16.7.2020 ένορκων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγομένης … …………….. και ………….. αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, σύμφωνα με τα αυτά ως άνω άρθρα (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …./13.7.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 του 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι από τις 12.6.2013 κύριος ενός ταχύπλοου, ερασιτεχνικού, αλιευτικού σκάφους με την ονομασία «Β», εγγεγραμμένου το πρώτον στις 20.3.2003 στα Βιβλία Εγγραφής Μικρών Σκαφών του Β΄ Λιμενικού Τμήματος/Κερατσινίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, με αριθμό Τ.Π……΄, μήκους 7 μέτρων και πλάτους 2,61 μέτρων, χρώματος λευκού, μηχανοκίνητου, κινούμενου με έναν κινητήρα εσωεξωλέμβιο πετρελαίου, εργοστασίου κατασκευής Yanmar, μέγιστης ισχύος 240 ίππων και με έναν βοηθητικό εξωλέμβιο κινητήρα, εργοστασίου κατασκευής HONDA, μέγιστης ισχύος 20 ίππων, κατασκευασμένου από πολυεστέρα το έτος 2003 στο ελληνικό ναυπηγείο ….. (Ναυπηγεία . ……………….»), τύπου …………….., το οποίο απέκτησε μεταχειρισμένο με αγορά το έτος 2013 αντί τιμήματος ποσού 40.000 ευρώ, όπως ο ίδιος ανέφερε στην προσθήκη – αντίκρουση των κατατεθεισών στον πρώτο βαθμό προτάσεών του και επαναλαμβάνει και στις προτάσεις του, που κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης. Δυνάμει σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης, που καταρτίσθηκε εγγράφως το πρώτον στις 28.7.2014 μεταξύ του ενάγοντος ως κυρίου του ανωτέρω σκάφους και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να ασφαλίσει αυτό μετά των μηχανών του (κύριας και βοηθητικής) για το χρονικό διάστημα από 28.7.2014 έως 28.7.2015, μεταξύ άλλων κινδύνων και κατά του κινδύνου της κλοπής του (ολικής και μερικής), μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, που ορίσθηκε ως το ανώτατο όριο ευθύνης της σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιζόμενου κινδύνου (μη αποτιμημένο ασφαλιστήριο – unvalued policy, όπως η έννοια αυτού αναλύθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη), με αποτέλεσμα, ελλείψει αποτίμησης στο ασφαλιστήριο, η ασφαλιστέα αξία του αντικειμένου της ασφάλισης να ισούται με την αξία αυτού κατά την έναρξη της κάλυψης (άρθρο 16 Μ.Ι.Α.1906), καθώς και την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη, συνταχθέντος σχετικώς του υπ’αριθμ. ……. ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αντί ασφαλίστρου ποσού 580,01 ευρώ και των Γενικών και Ειδικών Όρων, που περιλαμβάνονται στο προσαρτημένο στο ασφαλιστήριο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής, έκδοσης 7/2009, αποτελώντας τοιουτοτρόπως αναπόσπαστο μέρος αυτού και, συνεπώς, περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης, η εφαρμογή των οποίων στη σύμβαση ρητά αναφέρεται στο κύριο σώμα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Κατά τη λήξη της ανωτέρω ασφαλιστικής περιόδου, με νεότερη συμφωνία των ιδίων συμβαλλομένων μερών, η εν λόγω σύμβαση ανανεώθηκε για έναν ακόμη χρόνο, με διάρκεια από 28.7.2015 έως 28.7.2016, εκδοθέντος σχετικώς του υπ’αριθμ. …………. ανανεωτηρίου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, αντί ασφαλίστρου ποσού 581,61 ευρώ και των έντυπων όρων και στερεότυπων ρητρών, που ειδικότερα διαλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο στο προαναφερθέν ασφαλιστήριο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής, έκδοσης 01.2015. Με το τελευταίο αυτό ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, συμφωνήθηκε ότι η ασφάλιση του ανωτέρω σκάφους διέπεται από το Αγγλικό Δίκαιο, όπως αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν, τα νομοθετήματα του οποίου και οι επιμέρους διατάξεις τους, που τυγχάνουν εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση, αναλυτικά παρατέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, στα οποία περιλαμβάνονται και ο Νόμος Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστός ως «Marine Insurance Act 1906 – εφεξής Μ.Ι.Α. 1906») πριν από την τροποποίησή του με το Νόμο «Insurance Act 2015», καθώς και ο Νόμος Περί Καταναλωτικών Ασφαλίσεων του έτους 2012 [Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012) εφεξής C.I.D.R.A. 2012]. Μεταξύ των όρων της ασφάλισης, που περιέχονται στο προσαρτημένο στο ασφαλιστήριο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και αποτέλεσαν περιεχόμενο της σύμβασης ως αναπόσπαστο τμήμα αυτής, περιλαμβάνονται και οι Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφα­λιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκα­φών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονο­μασία «Institute Yacht Clauses 1.11.1985» (I.Y.C. 1.11.1985), καθώς και οι Γενικοί Όροι Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής της εναγομένης. Στον όρο 3 των Γενικών Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής της εναγομένης, που έχουν περιληφθεί στο ανωτέρω Βιβλίο, προβλέπεται το καθήκον του ασφαλιζόμενου περί επίδειξης υπέρτατης καλής πίστης και η υποχρέωση αυτού για προσυμβατικές ανακοινώσεις και ειλικρινείς δηλώσεις. Ειδικότερα ορίζονται τα εξής: «3.1. Η αποδεικνυόμενη με το ασφαλιστήριο σύμβαση ναυτικής ασφάλισης βασίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη, η οποία θα πρέπει να τηρείται αυστηρά από τα συμβαλλόμενα μέρη σ’όλα τα στάδια της ασφαλιστικής συναλλαγής, όχι μόνο κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγούνται της σύμβασης, αλλά και κατά τη διάρκεια της ασφάλισης και μετά απ’αυτήν στα πλαίσια προβολής αξιώσεως για αποζημίωση. 3.2. Το καθήκον της υπέρτατης καλής πίστης αποτελεί καθήκον γενικής φύσεως και η αθέτησή του από το ένα συμβαλλόμενο μέρος παρέχει το δικαίωμα στο άλλο να θεωρήσει τη σύμβαση αναδρομικά άκυρη και να ελευθερωθεί πλήρως από τις υποχρεώσεις του κάτω απ’αυτήν…3.3.Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά στα πλαίσια τήρησης του καθήκοντος της υπέρτατης καλής πίστης ο ασφαλιζόμενος οφείλει 3.3.1.πριν από την κατάρτιση της σύμβασης και συγκεκριμένα κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψή της 3.3.1.1. να ανακοινώσει στον ασφαλιστή και να μην αποκρύψει ή αποσιωπήσει απ’αυτόν κάθε περιστατικό που είναι ουσιώδες για την ασφάλιση και τον προς ασφάλιση κίνδυνο και κάθε στοιχείο και πληροφορία που βρίσκεται ή που θα όφειλε να βρίσκεται στην κατοχή του (ασφαλιζόμενου), η οποία είναι ικανή να επηρεάσει τον ασφαλιστή κατά την εκ μέρους του εκτίμηση του προτεινόμενου κινδύνου, τη διαμόρφωση της απόφασής του να αναλάβει ή να απορρίψει την προτεινόμενη ασφάλιση, τον καθορισμό των όρων της ασφάλισης και την τιμολόγηση του ασφαλίστρου…». Περαιτέρω, στον όρο 11 των ιδίων Γενικών Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής της εναγομένης που αναφέρεται σε διακοπή/τερματισμό/ακύρωση/λύση της ασφάλισης προβλέπονται ειδικότερα τα εξής: «11.4 ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΑΚΥΡΩΣΗ όταν και όπου προβλέπεται από το νόμο με κοινοποίηση σχετικής προς τούτο προφορικής ή γραπτής δήλωσης από το μέρος που ασκεί το σχετικό νόμιμο δικαίωμά του προς το άλλο, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, ακόμη και μετά την  επέλευση της ζημίας, μέχρι και κατ’ένσταση στο ακροατήριο πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου…». Όπως προεκτέθηκε, το ανωτέρω σκάφος του ενάγοντος ασφαλίσθηκε από την εναγόμενη κατά των αναφερομένων στο ασφαλιστήριο κινδύνων, του κινδύνου της κλοπής του (ολικής ή μερικής) συμπεριλαμβανομένου, μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, εκ του οποίου συνάγεται ότι πρόκειται με βάση την καθιερωμένη ορολογία στο εν προκειμένω εφαρμοστέο αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περί «μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου», ήτοι περί ενός ασφαλιστηρίου, που δεν καθορίζει την αξία του συγκεκριμένου αντικειμένου της ασφάλισης, αλλά το ασφαλιζόμενο ποσό, υπό την έννοια του ανωτάτου ορίου της συμβατικής ευθύνης της εναγομένης καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση επέλευσης ενός εκ των ασφαλιζομένων κινδύνων, ενώ η ασφαλιστέα αξία του αντικειμένου της ασφάλισης, για την οποία και θα αποζημιωθεί τελικά ο ασφαλισμένος, αφήνεται να προσδιορισθεί μεταγενέστερα με βάση τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 16 Μ.Ι.Α., σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση ολικής απώλειάς του,  ισούται με την πραγματική εμπορική – αγοραία αξία του κατά το χρόνο της ουσιαστικής έναρξης της ασφάλισης. Το ανωτέρω ασφαλιζόμενο ποσό δεν προσδιορίσθηκε αυθαίρετα από τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά συμφωνήθηκε προφανώς κατόπιν προηγηθείσης σχετικής δήλωσης του ενάγοντος κατά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης ασφάλισης στις 28.7.2014, η οποία ουδόλως μεταβλήθηκε ή τροποποιήθηκε κατά την ανανέωση της ασφάλισης στις 28.7.2015 για ένα ακόμη έτος μετά τη λήξη της προηγουμένης, προφορικά διατυπωθείσας, αφού έγγραφο “πρότασής” του, περιέχον τέτοια δήλωση, προγενέστερο της σύναψης του συμβολαίου δεν προσκομίζεται από τα διάδικα μέρη, αν και στο ασφαλιστήριο γίνεται ρητή μνεία περί πρότασης ασφάλισης του ασφαλισμένου, επί της αγοραίας εμπορικής αξίας του ασφαλιζόμενου σκάφους του κατά τον κρίσιμο χρόνο, όπως ευχερώς συνάγεται εκ του ότι το ποσό αυτό ταυτίζεται απόλυτα με το επικαλούμενο επίσης από τον ίδιο στο πλαίσιο της παρούσας δίκης ως καταβληθέν ποσό του τιμήματος της αγοράς του, μεταχειρισμένου το έτος 2013, δηλαδή ένα έτος ενωρίτερα της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης. Συνεπώς, καθορίσθηκε με βάση την ανωτέρω προσυμβατική δήλωση του ενάγοντος, που ανέλαβε και την ευθύνη της αλήθειας της δήλωσής του αυτής και όχι μετά από έλεγχο και διενέργεια επιθεώρησης του σκάφους από συνεργάτη της εναγομένης, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, ισχυρισμό, που ρητά αρνείται η εναγόμενη και ο οποίος δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού ούτε το όνομα του προσώπου που διενήργησε τον έλεγχο αναφέρει ο ενάγων, ούτε σχετικώς συνταχθείσα έκθεση ελέγχου η επιθεώρησης προσκομίζεται, ενώ εξάλλου ούτε στο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο διαλαμβάνεται ότι διενεργήθηκε τέτοιος έλεγχος από τον εναγόμενη για τον προσδιορισμό της αγοραίας αξίας του σκάφους κατά την κατάρτιση της σύμβασης και κατ’επέκταση τον προσδιορισμό του ανώτατου ποσού της ευθύνης της σε περίπτωση επέλευσης ενός εκ των ασφαλιζομένων με αυτό κινδύνων, ούτε όμως και οι μάρτυρες του ενάγοντος καταθέτουν επί τούτου. Επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η τυχόν ανακρίβεια της ανωτέρω προσυμβατικής δήλωσης του ενάγοντος συνεπάγεται τις προβλεπόμενες στον εν προκειμένω εφαρμοστέο Νόμο Περί Καταναλωτικών Ασφαλίσεων του έτους 2012 [Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012), C.I.D.R.A. 2012] του αγγλικού δικαίου, που ισχύει στην ένδικη σύμβαση ασφάλισης, έννομες συνέπειες, σε σχέση με τα δικαιώματα της εναγομένης, οι οποίες αναλυτικά προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Στη συνέχεια ο ενάγων ανήγγειλε εγγράφως προς την εναγόμενη ότι κατέπλευσε με το ανωτέρω ασφαλισμένο σκάφος του στο αλιευτικό καταφύγιο της Κορίνθου περί ώρα 10.00 της 8ης.11.2015, ότι προσέδεσε ασφαλώς το σκάφος του στη θέση 34 του καταφυγίου με τη δεξιά του πλευρά και πόντισε την άγκυρά του, ότι ακολούθως αποχώρησε και μετέβη οδικώς στην οικία του στην Αθήνα, όπου διανυκτέρευσε, ότι όταν επέστρεψε στο σημείο την επόμενη ημέρα (9.11.2015) περί ώρα 10.00 διεπίστωσε ότι το σκάφος δε βρισκόταν εκεί, καθώς και ότι αυθημερόν προέβη σε δήλωση απώλειας στο οικείο Λιμεναρχείο της Κορίνθου και στις 11.11.2015 σε μήνυση κατ’αγνώστων για την αξιόποινη πράξη της κλοπής. Επικαλέσθηκε δηλαδή κατ’αυτό τον τρόπο επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής του ασφαλισμένου σκάφους του, προκειμένου να του καταβληθεί το ασφάλισμα και στη συνέχεια άσκησε σε βάρος της εναγομένης την ένδικη αγωγή του, με την οποία, κατόπιν παράθεσης του ανωτέρω ιστορικού και επιπροσθέτως ότι η μήνυσή του τελικά τέθηκε στο αρχείο αγνώστων δραστών, όπως πληροφορήθηκε στις 20.6.2019, καθώς και ότι στις 4.1.2017 το ως άνω σκάφος διαγράφηκε από το Βιβλίο Λεμβολογίων και Μικρών Σκαφών του Β΄Λιμενικού Τμήματος Κερατσινίου, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει ως αποζημίωσή του το ποσό των 40.000 ευρώ, στο οποίο ισχυρίσθηκε ότι ανήλθε η περιουσιακή ζημία του λόγω της απώλειας του σκάφους του, ισόποση της αξίας του, πλέον τόκων. Η εναγόμενη παραδεκτά στον πρώτο βαθμό με τις προτάσεις, που κατέθεσε επί της υπόθεσης, προέβαλε – μεταξύ άλλων – και ένσταση απαλλαγής της από την υποχρέωσή της καταβολής της αιτουμένης αποζημίωσης λόγω ακύρωσης της σύμβασης ασφάλισης αναδρομικά, κατόπιν δήλωσης υπαναχώρησής της από τη σύμβαση αυτή, που επίσης περιέχεται στις προτάσεις της, εξαιτίας, αφενός μεν της αθέτησης από τον ενάγοντα κατά το προσυμβατικό στάδιο του επιβαλλομένου από τις προαναφερθείσες διατάξεις του C.I.D.R.A. 2012 καθήκοντός του προς επίδειξη εύλογης φροντίδας για την αποφυγή ανακριβών/αναληθών δηλώσεων, όσον αφορά ειδικότερα τη δηλωθείσα προς αυτήν αξία του προς ασφάλιση σκάφους του, με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το ασφαλιζόμενο ποσό, ανερχόμενη στην πραγματικότητα στο ποσό των 25.000 ευρώ και όχι των 40.000 ευρώ, δήλωση που είναι σκόπιμη (deliberate), με αποτέλεσμα την αθέμιτη υπερασφάλιση του σκάφους και άνευ της οποίας (δήλωσης) η ίδια θα είχε συμβληθεί στη σύμβαση με διαφορετικούς όρους, αφετέρου δε του καθήκοντος της επίδειξης υπέρτατης καλής πίστης κατά το χρόνο υποβολής της απαίτησης για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης με την επίκληση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της κλοπής, αξιώνοντας απατηλά με την αγωγή του αποζημίωση για την αποκατάσταση ζημίας μεγαλύτερης της πραγματικά προκληθείσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 17 του Μ.Ι.Α.1906. Η ένσταση αυτή, νόμιμη ούσα, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις του C.I.D.R.A. 2012 και του Μ.Ι.Α.1906 του εν προκειμένω συμφωνηθέντος ως εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου και στους επίσης εκτεθέντες ανωτέρω Γενικούς Όρους Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής της εναγομένης, που περιλαμβάνονται στο προσαρτημένο στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο Βιβλίο Όρων Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής της ιδίας και αποτελούν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα της σύμβασης ασφάλισης, απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη, πλην όμως αποδεικνύεται ως βάσιμη και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Ειδικότερα επί της πραγματικής εμπορικής/αγοραίας αξίας του σκάφους του ενάγοντος κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης ασφάλισης (28.7.2015), με βάση τη δήλωση του ενάγοντος επί της οποίας προσδιορίσθηκε το ασφαλιζόμενο ποσό, λεκτέα τα κάτωθι: Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος …………… αγόρασε το εν λόγω σκάφος καινουργές το έτος 2003 από τους κατασκευαστές του, ήτοι από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ …. (….. ….)”, χωρίς τις μηχανές του (κύρια και βοηθητική), αντί του ποσού των 8.260 ευρώ (βλ. σχετικώς το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη υπ’αριθμ………../13.3.2003 δελτίο λιανικής πώλησης της ανωτέρω εταιρείας), ενώ για την αγορά της κύριας μηχανής του και του λοιπού μηχανοηλεκτρολογικού εξοπλισμού του είχε προηγουμένως καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.110,98 ευρώ (βλ.σχετ. το επίσης προσκομιζόμενο από την εναγόμενη υπ’αριθμ…………./20.2.2003 τιμολόγιο πώλησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “……………”) και για την αγορά της βοηθητικής μηχανής του κατέβαλε στη συνέχεια το ποσό των 3.370 ευρώ (βλ. σχετ. το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη υπ’αριθμ……/17.7.2003 δελτίο αποστολής – απόδειξη λιανικής πώλησης του εμπόρου σκαφών και μηχανών ……………..), δαπάνησε, επομένως, συνολικά για την αγορά του σκάφους και των μηχανών του το ποσό των 24.740,98 ευρώ. Σημειωτέον ότι το ανωτέρω σκάφος εγγράφηκε από τον αρχικό του ιδιοκτήτη στα Βιβλία Εγγραφής Μικρών Σκαφών του Β΄Λιμενικού Τμήματος του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς στις 20.3.2003 με το όνομα “Ε”.  Στις 12.6.2013, ήτοι μετά την παρέλευση χρονικού διαστήματος πλέον των 10 ετών από την αγορά του, το εν λόγω σκάφος πωλήθηκε στον ενάγοντα από το ……, αντί του ποσού των 3.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο έχει κατατεθεί στο Β΄Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς και φέρει βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφών των αντισυμβαλλομένων από την ανωτέρω λιμενική αρχή. Η αναβίβαση της αξίας του ασφαλισμένου σκάφους με τις μηχανές του (κύρια και βοηθητική) σε 40.000 ευρώ, που δηλώθηκε από τον ενάγοντα κατά την κατάρτιση της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης, με βάση την οποία καθορίσθηκε το ασφαλιζόμενο ποσό για την περίπτωση επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου της κλοπής, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, δεν ανταποκρίνεται επομένως στην πραγματική εμπορική αξία του κατά το χρόνο της ασφάλισης, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, αυτό αγοράσθηκε καινουργές το έτος 2003 από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος αντί του συνολικού ποσού των 24.740.98  ευρώ και πωλήθηκε στον ενάγοντα μεταχειρισμένο το έτος 2013 αντί του ποσού των 3.000 ευρώ, με την επισήμανση ότι κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών το τίμημα της αγοράς ενός πράγματος συνιστά κατά κανόνα το πλέον αξιόπιστο στοιχείο, που λαμβάνεται υπόψη για την αποτίμηση της εμπορικής του αξίας κατά το χρόνο της πώλησης. Επομένως, ο ενάγων παραβίασε  τις απορρέουσες από τους C.I.D.R.A. 2012 και Μ.Ι.Α.1906 του εν προκειμένω συμφωνηθέντος ως εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου, καθώς επίσης και από τους Γενικούς Όρους Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής της εναγομένης, που αποτέλεσαν περιεχόμενο της ασφαλιστικής σύμβασης, υποχρεώσεις του και δη, αφενός μεν την υποχρέωσή του προς επίδειξη εύλογης φροντίδας για την αποφυγή προσυμβατικών ανακριβών/αναληθών δηλώσεων προς την εναγόμενη κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων όσον αφορά την αληθή απεικόνιση του προς ασφάλιση πράγματος και ειδικότερα την πραγματική αξία του σκάφους του, δηλώνοντας σκόπιμα αξία αυτού σαφώς μεγαλύτερη της εμπορικής του αξίας κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, παραπλανώντας την εναγόμενη να συνάψει τη σύμβαση με τους συγκεκριμένους όρους σε σχέση με το ασφαλιζόμενο ποσό και επιτυγχάνοντας την υπερασφάλιση του σκάφους, αφετέρου δε την εκ της υπέρτατης καλής πίστης υποχρέωσή του κατά το στάδιο της υποβολής της απαίτησής του για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, διεκδικώντας, με την επίκληση της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου της κλοπής του σκάφους του, αποζημίωση, υπερβαίνουσα σημαντικά την πραγματική του ζημία από την ολική  απώλεια του αντικειμένου της ασφάλισης. Η ανωτέρω ανακρβής δήλωση του ενάγοντος, η οποία χαρακτηρίζεται ως σκόπιμη (deliberate) με βάση την ορολογία του C.I.D.R.A. 2012 και την οποία η εναγόμενη αποδέχθηκε ως ειλικρινή και ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα, είχε ως συνέπεια η τελευταία να παραπλανηθεί και να συνάψει το ασφαλιστήριο με τους συγκεκριμένους όρους όσον αφορά ιδίως το ασφαλιζόμενο ποσό. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, είναι προφανές ότι η ανωτέρω, εφόσον γνώριζε την πραγματική αξία του σκάφους κατά το χρόνο έναρξης της ασφάλισης, όπερ αδιαμφισβήτητα επιδρά στην έκταση της ευθύνης της για αποζημίωση του ενάγοντος σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου,  θα είχε οπωσδήποτε συμβληθεί με διαφορετικούς όρους, διαμορφώνοντας ανάλογα το συμβόλαιο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι το αναγραφόμενο στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό τίμημα της αγοράς του σκάφους των 3.000 ευρώ είναι μικρότερο του πραγματικά καταβληθέντος, ανερχομένου σε 40.000 ευρώ, όπως είθισται στις αγοραπωλησίες σκαφών, απορριπτέος τυγχάνει ως αναπόδεικτος, διότι ουδέν προσκομίσθηκε προς επίρρωσή του, ενώ η τόσο σημαντική επαύξηση της αξίας ενός σκάφους περισσότερο από δέκα χρόνια μετά την αγορά του ως μεταχειρισμένου (και την αναπόφευκτη απομείωση της αξίας του λόγω της παλαιότητας και της φθοράς από τη συνήθη χρήση) αντιβαίνει στα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, με την επισήμανση ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ο ισχυρισμός του ιδίου, σύμφωνα με τον οποίο, λόγω της διενέργειας στο μεσοδιάστημα δαπανηρών εργασιών συντήρησης και ανακαίνισης στο σκάφος, η αξία του κατά το χρόνο σύναψης το πρώτον της ασφάλισης (το έτος 2014) είχε ανέλθει στο ποσό των 50.000 ευρώ. Με την παραβίαση εκ μέρους του ενάγοντος των υποχρεώσεών του αυτών η εναγόμενη έχει δικαίωμα αναδρομικής ακύρωσης του ένδικου συμβολαίου και απαλλαγής της από κάθε ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση και ιδίως από την ευθύνη καταβολής αποζημίωσης, το οποίο παραδεκτά άσκησε με την περιληφθείσα στις κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις της δήλωση υπαναχώρησης. Και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι σε κάθε περίπτωση αρνείται την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και δη την κλοπή του ασφαλισμένου σκάφους. Σημειώνεται ότι όσον αφορά τα προσκομισθέντα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από την εναγόμενη έγγραφα, που αφορούν στην αγορά του σκάφους από τον ενάγοντα και το δικαιοπάροχό του, ότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, όπως εγγράφων και ότι σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να τα αποκρούσει ως απαράδεκτα, αν, κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρεία αμέλεια, πλην όμως, εάν το Εφετείο λάβει υπόψη του και δεν αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σ’ αυτό, ως απαράδεκτα, σημαίνει, πως δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου αυτών, χωρίς να απαιτείται να διαλάβει στην απόφαση ειδική αιτιολογία, ότι η μη προσκομιδή αυτών από το διάδικο στην πρωτόδικη δίκη, δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή σε βαρειά αμέλειά του, η δε σχετική κρίση του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη  (ΑΠ 1050/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την ανωτέρω προβληθείσα με τις προτάσεις της εναγομένης ένστασή της περί υπαναχώρησής της από την ένδικη σύμβαση ασφάλισης, με αποτέλεσμα την απαλλαγή της από κάθε ευθύνη από τη σύμβαση αυτή, της υποχρέωσης καταβολής στον ενάγοντα της αιτουμένης αποζημίωσης συμπεριλαμβανομένης, με την αιτιολογία ότι η εμπορική αξία του ασφαλισμένου σκάφους του ενάγοντος κατά το χρόνο έναρξης της ασφάλισης πράγματι ανερχόταν στο ποσό των 40.000 ευρώ, όσο και το επικαλούμενο τίμημα της αγοράς του, στο οποίο είχε καθορισθεί στην ασφαλιστική σύμβαση το «ασφαλιζόμενο ποσό», υπό την έννοια του ανωτάτου ορίου της ευθύνης της εναγομένης σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου της ολικής ή μερικής απώλειας αυτού λόγω – μεταξύ άλλων περιπτώσεων – κλοπής του και το οποίο υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγοντα ως αποζημίωσή του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφλησή του, αφού έκρινε ότι εν προκειμένω όντως επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, διότι δέχθηκε ως αποδειχθέν γεγονός ότι το εν λόγω σκάφος εκλάπη από το αλιευτικό καταφύγιο της Κορίνθου, όπου ναυλοχούσε προσωρινά, και, συνεπώς, ότι ο τελευταίος δεν προέβη, τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, όσο και κατ’αυτόν της προβολής της αξίωσής του, σε ανακριβή δήλωση προς την εναγόμενη περί της αγοραίας αξίας του ασφαλιζόμενου πράγματος,  όπερ είχε ως συνέπεια την αθέμιτη υπερασφάλιση αυτού, άρα και σε υποβολή απατηλής απαίτησης, εσφαλμένα τις προαναφερθείσες διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου ερμήνευσε και εφήρμοσε και πλημμελώς τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη  με τις αιτιάσεις, που προβάλλει στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της έφεσής της. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχήν του λόγου αυτού (η εξέταση της βασιμότητας των λοιπών παρέλκει κατόπιν τούτου), να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί εν όλω η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατόπιν παραδοχής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της ανωτέρω νόμιμης ένστασης της εναγομένης. Τέλος, λόγω της νίκης της εκκαλούσας – εναγομένης θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του παραβόλου, που προκατέβαλε κατά την κατάθεση της έφεσής της (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά της έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατόπιν της υποβολής σχετικού αιτήματός της με το δικόγραφο της έφεσής της, να επιβληθούν σε βάρος του αντιδίκου της εφεσιβλήτου – ενάγοντος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 4.6.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./4.6.2021 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………../4.6.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.925/2021 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά  και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα/εναγόμενη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 19.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……………../20.12.2019) αγωγής.

AΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανωτέρω αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 1.11.2023

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 1.11.2023, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχώρησης της Δικαστού Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ