Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 650/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      650/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: Α] Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….. και Β] Νηολόγου και Ναυτικού Υποθηκοφύλακα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, που εδρεύει στον Πειραιά, επί της …………, τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε η δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) Αικατερίνη Κατίου και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εφεσίβλητη κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.2.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7.2.2020 αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1401/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εκκαλούντες με την από 11.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/12.4.2022 έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αρχικώς η 27η.4.2023 και ακολούθως, κατόπιν αναβολής, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η παρασταθείσα δικαστική πληρεξουσία, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 11.4.2022 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../12.4.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./13.4.2022) πλήττεται η με αριθμό 1401/16.4.2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 739 επομ. ΚΠολΔ και δέχθηκε την από 7.2.2020 αίτηση της εφεσίβλητης (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../7.2.2020), διατάσσοντας τον δεύτερο των εκκαλούντων να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο διατακτικό της. Η έφεση αυτή, με την οποία ζητείται, αφενός μεν, η κατά παραδοχή της εξαφάνιση της εκκαλουμένης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και, αφετέρου, η διόρθωσή της ως προς τον αριθμό της που αναγράφεται εσφαλμένος στην κεφαλίδα της όψης εκάστου των με αριθμούς 3 και 4 φύλλων της, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευσή της (άρθρα 495 §§ 1, 2, 499, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, εδαφ. α, 516 § 1, 517, 518 § 2, 520 § 1, 741, 761 και 762 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της απαλλαγής των εκκαλούντων από την σχετική υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 § 1 του κανονιστικού διατάγματος της 16.6/10.7.1944 «Περί Κώδικος Νόμων περί δικών του Δημοσίου» (βλ. σχετικά ΑΠ 1215/2020, ΜονΕφΠειρ. 1/2023, ΜονΕφΘεσ. 731/2023, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ως και το άρθρο 28 § 4 του Ν. 2579/1998, όπου γίνεται επίσης ρητή αναφορά στην απαλλαγή του Δημοσίου). Επομένως, η έφεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα καθενός από τους λόγους της (άρθρα 533 § 1 και 741 ΚΠολΔ), ερήμην μάλιστα της εφεσίβλητης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου, μολονότι κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ………/5.5.2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., με την οποία πιστοποιείται ότι ακριβές αντί­γραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για τη συζήτησή της κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 27ης.4.2023, από την οποία αναβλήθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, παρελήφθη από τον πληρεξούσιο της εφεσίβλητης δικηγόρο Πειραιώς ………., που την είχε εκπροσωπήσει στην πρωτοβάθμια δίκη. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρα 143 § 1, 226 § 4, 741 και 764 § 2 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, βλ. σχετικά ΤριμΕφΘεσ. 1365/2022, ΜονΕφΠειρ. 155/2022, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ. Με την αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, ναυτική εταιρία του Ν. 959/1979 και κυρία του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου Ζ, νηολογημένου στον Πειραιά με αριθμό εγγραφής …., με αριθμό ΙΜΟ … και υπό το διεθνές διακριτικο σήμα (ΔΔΣ) …., του οποίου είχε παραχωρήσει την εκμετάλλευση με την από 12.12.2019 σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου στην τρίτη – μη διάδικο ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…………..» μέχρι τις 31.12.2020 και υποβάλει από κοινού με την εφοπλίστρια στο Τμήμα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκοφυλακείων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς την από 11.12.2019 κοινή δήλωση εφοπλισμού, που καταχωρήθηκε στο έγγραφο εθνικότητας του πλοίου, επεδίωξε την άρση της εκκρεμότητας που δημιουργήθηκε με την άρνηση του Νηολόγου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, που δηλώθηκε στην υπ’ αριθμ. ……/3.2.2020 απορριπτική έκθεσή του, να προβεί στην διαγραφή της περί εφοπλισμού σημείωσης εξαιτίας της λύσης της σύμβασης εφοπλισμού που επήλθε με καταγγελία της εφοπλίστριας, όπως ζήτησε η εφεσίβλητη με τη μονομερή αίτηση που του υπέβαλε στις 31.1.2020, επισυνάπτοντας τη σύμβαση ναύλωσης γυμνού πλοίου και το εξώδικο έγγραφο της καταγγελίας της.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιλήφθηκε αμέσως και με την εκκαλούμενη απόφασή του, που δημοσιεύθηκε στις 16.4.2020, απέρριψε κατ’ ουσίαν ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του Νηολόγου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, που είχε υποστηρίξει ότι δεν υπήρχε νόμιμη δυνατότητα να προβεί στην αιτηθείσα διαγραφή, επειδή δεν του είχε υποβληθεί κοινή δήλωση περί παύσης του εφοπλισμού ή τουλάχιστον χωριστή, έγγραφη και ρητή προς τούτο συναίνεση από πλευράς της εφοπλίστριας, επικαλούμενος επιπλέον, αφενός, ότι η από 21.1.2020 εξώδικη καταγγελία, που δεν απευθυνόταν στην Υπηρεσία του, αφορούσε συμβατικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών μη καταχωρούμενες σε δημόσια βιβλία και, αφετέρου, ότι η από 12.12.2019 σύμβαση εφοπλισμού και η τροποποίησή της είναι έγγραφα, τα οποία, σε αντίθεση με την κοινή δήλωση εφοπλισμού, δεν είχαν καταχωρηθεί στην Υπηρεσία του. Μετά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την αίτηση και διέταξε την καταχώρηση της διαγραφής της από 11.12.2019 κοινής δήλωσης εφοπλισμού από το έγγραφο εθνικότητας του ως άνω πλοίου. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε, μετά παρέλευση σχεδόν διετίας, η ένδικη έφεση με τον πρώτο λόγο της οποίας οι εκκαλούντες, χωρίς να αμφισβητούν τις ουσιαστικές παραδοχές της εκκαλουμένης, πλήττουν αυτήν για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, υποστηρίζοντας ότι η καταχώρηση της παύσης του εφοπλισμού στο νηολόγιο δεν μπορεί κατά νόμο να γίνει με βάση μονομερή δήλωση του κυρίου του πλοίου, έστω και αν αυτή συνοδεύεται από έγγραφη καταγγελία της εφοπλίστριας ή από άλλα έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων δεν δικαιούται ούτως ή άλλως να ελέγξει ο νηολόγος.

ΙΙΙ. Μολονότι από νομική άποψη το πλοίο είναι πράγμα κινητό, εντούτοις, ως αντικείμενο εμπραγμάτων δικαιωμάτων, υποβάλλεται πάντοτε στη νομοθετική μεταχείριση των ακινήτων λόγω της μεγάλης περιουσιακής του αξίας. Η μεταχείριση αυτή δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχε προηγηθεί νομοθετικά η υποχρέωση νηολόγησης του πλοίου, δηλαδή της καταχώρησής του σε ορισμένο δημόσιο βιβλίο (νηολόγιο), δια της οποίας επιτυγχάνεται η εξατομίκευσή του ως πράγματος και η διαμόρφωση συστήματος συστατικής δημοσιότητας της νηολόγησης, διεπόμενης από τη lex navis, που παρέχει καταρχάς τη δυνατότητα διαπίστωσης της κατάστασής του από άποψη εμπράγματων σχέσεων αλλά και περαιτέρω του τρόπου της εμπορικής εκμετάλλευσής του, που υλοποιείται δυνάμει εννόμων σχέσεων, συνήθως του ενοχικού δικαίου, που μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, μεταξύ των οποίων και ο εφοπλισμός, δηλαδή η ανάληψη της εκμετάλλευσής του από άλλο πρόσωπο, που ενεργεί για δικό του λογαριασμό είτε στη βάση έννομης σχέσης που τον συνδέει με τον κύριο του πλοίου, εμπράγματης ή ενοχικής, όπως είναι η σύμβαση ναύλωσης του πλοίου γυμνού, με την οποία ο ναυλωτής καθίσταται εφοπλιστής, κατά τους ορισμούς των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ (ΤριμΕφΠειρ. 638/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 27/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 – 132, σελ. 68 επομ., Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 – 538 [458], Χ. – Ε. Τράγκας, Η σύμβαση της ναύλωσης, 2021, σελ. 35, Π. Νίκου, Είδη ναύλωσης – Ναύλωση γυμνού σκάφους, χρονοναύλωση, ναύλωση κατά ταξίδι, σε ΕπισκΕΔ 2018/15 επομ. [18], Β. Γράβαρης, Μίσθωσις γυμνού πλοίου, σε ΕΕμπΔ 1980/1 επομ. [4]), βλ. και Δ. Μυλωνόπουλο, Δημόσιο και Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2012, σελ. 293 επομ.) είτε στο πλαίσιο μιας πραγματικής κατάστασης (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 5/2009, ΔΕΕ 2009/800 = Αρμ. 2009/1885, ΤριμΕφΠειρ. 110/2013, ΕΝαυτΔ 2013/696 = Αρμ. 2013/2400). Για την επίτευξη της δημοσιότητας του εφοπλισμού ο ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), αποσκοπώντας στην προστασία των τρίτων συναλλασσόμενων με το πλοίο αλλά και στην εξυπηρέτηση των εννόμων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του (ΑΠ 477/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = Ε7 2014/424 = ΕΕμπΔ 2013/946), επιβαρύνει, με τη ρύθμιση του άρθρου 105 αυτού, τον εφοπλιστή με την υποχρέωση να δηλώσει εγγράφως στο νηολόγιο, στο οποίο έχει καταχωρηθεί η πράξη εγγραφής του πλοίου, τον διαχωρισμό της πλοιοκτησίας σε κυριότητα και εφοπλισμό, προκειμένου να καθίσταται εμφανές στους τρίτους ότι για τις απαιτήσεις από την εκμετάλλευση του πλοίου ευθύνεται πλέον απεριόριστα ο εφοπλιστής, ενώ ο κύριος ευθύνεται στο εξής πραγματοπαγώς και περιορισμένα, δηλαδή μόνο δια του πλοίου και μέχρι την αξία του (ΑΠ 618/2015, Ε7 2015/1276), καθιερώνοντας μάλιστα μαχητό τεκμήριο, κατά το οποίο, αν η δήλωση αυτή παραλειφθεί, ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εξακολουθεί να το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό (ΑΠ 11/2009, ΕΝαυτΔ 2009/1, ΑΠ 776/2010, ΕΝαυτΔ 2011/314 = Ε7 2012/373, ΑΠ 954/2004, ΕΝαυτΔ 2004/342, ΑΠ 48/1988, Δνη 1989/62 = ΕΕΝ 1989/61 = ΕΕΔ 1989/315 = ΕΝαυτΔ 1989/179, ΜονΕφΠειρ. 184/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επειδή, όμως, ο νόμος επιτρέπει τη μη δημοσιοποίηση των όρων της σύμβασης παραχώρησης της εκμετάλλευσης του πλοίου στον εφοπλιστή και για το λόγο αυτό δεν επιβάλλει την καταχώρηση στο νηολόγιο και του εγγράφου από το οποίο προκύπτει το εφοπλιστικό δικαίωμα, αξιώνει, ως αντίβαρο, τη δήλωση του εφοπλισμού να υποβάλλουν στο νηολόγο από κοινού ο εφοπλιστής και ο κύριος του πλοίου, χωρίς, όμως, ταυτόχρονα, να αποκλείει ούτε την υποβολή χωριστών δηλώσεων, αφού με αυτές γίνεται αναφορά στην ίδια συμφωνία ανάθεσης της εκμετάλλευσης του πλοίου ούτε τη μονομερή δήλωση είτε του κυρίου είτε του εφοπλιστή, εφόσον επισυναφθεί σ’ αυτήν η σύμβαση παραχώρησης της εκμετάλλευσης του πλοίου ούτε την υποβολή από οποιοδήποτε συμβαλλόμενο στην οικεία λιμενική Αρχή μόνης της σύμβασης του εφοπλισμού, εφόσον από αυτήν προκύπτει η ανάληψη της εκμετάλλευσης του πλοίου από πρόσωπο διάφορο του μέχρι τότε πλοιοκτήτη, καθώς και τα λοιπά στοιχεία που απαιτεί ο νόμος για την απλή δήλωση εφοπλισμού (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 776 επομ., σελ. 402, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, ο.π., αρ. 138, σελ. 73, Αντ. Αντάπασης, ο.π., σελ. 487, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, σελ. 140 επομ., Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, Κατ’ άρθρον ερμηνεία, 1982, άρθρα 105 – 106, § 3, σελ. 324 επομ.). Παρέπεται ότι μετά τη λήξη της δημοσιοποιηθείσας χρονικής διάρκειας του εφοπλισμού, το τεκμήριο λειτουργεί σε βάρος του κυρίου του πλοίου, που τεκμαίρεται ότι ανέλαβε εκ νέου την εκμετάλλευσή του και, στην περίπτωση αυτή, η ασφάλεια των συναλλαγών και τα δικαιώματα των τρίτων τίθενται σε κίνδυνο μόνον εφόσον, παρά τη συμβατική λήξη του εφοπλισμού, ο εφοπλιστής εξακολουθεί να παρακρατεί και να εκμεταλλεύεται το πλοίο, στηριζόμενος τότε σε απλή πραγματική κατάσταση και τούτο διότι η παύση ή μη του εφοπλισμού είναι ανεξάρτητη από την τύχη της συμβάσεως που συνιστά την υποκείμενη αιτία του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Αντιθέτως, αν η σύμβαση εφοπλισμού λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο (λ.χ. με αντίθετη συμφωνία αμφοτέρων των μερών ή με καταγγελία της εκ μέρους του ενός από τους συμβαλλόμενους) πριν από τη λήξη της συμβατικής διάρκειάς της, που έχει καταστεί γνωστή στη λιμενική Αρχή και στους τρίτους και η παύση του εφοπλισμού δεν δημοσιοποιηθεί, οι συνέπειες της παρατεινόμενης εμφανίσεως του εφοπλιστή στα δημόσια βιβλία ως εκμεταλλευόμενου το πλοίο βαρύνουν αυτόν, ο οποίος τεκμαίρεται ότι εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται το πλοίο, αν και, επειδή δεν κατέχει πλέον το πλοίο, δεν έχει αντικειμενική δυνατότητα εκμεταλλεύσεώς του, με αποτέλεσμα να μην έχει πια την ιδιότητα του εφοπλιστή, δεδομένου ότι ο εμφανιζόμενος στο νηολόγιο ως εκμεταλλευόμενος πλοίο ξένης ιδιοκτησίας δεν αποκτά ούτε διατηρεί την εφοπλιστική ιδιότητα, όταν δεν υφίσταται, ως αντικειμενική πραγματικότητα, η εκμετάλλευσή του από αυτόν (Α. Αντάπασης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, 2016, σελ. 462). Αναγκαία, επομένως, παρίσταται η τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας και για την παύση του εφοπλισμού. Μολονότι ο νόμος δεν περιέχει ειδική πρόβλεψη, γίνεται ορθώς δεκτό ότι η λογική και η νομική ακολουθία επιβάλλουν την τήρηση και για την παύση του εφοπλισμού των ίδιων διατυπώσεων δημοσιότητας που απαιτούνται και για την ανάληψη της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον εφοπλιστή (Α. Αντάπασης – Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 782, σελ. 404, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 460, ο ίδιος, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, ο.π., σελ. 489). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 760 εδαφ. α΄, 761 – 766 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η απόφαση που εκδίδεται επί της κατ’ άρθρο 791 του ιδίου Κώδικα αιτήσεως περί άρσεως της εκκρεμότητας που δημιουργήθηκε από την άρνηση καταχωρήσεως σε δημόσιο βιβλίο πράξης υποβαλλόμενης σε δημοσιότητα εκ μέρους του τηρούντος το βιβλίο αυτό, όπως του νηολόγου στον οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο η τήρηση, μεταξύ άλλων, και του νηολογίου, στο οποίο εγγράφονται όλα τα πλοία που αναγνωρίζονται ως ελληνικά και σημειώνεται οποιαδήποτε μεταβολή της κυριότητας επ’ αυτών αλλά, όπως ήδη εκτέθηκε και ο τυχόν εφοπλισμός τους, υπόκειται, όπως όλες οι εκδιδόμενες κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αποφάσεις, σε έφεση, σε άσκηση της οποίας, κατά την έννοια του άρθρου 761, νομιμοποιείται και ο νηολόγος, που υποχρεώθηκε στην καταχώρηση της πράξης για την οποία είχε εκφράσει προηγουμένως άρνηση, εφόσον είχε αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου επειδή κλητεύθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη κατόπιν διαταγής του αρμόδιου δικαστή (άρθρο 748 § 3 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ) ως έχων έννομο συμφέρον (ΑΠ 1000/2021, ΑΠ 2130/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1103/2005, ΝοΒ 2006/193, ΤριμΕφΔωδ. 179/2022, ΜονΕφΑθ. 5626/2020, ΜονΕφΑθ. 95/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές [Πολιτική Δικονομία ΙΙ], 2020, σελ. 52, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2018, άρθρο 741, αρ. 3, Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 516, αρ. 28, σελ. 85), όπως και το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έχει κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ την ευθύνη των πράξεων και παραλείψεων του νηολόγου και δικαιούται να τον εκπροσωπεί νόμιμα στις δίκες του άρθρου 791 ΚΠολΔ (ΕφΠειρ. 363/2005, ΠειρΝ 2005/217 = ΕΝαυτΔ 2005/113, βλ. και Π. Μάζη, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος VΙ, 1996, άρθρα 1344 – 1345, αρ. 11, 12, 13 και 22, σελ. 677 – 679). Βέβαια, όπως επί κάθε αιτήσεως παροχής έννομης προστασίας (άρθρα 68, 516 § 2, 542 § 2, 556 § 2 ΚΠολΔ) και παρά τη σιγή σχετικώς του άρθρου 761 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της έφεσης απαιτείται και εδώ, κατά την κρατούσα και ορθή άποψη, η συνδρομή εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του εκκαλούντος (ΕφΘεσ. 622/2010, Αρμ. 2011/418, ΕφΠατρ. 1302/2007, ΑχΝομ 2008/282, ΕφΑθ. 7837/2006, Δνη 2007/629, ΕφΑθ. 9094/1989, Δνη 1992//171, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Π. Αρβανιτάκης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος ΙΙ, 2001, άρθρο 761 αρ. 8, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο), τόμος Δ, 1996, άρθρο 761, αρ. 2, σελ. 457, contra ΕφΠατρ. 1011/2009, ΑχΝομ 2010/417), προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο μετατροπής των διαδίκων στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας σε απλούς θεματοφύλακες του δικαίου, όπως θα συνέβαινε αν τους αναγνωριζόταν το δικαίωμα προσβολής της πρωτόδικης απόφασης για μόνο το λόγο ότι, κατά τη γνώμη τους, παραβιάστηκε κάποια νομική διάταξη (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 109, αρ. 42, σελ. 63). Γενικά, το έννομο συμφέρον πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και να είναι ατομικό του διαδίκου που υφίσταται βλάβη από το διατακτικό της στις έννομες σχέσεις του και άμεσο, υπό την έννοια ότι πρέπει να υφίσταται τόσο κατά το χρόνο άσκησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησης του ενδίκου μέσου (ΑΠ 744/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 18, σελ. 357, πρβλ ΑΠ 1646/2022, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο), η δε συνδρομή του ερευνάται και κρίνεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επικαλείται ο ασκών το ένδικο μέσο (ΑΠ 362/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1016/2005, Δνη 2005/1088). Το έννομο συμφέρον του νηολόγου, ειδικότερα (όπως και του κατά τα ανωτέρω εκπροσωπούντος αυτόν στις δίκες του άρθρου 791 ΚΠολΔ Δημοσίου) στην προσβολή με έφεση απόφασης που αποδοκίμασε πρωτοδίκως την άρνησή του να καταχωρήσει στο νηολόγιο εγγραπτέα σ’ αυτό πράξη στοιχειοθετείται με βάση το λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης, δυνάμει των άρθρων 19 και 37 του ΒΔ της 10/17.7.1910, απονέμει σ’ αυτόν, ως διοικητικό όργανο που ασκεί δημόσια εξουσία, την αρμοδιότητα ελέγχου αποκλειστικά των τυπικών στοιχείων της δικαιοπραξίας, που του υποβάλλεται προς καταχώρηση και της προσκομιδής ή μη των απαραίτητων, για την εγγραφή της πράξης, εγγράφων και λοιπών στοιχείων, όχι δε και της νομιμότητας, του κύρους και της ουσιαστικής ή μη βασιμότητας των εν λόγω  πράξεων (ΜονΕφΠειρ. 581/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 192/2014, Δνη 2015/515, ΕφΠειρ. 348/1980, ΕΝαυτΔ 1982/265). Όσον αφορά, συγκεκριμένα, το σύστημα δημοσιότητας των πράξεων εμπορικής εκμετάλλευσης του πλοίου από πρόσωπο διαφορετικό του κυρίου του, δηλαδή από τον εφοπλιστή, που καθιερώνει το άρθρο 105 ΚΙΝΔ, από τη σχετική περικοπή στην Αιτιολογική Έκθεσή του, στην οποία σαφώς επισημαίνεται ότι αυτό θεσπίζεται «χάριν της προστασίας των τρίτων, της υπό της Διοικήσεως παρακολουθήσεως των πλοίων αλλά και αυτής ταύτης της εξυπηρετήσεως των εννόμων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του πλοίου» (βλ. αυτήν σε Α. Αντάπαση, Κώδιξ Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου και σχετικές κατ’ άρθρο διατάξεις, 1989, σελ. 130), συνάγεται ότι το συμφέρον του νηολόγου, που είναι αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος και (οφείλει να) ενεργεί πάντοτε με σκοπό, καταρχάς, την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της Υπηρεσίας του και κατ’ επέκταση του δημόσιου συμφέροντος και της δημόσιας τάξης, που θάλπεται δια της επιμελούς διοικητικής εποπτείας στα πλοία (περί της οποίας, υπό το Ν. 3816/1958 αντί άλλων βλ. Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1993, § 13, σελ. 58 επομ. και υπό το νέο ΚΙΝΔ [Ν. 5020/2023] βλ. Α. Μπεχλιβάνη, Εγχειρίδιο Ναυτικού Δικαίου, 2023, σελ. 134) αλλά, περαιτέρω και κυρίως, και των ιδιωτικών συμφερόντων που προς χάριν της ασφάλειας του δικαίου ο θεσμός του νηολογίου καλείται να διασφαλίσει, στοιχειοθετείται, επί προσβολής από αυτόν με έφεση δικαστικής απόφασης που τον υποχρεώνει σε καταχώρηση στο νηολόγιο εγγραπτέας σ’ αυτό πράξης, με την επίκληση είτε της, εξαιτίας του διατακτικού της εκκαλουμένης, δυσχέρειας της Λιμενικής Αρχής να παρακολουθήσει την εμπορική εκμετάλλευση του πλοίου είτε της προσβολής ή της διακινδύνευσης δικαιωμάτων τρίτων ιδιωτών και συγκεκριμένα ή των συναλλασσόμενων με τον εφοπλιστή ή του κυρίου του πλοίου. Επομένως, ο λόγος της έφεσης του νηολόγου, που πλήττει την εκκαλουμένη, που δέχθηκε αίτηση ιδιώτη και τον υποχρέωσε στην καταχώρηση πράξεως στο νηολόγιο, ο οποίος περιορίζεται στην απόδοση νομικού σφάλματος στην πρωτοβάθμια κρίση, χωρίς ταυτόχρονη επίκληση του εννόμου συμφέροντος που επιβάλλει την εκκαθάριση της εκκρεμότητας με κρίση αντίθετη εκείνης (της πρωτοβάθμιας), είναι απαράδεκτος και απορριπτέος.

Υπό τα δεδομένα αυτά, ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης χωρίς ατομικό και άμεσο έννομο συμφέρον προβάλλεται και, επομένως, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Πράγματι, κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της έφεσης έχει παρέλθει η συμβατική διάρκεια του εφοπλισμού του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου Ζ, με αποτέλεσμα, ως προς τους τρίτους, η πλοιοκτησία του να έχει επανέλθει ούτως ή άλλως στην εφεσίβλητη, η οποία ήδη, μετά την δημοσίευσης της εκκαλουμένης, εμφανίζεται να την έχει ανακτήσει από το χρόνο υποβολής της περί διαγραφής αιτήσεώς της. Η δε παραδοχή της εφέσεως και η εξαφάνιση της εκκαλουμένης θα συνεπαγόταν την αναδρομική άρση (άρθρα 535 § 1 και 791 § 4 ΚΠολΔ) της διαγραφής της παύσης του εφοπλισμού του πλοίου από τις 31.1.2020 έως τις 31.12.2020, με αποτέλεσμα στο νηολόγιο να εμφανίζεται πλέον ότι κατ’ εκείνο το χρονικό διάστημα την εκμετάλλευση του πλοίου διατηρούσε η ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……….», χωρίς αυτό να αντιστοιχεί στην πραγματική κατάσταση. Για τη διατήρηση όμως αυτής της κατάστασης οι εκκαλούντες δεν διευκρινίζουν ποιο συμφέρον διατηρούν. Ούτε καν το υπαινίσσονται. Είναι βέβαιο ότι η Λιμενική Αρχή δεν στερήθηκε τη δυνατότητα παρακολούθησης της εμπορικής εκμετάλλευσης του πλοίου Ζ, αφού γι’ αυτό μερίμνησε η εφεσίβλητη, η οποία γνωστοποίησε τη σύναψη και την εξέλιξη της σύμβασης του εφοπλισμού του. Το συμφέρον της πλοιοκτήτριας είναι να εμφανίζεται στο νηολόγιο η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μετά την καταγγελία της σύμβασης γυμνής ναύλωσης, αφού της δίνει τη δυνατότητα να επιμελείται η ίδια τα του πλοίου της. Το συμφέρον της εφοπλίστριας είναι να απαλλαγεί έναντι τρίτων από την ευθύνη για τη λειτουργία του πλοίου. Περί βλάβης ή διακινδύνευσης δικαιωμάτων τρίτων ουδείς λόγος γίνεται στην έφεση. Επομένως, οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων είναι απαράδεκτοι, αφού από τις συνέπειες της εκκαλουμένης δεν υφίστανται ούτε αυτοί ούτε άλλος τρίτος οποιαδήποτε βλάβη. Στην πραγματικότητα, το συμφέρον των εκκαλούντων δεν είναι καν έννομο, καθώς το αίτημά τους δεν συμβαδίζει με τις επιδιώξεις της έννομης τάξης, δεδομένου ότι η παραδοχή της εφέσεώς του θα οδηγούσε στην αποτύπωση στο νηολόγιο μιας αναληθούς πραγματικής κατάστασης ως προς τον πράγματι απεριόριστα ευθυνόμενο για τις υποχρεώσεις του πλοίου, η οποία όχι μόνο δεν θα έθαλπε την ασφάλεια των συναλλαγών αλλά αντιθέτως θα την υπέσκαπτε.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση οι προβαλλόμενοι με το εφετήριο ισχυρισμοί είναι και νομικά ανεπέρειστοι. Και τούτο διότι, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι για τη διαγραφή της περί εφοπλισμού σημειώσεως προσκομίστηκαν στο Νηολόγο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς η σύμβαση της γυμνής ναύλωσης και η καταγγελία της από την εφοπλίστρια, η οποία αυτονόητα δεν αντικρούστηκε από την εφεσίβλητη, η οποία, ακριβώς σε συμφωνία με αυτήν, ζήτησε την απαλοιφή της περί εφοπλισμού εγγραφής, ουδέν νομικό κώλυμα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, είχε ο Νηολόγος να καταχωρήσει την παύση του εφοπλισμού, αφού η περί αυτής αίτηση, αν και μονομερής, περιελάμβανε όλα τα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν και την εγγραφή της αντίστοιχης περί ανάθεσης της εκμετάλλευσης του πλοίου της εφεσίβλητης στο νηολόγιο. Ο Νηολόγος θα έπρεπε, επομένως, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση του περιεχομένου της καταγγελίας, στην οποία πράγματι δεν προέβη, να δεχθεί ότι η δήλωση εκεί της εφοπλίστριας ήταν γνήσια και αληθής, δηλαδή έγκυρη και, ακολούθως, με βάση την έγγραφη αυτή καταγγελία και την συμπροσκομισθείσα σύμβαση εφοπλισμού, να προβεί στην διαγραφή της περί εφοπλισμού σημειώσεως, δηλαδή στη δημοσιοποίηση της παύσης του εφοπλισμού επί τη βάσει της αιτίας για την οποία αυτός δηλώθηκε και να μην επικαλεστεί άλλες αιτίες, οι οποίες θα μπορούσαν μεν, ενδεχομένως, να συντρέχουν και να δικαιολογούν την, παρά ταύτα, εξακολούθηση της κατοχής του πλοίου από την εφοπλίστρια, των οποίω, όμως, δεν διαπίστωσε τη συνδρομή τους.

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί για καθέναν από τους παραπάνω λόγους, από τους οποίους και αυτοτελώς έκαστος επιστηρίζει την απορριπτική κρίση της παρούσας.

ΙV. Ο ΚΠολΔ προβαίνοντας σε ποιοτική ιεράρχηση των σφαλμάτων της απόφασης εισάγει διορθωτική διαδικασία στα άρθρα 315 επομ. για εκείνες τις πλημμέλειες που είναι πρόδηλες και χρήζουν επανόρθωσης, χωρίς να χρειάζεται η μεσολάβηση διαγνωστικής κρίσης. Για τα σοβαρότερα σφάλματα της απόφασης, που σχετίζονται, ιδίως, με την ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου, κινητοποιείται ο μηχανισμός των ενδίκων μέσων. Παρόλα αυτά δεν αποκλείεται η άρση και των επουσιωδών ακόμα σφαλμάτων δια της οδού των ενδίκων μέσων, όπως με την άσκηση έφεσης, η οποία εξαιτίας της φύσης της ως τακτικού ενδίκου μέσου μπορεί να συμπεριλάβει κάθε πλημμέλεια (ΑΠ 548/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ. 168/2007, Δικογραφία 2007/140, ΕφΠειρ. 38/1995, ΕΝαυτΔ 1995/50), εφόσον, βέβαια, διαπιστώνεται έννομο συμφέρον του αιτούντος (ΑΠ 1124/1997, Δνη 1999/332, ΕφΠατρ. 320/2006, ΑχΝομ 2007/320). Το συμφέρον του αυτό πρέπει να θεωρείται ελλείπον, ως μη έννομο, αν το εφετήριο εξαντλείται στην προσβολή της εκκαλουμένης για επουσιώδη σφάλματα, αφού τότε στη διάθεση του παραπονούμενου διαδίκου τίθεται η απλούστερη και λιγότερη δαπανηρή διαδικασία διορθώσεως (Ν. Νίκας, ο.π, § 109, αρ. 40, σελ. 60) αλλά δεδομένο όταν με την έφεση δεν ζητείται μόνον η επανόρθωση των ακουσίως ημαρτημένων της πρωτοβάθμιας απόφασης, προκειμένου να αποτυπωθεί ορθώς η αληθής δικαιοδοτική βούληση της εσφαλμένης απόφασης (ΑΠ 906/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς παρεμβολή επανεξέτασης της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 87/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά με αυτήν προβάλλονται, πέραν από τις αθέλητες παραδρομές της, που προκύπτουν από την απλή επισκόπησή της και άλλες πλημμέλειες που συνιστούν λόγους προσβολής της κατά το άρθρο 520 ΚΠολΔ (ΑΠ 1409/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, με έφεση μπορεί, εκτός της εξαφανίσεώς της, να ζητηθεί και η διόρθωση της εκκαλούμενης αποφάσεως για σφάλματα, γραφικά ή λογιστικά, περιεχόμενα είτε στο σκεπτικό είτε στο διατακτικό είτε στο προεισαγωγικό της τμήμα (ΑΠ 1564/2012, ΕΠολΔ 2013/257), αφορώντα δε ακόμα και τον αριθμό ή το έτος εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, που έχει αναγραφεί εσφαλμένα στις κεφαλίδες των φύλλων που την απαρτίζουν (ΑΕΔ 5/2020, ΑΠ 2132/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν το προβαλλόμενο με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους αίτημα των εκκαλούντων περί διορθώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τον αριθμό της, που στην κεφαλίδα της όψης εκάστου των με αριθμούς 3 και 4 φύλλων της αναγράφηκε εσφαλμένα, παραδεκτώς προβάλλεται και είναι νόμιμο. Πρέπει δε να γίνει δεκτό ως και κατ’ ουσίαν βάσιμο και να διορθωθεί η εκκαλουμένη, όπως ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, αφού από την επισκόπησή της προκύπτει ότι πράγματι στην κεφαλίδα της όψης εκάστου των με αριθμούς 3 και 4 φύλλων της αναγράφηκε εσφαλμένος ο αριθμός «1405» αντί του ορθού «1401».

V. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης, αφού αυτή λόγω της ερημοδικίας της δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε υποβλήθηκε σε δικαστικά δαπανήματα. Για τον ίδιο λόγο, όμως, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως κατά της αποφάσεως αυτής (όσον αφορά μόνον το πρώτο κεφάλαιό της, αφού κατά το άρθρο 319 ΚΠολΔ η παρούσα απόφαση δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας ως προς το διορθωτικό της εκκαλουμένης σκέλος της) ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης για την άσκησή της, καθόσον η συνδρομή του θα κριθεί κατά την εκδίκαση της ανακοπής που ενδεχομένως ασκήσει με βάση τους λόγους και τους ισχυρισμούς που θα προβάλει (ΟλΑΠ 15/2001, Δνη 2002/71 = ΝοΒ 2002/678 = Δ 2002/510).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  ερήμην της εφεσίβλητης.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).

Δέχεται τυπικά την έφεση και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διορθώνει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1401/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τον αριθμό της στην κεφαλίδα της όψης εκάστου των με αριθμούς 3 και 4 φύλλων της από το εσφαλμένο «1405» στο ορθό «1401».

Παραγγέλλει την αρμόδια Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να προβεί σε σημείωση της παρούσας διορθωτικής απόφασης στο πρωτότυπο της απόφασης που διορθώνεται.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 27 Νοεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ