ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός απόφασης 690/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 17.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……. και β) από 19.7.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……. και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας κατά το καταστατικό στις νήσους .., με εγκατεστημένο γραφείο στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «……» και της …….. και αφετέρου των ……. και ………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2611/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και, κατόπιν συνεκδίκασης, απέρριψε ως προς την τρίτη εναγομένη, ήδη απολιπομένη εφεσίβλητη, …… και δέχθηκε εν μέρει κατ’ουσίαν, ως προς τους λοιπούς εναγομένους, ήδη εκκαλούντες-εφεσιβλήτους, τις σε βάρος τους από 13.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… αγωγή του …….. και από 17.11.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως … αγωγή του ….., ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, η δε συζήτηση της από 19.7.2017 έφεσης θα χωρήσει ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης, ……., που δεν εμφανίστηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε μετείχε κανονικά στην συζήτηση, μολονότι κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί κατ’ αυτήν, καθόσον, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ…….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …., που προσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούντες, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση πρώτης έφεσης, με πράξη καταθέσεως και προσδιορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση της, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην τρίτη εφεσίβλητη (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 124 παρ.2, 126 § 1 περ. δ, 127 ΚΠολΔ), για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο και συνεπώς, πρέπει να δικασθεί σαν να ήταν παρούσα (άρθρο 524 § 4 εδ.α ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.
ΙΙ. Οι ενάγοντες, …. και .. …, στις από 13.12.2016 και 17.11.2016 αγωγές τους αντίστοιχα ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψαν με την πρώτη εναγομένη εκπροσωπούμενη από την δεύτερη, που τυπικά εδρεύει στις … στην πραγματικότητα όμως στον …., που βρίσκεται το εγκατεστημένο γραφείο της και εμφανίζεται, ως διαχειρίστρια των φορτηγών πλοίων «AN” και “AP” με σημαία Παναμά, κυριότητας των αναφερομένων τυπικά λιβεριανών εταιρειών, πλην όμως ενεργεί πράξεις εκμεταλλεύσεως τούτων για λογαριασμό της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, που είναι μέτοχοι της κατά 50% και την διοικούν, χρησιμοποιούν δε καταχρηστικά την εναγομένη εταιρεία για να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους και να αποκρύπτουν την περιουσία τους, επιβαρύνοντας την, όπως και τις εταιρείες κυρίες των πλοίων, με τις οφειλές από την εκμετάλλευση των πλοίων και αποκομίζοντας τα έσοδα με κατάθεση τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς εξωχώριων εταιρειών συμφερόντων τους, προσλήφθηκαν ο μεν πρώτος εξ αυτών, ως υπάλληλος γραφείου με τα καθήκοντα του αρχιπλοίαρχου, αντί μηνιαίου μισθού 7.000 ευρώ, ο δε δεύτερος, ως υπάλληλος γραφείου υπεύθυνος στο τμήμα πληρωμάτων, αντί μηνιαίου μισθού 2.150 ευρώ, αλλά και ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στην ξηρά και ως υπεύθυνος ασφαλείας, αντί επιπλέον ποσού 500 ευρώ, υπό καθεστώς πενθήμερης εργασίας εβδομαδιαίως επί 8 ώρες ημερησίως και απασχολήθηκαν σ’αυτήν μέχρι την λύση των εργασιακών τους συμβάσεων στις 17.6.2016 και 8.7.2016 αντίστοιχα, με καταγγελία από την εναγομένη, η οποία δεν τους έχει καταβάλει όλα τα δεδουλευμένα και οφείλει στον μεν πρώτο τούτων για δεδουλευμένες αποδοχές Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου 2016, επίδομα αδείας 2016, αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας 2016, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2016, καθώς επίσης για υπερεργασία και υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν επί 11 ώρες ημερησίως κατά μέσο όρο, όπως επαρκώς προσδιορίζονται τα επιμέρους ποσά, το συνολικό ποσό των 92.250,73 ευρώ, στον δε δεύτερο ενάγοντα για δεδουλευμένες αποδοχές Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2016, επίδομα αδείας 2016, αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας 2016, επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2016, αποζημίωση απόλυσης, πρόσθετη αμοιβή, ως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και υπεύθυνος ασφαλείας, καθώς επίσης για υπερεργασία, υπερωρίες και εκτός έδρας εργασία, όπως επαρκώς αναλύονται τα επιμέρους ποσά, συνολικά 38.165,16 ευρώ, ενώ υπέστησαν προσβολή της προσωπικότητας τους από την απρεπή, υβριστική και μειωτική συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης σε βάρος τους, υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται, με συνέπεια να δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 2.000 ευρώ και 4.000 ευρώ αντίστοιχα. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικουρικά επικαλούμενοι ότι η πρώτη εναγομένη δεν τηρεί τις απαιτούμενες από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεις και λειτουργεί, ως εν τοις πράγμασι προσωπική εταιρεία, αφού δεν συνεδριάζουν τα όργανα της προς λήψη αποφάσεων, αλλά η δεύτερη εναγομένη συναλλάσσεται σαν να πρόκειται για ατομική της επιχείρηση, ζητούσαν οι ενάγοντες, ο μεν πρώτος, όπως παραδεκτώς περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων διακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (40.265,31 €) για δεδουλευμένες αποδοχές, επίδομα και αποζημίωση αδείας και επιδόματα εορτών, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την απόλυση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και επιπλέον η δεύτερη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση τους για την καταβολή του υπολοίπου ποσού των πενήντα μία χιλιάδων εννιακοσίων ογδόντα πέντε ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (51.985,42 €), που αντιστοιχεί στην αμοιβή υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την απόλυση του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, ο δε δεύτερος ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον να του καταβάλουν το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα πέντε ευρώ και δεκαέξι λεπτών (38.165,16 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από τις 8.6.2016, ήτοι επομένη της απόλυσης του, άλλως από την αναγνώριση της οφειλής στις 22.6.2016 ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, άλλως από την ημερομηνία λύσης της εργασιακής σύμβασης στις 8.7.2016 με την παρέλευση ενός μηνός από την καταγγελία, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και επιπλέον η δεύτερη εναγομένη το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Επί των ανωτέρω αγωγών συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 44/2001 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τον Κανονισμό 593/2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I), έκρινε τις αγωγές ορισμένες και νόμιμες, παρεκτός της επικουρικής βάσης τους περί ακυρότητας της εναγομένης εταιρείας και λειτουργίας της, ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας και ακολούθως, απέρριψε αμφότερες τις αγωγές, ως ουσιαστικά αβάσιμες, αναφορικά με την τρίτη εναγομένη και αφού δέχθηκε ότι η δεύτερη εναγομένη ασκούσε για δικό της όφελος την εκμετάλλευση των πλοίων και την διαχείριση αυτών, λάμβανε όλες τις αποφάσεις, που αφορούσαν την εναγομένη εταιρεία και είχε επέλθει σύγχυση των περιουσιών τους, ούτως ώστε να δικαιολογείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου αυτής, έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές, ως προς την πρώτη και δεύτερη των εναγομένων αναφορικά με τις προαναφερθείσες αιτίες, παρεκτός των κονδυλίων υπερεργασίας και υπερωριών και υποχρέωσε αυτές εις ολόκληρον να καταβάλουν στον πρώτο ενάγοντα το ποσόν των τριάντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και ογδόντα λεπτών (36.965,80 €) και στον δεύτερο ενάγοντα το ποσόν των είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (27,824,64 €), για δεδουλευμένες αποδοχές, νομιμοτόκως κατά τις εκτιθέμενες διακρίσεις, την δε δεύτερη εναγομένη να καταβάλει επιπλέον σε έκαστο αυτών το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της, ως προς όλους τους εναγομένους και απόρριψη της, ως προς την δεύτερη εναγομένη, αντιστοίχως.
III. Με την διάταξη του άρθρου 70 του Α.Κ., που ορίζει ότι “δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο”, καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη, στα πλαίσια της οποίας ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς, μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή το εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισης τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκηση τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας (ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010/1056, ΕΕμπΔ 2011/86). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια, αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών, που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα δια της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του, ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο το λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης, που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρίας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013/694). Ωστόσο, η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του Α.Κ. και υπερβαίνει τους οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 5 § 1, 12 §§ 1, 3 και 25 § 1 γ του Συντάγματος, οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως, όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανωνύμου εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009/804, Αρμ. 2009/1529, ΕπισκΕΔ 2009/940, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004/1161). Επίσης δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητος από έναν οι περισσοτέρους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει, ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε και η εμφάνιση αυτών, ως των ουσιαστικών φορέων της ασκουμένης από την εταιρεία επιχειρήσεως, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται, ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεων του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθεμίτως και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντιστοίχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλεια της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε αντιστρόφως. (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 537/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1910/2009 ΕΝαυτΔ 2010/164, ΑΠ 11/2009 ΕΝαυτΔ 2009/1, ΑΠ 9/2009 ΕλΔνη 2009/767, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015/537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝ 2015/43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014/138, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012/661, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011/32, ΕΕμπΔ 2012/115).
ΙV. Από τις ένορκες καταθέσεις του μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τις υπ’αριθμ………. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……. και του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, αντίστοιχα, που λήφθηκαν με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος, …….., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης, κατ’αρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν 4335/2015, των εναγομένων εκκαλούντων-εφεσιβλήτων (υπ’αριθμ… και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελετή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. και προφορική δήλωση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στα πρακτικά της εκκαλουμένης), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως του μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, ανεξάρτητα αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει των από 14-10-2014 και 7-1-2015 συμβάσεων εργασίας αντίστοιχα αορίστου και ορισμένου χρόνου, που από 1-1-2016 κατέστη και αυτή αορίστου, οι οποίες καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ της πρώτης εναγομένης εταιρίας «…….», που έχει την καταστατική της έδρα στις …… και έχει εγκαταστήσει νομότυπα γραφείο στην Ελλάδα, επί της …….. στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενης από την δεύτερη εναγομένη, …. και των εναγόντων …… και …. αντίστοιχα, αυτοί προσλήφθηκαν, ως υπάλληλοι γραφείου και ειδικότερα ο μεν πρώτος, ως υπεύθυνος στο τμήμα πληρωμάτων, αντί μηνιαίου μισθού 2.150 ευρώ, ενώ από 1-12-2014 του ανατέθηκαν επιπλέον τα καθήκοντα του εξουσιοδοτημένου προσώπου στην ξηρά (Designated Person Ashore (D.P.A.) και του υπεύθυνου ασφαλείας της εταιρείας και του υπεύθυνου ασφαλείας της εταιρείας (Company Security Officer (C.S.O),, αντί επιπρόσθετης αμοιβής 500 ευρώ, ο δε δεύτερος τούτων με τα καθήκοντα του αρχιπλοίαρχου, δηλαδή ως υπεύθυνος για την διαχείριση και λειτουργία των πλοίων, τους όρους ναυλοσυμφώνων και τις προμήθειες των πλοίων, αντί μηνιαίων αποδοχών 7.000 ευρώ, υπό καθεστώς πενθήμερης απασχόλησης εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί 8 ώρες ημερησίως, 9.00-17.00 και υπό τους όρους της οικείας Σ.Σ.Ε. για τους εργαζομένους σε διαχειρίστριες εταιρείες ποντοπόρων φορτηγών πλοίων του άρθρου 25 του ν.27/1975 και απασχολήθηκαν σ’αυτήν μέχρι τις 8-7-2016 και 17-6-2016 αντίστοιχα, που λύθηκαν οι συμβάσεις εργασίας τους, λόγω των από 8-6-2016 και 17-6-2016 καταγγελιών με προειδοποίηση ενός μηνός και άνευ προειδοποίησης αντιστοίχως, εκ μέρους της εργοδότριας εναγομένης εταιρείας. Ειδικότερα, αυτή εδρεύει κατά το καταστατικό της στις ….. και έλαβε άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα στην ανωτέρω διεύθυνση με την υπ’αριθμ. 3122.1/4049/24412/ 16.1.2007 κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, τηρουμένων και των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας (ΦΕΚ Β΄ 95/30-1-2007), η οποία δεν ανακλήθηκε και εξακολουθεί να ισχύει, όπως προκύπτει από την υπ’αριθ.πρωτ. 2212.2-1/4049/65206/21.7.2016 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής – Αρχηγείο Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. – Διεύθυνση Ποντοπόρου Ναυτιλίας – Τμήμα Ναυτιλιακών Εταιρειών, με σκοπό την διαχείριση και εκμετάλλευση πλοίων ανηκόντων στην εταιρεία ή τρίτους κ.αλ., ενώ εκπρόσωπος του εν λόγω εγκατεστημένου γραφείου της είναι η δεύτερη εναγομένη, …… Δυνάμει του από 12.4.2006 πρακτικού συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, τούτο αποτελείτο από την δεύτερη των εναγομένων, …, ως Πρόεδρο/Διευθυντή και νόμιμη εκπρόσωπο της εταιρείας, την τρίτη των εναγομένων, ….., ως Γραμματέα/Ταμία/Διευθυντή και την ήδη αποβιώσασα από 15.11.2016 μητέρα τους, …, ως Αντιπρόεδρο/ Διευθυντή. Με τις από 19.11.2009 και από 20.9.2010 επιστολές, των αλλοδαπών εδρευουσών κατά το καταστατικό τους στην ….. εταιρειών «……» και «……..», εκπροσωπουμένων από τον διευθυντή τούτων, …….., ο οποίος είναι γιος της ….. …, δεύτερης εναγομένης, φέρεται ότι ανατέθηκε στην πρώτη εναγομένη εταιρεία, η διαχείριση των φορτηγών πλοίων με σημαία Παναμά «AN» και «ΑΡ», νηολογίου Παναμά με αριθμούς …. και …., πλοιοκτησίας τους αντίστοιχα. Οι ως άνω κυρίες των πλοίων αλλοδαπές εταιρείες ήταν στην πραγματικότητα εξωχώριες εταιρείες μόνο στα χαρτιά (on papers-offshore) εταιρείες, μέτοχοι των οποίων, όπως και της πρώτης εναγομένης, ήταν οι … και ….., κατά 50% καθεμία, οι οποίες τις διοικούσαν, οριζομένης της τρίτης εναγομένης, ως Προέδρου του διοικητικού τους συμβουλίου, από τον ανωτέρω τόπο, που ήταν εγκατεστημένο το γραφείο της πρώτης εναγομένης, είχαν δε επιμεληθεί την σύσταση τους, ώστε να είναι κυρίες των ανωτέρω πλοίων, ενώ αυτές ήταν που ουσιαστικά εκμεταλλεύονταν τα πλοία για δικό τους λογαριασμό, μέσω της πρώτης εναγομένης εταιρείας και ελάμβαναν όλες τις αποφάσεις για την ναυτιλιακή επιχείρηση τους, καθώς επίσης παρείχαν εγγυήσεις για τον τραπεζικό δανεισμό των εταιρειών αυτών, που είχαν την κυριότητα των πλοίων από την τράπεζα HSBC διασφαλίζοντας αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα. Ενόψει τούτων, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία έχει μεν την καταστατική της έδρα στα …. .., αλλά την πραγματική έδρα της στην, ως άνω, διεύθυνση του εγκατεστημένου γραφείου της στον Πειραιά, όπου ασκούνται οι πράξεις διοίκησης της και λαμβάνονται αποφάσεις και ασκούσε η ίδια τον εφοπλισμό των εν λόγω πλοίων, όπως προηγουμένως των πλοίων «AT» και «AR» και όχι μόνο την διαχείριση τους αντιπροσωπεύοντας τις φερόμενες ως πλοιοκτήτριες αλλοδαπές εταιρείες, αλλά είχε την διεύθυνση των πλοίων για όλα τα ζητήματα, που αφορούσαν την λειτουργία και εκμετάλλευση τους αναπτύσσοντας συναλλακτική δραστηριότητα, με σκοπό το κέρδος, ενεργώντας στο όνομα και για λογαριασμό της. Επομένως, η επικουρική βάση της αγωγής κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στον ισχυρισμό ότι η πρώτη εναγομένη λειτουργεί, ως εν τοις πράγμασι προσωπική (ομόρρυθμη) εταιρεία, εφόσον δεν τηρεί τις απαιτούμενες από το ελληνικό δίκαιο διατυπώσεις, διότι εξαιτίας της δικαστικής διαμάχης μεταξύ της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων δεν συνεδριάζουν τα όργανα της, κρίνεται απορριπτέα, ως μη νόμιμη, καθόσον εδράζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, εφόσον πρόκειται για νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, η σύσταση της οποίας έγινε κατά τους νόμους των νήσων Μάρσαλ και επομένως διέπεται, ως προς την σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό της η έδρα της, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονταν και διευθύνονται οι υποθέσεις της, δηλαδή τον Πειραιά (άρθρο 1 Ν.791/1978) και συνεπώς, δεν θεωρείται άκυρη, ως εταιρεία του εταιρικού τύπου σύστασης της, ώστε να λειτουργεί στην Ελλάδα, ως ομόρρυθμη εταιρεία εν τοις πράγμασι με απεριόριστη ευθύνη των εμφανιζομένων ως εταίρων της, το δε επικαλούμενο γεγονός ότι δεν συνεδριάζουν τα όργανα της προς λήψη των αποφάσεων, αλλά αυτές λαμβάνονται από την δεύτερη εναγομένη και αληθές υποτιθέμενο, δεν καθιστά την εναγόμενη εταιρεία άκυρη, όπως αβασίμως υπολαμβάνουν οι ενάγοντες. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και ακολούθως απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής, ως μη νόμιμη, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των πρώτων λόγων της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα έσοδα από την εκμετάλλευση των πλοίων κατατίθεντο σε τραπεζικό λογαριασμό, που τηρείτο στο όνομα της εταιρείας «……….» με καταστατική έδρα στον ….., την οποία είχαν συστήσει η δεύτερη και η τρίτη των εναγομένων με μοναδικό σκοπό την διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών, οι οποίοι να εξυπηρετούν τις εισπράξεις από τις πλοιοκτήτριες ναυτιλιακές εταιρείες, που είχαν συστήσει, αποκλειστικών συμφερόντων τους, κατά ποσοστό συμμετοχής 50% έκαστη και δεν είχε καμία σχέση με την εκμετάλλευση των πλοίων, όπως παραδέχεται η τρίτη εναγομένη στην από 14-12-2011 καταγγελία της προς λύση της εν λόγω εταιρείας και μεταξύ τους διανομής της περιουσίας της, που βρίσκονταν στους τηρούμενους στο όνομα της λογαριασμούς, απευθυνόμενης προς τη συνεταίρο της δεύτερη εναγομένη. Κατ’αυτόν τον τρόπο, οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων απέκρυπταν τα εισοδήματα τους και χρέωναν όλες τις υποχρεώσεις των πλοίων στην πρώτη εναγομένη εταιρεία «……..», η οποία δεν είχε απολύτως κανένα περιουσιακό στοιχείο, ο δε τραπεζικός της λογαριασμός εφοδιαζόταν από το λογαριασμό της «……», προς πληρωμή των υποχρεώσεων της, κατά την διακριτική όμως ευχέρεια της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, που διαχειρίζονταν τον τροφοδότη λογαριασμό, με συνέπεια να επέλθει σύγχυση των εταιρικών περιουσιών της πρώτης εναγομένης, αλλά και των κυριών των πλοίων εταιρειών, με την ατομική περιουσία της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων. Ένεκα των διαφωνιών μεταξύ των εναγομένων αδελφών …., ως προς τα ζητήματα διεύθυνσης της εναγομένης ναυτιλιακής πλοιοκτήτριας εταιρείας και εκμετάλλευσης των πλοίων και τον συνακόλουθο αποκλεισμό της τρίτης των εναγομένων, εκ μέρους της δεύτερης, από την συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων διοίκησης της, αλλά και τον διαχειριστικό και οικονομικό έλεγχο της, ήδη από το έτος 2011, με αποτέλεσμα η δεύτερη εναγομένη να λαμβάνει μόνη της όλες τις αποφάσεις, χωρίς την σύγκληση διοικητικού συμβουλίου και γενικής συνέλευσης, εκμεταλλευόμενη και το γεγονός ότι η μητέρα τους, ……, τέθηκε υπό δικαστική συμπαράσταση και δεν μπορούσε να έχει ενεργό συμμετοχή, ούτως ώστε οι ενέργειες και δραστηριότητες της εταιρείας να είναι στην πραγματικότητα πράξεις της εταίρου δεύτερης εναγομένης, που σκόπιμα παραλλάσσονταν σε πράξεις της εναγομένης εταιρείας, κυρίως όμως, συνεπεία της ανάληψης από τις εναγόμενες αδελφές του ποσού των 10.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., κατά το ½ έκαστη, όπως αποδεικνύεται ιδίως από τα ανταλλαγέντα μεταξύ τους προσκομιζόμενα εξώδικα, που ήταν κατατεθειμένο στον λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας απόκρυψης των εσόδων από την εκμετάλλευση των πλοίων και αύξησης της ατομικής τους περιουσίας, υπήρξε ανεπαρκής, μέχρι έλλειψη χρηματοδότησης της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας «……..», αλλά και των εταιρειών κυριών των πλοίων, με αποτέλεσμα τα πληρώματα των πλοίων «AN» και «AP» να εγκαταλειφθούν χωρίς νερό και φαγητό στην Ινδία και στην Κίνα, επενέβησαν δε η Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία (Π.Ν.Ο.), η Διεθνής Ένωση Ναυτικών (I.T.F.), το Προξενείο της Ελλάδος στην Ινδία, και λοιπές Αρχές Ελληνικές και αλλοδαπές για να στείλουν προμήθειες, τα δε πλοία είχαν παραμείνει χωρίς καύσιμα, ραντάρ, συντήρηση κ.λ.π.. Συνακόλουθα, παρέμειναν απλήρωτοι τουλάχιστον από το Μάρτιο του έτους 2016 οι εργαζόμενοι στην πρώτη εναγομένη, ήτοι οι ενάγοντες ….. και …. και η υπάλληλος του λογιστηρίου ….., που έχει ασκήσει για την διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων της έτερη αγωγή. Σημειωτέον, ότι τα πλοία αυτά έχουν ήδη εκπλειστηριασθεί με επίσπευση της δανείστριας τράπεζας το μεν «AP» την 1-10-2016, το δε «AN» την 1-11-2016. Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι η επίκληση της διαφορετικής νομικής προσωπικότητας της εναγομένης εταιρείας χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, προκειμένου να καταστρατηγηθεί ο νόμος και να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων των εναγομένων φυσικών προσώπων, αφού, εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, που προκλήθηκε, λόγω της μεταξύ των εναγομένων αδελφών ασυμφωνίας, ως προς την διεύθυνση και διαχείριση της πλοιοκτήτριας εναγομένης εταιρείας, ιδίως όμως με την ανάληψη τόσο από την τρίτη εναγομένη, που ενήργησε πρώτη, όσο και εκ των υστέρων από την δεύτερη τούτων, των χρημάτων, που προορίζονταν προς κάλυψη των εταιρικών υποχρεώσεων, τα οποία διοχέτευσαν σε ατομικούς τους λογαριασμούς στο εξωτερικό, οι εναγόμενες αδελφές μετέφεραν αθέμιτα στους δανειστές της εναγομένης εταιρείας τους κινδύνους από τη δική τους στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ με την σύγχυση των περιουσιών αθεμίτως χρησιμοποίησαν την εταιρική περιουσία για τις δικές τους δραστηριότητες, με σκοπό την αποκόμιση των εσόδων της εταιρίας, ως προσωπικό κέρδος και εντεύθεν επιβάρυνση της εταιρείας με τις υποχρεώσεις, που απέρρευσαν από τον εφοπλισμό, που ασκούσαν για δικό τους λογαριασμό και ατομικό όφελος, χωρίς συνάμα να επιμεληθούν την κάλυψη τους, όπως επιτάσσει η καλή πίστη και η σύννομη χρησιμοποίηση του θεσμού του νομικού προσώπου. Επομένως, οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων χρησιμοποίησαν την νομική προσωπικότητα της πρώτης εναγομένης κατά κατάχρηση δικαιώματος και προς διευκόλυνση τους και για δικό τους λογαριασμό, προς ίδιον όφελος, άσκησαν επιχειρηματική δραστηριότητα για την εξασφάλιση ευεργετημάτων υπέρ αυτών και την αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους και συνεπώς, η επίκληση της αυθύπαρκτης νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγομένης ενέχει προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του αντίστοιχου δικαιώματος και, ως εκ τούτου, κρίνεται καταχρηστική. Επομένως, ως κύρωση, επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως, προσήκει η άρση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η επέκταση από την εταιρεία στις εναγόμενες εταίρους των συνεπειών, που την αφορούν, από τις επίδικες εργατικές αξιώσεις, ούτως ώστε οι δεύτερη και τρίτη των εναγομένων, που χρησιμοποίησαν και στις επίδικες εργασιακές σχέσεις την νομική προσωπικότητα της εναγομένης εταιρείας, προκειμένου να αποφύγουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους, ενώ είχαν προκαλέσει ανεπαρκή και τελικά παντελή έλλειψη χρηματοδότησης της με την απόληψη των εισοδημάτων της, δια της συγχύσεως τους με την προσωπική τους περιουσία, ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλακτικής δραστηριότητας τους και ως εκ τούτου, ενέχονται εις ολόκληρον στην καταβολή των οφειλομένων ποσών στους ενάγοντες εργαζομένους. Σημειωτέον, ότι τα ανωτέρω δεν αναιρούνται, όσον αφορά την τρίτη εναγομένη, λόγω του αποκλεισμού της από την διοίκηση της εταιρείας, ένεκα των ασυμφωνιών και δικαστικών διενέξεων με την δεύτερη εναγομένη, καθόσον αυτή ουδόλως επεχείρησε να ασκήσει τα προβλεπόμενα δικαιώματα της, ως εταίρος, προς ακύρωση των παράτυπων αποφάσεων της δεύτερης εναγομένης και μη σύγκλησης του διοικητικού συμβουλίου και της γενικής συνέλευσης των εταίρων, διαθέτοντας μάλιστα και την πλειοψηφία των ψήφων, ενόσω ζούσε η μητέρα τους, αφού είχε τεθεί δικαστικός συμπαραστάτης της, μήτε ενεργοποίησε την διαδικασία εξόδου της από την εταιρεία, ώστε να διαχωρίσει την θέση της, ούτε επεδίωξε την νομότυπη λύση της εναγομένης εταιρείας, κατά το δίκαιο σύστασης της, δηλαδή του τόπου της καταστατικής της έδρας, παρά μόνο αποσκοπούσε με τα αλλεπάλληλα εξώδικα προς την συνεταίρο της, κατά τα έτη 2011 έως και 2015, στην διανομή των μερισμάτων και του ενεργητικού της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς επίσης την απολαβή του μεριδίου της από την συμμετοχή της στην παναμαϊκή εταιρεία, που τηρούσε τους καταθετικούς των εσόδων από τον εφοπλισμό λογαριασμούς, το οποίο τελικά ανέλαβε αυτοβούλως, συντελώντας έτσι αποφασιστικά από κοινού με την δεύτερη εναγομένη, τόσο στην σύγχυση της ατομικής της περιουσίας με την εταιρική, όσο και στην έλλειψη χρηματοδότησης της εναγομένης εταιρείας, που συνιστούν βασικά κριτήρια για την κατάφαση της κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της και καθιστούν την συμπεριφορά και δράση της τρίτης εναγομένης εξίσου καταχρηστική της περιουσιακής αυτοτέλειας και αυθύπαρκτης ευθύνης του νομικού προσώπου της εναγομένης εταιρείας, που δεν είναι ανεκτή από το δίκαιο και, συνεπώς, καταφάσκουν την πρόσθετη μετ’αυτής ευθύνης της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι δικαιολογείται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας της εναγομένης εταιρείας, μόνο αναφορικά με την δεύτερη εναγομένη και όχι με την τρίτη τούτων, επειδή αυτή δεν ασκούσε τον έλεγχο και την διαχείριση της εταιρείας και ακολούθως, απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες αγωγές, ως ουσιαστικά αβάσιμες, ως προς αυτήν, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτών γενομένων των δεύτερων λόγων της έφεσης των εναγόντων, ως ουσιαστικά βασίμων και απορριπτομένης της έφεσης της εναγομένης εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης, που προσβάλει μόνο το κεφάλαιο της εκκαλουμένης περί άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγομένης σε βάρος της δεύτερης εναγομένης και την συνεπεία αυτής συνευθύνης της για την καταβολή εις ολόκληρον των επιδικασθέντων ποσών στους ενάγοντες, ως ουσιαστικά αβάσιμης.
Περαιτέρω, η ένδικη από 13.12.2016 αγωγή, με την οποία ο ενάγων, .. .., εκθέτει ότι απασχολήθηκε στην εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, ως αρχιπλοίαρχος, αντί μηνιαίων αποδοχών 7.000 ευρώ και ότι παρέσχε σε αυτήν τις υπηρεσίες του και εκτελούσε τα αναφερόμενα καθήκοντα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, απασχολούμενος επί 11 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, εκτελώντας μία ώρα υπερεργασίας και πέραν αυτής υπερωρίες κατά τους παρατιθέμενους αναλυτικούς πίνακες χρονικής διάρκειας της και ακολούθως ζητεί να του καταβληθούν συνολικά για τις αιτίες αυτές το ποσό των 51.985,42 ευρώ, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία. Επομένως, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αοριστίας των εν λόγω αγωγικών κονδυλίων, που προβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις τους και επαναφέρεται με τις κατατεθείσες από τις δύο πρώτες προτάσεις τους ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, διότι δεν προσδιορίζεται ο χρόνος και το αντικείμενο της υπερεργασιακής και υπερωριακής απασχόλησης, είναι απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον στην αγωγή περιλαμβάνονται επαρκώς τα αναγκαία για την πληρότητα και σαφήνεια των κρινόμενων απαιτήσεων στοιχεία.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων-εκκαλών-εφεσίβλητος, ……, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της απασχόλησης του, για την προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων του Αρχιπλοιάρχου, που του είχαν ανατεθεί, πραγματοποιούσε εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, εφόσον δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών για να ανταποκριθεί στα αυξημένα αυτά καθήκοντα, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν από τον εφοπλισμό των πλοίων, καθόσον ήταν υπεύθυνος για την διαχείριση και λειτουργία τους. Την υπέρβαση του νόμιμου ωραρίου του αναγνωρίζει η εργοδότρια εναγομένη εταιρεία, αποδεχόμενη την αξίωση του για επιπλέον του κανονικού ωραρίου εργασία, όπως δηλώθηκε από τον ίδιο στην Επιθεώρηση Εργασίας, αμφισβήτηση όμως εγείρεται εκ μέρους της, ως προς την επικαλούμενη απ’αυτόν ημερήσια διάρκεια της απασχόλησης του και το ύψος της αξιούμενης με την κρινόμενη αγωγή του για υπερεργασία και υπερωρίες απαίτησης, που υποστηρίζει ότι καλύπτονταν από τις καταβαλλόμενες σ’αυτών αποδοχές. Για την πέραν του οκταώρου ημερήσια απασχόληση του ανωτέρω ενάγοντος κατέθεσε ενόρκως ο μάρτυρας του, έτερος ενάγων, . ., που συνυπηρέτησε μαζί του, ισχυριζόμενος ότι ο .. εργαζόταν τουλάχιστον 11 ώρες την ημέρα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, .. και του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, συντασσομένων των υπ’αριθμ…… ενόρκων βεβαιώσεων αντίστοιχα, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως του και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο, ως άνω, μάρτυρας του ενάγοντος βρίσκεται σε αντιδικία με τους εναγομένους επί έτερης ασκηθείσης αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, που συνεκδικάστηκε με την δική του, δεν τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι. Από τις, ως άνω, ένορκες βεβαιώσεις σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ανωτέρω ενάγοντα, μηχανογραφικές καταστάσεις των ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που αποστέλλονταν απ’αυτόν για υπηρεσιακούς λόγους, μέσω του λογισμικού προγράμματος “Telix” της εργοδότριας εταιρείας, κατά ώρες μετά την λήξη του συμφωνηθέντος ωραρίου του, που δεν αμφισβητούνται από τις εναγόμενες, ούτε αναιρούνται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, αν και δεν φέρουν βεβαίωση περί της γνησιότητας της εκτύπωσης, εφόσον κατά την προκείμενη διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (591 παρ.1 σε συνδ. με άρθρο 340 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 και άρθρο 4 του Ν 4335/2015 ΚΠολΔ) και ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος, ………., στην εναγομένη εταιρεία, την φύση και το αντικείμενο της απασχόλησης του, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος τούτου, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ήταν δέκα (10) ώρες και συνεπώς, πραγματοποιούσε μία ώρα εργασίας επιπλέον του συμβατικού ημερήσιου ωραρίου του, που συνιστά υπερεργασία και αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και μία ώρα υπερωριακής εργασίας δικαιούμενος αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%), σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης, όπου αναφέρεται ρητά ότι η υπερεργασία και οι υπερωρίες θα γίνονται όταν παρίσταται ανάγκη και θα καταβάλλονται σύμφωνα με το Ν.2874/2000 [άρθρο 4 παρ.1 και 3, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ.10 άρθρου 74 Ν.3863/2010 (ΦΕΚ Α 115/15.7.2010)], απορριπτομένου του μεν αγωγικού ισχυρισμού, που διαλαμβάνεται και στον τρίτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, ……, περί τουλάχιστον 11ωρης καθημερινής απασχόλησης του, του δε ισχυρισμού των εναγομένων, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνεται με τις προτάσεις των δύο πρώτων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι η αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρίες συμπεριλαμβανόταν στις συμφωνημένες αποδοχές του, άλλως αυτός εξαιρούνταν τέτοιας αμοιβής, λόγω της ιδιότητας του, ως στελέχους, έχοντος ειδικά και εξαιρετικά καθήκοντα, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, ο ενάγων ….., για το χρονικό διάστημα απασχόλησης του στην πρώτη εναγομένη, δικαιούται για τις αιτίες αυτές τα ακόλουθα ποσά: α) για αμοιβή υπερεργασίας 364 ημερών [18 ημέρες τον Ιανουάριο 2015, 19 τον Φεβρουάριο 2015, 21 τον Μάρτιο 2015, 20 τον Απρίλιο 2015, 20 τον Μάιο 2015, 21 τον Ιούνιο 2015, 23 τον Ιούλιο 2015, 21 τον Αύγουστο 2015, 22 τον Σεπτέμβριο 2015, 21 τον Οκτώβριο 2015, 21 τον Νοέμβριο 2015, 22 τον Δεκέμβριο 2015, 19 τον Ιανουάριο 2016, 21 τον Φεβρουάριο 2016, 21 τον Μάρτιο 2016, 20 τον Απρίλιο 2016, 21 τον Μάιο 2016 και 13 τον Ιούνιο 2016] Χ 1 ώρα υπερεργασίας = 364 ώρες Χ 50,40 ευρώ το ωρομίσθιο με την προσαύξηση (7.000 ευρώ μισθός : 25 ημέρες Χ 6 : 40 ώρες = 42 ευρώ ωρομίσθιο Χ 20%) = 18.345,60 ευρώ και β) για υπερωριακή αμοιβή 364 ημερών Χ 1 ώρα υπερωρίας = 364 ώρες Χ 58,80 ευρώ το ωρομίσθιο με προσαύξηση 40% = 21.403,20 ευρώ και συνολικά για τις κρινόμενες αιτίες 39.748,80 ευρώ. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων, ….., δεν δικαιούται αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρίες, με την αιτιολογία ότι οι προσκομιζόμενες μηχανογραφικές καταστάσεις του μηχανογραφικού συστήματος της εναγομένης δεν φέρουν βεβαίωση περί της γνησιότητας της εκτύπωσης και ότι δεν αποδείχθηκε ότι εστάλησαν από τον ενάγοντα και ακολούθως, απέρριψε ολικώς τα εν λόγω κονδύλια, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου της έφεσης του ανωτέρω ενάγοντος, ως εν μέρει βάσιμου κατ’ουσίαν.
Περαιτέρω, όσον αφορά τον έτερο ενάγοντα, .. .., ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο, αποδείχθηκε ότι η πέραν του συμβατικού ωραρίου απασχόληση του οφειλόταν στην επιπρόσθετη ενασχόληση του από 1.12.2014 μέχρι τις 8.7.2016, που λύθηκε η σύμβαση εργασίας του, με τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του εξουσιοδοτημένου προσώπου στην ξηρά (D.P.A) και εκείνα του υπευθύνου ασφαλείας (C.S.O.) και γι’αυτό είχε συμφωνηθεί να του καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή 500 ευρώ μηνιαίως, η οποία του επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη, που δεν προσβάλλεται ως προς το κεφάλαιο αυτό με λόγο έφεσης. Ενόψει τούτων, το αιτούμενο από τον ανωτέρω ενάγοντα ποσό ύψους 7.552,95 ευρώ για υπερεργασία και υπερωρίες, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Επομένως, η εκκαλουμένη που έκρινε ομοίως με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης του, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Πέραν τούτων, αποδείχθηκε ότι η συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης προς τους ενάγοντες ήταν απρεπής και προσβλητική. Ειδικά, όσον αφορά τον .. .., που παραπονείται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης του, ως προς το ποσό που του επιδικάστηκε για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, αποδείχθηκε ότι σχεδόν καθημερινά του απηύθυνε απαξιωτικές εκφράσεις και εξυβριστικούς χαρακτηρισμούς, χαρακτηρίζοντας τον «ανίκανο», «μούτσο», «ανάξιο», «άχρηστο» και «χαφιέ» (εννοούσε της αδελφής της τρίτης εναγομένης), ενώ στις 18.5.2016, ήτοι την επομένη της επίδοσης της εξώδικης διαμαρτυρίας του-πρόσκλησης για καταβολή των δεδουλευμένων του, τον αποκάλεσε ενώπιον όλων «τσουτσέκι», όπως έπραξε και σε βάρος του έτερου ενάγοντα, που προέβη ομοίως στην επίδοση εξωδίκου για τα δεδουλευμένα του. Συνεπεία της εκτιθέμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητα του και υπέστη ηθική βλάβη, επομένως, δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της, η οποία, ενόψει των συνθηκών και του επανειλημμένου τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού υπαιτιότητας της δεύτερης εναγομένης και της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των εν λόγω διαδίκων, ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 4.000 ευρώ. Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων ….. υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του από την παράνομη και υπαίτια εκτιθέμενη συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης και εντεύθεν ηθική βλάβη και του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 2.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος για εσφαλμένη εκτίμηση του ύψους του επιδικαζομένου ποσού, πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος.
- V. Κατ’ ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η από 17.7.2017 έφεση των εναγομένων-εκκαλουσών, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή η από 19.7.2017 έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων, κατά τους ανωτέρω λόγους αντίστοιχα, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς όλα τα κεφάλαια της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε οι εν λόγω υποθέσεις κρατηθούν προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει οι ένδικες αγωγές να γίνει μερικώς δεκτές, ως και ουσιαστικώς βάσιμες και αφενός να υποχρεωθούν οι εναγόμενες-εφεσίβλητες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο, …, το ποσό των 27.824,64 ευρώ, κατά τα μη προσβληθέντα κεφάλαια της εκκαλουμένης, ήτοι 11.309 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές και αποδοχές υπερημερίας, λόγω επίσχεσης εργασίας και 9.630 ευρώ, ως πρόσθετη αμοιβή για την εργασία του ως D.P.A. και C.S.O., με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του αντίστοιχου μήνα, που κατέστη απαιτητό, το ποσό των 1.120 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2016, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της 30ης Απριλίου 2016, καθώς επίσης 648,64 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, 1.892 ευρώ για αποδοχές αδείας 2016, 1.075 ευρώ για επίδομα αδείας 2016, και 2.150 ευρώ για αποζημίωση απόλυσης, νομιμοτόκως από την επομένη της λύσης της εργασιακής του σύμβασης, επιπλέον δε η δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής και αφετέρου να υποχρεωθούν οι εναγόμενες-εφεσίβλητες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο, ………, το ποσό των 36.965,80 ευρώ, κατά τα μη προσβληθέντα κεφάλαια της εκκαλουμένης, ήτοι 24.500 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού από την παρέλευση της τελευταίας ημέρας του αντίστοιχου μήνα, που κατέστη απαιτητό, το ποσό των 3.645,81 ευρώ για επίδομα Πάσχα 2016, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της 30ης Απριλίου 2016, καθώς επίσης 1.469,99 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, 3.850 ευρώ για αποδοχές αδείας 2016 και 3.500 ευρώ για επίδομα αδείας 2016, νομιμοτόκως από την επομένη της λύσης της εργασιακής του σύμβασης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση τους να του καταβάλλουν εις ολόκληρον το ποσό των 39.748,80 ευρώ, ως αμοιβή για υπερεργασία και υπερωρίες, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας του, επιπλέον δε η δεύτερη εναγομένη-εφεσίβλητη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως προς την έφεση που απορρίφθηκε, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων-εκκαλουσών, λόγω της ήττας τους (176 ΚΠολΔ) και, όσον αφορά την έφεση, που έγινε εν μέρει δεκτή, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος των εναγομένων – εφεσιβλήτων, κατά μερική παραδοχή των πέμπτων λόγων της έφεσης των εναγόντων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης, …….και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.
Δέχεται τις εφέσεις τυπικά.
Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 17.7.2017 έφεση των εναγομένων-εκκαλουσών.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων – εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων – εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 19.7.2017 έφεση των εναγόντων-εκκαλούντων.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2611/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει τις από 17.11.2016 και 13.12.2016 αγωγές.
Δέχεται αυτές εν μέρει κατ’ουσίαν.
Υποχρεώνει: Α) τις εναγόμενες – εφεσίβλητες εις ολόκληρον να καταβάλουν: α) στον ενάγοντα – εκκαλούντα – εφεσίβλητο, ….., το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι τεσσάρων και εξήντα τεσσάρων λεπτών (27.824,64) ευρώ και β) στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο, ……, το ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα πέντε και ογδόντα λεπτών (36.965,80) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο κάθε επιμέρους ποσού κατά τις εκτιθέμενες στο σκεπτικό διακρίσεις και Β) την δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα –εφεσίβλητη, ……., να καταβάλει στους ανωτέρω ενάγοντες τα ποσά των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ και δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, αντιστοίχως, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες – εφεσίβλητες υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα-εκκαλούντα-εφεσίβλητο, ……., το ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων σαράντα οκτώ και ογδόντα λεπτών (39.748,80) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη λήξης της σύμβασης εργασίας του.
Επιβάλλει στις εναγόμενες – εφεσίβλητες μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων – εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει για τον ….., στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ και για τον ……, στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 7 Νοεμβρίου 2018.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ