ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 680 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ
Του καλούντος- εκκαλούντος: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Αριστείδη Καλουτσάκη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ
Της καθ’ης η κλήση- εφεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………..», με καταστατική έδρα την Αθήνα, επί της οδού ………….., νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και
ΚΑΤΑ
- Του κύρους, του υποστατού, του υπαρκτού και της νομιμότητας τυπικής και ουσιαστικής, τόσον του νυν προσβαλλόμενου και πληττόμενου από 2.7.2019 δικογράφου αναγγελίας της εταιρείας με την επωνυμία «……………..» νομίμως εκπροσωπούμενη, που αναγγέλθηκε επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «…………» και με διακριτικό τίτλο “………..”, όσο και των διαδικασιών συμμετοχής της στην αναγκαστική εκτέλεση, καθώς και της κατατάξεώς της, στον νυν προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών,
- Του κύρους, του υποστατού, του υπαρκτού και της νομιμότητας τυπικής και ουσιαστικής του νυν προσβαλλόμενου και ανακοπτόμενου συγκεκριμένου και ορισμένου ζημιογόνου όμως για τον εκκαλούντα και πρώην ανακόπτοντα περιουσιακά κατά 16.200,49 ευρώ, σκέλους του υπ’ αριθ. …/12.8.2019 καταρτισθέντος και συνταχθέντος πίνακα κατάταξης αναγγελθέντων δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………
- Της εισαχθείσας και προσκομισθείσας εξ υπαρχής ως πλαστής, άκυρης, ανύπαρκτης, ανίσχυρης και ανυπόστατης υπ’ αριθ. ……/3.7.2019 έκθεσης επίδοσης του δικ. Επιμελητή ……
Και ΕΝΑΝΤΙΟΝ
Της υπ’ αριθ. 2725/2020 οριστικής και ολικώς εκκαλούμενης πρωτόδικης απορριπτικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).
Ο καλών- εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την από 26.9.2019 (με Γ.Α.Κ. /Ε.Α.Κ. ……../2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η 2725/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη καλών-εκκαλών με την από 15.12.2020 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……../2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. προσδιορισμού στο Εφετείο ………/2020) η 3.3.2022, οπότε συζητηθείσας της εφέσεως ερήμην της εταιρείας με την επωνυμία “…………..», με την 570/2022 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού απορρίφθηκε η έφεση.
Ήδη ο ίδιος εκκαλών με την από 1.11.2022 (με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) κλήση του επανέφερε την ίδια έφεση κατά της καθ’ης η κλήση ανώνυμης τραπεζικής με την επωνυμία «…………..», ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή, οπότε δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά την εκφώνηση αυτή εμφανίστηκε φερόμενη ως πρώτη εφεσίβλητη η εταιρεία με την επωνυμία “……………..» νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Δήμητρα Ασημακοπούλου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εκκαλούντος ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που προκατέθεσε, η δε πληρεξούσια δικηγόρος της πιο πάνω εταιρείας “……………….», αφού έλαβε τον λόγο, κατέθεσε προτάσεις στο ακροατήριο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295, 296, 297, 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση παραδεκτής έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης αναβιώνει η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την έγερση της αγωγής ή ανακοπής, μέσα στα όρια που ορίζονται από την έφεση (ΑΠ 138/2014 στην areiospagos.gr). Η εκκρεμοδικία αυτή στον δεύτερο βαθμό διαρκεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως ή να επέλθει κατάργηση της δίκης κατ’ άλλον νόμιμο τρόπο, όπως με την παραίτηση από το δικόγραφο της εφέσεως ή από το δικαίωμα κ.λ.π. (ΑΠ 88/2015, ΑΠ 240/1998, ΜονΕφΑιγ 53/2020 στην ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 553 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο, είτε πρωτοβάθμιο, είτε δευτεροβάθμιο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στην δικαζόμενη υπόθεση. Η οριστική κρίση του δικαστηρίου συνήθως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης, χωρίς όμως να αποκλείεται να περιέχεται και μόνο στο σκεπτικό της, εφόσον στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο δεν περιορίζεται να εκφέρει απλώς σκέψεις για τη βασιμότητα ή μη του εξεταζόμενου αιτήματος, αλλά αποφαίνεται με σαφήνεια, ως συμπέρασμα νομικής σκέψης, για την παραδοχή ή απόρριψη αυτού (ΑΠ 1051/2017, ΜονΕφΠειρ 353/2021 στην ΤΝΠ Νόμος). Αντίθετα, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που προετοιμάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί αυτή ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης (βλ. ΕφΑθ 885/2023 στην ΤΝΠ Νόμος). Η διάκριση αυτή μεταξύ οριστικών και μη οριστικών αποφάσεων δεν έχει απλώς θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά και πρακτική σημασία. Η έκδοση εν όλω ή εν μέρει οριστικής απόφασης για ορισμένο αντικείμενο δίκης συνεπάγεται την κατάργηση της εκκρεμοδικίας, ενώ αντίθετα αυτή διατηρείται με την έκδοση μη οριστικής απόφασης. Επιπλέον μόνο οι οριστικές αποφάσεις, εφόσον αποκτήσουν τον απαιτούμενο βαθμό δικονομικής ωριμότητας αναπτύσσουν δεδικασμένο (βλ. άρθρο 321 ΚΠολΔ). Οι οριστικές αποφάσεις μετά τη δημοσίευσή τους υπόκεινται σε ένδικα μέσα (βλ. άρθρα 513 παρ.1, 539 παρ.1, 553 παρ.1 ΚΠολΔ) και είναι κατά κανόνα ανεπίδεκτες ανάκλησης (βλ. ΑΠ 1223/2003, ΧρΙΔ 2004, σελ. 628), ενώ οι μη οριστικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα, με εξαίρεση τη μη οριστική απόφαση που διατάσσει τη συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, η οποία προσβάλλεται με έφεση και αναίρεση (άρθρο 114 παρ.4 ΚΠολΔ) [βλ. Χ. Ευθυμίου σε Απαλαγάκη- Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ, άρθρα 1-494, Νομική Βιβλιοθήκη 2022, άρθρο 308, σελ. 1124, παρ.3]. Ειδικότερα το άρθρο 309 ΚΠολΔ ορίζει ότι «Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντά σε πρόταση για ανάκληση και όταν ακόμη αυτή υποβάλλεται με τρόπο παραδεκτό». Εξάλλου, οριστική είναι και η απόφαση που απορρίπτει ένδικο μέσο ως απαράδεκτο (βλ. ΕφΛαμ 36/2013, Επιδικία 2013, σελ. 319).
Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 1.11.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022 και Ε.Α.Κ. …./2022) κλήση του ………. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», με την οποία ο καλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 15.12.2020 με αριθμ. κατ. δικογρ. ………./16-2-2020 έφεσή του κατά της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας προς εξαφάνιση της 2725/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, την από 26.9.2019 με αριθ. κατ. δικογρ. ………/26.9.2019 ανακοπή του καλούντος κατά της καθ’ης η κλήση αντιμωλία των διαδίκων, την απέρριψε. Κατά την εκφώνηση της κλήσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η καθ’ης η κλήση τράπεζα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά ήταν απούσα. Από την προσκομιζόμενη από τον καλούντα υπ’ αριθ. ……../7.11.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσης με πράξη ορισμού δικασίμου της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας και κλήση σε αυτή για συζήτηση, επιδόθηκε στην καθ’ης η κλήση τράπεζα νόμιμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1 στοιχ.β’ και 129 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 498 παρ.2 του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, η καθ’ης η κλήση θα δικασθεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 εδ.1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά την ίδια ως άνω εκφώνηση της υπόθεσης κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, εκφωνήθηκε από το πινάκιο ως διάδικος και η εταιρεία με την επωνυμία “…………………….», για την οποία αναφέρεται στην ένδικη κλήση ότι αναγγέλθηκε με το από 2.7.2019 δικόγραφο αναγγελίας στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης δανειστών, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της παραπάνω καθ’ης η κλήση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….». Η ως άνω εταιρεία με την ακριβή επωνυμία «………………» παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Δήμητρας Ασημακοπούλου. Ωστόσο, δεδομένου ότι η σχετική κλήση δεν απευθύνεται κατά της τελευταίας αυτής εταιρείας, η παράστασή της τυγχάνει δικονομικά άκυρη, εφόσον δεν εισάγεται ως προς αυτή προς συζήτηση η από 15.12.2020 (με αριθ. κατ. δικ. ……………./16.12.2020) έφεση του καλούντος, όπως τούτο σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της ίδιας της ένδικης από 1.11.2020 κλήσεως.
Περαιτέρω, ο καλών στην ένδικη κλήση του αναφέρει ότι άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 26.9.2019 και με αριθ. κατ. δικ. ………./26.9.2019 ανακοπή του εναντίον των αναγραφόμενων στην κλήση του δικογράφων και εγγράφων και κυρίως κατά της καταταχθείσας στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης αναγγελθέντων δανειστών τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» (νυν καθ’ης η κλήση), οπότε συζητηθείσας της ανακοπής με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, εκδόθηκε η 2725/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που απέρριψε αυτή. Ότι κατά της εν λόγω απόφασης άσκησε την από 16.12.2020 (με αριθ. κατ. δικ. ……../16.12.2020) έφεσή του με την οποία προσέβαλε: 1) το από 2.7.2019 δικόγραφο αναγγελίας της εταιρείας με την επωνυμία «……………», 2) το ζημιογόνο περιουσιακά κατά 16.200,49 ευρώ μέρος-σκέλος του υπ’ αριθ. ……../12.8.2012 πίνακα κατάταξης αναγγελθέντων δανειστών της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., 3) την παρανόμως καταταχθείσα στον ανακοπτόμενο πίνακα κατάταξης εταιρεία με την επωνυμία «…………..», 4) την εισαχθείσα και προσκομισθείσα εξ υπαρχής ως πλαστή, άκυρη, ανύπαρκτη, ανίσχυρη και ανυπόστατη υπ’ αριθ. …. Η’/3-7-3029 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……….. και 5) την υπ’ αριθ. 2725/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι η εν λόγω έφεσή του συζητήθηκε στις 3.3.2022 και εκδόθηκε η 570/2022 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως απαράδεκτη, επειδή το εν λόγω Δικαστήριο παραγνώρισε και διαστρέβλωσε το περιεχόμενο του εφετηρίου, εκλαμβάνοντας εσφαλμένα ότι το κρινόμενο εφετήριο στρεφόταν μόνο κατά της εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία όμως δεν υπήρξε διάδικος κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ενώ στην πραγματικότητα και κατ’ ορθή και νόμιμη ερμηνεία του περιεχομένου και ειδικότερα από την προμετωπίδα της εφέσεώς του ταύτης, ως αμιγώς διαδικαστικό εισαγωγικό δικόγραφο της δευτεροβάθμιας δίκης, που επιτρεπτώς και νομίμως επισκοπείται από το δικαστήριο, η εν λόγω έφεσή του στρεφόταν μόνο κατά της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και η οποία ασφαλώς και υπήρξε αντίδικός του πρωτοδίκως, όπως τούτο προκύπτει από την προμετωπίδα της προσβαλλόμενης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι τον έφεσή του αυτή, εκ παραδρομής ο εκκαλών και νυν καλών δεν κοινοποίησε στη μοναδική του αντίδικο στην πρωτόδικη δίκη «………….», η οποία μάλιστα είχε παρασταθεί πρωτοδίκως κατά τη συζήτηση της κατά αυτής ανακοπής, οπότε εκ προφανούς παραδρομής η προαναφερθείσα εφετειακή απόφαση δεν κάνει καμία απολύτως νύξη και μνεία γι’ αυτήν, που ήταν η εφεσίβλητη εταιρεία και ότι ως εκ τούτου, γεννάται υπέρ αυτού, με την ιδιότητα του εκκαλούντος και ανακόπτοντος, άμεσο έννομο συμφέρον κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ να καταθέσει την παρούσα κλήση του προκειμένου να προσδιοριστεί νέα δικάσιμος για την έφεση, κλητεύοντας την εφεσίβλητη και πρώην καθ’ης η ανακοπή «………….», για να λάβει μέρος στη συζήτηση της κατ’ αυτής εφέσεως. Με την κλήση του λοιπόν αυτή ο καλών ζητεί να γίνει δεκτή στο σύνολό της η έφεσή του κατά της τραπεζικής εταιρείας «……………», να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση, να κρατηθεί από το Δικαστήριο αυτό και να γίνει δεκτή η ανακοπή του, καταδικαζόμενης της εφεσίβλητης στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Περαιτέρω, από την επισκόπηση της αναφερόμενης στην ως άνω κλήση 570/2022 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου προκύπτει ότι με αυτή κρίθηκε στο σύνολό της η από 15.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) έφεση του εκκαλούντος-νυν καλούντος κατά της 2725/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω απόφαση διαλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα εξής: «…Στην προκειμένη περίπτωση αρμόδια…φέρεται για συζήτηση η από 15.12.2020 (αριθ. καταθ. ………/16.12.2020) έφεση του ανακόπτοντος ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αριθ. 2725/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και απέρριψε την από 26.9.2019 ανακοπή (αριθ. καταθ. ………/2019) του αυτού ανακόπτοντος ήδη εκκαλούντος. Η έφεση αυτή στρέφεται κατά της εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία όπως προκύπτει, από το επίσημο αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως, δεν υπήρξε διάδικος κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Αντίθετα διάδικος και αντίδικος του εκκαλούντος κατά τη δίκη αυτή υπήρξε, όπως προκύπτει από το πιο πάνω αντίγραφο της εκκαλούμενης αποφάσεως, η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», με Α.Φ.Μ. …………. που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ………), εναντίον της οποίας δεν στρέφεται η έφεση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, η υπό κρίση έφεση, στρεφόμενη κατά προσώπου, που δεν ήταν διάδικος κατά την πρωτοβάθμια δίκη, είναι κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, απαράδεκτη, και πρέπει για το λόγο αυτό να απορριφθεί, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά βασική αρχή του δικονομικού δικαίου δεν μπορεί να διεξαχθεί διαγνωστική δίκη, στην οποία το πρόσωπο να εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος άλλου (ΚΠολΔ)…ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εταιρείας με την επωνυμία “………………». Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση κατά της με αριθμό 2725/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά…». Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι στο εισαγωγικό της παραπάνω απόφασης ως εκκαλών αναφέρεται ο νυν καλών ……….. που εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και ως εφεσίβλητη η εταιρεία με την επωνυμία “…………», νομίμως εκπροσωπούμενη, που αναγγέλθηκε επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «……………….» και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Από την ανωτέρω προσκομιζόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο τούτο με την 570/2022 οριστική απόφασή του έχει κρίνει ότι η ένδικη έφεση απευθύνεται μόνο κατά της εταιρείας με την επωνυμία “…………» και όχι και κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», που ήταν η καθ’ης η ανακοπή στον πρώτο βαθμό, οπότε θα νομιμοποιείτο παθητικά ως εφεσίβλητη και για τον λόγο αυτό απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη. Εάν είχε κρίνει ότι η έφεση απευθύνεται και κατά της «……….», αλλά είτε ότι η έφεση δεν εισήχθη από τον εκκαλούντα ως προς αυτή, είτε ότι η τελευταία κατά την ενώπιον του διαδικασία ήταν ερήμην, θα είχε διαλάβει σχετική κρίση ως προς αυτό. Επομένως, απορρίπτοντας το Δικαστήριο τούτο την έφεση για τον λόγο ότι αυτή δεν έχει ασκηθεί κατά της «………….» έχει κρίνει οριστικά και δεν υφίσταται πλέον εκκρεμοδικία (βλ. Κ. Παναγόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου, Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, άρθρο 522, σελ. 190, παρ.22), ώστε να δύναται ο εκκαλών να επαναφέρει με κλήση του προς την «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.» την υπόθεση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, για να συζητηθεί η έφεση κατά αυτής. Επιπλέον η ανωτέρω 570/2022 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, ως οριστική, δεν ανακαλείται κατ’ άρθρο 309 ΚΠολΔ, ώστε να ερευνηθεί η έφεση εκ νέου, ακόμη και υπό την επίκληση από τον καλούντα-εκκαλούντα εσφαλμένης εκτίμησης από το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση ως προς την ταυτότητα των διαδίκων μερών [βλ. σχετικά με το άρθρο 309, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις (κατά τον ΚΠολΔ), έκδοση 1986, σελ. 238, παρ.771)]. Συνακόλουθα, η ένδικη από 1.11.2022 κλήση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος κατ’ άρθρο 68 σε συνδυασμό με το άρθρο 73 ΚΠολΔ, του καλούντος-εκκαλούντος ως εισάγουσα προς συζήτηση έφεση, για την οποία πλέον δεν υφίσταται εκκρεμοδικία (βλ. ΕφΛαμ 36/2013 στην ΤΝΠ Νόμος). Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος του καλούντος, καθώς η καθ’ης η κλήση ήταν ερήμην και δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα. Τέλος, παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται για την ερημοδικασθείσα καθ’ης η κλήση, καθώς δεν προβλέπεται εκ του νόμου, ανακοπή ερημοδικίας κατά αποφάσεως που απορρίπτει κλήση προς συζήτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της καθ’ης η κλήση.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 1.11.2022 (με Γ.Α.Κ. …../2022, Ε.Α.Κ. ……/2022) κλήση.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 7.12.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ