Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 614/2023

EΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     614/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: 1) Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στην …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιαννάτο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ..

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Σταματίου, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΔΕ Κυριακίδης Γεωργόπουλος Δικηγορική Εταιρεία», που εδρεύει στην Αθήνα.           

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της εφεσίβλητης την από 27-9-2019 και με ΓΑΚ … και ΑΚΔ …./27-9-2019 αγωγή και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρει στο δικόγραφο αυτής. Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της εκκαλούσας την από 21-10-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./21-10-2019 ανταγωγή και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρει στο δικόγραφο αυτής. Επί των άνω αγωγής και ανταγωγής εκδόθηκε, ερήμην της αντεναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 720/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή και έγινε δεκτή η ανταγωγή. Την απόφαση αυτή πρόσβαλε ενώπιον του  Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα με την από 13-5-2021 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …/13-5-2021 έφεσή της, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η έφεση  συζητήθηκε, αφού εκφωνήθηκε η υπόθεση με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 270, 524 παρ. 1 και 2 και 528 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 28, 44 παρ. 1 και 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011 αντιστοίχως και εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η έφεση ασκήθηκε μεταγενέστερα της ισχύος του ως άνω νόμου, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, ενώ ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η κατά το άρθρο 528 Κ.Πολ.Δ. απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για το διάδικο ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά (γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται), ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’ αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (Α.Π. 491/2023, Α.Π. 286/2023, Α.Π. 131/2022, Α.Π. 635/2020, Α.Π. 1478/2019, Α.Π. 476/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σ’ αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη (Α.Π. 93/2013, Εφ.Πειρ. 2/2023, Εφ.Πειρ. 160/2022, Εφ.Πειρ. 731/2022, Εφ.Αθ. 2475/2019, Εφ.Πειρ. 123/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. και η απόρριψη συντελείται κατ’ ουσία, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (Α.Π. 635/2020, Α.Π. 1478/2019, Α.Π. 476/2017, Α.Π. 11/2016, Α.Π. 1858/2014, Α.Π. 2150/2014, Α.Π. 251/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ήδη στην παρ. 3 εδάφ. α’ του άρθρου 524 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 28 του ν. 4842/2021, με έναρξη ισχύος, κατ’ άρθρο 120 εδ. β’ αυτού, από την 1-1-2022, εφαρμοζόμενου και επί εκκρεμών ένδικων μέσων (άρθρο 116 παρ. 2 β’ αυτού), ορίζεται, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται, εφόσον είναι παραδεκτή, με αποτέλεσμα, κατ’ απόκλιση όσων προεκτέθηκαν, να προηγείται της απόρριψης της έφεσης κατ’ ουσίαν, η εξέταση του παραδεκτού της, ανεξαρτήτως μάλιστα του εάν ο εκκαλών παρίσταται ή όχι στη δίκη (Εφ.Αιγ. 49/2023, Εφ.Πειρ. 162/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κατρά, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 3η έκδ, 2021, σ. 667). Τέλος, η  δικονομική συμπεριφορά των διαδίκων σχετικά με την αγωγή και ανταγωγή κρίνεται διακεκριμένα, δηλαδή ο διάδικος μπορεί να παραστεί στην αγωγή αλλά όχι στην ανταγωγή (Μιχ. Μαργαρίτη / Άντα Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, 2018, τόμ. Ι, υπ’ άρθρα 269-270Α, αριθ. 15, 17, σ. 462).

2. Στην προκειμένη περίπτωση, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, η από 13-5-2021 και με ΓΑΚ … και AK …/13-5-2021 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας – αντεναγόμενης ναυτικής εταιρίας «……..» κατά της νικήσασας εναγόμενης – αντενάγουσας εταιρίας «……..» και κατά της με αριθ. 719/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της αντεναγομένης και αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, απέρριψε την από 27-9-2019 και με ΓΑΚ … και ΑΚΔ …./27-9-2019 αγωγή αποζημίωσης της εκκαλούσας αγοράστριας κατ’ άρθρ. 542, 547 Α.Κ. ως απαράδεκτη ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντός της, δέχθηκε τη συνεκδικασθείσα από 21-10-2019 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../21-10-2019 ανταγωγή καταβολής τιμήματος της εφεσίβλητης πωλήτριας κατ’ άρθρο 513 Α.Κ. ως ορισμένη, νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσία λόγω του τεκμηρίου ομολογίας από την ερημοδικία (μη κανονική παράσταση) της αντεναγόμενης και υποχρέωσε την τελευταία να καταβάλει στην αντενάγουσα ως οφειλόμενο τίμημα το χρηματικό ποσό των 305.000,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο από 7-10-2017 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Ήδη με την παραπάνω έφεσή της η ενάγουσα – αντεναγόμενη, για τους λόγους που αναπτύσσει στο ως άνω δικόγραφο, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, προκειμένου να αναδικασθεί και να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή της και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ανταγωγή εναντίον της. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 27-4-2023 η εκκαλούσα δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις και δήλωση συζήτησης κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση, χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνησή της. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, τέτοια δήλωση δεν είναι επιτρεπτή στην περίπτωση του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ, όταν δηλαδή ο εκκαλών είχε δικασθεί στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως εν προκειμένω η εκκαλούσα – ενάγουσα ως προς την ανταγωγή της εφεσίβλητης – εναγόμενης εναντίον της, διότι στην περίπτωση αυτή η συζήτηση είναι υποχρεωτικά προφορική. Η χρήση δε της δήλωσης αυτής συνιστά, κατά το μέρος που η έφεση αφορά την ανταγωγή, μη προσήκουσα παράσταση της εκκαλούσας, με συνέπεια την ερημοδικία της, δοθέντος ότι η εκκαλούσα επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσής της με επίδοση αντιγράφου της και της πράξης προσδιορισμού δικασίμου στην εφεσίβλητη και κλήση σε αυτή για συζήτηση (βλ. την υπ’ αριθ. …./30-8-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιά ………… που η ίδια προσκομίζει), αλλά δεν εκπροσωπήθηκε προσηκόντως από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, κατά την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, αφού αυτή (εκκαλούσα) είχε δικαστεί ερήμην στον πρώτο βαθμό ως αντεναγόμενη. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη  έφεση, κατά το μέρος που αφορά την ανταγωγή, να απορριφθεί κατ’ ουσία ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της (άρθρο 524 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.), καθώς από την ερημοδικία της εκκαλούσας τεκμαίρεται παραίτησή της από την έφεσή της κατά το μέρος που  αφορά την ανταγωγή και αποδοχή σχετικά της πρωτόδικης απόφασης. Να αναφερθεί προηγουμένως, σε σχέση με το παραδεκτό της έφεσης, ότι από τα διαδικαστικά έγγραφα που προσκομίζονται από την εφεσίβλητη προκύπτει ότι η έφεση ασκήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας – αντεναγόμενης σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. Αγ’ Κ.Πολ.Δ) παράβολου, και εμπρόθεσμα, εφόσον, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εκκαλούμενης απόφασης επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 15-4-2021 (βλ. τη με ίδια ημερομηνία σχετική επισημείωση επί του προσαγόμενου από της εκκαλούσα επικυρωμένου αντιγράφου της, του δικαστικού επιμελητή ………της εταιρίας δικαστικών επιμελητών .. …., που εδρεύει στην Αθήνα) και το πρωτότυπο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 13-5-2021 (βλ. την επισυναπτόμενη στην έφεση σχετική έκθεση της αρμόδιας δικαστικής υπαλλήλου του άνω Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων  495, 496, 500, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β’ εδάφ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’, 518 παρ. 1 εδάφ. α’, 520 παρ. 1, 143 παρ. 1, 144 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως: α) να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη κατά το μέρος που αφορά την ανταγωγή και να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα ως προς την ανταγωγή εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και β) να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ αντιμωλία, κατά το μέρος που αφορά την αγωγή, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

3. Από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 Α.Κ, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του ν. 3043/2002 και πριν αυτό τροποποιηθεί εκ νέου με το ν. 4967/2022, προκύπτει, ότι σε περίπτωση που κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα ανωτέρω δικαιώματα, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Δηλαδή, η ευθύνη προς αποζημίωση ορίζεται βασικά αντικειμενική, αν πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, πταισματική όμως αν πρόκειται για πραγματικό ελάττωμα. Το πταίσμα μπορεί να υπάρχει, αν κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υπάρχει πραγματικό ελάττωμα που οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή ή το οποίο ο πωλητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή αρκεί και άγνοια από ελαφριά αμέλεια), είτε κατά τη σύναψη της σύμβασης, είτε (σε περίπτωση πώλησης πράγματος κατά γένος ορισμένου) κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου. Η ως άνω ευθύνη, όπως διαγράφεται στο άρθρο 543 Α.Κ, είναι συμβατική. Εξάλλου, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάστασή του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται όχι μόνο κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκειά της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος (A.Π. 251/2022, areiospagos.gr, Α.Π. 1230/2019, Α.Π. 267/2015, Α.Π. 1703/2013, Α.Π. 575/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Πότε ο πωλητής δεν εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρ. 534 ΑΚ υποχρέωσή του, ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 535 του Α.Κ, κατά την οποία αυτό συμβαίνει, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση, ενώ ακολούθως απαριθμούνται στην ίδια διάταξη ενδεικτικά μόνον ορισμένα κριτήρια, που συνιστούν κριτήρια εννοιολογικού προσδιορισμού της ελαττωματικότητας του πράγματος. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 Α.Κ. «Το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και σε περίπτωση πλημμελούς εγκατάστασής του, αν η εγκατάσταση αποτελεί μέρος της σύμβασης και πραγματοποιήθηκε από τον πωλητή». Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή με πραγματικά ελαττώματα ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες, είναι θεμελιωτική της ευθύνης του λόγω μη εκπλήρωσης, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537  Α.Κ., που βασικά αναφέρεται σε γνήσια αντικειμενική ευθύνη και παρέχει στον αγοραστή, είτε πρόκειται για πώληση γένους είτε για πώληση είδους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 540 παρ. 1 περ. 3 Α.Κ, όπως  ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3043/2002 και πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 42 Ν. 4967/2022 (Φ.Ε.Κ. Α’, 171/9-9-2022). Το δικαίωμα υπαναχώρησης (αναστροφής) είναι διαπλαστικό και ασκείται είτε με άτυπη δήλωση του αγοραστή προς τον πωλητή είτε με την άσκηση της αγωγής (Α.Π. 1381/2013, Α.Π. 1730/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 534 – 535 του A.K. είναι να υπάρχει το πραγματικό ελάττωμα ή η έλλειψη της ιδιότητας, κατά τον χρόνο που μεταβαίνει ο κίνδυνος από τον πωλητή στον αγοραστή. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο αγοραστής θα πρέπει να δεχθεί το ελαττωματικό πράγμα προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του, ούτε σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να αναμείνει το χρόνο παράδοσης του πράγματος, σύμφωνα με τη σύμβαση, για να ασκήσει τα δικαιώματά του από τις διατάξεις των άρθρων 534 και επ. του A.K, όταν είναι βέβαιο, ότι το ελάττωμα, που διαπίστωσε δεν μπορεί να αρθεί ή η έλλειψη δεν μπορεί να συμπληρωθεί, καθόσον ο νόμος δεν του επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση. Αντίθετα, ο σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης των άρθρων 534 και επ. του A.K. συνέχεται με την ικανοποίηση του συμφέροντος του αγοραστή να μην αποκτήσει κάτι που, λόγω του ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, δεν αντιστοιχεί πλέον στην αντιπαροχή του (A.Π. 708/2016, T.N.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, οι αξιώσεις που απορρέουν για τα μέρη σε περίπτωση υπαναχώρησης από την πώληση ρυθμίζονται από το άρθρο 547 του Α.Κ, σύμφωνα με το οποίο, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν. 3043/2002, ο μεν αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που αυτός πρόσθεσε, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε από το πράγμα, ο δε πωλητής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το τίμημα, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Το δικαίωμα υπαναχώρησης της πώλησης ενδέχεται να έχει ασκηθεί εξώδικα και αρκεί προς τούτο η άτυπη δήλωση του αγοραστή από την περιέλευση της οποίας στον πωλητή ανατρέπεται αμέσως και αναδρομικά η σύμβαση της πώλησης, το γεγονός δε αυτό, δηλαδή της εξώδικης υπαναχώρησης από την πώληση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά το άρθρ. 70 Κ.Πολ.Δ. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή, η οποία όμως έχει στην περίπτωση αυτή διαπλαστικό χαρακτήρα, και παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σ’ αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση της πώλησης (Α.Π. 727/2019, Α.Π. 1165/2019, Α.Π. 1231/2019, Α.Π. 663/2016, Α.Π. 1596/2014, Α.Π. 733/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

4. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 68 Κ.Πολ.Δ. ορίζει, ότι «δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον». Η δε διάταξη του άρθρου 70 Κ.Πολ.Δ. ορίζει ότι «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη, κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές το έννομο συμφέρον, η συνδρομή του οποίου επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης (άρθρο 73 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να είναι άμεσο και παρόν. Άμεσο δε έννομο συμφέρον υπάρχει όταν από την ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, προκαλείται αβεβαιότητα ως προς ορισμένη έννομη σχέση του ενάγοντος και συνακόλουθος κίνδυνος για τα συμφέροντα αυτού (άμεσος και επικείμενος ή και εξαρτώμενος από πρόσθετα μελλοντικά περιστατικά), για την αποτροπή του οποίου ζητείται ως πρόσφορη και αναγκαία δικαιοδοτική πράξη, η έκδοση δικαστικής απόφασης. Ενώ παρόν είναι το έννομο συμφέρον, όταν η ανάγκη δικαστικής προστασίας είναι ενεστώσα, αφορά δηλαδή έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες και όχι υποθετικές και μελλοντικές ή ενδεχόμενες (Α.Π. 39/2016, Α.Π. 772/2014, Α.Π. 205/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ο κίνδυνος δηλαδή για τα συμφέροντα του αιτούντος τη με την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής προστασία μπορεί να εξαρτάται και από τη συνδρομή και άλλου μελλοντικού περιστατικού, το δικαίωμα όμως του οποίου ζητείται η προστασία με την εν λόγω αγωγή πρέπει να είναι κεκτημένο και όχι μελλοντικό και ενδεχόμενο (Α.Π. 1539/2021, Α.Π. 850/2019, ΑΠ 974/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

5. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-9-2019 αγωγή της, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, η ενάγουσα ναυτική εταιρία «………..» ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει ναυτική εταιρία που συστήθηκε με σκοπό την εκμετάλλευση του υπό ναυπήγηση επιβατηγού πλοίου «Ο.», πλοιοκτησίας της, το οποίο και σκόπευε να δρομολογήσει στην πορθμειακή γραμμή ……………… Ότι το νομίμως προς τούτο εξουσιοδοτηθέν μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, …… ., περί τα μέσα Οκτωβρίου του 2016, επικοινώνησε με εκπρόσωπο της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας «………….» (δ.τ. «………»), η οποία είναι αποκλειστικός εισαγωγέας – διανομέας στην Ελλάδα των προϊόντων της ………., προκειμένου να λάβει προσφορά για τους κινητήρες και το λοιπό εξοπλισμό του συστήματος πρόωσης του άνω ναυπηγούμενου πλοίου, αλλά και ετέρου πλοίου που ναυπηγείτο τότε στο ίδιο ναυπηγείο, με την ονομασία «Ζ», που ανήκει στην πλοιοκτησία της ναυτικής εταιρίας «………………», η οποία συστάθηκε την ίδια ημέρα με την ενάγουσα, από τους ίδιους μετόχους, με την ίδια νομική μορφή, έχει έδρα στην ίδια περιοχή και το ίδιο μετοχικό κεφάλαιο. Ότι κατά το προσυμβατικό στάδιο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων με τον  εκπρόσωπο της εναγόμενης, ο οποίος είχε την ιδιότητα του Διευθυντή Πωλήσεων των προϊόντων της σειράς …………, επισημάνθηκε από το ως άνω μέλος της διοίκησης αμφοτέρων των «αδελφών» εταιριών (…. και …………), ότι τα υπό ναυπήγηση πλοία θα έπρεπε να εξοπλιστούν με κινητήρες και μηχανήματα που θα διασφάλιζαν τη δυνατότητά τους να αναπτύσσουν υπηρεσιακή ταχύτητα μεγαλύτερη των τριάντα (30) κόμβων και μέγιστη ταχύτητα ανώτερη των τριάντα τεσσάρων (34) κόμβων, ώστε να εμφανίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, έναντι του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΣΙΙ» που ήταν ήδη δρομολογημένο στην πορθμειακή γραμμή ………………., το οποίο ανέπτυσσε υπηρεσιακή ταχύτητα από 15 έως 18 κόμβους. Ότι για τον σκοπό αυτόν, ήτοι την εκ μέρους της εναγόμενης επιλογή του κατάλληλου συστήματος πρόωσης και την υποβολή σχετικής προσφοράς προς πώληση, γνωστοποιήθηκαν στην τελευταία τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ναυπηγούμενου τότε στο ναυπηγείο «…………..» πλοίου «Ζ», τα οποία ήταν όμοια με αυτά του πλοίου «Ο.» [Το Ζ. είχε μήκος νηολόγησης 24,95 μ. και πλάτος 6,38 μ. (αρχικά σχεδιασθέν να έχει πλάτος 7,5 μ.), ενώ το Ο. είχε μήκος 21,50 μ. και πλάτος 5,70 μ.), προσέτι δε υπεδείχθη σε αυτήν το πλοίο «ΟΔ», το οποίο είχε κατασκευαστεί στο ίδιο ναυπηγείο και η γάστρα του είχε τις ίδιες γραμμές, αλλά και αυτή διαφορετικές διαστάσεις με αυτές των ανωτέρω πλοίων. Ότι, αφού εκπονήθηκε από εκπροσώπους της εταιρίας ……… Σουηδίας τεχνική μελέτη, αρχικά για το σκάφος Ζ………., με βάση τις προδιαγραφές αυτού που χορηγήθηκαν στην εναγόμενη, κατόπιν δε και για το ένδικο σκάφος Ο., η εναγόμενη της απέστειλε δύο τεχνικά σχέδια που αφορούσαν στην εγκατάσταση των προτεινόμενων προς πώληση μηχανών, καθώς και μία τεχνική μελέτη του εργοστασίου της …….., σύμφωνα με την οποία η μέγιστη ταχύτητα του σκάφους Ο., με το προτεινόμενο σύστημα προώθησης, θα ανερχόταν σε 33 και 38 κόμβους, για πλήρη και μισή κατάσταση φόρτωσης, αντίστοιχα. Ότι κατόπιν των ανωτέρω διαβεβαιώσεων της κατασκευάστριας εταιρίας, οι οποίες παρασχέθηκαν προφορικά και από την ίδια την εναγόμενη και αφού o ………… αιτήθηκε τη χορήγηση έγγραφων προσφορών για αμφότερα τα σκάφη, συντάχθηκε η από 21-11-2016 έγγραφη προσφορά της εναγόμενης για το σκάφος Ζ  και η από 20-2-2017 έγγραφη προσφορά της για το σκάφος Ο, οι οποίες είχαν ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο και ενσωματώνονται αυτούσιες στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι, συγκεκριμένα, προτάθηκε για αμφότερα τα σκάφη, η πώληση και εγκατάσταση του συστήματος πρόωσης IPS 900 (τριπλής εγκατάστασης) και δη ο αναλυτικά αναφερόμενος στις έγγραφες προσφορές μηχανολογικός εξοπλισμός, αντί συνολικού τιμήματος 355.000,00 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α, ενώ περιλήφθηκε στις προσφορές ρητός όρος ότι στο τίμημα αυτό συμπεριλαμβάνεται και η εγκατάσταση των κινητήρων στα σκάφη, στην περιοχή της Αττικής, εξαιρουμένων των εξόδων γερανού. Ότι ο χρόνος παράδοσης του πωληθέντος εξοπλισμού ορίστηκε σε 10–12 εβδομάδες και ως προκαταβολή ορίστηκε το ποσό των 50.000,00 ευρώ. Ότι η ίδια αποδέχθηκε την ως άνω προσφορά της εναγόμενης, κυρίως λόγω της αξιοπιστίας και της φήμης της κατασκευάστριας εταιρίας ……….., της απαλλαγής της από το βάρος εκπόνησης ειδικής μηχανολογικής μελέτης για την επιλογή του κατάλληλου κινητήρα, την οποία ανέλαβε η εναγόμενη, καθώς και του ότι, με την επιλογή ίδιων μηχανών και για τα δύο σκάφη, που ανήκαν σε εταιρίες ιδίων οικονομικών συμφερόντων, θα υπήρχε διευκόλυνση στο service τους, καθώς και ευχέρεια προμήθειας ενιαίας σειράς ανταλλακτικών, αλλά και λόγω της ρητής διαβεβαίωσης της εναγόμενης, βασιζόμενης στις τεχνικές μελέτες που εκπονήθηκαν από τους εμπειρογνώμονες του εργοστασίου κατασκευής της ………….. για την ταχύτητα που θα ανέπτυσσαν τα πλοία, η οποία είχε τεθεί ως αποφασιστικό κριτήριο για τη σύναψη της επίδικης σύμβασης πώλησης. Ότι η ίδια κατέβαλε την άνω συμφωνηθείσα προκαταβολή, ποσού 50.000,00 ευρώ, στη συνέχεια όμως, λόγω των πραγματικών ελλείψεων που  παρουσιάστηκαν κατά την εγκατάσταση του πωληθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού στο πλοίο Ζ., το οποίο και ναυπηγήθηκε πρώτο, δήλωσε εξωδίκως στην εναγόμενη στις 20-9-2017, ότι υπαναχωρεί από τη μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, καθώς οι εν λόγω ελλείψεις με βεβαιότητα θα υπήρχαν και στο σύστημα πρόωσης που αγοράστηκε προς εγκατάσταση στο σκάφος Ο. κατά το χρόνο μετάθεσης του κινδύνου σε αυτήν, αφού ο αγορασθείς εξοπλισμός ήταν ακριβώς ο ίδιος και για τα δύο πλοία, οι τεχνικές προδιαγραφές των πλοίων ήταν όμοιες,  η επιλογή,  σχεδίαση και εγκατάσταση του επίδικου αγορασθέντος εξοπλισμού στο σκάφος Ο. γίνονταν από συνεργάτες και συνεργεία της εναγόμενης που ήδη απέτυχαν στον ορθό σχεδιασμό, την επιλογή κινητήρων και την εγκατάστασή τους όσον αφορά το σκάφος Ζ., επιπλέον δε και επειδή οι προστηθέντες της εναγόμενης, αν και κλήθηκαν επανειλημμένως προς διόρθωση των πραγματικών ελαττωμάτων και αποκατάσταση της ελλείπουσας συνομολογημένης ιδιότητας στον εξοπλισμό του πλοίου Ζ., ήδη από τον Ιούλιο του 2017 έως και την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, δεν ανταποκρίθηκαν στην υποχρέωσή τους αυτή. Ότι, ειδικότερα, οι ελλείψεις και τα πραγματικά ελαττώματα που παρουσιάστηκαν στο πλοίο Ζ. ήταν τα εξής: α) λόγω εσφαλμένου υπολογισμού των απωλειών ισχύος που συνεπάγονταν το σύστημα τριών κινητήρων, η ισχύς που μετέδιδαν οι μηχανές στις έλικες και κατ’ επέκταση η ώση την οποία έδιδαν οι έλικες στο πλοίο ήταν σημαντικά μικρότερη από αυτήν που είχε υπολογιστεί από την εναγόμενη, με αποτέλεσμα η υπηρεσιακή ταχύτητα που ήταν σε θέση να αναπτύσσει το πλοίο με φορτίο ελάχιστου αριθμού επιβατών ήταν μόλις 19-21 κόμβων, αντί της υπεσχημένης υπηρεσιακής ταχύτητας άνω των 30 κόμβων, η οποία αποτελούσε συνομολογημένη ιδιότητα του πωληθέντος εξοπλισμού, β) αποκλείστηκε η δυνατότητα της αυτόματης λειτουργίας των πτερυγίων (flaps), καθώς, όταν αυτά τίθεντο σε αυτόματο τρόπο λειτουργίας με σκοπό τη διόρθωση της διαγωγής πλεύσης του πλοίου, η ταχύτητα αυτού μειωνόταν κατά περίπου δύο κόμβους, γ) το ελικοπηδάλιο των κινητήρων ερχόταν σε επαφή με τη γάστρα του πλοίου, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να γίνει επανειλημμένως  λείανση της γάστρας του προκειμένου να μειωθεί το πάχος της και να αποφευχθεί η τριβή της με το ελικοπηδάλιο, επίσης κατά την πλεύση του πλοίου ενεργοποιείτο από τον δεξιό κινητήρα ο συναγερμός χωρίς πραγματική αιτία (ψευδής συναγερμός), ενώ η καλωδίωση των κινητήρων ήταν εσφαλμένως και ατάκτως εγκατασταθείσα (πλημμέλειες, ωστόσο, που αποκαταστάθηκαν στη συνέχεια) και δ) δεν λειτουργούσε ο αυτόματος πιλότος και δεν λειτουργούσε σωστά το δορυφορικό σύστημα GPS, σύμφωνα με τα εκτενώς αναφερόμενα στο υπό κρίση δικόγραφο. Ότι, αν και η ίδια άσκησε νομίμως, κατά τα ανωτέρω, το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, το οποίο επικουρικά ασκεί και με την κρινόμενη αγωγή, η εναγόμενη δεν της απέδωσε, ως όφειλε, την εισπραχθείσα προκαταβολή του τιμήματος, ποσού 50.000,00 ευρώ, επιπλέον δε ευθύνεται η τελευταία και προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη μη εκπλήρωση της μεταξύ τους σύμβασης και δη για τα διαφυγόντα εισοδήματα αυτής κατά τη χρονική περίοδο από 1-4-2018 έως 31-10-2018, ήτοι τα καθαρά έσοδα από την εκτέλεση πλόων του πλοίου Ο  στην πορθμειακή γραμμή …………… κατά το ανωτέρω διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο θα εκτελούσε ένα κυκλικό δρομολόγιο ημερησίως και τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 332.209,16  ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού με τις έγγραφες προτάσεις της, του καταψηφιστικού αιτήματός της σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η ασκηθείσα με την από 20-9-2017 εξώδικη δήλωσή της περί υπαναχώρησης από την ένδικη σύμβαση πώλησης επέφερε τα έννομα αποτελέσματά της από την επίδοσή της στην εναγόμενη, ήτοι επέφερε την απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων των συμβαλλομένων – διαδίκων από τη σύμβαση, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να της αποδώσει, για αιτία που δεν επακολούθησε, το σύνολο της ωφέλειας που αποκόμισε, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ήτοι το ποσό των 50.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία είσπραξης αυτού, ήτοι από 1-2-2017, άλλως από τον χρόνο της εκ μέρους της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης την 20-9-2017 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, προσέτι δε η υποχρέωσή της να της καταβάλει, ως αποζημίωση για διαφυγόντα εισοδήματα από 1-4-2018 έως 31-10-2018, το χρηματικό ποσό των 332.209,16 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επέλευση της ζημίας, ήτοι από την 31-10-2018, άλλως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Ζήτησε, τέλος, η ενάγουσα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.             6. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) με την εκκαλούμενη με αριθ. 720/2021 οριστική απόφασή του κατά το ενδιαφέρον πλέον μέρος της, που αφορά μόνο την άνω αγωγή (αφού, κατά το μέρος της που αφορά την άνω ανταγωγή, η υπό κρίση έφεση απορρίφθηκε κατ’ ουσία ως ανυποστήρικτη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπ’ αριθ. 2 άνω παράγραφο), απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως απαράδεκτη (ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας να ασκήσει τις επίδικες αξιώσεις πριν την παράδοση του επίδικου εξοπλισμού και σε κάθε περίπτωση και ως αόριστη όσον αφορά την επικαλούμενη απ’ αυτή μη λειτουργία του αυτόματου πιλότου και πλημμελή λειτουργία του δορυφορικού συστήματος GPS) και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε την αγωγή της παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα με την από 13-5-2021 έφεσή της. Ειδικότερα, αποδίδει στην εκκαλούμενη αντιφατικές αιτιολογίες (1ος λόγος), εσφαλμένη ερμηνεία κανόνα δικαίου (2ος λόγος),  ανεπαρκείς αιτιολογίες (3ος λόγος), μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη εφαρμογή στην έκβαση της δίκης (4ος, 6ος και 7ος λόγος), μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που η ίδια νόμιμα επικαλέστηκε (5ος λόγος), παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (8ος και 10ος λόγος) και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (9ος λόγος) και ζητεί με την έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η αγωγή της και να γίνει δεκτή στο σύνολό της.

7. Από την παραδεκτή επισκόπηση της εκκαλουμένης απόφασης στο παρόν στάδιο προκύπτει ότι με αυτήν απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αγωγή με την εξής αιτιολογία: «Ειδικότερα, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………..» εκθέτει ότι άσκησε εξωδίκως το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πώλησης που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της εναγομένης τον Φεβρουάριο του 2017, λόγω των πραγματικών ελλείψεων και δη των ουσιωδών πραγματικών ελαττωμάτων και της ελλείπουσας συνομολογημένης ιδιότητας, που ανωτέρω αναπτύχθηκαν, τα οποία παρουσιάστηκαν κατά την εγκατάσταση του πωληθέντος από την εναγόμενη συστήματος πρόωσης στο σκάφος Ζ, το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στην «αδελφή» αυτής εταιρεία «…………….» και τα οποία, σύμφωνα με τα ανωτέρω, με βεβαιότητα θα υπάρχουν και στο -ίδιο- σύστημα πρόωσης που αγοράστηκε για το σκάφος Ο, πλοιοκτησίας της, ώστε να μην υποχρεούται η ίδια να αναμείνει τον χρόνο παράδοσης αυτού για να ασκήσει τις επίδικες αξιώσεις της, ήτοι την αξίωση επιστροφής του προκαταβληθέντος τιμήματος και αποζημίωσης λόγω διαφυγόντων εισοδημάτων, τις οποίες ασκεί με την κρινόμενη αγωγή, επικαλούμενη τις διατάξεις των άρθρων 534, 535, 536, 540, 543 και 547 του ΑΚ. Ωστόσο, η ενάγουσα απαραδέκτως ασκεί τις επίδικες αξιώσεις πριν την παράδοση του επίδικου εξοπλισμού, καθώς τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον εξοπλισμό αυτόν των ίδιων πραγματικών ελλείψεων, οι οποίες διαπιστώθηκαν στο σύστημα πρόωσης που πωλήθηκε, με άλλη – αυτοτελή – σύμβαση πώλησης, για το σκάφος Ζ, πλοιοκτησίας εταιρείας ιδίων συμφερόντων και οι οποίες μάλιστα κατά την αγωγή οφείλονται πιθανότατα σε αστοχίες και τεχνικά σφάλματα κατά την εγκατάστασή του στο σκάφος αυτό, κατά πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης εγκατάστασης που είχε αναλάβει η εναγόμενη σε αμφότερες τις συμβάσεις πώλησης, καθώς πρόκειται μεν για σκάφη με όμοια τεχνικά χαρακτηριστικά, πλην όμως αυτά έχουν διαφορετικές διαστάσεις και για καθένα εξ αυτών εκπονήθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία διαφορετική τεχνική μελέτη, με διαφορετική εκτίμηση ως προς τη μέγιστη ταχύτητα που δύναται να αναπτύξει έκαστο σκάφος, η εμφάνιση δε των επικαλούμενων στην αγωγή πραγματικών ελλείψεων εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, όπως άλλωστε αναφέρεται και σε αυτήν (εσφαλμένοι υπολογισμοί στη μελέτη για την επιλογή και την τοποθέτηση των κινητήρων, πλημμέλειες κατά την εγκατάσταση του εξοπλισμού στο σκάφος κ.α.), ενώ συναρτάται και με τη γεωμετρία της γάστρας εκάστου σκάφους και τη lege artis κατασκευή της, ώστε, υπό τα δεδομένα αυτά, πριν την τοποθέτηση του επίδικου εξοπλισμού και την αναγκαία θαλάσσια δοκιμή του σκάφους, να μη θεωρείται εκ των προτέρων βέβαιη η εμφάνισή τους και στο σκάφος Ο. Όσον αφορά δε ειδικότερα την επικαλούμενη από την ενάγουσα μη λειτουργία του αυτόματου πιλότου και τη μη ορθή λειτουργία του δορυφορικού συστήματος GPS (η οποία σε κάθε περίπτωση αορίστως προβάλλεται, καθώς δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η πλημμέλεια κατά τη λειτουργία της), ουδόλως αιτιολογείται στο αγωγικό δικόγραφο η βεβαιότητα εμφάνισης των ίδιων δυσλειτουργιών – ελαττωμάτων στα αντίστοιχα όργανα που πωλήθηκαν ως μέρος του εξοπλισμού για το σκάφος Ο. Επομένως, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν υπάρχει ενεστώς έννομο συμφέρον της ενάγουσας προς άσκηση αυτής, αφού δεν υφίστανται οι όροι γένεσης των επίδικων αξιώσεων και συγκεκριμένα του διαπλαστικού δικαιώματος υπαναχώρησης και της αξίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα λόγω παροχής ελαττωματικού πράγματος, ούτε εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 69 Κ.Πολ.Δ. στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον αυτής, διότι, όπως έχει αναπτυχθεί στην ανωτέρω μείζονα σκέψη (II), δεν παρέχεται, κατά τη διάταξη αυτή, δικαστική προστασία, όταν κατά τον χρόνο της συζήτησης της αγωγής δεν έχουν συντελεσθεί οι παραγωγικοί όροι της αξίωσης, μη αρκούσης της ύπαρξης απλής πιθανότητας κτήσεως δικαιώματος στο μέλλον».

8. Με τον πρώτο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για αντιφατικές αιτιολογίες της εκκαλουμένης σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου. Συγκεκριμένα, παραπονείται ότι είναι αντιφατική η παραδοχή της εκκαλουμένης ότι απαραδέκτως ασκείται το δικαίωμα υπαναχώρησης πριν την παράδοση του ένδικου εξοπλισμού, αφ’ ης στιγμής η εκκαλουμένη, σε προηγούμενη κρίση της, ερμηνεύοντας τους κανόνες των διατάξεων των άρθρων 534-535 ΑΚ, ορθά δέχεται ότι «Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο αγοραστής θα πρέπει να δεχθεί το ελαττωματικό πράγμα προκειμένου να ασκήσει τα δικαιώματά του, ούτε σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να αναμείνει το χρόνο παράδοσης του πράγματος σύμφωνα με τη σύμβαση για να ασκήσει τα δικαιώματά του από τις διατάξεις των άρθρων 534 επ. Α.Κ.», αντιφατικότητα που επιτείνεται με την προσθήκη της εκκαλουμένης ότι «η ενάγουσα απαραδέκτως ασκεί τις επίδικες αξιώσεις πριν την παράδοση του επίδικου εξοπλισμού, καθώς τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα….», αφού με την προσθήκη αυτή παρουσιάζεται η έννομη αυτή συνέπεια του απαραδέκτου ως αιτιατό της έλλειψης βεβαιότητας περί της συνδρομής των ένδικων ελαττωμάτων.  Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατόπιν συνεκτίμησης του ότι στο πρώτο άνω χωρίο το σκεπτικό της εκκαλουμένης συνεχίζει, διαλαμβάνοντας ειδικότερα ότι είναι δυνατή η άσκηση των δικαιωμάτων του αγοραστή από τις διατάξεις των άρθρων 534 επ. Α.Κ. (μεταξύ των οποίων και η υπαναχώρηση) πριν του παραδοθεί το ελαττωματικό πράγμα «όταν είναι βέβαιο ότι το ελάττωμα που διαπίστωσε δεν μπορεί να αρθεί ή η έλλειψη δεν μπορεί να συμπληρωθεί, καθόσον ο νόμος δεν του επιβάλλει αντίστοιχη υποχρέωση». Εφόσον δε, στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα δεν εκθέτει στην αγωγή της ότι διαπίστωσε κάποιο ελάττωμα στον επίδικο εξοπλισμό που επρόκειτο να τοποθετηθεί επί του πλοίου «Ο» και συνακόλουθα, δεν είναι βέβαιο ότι τέτοιο ελάττωμα (μη εισέτι διαπιστωθέν) δεν θα μπορούσε να αρθεί, ώστε να δύναται να τύχουν εφαρμογής οι επικαλούμενες απ’ αυτή άνω διατάξεις περί ασκήσεως των δικαιωμάτων της πριν την παράδοση του εξοπλισμού στο άνω πλοίο, αβάσιμα τίθεται από μέρους της θέμα αντιφατικών αιτιολογιών στην κρίση της εκκαλουμένης ότι οι ένδικες αξιώσεις της ασκήθηκαν απαραδέκτως πριν τη διαπίστωση ελαττώματος στον άνω εξοπλισμό.

9. Με το δεύτερο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή από την εκκαλουμένη κανόνων δικαίου και ειδικότερα των διατάξεων των άρθρων 534, 535, 536 Α.Κ, με την παραδοχή της, ως μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού που χρησιμοποίησε για την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι «η ενάγουσα απαραδέκτως ασκεί τις επίδικες αξιώσεις πριν την παράδοση του επίδικου εξοπλισμού, καθώς τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα….», διότι παραγνωρίζει και άλλα προβλεπόμενα κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης του αγοραστή, όπως η αξιολόγηση της σπουδαιότητας του ιδίου του ελαττώματος, η οποία κρίνεται κυρίως με βάση τις επιπτώσεις του στη χρησιμότητα και στην εν γένει εκμετάλλευση του πράγματος, λαμβανομένου υπόψη και του κλονισμού που προκλήθηκε στη συμβατική σχέση εξαιτίας του συγκεκριμένου ελαττώματος, τα οποία (κριτήρια), de lege ferenda, δεν επιβάλουν στον αγοραστή να αναμείνει να διαφανούν στο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του τα διαφαινόμενα κατά μεγάλη πιθανότητα ελαττώματα και μετά (αφού θα έχει υποστεί ζημία) να δύναται (μόνο τότε) να ασκήσει τα εκ του άρθρου 540 Α.Κ. δικαιώματά του. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, βάσει όσων εκτέθηκαν στην υπ’ αριθ. 3 ανωτέρω νομική σκέψη, το πότε ο πωλητής δεν εκπληρώνει την απορρέουσα από το άρθρο 534 Α.Κ. υποχρέωσή του ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 535 Α.Κ, ως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 35 Ν. 4967/2022, η οποία ορίζει ότι αυτό συμβαίνει εάν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και ακολούθως απαριθμεί ενδεικτικά ορισμένα μόνο κριτήρια εννοιολογικού προσδιορισμού της ελαττωματικότητας του πράγματος. Στην προκειμένη περίπτωση όμως η ενάγουσα δεν εκθέτει στην αγωγή της ότι διαπίστωσε πραγματικά ελαττώματα στον επίδικο εξοπλισμό που αγόρασε προκειμένου να τοποθετηθεί επί του πλοίου «Ο», παρά μόνο παραπονείται για ελαττώματα σε εξοπλισμό που τοποθετήθηκε από την εναγόμενη σε άλλο πλοίο (το Ζ), κυριότητας άλλης εταιρίας, έστω ιδίων συμφερόντων. Εφόσον όμως δεν φέρεται να διαπιστώθηκαν πραγματικά ελαττώματα στον ένδικο εξοπλισμό που προορίζονταν για το πλοίο «Ο» της ενάγουσας, δεν δικαιολογείται ο επικαλούμενος κλονισμός της συμβατικής σχέσης της με την εναγόμενη και κατ’ επέκταση και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 534, 535, 536 Α.Κ. από την εκκαλούμενη.

10. Με τον τρίτο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για ανεπαρκείς αιτιολογίες στην κρίση της εκκαλουμένης περί ανυπαρξίας ενεστώτος εννόμου συμφέροντός της προς άσκηση της αγωγής, διότι δεν επεξηγεί και εξειδικεύει: α) ποια η αξιολόγησή της περί της σπουδαιότητος του ιδίου του ελαττώματος του πωληθέντος εξοπλισμού, β) ποια είναι εκείνα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν, από τα οποία προκύπτει ότι δεν συντρέχει κλονισμός της εμπιστοσύνης της, ως αγοράστριας, στη μελλοντική συμπεριφορά του πωληθέντος εξοπλισμού, γ) ποια είναι εκείνα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν, από τα οποία προκύπτει το ότι δεν συντρέχει κλονισμός της εμπιστοσύνης της ως αγοράστριας στην προθυμία του αγοραστή να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις και δ) ποια είναι εκείνα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν, από τα οποία προκύπτει το ότι δεν συντρέχει κλονισμός της εμπιστοσύνης της, ως αγοράστριας, από τις λοιπές περιστάσεις που περιγράφει στο δικόγραφο της αγωγής της (περί επανειλημμένων αποτυχημένων προσπαθειών επιδιόρθωσης), οι οποίες θεμελιώνουν δικαιολογημένη καχυποψία της για τη μελλοντική συμπεριφορά του πωληθέντος εξοπλισμού. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπεισήλθε στην κατ’ ουσία διερεύνηση της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα περί μη ύπαρξης πραγματικού ελαττώματος στον πωληθέντα εξοπλισμό στην ενάγουσα για το πλοίο της Ο  (Εφ.Αθ. 116/2021, www.nomotelia.gr, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, παρ. 542, αρ.6), ενώ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω παρ. 7, αυτό απέρριψε την αγωγή της ως απαράδεκτη ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντός της, επειδή, υπό τα εκτιθέμενα απ’ αυτή, δεν στοιχειοθετείται βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον ένδικο εξοπλισμό πραγματικών ελλείψεων και δη των ίδιων με εκείνες που εμφανίζεται ότι διαπιστώθηκαν σε ομοειδή εξοπλισμό που πουλήθηκε με άλλη – αυτοτελή – σύμβαση πώλησης από την εναγόμενη για άλλο σκάφος διαφορετικών διαστάσεων (Ζ), κυριότητας άλλης εταιρίας, έστω ιδίων συμφερόντων.

11. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη εφαρμογή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα των εκτιθέμενων από εκείνη γεγονότων σχετικά με το ισχυριζόμενο από εκείνη ελάττωμα  ετέρου όμοιου εξοπλισμού που εγκατέστησε η εναγόμενη σε άλλο σκάφος (Ζ), με άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά από το επίδικο (Ο), στο πλαίσιο άλλης σύμβασης πώλησης μεταξύ της εναγόμενης ως πωλήτριας και άλλης εταιρίας (ιδίων συμφερόντων με την ίδια – ενάγουσα) ως αγοράστριας, στην οποία (άλλη σύμβαση πώλησης) ο ειδικός σκοπός της και το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των  συμβαλλόμενων μερών αποτέλεσε η συνδρομή της ιδιότητας της υψηλότατης ταχύτητας του σκάφους Ζ, η οποία συνομολογήθηκε ουσιώδης και σε κάθε περίπτωση αποτελούσε νόμιμο λόγο υπαναχώρησης της αγοράστριας από τη σύμβαση. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από το σκεπτικό της εκκαλουμένης που παρατέθηκε στην υπ’ αριθ. 7 άνω παράγραφο, προκύπτει ότι αυτή έλαβε υπόψη της το σύνολο των άνω εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών και ισχυρισμών της ενάγουσας, καθώς έκρινε επί λέξει: «τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον εξοπλισμό αυτόν των ίδιων πραγματικών ελλείψεων, οι οποίες διαπιστώθηκαν στο σύστημα πρόωσης που πωλήθηκε, με άλλη – αυτοτελή – σύμβαση πώλησης, για το σκάφος Ζ, πλοιοκτησίας εταιρείας ιδίων συμφερόντων και οι οποίες μάλιστα κατά την αγωγή οφείλονται πιθανότατα σε αστοχίες και τεχνικά σφάλματα κατά την εγκατάστασή του στο σκάφος αυτό, κατά πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης εγκατάστασης που είχε αναλάβει η εναγόμενη σε αμφότερες τις συμβάσεις πώλησης, καθώς πρόκειται μεν για σκάφη με όμοια τεχνικά χαρακτηριστικά, πλην όμως αυτά έχουν διαφορετικές διαστάσεις και για καθένα εξ αυτών εκπονήθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία διαφορετική τεχνική μελέτη, με διαφορετική εκτίμηση ως προς τη μέγιστη ταχύτητα που δύναται να αναπτύξει έκαστο σκάφος, η εμφάνιση δε των επικαλούμενων στην αγωγή πραγματικών ελλείψεων εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, όπως άλλωστε αναφέρεται και σε αυτήν (εσφαλμένοι υπολογισμοί στη μελέτη για την επιλογή και την τοποθέτηση των κινητήρων, πλημμέλειες κατά την εγκατάσταση του εξοπλισμού στο σκάφος κ.α.), ενώ συναρτάται και με τη γεωμετρία της γάστρας εκάστου σκάφους και τη lege artis κατασκευή της, ώστε, υπό τα δεδομένα αυτά, πριν την τοποθέτηση του επίδικου εξοπλισμού και την αναγκαία θαλάσσια δοκιμή του σκάφους, να μη θεωρείται εκ των προτέρων βέβαιη η εμφάνισή τους και στο σκάφος Ο, ουδόλως αιτιολογείται στο αγωγικό δικόγραφο η βεβαιότητα εμφάνισης των ίδιων δυσλειτουργιών – ελαττωμάτων στα αντίστοιχα όργανα που πωλήθηκαν ως μορφή του εξοπλισμού για το σκάφος Ο».

12. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που η ίδια νόμιμα επικαλέστηκε και συγκεκριμένα του από 17-11-2016 ηλεκτρονικού μηνύματος του διευθυντή πωλήσεων της εναγόμενης ……… προς τη …… ………………….. αναφορικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του πλοίου Ζ, της από 9-2-2017 μελέτης της . ………………….., του από 21-11-2016 μηνύματος του……………. προς το ………, ως εκπρόσωπο της εταιρίας …………. και του από 20-2-2017 ηλεκτρονικού μηνύματος του ……………. προς το .…………… Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπεισήλθε στην κατ’ ουσία διερεύνηση της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα περί μη ύπαρξης ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος στον πωληθέντα εξοπλισμό στην ενάγουσα για το πλοίο της Ο, ενώ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω παρ. 7, αυτό απέρριψε την αγωγή της ως απαράδεκτη ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντός της, επειδή, υπό τα εκτιθέμενα από την ενάγουσα, δεν στοιχειοθετείται βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον ένδικο εξοπλισμό πραγματικών ελλείψεων και δη των ίδιων με εκείνες που φέρεται να  διαπιστώθηκαν σε ομοειδή εξοπλισμό που πουλήθηκε με άλλη – αυτοτελή – σύμβαση πώλησης από την εναγόμενη για άλλο σκάφος διαφορετικών διαστάσεων (Ζ), κυριότητας άλλης εταιρίας, έστω ιδίων συμφερόντων.

13. Με τον έκτο λόγο έφεσης, με τον οποίο κατ’ ουσία αναδιατυπώνει τον τέταρτο λόγο έφεσης, η ενάγουσα παραπονείται για μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη εφαρμογή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα για μη λήψη υπόψη των εκτιθέμενων από εκείνη γεγονότων σχετικά με το ισχυριζόμενο από εκείνη ελάττωμα ετέρου όμοιου εξοπλισμού που εγκατέστησε η εναγόμενη σε άλλο σκάφος (Ζ), με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά από το επίδικου (Ο), στο πλαίσιο άλλης σύμβασης πώλησης μεταξύ της εναγόμενης ως πωλήτριας και άλλης εταιρίας, ιδίων συμφερόντων με την ίδια (ενάγουσα), ως αγοράστριας, στην οποία (άλλη σύμβαση πώλησης) ο ειδικός σκοπός της και το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των συμβαλλόμενων μερών αποτέλεσε η συνδρομή της ιδιότητας της υψηλότατης ταχύτητας του σκάφους Ζ, η οποία συνομολογήθηκε ουσιώδης και αποτελούσε σε κάθε περίπτωση νόμιμο λόγο υπαναχώρησης της αγοράστριας από τη σύμβαση, γεγονός που δεν έλαβε υπόψη της η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν αξιολόγησε και την αναξιοπιστία της εναγόμενης πωλήτριας αναφορικά με τις αποτυχημένες προσπάθειές της να αποκαταστήσει τις παρουσιασθείσες βλάβες, δυσλειτουργίες και ελλείψεις στο σκάφος Ζ, γεγονός που κλόνισε την εμπιστοσύνη της ίδιας ως αγοράστριας και την υποχρέωσε να θεωρήσει ως αναλωθέν το δικαίωμα διόρθωσης και να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, καθώς από το σύνολο των εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών πρόκυπτε με βεβαιότητα ότι οι ένδικες πραγματικές ελλείψεις και ελαττώματα θα υπήρχαν και κατά τη μετάθεση του κινδύνου σ’ αυτήν ως προς τον ένδικο αγορασθέντα εξοπλισμό για το σκάφος Ο. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από το σκεπτικό της εκκαλουμένης, όπως παρατίθεται στις υπ’ αριθ. 7 και 11 άνω παραγράφους, προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη απ’ αυτήν το σύνολο των άνω εκτιθέμενων πραγματικών περιστατικών και ισχυρισμών της ενάγουσας προκειμένου να καταλήξει αιτιολογημένα στην κρίση της ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν στοιχειοθετείται έννομο συμφέρον της ενάγουσας κατ’ άρθρο 69 Κ.Πολ.Δ, διότι δεν έχουν συντελεστεί οι παραγωγικοί όροι της αξίωσης, μη αρκούσης της ύπαρξης απλής πιθανότητας κτήσεως δικαιώματος στο μέλλον.

14. Με τον έβδομο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που η ίδια νόμιμα προσκόμισε και επικαλέστηκε και συγκεκριμένα των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της …………., της από 26-11-2019 τεχνικής έκθεσης του ναυπηγού ……….. αναφορικά με το σκάφος Ζ, του από 20-7-2018 ηλεκτρονικού μηνύματος του ναυπηγού της ……………. προς τους προστηθέντες της εναγόμενης σχετικά με το ίδιο σκάφος, του από 24-8-2017 ηλεκτρονικού μηνύματος του προστηθέτος της εναγόμενης ……………. σχετικά με το ίδιο σκάφος, τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης σκάφους τις οποίες συνέταξε ο διορισθείς από το ΤΕΕ ναυπηγός …………… σχετικά με την επιθεώρηση του ιδίου σκάφους στις 12-6-2018 και 24-7-2018, της από 6-7-2018 χειρόγραφης απόδειξης που εξέδωσε το εξουσιοδοτημένο συνεργείο ………  για το ίδιο σκάφος, τα υπ’ αριθ. …../17-7-2017 και ……/21-7-2017 αποδεικτικά επίδοσης στην εναγόμενη των από 17-7-2017 και 21-7-2017 εξώδικων δηλώσεων της εταιρίας ……………. ., την επιδοθείσα την 24-7-2017 εξώδικη απάντηση της εναγόμενης προς την εταιρία ……………. ., την υπ’ αριθ. …./25-7-2017 έκθεση επίδοσης στην εναγόμενη της από 24-7-2017 εξώδικης δήλωσης της εταιρίας ……………. ., την επιδοθείσα την 27-7-2017 εξώδικη απάντηση της εναγόμενης, το υπ’ αριθ. ……/7-5-2017 αποδεικτικό επίδοσης στην εναγόμενη της από 7-5-2018 εξώδικης δήλωσης της εταιρίας ……………. ., την επιδοθείσα την 23-5-2018 εξώδικη απάντηση της εναγόμενης, το υπ’ αριθ. …./25-5-2018 αποδεικτικό επίδοσης στην εναγόμενη της από 7-5-2018 εξώδικης δήλωσης της εταιρίας ……………. . και την από 20-6-2018 εξώδικη απάντηση της εναγόμενης. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπεισήλθε στην κατ’ ουσία διερεύνηση της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα περί μη ύπαρξης ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος στον πωληθέντα εξοπλισμό στην ενάγουσα για το πλοίο της Ο, ενώ, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω παρ. 7, αυτό απέρριψε την αγωγή της ως απαράδεκτη ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντός της, επειδή, υπό τα εκτιθέμενα απ’ αυτή, δεν στοιχειοθετείται βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον ένδικο εξοπλισμό πραγματικών ελλείψεων και δη των ίδιων με εκείνες που φέρεται να  διαπιστώθηκαν σε ομοειδή εξοπλισμό που πουλήθηκε με άλλη – αυτοτελή – σύμβαση πώλησης από την εναγόμενη για άλλο σκάφος διαφορετικών διαστάσεων (Ζ), κυριότητας άλλης εταιρίας, έστω ιδίων συμφερόντων.

15) Με τον όγδοο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για παραβίαση διδαγμάτων της κοινής πείρας από την εκκαλουμένη, με την κρίση της ότι τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον εξοπλισμό του Ο των ίδιων πραγματικών ελλείψεων με τον εξοπλισμό του Ζ και επομένως δεν συντρέχει νόμιμος λόγος υπαναχώρησης της ενάγουσας από τη σύμβαση, λαμβανομένου υπόψη του ότι α) η εύλογη προσδοκία (κατ’ άρθρο 535 Α.Κ.) οποιουδήποτε επιχειρηματία – αγοραστή κινητήρων τέτοιου βεληνεκούς και μεγέθους, ο οποίος δαπανά το υπέρογκο ποσό του ένδικου τιμήματος για τον εξοπλισμό του ναυπηγούμενου σκάφους του, είναι αυτός να ανταποκρίνεται σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις του πωλητή, όπως συντελέστηκαν εν προκειμένω με τη διεξαγωγή ειδικής μελέτης της κατασκευάστριας σχετικά με την ταχύτητα του σκάφους, β) οι επίσημες δηλώσεις ενός κατασκευαστικού κολοσσού, όπως η κατασκευάστρια του ένδικου εξοπλισμού, αποπνέουν εμπιστοσύνη και συνιστούν λόγο σύναψης σύμβασης πώλησης, γ) η επανειλημμένη αποτυχία επιδιόρθωσης, καθώς και η συνδρομή πολλών ελαττωμάτων ταυτόχρονα των ίδιων κινητήρων σε πανομοιότυπο πλοίο, εύλογα κλονίζει την εμπιστοσύνη οποιοσδήποτε αγοραστή κινητήρων, όταν μάλιστα η εγκατάσταση αυτών έγινε από τον ίδιο τον πωλητή, δ) η επανειλημμένη αποτυχία επιδιόρθωσης, καθώς και η συνδρομή πολλών ελαττωμάτων ταυτόχρονα των ίδιων κινητήρων σε πανομοιότυπο πλοίο, εύλογα προκαλεί μεγάλο βαθμό πιθανολόγησης ότι θα ισχύει και στην πανόμοια περίπτωση, και ε) είναι εύλογο, αναμενόμενο και βέβαιο οι ίδιοι ακριβώς κινητήρες, εγκαθιστάμενοι σε πανομοιότυπα πλοία από τον ίδιο εγκαταστάτη (ήτοι την εφεσίβλητη), να παρουσιάζουν τα ίδια ελαττώματα, ελλείψεις και προβλήματα. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβίασε η εκκαλουμένη, ο κανόνας δικαίου σε εξειδίκευση του οποίου αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση (Α.Π. 1182/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 164/2021, Α.Π. 704/2017, Α.Π. 1755/2017, Α.Π. 1541/2013, Α.Π. 103/2013, areiospagos.gr), αλλά ανάγονται σε διδάγματα της κοινής πείρας ουσιαστικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας που απορρίφθηκαν πρωτόδικα και αναφέρονται σε μη διαπιστωθέν ελάττωμα πωληθέντων κινητήρων ιδίου τύπου που προορίζονταν για το πλοίο Ο, το οποίο φέρεται να έχει διαφορετικές διαστάσεις από το πλοίο Ζ και να ανήκει σε άλλη εταιρία, έστω ιδίων συμφερόντων.

16. Με τον ένατο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για κακή εκτίμηση από την εκκαλουμένη του συνόλου των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, καθώς, εάν είχε εκτιμήσει ορθά το αποδεικτικό υλικό, θα είχε κρίνει ότι ήταν νόμιμη η υπαναχώρησή της (ενάγουσας) από τη σύμβαση πώλησης εξοπλισμού στο σκάφος Ο. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι αφορά την ουσία της υπόθεσης, στην οποία όμως δεν υπεισήρθε η εκκαλουμένη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στις ανωτέρω παραγράφους 12 και 14.           

17. Με το δέκατο λόγο έφεσης η ενάγουσα παραπονείται για παραβίαση διδαγμάτων της κοινής πείρας από την εκκαλουμένη, με την κρίση της περί απόρριψης του νόμιμου λόγου υπαναχώρησής της με την αιτιολογία: «… δεν στοιχειοθετούν βεβαιότητα ως προς την ύπαρξη στον εξοπλισμό αυτόν των ίδιων πραγματικών ελλείψεων, οι οποίες διαπιστώθηκαν στο σύστημα πρόωσης που πωλήθηκε, με άλλη – αυτοτελή – σύμβαση πώλησης, για το σκάφος Ζ, πλοιοκτησίας εταιρείας ιδίων συμφερόντων και οι οποίες μάλιστα κατά την αγωγή οφείλονται πιθανότατα σε αστοχίες και τεχνικά σφάλματα κατά την εγκατάσταση του στο σκάφος αυτό, κατά πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης εγκατάστασης που είχε αναλάβει η εναγόμενη σε αμφότερες τις συμβάσεις πώλησης, καθώς πρόκειται μεν για σκάφη με όμοια τεχνικά χαρακτηριστικά, πλην όμως αυτά έχουν διαφορετικές διαστάσεις και για καθένα εξ αυτών εκπονήθηκε από την κατασκευάστρια εταιρεία διαφορετική τεχνική μελέτη, με διαφορετική εκτίμηση ως προς τη μεγίστη ταχύτητα που δύναται να αναπτύξει έκαστο σκάφος, η εμφάνιση δε των επικαλούμενων στην αγωγή πραγματικών ελλείψεων εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, όπως άλλωστε αναφέρεται και σε αυτήν (εσφαλμένοι υπολογισμοί στη μελέτη για την επιλογή και την τοποθέτηση των κινητήρων, πλημμέλειες κατά την εγκατάσταση του εξοπλισμού στο σκάφος κ.α.), ενώ συναρτάται και με τη γεωμετρία της γάστρας εκάστου σκάφους και τη lege artis κατασκευή της, ώστε, υπό τα δεδομένα αυτά, πριν την τοποθέτηση του επίδικου εξοπλισμού και την αναγκαία θαλάσσια δοκιμή του σκάφους, να μη θεωρείται εκ των προτέρων βέβαιη η εμφάνιση τους και στο σκάφος Ο». Πιο συγκεκριμένα, παραπονείται ότι η εκκαλουμένη α) παρέλειψε και δεν έλαβε υπόψιν το γενικό επιστημονικό πόρισμα ότι οι ίδιοι ακριβώς κινητήρες (ως ανθρώπινα – μηχανικά κατασκευάσματα) εγκαθιστάμενοι σε πανομοιότυπα πλοία, ήτοι σε σταθερές και όχι μεταβαλλόμενες συνθήκες, παρουσιάζουν την ίδια συμπεριφορά, β) η αιτία των αγωγικών πραγματικών ελλείψεων, συνιστάμενη κατά την εκκαλουμένη σε «πλημμέλειες της εγκατάστασης», δεν συνιστά λόγο αβεβαιότητας πρόκλησης των ίδιων πλημμελειών, αλλά αντίθετα λόγο βεβαιότητας όταν η εγκατάσταση συντελείται από τον ίδιο εγκαταστάτη (ήτοι την εφεσίβλητη), άρα από το ίδιο έμψυχο δυναμικό (συνεργεία) με την ίδια (ελλιπή ή σε κάθε περίπτωση περιορισμένη) κατάρτιση, οπότε και τις ίδιες πεπατημένες επιλογές, άρα και τα ίδια τεχνικά σφάλματα και γ) η αιτία των αγωγικών πραγματικών ελλείψεων, συνιστάμενη κατά την εκκαλουμένη σε «εσφαλμένους υπολογισμούς της μελέτης», δεν συνιστά λόγο αβεβαιότητας πρόκλησης των ίδιων πλημμελειών, αλλά αντίθετα λόγο βεβαιότητας όταν η εγκατάσταση συντελείται από τον ίδιο μελετητή (ήτοι το ίδιο πρόσωπο – μηχανολόγο της κατασκευάστριας   ………………….., ………………), άρα τον ίδιο τεχνολόγο με την ίδια (ελλιπή ή σε κάθε περίπτωση περιορισμένη) κατάρτιση, οπότε και τις ίδιες πεπατημένες επιλογές, άρα και τα ίδια επιστημονικά σφάλματα. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθώς δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια συγκεκριμένα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβίασε η εκκαλουμένη, ο κανόνας δικαίου σε εξειδίκευση του οποίου αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση (Α.Π. 1182/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 164/2021, Α.Π. 704/2017, Α.Π. 1755/2017, Α.Π. 1541/2013, Α.Π. 103/2013, areiospagos.gr), αλλά ανάγονται σε διδάγματα της κοινής πείρας ουσιαστικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας που απορρίφθηκαν πρωτόδικα και αναφέρονται σε μη διαπιστωθέν ελάττωμα πωληθέντων κινητήρων ιδίου τύπου που προορίζονταν για το πλοίο Ο, το οποίο φέρεται να έχει διαφορετικές διαστάσεις από το πλοίο Ζ και να ανήκει σε άλλη εταιρία, έστω ιδίων συμφερόντων.

18. Κατόπιν όλων αυτών, δεν έσφαλε η εκκαλούμενη απόφαση η οποία απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας καθώς ορθά και χωρίς να παραβιάζει τα διδάγματα της κοινής πείρας ή να περιέχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις – όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την ενάγουσα με τους άνω λόγους της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και η έφεσή της στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, 69 παρ. 1 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδαφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την εκκαλούσα, όπως προκύπτει από το με κωδικό ………………….. e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών και το αντίστοιχο ηλεκτρονικό αποδεικτικό πληρωμής, που προσαρτώνται στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εκκαλούσας, κατά το μέρος που η έφεση  αφορά την ανταγωγή και αντιμωλία των διαδίκων κατά τα λοιπά.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα  (150) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικαζομένη εκκαλούσα, κατά το μέρος που η έφεσή της αφορά την ανταγωγή.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την έφεση κατά της με αριθ. 720/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.            Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5-10-2023 .

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, στις 2-11-2023, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχώρησης της Εφέτου Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές  Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτες και τη Γραμματέα Τ.Λ.,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ