Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 640/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  640/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων εναγομένων: 1) Της εδρεύουσας στη …………… (……….) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………….», 2) …………… οι οποίοι κατά την ανωτέρω δικάσιμο εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διακογιάννη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ενάγουσας: Της εδρεύουσας στον ……… (…………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………» (………….), η οποία έχει εγκαταστήσει και διατηρεί γραφεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/67, όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε με το Ν.3427/2005, στη ….. Αττικής (………….) και η οποία κατά την ανωτέρω δικάσιμο ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από 9.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/11.10.2017) αγωγή της εξ αδικοπραξίας, την οποία άσκησε κατά των δύο (2) εναγομένων νομικού και φυσικού προσώπου αντίστοιχα ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 4.587/2018 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν οι αιτιάσεις των εναγομένων περί ανυποστάτου της αγωγής λόγω μη νομότυπης επίδοσής της στους ίδιους, αναβλήθηκε η πρόοδος της δίκης και ορίσθηκε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, προκειμένου να προσκομισθούν από την ενάγουσα εταιρεία τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό έγγραφα αναφορικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση της ανωτέρω διαδίκου και κατ’επέκταση την πληρεξουσιότητα για τη δίκη της πληρεξουσίας της δικηγόρου.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 8.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./10.1.2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ.862/2020 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Οι ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό εναγόμενοι με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου από 24.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../24.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/27.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή τους, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 25ης.11.2021, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλουν την πρωτόδικη οριστική απόφαση, καθώς και την προηγουμένως εκδοθείσα επί της αγωγής μη οριστική απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, όταν αυτή εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 152 παρ. 1, 153, 154 και 155 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο διάδικος, ο οποίος από ανώτερη βία ή δόλο του αντιδίκου του δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία, μπορεί με οποιοδήποτε δικόγραφο κατά τη δίκη ή με τις προτάσεις του ή με αυτοτελές δικόγραφο να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, υπό την έννοια πρόσδοσης, με δικαστική απόφαση, στην εκπρόθεσμη διαδικαστική πράξη, της έννομης ενέργειας που αυτή θα είχε αν ήταν εμπρόθεσμη. Η αίτηση επαναφοράς ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την άρση του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή από τη γνώση του δόλου του αντιδίκου του. Ως ανώτερη βία νοείται το παρακωλυτικό της τήρησης της προθεσμίας γεγονός που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 179/2022, ΑΠ 949/2015, ΑΠ 629/2013, ΑΠ 1239/2009, άπασες δημοσιευεμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι πλην άλλων και η αιφνίδια ασθένεια του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εφόσον συνέβαλε στην απώλεια προθεσμίας, με την έννοια ότι ήταν αδύνατο να ενεργήσει εμπρόθεσμα ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάστασή του. Επομένως, η ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου πρέπει να τον εμπόδισε να ενεργήσει και με άλλο πληρεξούσιο δικηγόρο, συνεργάτη του ή όχι. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικά και, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια ώστε να καταλείπεται σ’αυτόν, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, χρόνος επαρκώς αξιοποιήσιμος σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστης και της μη παρέλκυσης των δικών του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 116 του ΚΠολΔ. Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, μ’αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη (ΑΠ 1119/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η αίτηση για την επαναφορά πρέπει να αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να τηρηθεί η προθεσμία και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί. Αποτελεί ειδικότερα η αίτηση επαναφοράς έκτακτο ένδικο βοήθημα, με το οποίο παρέχεται προστασία για την απώλεια γνήσιας δικονομικής προθεσμίας, η δε απώλεια αυτής έχει ως συνέπεια την έκπτωση από το δικαίωμα για ενέργεια της διαδικαστικής πράξης που αφορά η προθεσμία και την απόρριψή της ως εκπρόθεσμης, με την προϋπόθεση ότι πρόκειται για πράξη σύγχρονη ή προγενέστερη της αίτησης επαναφοράς. Κατά την έννοια αυτή, η επαναφορά δεν συνεπάγεται τη χορήγηση νέας προθεσμίας για την επιχείρηση της εκπρόθεσμης διαδικαστικής πράξης, αλλά προσδίδεται σε αυτήν με τη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αίτηση επαναφοράς, η έννομη συνέπεια που θα είχε, αν ήταν εμπρόθεσμη, δηλαδή θεωρείται πλασματικά ως εμπρόθεσμη. Ανταποκρίνεται έτσι η επαναφορά σε εκτιμήσεις επιείκειας και παράλληλα ικανοποιείται το δικαίωμα ακρόασης των διαδίκων, με τελικό στόχο την εξισορρόπηση της ασφάλειας και βεβαιότητας του δικαίου με την αρχή της απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης (ΑΠ 367/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από την 1η.1.2022 προστίθενται  στην παρ.1 του άρθρου 155 του ΚΠολΔ δεύτερο και τρίτο εδάφιο, δυνάμει  των άρθρων 7 και 120 το Ν.4842/2021 (ΦΕΚ Α΄ 190) και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής: «1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικο γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων». Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω νόμου (την 1η.1.2022) υποθέσεις, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.1β του άρθρου 116 του αυτού νόμου (4842/2021), όπως  διορθώθηκε  με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4871/2021 (ΦΕΚ Α΄246/10.12.2021). Περαιτέρω, από το συνδυασμό ιδίως των διατάξεων των άρθρων 215, 226 παρ. 1-3, 233, 237, 254, 260, 261, 271 και 272 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν αυτές και ισχύουν μετά την 1η.1.2016, οπότε εφαρμόζεται ο ν. 4335/2015, που επέφερε σημαντικές αλλαγές στον ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η τακτική διαδικασία ενώπιον όλων των πολιτικών δικαστηρίων είναι, πλέον, καταρχήν έγγραφη, εξελίσσεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις και τους περιεχόμενους σε αυτές ισχυρισμούς των διαδίκων, ενώ η συζήτηση είναι τυπική, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία και η συμμετοχή σε αυτή των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Επομένως για την κανονική συμμετοχή των διαδίκων στη δίκη της τακτικής διαδικασίας, αρκεί η εμπρόθεσμη από μέρους τους κατάθεση προτάσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ σε περίπτωση απουσίας τους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ματαίωσης της συζήτησης ή της ερημοδικίας. Η μη κατάθεση ή η εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων από κάποιον από τους διαδίκους, σηματοδοτεί τη μη κανονική συμμετοχή του στη δίκη και επάγεται την ερημοδικία του, είτε είναι ενάγων είτε εναγόμενος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι δυνατή επί μη τήρησης προθεσμίας, όχι δε και επί μη εμφάνισης του διαδίκου σε τακτή ημέρα ή επί μη διενέργειας κάποιας διαδικαστικής πράξης (ΑΠ 44/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, η επαναφορά χορηγείται για τη μη τήρηση των γνήσιων δικονομικών προθεσμιών ενέργειας, είτε αυτές είναι νόμιμες, είτε δικαστικές. Δε χωρεί επαναφορά όταν ο διάδικος δεν εμφανίσθηκε σε τακτή ημέρα, που είχε ορισθεί ως δικάσιμος, αφού τότε η ακρόαση του διαδίκου εξασφαλίζεται μέσω της ανακοπής ερημοδικίας (βλ. σχετ. Νικολάου Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Β΄ έκδοση, παράγραφος 57, σελ.347). Εντούτοις, μετά το ν.4335/2015, που συνέδεσε την ερημοδικία στην τακτική διαδικασία όχι με τη μη εμφάνιση του διαδίκου σε τακτή δικάσιμο, αλλά με τη μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 του ΚΠολΔ, ο διάδικος, που απώλεσε την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεών του έχει στη διάθεσή του το ανωτέρω εξαιρετικό βοήθημα της επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (των άρθρων 152 επ. του ΚΠολΔ), όπως συνάγεται από την προσθήκη δεύτερου και τρίτου εδαφίου στην διάταξη του άρθρου 155 παρ.1 του ΚΠολΔ με τα άρθρα 7 και 120 το Ν.4842/2021, με τα οποία προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης προτάσεων, όταν το αίτημα επαναφοράς του διαδίκου στην προηγούμενη κατάσταση υποβάλλεται με τις (εκπρόθεσμες) προτάσεις του, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο, οπότε η αντίκρουση από τον αντίδικο γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων. Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω διάταξη τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά και μόνον σε περίπτωση απώλειας των δικονομικών προθεσμιών, που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 του ΚΠολΔ και αφορούν στις δίκες, που διεξάγονται κατά την τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό, ενώ δε μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά στις δίκες της τακτικής διαδικασίας ενώπιον των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, στις οποίες, ο διάδικος, προκειμένου να λάβει κανονικά μέρος, θα πρέπει και να παραστεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο και να καταθέσει προτάσεις έως την έναρξη της συζήτησης (άρθρο 524 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ) ή, στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική (όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 524 παρ.2 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ για την περίπτωση του άρθρου 528 του ΚΠολΔ), να καταθέσει στον αρμόδιο γραμματέα δήλωση, υπογεγραμμένη από τον πληρεξούσιο  δικηγόρο του (κοινή με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αντιδίκου ή μονομερή), ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, το αργότερο την παραμονή της δικασίμου, που σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο, μετά των προτάσεων και των λοιπών σχετικών εγγράφων του. Τέλος, προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπομένου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 του ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (όπως αυτά ίσχυαν μετά το Ν. 4335/20Ι5, ως εκ του χρόνου  άσκησης της κρινόμενης έφεσης), αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, που εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου της κρινόμενης έφεσης σε βάρος των εκδοθεισών κατά την τακτική διαδικασία υπ’αριθμ. 4587/2018 και 862/2020 μη οριστικής και οριστικής αντίστοιχα αποφάσεων του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, για την οποία αναβλήθηκε εκ του πινακίου η εκδίκαση του ασκηθέντος ένδικου μέσου από την αρχικά προσδιορισθείσα, με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, δικάσιμο της 25ης.11.2021, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η εκκαλούσα ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ο Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών …………….. ως πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων δεν εμφανίσθηκε, αλλά στις 17.10.2022 κατέθεσε νομότυπα για λογαριασμό των εντολέων του δήλωση στον αρμόδιο Γραμματέα του ανωτέρω Δικαστηρίου ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της έφεσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, καθώς και τις προτάσεις του μετά των λοιπών επικαλουμένων με αυτές εγγράφων, με αποτέλεσμα η έφεση να συζητηθεί ερήμην της εφεσίβλητης. Μετά τη συζήτηση της έφεσης στις 27.10.2022 εμφανίσθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου η Δικηγόρος ………….. και ως πληρεξουσία δικηγόρος της ερημοδικασθείσας εφεσίβλητης κατέθεσε έγγραφο επιγραφόμενο ως «προτάσεις και αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (κατ’άρθρο 155 του ΚΠολΔ)», στο οποίο η αρμόδια Γραμματέας έθεσε τη σημείωση «κατατέθηκε έγγραφο μετά σχετικών, ώρα 13:55».  Η εφεσίβλητη στις ανωτέρω εκπροθέσμως κατατεθείσες επί της έφεσης προτάσεις της σώρευσε αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων  στην προηγούμενη κατάσταση των άρθρων 152  επ. του ΚΠολΔ, για τη θεμελίωση της οποίας εξέθεσε ειδικότερα ότι η προαναφερθείσα πληρεξουσία δικηγόρος της, κάτοικος …………. Αττικής, στις 20.10.2022, όταν και είχε προσδιορισθεί μετ’αναβολήν η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Ναυτικού Τμήματος του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και ώρα 9.30, ενώ μετέβαινε με ταξί, στο οποίο επιβιβάσθηκε από την οικία της περί ώρα 8.40, προς το Δικαστικό Μέγαρο του Πειραιώς, προκειμένου να παραστεί προσηκόντως κατά τη δικάσιμο και να την εκπροσωπήσει στη δίκη, καταθέτοντας επιπροσθέτως τις προτάσεις της επί της έφεσης μετά των σχετικών αποδεικτικών εγγράφων, ασθένησε αιφνιδίως και συγκεκριμένα υπέστη καθ’οδόν σοβαρό λιποθυμικό επεισόδιο, με απότομη πτώση της πίεσης, έντονη ζάλη, εφίδρωση και απώλεια των αισθήσεων, για την αντιμετώπιση του οποίου μεταφέρθηκε εσπευσμένα με το ίδιο ταξί στο Τοπικό Ιατρείο του Ε.Σ.Υ. της ………, όπου προσήλθε περί ώρα 9.15 υποβασταζόμενη από τον οδηγό του και της παρασχέθηκαν πάραυτα οι πρώτες βοήθειες από τον Ιατρό ……………, καθώς και ότι, κατόπιν της κατάποσης πολλών υγρών και ενάλου τροφής και αφού η κατάσταση της υγείας της παρουσίασε κάποια βελτίωση και ανέκτησε έως ένα βαθμό τις δυνάμεις της, αποχώρησε από το ιατρείο περί ώρα 10.30, πλην όμως, όταν τελικά έφθασε στον Πειραιά, η συνεδρίαση του ανωτέρω Δικαστηρίου είχε ολοκληρωθεί. Ότι, εξαιτίας του προπεριγραφέντος έκτακτου και απρόβλεπτου συμβάντος, η πληρεξουσία δικηγόρος της περιήλθε σε αντικειμενική αδυναμία να παραστεί στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της έφεσης για να την εκπροσωπήσει και να καταθέσει έγγραφες προτάσεις ή έστω να επικοινωνήσει έγκαιρα με έτερο δικηγόρο, προκειμένου να εμφανισθεί αυτός στη θέση της κατά την εκδίκαση και να υποβάλει αίτημα αναβολής, με αποτέλεσμα η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην της. Ότι η δικονομική απουσία της κατά την εκδίκαση της έφεσης στην ορισθείσα δικάσιμο και η απώλεια της προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων μετά των σχετικών εγγράφων επί της υπόθεσης, συνακόλουθα δε η έκπτωσή της από το δικαίωμα διενέργειας της ως άνω διαδικαστικής πράξης, οφείλεται σε ανωτέρα βία, συνιστάμενη ειδικότερα στο προαναφερθέν τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός, που αφορούσε στο πρόσωπο της πληρεξουσίας δικηγόρου της και παρεμπόδισε τη συμμετοχή της στην εκδίκαση της υπόθεσής της, κατά την οποία θα εκπροσωπείτο από την ανωτέρω δικηγόρο, που θα κατέθετε και τις προτάσεις της, ήταν μάλιστα όλως εξαιρετικό, μη αναμενόμενο και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη περαιτέρω την αναφερόμενη ιατρική γνωμάτευση του ανωτέρω Ιατρού, που επιλήφθηκε του περιστατικού και παρείχε τις πρώτες βοήθειες στην πληρεξουσία δικηγόρο της, καθώς και αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος, αποσταλέντος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση του πληρεξουσίου δικηγόρου των αντιδίκων της, προς ενημέρωσή του επί της κατάθεσης προτάσεών της για την υπόθεση μετά της σωρευομένης σ’αυτές αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ζήτησε την παραδοχή της ως άνω αίτησής της, ούτως ώστε να κηρυχθούν, άλλως θεωρηθούν εμπρόθεσμες οι προτάσεις της, καθώς και να κηρυχθεί, άλλως θεωρηθεί, προσήκουσα και νομότυπη η παράστασή της κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Με το περιεχόμενο αυτό η κρινόμενη αίτηση της εφεσίβλητης, η άσκηση της οποίας με τις εκπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της επί της έφεσης παράτυπα γνωστοποιήθηκε στους αντιδίκους της εκκαλούντες με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος, διότι η διάταξη του άρθρου 155 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται αναλογικά στην κατ’έφεση δίκη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, απορριπτέα τυγχάνει προεχόντως ως μη νόμιμη, διότι με αυτήν ζητείται η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ενώ η ανωτέρω διάδικος δεν απώλεσε απλώς κάποια προθεσμία και συγκεκριμένα αυτήν της κατάθεσης έγγραφων προτάσεων επί της υπόθεσης όπως ισχυρίζεται, προκειμένου να θεμελιώσει την ασκηθείσα αίτησή της, παρασταθείσα όμως στη συζήτηση και εκπροσωπηθείσα από πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά δεν εμφανίσθηκε καθόλου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την εκδίκαση της έφεσης στην μετ’αναβολήν προσδιορισθείσα δικάσιμο και συνακόλουθα δεν κατέθεσε ούτε προτάσεις, όπως απαιτείται, εφόσον δεν έχει προκατατεθεί δήλωση μετά προτάσεων και εγγράφων κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, προκειμένου ο διάδικος να λάβει μέρος κανονικά στην κατ’έφεση δίκη, που διεξάγεται κατά την τακτική διαδικασία (άρθρο 524 παρ.1 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην της. Επομένως, στην κρινόμενη περίπτωση, λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης, που στη δευτεροβάθμια δίκη συνδέεται με τη μη εμφάνιση του διαδίκου σε τακτή δικάσιμο και όχι με την μη εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων, όπως συμβαίνει στις υποθέσεις του πρώτου βαθμού, που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, οπότε ο διάδικος, σε περίπτωση απώλειας της προβλεπομένης στα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεών του, έχει στη διάθεσή του το ανωτέρω βοήθημα της αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση των άρθρων 152 επ. του ΚΠολΔ, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δε χωρεί τέτοια αίτηση και εφόσον ασκηθεί θα πρέπει να απορριφθεί, αλλά προβλέπεται η άσκηση του τακτικού ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας σε βάρος της παρούσας απόφασης, με την επίκληση της συνδρομής από την ανωτέρω ερημοδικασθείσα διάδικο λόγου ανωτέρας βίας, σύμφωνα με τα άρθρα 501 επ. του ιδίου Κώδικα. Ενόψει τούτων, εφόσον, αφενός μεν η συζήτηση της έφεσης για την αρχική δικάσιμο της 25ης.11.2021, προσδιορίσθηκε με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, η οποία επέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων στις 15.9.2021 αντίγραφο αυτής, με έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και πράξη ορισμού δικασίμου για την ανωτέρω ημερομηνία, καθώς και με κλήση τους να παραστούν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στη δικάσιμο αυτή, όπως προκύπτει από τη σχετική επί του προσκομιζομένου από τους εκκαλούντες αντιγράφου του δικογράφου της έφεσης παραγγελία της πληρεξουσίας τους δικηγόρου προς τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή και από τη σχετική περί της διενεργηθείσης επίδοσης επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του επιδοθέντος αντιγράφου της έφεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……………….., αφετέρου δε κατά την ανωτέρω δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο, παρόντων των διαδίκων, που εκπροσωπήθηκαν από πληρεξουσίους δικηγόρους για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (βλ. σχετ. το  επίσης προσκομιζόμενο από τους εκκαλούντες με αριθμ.σχετ.45 από 21.10.2022 με κωδικό αριθμό …… ακριβές αντίγραφο του πινακίου εγγραφής πολιτικών υποθέσεων του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς της συνεδρίασής του της 25ης.11.2021), με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή να μην απαιτείται κλήτευση των διαδίκων για εμφάνιση στη μετ’αναβολήν δικάσιμο, καθόσον η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ.4 εδαφ. δ΄του ΚΠολΔ, που ισχύει στην κατ’έφεση δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 498 παρ.2 εδαφ.β΄του ίδιου Κώδικα), η εφεσίβλητη έχει κλητευθεί νομότυπα για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή, θα πρέπει να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), χωρίς να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο οι εκπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της μετά των επικαλουμένων με αυτές και προσκομιζομένων σχετικών εγγράφων της.

Η κρινόμενη από 24.11.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………./24.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/27.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση των εν μέρει ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων της ασκηθείσης ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 9.10.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………………../11.10.2017) αγωγής της εφεσίβλητης, διώκουσας την καταδίκη των αντιδίκων της και ήδη εκκαλούντων, εκάστου εξ αυτών ενεχομένου εις ολόκληρον, στην καταβολή σ’αυτήν, αφενός μεν αποζημίωσης για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, αφετέρου δε χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της σε βάρος της τελεσθείσας αδικοπραξίας, ειδικότερα συνισταμένης στην έκδοση, σε διαταγήν της, από το δεύτερο εξ αυτών, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης /εταιρείας, τεσσάρων  (4) ακάλυπτων τραπεζικών επιταγών, των οποίων η ίδια (η ενάγουσα) τυγχάνει νόμιμη κομίστρια, εν γνώσει του δεύτερου εναγομένου περί της έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας στην πληρώτρια τράπεζα, τόσο κατά τους χρόνους της έκδοσης, όσο και κατά τους αντίστοιχους της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή, κατά της υπ’αριθμ. 862/2020 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε επί της ως άνω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωσή της και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης το συνολικό ποσό των 277.419,54 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 80.0000 ευρώ και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη, ποσού 7.500 ευρώ, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος του δευτέρου των εναγομένων προσωπικής κράτησης, καθώς και κατά της προηγούμενως εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ. 4.587/2018 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν οι αιτιάσεις των εναγομένων περί ανυποστάτου της αγωγής λόγω μη νομότυπης επίδοσης του δικογράφου της στους ίδιους, αναβλήθηκε η πρόοδος της δίκης και ορίσθηκε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, προκειμένου να προσκομισθούν από την ενάγουσα τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης έγγραφα σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπησή της και κατ’επέκταση την πληρεξουσιότητα για τη δίκη της πληρεξουσίας της δικηγόρου, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄ και 2, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 24.11.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ……………./24.11.2020) ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς τους εναγομένους, με επιμέλεια της εκκαλούσας, της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, που συντελέσθηκε στις 4.11.2020, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση επί του προσκομιζομένου απ’αυτούς αντιγράφου της ως άνω απόφασης του προαναφερομένου Δικαστικού Επιμελητή, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες κατά την άσκησή της το προβλεπόμενο στη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3, στοιχ.Α΄, περ. γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 150 ευρώ και δεν συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 532 και 533 § 1 του ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης προσκομίζονται από τους εκκαλούντες οι κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις, ενόψει της συζήτησης της αγωγής, που προηγήθηκε της έκδοσης της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, της απολειπομένης κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου εφεσίβλητης, όπως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα, εταιρεία εδρεύουσα στον Παναμά και νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν.89/67, με αντικείμενο δραστηριότητας την εμπορία πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων για τον εφοδιασμό πλοίων σε διάφορους λιμένες ανά τον κόσμο, με την από 9.10.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………./11.10.2017) αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι ο δεύτερος των εναγομένων, νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εξ αυτών, αλλοδαπής εταιρείας, με καταστατική έδρα στη …….., κατά το δίκαιο της οποίας έχει συσταθεί, αλλά στην πραγματικότητα εδρεύουσας στην Ελλάδα, όπου ασκείται η διοίκησή της και διατηρεί γραφεία, ως νόμιμα εγκατεστημένη με βάση τις διατάξεις του αυτού ως άνω Α.Ν. διαχειρίστρια πλοίων εταιρεία, μεταξύ των οποίων και του φορτηγού πλοίου χύδην φορτίου με την ονομασία Μ/V “SF”, εξέδωσε στην Αθήνα, σε διαταγήν της ιδίας (της ενάγουσας), τις ειδικότερα προσδιοριζόμενες στην αγωγή ως προς τον αριθμό, την ημερομηνία έκδοσης και το ποσό εκάστης σε δολάρια Η.Π.Α., τέσσερις (4) τραπεζικές επιταγές, πληρωτέες από τον τηρούμενο στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…………….”  λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, προς εξόφληση ισόποσης με το συνολικό ποσό των επιταγών οφειλής της τελευταίας από την πώληση και παράδοση ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών για τον εφοδιασμό του ανωτέρω πλοίου, τις οποίες, αυτή (η ενάγουσα), ως νόμιμη κομίστριά τους, εμφάνισε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα κατά τις επίσης αναφερόμενες στο δικόγραφο ημερομηνίες, χωρίς, όμως, να πληρωθούν, λόγω έλλειψης αντικρύσματος στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, γεγονός που βεβαιώθηκε νομότυπα επί του σώματος των αξιογράφων από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος εξέδωσε τις ανωτέρω επιταγές γνωρίζοντας ως εκ της ιδιότητάς του ότι δεν υπήρχαν αντίστοιχα επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό της απ’αυτόν εκπροσωπηθείσης εταιρείας κατά το χρόνο της έκδοσης, καθώς και ότι δεν θα υπάρχουν ούτε και κατά το χρόνο της πληρωμής των αξιογράφων, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή της, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της προεκτεθείσας παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του, να υποστεί (η ενάγουσα) περιουσιακή ζημία, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των ακάλυπτων επιταγών, μειωμένο κατά το ποσό των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., λόγω επακολουθησάσης ισόποσης καταβολής από πλευράς των εναγομένων έναντι της οφειλής τους, ήτοι στο υπόλοιπο ποσό των 293.948,48 δολαρίων Η.Π.Α., αιτιωδώς συνδεόμενη με την τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία, η οποία, άλλωστε, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 και αξιόποινη πράξη, καθώς και ηθική βλάβη, διότι η αποστέρηση του σημαντικού αυτού χρηματικού ποσού των επιταγών, που απαιτείτο για τη συνέχιση των εμπορικών της συναλλαγών, προκάλεσε στην ίδια σοβαρές επαγγελματικές δυσχέρειες, αφού δεν κατέστη δυνατόν να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να εκτεθεί και δυσφημισθεί έναντι των δικών της προμηθευτών/εταιρειών πετρελαιοειδών και λιπαντικών και τελικά να απολέσει μέρος της πελατείας της. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, έκαστος εις ολόκληρον, η μεν πρώτη, ως εκδότρια των ακάλυπτων επιταγών, υπέχουσα ως νομικό πρόσωπο ευθύνη για την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια πράξη του νομίμου εκπροσώπου της/δεύτερου εναγομένου, που έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση, ο δε δεύτερος, εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο, ως το αδικοπραγήσαν καταστατικό του όργανο, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της  περιουσιακής της ζημίας, το σε ευρώ ισόποσο του ποσού των 293.948,48 δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία κατά το χρόνο της επέλευσης της ζημίας της, ήτοι της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή και της μη πληρωμής τους και δη το ποσό των 267.419,54 ευρώ, άλλως το σε ευρώ ισάξιο του ανωτέρω ποσού δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζόμενο με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της εξόφλησης, άλλως κατά την ημέρα της καταψήφισης, άλλως κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά την ημέρα της σύνταξης και κατάθεσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας εμφάνισης και σφράγισης των επιταγών, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 30.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, πλέον τόκων από την επίδοση της αγωγής, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, διαρκείας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της επί της αγωγής της εκδοθησομένης απόφασης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 4.587/2018 μη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία, αφού απορρίφθηκαν οι προβληθείσες αιτιάσεις των εναγομένων περί ανυποστάτου της αγωγής λόγω μη νομότυπης επίδοσης στους ίδιους του δικογράφου της, αναβλήθηκε η πρόοδος της δίκης και ορίσθηκε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής, προκειμένου να προσκομισθούν από την ενάγουσα εταιρεία τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης έγγραφα σε σχέση με τη νόμιμη εκπροσώπηση της ανωτέρω διαδίκου και κατ’επέκταση την πληρεξουσιότητα για τη δίκη της καταθέσασας προτάσεις και παρασταθείσας ως πληρεξουσίας της δικηγόρου, που αμφισβητήθηκαν από τους εναγομένους. Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 8.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………/10.1.2019) κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ.862/2020 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή, αφού έγινε δεκτό ότι η ενάγουσα νομίμως εκπροσωπήθηκε κατά την άσκηση και τη συζήτηση της αγωγής από τη σχετικώς εξουσιοδοτηθείσα από το Διοικητικό της Συμβούλιο ………….., στην οποία παρασχέθηκε επιπροσθέτως η εξουσία να διορίσει πληρεξούσια δικηγόρο της ανωτέρω διαδίκου για την άσκηση της αγωγής και την εκπροσώπησή της στη δίκη τη Δικηγόρο Αθηνών ……………, ότι για την εκδίκαση της αγωγής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο, καθώς και ότι είχε διεθνή δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης, εν συνεχεία κρίθηκε η αγωγή ορισμένη και νόμιμη, με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής (εφόσον πρόκειται περί διαφοράς με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της καταστατικής έδρας της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης στην αλλοδαπή), στηριζόμενη στις ειδικότερα αναφερόμενες στην απόφαση διατάξεις του ΑΚ, του ΚΠολΔ, του ν.5960/1933 και του ν.2842/2000, πλην των αιτημάτων περί επιδίκασης στην ενάγουσα ως αποζημίωσης του ισόποσου σε ευρώ του ποσού των 293.948,48 δολαρίων Η.Π.Α., υπολογιζομένου με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία, που ίσχυσε κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα της εξόφλησης, άλλως κατά την ημέρα της καταψήφισης, άλλως κατά την ημέρα της συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά την ημέρα της σύνταξης και της κατάθεσης της αγωγής, ως προς τα οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη (ενώ κρίθηκε νόμιμη όσον αφορά το αίτημα περί καταβολής στην ενάγουσα του σε ευρώ ισόποσου του ανωτέρω ποσού αλλοδαπού νομίσματος με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επέλευσης της ζημίας της, ήτοι αυτόν της εμφάνισης εκάστης επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της), καθώς και του αιτήματος περί καταβολής τόκων επί του ποσού της αιτουμένης αποζημίωσης από την επομένη της εμφάνισης εκάστης επιταγής για το αντίστοιχο ποσό αυτής, ως προς το οποίο επίσης η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη,  κριθείσα νόμιμη ως προς το επικουρικά προβληθέν αίτημα της έναρξης της τοκοφορίας του εν λόγω ποσού από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, αφού απορρίφθηκαν ως μη νόμιμες οι προβληθείσες ενστάσεις των εναγομένων περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης και περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός των ιδίων, για την κατά νόμο θεμελίωση του οποίου επικαλέσθηκαν την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ, καθώς και ως απαραδέκτως προβληθείς, άλλως ως αλυσιτελής, ο ισχυρισμός τους περί ενσωμάτωσης στην αγωγική απαίτηση επιδίκασης αποζημίωσης τοκογλυφικών τόκων, διευρευνήθηκε η αγωγή και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας με βάση τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι προσκομισθείσες με την επιμέλεια της ενάγουσας δύο (2) ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της, διότι κρίθηκαν ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα, λόγω έλλειψης προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων να παραστούν κατά τη λήψη τους. Τέλος, με την ανωτέρω οριστική απόφαση, αφού απορρίφθηκε ο ισχυρισμός των εναγομένων περί έλλειψης δόλου του δεύτερου εξ αυτών σε σχέση με την έκδοση των επίδικων ακάλυπτων επιταγών, έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, το ποσό των 267.419,54 ευρώ, ως το σε ευρώ ισάξιο του εισέτι οφειλομένου σ’αυτήν ποσού των εν λόγω επιταγών των 293.948,48 δολαρίων Η.Π.Α., με βάση την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή και της μη πληρωμής τους, που κρίθηκε  ότι συνιστά την οφειλόμενη αποζημίωση για την αποκατάσταση της προκληθείσης από τη σε βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία ισόποσης περιουσιακής της ζημίας, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης ήτοι συνολικά το ποσό των 277.419,54 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 80.000 ευρώ και καταδικάσθηκαν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το ύψος της οποίας καθορίσθηκε στο ποσό των 7.500 ευρώ, ενώ το αίτημα περί απαγγελίας σε βάρος του δεύτερου εναγομένου προσωπικής κράτησης ως μέσου εκτέλεσης της απόφασης απορρίφθηκε κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 1048 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ, διότι έγινε δεκτό ότι ο ανωτέρω έχει υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας του. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, καθώς και κατά της αρχικά εκδοθείσας επί της αγωγής μη οριστικής απόφασης, οι εναγόμενοι, ως ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό διάδικοι, έχοντας έννομο συμφέρον, παραπονούνται με την ένδικη έφεση, ζητώντας για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο – με οριστική διάταξη της μη οριστικής απόφασής του – ως κατ’ουσίαν αβάσιμου του ισχυρισμού τους περί ανυποστάτου της αγωγής λόγω μη νομότυπης επίδοσης σ’αυτούς του δικογράφου της, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την απόρριψη με την εκδοθείσα επί της αγωγής οριστική απόφαση ως μη νόμιμων των προβληθεισών ενστάσεών τους, για την κατά νόμο θεμελίωση των οποίων επικαλέσθηκαν την εφαρμογή στην υπόθεση των διατάξεων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ  και της ένστασής τους περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας στην πρόκληση της ζημίας της, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με την κατ’ουσίαν απόρριψη του ισχυρισμού τους περί έλλειψης υπαιτιότητας του δεύτερου εξ αυτών κατά την έκδοση των επίδικων επιταγών και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμμελή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την απόρριψη με την οριστική απόφαση ως απαραδέκτως προβληθέντος, άλλως ως αλυσιτελούς, του ισχυρισμού τους περί ενσωμάτωσης στο ποσό της αιτουμένης αποζημίωσης τοκογλυφικών τόκων, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την απόρριψη της σε βάρος τους αγωγής.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 § 1 εδαφ. α΄ του ΚΠολΔ, η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015) και, σύμφωνα με τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του ίδιου νόμου, ισχύει από 01.01.2016, «στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα». Διευκρινίζεται ότι στον εναγόμενο επιδίδεται μόνον αντίγραφο της αγωγής, χωρίς κλήση προς συζήτηση, δοθέντος ότι ο ορισμός δικασίμου και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο λαμβάνουν χώρα σε μεταγενέστερο χρόνο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία, όπως αυτή αναμορφώθηκε πλήρως υπό την ισχύ του Ν. 4335/2015, η μη επίδοση στον εναγόμενο (κυρωμένου αντιγράφου) της αγωγής εντός της προθεσμίας των τριάντα (ή εξήντα) ημερών από την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή, αν η αγωγή δεν επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στην προθεσμία αυτή, έχει ως συνέπεια αυτή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα, δηλαδή ανυπόστατη. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής, η οποία μέχρι το Ν. 4335/2015 συνιστούσε προπαρασκευαστική προθεσμία (βλ. 228 και 229 του ΚΠολΔ), καθίσταται πλέον προθεσμία ενεργείας, και η μη επίδοση της αγωγής ή τα ελαττώματα αυτής (επίδοσης) εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικάζον δικαστήριο, μη δυνάμενα να θεραπευτούν μεταγενέστερα με την αναντίλεκτη συμμετοχή του εναγόμενου στη διαδικασία (με την προκατάθεση προτάσεων), καθώς πρόκειται για ελαττώματα, που πλήττουν την υπόσταση της αγωγής, η οποία θεωρείται αναδρομικά ανύπαρκτη και δεν αφορούν μόνο το παραδεκτό της συζήτησης αυτής, όπως γινόταν δεκτό υπό το προϊσχύσαν δικαιϊκό καθεστώς και εξακολουθεί να ισχύει στις ειδικές διαδικασίες. Ούτε, άλλωστε, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επαγωγή της συνέπειας αυτής (ανυπόστατο της αγωγής) εξαρτάται από τη δυνατότητα του εναγόμενου να ανταποκριθεί στο δικονομικό βάρος επίκλησης και απόδειξης δικονομικής αυτού βλάβης από τη μη επίδοση, την παράτυπη ή εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής (πρβλ. άρθρο 159 αριθμ.3 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι με τη μεταβολή στον τρόπο άσκησης της αγωγής στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας σκοπείται η διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των διαδίκων, ιδίως του εναγόμενου, καθώς μετά την προθεσμία ενέργειας επίδοσης της αγωγής, ακολουθεί η προπαρασκευαστική προθεσμία των 100 ημερών (ή 130 για τον διαμένοντα στο εξωτερικό), για την κατάθεση των προτάσεων και τη συγκέντρωση του αποδεικτικού του υλικού [Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 6η, 2019, τόμ. Ι, άρθρο 215 σημ. 8, Δ. Κράνη, στο 42ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ενώσεως Ελλήνων Δικονομολόγων, Η νέα τακτική διαδικασία υπό το πρίσμα των θεμελιωδών αρχών της πολιτικής δίκης, έκδ. 2018, σελ. 145 και εισήγηση του ιδίου σε ημερίδα του Δ.Σ. Κοζάνης, την 9η.7.2016, με θέμα «Τροποποιήσεις του ΚΠολΔ Ν. 4335/2015», Κ. Μακρίδου, Ειδικές Διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά το Ν. 4335/2015 (2017), § 1 αριθ. 3, σελ. 24-25, X. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015 (2016), σελ. 14, Κ. Μακρίδου – X. Απαλαγάκη – Γ. Διαμαντόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Θεωρία – Νομολογία – Υποδείγματα (Β΄ έκδοση – 2018), σελ. 7-8, I. Κουκουράκη, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο Ν. 4335/2015, ΕλλΔνη 2017.1015, Κ. Καλαβρός, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (4η έκδοση – 2016), § 33, αριθμ. 10, Ε. Μπαλογιάννη/Π. Ρεντούλη σε Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο (επιμέλεια X. Απαλαγάκη – 5η έκδοση – 2017), άρθρο 215 αριθμ. 8, ΤριμΕφΠειρ 679/2019, δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη σαφή διατύπωση της παραγράφου 2 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ, ως κατοικία θεωρείται η οικία ή το διαμέρισμα, στο οποίο διημερεύει ή διανυκτερεύει αυτός προς τον οποίο απευθύνεται το προς επίδοση έγγραφο, και αν ακόμη για πολύ μικρό χρονικό διάστημα ανεξαρτήτως για ποιο λόγο δε χρησιμοποιεί το χώρο αυτό προς το σκοπό αυτό (ΑΠ 981/1977 ΝοΒ 26.901, ΕφΑθ 7300/1988 ΕλλΔνη 30.1466, ΕφΘεσ 705/1985 Αρμ 40.330, Βαθρακοκοίλης, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, ΚΠολΔ υπό άρθρο 128, αριθμ. 2 σελ. 784, Δεληκωστόπουλος – Σινανιώτης, ΠολΔικον., σελ.342, Ορφανίδης, ΕρμΚΠολΔ, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα υπό άρθρο 128 αριθμ. 4, σελ. 294), δεν απαιτείται δε να είναι αναγκαίως και η μόνιμη κατοικία του, αλλά αρκεί και προσωρινή, πάντοτε όμως απαιτείται πραγματική ενοίκηση. Η έννοια δηλαδή της κατοικίας, στην προκειμένη διάταξη του άρθρου 128 ΚΠοΛΔ είναι διάφορη από την αντίστοιχη έννοια του άρθρου 51 ΑΚ, του άρθρου 22 του ΚΠολΔ, του τόπου διαμονής κατ` άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ καθώς για την ύπαρξή της απαιτούνται σε σχέση με τις ρυθμίσεις των άρθρων 51 ΑΚ, 22 και 624 παρ. 2 ΚΠολΔ λιγότερες προϋποθέσεις, αφού αρκεί ο χώρος να είναι προορισμένος για διημέρευση ή διανυκτέρευση. Επομένως, κατοικία για τις ανάγκες της επίδοσης θεωρείται και ο χώρος που είναι προορισμένος για μόνιμη, κατ’αρχήν, αλλά και προσωρινή διημέρευση ή διανυκτέρευση του αποδέκτη της επίδοσης. Με την έννοια αυτή, ο παραλήπτης μπορεί να έχει περισσότερες κατοικίες, σε μία από τις οποίες εγκύρως επιδίδεται το έγγραφο (ΕφΑθ 3814/2011 ΕλλΔνη 2012.808, ΕφΠειρ 706/2019 ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΑθ 4017/1975 Αρμ 1975.61 1-612, Ορφανίδης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, 2000, άρθρο 128 αριθμ.4 και εκεί παραπομπές σε νομολογία). Δεν έχει επίσης σημασία, αν πρόκειται για κατοικία ιδιόκτητη ή μισθωμένη, αν ο παραλήπτης του εγγράφου φιλοξενείται εκεί ή διαμένει ως μέλος της οικογένειας ή ως σύνοικος (Γ. Ορφανίδης ό,π.). Εξάλλου, από την παράγραφο 4 του άρθρου 128 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να είναι έγκυρη η θυροκόλληση του δικογράφου πρέπει εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται αυτό να αναζητηθεί από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή στη διεύθυνση της κατοικίας του, δηλαδή στην οικία ή το διαμέρισμα της κατοικίας του, δηλαδή στην κατά τα ανωτέρω προορισμένη για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, και όχι σε άλλο οίκημα, και μόνον εάν ο παραλήπτης δε βρεθεί εκεί, ούτε άλλος σύνοικος, το έγγραφο πρέπει να επικολλάται στη θύρα της κατοικίας του αυτής. Η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση του προσώπου, στο οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δε δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, που οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πράγματι αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και, αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να κάνει την επίδοση στην πραγματική κατοικία του και όχι στην αναφερομένη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 300/2003 ΕλλΔνη 2004.441, ΕφΘεσ 2933/2017 Αρμ. 2020.87, ΕφΠειρ 260/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1030/2012 ΕλλΔνη 2012.500). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντιθέτως, που βεβαιώνονται σ’αυτήν, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και η βεβαίωση στην έκθεση επίδοσης ότι στη συγκεκριμένη διεύθυνση, όπου έγινε η επίδοση του εγγράφου, είναι η κατοικία του παραλήπτη, είναι περιστατικά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής και εντεύθεν αυτά επιδέχονται ανταπόδειξη, χωρίς να προσβληθεί η έκθεση ως πλαστή, το βάρος δε της ανταπόδειξης αυτής φέρει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθεια της σχετικής βεβαίωσης στην έκθεση του επιμελητή (ΑΠ 1112/2020 ΑΠ 1553/2008, ΑΠ 236/2006, ΑΠ 361/2004, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, βλ. και Π. Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αποδείξεως, έκδ. 3η, (1986), σελ. 285 επ.). Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν στον πρώτο βαθμό, ισχυρίσθηκαν ότι η αγωγή είναι ανυπόστατη και θα πρέπει να θεωρηθεί ως μη ασκηθείσα λόγω μη νομότυπης επίδοσης του δικογράφου της στο δεύτερο εξ αυτών – ατομικά για τον εαυτό του αλλά και για λογαριασμό της πρώτης με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της – και συγκεκριμένα διότι δεν επιδόθηκε στη διεύθυνση της κατοικίας του, αλλά σε άλλες διευθύνσεις, με αποτέλεσμα να υποστούν δικονομική βλάβη, συνιστάμενη στον περιορισμό του χρονικού διαστήματος, που προβλέπεται στο νόμο για την άσκηση του δικαιώματός τους απόκρουσης της σε βάρος τους ασκηθείσας αγωγής, από 70 σε 10 ημέρες. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η αγωγή επιδόθηκε στο δεύτερο εξ αυτών υπό την προαναφερθείσα διττή του ιδιότητα, όχι στο Δήμο ….. Αττικής, επί της οδού ……….., όπου πράγματι βρισκόταν η κατοικία του, αλλά στις 12.10.2017 στο επί της οδού ……….. στο …………. Αττικής εγκαταλελειμμένο διαμέρισμα, όπου στο παρελθόν λειτουργούσαν  με βάση τον Α.Ν. 89/67 τα γραφεία της πρώτης εναγομένης, πριν μεταφερθούν σε μισθωμένο ακίνητο επί της οδού ……………… στο ……. Αττικής, στο οποίο και συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι και τις 31.12.2016, οπότε και λύθηκε η μίσθωση, ενόψει της επικείμενης ανάκλησης της χορηγηθείσης σ’αυτήν άδειας για εγκατάσταση γραφείου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Α.Ν., που τελικά συντελέσθηκε στις 2.6.2017, όταν και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η σχετική Υπουργική Απόφαση, καθώς και στη συνέχεια στις 9.11.2017 στο επί της οδού ………… στη ………. Αττικής, ακατοίκητο ήδη από πολλών ετών διαμέρισμα, κυριότητας της πρώην συζύγου του ………….., το οποίο αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη διαρκούσης της έγγαμης συμβίωσής τους και στο οποίο συνέχισε αυτός να κατοικεί και μετά τη διακοπή της μέχρι και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2009, όταν και αποχώρησε κατόπιν της λύσης του γάμου τους. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων κρίθηκε νόμιμος (εξάλλου, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η επίδοση της αγωγής και το νομότυπο αυτής στον εναγόμενο ελέγχονται πλέον αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο ανεξαρτήτως της συμμετοχής του ανωτέρω στη διαδικασία και τη μη προβολής αντιρρήσεων, καθώς και της συνδρομής δικονομικής βλάβης του από τη μη επίδοση ή από το εκπρόθεσμο ή από τα ελαττώματα της επίδοσης), πλην όμως απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με σχετική οριστική διάταξη της εκκαλουμένης υπ’αριθμ.4.587/2018 μη οριστικής απόφασής του. Επί τούτου λεκτέα τα κάτωθι: Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από τους εκκαλούντες υπ’αριθμ…………./12.10.2017 και …../9.11.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………….., η υπό κρίση αγωγή επιδόθηκε, με την επιμέλεια της ενάγουσας, στο δεύτερο εναγόμενο, ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης/εταιρείας, ιδιότητα, η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους, τόσο στην οδό …………. στο …. . Αττικής, όσο και στην οδό ………… στη ………… Αττικής αντίστοιχα, με θυροκόλληση και με τήρηση στη συνέχεια των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 128 παρ.4 του ΚΠολΔ διατυπώσεων, κατόπιν βεβαίωσης του δικαστικού επιμελητή στις συνταχθείσες εκθέσεις επίδοσης ότι δε βρέθηκε αυτός ή κάποιος ενήλικος σύνοικός του στις ανωτέρω διευθύνσεις, όπου κατοικεί, για να παραλάβει το έγγραφο. Το γεγονός ότι στις συγκεκριμένες διευθύνσεις, όπου διενεργήθηκε η επίδοση, βρισκόταν η κατοικία του δεύτερου εναγομένου, όπως βεβαιώθηκε στις εκθέσεις επίδοσης, αποδεικνύεται μεν πλήρως, εφόσον πρόκειται περί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 440 του ΚΠολΔ), πλην όμως δεν περιλαμβάνεται  στα γεγονότα, για τα οποία έχει άμεση αντίληψη ο δικαστικός επιμελητής, επομένως οι εναγόμενοι που ισχυρίσθηκαν το αντίθετο, αμφισβητώντας την αλήθεια των σχετικών βεβαιώσεων στις εκθέσεις του επιμελητή, βαρύνονται με την απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠολΔ, χωρίς να είναι ανάγκη να προσβάλλουν τις εκθέσεις επίδοσης ως πλαστές, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι στην οδό ……….. στο ……… Αττικής, ως τόπο κατοικίας του δεύτερου εναγομένου, έγιναν, με επιμέλεια των δανειστών του τελευταίου, όλες οι επιδόσεις αναφορικά με την αναγκαστική κατάσχεση και τον πλειστηριασμό του επί της οδού ……….. στο Δήμο ….. Αττικής ακινήτου, κυριότητάς του, ενώ η οδός ………. στη ………. Αττικής αναφέρεται – κατόπιν δικής του σχετικής δήλωσης – ως διεύθυνση κατοικίας του στα υπ’αριθμ. …………../14.10.2009 συμβόλαια, στα οποία αυτός συμβλήθηκε, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, χωρίς οι ανωτέρω παραδοχές του να αμφισβητούνται ειδικά από τους εκκαλούντες. Επισημαίνεται ότι, ναι μεν ο δεύτερος εναγόμενος κλητεύθηκε να παραστεί κατά τη συζήτηση της σε βάρος του ασκηθείσης από 27.11.2017 (με αριθμ.εκθ. καταθ…………/2017) αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την επιιμέλεια της τότε και νυν αντιδίκου του, επίσης στις ως άνω δύο διευθύνσεις, ήτοι στην οδό ………. στη …. … και στην οδό ………. στο ……….., για τη δικάσιμο της 12ης.1.2018, όταν και αμφισβήτησε το νομότυπο της κλήτευσής του στις συγκεκριμένες διευθύνσεις και γνωστοποίησε το πρώτον στην ενάγουσα και τότε αιτούσα ως διεύθυνση κατοικίας του  την οδό …… αριθμ….. στο Δήμο ….. Αττικής, όπως αναφέρεται στην από 17.4.2019 προσθήκη – αντίκρουση των κατατεθεισών στον πρώτο βαθμό προτάσεων των εναγομένων, πλην όμως η κατά τα ανωτέρω γνωστοποίηση της διεύθυνσης κατοικίας του έπεται της διενέργειας των επιδόσεων της αγωγής, που έλαβαν χώρα στις αυτές διευθύνσεις, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, στις 12.10.2017 και 9.11.2017. Ούτε όμως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά τους χρόνους επίδοσης της αγωγής γνώριζε ή θα μπορούσε να γνωρίζει ως διεύθυνση κατοικίας του δεύτερου εναγομένου τη συγκεκριμένη, ούτε βέβαια της είχε γνωστοποιηθεί αυτή προηγουμένως από τους εναγομένους καθ’οιονδήποτε τρόπο. Λεκτέον ότι πλήρης δικανική πεποίθηση περί του τόπου κατοικίας του δεύτερου εναγομένου σε διαμέρισμα πολυώροφης οικοδομής, κείμενης στον αριθμό ….. της οδού ……, υπό την έννοια του διαμερίσματος, στο οποίο διημέρευε και διανυκτέρευε κατά τους κρίσιμους χρόνους της επίδοσης της αγωγής, δε δύναται να σχηματισθεί στο παρόν Δικαστήριο από τα προσκομιζόμενα από τους εναγομένους και στην κατ’έφεση δίκη έγγραφα και δη, αφενός μεν από το από 27.12.2017 ειδοποιητήριο της εταιρείας …… προς τον ανωτέρω για την καταβολή των αναλογούντων κοινοχρήστων δαπανών του συγκεκριμένου διαμερίσματος για το μήνα Νοέμβριο του έτους 2017, εφόσον ληφθεί υπόψη ότι ήταν κύριος του διαμερίσματος αυτού, αφετέρου δε από τη φωτογραφία της κοινόχρηστης συσκευής κουδουνιών της εξωτερικής εισόδου της πολυκατοικίας, στην οποία εμφαίνεται κουδούνι με ετικέτα με το όνομά του και παραπλεύρως το φύλλο της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ της 17ης.1.2018, όπερ δεν αποδεικνύει άνευ ετέρου το χρόνο λήψης της φωτογραφίας (θα μπορούσε να έπεται της έκδοσης του συγκεκριμένου φύλλου της εφημερίδας). Εκ των προαναφερομένων εγγράφων είναι προφανές ότι δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας ότι αυτός πράγματι κατοικούσε εκεί όταν του επιδόθηκε η αγωγή. Επομένως, οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στο δικονομικό βάρος να ανταποδείξουν ότι η κατοικία του δεύτερου εξ αυτών βρισκόταν κατά τους επίμαχους χρόνους στην ανωτέρω διεύθυνση και όχι στις αναγραφόμενες στις εκθέσεις επίδοσης διευθύνσεις, όπως βεβαιώθηκε από το δικαστικό επιμελητή και όπου θυροκολλήθηκε το αγωγικό δικόγραφο. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη μη οριστική απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή επιδόθηκε νομότυπα στους εναγομένους στις ανωτέρω διευθύνσεις και απέρριψε τις περί ανυποστάτου αυτής προβληθείσες αιτιάσεις τους, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, με αποτέλεσμα όσα υποστηρίζονται απ’αυτούς με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους απορριπτέα να τυγχάνουν.

Ι. Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντιστοίχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που δύναται να είναι και ενδεχόμενος. Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρ. 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ανωτέρω άρθρου με το άρθρ. 4 § 1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Επομένως η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ σε ισόποση κατ’αρχάς με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δύναται να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, εφόσον αυτός υφίσταται τελικώς τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, υπό την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης. Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 του ΑΚ εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, εφόσον και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικώς για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216 παρ.1 του ΚΠολΔ ορισμένη, είναι α) η έκδοση έγκυρης επιταγής από τον εναγόμενο, β) η εμπρόθεσμη, μέσα σε οκτώ ημέρες από τη χρονολογία της έκδοσης της επιταγής, εμφάνισή της προς πληρωμή, γ) η μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της λόγω έλλειψης στην πληρώτρια τράπεζα αντίστοιχων με το ποσό της επιταγής κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της, είτε εξ αρχής κατά το χρόνο της έκδοσής της είτε μεταγενέστερα και μέχρι την εμφάνισή της προς πληρωμής, δ) η απότοκη της μη πληρωμής ζημία του νόμιμου κομιστή της επιταγής (ενάγοντος) και ε) ο δόλος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Άλλα στοιχεία για την πληρότητα και νομική θεμελίωση της πιο πάνω αγωγής, όπως η αιτία έκδοσης της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, δεν απαιτούνται, καθόσον πρόκειται για αδικοπραξία και όχι απαίτηση από επιταγή. Τούτο διότι από τη διάταξη του άρθρου 79 του Ν 5960/1933, που ορίζει ότι τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ` αυτήν, όποιος εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα σε πληρωτή στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση αυτού του εγκλήματος και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 του ΑΚ, δεν ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής και ιδίως δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία του χρέους, η ακυρότητα ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της άσκησης της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (ΑΠ 219/2020, ΑΠ 1804/2012, ΑΠ 281/2003 Α΄δημοσίευση σε ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, το αξιόποινο της πράξης του εκδότη  δεν αίρεται  από λόγους αναγόμενους στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 740/2001 ΕλλΔνη 43.733). Αρκεί δηλαδή για το υποκειμενικό στοιχείο ο εκδότης σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει, ακόμη και ως ενδεχόμενη, την έλλειψη των διαθέσιμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε από τα ανωτέρω χρονικά σημεία και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Επομένως, είναι χωρίς έννομη επιρροή αν το προαναφερόμενο γνωστικό στοιχείο του εκδότη αναφέρεται στο χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή σε εκείνο της πληρωμής. Όταν μάλιστα στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το προαναφερόμενο ποινικό αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, στοιχειοθετείται παράλληλα και η αναγκαία για την αστική ευθύνη από αδικοπραξία παράνομη και υπαίτια πράξη εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, από την οποία πράξη προξενείται κατ’ αιτιώδη συνάφεια στον νόμιμο κομιστή της επιταγής η ζημία εκ της μη είσπραξης του ποσού της εν λόγω επιταγής κατά τον χρόνο εμφάνισής της προς πληρωμή και έτσι γεννιέται η ευθύνη εκείνου για αποζημίωση τούτου με ποσό ίσο εκείνου της επιταγής. Εξάλλου, η οικονομική δυσχέρεια του εκδότη να εξεύρει τα αναγκαία για την πληρωμή της επιταγής κεφάλαια, δεν αίρει το δόλο, με την προεκτεθείσα έννοια, αφού το στοιχείο της υπαιτιότητας δεν ερμηνεύεται με βάση την οικονομική δυνατότητα του εκδότη – αφού αυτή εμπεριέχεται στον κύκλο της δικής του επιχειρηματικής δραστηριότητας – αλλά τη στάση του έναντι του οικείου λογαριασμού και την αποδοχή του ότι ενδέχεται να μην υπάρξουν τα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 1451/2007 ΕλλΔνη 48.1401, ΑΠ 342/2005 ΕλλΔνη 47.1393, EφΛαρ 101/2016, ΕφΘεσ 1311/2008, ΕφΑθ 5661/2003 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, δεν αποκλείεται η απαλλαγή εκείνου που εξέδωσε την ακάλυπτη από την προαναφερόμενη αστική ευθύνη του έναντι του λήπτη και νόμιμου κομιστή της, που ατελέσφορα την εμφάνισε προς πληρωμή, ή ο περιορισμός της έκτασης αυτής της ευθύνης με βάση τη μεταξύ τους υποκείμενη σχέση και κατόπιν συνδρομής του άρθρου 300 του ΑΚ, περί συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος στη ζημία ή την έκτασή της, ή του άρθρου 288 του ΑΚ, περί υποχρέωσης του δανειστή να απαιτήσει από τον οφειλέτη εκπλήρωση της παροχής όπως απαιτεί η συναλλακτική καλή πίστη, ή του άρθρου 281 του ΑΚ, περί απαγόρευσης της καταχρηστικής εκ μέρους του δανειστή άσκησης της απαίτησής του  (ΑΠ 79/2023 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 281/2003 ΕλλΔνη 2004. 444). Δεν αποτελεί στοιχείο της αδικοπρακτικής αγωγής (ΑΚ 914 σε συνδ. 79 Ν. 5960/1933) η αιτία έκδοσης της επιταγής (ΕφΑθ 6847/2007 ΤΝΠ Νόμος), ούτε η τυχόν ανυπαρξία του χρέους ή η ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία εκδόθηκε η ακάλυπτη επιταγή επηρεάζουν το αξιόποινο του εγκλήματος (ΑΠ 943/2010 Ποιν, ΑΠ 147/2007 Ποιν., ΑΠ 1663/2003 Ποιν., ΑΠ 52/2002 ΤΝΠ Νόμος), ούτε της θεμελιούμενης σ’αυτό αστικής αδικοπραξίας (ΕφΘρακ 489/2008, ΕφΠατρ 785/2007 ΤΝΠ Νόμος), ενδεχομένως όμως να συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αδικοπρακτικής αγωγής, όχι όμως ως προς την αδικοπραξία, παρά μόνον ως προς το ύψος της ζημίας του ενάγοντος-ζημιωθέντος κομιστή της ακάλυπτης επιταγής (ΕφΑθ 12410/1990 ΕΕμπΔ 1992.249 TNΠ Νόμος). Τέλος, από τη γραμματική διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 281, 288, 300, 904, 914 του ΑΚ, 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο δεχόμενος επιταγή εν γνώσει ότι δεν έχει αντίκρισμα, δεν απαλλάσσει με τη συμπεριφορά του αυτή τον εκδότη από την, κατ’άρθρο 79 νόμου 5960/1933 ποινική ευθύνη, του παρέχει, όμως, το δικαίωμα, εναγόμενο (και) εξ αδικοπραξίας, να επικαλεσθεί ότι ο κομιστής έλαβε την επιταγή εν γνώσει τούτου και να αποκρούσει την αγωγή, λόγω ανυπαρξίας ισόποσης ζημίας του ενάγοντος από τη μη πληρωμή της, επίσης ως ασκούμενη κατά κατάχρηση δικαιώματος ή και γιατί ο ενάγων-λήπτης της επιταγής συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην επέλευση της ζημίας του, αφού με την ανωτέρω συμπεριφορά του, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την επικαλούμενη ζημία και τη ζημιογόνο πράξη, είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής και, συνεπώς, επιδιώκοντας την αποζημίωσή του, βρίσκεται σε κακή πίστη. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός περί συνυπαιτιότητας του ενάγοντος συνιστά ένσταση, την οποία, σε περίπτωσης άρνησης αυτού από πλευράς του ενάγοντος, υποχρεούται να αποδείξει ο εναγόμενος κατ’άρθρα 335, 338 παρ.1 του ΚΠολΔ (ΕφΙωαν 280/2004 ΕλλΔνη 2006.249, ΕφΑθ 5888/2002 ΕλλΔνη 44.834, ΕφΑθ 3086/2002 ΕλλΔνη 43.802, ΕφΘεσ. 258/2000 Αρμ. 55.937, ΕφΘεσ 213/2000 Αρμ. 56.401, ΕφΘεσ 1517/1999 Αρμ. 54.44).

IΙ. Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ «η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Αντικειμενική καλή πίστη είναι η ευθύτητα και εντιμότητα που υπαγορεύονται σε κάθε άνθρωπο από τις ανάγκες της κοινωνικής συμβίωσης, ενώ χρηστά ήθη αποτελούν τα κριτήρια της κοινωνικής ηθικής που κρατούν κατά τη γενική αντίληψη των εντίμων και συνετών ανθρώπων. Κοινωνικοοικονομικός δε σκοπός του ιδιωτικού δικαιώματος είναι το όριο που ενυπάρχει στο δικαίωμα από την ανάγκη διαφύλαξης του γενικότερου συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου. Τα αξιολογικά αυτά κριτήρια θέτουν φραγμό στην ιδιοτελή άσκηση του δικαιώματος, εφόσον αυτή έρχεται σε προφανή, δηλαδή, πρόδηλη και αναμφισβήτητη, αντίθεση προς αυτά (ΑΠ 524/2020, ΑΠ 1723/2017, ΑΠ 641/2013, ΑΠ 615/1994, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η κατάχρηση μπορεί ιδίως να οφείλεται α) σε κακοβουλία, όπως όταν ο δικαιούχος ενεργεί από κακότητα, χωρίς εύλογο όφελος, β) σε ανακολουθία, όπως όταν ο δικαιούχος δημιούργησε με την συμπεριφορά του τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμά του, εκ των υστέρων δε διαψεύδει την εμπιστοσύνη που με τη διαγωγή του είχε παραγάγει. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν’αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 783/2023, ΑΠ 2115/2022, ΑΠ 308/2020, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).  Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, κατ’άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν το γεγονός αυτό μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να διεκδικήσει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση, και μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού ή κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 75/2023, ΑΠ 311/2020, ΑΠ 333/2019 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους, που κατέθεσαν στον πρώτο βαθμό, ισχυρίσθηκαν ότι η αγωγή της ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί, διότι η άσκησή της παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ και συγκεκριμένα διότι τυγχάνει καταχρηστική και αντικείμενη στη συναλλακτική καλή πίστη. Ειδικότερα για την κατά νόμο θεμελίωση της ένστασής τους αυτής επικαλέσθηκαν τα κάτωθι αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά: Ότι μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης υφίστατο επί σειρά ετών αποκλειστική επαγγελματική συνεργασία, στο πλαίσιο της οποίας η ενάγουσα προμήθευε τα πλοία, που η πρώτη εναγόμενη διαχειριζόταν, κατόπιν κάθε φορά διαβιβασθεισών προηγουμένως σχετικών παραγγελιών της τελευταίας, με πετρελαιοειδή και λιπαντικά και εξέδιδε τα αντίστοιχα τιμολόγια πώλησης, πάντοτε επί πιστώσει. Ότι οι πλοιοκτήτριες εταιρείες των πλοίων, τα οποία η πρώτη εναγομένη διαχειριζόταν, είχαν λάβει δάνειο από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ποσού 15.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι συνεπεία της ναυτιλιακής κρίσης, που ενέσκηψε από τα μέσα του έτους 2010 με μείωση των ναυλώσεων και πτώση των ναύλων, οι δανειολήπτριες εταιρείες άρχισαν να αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες αναφορικά με την εκπλήρωση των διαφόρων υποχρεώσεών τους, μεταξύ δε αυτών και της υποχρέωσης αποπληρωμής του οφειλομένου εκ της προαναφερθείσας δανειακής σύμβασης ποσού, με αποτέλεσμα, προκειμένου να αποσβεσθεί εν μέρει η σε βάρος τους απαίτηση της Εθνικής Τράπεζας, να αποφασισθεί, με συμφωνία της τράπεζας, η ιδιωτική πώληση δύο εκ των πλοίων αυτών και συγκεκριμένα των πλοίων με την ονομασία «WII» και «SP», όπερ είχε ως συνέπεια να εξοφληθεί μεν μέρος του χρέους και το υπόλοιπο να διαμορφωθεί στο ποσό των 5.500.000 δολαρίων Η.Π.Α., πλην όμως να απολέσει η πρώτη εναγόμενη τη διαχείριση των πωληθέντων πλοίων και συνακόλουθα το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της. Ότι στις αρχές του έτους 2015 η πλοιοκτήτρια του πλοίου με την ονομασία «SF», που εξακολουθούσε να διαχειρίζεται η πρώτη εναγόμενη, εταιρεία με την επωνυμία «……………..», περιήλθε σε δυσμενή οικονομική θέση λόγω της γενικευμένης κρίσης της ναυλαγοράς, εξαιτίας της οποίας δυσκολευόταν να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της τόσο προς τη δανείστρια τράπεζα, όσο και προς την ίδια την πρώτη εναγόμενη, με αποτέλεσμα η τράπεζα, ενυπόθηκη δανείστρια, να συμφωνήσει προσωρινά στην αναστολή της είσπραξης των δόσεων του δανείου, προκειμένου να διατηρηθεί το πλοίο σε λειτουργία μέχρι να βελτιωθούν οι συνθήκες στη ναυτιλιακή αγορά και η εκμετάλλευσή του να καταστεί και πάλι κερδοφόρα. Ότι αντίθετα η ενάγουσα, παρότι γνώριζε τις οικονομικές δυσχέρειες της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ζήτησε για πρώτη φορά, επικαλούμενη τον κίνδυνο μη πληρωμής των επί πιστώσει εκδοθέντων τιμολογίων της για τις πωλήσεις καυσίμων και λιπαντικών στο ως άνω πλοίο, εξασφάλιση των εξ αυτών απαιτήσεών της με την έκδοση από την πρώτη εναγόμενη, σε διαταγήν της (της ενάγουσας), «εγγυητικών» επιταγών, οι οποίες θα επιστρέφονταν με την εξόφληση των τιμολογίων. Ότι, αν και η πρώτη εναγομένη αντέτεινε ότι η πλοιοκτήτρια της καταβάλλει χρήματα για πληρωμές υποχρεώσεων του πλοίου μόνον μετά την είσπραξη του ναύλου, όποτε αυτή πραγματοποιηθεί και ότι η ίδια δεν προτίθεται, αδυνατεί μάλιστα να αποπληρώσει χρέη της πλοιοκτήτριας, αυτή (η ενάγουσα) επέμεινε στην έκδοση των επιταγών, με τη συμφωνία ότι σε περίπτωση καθυστέρησης είσπραξης του ναύλου θα τροποποιείται ανάλογα με συμφωνία τους και η αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης των αξιογράφων. Ότι πράγματι εκδόθηκαν από την πρώτη εναγόμενη οι επίμαχες τέσσερις επιταγές με ημερομηνία 15.4.2015, προς εξασφάλιση της αποπληρωμής από την πλοιοκτήτρια του τιμήματος των πωλήσεων, για τις οποίες είχαν εκδοθεί τα αναφερόμενα στις προτάσεις των εναγομένων τέσσερα τιμολόγια, πλην όμως η πρώτη εναγόμενη ως εκδότρια αδυνατούσε να τις αποπληρώσει, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να της χορηγήσει μία μικρή προθεσμία εξόφλησης, διορθώνοντας την αναγραφόμενη στις επιταγές ημερομηνία έκδοσης από 15.5.2015 σε 25.5.2015. Ότι επακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης με αντικείμενο την αποπληρωμή του χρέους της πλοιοκτήτριας εταιρείας διά των εισπραχθησόμενων ναύλων, κατά τη διάρκεια των οποίων όμως η ενάγουσα, ενεργώντας κατά παράβαση της επιβαλλομένης στις συναλλαγές καλής πίστης, ζήτησε με την από 26.5.20915 αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου μέχρι του ποσού των 450.000 δολαρίων Η.Π.Α. και με προσωρινή διαταγή την απαγόρευση του απόπλου του από το λιμένα του Πειραιώς, όπου είχε καταπλεύσει και ναυλοχούσε, αίτημα που έγινε δεκτό. Ότι η ενάγουσα αρνήθηκε να συμφωνήσει στην άρση της απαγόρευσης του απόπλου του πλοίου, όπως της ζητήθηκε από την πρώτη εναγόμενη, η οποία και την ενημέρωσε επιπροσθέτως επί των ναυλώσεών του, που επρόκειτο να συναφθούν στο άμεσο μέλλον, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατόν να εκναυλωθεί αυτό για τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2015 και να απολεσθούν οι ναύλοι του, οι οποίοι θα εισπράττονταν και εκ των οποίων το σύνολο της απαίτησής της θα εξοφλείτο ολοσχερώς. Ότι, ενώ στις 27.5.2015 απαγορεύθηκε και πάλι ο απόπλους του πλοίου με προσωρινή διαταγή που ζητήθηκε από έτερο δανειστή, τα Ναυπηγεία …….., κατόπιν της άσκησης σε βάρος της πλοιοκτήτριας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, η ενάγουσα στις 29.5.2015, χωρίς προειδοποίηση, εμφάνισε τις επιταγές προς πληρωμή, παρότι γνώριζε ότι δεν επρόκειτο να πληρωθούν, καθώς δεν υπήρχε επαρκές αντίκρυσμα στο λογαριασμό της εκδότριας και παρά τις διαβεβαιώσεις της ότι δεν θα το πράξει κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αλλά θα συμφωνήσει σε τροποποίηση της αναγραφόμενης επί των αξιογράφων ημερομηνίας έκδοσης. Ότι τελικά η ενάγουσα συμφώνησε, λόγω της διαφαινόμενης βελτίωσης της ναυλαγοράς, σε ανάκληση της προσωρινής διαταγής, όπως και τα Ναυπηγεία ……, με αποτέλεσμα το πλοίο να εκναυλωθεί και από τους ναύλους του να εισπράξει έναντι της απαίτησής της το ποσό των 110.000 δολαρίων Η.Π.Α., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο από 18.8.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπογράφηκε μεταξύ τους, πλην όμως μέχρι την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, τα χρέη του πλοίου, που έως τότε βρισκόταν ακινητοποιημένο στο λιμένα του Πειραιώς, είχαν αυξηθεί και ανέλθει στο ποσό των 352.000 δολαρίων Η.Π.Α. Ότι η άνοδος της ναυλαγοράς ήταν πρόσκαιρη, με αποτέλεσμα η πλοιοκτήτρια να μην αποκομίσει κέρδη από την εκναύλωση του πλοίου κατά τους επόμενους 10 μήνες και πιστωτές της, με απαιτήσεις συνολικού ποσού 52.000 δολαρίων Η.Π.Α. περίπου, να υποβάλουν σε βάρος της αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και να λάβουν προσωρινή διαταγή απαγόρευσης απόπλου του πλοίου. Ότι η …… Τράπεζα συμφώνησε τελικά σε ιδιωτική πώληση του πλοίου, εκ του τιμήματος της οποίας, που υπολογίσθηκε ότι θα ανέλθει στο ποσό των 1.575.000 δολαρίων Η.Π.Α., η ίδια θα ελάμβανε το ποσό του 1.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., ενώ το υπόλοιπο, αφαιρουμένων των προμηθειών, ποσό των 412.000 δολαρίων Η.Π.Α., θα διατίθετο προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των λοιπών δανειστών, οι καταβολές προς τους οποίους θα πραγματοποιούντο μέσω της ιδίας (της τράπεζας) διά εμβασμάτων από το λογαριασμό της πλοιοκτήτριας και κατ’εντολήν της τελευταίας και αφού καταρτίζοντο προηγουμένως επιμέρους συμφωνίες μεταξύ της πλοιοκτήτριας και αυτών περί μείωσης των απαιτήσεών τους, η συναίνεση των οποίων είχε αναχθεί σε προαπαιτούμενο για την υλοποίηση της συμφωνίας, προκειμένου να αποφευχθεί ο πλειστηριασμός του πλοίου, από το εκπλειστηρίασμα του οποίου άλλωστε μόνον η ίδια η τράπεζα θα ικανοποιείτο ως ενυπόθηκη δανείστρια.  Ότι παρότι βρέθηκε υποψήφιος αγοραστής, η ενάγουσα, που πάντοτε ενημερωνόταν από την πλοιοκτήτρια για την επικοινωνία της με την τράπεζα, αν και δήλωσε αρχικά ότι συμφωνεί στην πώληση του πλοίου ιδιωτικά, αρνήθηκε να μειώσει την απαίτησή της, που είχε στο μεσοδιάστημα ανέλθει σε 412.000 δολάρια Η.Π.Α. κατά ποσοστό 60% και προέβη σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τον αγοραστή, εν κρυπτώ, προκειμένου να παρακάμψει την τράπεζα, μέσω της οποίας είχε συμφωνηθεί ότι θα πραγματοποιούντο όλες οι καταβολές προς τους λοιπούς δανειστές της πλοιοκτήτριας από το ποσό του τιμήματος, καθώς και ότι, αν και τελικά αποδέχθηκε μείωση της απαίτησής της στο ποσό των 273.948,48 δολαρίων Η.Π.Α. και συμφώνησε ότι μέρος της οφειλής θα της καταβαλλόταν από το τίμημα και μέρος από την ίδια την πρώτη εναγόμενη σε δόσεις, η πώληση δεν τελεσφόρησε, με απόφαση μεν του αγοραστή, που απέσυρε το ενδιαφέρον του, λόγω όμως των ενεργειών της ενάγουσας, που καθυστέρησε να συμφωνήσει στο συμβιβασμό και ενεπλάκη στην πώληση, σε αντίθεση με τους λοιπούς πιστωτές, με τους οποίους είχαν υπογραφεί σχετικά ιδιωτικά συμφωνητικά. Ότι περί τα τέλη του μηνός Σεπτεμβρίου του επομένου έτους (2016) εμφανίσθηκε άλλο πρόσωπο, που εξεδήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του πλοίου, αντί του ποσού του 1.557.820 δολαρίων Η.Π.Α. και επιπροσθέτως συμφώνησε να εξοφλήσει τις απαιτήσεις των άλλων δανειστών της πλοιοκτήτριας, συνολικού ποσού 51.000 δολαρίων Η.Π.Α., προς εξασφάλιση των οποίων είχαν επιβληθεί στο πλοίο συντηρητικές κατασχέσεις, πλην όμως η ενάγουσα, αν και συμφώνησε να εισπράξει από το τίμημα ποσό 165.000 δολαρίων Η.Π.Α. έναντι της απαίτησής της και επιταγές της πρώτης εναγομένης για το υπόλοιπο, εντούτοις υπέβαλε στη συνέχεια αιφνιδιαστικά στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς αίτηση για τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου και επέτυχε την έκδοση προσωρινής διαταγής περί απαγόρευσης του απόπλου του, ενώ δεν αποδέχθηκε την πρόταση των εναγομένων για συναινετική άρση της ώστε να καταρτισθεί η πώληση, με αποτέλεσμα ο αγοραστής, ο οποίος επρόκειτο να καταθέσει την προκαταβολή, αφού ενημερώθηκε σχετικώς, να λάβει την απόφαση να μην προχωρήσει στη σύναψη της πώλησης, διότι η τράπεζά του, που θα χρηματοδοτούσε την αγορά, εξετίμησε ότι υπό τοιαύτας συνθήκας η συναλλαγή εμπεριείχε υψηλό ρίσκο. Ότι τελικά η ….. Τράπεζα της Ελλάδος προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση του πλοίου και επέσπευσε πλειστηριασμό του, ο οποίος διενεργήθηκε στις 28.12.2016, χωρίς η ενάγουσα να λάβει κάποιο ποσό από το πλειστηρίασμα, αφού η απαίτησή της δεν ήταν εξοπλισμένη με προνόμιο, ενώ η πρώτη εναγόμενη αναγκάσθηκε να διακόψει τη λειτουργία της, που είχε ως αναγκαίο επακόλουθο την ανάκληση και της άδειας εγκατάστασης του γραφείου της στην Ελλάδα. Ότι η προπεριγραφείσα “αδικαιολόγητα επαχθής” συμπεριφορά της ενάγουσας αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, με αποτέλεσμα η άσκηση διά της αγωγής του δικαιώματός της να ελέγχεται ως καταχρηστική και κακόπιστη και η αγωγή να τυγχάνει εξ αυτού του λόγου απορριπτέα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα οι ως άνω ενστάσεις απορριπτέες τυγχάνουν ως νομικά αβάσιμες, διότι τα ανωτέρω προταθέντα υπό των εναγομένων για την κατά νόμο θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθούν αληθή, δε συνιστούν συμπεριφορά της ενάγουσας, ως δικαιούχου χρηματικής απαίτησης, αντικείμενη στις επιταγές των διατάξεων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ (της τελευταίας εξ αυτών εφαρμοζομένης και σε ενοχές από αδικοπραξία, όπως εν προκειμένω), ήτοι υπερβαίνουσα και μάλιστα προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η συναλλκτική καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματός της, όπως οι έννοιες αυτές αναλύθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης,  να διεκδικήσει την είσπραξη του χρέους των εναγομένων και συγκεκριμένα συμπεριφορά τέτοια, που, αφενός μεν να προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας στο μέσο κοινωνικό άνθρωπο αναφορικά με τον τρόπο επιδίωξης της ικανοποίησης της απαίτησής της αυτής, σε συνάρτηση με το δικό της όφελος, λαμβανομένων υπόψη και των επιπτώσεων – σε κάθε περίπτωση δυσμενών – στα συμφέροντα των εναγομένων, αφετέρου δε να δημιούργησε στους τελευταίους τη σταθερή πεποίθηση περί της μη άσκησης στο μέλλον αγωγής της σε βάρος τους για την επιδίκαση της οφειλής τους. Ειδικότερα, οι ανωτέρω ενέργειες, στις οποίες φέρεται ότι προέβη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προτάσεις των εναγομένων, με δυσμενείς αναντίρρητα συνέπειες γι’αυτούς, προκειμένου να διεκδικήσει και εξασφαλίσει τη σημαντικού ύψους απαίτησή της, όπερ αποτελεί αδιαμφισβήτητα δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας η ίδια αποφασίζει, με γνώμονα το συμφέρον της, ενίοτε με πιεστικό τρόπο και ως σκληρός διαπραγματευτής και μάλιστα μίας απαίτησης μη εξοπλισμένης με προνόμιο σε βάρος κατάχρεου οφειλέτη, με οφειλές ύψους εκατομμυρίων ευρώ, υπερπολλαπλάσσιων της αξίας του πλοίου, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων σε πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς έτερα περιουσιακά στοιχεία, ει μη μόνον το ενυπόθηκο από τη δανείστρια τράπεζα πλοίο (μνεία περί της ύπαρξης άλλης περιουσίας της πλοιοκτήτριας εταιρείας δε γίνεται στις προτάσεις τους) και με μοναδικά έσοδα τα απορρέοντα από την εκμετάλλευση και λειτουργία του,  στις οποίες περιλαμβάνονται η έκδοση των επίμαχων επιταγών από την πρώτη εναγόμενη διαχειρίστρια του πλοίου, η άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για τη συντηρητική κατάσχεση του πλοίου, ομού όμως με άλλους δανειστές, που επίσης αιτήθηκαν και τους χορηγήθηκε προσωρινή διαταγή απαγόρευσης του απόπλου του, η εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή και η επιδίωξη είσπραξης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσού της απαίτησής της από το τίμημα της δις επιχειρηθείσας υπό την εποπτεία της τράπεζας ιδιωτικής πώλησης του πλοίου, την οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής δεν είχε λόγο να υπονομεύσει, εφόσον από το επιτευχθησόμενο εκπλειστηρίασμα ουδέν θα εισέπραττε, προφανώς μη οφειλόμενες σε κακοβουλία και κακότητα, όπως θα γινόταν δεκτό εάν δεν επεδίωκε να αποκομίσει εύλογο όφελος από την είσπραξη του χρέους, δεν αντιτίθενται κατά τρόπο προφανή, σύμφωνα με τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη όσον αφορά τη δέουσα συμπεριφορά ενός δανειστή, ο οποίος σαφώς αποσκοπεί στην ικανοποίηση της απαίτησής του (εάν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι εν προκειμένω, όπως οι εναγόμενοι εκθέτουν, και στην άρση της χορηγηθείσης στην ίδια προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του πλοίου συμφώνησε, προκειμένου από τις ναυλώσεις του να λάβει κάποιο ποσό έναντι της οφειλής και την απαίτησή της αποδέχθηκε να μειώσει, ενόψει της επικείμενης πώλησης του πλοίου, που αντικειμενικά ήταν γι’αυτήν περισσότερο συμφέρουσα από τον πλειστηριασμό του), προκαλώντας έντονη εντύπωση αδικίας, ούτε στη συναλλακτική καλή πίστη, τούτης νοουμένης ειδικότερα ως του ελάχιστου μέτρου αμφιμερούς σεβασμού, χρηστότητας, ευθύτητας και εντιμότητας, που πρέπει να διέπει τις έννομες σχέσεις κατά την εκπλήρωσή τους, αλλά και τις συναλλαγές εν γένει, καθιστώντας μη ανεκτή από το δίκαιο την άσκηση του δικαιώματός της αυτού ως καταχρηστική. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμες τις ανωτέρω ενστάσεις των εναγομένων, έστω και εν μέρει διάφορη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά τις διατάξεις αυτές, στις οποίες επιχειρήθηκε από την ενάγουσα να θεμελιωθούν κατά νόμο, ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εναγομένους με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθμ. ………. και …./18.1.2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………….και της ………… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν κλήτευσης της αντιδίκου τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. την υπ’ αριθμ. …./12.1.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι εκκαλούντες/εναγόμενοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, σε συνδυασμό προς τις παραδοχές και τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ.β΄ και 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα εταιρεία, η οποία εδρεύει στον Παναμά και έχει εγκαταστήσει γραφείο στη ….. Αττικής σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967, έχει ως αντικείμενο εργασιών την επί κέρδει εμπορία και διακίνηση πετρελαιοειδών και λιπαντικών προϊόντων ναυτιλίας σε πλοία, σε οποιουσδήποτε ανά τον κόσμο λιμένες προσεγγίζουν. Η πρώτη εναγόμενη έχει συσταθεί κατά το δίκαιο της …., όπου κατά το καταστατικό της βρίσκεται η έδρα της, στην πραγματικότητα όμως έδρευε στο ….. Αττικής (επί της οδού ……), όπου διατηρούσε τα γραφεία της και ασκείτο η διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεών της και όπου επίσης λειτουργούσε το εγκατεστημένο στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του Α.Ν.89/67 γραφείο της ως εταιρείας διαχειρίστριας πλοίων. Πραγματικός ιδιοκτήτης, Διευθυντής, μοναδικός μέτοχος και νόμιμος εκπρόσωπός της τυγχάνει ο δεύτερος εναγόμενος, ο οποίος ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπος του εγκατεστημένου στην Ελλάδα γραφείου της. Επισημαίνεται ότι το εν λόγω γραφείο της στην ημεδαπή έχει πλέον διακόψει τη λειτουργία του και η άδεια εγκατάστασής του έχει ήδη ανακληθεί με την υπ’αριθμ.22212.2-1/4046/3829/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2.6.2017 (ΦΕΚ  Β΄ υπ’αριθμ.1933/2.6.2017). Στο πλαίσιο μακροχρόνιας εμπορικής συνεργασίας μεταξύ της ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης η ενάγουσα προμήθευε, κατόπιν κάθε φορά προηγηθεισών παραγγελιών της πρώτης εναγομένης, με ποσότητες καυσίμων και λιπαντικών ναυτιλίας,  τα οποία η ίδια αγόραζε προηγουμένως από τους φυσικούς προμηθευτές, το υπό σημαία Λιβερίας φορτηγό πλοίο με την ονομασία «SF», με αριθμό νηολογίου .. …., αριθμό ΙΜΟ …., Δ.Δ.Σ. ……., κ.ο.χ. 18.495, νεκρού βάρους 29.156 τόνων και έτους κατασκευής 1996, και εξέδιδε τα αντίστοιχα για κάθε πώληση τιμολόγια. Το ανωτέρω πλοίο, πλοιοκτησίας της συσταθείσας κατά το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ εταιρείας με την επωνυμία «………….», όπου εδρεύει, αλλά στην πραγματικότητα επίσης εδρεύουσας στην Ελλάδα στην προαναφερθείσα διεύθυνση, νόμιμος εκπρόσωπος, Διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της οποίας ήταν ομοίως ο δεύτερος εναγόμενος, διαχειριζόταν η πρώτη εναγόμενη αντί μηνιαίας αμοιβής. Κατά τα ειωθότα η πρώτη εναγόμενη ως διαχειρίστρια του πλοίου εισέπραττε στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας τους συμφωνηθέντες ναύλους και διενεργούσε τις σχετικές με την εκμετάλλευση του πλοίου πληρωμές. Σε εξόφληση απαίτησης της ενάγουσας από πωλήσεις, που καταρτίσθηκαν κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2015 μεταξύ αυτής και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, ποσοτήτων ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών, οι οποίες, κατά την κάθε φορά συμφωνία των αντισυμβαλλομένων,  παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν προσηκόντως σε διάφορους λιμένες της αλλοδαπής, όπου ναυλοχούσε το πλοίο, εκδοθέντων σχετικώς από την ενάγουσα του υπ’αριθμ. ………/10.2.20165 τιμολογίου της, συνολικού ποσού 250.478,96 δολαρίων Η.Π.Α., του υπ’αριθμ. ………./10.2.2015 τιμολογίου της, συνολικού ποσού 7.247,20 δολαρίων Η.Π.Α., του υπ’αριθμ…………./10.2.2015 τιμολογίου της, συνολικού ποσού 36.222,32 δολαρίων Η.Π.Α. και του υπ’αριθμ………../24.3.2015 τιμολογίου της, συνολικού ποσού 89.670 δολαρίων Η.Π.Α., η καταβολή του ποσού εκάστου των οποίων είχε συμφωνηθεί εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την παράδοση των αναφερομένων σ’αυτό ποσοτήτων καυσίμων και λιπαντικών (βλ. σχετ. περί των ανωτέρω τιμολογίων πώλησης της ενάγουσας την προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες με αριθμ.σχετ.4 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της ενάγουσας σε βάρος της πλοιοκτήτριας του πλοίου) και χάριν καταβολής του τιμήματος των πωλήσεων αυτών, που ανήλθε  κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 383.618,48 δολαρίων Η.Π.Α., ο δεύτερος εναγόμενος, ενεργώντας υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης, διαχειρίστριας του πλοίου, συμφερόντων του ιδίου όπως και η πλοιοκτήτρια, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εξέδωσε στην Αθήνα, θέτοντας την υπογραφή του επί της σφραγίδας της εταιρείας: 1) Στις  25.5.2015, σε διαταγήν της ενάγουσας α) την υπ’ αριθμ. ………. τραπεζική επιταγή, ποσού 250.478,96 δολαρίων Η.Π.Α., β) την υπ’ αριθμ. …………. τραπεζική επιταγή, ποσού 36.222,42 δολαρίων Η.Π.Α., γ) την υπ’ αριθμ. ………… τραπεζική επιταγή, ποσού 7.247,20 δολαρίων Η.Π.Α. και 2) στις 22.4.2016 (εξέδωσε), σε διαταγήν της ενάγουσας, την υπ’αριθμ. ………… τραπεζική επιταγή, ποσού 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., ήτοι επιταγές συνολικού ποσού 313.948,58 δολαρίων Η.Π.Α., εκ των οποίων οι τρεις πρώτες ισόποσες της αξίας των τριών πρώτων τιμολογίων και οι οποίες άπασες ήταν πληρωτέες στην Ελλάδα και δη στην τράπεζα με την επωνυμία «…………» από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. ……………. λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Η ενάγουσα, ως νόμιμη κομίστρια, εμφάνισε εμπρόθεσμα τις πρώτες τρεις εκ των ανωτέρω επιταγών στις 29.5.2015 και την τέταρτη στις 26.4.2016 στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως άπασες αυτές δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας εταιρείας, όπως βεβαιώθηκε αρμοδίως αυθημερόν επί του σώματος των αξιογράφων. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο δεύτερος εναγόμενος, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης, εξέδωσε τις επίδικες επιταγές σαφώς γνωρίζοντας ότι κατά το χρόνο της έκδοσής τους δεν υπήρχαν, καθώς και ότι κατά το χρόνο της πληρωμής τους δεν θα υπάρχουν αντίστοιχα επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια για την κάλυψή τους  στο λογαριασμό της ανωτέρω εκδότριας εταιρείας, λόγω της κακής οικονομικής της κατάστασης, όπως άλλωστε συνομολογείται απ’αυτούς, οι οποίοι, όμως, περαιτέρω ισχυρίζονται, αρνούμενοι την αγωγή, ότι ο δεύτερος εντούτοις δεν είχε δόλο έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και ότι η ενάγουσα ουδεμία ζημία υπέστη από τη μη πληρωμή τους, επομένως, δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω ευθύνη τους από αδικοπραξία, καθώς και σε κάθε περίπτωση, κατ’ένσταση, ότι η ενάγουσα συνετέλεσε με ίδιον πταίσμα στην πρόκληση της ζημίας της, διότι επίσης γνώριζε την έλλειψη αντικρίσματος των επιταγών κατά τους κρίσιμους χρόνους, έχοντας, επομένως, με τη συμπεριφορά της αυτή αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοσή τους, αφού πρόκειται περί επιταγών, που εκδόθηκαν και παραδόθηκαν στην ενάγουσα, κατόπιν δικών της πιέσεων, ως εγγύηση και μόνον για την αποπληρωμή σε αυτήν από την πλοιοκτήτρια εταιρεία και αγοράστρια των καυσίμων και λιπαντικών προς ανεφοδιασμό του πλοίου της του οφειλομένου ποσού του τιμήματος των μεταξύ τους καταρτισθεισών πωλήσεων και όχι χάριν καταβολής του εν λόγω ποσού, χωρίς δηλαδή να υφίσταται μεταξύ της πρώτης των εναγομένων, που δε συμβλήθηκε στις πωλήσεις και της ενάγουσας κάποια έννομη σχέση, εκ της οποίας να απορρέει απαίτηση της τελευταίας, που να δικαιολογεί την έκδοση σε διαταγήν της των αξιογράφων. Ο χαρακτήρας των επίμαχων επιταγών ως “εγγυητικών”  ουδόλως προέκυψε από τα προσκομιζόμενα από τους εκκαλούντες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα, αντίθετα αναιρείται από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις αντιλήψεις των συναλλαγών, καθώς η ενάγουσα, που είχε με τη σειρά της αγοράσει από τους φυσικούς προμηθευτές τα μεταπωληθέντα καύσιμα και λιπαντικά και προφανώς επιθυμούσε να πληρωθεί, ουδέποτε θα δεχόταν, ως συνετή συναλλασσόμενη, να παραλάβει τέτοιες επιταγές, ει μη μόνον εφόσον εκδίδονταν σε διαταγήν της προς εξόφληση του οφειλομένου ποσού και χάριν καταβολής του τιμήματος, αλλά και από το περιεχόμενο του προσαγομένου από 18.8.2015 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και της πλοιοκτήτριας εταιρείας μετά την σφράγιση των επιταγών αυτών και με το οποίο, αφού αναγνωρίζεται η οφειλή της τελευταίας από πωλήσεις καυσίμων και λιπαντικών ως έχουσα διαμορφωθεί στο ποσό των 415.814,41 δολαρίων Η.Π.Α. κατά κεφάλαιο και τόκους (οι εναγόμενοι ουσιαστικά συνομολογούν ότι πρόκειται για την ίδια απαίτηση, για την οποία εκδόθηκαν προς εξασφάλιση της ενάγουσας οι επίδικες επιταγές) και αναφέρεται ότι η ενάγουσα και η εταιρεία με την επωνυμία “……………………..” είχαν ασκήσει για απαιτήσεις τους σε βάρος της πλοιοκτήτριας αιτήσεις για τη συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσιακού της στοιχείου και ιδίως του ως άνω πλοίου της, που επρόκειτο αμφότερες να συζητηθούν στις 12.6.2015 και είχε με προσωρινή διαταγή απαγορευθεί ο απόπλους του πλοίου και η μεταβολή της πραγματικής και νομικής του κατάστασης, συμφωνείται, αφενός μεν ότι η ενάγουσα από την επικείμενη ναύλωση του πλοίου θα εισπράξει απευθείας από το ναυλωτή 7 ημέρες μετά την έναρξη της σύμβασης το ποσό των 90.000  ευρώ και ανά μήνα ναύλωσης, ήτοι στις 25.9.2015 και στις 25.10.2015 το ποσό των 20.000 ευρώ, αφετέρου δε ότι “προς εξόφληση μέρους της οφειλής” ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος τόσο της πλοιοκτήτριας, όσο και τη διαχειρίστριας, θα εκδώσει και θα παραδώσει στην ενάγουσα τις διαλαμβανόμενες τρεις (3) μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές της διαχειρίστριας από το λογαριασμό της στην ….. Τράπεζα, ποσού 90.000 ευρώ, 20.000 ευρώ και 20.000 ευρώ αντίστοιχα, με ημερομηνίες έκδοσης 25.8.2015, 25.9.2015 και 25.10.015, μετά την παραλαβή των οποίων η ενάγουσα θα συναινούσε στη άρση της απαγόρευσης του απόπλου του πλοίου. Περαιτέρω με το ίδιο συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι μετά την καταβολή  από το ναυλωτή του ποσού των 90.000 ευρώ στην ενάγουσα, η πρώτη επιταγή θα επιστραφεί, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα εμφανισθεί στην πληρώτρια τράπεζα “προς άμεση είσπραξή της”, καθώς και ότι το ίδιο θα ισχύσει και για τις άλλες δύο επιταγές. Εκ των ανωτέρω είναι προφανές ότι οι αναφερόμενες στο συμφωνητικό επιταγές εκδόθηκαν στη συνέχεια από την πρώτη εναγόμενη διά του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερου εναγομένου προς εξόφληση προς την ενάγουσα της αυτής οφειλής της επίσης εκπροσωπηθείσας απ’αυτόν πλοιοκτήτριας εταιρείας, ομοίων δικών του συμφερόντων,  και όχι απλώς “ως εγγύηση”, όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι για τις επίμαχες επιταγές, γεγονός, που επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος περί του λόγου έκδοσης από την πρώτη εναγόμενη και των επιταγών αυτών και συνίσταται ειδικότερα στην αποπληρωμή ισόποσου μέρους της απαίτησης της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμους, με συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις  αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι στη συνέχεια οι εναγόμενοι, έναντι του οφειλομένου στην ενάγουσα ποσού, προέβησαν σε μία καταβολή, ποσού 20.000 δολαρίων Η.Π.Α. στις 19.10.2015, που καταλογίσθηκε σε μερική εξόφληση της υπ’ αριθμ. ………….. τραπεζικής επιταγής, ποσού 36.222,32 δολαρίων Η.Π.Α, απομένοντας εξ αυτής υπολοίπου, ανερχομένου στο ποσό των 16.222,32 δολαρίων Η.Π.Α. Επομένως, η ενάγουσα, ως νόμιμη κομίστρια των επιταγών, υπέστη από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, περιουσιακή ζημία, αιτιωδώς συνδεόμενη με την τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία, που συνίσταται ειδικότερα στην αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών του άρθρου 79 του ν.5950/1933 και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των επιταγών αυτών των 313.948,58 δολαρίων Η.Π.Α., μειωμένο κατά το ποσό των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., λόγω της επακολουθησάσης ισόποσης καταβολής από πλευράς των εναγομένων έναντι της οφειλής τους, κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι στο υπόλοιπο ποσό των 293.948,58 δολαρίων Η.Π.Α., καθώς και ηθική βλάβη. Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί ενσωμάτωσης στην επίδικη απαίτηση ποσού τοκογλυφικών τόκων,  ο οποίος, στην προκείμενη περίπτωση, που ζητείται με την αγωγή αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη η ενάγουσα λόγω της έκδοσης από το δεύτερο εναγόμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης, σε διαταγήν της, ακάλυπτων επιταγών, συνισταμένης ειδικότερα στο συνολικό ποσό των επιταγών αυτών, μειωμένο κατά το καταβληθέν από τους εναγομένους ποσό και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, και όχι αγωγή για την επιδίκαση του οφειλομένου τιμήματος των πωλήσεων, για τις οποίες εκδόθηκαν τα αντίστοιχα τιμολόγια, συνιστά άρνηση της αγωγής αναφορικά με το ύψος της αποκαταστατέας ζημίας της ενάγουσας (βλ.σχετ.ΕφΑθ 2142/2011 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.467) και όχι ένσταση που θα έπρεπε να προβληθεί από τους εναγομένους με τις προτάσεις τους και όχι με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεών τους (όπως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του απέρριψε και για το λόγο αυτό τον ισχυρισμό και επιπροσθέτως ως αλυσιτελή), πλην όμως δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Και τούτο διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι τρεις πρώτες επιταγές εκδόθηκαν ακριβώς για ποσό ισόποσο του ποσού των αντίστοιχων τριών πρώτων τιμολογίων πώλησης (η τέταρτη για μικρότερο ποσό σε σχέση με το τέταρτο κατά σειράν τιμολόγιο) της ενάγουσας και το οποίο αντιστοιχεί στην αξία των πωληθέντων με έκαστο εκ των τιμολογίων αυτών εμπορευμάτων και όχι για μεγαλύτερο ποσό, που να περιλαμβάνει και τυχόν τόκους υπερημερίας, πολλώ δε μάλλον υπερβαίνοντες τους νόμιμους, επί του τιμήματος εκάστης πώλησης, για την οποία εκδόθηκε το αντίστοιχο τιμολόγιο. Μάλιστα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση επιδικάσθηκε στη ενάγουσα ως αποζημίωσή της το ποσό των επιταγών αυτών (καθώς και μίας ακόμη ποσού 20.000 δολαρίων Η.Π.Α.), κατόπιν καθ’υποφοράν αφαίρεσης στο αγωγικό δικόγραφο του ποσού των 20.000 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο η ενάγουσα επικαλέσθηκε ότι έχει εισπράξει έναντι της απαίτησής της από τις επιταγές και, επομένως, δεν της οφείλεται, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με επάλληλη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις  αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τους εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους απορριπτομένων ως αβασίμων. Σημειώνεται ότι κατά τα λοιπά οι παραδοχές της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης επί του ποσού της περιουσιακής ζημίας της ενάγουσας και της πρόκλησης σ’αυτήν ηθικής βλάβης δεν πλήττονται ειδικά από τους εκκαλούντες με τις εφέσεις τους. Υποχρεούνται, επομένως, οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, αφενός μεν ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας το ισόποσο σε ευρώ του εισέτι οφειλομένου ποσού των επιταγών, με την επίσημη ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο επαγωγής της ζημίας του και δη αυτόν της σφράγισης των επιταγών, ήτοι το ποσό των 267.419,54 ευρώ αφετέρου δε το ποσό των 10.000 ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 277.419,54 ευρώ, πλέον τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με την οριστική απόφασή  του επί του ποσού, που δικαιούται η ενάγουσα ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, του χρόνου υπολογισμού της ισοτιμίας δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ, της συγκεκριμένης ισοτιμίας της ημέρας αυτής και του χρόνου έναρξης της τοκοφορίας σε σχέση με τα επιδικασθέντα χρηματικά ποσά δεν πλήττονται ειδικά με την ένδικη έφεση. Για την καταβολή των ανωτέρω ποσών, ευθύνεται, τόσο η πρώτη εναγόμενη ως εκδότρια τη επιταγής, που ως νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη από τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, τελεσθείσες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όσο και ο δεύτερος εναγόμενος, που τυγχάνει εις ολόκληρον συνεπεύθυνος, ως ο αδικοπραγήσας νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, μη υπάρχοντος έτερου λόγου προς έρευνα, ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη. Λόγω της ήττας των εκκαλούντων/εναγομένων θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσής τους (άρθρο 495 παρ.3, Γ, εδαφ.ε΄του ΚΠολΔ). Διάταξη περί επιβολής σε βάρος τους, ως ηττηθέντων διαδίκων, της δικαστικής δαπάνης της αντιδίκου τους του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, εφόσον η τελευταία δεν παρέστη στη δίκη για να υποβάλει σχετικό αίτημα, όπως απαιτείται για την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). Τέλος, θα πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την απολειπόμενη εφεσίβλητη κατά της παρούσας απόφασης, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ.2 στοιχ.γ΄του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης την από 24.11.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../24.11.2020 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./27.1.2021 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά των υπ’αριθμ.. 862/2020 οριστικής απόφασης και 4.587/2018 μη οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευομένη στις εκπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της εφεσίβλητης αίτησή της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης από την εφεσίβλητη ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, το ύψος του οποίου καθορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19.10.2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με άλλη σύνθεση λόγω προαγωγής και αναχωρησης της Εφέτου Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου των εκκαλούντων, στις 16.11.2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ