Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 645/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης     645/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην ….. Αττικής (οδός ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Παρασκευάς Ζουρντός και

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : …………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Ελένη Κοντοσέα.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………./29.12.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2561/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 9.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/9.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………./10.3.2022 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 13.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …………../13.7.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……………./31.8.2022 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους αναφερόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 9.3.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./9.3.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./10.3.2022 και β) από 13.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../13.7.2022 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./31.8.2022 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην …….. νομίμως εκπροσωπουμένης εναγομένης ανώνυμης ναυτικής εταιρείας  με την επωνυμία «…………», ήδη εκκαλούσας – εφεσιβλήτου και αφετέρου του ………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.2561/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 29.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ../…./29.12.2020 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 29.12.2020 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 11.12.2018 μέχρι τις 8.12.2020, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «BSP», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 15 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2019 και 2020, μήτε του χορηγούνταν οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε εν μέρει το καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε έντοκο αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 25.133,08 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 15.271,43 ευρώ, για τις λοιπές αναφερόμενες αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει συνολικά στον ενάγοντα το ποσό των δεκατριών χιλιάδων οχτακοσίων εξήντα ενός ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (13.861,46 €) για διαφορές υπερωριακής αμοιβής, αναγνώρισε δε ότι υποχρεούται επιπλέον να του καταβάλει το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (8.160,65 €) για διαφορές αμοιβής δρομολογίων εξπρές και επιδομάτων εορτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 13.861,40 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως επίκουρος θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 15 ώρες ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία επτά ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκαπέντε ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, ούτε τις ειδικότερες ανάγκες και συνθήκες που επέβαλαν την εκτέλεση τους, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών επίκουρου θαλαμηπόλου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 965,87 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 212,49 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.178,36 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,98 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 36,64  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 58,78 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε 367,70 ευρώ (άρθρο 15), ήτοι [(965,87 + 212,49) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,98 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 περ.Θ, προκειμένου περί επίκουρου θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 6,98 € (με προσαύξηση 25%) και 8,37 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 550/2021, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 328/2014, ΕφΠειρ 626/2014, ΕφΠειρ 630/2014, ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

V. Από την από 8.6.2021 με αριθμό κατάθεσης …./8.6.2021 ένορκη βεβαίωση του …………, ενώπιον του δικηγόρου Πειραιώς, …………., κατ’αρθρο 158 παρ. 4 του ν. 4764/2020, που λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ………../ 1.6.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……………..), τις υπ’αριθμ…. και … /26.3.2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …………, αντίστοιχα, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………, που συντάχθηκαν με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ………/19.3.­2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 139/2009, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «BSP», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 5.664,10 και του ενάγοντος, …………., απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο αντί των προβλεπομένων αποδοχών και σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της ισχύουσας συλλογικής σύμβασης εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και παρείχε τις υπηρεσίες του από 12.2018 έως 26.2.2019, που απολύθηκε λόγω αδείας, από 22.4.2019 έως 20.8.2019, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο, από 20.9.2019 έως 4.1.2020, που απολύθηκε ομοίως, από 6.3.2020 έως 29.3.2020, που απολύθηκε λόγω διακοπής δρομολογίων για ετήσια επιθεώρηση και από 1.6.2020 έως 8.12.2020, οπότε η σύμβαση του λύθηκε αμοιβαία συναινέσει. Ειδικότερα, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του ενάγοντος, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ρύθμιζε η από 8.7.2019 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων (ΣΣΝΕ) του έτους 2019, που κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 3170/12.8.2019), εξακολούθησαν δε να ισχύουν τα οριζόμενα σ’αυτήν και μετά την λήξη ισχύος της, μέχρι την οριστική απόλυση του, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα ρητά στις οικείες επίδικες εργασιακές του συμβάσεις με ταυτόσημο περιεχόμενο, εκ του οποίου συνάγεται σαφώς η βούληση των συμβαλλομένων να ισχύουν τα προβλεπόμενα σ’αυτήν, το δε γεγονός ότι είχε λήξει η διάρκεια ισχύος της, δεν αναιρεί την ελεύθερη συμφωνία των συμβαλλόμενων, που περιλαμβάνεται στις επίδικες συμβάσεις, να διέπει τους όρους εργασίας του ενάγοντος, μέχρι την σύναψη και κύρωση νεώτερης Σ.Σ.Ν.Ε..

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά)  δρομολόγια, από τον Πειραιά προς ορισμένα νησιά των Κυκλάδων και ενίοτε προς την Σάμο και την Αστυπάλαια. Ειδικότερα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το πλοίο αυτό εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, όπως αυτά εκτίθενται στους αντίστοιχους πίνακες, ως προς έκαστο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, την κάθε ημέρα της εβδομάδας, το εκάστοτε λιμάνι προσέγγισης και τον χρόνο άφιξης και αναχώρησης και συγκεκριμένα:

Α. Από 1.1.2019 έως 26.2.2019, 16.5.2019 έως 9.6.2019, 2.10.2019 έως 24.11.2019 και 1.6.2020 έως 8.12.2020

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πειραιάς   7:30
Σύρος 11:15 11:30
Τήνος 12:00 12:15
Μύκονος 12:45 14:15
Τήνος 14:45 15:00
Σύρος 15:30 16:00
Πειραιάς 19:45  

Με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις: Στις 1.1.2019 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο. Στις 16.1.2019 το πλοίο αναχώρησε από Πειραιά την 12.00′ προς Σύρο (αφ. 15.50-αν. 16.10) -Τήνο (αφ. 16.40 – αν. 16.55) – Μύκονο (αφ. 17.25 – αν. 18.00) -Τήνο (αφ. 18.30 – αν. 18.45)- Σύρο (αφ. 19.20 – αν. 19.45)- Πειραιά (αφ. 23.40). Την Τετάρτη 13.2.2019 μετά την άφιξη στη Σύρο δεν εκτελέσθηκε άλλο δρομολόγιο. Την Παρασκευή 15.2.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Σύρος (αν. 03.00) – Πειραιάς (αφ.07.20- αν. 09.30)- Σύρος (αφ. 13.15- αν. 13.30)-Τήνος (αφ. 14.00 -αν. 14.15) – Μύκονος (αφ. 14.45-15.15)-Τήνος (αφ. 15.45-αν. 16.00)- Σύρος (αφ. 16.30 – αν. 17.00) – Πειραιάς (αφ. 20.45). Την Παρασκευή 3.7.2020 μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά την 19.45μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ. 01.10 της επομένης – αν. 01.45) – Πειραιάς (αφ. 05.55). Στις 19.6.2020, 27.6.2020 και 4.7.2020 το δρομολόγιο τροποποιήθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 08.00)- Σύρος (αφ. 11.45 – αν. 12.00) – Τήνος (αφ. 12.30 – αν. 12.45) – Μύκονος (αφ. 13.15) και εν συνεχεία αναχώρηση από Μύκονο στις 14.15, σύμφωνα με το ως άνω τακτικό πρόγραμμα. Στις 10.7.2020, 17.7.2020, 24.7.2020 και 31.7.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά την 19.45μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.30) – Σύρος (αφ. 01.10 της επομένης-αν. 01.25)- Μύκονος (αφ. 02.15 – αν. 02.30) – Πειραιάς (αφ. 07.00). Στις 11.7.2020, 18.7.2020, 25.7.2020 και 1.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά την 07.00 π.μ, το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 09.00) – Σύρος (αφ. 12.45 – αν. 13.00) – Τήνος (αφ. 13.30 – αν. 13.45) – Μύκονος (αφ. 14.15 – 15.00) – Τήνος (αφ. 15.30 – αν. 15.45) – Σύρος (αφ. 16.15 – αν. 16.45) – Πειραιάς (αφ. 20.30). Στις 22.6.2020 και 7.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά την 19.45μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ. 01.10 της επομένης – αν. 01.30) – Πειραιάς (αφ. 05.40). Στις 23.6.2020 και 8.8.2020, μετά την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά την 05.40π.μ., το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 10.00) – Σύρος (αφ. 13.45 – αν. 14.00) – Τήνος (αφ. 14.30 – αν. 14.45) – Μύκονος (αφ.15.15 – αν.16.00) – Τήνος (αφ.16.30 – αν.16.45) – Σύρος (αφ. 17.15-αν. 17.45) – Πειραιάς (αφ. 21.30).

Β. Από 22.4.2019 έως 15.5.2019

ΔΕΥΤΕΡΑ-ΤΕΤΑΡΤΗ                           ΤΡΙΤΗ-ΠΕΜΠΤΗ                             ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Ηρακλειά 00:50 01:05 Δονούσα 00:15 00:30 Δονούσα 01:05 01:20
Σχοινούσα 01:10 01:25 Αιγιάλη 01:10 01:25 Αιγιάλη 02:00 02:15
Κουφονήσι 01:55 02:10 Αστυπάλαια 02:50 05:15 Αστυπάλαια 03:40 05:15
Κατάπολα 02:50 6:00 Αιγιάλη 06:40 06:55 Αιγιάλη 06:40 06:55
Κουφονήσι 06:40 06:55 Δονούσα 07:35 07:50 Δονούσα 07:35 07:50
Σχοινούσα 07:25 07:40 Νάξος 09:00 09:30 Νάξος 09:00 09:30
Ηρακλειά 07:45 08:00 Πάρος 10:15 10:45 Πάρος 10:15 10:45
Νάξος 09:00 09:30 Πειραιάς 15:00 17:30 Πειραιάς 15:00 17:30
Πάρος 10:15 10:45 Σύρος 21:10 21:25 Πάρος 21:45 22:00
Πειραιάς 15:00 17:30 Πάρος 23:30 22:50 Νάξος 22:45 23:05
Πάρος 21:45 22:00 Νάξος 23:35 23:55 Ηρακλειά 23:59 00:15
Νάξος 22:45 23:05            
                 
ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ  
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.  
Σχοινούσα 00:20 00:35 Θήρα 01:15 07:00  
Κουφονήσι 01:05 01:20 Νάξος 09:10 09:30  
Κατάπολα 02:00 06:00 Πάρος 10:15 10:45  
Κουφονήσι 06:40 06:55 Πειραιάς 15:00 17:30  
Σχοινούσα 07:25 07:40 Σύρος 21:10 21:25  
Ηρακλειά 07:45 08:00 Πάρος 22:30 22:50  
Νάξος 09:00 09:30 Νάξος 23:35 23:55  
Πάρος 10:15 10:45        
Πειραιάς 15:00 17:30        
Πάρος 21:45 22:00        
Νάξος 22:45 23:05        

Με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις: Την Μ.Δευτέρα 22.4.2019 το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 23.30) – Σύρος (αφ. 03.15 της Μ.Τρίτης 23.4.2019 – αν. 03.35) – Νάξος (αφ. 05.05 – αν. 05.30) – Πειραιάς (αφ. 10.30). Την Μ.Τρίτη 23.4.2019 το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 18.00) – Εύδηλος (αφ. 00.30 – αν.00.50 της Μ.Τετάρτης 24.4.2019) – Καρλόβασι (αφ. 02.05 – αν. 02.25)- Βαθύ (αφ. 03.05 – αν.06.00)- Εύδηλος (αφ. 07.55 – αν. 08.15) – Πειραιάς (αφ. 14.40). Το Μ.Σάββατο 27.4.2019 το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 17.30) – Σύρος (αφ. 21.10 – αν.21.25) – Πάρος (αφ. 22.30 – αν. 22.50) – Νάξος (αφ. 23.35 αν. 00.20 της Κυριακής του Πάσχα 28.4.2019) – Ηρακλειά (αφ. 01.15 – αν. 01.30) – Σχοινούσα (αφ. 01.35 – αν. 01.50) – Κουφονήσι (αφ. 02.20 – αν. 02.35) – Κατάπολα αφ. 03.15). Αναχώρηση από Κατάπολα τη Δευτέρα 29.4.2019 στις 06.00 π.μ., σύμφωνα με το τακτικό πρόγραμμα. Την Τετάρτη 1.5.2019 το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 23.00) – Πάρος (αφ. 03.15 της Πέμπτης 2.5.2019 – αν. 03.30) – Νάξος (αφ. 04.15 – αν. 04.35) – Δονούσα (αφ. 05.45 – αν. 06.00) – Αιγιάλη (αφ. 06.40 – αν.06.55) – Δονούσα (αφ. 07.40 – αν. 07.50) – Νάξος (αφ. 09.00 – αν.09.30) – Πάρος (αφ. 10.15 – αν. 10.45) – Πειραιάς (αφ. 15.00). Την Τρίτη 14.5.2019, μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά, εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αφ. 15.00 – αν. 19.00) – Πάρος (αφ. 23.15 – αν. 00.01 της Τετάρτης 15.5.2019) – Πειραιάς (αφ. 04.15).

Γ. Από 10.6.2019 έως 20.8.2019 και 20.9.2019 έως 1.10.2019

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΙΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ- ΠΕΜΠΤΗ- ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- ΣΑΒΒΑΤΟ- ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.
Πειραιάς   07:30 Αγ.

Κήρυκος

04:50 05:10 Πειραιάς   07:30
Σύρος 11:15 11:30 Φούρνοι 06:00 06:15 Σύρος 11:15 11:30
Τήνος 12:00 12:15 Καρλόβασι 07:10 07:30 Τήνος 12:00 12:15
Μύκονος 12:45 14:15 Βαθύ 08:20 10:00 Μύκονος 12:45 14:15
Τήνος 14:45 15:00 Καρλόβασι 10:50 11:10 Τήνος 14:45 15:00
Σύρος 15:30 16:00 Φούρνοι 12:05 12:20 Σύρος 15:30 16:00
Πειραιάς 19:45 22:00 Αγ.

Κηρυκος

13:15 13:35 Πειραιάς 19:45  
      Πειραιάς 20:25        

Με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις: Στις 14.6.2019, 9.7.2019, 11.7.2019, 1.8.2019, 8.8.2019 και 11.8.2019 μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά την 19.45μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ. 01.20 της επομένης – αν. 01.50) – Πειραιάς (αφ. 06.00) και εν συνεχεία αναχώρηση την 07.30 π.μ., σύμφωνα με το πιο πάνω τακτικό πρόγραμμα. Στις 20.6.2019 και 28.6.2019, μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά την 19.45μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ.01.10 της επομένης- αν. 01.45) – Πειραιάς (αφ. 05.55 – 08.00) – Σύρος (αφ. 11.45 -12.00) – Τήνος (αφ. 12.30 – αν. 12.45) – Μύκονος (αφ.13.15) και εν συνεχεία αναχώρηση την 14.15μ.μ. σύμφωνα με τοπίο πάνω τακτικό πρόγραμμα. Στις 5.7.2019, 12.7.2019, 19.7.2019, 26.7.2019, 2.8.2019 και 9.8.2019 μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά την 19.45μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.30) – Σύρος (αφ. 01.10 της επομένης – αν. 01.25) – Μύκονος (αφ. 02.15 – αν. 02.30)- Πειραιάς (αφ. 07.00) και εν συνεχεία αναχώρηση την 07.30 π.μ., σύμφωνα με το πιο πάνω τακτικό πρόγραμμα.

Την Κυριακή 4.8.2019 μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά την 19.45 μ.μ., εκτελέσθηκε πρόσθετο δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αναχ. 21.00) – Πάρος (αφ.01.20 της επομένης – αν. 01.50) – Πειραιάς (αφ. 06.00). Την Δευτέρα 5.8.2019, μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά την 06.00 π.μ., το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 12.00) – Σύρος (αφ. 16.00 – αν. 16.20) – Τήνος (αφ. 16.55 – αν. 17.10) – Μύκονος (αφ. 17.45 – 18.15) – Τήνος (αφ. 18.50 – αν. 19.05) – Σύρος (αφ. 19.40 – αν. 20.00) -Πειραιάς (αφ. 23.55). Την Τρίτη 6.8.2019, το πλοίο εκτέλεσε το εξής δρομολόγιο: Πειραιάς (αν. 02.30) -Αγ. Κήρυκος (αφ. 09.20 – αν. 09.40) – Φούρνοι (αφ. 10.30 – αν. 10.45) – Καρλόβασι (αφ. 11.40 – αν.12.00) – Βαθύ (αφ. 12.50 – αν. 14.30)-Καρλόβασι (αφ. 15.20-αν. 15.40) – Φούρνοι (αφ. 16.35 – αν. 16.50) -Αγ. Κήρυκος (αφ. 17.45 – αν. 18.05) – Πειραιάς (αφ. 00.55 της επομένης 7.8.2019) και εν συνεχεία αναχώρηση την 07.30 σύμφωνα με το πιο πάνω τακτικό πρόγραμμα. Το Σάββατο 10.8.2019 μετά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά την 07.00 π.μ., το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 09.00) – Σύρος (αφ. 12.45 – 13.00) – Τήνος (αφ. 13.30 – αν. 13.45) – Μύκονος (αφ 14.15 – αν.15.00) – Τήνος (αφ.15.30-αν.15.45) – Σύρος (αφ.16.15 – αν.16.45) – Πειραιάς (αφ. 20.30).

Δ. Από 25.11.2019 έως 4.1.2020 και 6.3.2020 έως 29.3.2020

 

ΔΕΥΤΕΡΑ-ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΡΙΤΗ-ΠΕΜΠΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ. ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧ.  
Ηρακλειά 00:50 01:05 Δονούσα 00:15 00:30 Δονούσα 01:05 01:20  
Σχοινούσα 01:10 01:25 Αιγιάλη 01:10 01:25 Αιγιάλη 02:00 02:15  
Κουφονήσι 01:55 02:10 Αστυπάλαια 02:50 05:15 Αστυπάλαια 03:40 05:15  
Κατάπολα 02:50 6:00 Αιγιάλη 06:40 06:55 Αιγιάλη 06:40 06:55  
Κουφονήσι 06:40 06:55 Δονούσα 07:35 07:50 Δονούσα 07:35 07:50  
Σχοινούσα 07:25 07:40 Νάξος 09:00 09:30 Νάξος 09:00 09:30  
Ηρακλειά 07:45 08:00 Πάρος 10:15 10:45 Πάρος 10:15 10:45  
Νάξος 09:00 09:30 Πειραιάς 15:00 17:30 Πειραιάς 15:00 17:30  
Πάρος 10:15 10:45 Σύρος 21:10 21:25 Πάρος 21:45 22:00  
Πειραιάς 15:00 17:30 Πάρος 23:30 22:50 Νάξος 22:45 23:05  
Πάρος 21:45 22:00 Νάξος 23:35 23:55        
Νάξος 22:45 23:05              
                   
                           ΣΑΒΒΑΤΟ                                  ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Ηρακλειά 00:00 00:10 Κατάπολα   06:00
Σχοινούσα 00:20 00:35 Κουφονήσι 06:40 06:55
Κουφονήσι 01:05 01:20 Σχοινούσα 07:25 07:40
Κατάτιολα 02:00   Ηρακλειά 07:45 08:00
      Νάξος 09:00 09:30
      Πάρος 10:15 10:45
      Πειραιάς 15:00 17:30
      Σύρος 21:10 21:25
      Πάρος 22:30 22:50
      Νάξος 23:35 23:55

 

Την Δευτέρα 25.11.2019 το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 22.00) – Πάρος (αφ. 02.15 – αν. 02.30) – Νάξος (αφ. 03.20 – αν. 03.35) – Δονούσα (αφ. 04.45 – αν. 04.55) – Αιγιάλη (αφ. 05.40 – αν.06.30) – Δονούσα (αφ. 07.15 – αν. 07.30) – Νάξος (αφ. 08.45 – αν.09.30) – Πάρος (αφ. 10.15 – αν. 10.45) – Πειραιάς (αφ. 15.00).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του επίκουρου, εκτελώντας είτε πρωϊνή είτε βραδινή βάρδια εναλλάξ με τον έτερο επίκουρο και ήταν επιφορτισμένος με την υποδοχή και εξυπηρέτηση των επιβατών κατά την επιβίβαση και αποβίβαση τους, την μέριμνα μεταφοράς των αποσκευών τους και την τακτοποίηση στις θέσεις τους, την παροχή σ’αυτούς πληροφοριών για τους λιμένες άφιξης και αναχώρησης, καθώς επίσης κάθε δυνατής περιποίησης και βοήθειας, μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αλλά και την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων, τουαλετών κ.λπ.), και θέσεων των επιβατών, καθώς επίσης συμμετείχε στον καθαρισμό και την τακτοποίηση των καμπινών των επιβατών και εν γένει των χώρων ενδιαίτησης του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και στο λιμάνι τελικού προορισμού του δρομολογίου και ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της σημαντικής επιβατικής κίνησης, ένεκα της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό του ωράριο και επιπλέον μία ώρα κατά τις περιόδους αυξημένης τουριστικής κίνησης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Σημειωτέον, ότι κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), 5 θαλαμηπόλοι, καθώς επίσης 2 επίκουροι, την μεν θερινή περίοδο, από την 1η Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου προστίθεντο δύο ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου, η σύνθεση των θαλαμηπόλων και επίκουρων μειώνονταν κατά το 1/2, επιπλέον υπηρετούσε ένας αρχιθαλαμηπόλος και ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του.

Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως οι μάρτυρες των διαδίκων, συντασσομένων των, ως άνω, ένορκων βεβαιώσεων, οι καταθέσεις των οποίων λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος, ……., βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγομένη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσης αγωγής για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν αναιρεί την μαρτυρία του, ούτε την καθιστά αναξιόπιστη, μήτε εξαιρετέα, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της  έκβασης της προκειμένης δίκης, ως αβασίμως υποστηρίζει αντίθετα η εναγομένη με την συναφή αιτίαση, που διαλαμβάνεται στον πρώτο λόγο της έφεσης της, ο οποίος κρίνεται απορριπτέος, κατά το μέρος αυτό, ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης του προσωπικού ενδιαιτημάτων, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν έντεκα (11) ώρες και όχι δεκαπέντε (15) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τρεις (3) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες έντεκα (11) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό πρώτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με την έφεση της ενώπιον του Εφετείου,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 550/2021, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, επί έντεκα (11) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο,  ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι. Σημειωτέον, ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται, ως προς τους επιμέρους υπολογισμούς της  υπερωριακής αμοιβής, που ο ενάγων δικαιούται κατά τα αποδειχθέντα για την αιτία αυτή, οι οποίοι δεν αμφισβητούνται ειδικώς με την κρινόμενη έφεση.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 6,98 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 8,37 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 413 καθημερινών και Κυριακών  Χ 3 ώρες υπερωρίας = 1.239 ώρες Χ 6,98 ευρώ το ωρομίσθιο = 8.648,22 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 71 Σαββάτων και 16  αργιών = 87 ημέρες Χ 11 ώρες υπερωρίας =  957 ώρες Χ 8,37 το ωρομίσθιο = 8.010,09 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 16.658,31 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη  συνολικά 5.968,95 ευρώ (5.886,65 € για Σάββατα και αργίες + 82,30 € για καθημερινές και Κυριακές), όπως συνομολογεί ο ίδιος και προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με την έφεση της, ως ουσιαστικά βάσιμης, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη, ποσού 10.689,36 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση δεν αφαίρεσε από την οφειλή για υπερωριακή αμοιβή τα ανωτέρα καταβληθέντα για την αιτία αυτή ποσά, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή των συναφών αιτιάσεων, που περιλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και συνεπώς, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, κατά το σκέλος αυτό, ως ουσιαστικά βάσιμος.

VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του επίκουρου θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 368/2019, ΕφΠειρ 213/2016, ΕφΠειρ 50/2016, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 322/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις από 22.4.2019, 20.9.2019, 6.3.2020 και 1.6.2020 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθησαν οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι με το εξής περιεχόμενο: ««Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, από 22.4.2019 μέχρι την οριστική απόλυση του στις 8.12.2020, διάφορα χρηματικά ποσά, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.780,82 ευρώ (78,51 + 237,14 + 269,49 + 334 + 262,03 + 83,10 + 207,16 + 160,02 + 141,18 + 5,05 + 48,72 + 145,16 + 226,70 + 302,69 + 123,84 + 100,89 + 43,90+ 11,24), όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων και των μπαρ του πλοίου και κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε τις ανωτέρω εργασιακές του συμβάσεις, μη περιλαμβανομένου του διαστήματος της πρώτης ναυτολόγησης του από 11.12.2018 έως 26.2.2019, εφόσον δεν αποδείχθηκε αναφορικά με αυτό η ύπαρξη τέτοιας ειδικής συμφωνίας, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, επιπλέον δε η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι οι χρηματικές αυτές παροχές αφορούσαν αμοιβές για εργασίες, που εκτέλεσε στο πλοίο ο ενάγων πέραν των καθηκόντων της ειδικότητας του, τις οποίες μάλιστα ουδόλως προσδιορίζει και για τις οποίες προβλεπόταν έκτακτη αμοιβή, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται.  Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από την μισθώτρια εταιρεία εστίασης, που είχε αναλάβει, βάσει συμφωνίας με την εναγομένη, την λειτουργία και εκμετάλλευση των μπαρ και κυλικείων του πλοίου, ως αμοιβή των υπηρεσιών, που της παρείχε για τον σκοπό αυτό το προσωπικό ενδιαιτημάτων, εφόσον συμβαλλομένη εργοδότρια τούτου ήταν η εναγομένη εταιρεία, που τους κατέβαλε τα ποσά αυτά με την μισθοδοσία τους και όχι η ανωτέρω μισθώτρια των χώρων εστίασης, που ουδόλως συνδέονταν συμβατικά με το προσωπικό και συνεπώς, μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη επικουρικά ένσταση περί αποσβέσεως της εν λόγω οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται στην παρούσα δίκη με τις προτάσεις της εναγομένης, καθόσον αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 2.780,82 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 7.908,54 ευρώ (10.689,36 – 2.780,82), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού των καταβαλλομένων από τον Μάϊο 2019 επιμίσθιων ποσών ύψους, κατ’εσφαλμένο υπολογισμό, 2.797,66 €, με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και Κυριακές και ακολούθως, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, έκρινε ότι το ποσό της υπερωριακής αμοιβής, που οφείλεται στον ενάγοντα, ανέρχεται συνολικά σε 13.861,46 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου εν μέρει, κατ’ουσίαν, του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης και του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένων των λοιπών διαλαμβανομένων αιτιάσεων του, περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων συμψηφισμού, ως ουσιαστικά αβασίμων.

VII. Μετά την διαπίστωση της ουσιαστικής αβασιμότητας του πρώτου λόγου τόσο της έφεσης του εκκαλούντος-ενάγοντος, όσο και εκείνου της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης, ως προς τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, παρέπεται η ουσιαστική αβασιμότητα  του δεύτερου λόγου των εφέσεων τους, με τους οποίους παραπονούνται αντίστοιχα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τον υπολογισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος στο ποσό των 3.181,4 ευρώ, με βάση την μηνιαία αναλογία υπερωριακής αμοιβής, που αντιστοιχεί σε 11 ώρες ημερήσιας απασχόλησης, ανερχομένη σε 999,30 ευρώ και όχι εκείνη, που αναλογούσε στην μείζονα επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή εργασία ή την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα αμοιβή για υπερωρίες από την εναγομένη, κατά τους αντίστοιχους ισχυρισμούς τους και εντεύθεν πλήττουν, αφενός την μερική παραδοχή των αγωγικών αξιώσεων για τις διαφορές των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα των ετών 2019 και 2020 και της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές και την απόρριψη των συναφών αγωγικών κονδυλίων κατά το υπερβάλλον μέρος τους και αφετέρου την απόρριψη της ένστασης της εναγομένης περί ολοσχερούς εξόφλησης των απαιτήσεων αυτών, με βάση τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων δεν πραγματοποίησε υπερωρίες πέραν των αντιστοιχούντων στην κατ’ αποκοπή μηνιαία υπερωριακή αμοιβή, που ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, κρίνονται απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2019 και 2020, τα ποσά των 484,81 €, 1.465,05 €, 577,82 € και 1.315,41 €, αντίστοιχα και ως διαφορά αμοιβής 74,65 δρομολογίων εξπρές το ποσό των 4.317,56 €, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων του δεύτερου και τρίτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και των ταυτάριθμων εκείνων της έφεσης της εναγομένης, που αποδίδουν στην εκκαλουμένη τις πλημμέλειες αυτές, εφόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών και της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης τις αιτιάσεις του μεν ενάγοντος περί συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, προς εύρεση της αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, της αναλογίας των επιδομάτων εορτών, της δε εναγομένης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων, καθόσον τα δώρα εορτών δεν αποτελούν παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, ενώ οι αποδοχές αδείας, επειδή, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, άδεια παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., κατά κανόνα δε οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον  αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

VIII. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν έλαβε τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του στα επίδικα πλοία, όπως αορίστως ισχυρίζεται, χωρίς όμως να επεξηγεί ποίες συγκεκριμένα περιστάσεις δεν επέτρεψαν την διανυκτέρευση του εκτός του πλοίου μήτε στο λιμάνι αφετηρίας μήτε στο λιμάνι προορισμού παρά την τοιαύτη επιθυμία του. Ο ισχυρισμός του δεν επιρρωνύεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, μήτε από την κατάθεση του μάρτυρος του, αφού ουδέν αναφέρει για το ζήτημα αυτό, ούτε διευκρινίζει αν ήταν επιλογή του ενάγοντος να διανυκτερεύει εντός του πλοίου ή ήταν αναγκασμένος να παραμείνει στο πλοίο, διότι του είχε ανατεθεί κάποια υπηρεσία, η δε τυχόν μη αναγραφή των χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων στο ημερολόγιο του πλοίου, αντίγραφα του οποίου άλλωστε δεν προσκομίζονται, δεν αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για την μη παροχή διανυκτερεύσεων και ως εκ τούτων, το σχετικό αγωγικό κονδύλι παρίσταται αναπόδεικτο και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε στην εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένου του συναφούς τέταρτου λόγου της ένδικης εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος, ως ουσιαστικά αβασίμου.

Τέλος, όσον αφορά την ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του και υπογραφή των σχετικών αποδείξεων και των τηρούμενων καταστάσεων υπερωριών, χωρίς όχληση της για απλήρωτες υπερωρίες και άλλες απαιτήσεις, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, μήτε στοιχειοθετείται σ’αυτά και μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ούτε η δυσμενής οικονομική συγκυρία θεμελιώνει καταχρηστικότητα, ενώ ουδόλως προσδιορίζεται σε τι συνίστανται οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, ένεκα της ικανοποίησης τούτων, απορριπτομένου του κρινόμενου τέταρτου λόγου της έφεσης της, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.

IX. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα, το ποσό των 908,54 ευρώ, ως υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλλει επιπλέον το ποσό των 8.160,65 ευρώ, για επιδόματα εορτών και πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 8.12.2020. Το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, καθ’ο μέρος κρίθηκε νόμιμο, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι έλασσον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 13.861,46 ευρώ και να διαταχθεί η απόδοση στην εναγομένη του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, επιπλέον ποσού των 5.952,92 ευρώ (13.861,46 – 7.908,54), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.2561/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 29.12.2020 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων οκτώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (7.908,54) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης-εφεσίβλητης να καταβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα και εξήντα πέντε λεπτών (8.160,65) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Διατάσσει την απόδοση στην εναγομένη του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, επιπλέον ποσού των πέντε χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα δύο και ενενήντα δύο λεπτών (5.952,92) ευρώ στον ενάγοντα, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 21 Νοεμβρίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ