Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 607/2023

Αριθμός 607/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα K.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων: 1) …………., 2) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αντιγόνης Παπαδοπούλου.

Των εφεσίβλητων: 1) ………. 2) ……….3) ………….., ατομικώς και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Υδραίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν οι εκκαλούντες την με αριθμό εκθ. καταθ. ………./2020 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2826/2022 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες-ενάγοντες με την με αριθμ. εκθ. καταθ. …………./2022 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων κατά της 2826/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ ), αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 513 παρ. 1,518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19,511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι είναι συνιδιοκτήτες του περιγραφόμενου στην αγωγή διαμερίσματος πολυκατοικίας, που βρίσκεται στον Πειραιά και ότι η πρώτη εναγομένη τυγχάνει επικαρπώτρια κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου, ενώ η δεύτερη εναγομένη συγκυρία κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου των ευρισκόμενων στην ίδια πολυκατοικία οριζοντίων ιδιοκτησιών που βρίσκονται στο ισόγειο και έχουν συνενωθεί σε ενιαίο χώρο. Ότι οι εναγόμενες εκμίσθωσαν τον ανωτέρω χώρο από 1.9.2006 στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………….» και το διακριτικό τίτλο « ……………», η οποία καθ’ υπέρβαση του κανονισμού που διέπει τις σχέσεις των συνιδιοκτητών, το χρησιμοποιεί ως εστιατόριο. Ότι η ανωτέρω μισθώτρια εταιρεία κατά τη χρήση του μισθίου ακινήτου προέβη σε παραβίαση υγειονομικών και λοιπών διατάξεων καθώς και του κανονισμού της πολυκατοικίας, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εκμισθώτριες εναγόμενες καθώς και η τρίτη εναγόμενη, μητέρα της δεύτερης συνεκμισθώτριας και η πέμπτη εναγομένη, ως εκλεγμένη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, η οποία ήταν υπεύθυνη για την εφαρμογή των όρων του κανονισμού της πολυκατοικίας. Ότι από την λειτουργία του προαναφερόμενου εστιατορίου στο ισόγειο της πολυκατοικίας τους, την επί σειρά ετών παραβίαση του κανονισμού της πολυκατοικίας και της κείμενης νομοθεσίας, παραβιάζοντας τις διατάξεις περί κοινής ησυχίας αλλά και τις υγειονομικές διατάξεις, υπό την ανοχή και σιωπηρή συναίνεση των εναγομένων, υπέστησαν προσβολή της προσωπικότητάς τους, ως συνιδιοκτήτες του διαμερίσματος που ευρίσκετο επάνω από το υγειονομικό κατάστημα, η οποία, ενώ θα μπορούσε να είχε σταματήσει με προσφυγή στη δικαιοσύνη και την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2566/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, συνεχίστηκε επί σειρά ετών με αδιάκοπους δικαστικούς αγώνες και με επακόλουθο την ψυχική και σωματική τους ταλαιπωρία συνεπεία των παρανομιών της μισθώτριας εταιρείας, οι οποίες κρίθηκαν τελικά με την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1628/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να άρουν την παραβίαση του κανονισμού. Ζητούν περαιτέρω, κατόπιν τροπής του καταψηφιστικού τους αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να τους καταβάλουν τα αναφερόμενα ειδικότερα στην αγωγή ποσά ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από τις περιγραφόμενες παράνομες και υπαίτιες ενέργειες των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες-ενάγοντες με την κρινόμενη έφεσή τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή.

Κατά το αρθρ. 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στα αρθρ. 297, 298 και 299 ΑΚ. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης που προκλήθηκαν. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψη. Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Εξάλλου, πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας που προκλήθηκε, υπάρχει, όταν η συμπεριφορά αυτή, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη συγκεκριμένη ζημία ή αναλόγως την αντίστοιχη ηθική βλάβη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. (ΑΠ 732/2013, ΑΠ 703/2013, ΑΠ 81/2013, ΑΠ 366/2012).

Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή ως προς την πρώτη, δεύτερη και τρίτη των εναγομένων είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη καθόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύναται να θεμελιώσουν αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού η προσφυγή στη δικαιοσύνη και ο πολυετής δικαστικός αγώνας, χωρίς να παραβιάζεται έννομο αγαθό του αντιδίκου, όπως η τιμή ή η υπόληψή του και χωρίς να αποδίδεται η πολυετή καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης σε υπαίτια συμπεριφορά με απώτερο σκοπό την οικονομική ζημία του αντιδίκου, δεν αποτελεί αδικοπραξία και ως εκ τούτου δεν δημιουργεί αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.

Περαιτέρω η αγωγή ως προς την εναγομένη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον δεν αναφέρονται στην αγωγή τα απαραίτητα για τη νομιμοποίησής της ως διαχειρίστριας στοιχεία, που είναι η αναφορά στον κανονισμό της πολυκατοικίας και στην πρόβλεψη του τρόπου εκλογής του διαχειριστή και ειδικότερα αν η εναγόμενη έχει εκλεγεί νόμιμα, σύμφωνα με τον κανονισμό της πολυκατοικίας, εφόσον προβλέπεται τρόπος εκλογής από τον κανονισμό της πολυκατοικίας ή σε περίπτωση μη ύπαρξης κανονισμού η αναφορά ότι αυτή έχει εκλεγεί σύμφωνα με το νόμο με παμψηφία των συνιδιοκτητών (άρθρο 4 παρ. 2 ν.3741/1929).

Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εκκαλούντων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2.10.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ