Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 633/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  633/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

4° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη , η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: ………., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου.

Της εφεσίβλητης: …………..η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου Αλεξάνδρας Σιούλη.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησε η εφεσίβλητη την με αριθμό εκθ. καταθ. ………./2019 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 1059/2022 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ο εκκαλών-εναγόμενος με την από 23.6.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. …………../2022 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος-εναγομένου κατά της 1059/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 478 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ( άρθρα 495, 513 παρ. 1,518 παρ. 1 ΚΠολΔ ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ( άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι με τον εναγόμενο τυγχάνουν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου έκαστος της περιγραφόμενης στην υπό κρίση αγωγή αυτοτελούς ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας κείμενης στον προσφυγικό συνοικισμό …………….. Ότι το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητά τους κατά το αντίστοιχο ποσοστό από αγορά δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/2008 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, ενώ στους δικαιοπαρόχους τους περιήλθε κατά τον περιγραφόμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο. Ότι ενώ καθίστανται συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου έκαστος του περιγραφόμενου επίδικου ακινήτου, ο εναγόμενος αρνείται τη διανομή του κοινού ακινήτου τους. Ζητεί περαιτέρω η ενάγουσα, λαμβανομένου υπόψη ότι η αυτούσια διανομή του επικοίνου ακινήτου είναι αδύνατη, να διαταχθεί η δια πλειστηριασμού πώληση του ακινήτου και η διανομή του εκπλειστηριάσματος στους διαδίκους κατά το λόγο της μερίδας εκάστου, να οριστεί υπάλληλος του πλειστηριασμού η αναφερόμενη συμβολαιογράφος και να επιβληθούν τα έξοδα του πλειστηριασμού σε βάρος του εκπλειστηριάσματος.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών- εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς. Εξάλλου, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του, πλην μικρότερο του προβλεπόμενου από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του ( ΑΠ 207/2014, ΑΠ 1103/2013 Νόμος).

Από την υπ’ αριθμ……./28.1.2020 ένορκη βεβαίωση μαρτύρων της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως του εναγομένου, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …/22.1.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………… και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι διάδικοι τυγχάνουν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου έκαστος ενός διαμερίσματος, που αποτελεί αυτοτελή ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου οικοδομής, επιφάνειας 35,60 τμ, κείμενης στον προσφυγικό συνοικισμό ……… και επί της οδού ………… Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητά τους κατά το αντίστοιχο ποσοστό από αγορά δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………../2008 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά …………., το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, ενώ κατά το χρόνο αγοράς του επίδικου διαμερίσματος οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, ευρισκόμενοι ήδη σε διάσταση. Οι διάδικοι διέμεναν ως σύζυγοι στην ανωτέρω οικία μέχρι τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης που επήλθε το έτος 2016 και κατόπιν του υπ’ αριθμ. …../2016 πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς αμφότεροι συμφώνησαν να ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου στην ενάγουσα και να μετοικήσει ο εναγόμενος από τη συζυγική οικία. Ακολούθως με την υπ’ αριθμ. 2554/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διατάχθηκε η οριστική μετοίκηση του εναγόμενου από τη συζυγική οικία, στην οποία θα διαμένει η ενάγουσα με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, το οποίο γεννήθηκε το έτος 2015, ενώ με την ανωτέρω απόφαση ανατέθηκε η άσκηση της επιμέλειάς του αποκλειστικά από την ενάγουσα μητέρα του. Περαιτέρω με την υπ’ αριθμ. 553/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του εναγομένου με το ανήλικο τέκνο του, το οποίο θα παραλαμβάνει από την ανωτέρω οικία.

Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος δεν συμφωνεί ως προς την εκποίηση του επιδίκου ακινήτου, αφού σε αυτό θα διαμένει η ενάγουσα με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, όπως αρχικά είχαν μεταξύ τους συμφωνήσει και μετέπειτα ορίστηκε με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες ρυθμίστηκε η επικοινωνία του εναγομένου με το ανήλικο τέκνο. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι οι διάδικοι είχαν αρχικά συμφωνήσει να μεταβιβάσουν το επίδικο ακίνητο με γονική παροχή στο τέκνο τους, ενώ συνεπεία της μεταξύ τους αντιδικίας ως προς την επιμέλεια, διατροφή και μετοίκηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία, η ενάγουσα είχε δημιουργήσει την πεποίθηση στον εναγόμενο ότι στο ανωτέρω επίδικο ακίνητο θα διαμένει η ίδια με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων και στην οποία ανωτέρω οικία μπορεί ευχερώς να μεταβαίνει ο εναγόμενος, ο οποίος διαμένει στη …., προκειμένου να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο. Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη ότι στο επίδικο ακίνητο διαμένει η ενάγουσα με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, με το οποίο μπορεί ο εναγόμενος να επικοινωνεί, ενώ σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας τους η επικοινωνία του εναγομένου με το ανήλικο τέκνο θα δυσχερανθεί, η εκποίηση του επιδίκου ακινήτου δι’ εκουσίου πλειστηριασμού την οποία ζητεί η ενάγουσα κρίνεται από το παρόν δικαστήριο ως καταχρηστική, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου και του προβαλλόμενου λόγου εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.

Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την υπ’ αριθμ. 1059/2022 απόφασή του έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή έσφαλε στην εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων και στην εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς, πρέπει, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Ακολούθως, πρέπει, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την υπό κρίση έφεση.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1059/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της υπό κρίση αγωγής.

Απορρίπτει την αγωγή.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10.11.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ