Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 652/2023

Αριθμός     652/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:    ……………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Κανάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……….. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) …………..η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Σπυρίδωνα Βλάση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  27.12.2017 (ΓΑΚ.ΕΑΚ ………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 660/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 22.3.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2022-……………/2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πρώτος εκ των εφεσιβλήτων, παριστάμενος αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος, και ως πληρεξούσιος δικηγορος της δεύτερης εκ των εφεσιβλήτων,  παριστάμενος, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η υπό κρίση από 22.03.2022 (με αριθ. έκθ. κατάθ.Πρωτ. …./05.04.2022, αρ. εκ. κατ. Εφ. …../05.04.2022) έφεση των  ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’ αριθ. 660/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 27.12.2017 (αρ. εκ. κατ. ……/28.12.2017) αγωγή των εναγόντων (ήδη εφεσίβλητων) ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια των εναγομένων, στον ενάγοντα, την 9.3.2022 (βλ. την σχετική επισημείωση επί του σώματος της εκκαλουμένης, του δικαστικού επιμελητή, …………), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 05.04.2022, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 19.3.2019 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα  το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ  ήτοι το με αριθμό παραβόλου  …………../2022  e παράβολο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της  (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ.

ΙΙ. Με την από 27.12.2017 (αρ. εκ. κατ. ………./28.12.2017) αγωγή ο ενάγων εξέθετε ότι, ο δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο στις οικοδομικές- κατασκευαστικές επιχειρήσεις, έχοντας ανεγείρει μαζί με τον πατέρα του και τους δύο αδελφούς του πλήθος πολυκατοικιών στον Πειραιά και στα Νότια Προάστια Αττικής. Ότι, περί το τελευταίο τρίμηνο του έτους 2011 συνδέθηκε φιλικά στενά με τους εναγομένους, οι οποίοι κατά τη φιλοξενία αυτού και της συζύγου του (ενάγοντος) στην Αίγινα το Νοέμβριο του έτους 2011 του έδειξαν την ημιτελή οικοδομή – εξοχική κατοικία τους στην περιοχή «………» Αίγινας, στην οποία είχαν ολοκληρωθεί τα επιχρίσματα και είχαν τοποθετηθεί τα κουφώματα αλουμινίου και του πρότειναν να αναλάβει άτυπα και επ’ αμοιβή την εποπτεία-επίβλεψη των εργασιών αποπεράτωσης της ημιτελούς οικοδομής τους συνεπικουρούμενος από την προεπιλεγείσα αρχιτέκτονα. Ότι, ο ίδιος αρνήθηκε λόγω δεοντολογίας, καθώς δεν υπήρχε έγγραφη δήλωση του αποχωρήσαντος και επιβλέποντος μέχρι τότε επιβλέποντος μηχανικού, πλην όμως, ο πρώτος εναγόμενος επέμεινε και του πρότεινε του να αναλάβει ως άτυπος σύμβουλός του ενεργών κατ’ εντολή και για λογαριασμό του, ώστε να διαπραγματεύεται με τα εργατοτεχνικά συνεργεία και τους προμηθευτές υλικών και να εισηγείται στους εναγομένους την ποιοτικότερη και οικονομικά καταλληλότερη πρόταση, εν συνεχεία δε με την εκ μέρους τους αποκλειστική επιλογή και πληρωμή του ανάλογου κόστους να προωθείται η ανέγερση της ημιτελούς οικοδομής υπό την επίβλεψη της ανωτέρω αρχιτέκτονας. Ότι, περί τις αρχές Φεβρουάριου του έτους 2012 συμφωνήθηκε ατύπως μεταξύ αυτού και του πρώτου εναγομένου, ο οποίος εκπροσωπούσε την δεύτερη εναγόμενη σύζυγό του, να αναλάβει άτυπα και επ’ αμοιβή την εποπτεία-επίβλεψη των εργασιών αποπεράτωσης, η δε αμοιβή για την κατ’ εντολή και για λογαριασμό του «άτυπη συμβουλευτική μεσολάβηση-διαπραγμάτευση» εκ μέρους του (ενάγοντος) και για ότι άλλο του ανέθετε ορίσθηκε σε ποσοστό 10% πλέον Φ.Π.Α. επί του συνολικού κόστους αποπεράτωσης της οικοδομής και σε κάθε περίπτωση η τελική αμοιβή του δεν θα υπολειπόταν του ποσού των 50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., ενώ οι πληρωμές προς τα εργατοτεχνικά συνεργεία και τους προμηθευτές θα διενεργούνταν από τους εναγομένους αλλά και με την καταβολή χρηματικών ποσών από τον πρώτο εναγόμενο προς τον ενάγοντα, ο οποίος στην συνέχεια κατ’ εντολή και για λογαριασμό του θα κατέβαλε σε εργατοτεχνίτες και προμηθευτές που θα του είχε γνωστοποιήσει αναλυτικά μέσω ενός σχηματοποιημένου εγγράφου τύπου excel, στο αίτημα δε του ιδίου ενάγοντος) για κατάρτιση έγγραφου ιδιωτικού συμφωνητικού στο οποίο θα αποτυπώνονταν οι παραπάνω συμφωνίες ο πρώτος εναγόμενος αρνήθηκε επικαλούμενος την φιλική σχέση τους. Ότι, προς την ίδια κατεύθυνση οι εναγόμενοι του ανέθεσαν σε βάθος χρόνου την ανακαίνιση πεπαλαιωμένης οικίας τους στη Δραπετσώνα, την αποκατάσταση της διαρροής του καλοριφέρ και της εμφανισθείσης υγρασίας αλλά και τον ελαιοχρωματισμό του γραφείου του πρώτου εναγομένου στον Πειραιά, την αποκατάσταση των προβλημάτων της σύνδεσης internet της οικίας τους στον Πειραιά, την κατασκευή από γυψοσανίδα ενός σπιτιού για σκύλους και τη μετατόπιση και διεύρυνση της θύρας εισόδου του γκαράζ της οικίας τους στον Πειραιά. Ότι, μολονότι οι συμβουλευτικές-διαπραγματευτικές υπηρεσίες του ως προς την εξοχική κατοικία τους στην Αίγινα και οι προαναφερόμενες αναθέσεις  έτερων έργων (ως προς τη Δραπετσώνα) είχαν εκκινήσει από τον Μάρτιο 2012 και από τον Ιούνιο έως και Αύγουστο 2012 αντίστοιχα, ο ίδιος ουδεμία αμοιβή είχε λάβει από τους εναγομένους παρά τις συνεχείς προς τούτο ηπίων τόνων οχλήσεις του, η δε πορεία των οικοδομικών εργασιών λάμβανε χώρα ομαλά σύμφωνα με τα σχέδια και τις οδηγίες τους και σε συντονισμό με τις υποδείξεις της προεπιλεγείσας αρχιτέκτονας. Ότι, τα προβλήματα στη μεταξύ τους σχέση, πέραν της μη καταβολής της αμοιβής του, εμφανίσθηκαν πιο έντονα μετά από αμφισβήτηση των χρεώσεων του πρώτου εναγομένου ως προς τις αστικές, ποινικές και διοικητικές υποθέσεις του ενάγοντος και μελών της οικογένειάς του που είχε αναλάβει ο ανωτέρω ως δικηγόρος και η οποία επιλύθηκε με παρέμβαση του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς (Δ.Σ.Π.), ωστόσο διογκώθηκαν όταν ο ενάγων κλήθηκε να παράσχει εξηγήσεις στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης σε σχέση με την από 5-2-2015 και με Α.Β.Μ. …………. υποβληθείσα έγκληση των εναγομένων κατά του ίδιου για τις πράξεις της υπεξαίρεσης και απάτης κατ’ εξακολούθηση κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ότι, οι εργασίες που εκτελέσθηκαν υπό την επίβλεψη του ίδιου (ενάγοντος), κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2012 έως και τον Μάιο 2013, οπότε και απασχολήθηκε στο έργο στην Αίγινα, είναι οι ειδικότερα αναφερόμενες, όπου με βάση την συμφωνία τους, αφού ο ίδιος τους γνωστοποίησε σχετικά μέσω ενός σχηματοποιημένου εγγράφου τύπου excel, οι εναγόμενοι του κατέβαλαν χρηματικά ποσά, τα οποία εν συνεχεία ο ίδιος κατ’ εντολή και για λογαριασμό τους κατέβαλε σε εργατοτεχνίτες και προμηθευτές, επί τη βάσει συμβάσεων ανάθεσης έργου που καταρτίστηκαν εγγράφως, όπως ειδικότερα αναλύονται στην ένδικη αγωγή, συνολικού ποσού 134.844,50  ευρώ, επιπροσθέτως δε, με βάση την συμφωνία τους, αφού οι εναγόμενοι προηγουμένως του κατέβαλαν τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, ο ίδιος κατ’ εντολή και για λογαριασμό τους κατέβαλε: 40.303,05 ευρώ για το κόστος διαμονής κάθε εργολάβου και του απασχολούμενου προσωπικού, όπως ειδικότερα αναλύεται, 19.600.00 ευρώ χωρίς έκδοση φορολογικών στοιχείων προς αποφυγή καταβολής Φ.Π.Α. για τις ειδικότερα αναφερόμενες αιτίες, 6.828,35 ευρώ ως μη αμφισβητούμενα έξοδα σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα, 6.490,00 ευρώ για την επισκευή της οικίας στη Δραπετσώνα, όπως ειδικότερα αναλύεται, 4.000,00 ευρώ για αμοιβή της αρχιτέκτονος και συνολικά 213.500,90 ευρώ. Ότι οι εναγόμενοι την ίδια χρονική περίοδο από Μάρτιο 2012 έως Μάιο  2013 ) είχαν καταβάλλει σε προμηθευτές – τεχνικά συνεργεία , δυνάμει παραστατικών το ποσό των 215.922,00 ευρώ. Ότι κατά την ίδια χρονική περίοδο από το μήνα Μάρτιο του 2012 έως το μήνα Μάιο του 2013 εκτελέστηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή εργασίες επισκευής επί της οικίας στη Δραπετσώνα και επί κείμενης οικίας στην οδό …….. στον Πειραιά (για την εκτέλεση εργασιών μετατόπισης και διεύρυνσης της θύρας εισόδου του γκαράζ στην οικία των εναγομένων), το συνολικό κόστος των οποίων ανήλθε στο ποσό των 955,00 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, ενώ του ζητήθηκε και αγόρασε για τους εναγομένους έναν φορητό Υ/Η (laptop) τύπου SONY VAIO αξίας 480,00 ευρώ. Ότι, με βάση τα προαναφερόμενα στοιχεία προκύπτει ότι το συνολικό κόστος των εργασιών που εκτελέστηκαν υπό την εποπτεία-επίβλεψη του ενάγοντος ανέρχεται στο ποσό των 213.500,90 ευρώ, ενώ οι εναγόμενοι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (από τον Μάρτιο 2012 έως και τον Μάιο 2013) κατέβαλαν σε προμηθευτές και εργατοτεχνίτες το συνολικό ποσό των 215.922,00 ευρώ, όπως αμφότεροι συνομολογούν στην από 5-2-2015 και με Α.Β.Μ. ………… υποβληθείσα έγκλησή τους, αθροιζόμενα δε τα ποσά αυτά ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 429.422,29  ευρώ, οπότε με βάση την συμφωνία τους η συνολικά οφειλόμενη αμοιβή του ανέρχεται καταρχάς στο ποσό των 42.942,29 ευρώ (429.422,90 ευρώ X 10%), ωστόσο ενόψει  της συμφωνίας τους ότι η τελική αμοιβή του δεν θα υπολειπόταν του ποσού των 50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., στο τελευταίο αυτό ποσό μετά του αναλογούντος Φ.Π.Α. 24% κατά το χρόνο πληρωμής, ήτοι πλέον 12.000,00 ευρώ. Ότι, ο ίδιος (ενάγων), πέραν των ανωτέρω ποσών, προέβη εξ ιδίων χρημάτων σε πληρωμές σε προμηθευτές και εργατοτεχνίτες προς προσωρινή ταμειακή διευκόλυνση των εναγομένων και με βάση σχετικές συμφωνίες τους συνολικού ποσού 21.297,89 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται κατά αποδέκτη, ποσό και ημερομηνία και σύμφωνα με τον συνημμένο πίνακα.  Ότι, οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν εις ολόκληρο ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του το ποσό των 50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. 24% (50.000,00 X 24% = 12.000,00 ευρώ), ήτοι συνολικά 62.000,00 ευρώ, καθώς και τα ποσά που κατέβαλε εξ΄ ιδίων χρημάτων προς διευκόλυνση των εναγομένων και με βάση σχετικές συμφωνίες τους συνολικού ποσού 21.297, 89 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε  να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι για τις ως άνω αιτίες να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 62.000,00 ευρώ και το ποσό των 21.297,89 ευρώ, κυρίως δε με βάση τις διατάξεις περί συμβάσεων, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλότριών (άρθ. 739, 740 ΑΚ), όλως δε επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε  την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς τις επικουρικές βάσεις της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται  ο ενάγων  και ήδη εκκαλών  με την υπό κρίση έφεση του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της,  ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή,  ως προς  όλα τα αιτήματα της ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν .

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, αντικείμενο της σύμβασης έργου είναι η εκ μέρους του εργολάβου εκτέλεση του έργου. Έργο δε είναι το αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, που μπορεί να είναι υλικό ή άυλο, ορατό ή αόρατο (βλ. Α. Καρδαράς σε Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 681, αριθ. 2, σελ. 595). Αποτελεί δε τούτο το κύριο χαρακτηριστικό της σύμβασης έργου, δεδομένου ότι σ’ αυτό αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι, ενώ αντίθετα σκοπός της σύμβασης εργασίας είναι η παροχή εργασίας από τον εργαζόμενο, υπό τις δεσμευτικές, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο, οδηγίες του εργοδότη. Ειδικότερα, από την αντιπαραβολή των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 653 ΑΚ προς τις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 692, 694, 698 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι, όταν η συμβληθέντες απέβλεψαν στην επίτευξη ενός τελικού αποτελέσματος ή στην εκτέλεση περισσοτέρων έργων και ο παρέχων την εργασία αμείβεται μετά από κάθε παράδοση του έργου ή τμήματος αυτού, πρόκειται περί σύμβασης έργου και ο χαρακτήρας της σύμβασης δεν μεταβάλλεται, εάν η καταβολή της αμοιβής γίνεται κατά χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία ο εργολάβος είναι υποχρεωμένος να παράγει και να διατηρεί το έργο (ΑΠ 640/1994 ΕλλΔνη 1995.1251). Αντιθέτως, όταν επιδιώκεται η παροχή εργασίας, καθ’ εαυτή, άσχετα δηλαδή από το αποτέλεσμά της και υφίσταται προσωπική εξάρτηση του εργαζόμενου που τελεί υπό τις οδηγίες, την εποπτεία και τον έλεγχο του εργοδότου, η σχέση έχει τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την καταβολή μισθού από τον εργοδότη, το στοιχείο δε αυτό (καταβολή μισθού), είναι χαρακτηριστικό και στην περίπτωση της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού και στην τελευταία αυτή σύμβαση τα μέρη δεν αποβλέπουν στο αποτέλεσμα αλλά στην παρεχόμενη εργασία (ΑΠ 125/1998 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ως προς τη διάκριση της σύμβασης έργου από την σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, κρίσιμο κριτήριο είναι αν ο παρέχων την εργασία ανέλαβε ή όχι την ευθύνη να πετύχει ορισμένο αποτέλεσμα, δηλαδή αν την ανέλαβε είναι σύμβαση έργου, ενώ αν δεν την ανέλαβε είναι σύμβαση παροχής υπηρεσιών. Κριτήριο, ακόμη, υπέρ της σύμβασης έργου είναι ότι ο παρέχων την εργασία διατηρεί αυτοτελή επιχείρηση με ίδια μηχανικά μέσα και προσωπικό, οπότε πρόκειται για σύμβαση έργου ή αν εντάχθηκε οργανικά στην επιχείρηση του εργοδότη, οπότε πρόκειται για σύμβαση παροχής υπηρεσιών (ΑΠ 1157/2006 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΦ. ΠΕΙΡ. 501/2020 , ΝΟΜΛ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, βλ. Α. Βαλτούδης σε Α. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, έκδ. 2010, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 681-702 ΑΚ, αρ. 13, σελ. 1250). Τέλος, με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, ήτοι α) το κριτήριο του αποτελέσματος, δηλαδή της εκτέλεσης του έργου και μάλιστα με ίδια μέσα και προσωπικό, και β) το κριτήριο της έλλειψης νομικής εξάρτησης, χαρακτηρίζεται ως σύμβαση έργου και η σύμβαση, με την οποία ανατίθεται σε εταιρία προστασίας, αντί αμοιβής, η προστασία και φύλαξη συγκεκριμένου χώρου ή ο έλεγχος του συστήματος ασφαλείας του, προς αποτροπή διάρρηξής του, καθόσον το προέχον στη σύμβαση αυτή είναι το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι, που είναι η, κατά το συμβατικό χρονικό διάστημα, προστασία του χώρου αυτού. Δεν ασκεί δε ιδιαίτερη επιρροή για το χαρακτηρισμό της εν λόγω σύμβασης το ότι περιλαμβάνονται σ` αυτήν και συγκεκριμένες ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβαίνει η εταιρία προστασίας προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (ΕφΑθ 374/2010 ΕλλΔνη 2011.185, ΕφΑθ 8616/2001 ΕλλΔνη 2003.563, ΕφΑθ 2531/1997 ΕλλΔνη 1998.673 και δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 667/2011 αδημ.)

IV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς την κύρια βάση της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις της μεταξύ τους συναφθείσας σύμβασης, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν. Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσης ισχυρίζεται ότι αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εφάρμοζε το νόμο θα είχε κρίνει ότι μεταξύ των διαδίκων είχε συναφθεί σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπό την ιδιαίτερη μορφή <<της συμβουλευτικής διαπραγμάτευσης – παρουσίασης λύσεων>> και όχι σύμβαση έργου, στην οποία εσφαλμένα το Δικαστήριο υπήγαγε τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά. Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς το επιμέρους κονδύλι των 21.297,89 ευρώ που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατέβαλε εξ΄ ιδίων χρημάτων στους αναφερόμενους στην αγωγή εργατοτεχνίτες προς προσωρινή ταμειακή διευκόλυνση των εναγομένων, το οποίο αυτοί δεν του επέστρεψαν, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα έπρεπε να κάνει δεκτή την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις περί εντολής ως βάσιμη κατ΄ ουσίαν.  Ειδικότερα, με το δεύτερο λόγο έφεσης ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίζεται ότι με την ως άνω αγωγή του εξέθετε ότι στα πλαίσια των μεταξύ των διαδίκων συναφθείσας σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών οι εναγόμενοι του έδωσαν την εντολή να προβεί στις αναφερόμενες στην αγωγή καταβολές που αποτελούσαν αντικείμενο επιμέρους συμβάσεων εντολής, τα οποία υποχρεούνται να του επιστρέψουν. Στην πραγματικότητα ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια σύμβαση από την οποία απορρέει μόνο μια αμοιβή, ενώ το ποσό αυτό δεν προστίθεται στο σύνολο του κόστους των εργασιών επειδή  αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις περί εντολής αλλά ακόμη και αν συνυπολογίζονταν στην τελική αμοιβή το ποσό θα ήταν κατώτερο των 500.000,00 ευρώ άρα θα ίσχυε η κατώτερη συμφωνηθείσα αμοιβή των 50.000,00 ευρώ. Με αυτό το περιεχόμενο αυτό οι  ως άνω λόγοι έφεσης τυγχάνουν απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων, χωρίς να τελεί υπό τον ιεραρχικό έλεγχο και εποπτεία των εναγομένων και χωρίς να λαμβάνει εντολές και οδηγίες δεσμευτικές για την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων, έβρισκε συνεργεία και εν γένει εργατοτεχνικό προσωπικό για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών και την αποπεράτωση του έργου, στους οποίους (εργατοτεχνίτες – συνεργεία) οι εναγόμενοι  κατέβαλαν  την αμοιβή τους  με δικά τους χρήματα, εκτός από το αναφερόμενο ποσό των 21.297,89 ευρώ που ο ενάγων  κατέβαλε εξ΄ ιδίων χρημάτων κατ΄ εντολή και για λογαριασμό των εναγομένων, ενώ δεν κατέβαλαν  στον ενάγοντα τη συμφωνηθείσα αμοιβή του. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο καθώς και τα προαναφερόμενα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις υπό της οποίες καταρτίσθηκε και λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων η επίδικη σύμβαση, είναι κατάδηλο ότι αυτή είναι σύμβαση έργου με βάση τόσο το κριτήριο του αποτελέσματος, δηλαδή της εκτέλεσης του έργου της αποπεράτωσης της οικοδομής από τον ενάγοντα και μάλιστα με συνεργεία που ανεύρισκε ο ίδιος και ενέκριναν οι εναγόμενοι, όσο και το κριτήριο της έλλειψης νομικής εξάρτησης αυτού από τους εναγόμενους, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, η συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση είναι αυτή της σύμβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), καθόσον ο ενάγων, αναλαμβάνοντας την εκτέλεση, δια της ανεύρεσης συνεργείων του συμφωνηθέντος έργου, με αμοιβή καταβλητέα εφ΄ άπαξ από τους εναγομένους  ως εργοδότες  δεν τελούσε, κατά την εκτέλεση αυτή υπό τις οδηγίες, την εποπτεία και τον έλεγχο των τελευταίων και αμφότερα τα διάδικα μέρη απέβλεψαν, κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, στο αποτέλεσμα, δηλαδή στην αποπεράτωση της οικοδομής. Με το περιεχόμενο αυτό η ως άνω αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη ως προς την κύρια βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις της σύμβασης έργου διότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίστηκε, το έργο που συμφωνήθηκε μ’ αυτή να εκτελεστεί, την εκτέλεση και παράδοση ή την προσφορά του έργου και την αμοιβή που συμφωνήθηκε (ΑΠ 382/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1693/2002 ΧρΙΔ Γ’/ΐ2ΐ, ΑΠ 590/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος II, § Η, IV. 1, σελ. 285, αρ. 54). Στην προκειμένη περίπτωση, δεν εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή ότι το έργο που εκτελέσθηκε, αποπερατώθηκε , δεδομένου ότι κατά τα εκτιθέμενα οι εναγόμενοι εργοδότες ουδέποτε αποξενώθηκαν  από την κατοχή του πράγματος κατά την διάρκεια εκτελέσεως του επ’ αυτού έργου, οπότε ως παράδοση του έργου κατά την ΑΚ 694 παρ.1  νοείται η αποπεράτωση αυτού (ΑΠ 1243/05 ΕλΔ 47/185), με την αποπεράτωση δε του έργου συνδέθηκε εν προκειμένω και η συμφωνηθείσα αμοιβή. Σε σχέση με την τελευταία (συμφωνηθείσα αμοιβή), ενώ αυτή ορίσθηκε σε ποσοστό 10% πλέον Φ.Π.Α. επί του συνολικού κόστους αποπεράτωσης της οικοδομής και σε κάθε περίπτωση η τελική αμοιβή του εργολάβου δεν θα υπολειπόταν του ποσού των 50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., εντούτοις δεν εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή το συνολικό κόστος αποπεράτωσης της οικοδομής αλλά το συνολικό κόστος των εργασιών που εκτελέσθηκαν υπό την εποπτεία-επίβλεψη του ενάγοντος εργολάβου, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2012 έως και τον Μάιο 2013, με καταβολές επιμέρους ποσών συνολικού ύψους 213.500,00 ευρώ, με χρήματα της κυριότητας των εναγομένων, αλλά από τον ίδιο τον ενάγοντα, στο οποίο συνολικό κόστος έχουν προστεθεί τα ποσά των 6.490,00, 955,00 και 480,00 ευρώ, τα οποία αφορούν την επισκευή οικίας στην Δραπετσώνα, την εκτέλεση εργασιών μετατόπισης και διεύρυνσης της θύρας εισόδου γκαράζ στην οικία των εναγομένων επί της οδού …. στον Πειραιά και την αγορά για τους εναγομένους ενός φορητού Υ/Η (laptop) τύπου SONY VAIO, αντίστοιχα, δηλαδή για άλλα έργα, διαφορετικά από το έργο στην Αίγινα,  περαιτέρω δε, στην υπό κρίση αγωγή εκτίθεται ότι, κατά την ίδια ως άνω χρονική περίοδο (από Μάρτιο 2012 έως και Μάιο 2013), οι εναγόμενοι κατέβαλαν σε προμηθευτές και εργατοτεχνίτες το συνολικό ποσό των 215.922,00 ευρώ, το οποίο όμως παρατίθεται ως σύνολο, χωρίς ειδικότερη ανάλυση και με παραπομπή στην υποβληθείσα από τους εναγομένους έγκληση που δεν ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής. Σε σχέση με το έργο που συμφωνήθηκε με την επίδικη σύμβαση να εκτελεστεί δεν εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή με σαφήνεια ποιο ήταν το έργο αυτό, αφού ενώ αρχικά αναφέρεται ότι ο ενάγων αρνήθηκε την αρχική πρόταση των εναγομένων να αναλάβει άτυπα και επ’ αμοιβή την εποπτεία-επίβλέψη των εργασιών αποπεράτωσης της ημιτελούς οικοδομής τους για λόγους δεοντολογίας, καθώς δεν υπήρχε έγγραφη δήλωση του αποχωρήσαντος και επιβλέποντος μέχρι τότε επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού, στη συνέχεια αναφέρεται ότι στις αρχές Φεβρουάριου του έτους 2012 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να αναλάβει ο ενάγων άτυπα και επ’ αμοιβή την εποπτεία-επί βλέψη των εργασιών αποπεράτωσης της ημιτελούς οικοδομής, έργο το οποίο επιχειρεί να εξειδικεύσει ως «άτυπη συμβουλευτική μεσολάβηση-διαπραγμάτευση» κατ’ εντολή και για λογαριασμό των ως άνω εναγομένων εκ μέρους του (ενάγοντος) και για ότι άλλο του ανέθεταν, δηλαδή για οποιοδήποτε άλλο έργο του ανέθεταν στην πορεία του χρόνου, χωρίς όμως περαιτέρω εξειδίκευση κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, ενώ και στη συνέχεια στην ένδικη αγωγή γίνεται ρητά λόγος για εργασίες που εκτελέστηκαν υπό την επίβλεψη του ενάγοντος, κατά την ίδια ως άνω χρονική περίοδο (από Μάρτιο 2012 έως και Μάιο 2013). Περαιτέρω, με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή  οι εναγόμενοι ανέθεσαν στον ενάγοντα σε βάθος χρόνου α) την ανακαίνιση πεπαλαιωμένης οικίας στη Δραπετσώνα, β) την τεχνική αποκατάσταση της διαρροής του καλοριφέρ και της εμφανισθείσης υγρασίας στην τοιχοποιία αλλά και τον ελαιοχρωματισμό του γραφείου του πρώτου εναγομένου στον Πειραιά, γ) την τεχνική αποκατάσταση των προβλημάτων της σύνδεσης internet της οικίας τους στον Πειραιά, δ) την κατασκευή από γυψοσανίδα ενός σπιτιού για σκύλους και ε) τη μετατόπιση και διεύρυνση της θύρας εισόδου γκαράζ της οικίας των εναγομένων επί της οδού …… στον Πειραιά, καθώς και την αγορά για τους εναγομένους ενός φορητού Υ/Η (laptop) τύπου SONY VAIO, δηλαδή έργα διαφορετικά κατά περιεχόμενο σε σχέση με το έργο στην Αίγινα, για τα οποία δεν εκτίθεται ότι συμφωνήθηκε ιδιαίτερη αμοιβή, παρά το ότι ανατέθηκαν μήνες μετά την αρχική συμφωνία, ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα από Ιούνιο έως και Αύγουστο του έτους 2012, με βάση τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή, η δε αμοιβή ως προς τα έργα αυτά φέρεται να καλύπτεται από τη σύμφωνηθείσα αμοιβή ως προς το έργο στην Αίγινα, παρά το ότι δεν συνδέονται ούτε τοπικά ούτε χρονικά με το έργο αυτό. Σε σχέση με τα επιμέρους ποσά συνολικού ύψους 21.297,89 ευρώ, που o ενάγων ισχυρίζεται ότι  κατέβαλε ο ενάγων εξ ιδίων χρημάτων προς προσωρινή ταμειακή διευκόλυνση των εναγομένων, δεν εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή σε τι ακριβώς τα ποσά αυτά αφορούν, αφού αναφέρονται αποδέκτες, ημερομηνίες και ποσά, όχι όμως και η ειδικότερη αιτία για την οποία αυτά κατεβλήθησαν, καθώς και το έργο στο οποίο αυτά αφορούν, χωρίς να μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια εάν αφορούν το έργο στην Αίγινα, ή κάποιο άλλο από τα λοιπά ανατεθέντα έργα ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, δεδομένου ότι τα ανωτέρω ποσά δεν έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού κόστους των εργασιών που εκτελέσθηκαν υπό την εποπτεία-επί βλέψη του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2012 έως και τον Μάιο 2013, συνολικού ύψους 429.422,90 ευρώ, προκειμένου να υπολογιστεί με βάση τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή η δικαιούμενη από αυτόν αμοιβή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα  και χαρακτήρισε την επίδικη σύμβαση ως σύμβαση έργου και ακολούθως απέρριψε την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούντα -ενάγοντα με τους σχετικούς λόγους  της έφεσής του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

V. Η διοίκηση αλλοτρίων, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 ΑΚ, ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υποθέσεως και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων, ενώ και η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται περαιτέρω σε θεμιτή και αθέμιτη, η δε μη γνήσια σε αυτή που διεξάγεται εν γνώσει του διοικητή ότι αφορά ξένη υπόθεση και σε αυτή που γίνεται εν αγνοία του, οπότε πρόκειται για ιδιοτελή κατά πλάνη διοίκηση αλλοτρίων. Η έννοια της γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων δίδεται από τις διατάξεις του άρθρων 730 ΑΚ, κατά τις οποίες όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφ’ όσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υποθέσεως και την διεξάγει ως ξένη, προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοικήσεως και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται, κατά το άρθρο 737 ΑΚ, να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθετα, πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον και όχι στο συμφέρον του κυρίου (ΑΠ 668/2007), οπότε, αν μεν αγνοεί, ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και τη διεξάγει νομίζοντας πως είναι δική του, τότε, κατά το άρθρο 740 ΑΚ, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφ’ όσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υποθέσεως συνιστά παράνομη πράξη, όπως κατά κανόνα συμβαίνει. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει, ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, ανεξάρτητα από την αδικοπρακτική ευθύνη του διοικητή, ο νόμος, με σκοπό την πληρέστερη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κυρίου της υποθέσεως, ορίζει ως εφαρμοστέες και στη μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων τις διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του διοικητή στη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, παραπέμποντας έτσι μεταξύ άλλων και στη διάταξη του άρθρ. 734 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο διοικητής αλλοτρίων έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα απέκτησε από τη διοίκηση και να καταβάλει τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο κύριος της υποθέσεως μπορεί να επιτύχει όχι μόνο την αποκατάσταση της ζημίας του από την αυθαίρετη επέμβαση στη διαχείριση της υποθέσεώς του, αλλά να αξιώσει και την απόδοση του κέρδους, που αποκόμισε ο διοικητής από τη διοίκηση αλλοτρίων κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει συνήθως τη προξενηθείσα ζημία (ΑΠ 1343/2013). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματική βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υποθέσεως έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενεργείας των πράξεων, ενώ εικαζόμενη βούληση είναι, όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως, άλλως πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη, ρητώς εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργεια του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για την διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Το συμφέρον του κυρίου νοείται αντικειμενικώς, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική παράσταση του διοικητή, αλλά η κρίση του μέσου συνετού ανθρώπου σε μία τέτοια περίπτωση. Λαμβάνεται δε υπόψη όταν δεν μπορεί να διακριβωθεί η πραγματική ή η εικαζόμενη θέληση του. Κατ` αρχήν, δηλαδή, το συμφέρον αυτό είναι επικουρικό σε σχέση με την εν λόγω θέληση του κυρίου. Το γεγονός ότι, με την διαχείριση της ξένης υποθέσεως, εξυπηρετείται συγχρόνως, έμμεσα ή εν μέρει, και του διοικητή το συμφέρον, έστω και αν τούτο προέχει, δεν εμποδίζει την εφαρμογή των διατάξεων για τη γνήσια διοίκηση αλλότριων. Οι διατάξεις των άρθρων 730, 736 ΑΚ, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εφαρμόζονται και όταν η διοικηθείσα υπόθεση συνίσταται στην εξόφληση χρέους του κυρίου, διότι στην καταβολή ενυπάρχει το συμφέρον του υποχρέου, όπως απαλλαγεί αυτού, σε συνδυασμό με την άλλη προϋπόθεση της διοίκησης αλλότριας υπόθεσης, δηλαδή εκείνη της διεξαγωγής αυτής, κατά την εκπεφρασμένη ή την εικαζομένη θέληση του κυρίου (ΑΠ 2091/2013). Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού, συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, που ορίζει ότι “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια”. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υποχρέου σε “βάρος” της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που “επιβάλλεται” στο λήπτη χωρίς την θέλησή του. Επιβαλλόμενος, εντεύθεν, πλουτισμός υπάρχει, όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ’ αντικειμενική κρίση, αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του ή τα ενδιαφέροντά του. Κάτι τέτοιο, δηλαδή επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλοτρίων, όπως προαναφέρεται, μόνο στις περιπτώσεις της αθέμιτης (γνήσιας) διοικήσεως (ΑΚ 737 εδ. β’) ή της μη γνήσιας (ΑΚ 739 εδ. β’), διότι στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζομένη θέληση του κυρίου, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού (ΑΠ 855/2019, Α.Π 784/2005). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ.1 εδ.α` ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία άλλου ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η αξίωση από τη διάταξη αυτή είναι επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξιώσεως από σύμβαση ή από αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας. Επομένως, αν ασκείται αγωγή με την οποία ζητείται ευθέως ο πλουτισμός του εναγομένου εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι αυτή ορισμένη πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναφέρονται, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά στα οποία οφείλεται ή τα οποία επέφεραν την ακυρότητα και που συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της περιουσιακής μετακίνησης δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα στο ίδιο δικόγραφο (άρθρο 219 ΚΠολΔ) με την κύρια βάση από τη σύμβαση, υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της τελευταίας λόγω ακυρότητας της συμβάσεως, τότε για την πληρότητα της επικουρικής βάσεως της αγωγής αρκεί, πέρα από τα στοιχεία της συμβάσεως και τον πλουτισμό του εναγομένου από την εκτέλεσή της, να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή, έστω και έμμεση, επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων στα οποία οφείλεται, αφού στην εν λόγω περίπτωση η επικουρική βάση θα εξετασθεί μόνο αν η κυρία βάση απορριφθεί λόγω ακυρότητας της συμβάσεως, η οποία συνεπώς θα είναι δεδομένη. (ΑΠ (Ολομ.) 22/2003). Τέλος, με τα άρθρα 904, 908 -912 ΑΚ ρυθμίζεται ενιαίως για κάθε περίπτωση πλουτισμού του λήπτη χωρίς την ύπαρξη νόμιμης αιτίας, η απόδοση αυτού (πλουτισμού) σ`εκείνον, σε βάρος της περιουσίας του οποίου ο πλουτισμός αυτός επήλθε. Ενώ, κατά την έννοια του άρθρου 909 Α.Κ., η ύπαρξη και το ύψος του επιστρεπτέου πλουτισμού κρίνεται κατά το χρόνο της επιδόσεως της αγωγής ενώ κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της αξίας του πλουτισμού είναι ο χρόνος που περιήλθε ο πλουτισμός στον πλουτίσαντα (ΑΠ 408/2020, 176/2017, 600/1986).

VI. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά το μέρος που στηρίζεται στις διατάξεις της διοίκησης αλλότριών, ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα την κάνει δεκτή ως ορισμένη και νόμιμη και βάσιμη κατ΄ουσίαν. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η ανυπαρξία εντολής προς θεμελίωση της σχετικής αξίωσης προκύπτει από τον επικουρικό χαρακτήρα του αιτήματος και  ότι  αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο o ενάγων ανέλαβε τη διοίκηση της υπόθεσης των εναγομένων σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση τους καθώς και ότι εναγόμενοι είχαν εξοικονομήσει χρήματα με την διαμεσολάβηση του για την επίτευξη καλύτερων τιμών έτσι καλύπτεται  η νόμιμη προϋπόθεση ότι η διεξαγωγή της υπόθεσης είναι προς το συμφέρον των διοικουμένων. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο ο ενάγων δεν επικαλείται ότι παρασχέθηκαν οι  υπηρεσίες του για την εκτέλεση του έργου της αποπεράτωσης της οικοδομής με άκυρη σύμβαση, ούτε εκθέτει τις  περιστάσεις, υπό τις  οποίες παρασχέθηκαν οι υπηρεσίες του οι οποίες (περιστάσεις)  υποδηλώνουν διοίκηση αλλοτρίων,  παρά μόνο επικαλείται τα στοιχεία  του νόμου, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η ανυπαρξία εντολής προς  θεμελίωση της σχετικής αξίωσης του προκύπτει από τον επικουρικό χαρακτήρα του αιτήματος και  ότι  αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι o ενάγων ανέλαβε τη διοίκηση της υπόθεσης των εναγομένων σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση τους, χωρίς να αναφέρει σε ποια περιστατικά εδράζεται η πραγματική βούληση των εναγόμενων τα οποία δηλώνουν ότι οι εναγόμενοι ως κύριοι της υπόθεσης είχαν εκφραστεί περί της ανάγκης της ενέργειας των πράξεων, που αυτός εκτέλεσε, ενώ διαζευκτικά επικαλείται και εικαζόμενη βούληση των εναγομένων, χωρίς να επικαλείται περιστατικά στα οποία στηρίζεται η βούληση αυτή, που μπορεί να θεωρηθεί, σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως, περαιτέρω ο ενάγων επικαλείται το  συμφέρον των κυρίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία παραδεκτώς συμπληρώνεται από το παρόν Δικαστήριο, κατ΄ άρθρο 534 ΚΠΟΛΔ,  δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούντα -ενάγοντα με τον σχετικό λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

VII. Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε την επικουρική βάση της αγωγής ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, κατά το μέρος που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού , ενώ αν ορθά εφάρμοζε το νόμο θα την κάνει δεκτή ως ορισμένη και  νόμιμη και βάσιμη κατ΄ουσίαν. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), δεν γίνεται επίκληση της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, πλην όμως η επίκληση του πλουτισμού των εναγομένων  σε βάρος της περιουσίας της ενάγοντος “χωρίς νόμιμη αιτία” συνιστά τουλάχιστον έμμεση επίκληση της ακυρότητος της θεμελιωτικής της κυρίας βάσεως της αγωγής συμβάσεως έργου. Περαιτέρω στην ως άνω αγωγή εκτίθεται σε σχέση με την συμφωνηθείσα αμοιβή του ενάγοντα ότι αυτή ορίσθηκε σε ποσοστό 10% πλέον Φ.Π.Α. επί του συνολικού κόστους αποπεράτωσης της οικοδομής και σε κάθε περίπτωση η τελική αμοιβή του δεν θα υπολειπόταν του ποσού των 50.000,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., ποσού 12.00,00 ευρώ και συνολικά του ποσού των 62.00,00 ευρώ,  την καταβολή του οποίου και αιτείται με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πλην όμως ο ενάγων δεν  εκθέτει στην ως άνω  αγωγή το συνολικό κόστος αποπεράτωσης της οικοδομής αλλά το συνολικό κόστος των εργασιών που εκτελέσθηκαν υπό την εποπτεία-επίβλεψη του, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2012 έως και τον Μάιο 2013, συνολικού ύψους 429.422,90 ευρώ, προκειμένου να υπολογιστεί με βάση τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή η δικαιούμενη από αυτόν αμοιβή,  με καταβολές επιμέρους ποσών συνολικού ύψους 213.500,90 ευρώ, με χρήματα της κυριότητας των εναγομένων  και με καταβολές ποσών συνολικού ύψους 215.922,00 ευρώ, κατά την ίδια ως άνω χρονική περίοδο (από Μάρτιο 2012 έως και Μάιο 2013), από τους ίδιους τους εναγομένους, το οποίο όμως παρατίθεται ως σύνολο, χωρίς ειδικότερη ανάλυση των επιμέρους κονδυλίων που περιέχει  με παραπομπή στην υποβληθείσα από τους νυν εναγομένους και ήδη εκκαλούντες έγκληση.  Εξάλλου, αν και ο ενάγων αιτείται την καταβολή των επιμέρους ποσών συνολικού ύψους 21.297, 89 ευρώ, που φέρεται να κατέβαλε εξ΄ ιδίων χρημάτων προς προσωρινή ταμειακή διευκόλυνση των εναγομένων, δεν  εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή σε τι ακριβώς τα ποσά αυτά αφορούν, αφού αναφέρονται αποδέκτες, ημερομηνίες και ποσά, όχι όμως και η ειδικότερη αιτία για την οποία αυτά κατεβλήθησαν, καθώς και το έργο στο οποίο αυτά αφορούν, χωρίς να μπορεί να συναχθεί με ασφάλεια εάν αφορούν το έργο στην Αίγινα, ή κάποιο άλλο από τα λοιπά ανατεθέντα έργα ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, δεδομένου ότι τα ανωτέρω ποσά δεν έχουν ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού κόστους των εργασιών που εκτελέσθηκαν υπό την εποπτεία-επί βλέψη του ενάγοντος, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2012 έως και τον Μάιο 2013, συνολικού ύψους 429.422,90 ευρώ, προκειμένου να υπολογιστεί με βάση τα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή η δικαιούμενη από αυτόν αμοιβή.   Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ως προς τα ανωτέρω αγωγικά κονδύλια, έστω και με διαφορετική εν μέρει  αιτιολογία, την οποία αιτιολογία το Δικαστήριο τούτο αντικαθιστά με την ορθή παραπάνω αιτιολογία (αρθ. 534 Κ.Πολ.Δ), χωρίς να πρέπει να εξαφανιστεί, η εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον η εσφαλμένη αιτιολογία δεν περιέχει στοιχεία διατακτικού και δεν δημιουργεί δεδικασμένο (Εφ Αθ 8662/2007 δημ. Νόμος, Σαμουήλ «η έφεση», έκδοση Ε, σελ.427 παρ. 1136), ορθά εφήρμοσε το νόμο, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση, κρίνονται ως αβάσιμα και απορριπτέα.

VIII. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης, λόγω της ήττας των  εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε απ’ αυτούς. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό  δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179,  του ΚΠολΔ,)  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 22.03.2022 (με αριθ. έκθ. κατάθ. Πρωτ. …./05.04.2022, αρ. εκ. κατ. Εφ. …………./05.04.2022 ) έφεση των  ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ’ αριθ. 660/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους  εκκαλούντες  παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    28 Νοεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ