Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 753/2018

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 753/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή και Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και, από την Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεση (υπ’ αριθ. καταθ. ……..) κατά της υπ’ αριθ. 395 /2016 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, δηλαδή εντός μηνός από της επιδόσεως της εκκαλουμένης, η οποία συνετελέσθη την 18η Μαρτίου 2016 (άρθρα 495§1 και 518§1 ΚΠολΔ). Έχει δέ προκαταβληθεί δι’ αυτήν το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄ ΚΠολΔ προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. … και … σειράς Α΄ παράβολα Δημοσίου και υπ’ αριθ. …….. σειράς Α΄ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Κρίνεται, επομένως, τυπικώς δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτόν και την νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Β) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ………….αγωγής κατά του πρώτου εφεσιβλήτου (εναγομένου) ……… ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες [(πρώτος, δεύτερος και τρίτος) ενάγοντες] ………. ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι ο εναγόμενος …. …………. υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 22-10-2003 μήνυση («εμπλουτισμένη και με άλλες αναφορές και έγγραφα»), επί τη βάσει της οποίας ησκήθη εις βάρος των εναγόντων ποινική δίωξη διά ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος με φυσικούς αυτουργούς τους διά του ως άνω δικογράφου κατονομαζομένους οκτώ υπαλλήλους, β) ότι βάσει αφ’ ενός της ως άνω μηνύσεως και αφ’ ετέρου των υπό του εναγομένου υποστηριχθέντων «κατά την προανακριτική διαδικασία, την διαδικασία στο ακροατήριο και μετά από αυτήν ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς και των Εισαγγελέως και Προέδρου του Αρείου Πάγου» οι ίδιοι (ενάγοντες) συνιδιοκτήτες οικοδομής αναγερθείσης υπ’ αυτών επί της οδού …………. αριθ. .. στο ….. νομού Αττικής κατηγορήθησαν αλλά (διά της υπ’ αριθ. 6115 & 6321 /2009 αποφάσεως του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς) ηθωώθησαν του ότι διά πειθούς και φορτικότητος έπεισαν τους συγκατηγορουμένους (και τις συγκατηγορούμενες) οκτώ υπαλλήλους (φυσικούς αυτουργούς επίσης αθωωθέντες), ώστε διά παραβάσεως των καθηκόντων της υπηρεσίας και των επιταγών του νόμου: ι) την 20ή Μαΐου 2003 η πέμπτη και η εβδόμη εξ αυτών υπό την ιδιότητα της προϊσταμένης και της αρχιτέκτονος υπαλλήλου αντιστοίχως του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς να υποβάλουν προς το Συμβούλιο Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς εισήγηση διά εξαίρεση από την κατεδάφιση της ως άνω αυθαιρέτου οικοδομής των εναγόντων [υπό την αιτιολογίαν ότι η διαπιστωθείσα πολεοδομική παράβαση του μηδενισμού του πλάτους του αντισεισμικού αρμού σε δύο υποστυλώματα και της μειώσεως αυτού (πλάτους του αντισεισμικού αρμού) σε 5 (αντί 14) εκατοστών του μέτρου στο υπόλοιπο μέρος της ως άνω οικοδομής ενέπιπτε εις την έννοια της μικροπαραβάσεως και επλήρει τις προϋποθέσεις του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985 περί εξαιρέσεως της οικοδομής από την κατεδάφιση], αν και η ως άνω οικοδομή λόγω της ως άνω πολεοδομικής παραβάσεως (του μηδενισμού του αντισεισμικού αρμού σε δύο υποστυλώματα και της μειώσεως αυτού από 14  εκατοστά σε 5 εκατοστά του μέτρου στο υπόλοιπο μέρος του) ήταν επικίνδυνη από στατικής απόψεως, όπως άλλωστε διεπιστώθη διά των εν συνεχεία συνταχθεισών υπ’ αριθ. ….. . εκθέσεων επικινδύνου οικοδομής αφ’ ενός της ως άνω πέμπτης κατηγορουμένης  (ως προϊσταμένης του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς) και αφ’ ετέρου του κατονομαζομένου διά της αγωγής υπαλλήλου του ως άνω Τμήματος Κατασκευών (μη διαδίκου εις κάποιαν ποινική ή αστική δίκη μεταξύ των αντιδίκων πλευρών), ιι) την 22α Μαΐου 2003 οι πρώτη, δευτέρα, τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι (φυσικοί αυτουργοί) και δή η πρώτη εξ αυτών ως πρόεδρος και οι λοιποί ως μέλη του Συμβουλίου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος της Νομαρχίας Πειραιώς (αρμοδίου, κατ’ άρθρον 9§8 Ν. 1512 /1985, οργάνου προς υποβολήν γνωμοδοτήσεως προς τον Νομάρχη Πειραιώς διά λήψη αποφάσεως περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση), να εκδώσουν την υπ’ αριθ. πρωτ. ……. γνωμοδότηση περί εξαιρέσεως της ως άνω οικοδομής από την κατεδάφιση, ιιι) την 2αν Ιουνίου 2003 οι πέμπτη, έκτος και εβδόμη (εκ των κατηγορηθέντων ως φυσικών αυτουργών), ως αρμόδιοι υπάλληλοι της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, να συνυπογράψουν την υπ’ αριθ. 9 /2003 απόφαση του Νομάρχου Πειραιώς, διά της οποίας εξηρέθη της κατεδαφίσεως η ως άνω οικοδομή και ιν) κατά το χρονικό διάστημα από 12ης Ιουνίου έως 12ης Νοεμβρίου 2003 η πέμπτη, έκτη και όγδοος (εκ των κατηγορηθέντων φυσικών αυτουργών) υπό την ιδιότητα αυτών αντιστοίχως  ως Προϊστμένης του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς, ως Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς και ως αρμοδίου υπαλλήλου μηχανικού της ως άνω Υπηρεσίας, να παραλείψουν να προβούν εις την ανάκληση της υπ’ αριθ. ……… οικοδομικής αδείας (της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς), δυνάμει της οποίας ανεγέρθη η ως άνω οικοδομή, αν και από την 12ην Ιουνίου 2003 είχε διενεργηθεί και την 12η Νοεμβρίου 2003 είχε συνταχθεί και θυροκολληθεί η υπ’ αριθ. ……. έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου (των αρμοδίων υπαλλήλων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς), γ) ότι η προαναφερομένη μήνυση ήτο «ψευδεστάτη και αβάσιμη», αφού διά του σκεπτικού της ως άνω αθωωτικής δι’ άπαντες τους κατηγορουμένους ποινικής αποφάσεως εκρίθη ότι οι κατηγορηθέντες οκτώ φυσικοί αυτουργοί δεν ενήργησαν προς τον σκοπό να ωφελήσουν τους ενάγοντες (τότε ένατο, δέκατο και ενδέκατο συγκατηγορουμένους ηθικούς αυτουργούς), δ) ότι διά του αυτού σκεπτικού εκρίθη ότι λόγω της εκ των άρθρων 46§1α και 48 ΠΚ απορρεούσης αρχής της περιορισμένης εξαρτήσεως και του παρακολουθηματικού χαρακτήρος της συμμετοχικής δράσεως (άρα και της ηθικής αυτουργίας) προς θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας απαιτείται αντικειμενικώς τουλάχιστον ο φυσικός αυτουργός να ετέλεσε μία ποινικώς αξιόλογη αδικοπραξία (δηλαδή η πράξη του να πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος και να μην αίρεται από κάποιον λόγο ο άδικος χαρακτήρ του τελευταίου), οπότε, εάν αυτό δεν διαπραχθεί, δεν υπάρχει περίπτωση ηθικής αυτουργίας, και ότι εφ’ όσον δεν εστοιχειοθετήθη το εις τους φυσικούς αυτουργούς αποδοθέν ποινικό αδίκημα, δεν υφίσταται ηθική αυτουργία εις το ως άνω έγκλημα και ε) ότι ο εναγόμενος ενήργησεν αδικοπρακτικώς, καθώς ετέλεσε αντικειμενικώς εις βάρος των ιδίων τα αδικήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, ένεκα των οποίων πράξεων οι ίδιοι κατηγορήθησαν ψευδώς, καθώς και ότι διά της ως άνω παρανόμου και υπαιτίου πράξεως του εναγομένου προσεβλήθη η προσωπικότης αυτών και ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης, διά τον λόγον ότι τα υπό του αντιδίκου εις βάρος αυτών ισχυρισθέντα ψεύδη (περί διαπλοκής μετά πολεοδομικών υπαλλήλων και προκλήσεως διά πειθούς και φορτικότητος εις αυτούς της αποφάσεως παραβάσεως του υπηρεσιακού καθήκοντος και ενεργείας παρανόμων πράξεων) διετυπώθησαν ενώπιον δικαστικών λειτουργών και γραμματέων της προανακριτικής και ακροαματικής διαδικασίας αλλά και ενώπιον δικηγόρων και άλλων προσώπων και μάλιστα μετά την αθώωση των ιδίων από την ως άνω ποινική κατηγορία επανελήφθησαν υπό του αντιδίκου και ενώπιον των εισαγγελέων του δευτεροβαθμίου και του ανωτάτου δικαστηρίων. Εζήτησαν δε κατόπιν περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος εις αναγνωριστικό διά δηλώσεως καταχωρηθείσης στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως (άρθρο 223 ΚΠολΔ) να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει προς έκαστον τούτων χρηματικό ποσό 112.000 ευρώ (τουτέστιν εις άπαντας διαιρετώς και κατ’ ισομοιρίαν συνολικώς χρηματικό ποσό 336.000 ευρώ) νομιμοτόκως από της τελέσεως της αδικοπραξίας, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής.

Γ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……… αγωγής κατά των εναγομένων (ήδη εφεσιβλήτων) …… και ….. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ομόρρυθμος εταιρεία υπό την επωνυμία «………» (η οποία είχε μετονομασθεί ούτως προ της ασκήσεως της αγωγής από την αρχική επωνυμία «………» και ήδη προ της ασκήσεως της εφέσεως έχει τροποποιηθεί εις την πέμπτην εκκαλούσα ετερόρρυθμη εταιρεία υπό την επωνυμίαν «. …………. …») ισχυρίσθη τα ακόλουθα: α) ότι υπέβαλε προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς τον υπ’ αριθ. …… φάκελλο νομιμοποιήσεως – εκδόσεως οικοδομικής αδείας διά οικοδομήν επί της οδού …………. αριθ. . στο … Πειραιώς, β) ότι εντός του πλαισίου εξετάσεως του ως άνω φακέλλου απεφασίσθη (διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ……. εγγράφου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς) η πραγματοποίησις μετρήσεως ως προς την απόκλισιν της ως άνω οικοδομής από την όμορη οικία της δευτέρας εναγομένης, γ) ότι διά του από 29-7-2009 υπηρεσιακού σημειώματος η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εζήτησε από το Τοπογραφικό Τμήμα Γενικού Σχεδιασμού Πόλεως του Δήμου Πειραιώς την πραγματοποίηση μετρήσεως (παρουσία μη ορισθέντος εκπροσώπου της) διά το θέμα αυτό, δ) ότι περί τις αρχές Σεπτεμβρίου 2009 (πέραν της μέχρι τότε σκοπίμου κωλυσιεργίας των προαναφερομένων υπηρεσιών διά την διενέργεια της μετρήσεως) ο πρώτος εναγόμενος, ο οποίος μετά της δευτέρας εναγομένης συζύγου του κατοικούν εντός ιδιοκτήτου κατοικίας της δευτέρας εναγομένης επί του ομόρου οικοπέδου της οδού …………. αριθ. …, εκμεταλλευμόμενος την μέχρι τότε αδράνεια των ως άνω υπηρεσιών και προς τον σκοπόν επιμηκύνσεως της ως άνω στασιμότητος ως προς την διενέργεια της μετρήσεως, υπέβαλε αίτηση περί αναρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς, την οποίαν η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά του από 14-9-2009 υπηρεσιακού εγγράφου παρέπεμψε προς την νομική υπηρεσία του Δήμου Πειραιώς, η οποία διά του υπ’ αριθ. …… εγγράφου της εγνωμοδότησε θετικώς υπέρ της αρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της μετρήσεως, η οποία τελικώς διά του υπ’ αριθ. …….. εγγράφου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ωρίσθη διά την 13η Νοεμβρίου 2013, ε) ότι την 13η Νοεμβρίου 2013, και αφού προηγουμένως διά του υπ’ αριθ. πρωτ. …….. σήματος της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ενημερώθησαν το οικείο Αστυνομικό Τμήμα και ο μηχανικός της εναγούσης, μετέβησαν υπάλληλοι του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της μετρήσεως παρουσία εκπροσώπου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, πλήν, όμως, παρά την παρουσία αστυνομικών οργάνων ησκήθη υπό των εναγομένων έντονος εκφοβισμός και εδημιουργήθη κλίμα τρομοκρατίας εις βάρος των αναλαβόντων την διενέργειαν της μετρήσεως τεχνικών υπαλλήλων, ένεκα του οποίου η μέτρηση διεκόπη προ της ολοκληρώσεώς της και ότι τελικώς κατόπιν νέας επισκέψεως των εναγομένων εις την έδρα του ως άνω Τοπογραφικού Τμήματος της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς επήλθε υπαναχώρηση και αναστολή της ολοκληρώσεως της μετρήσεως, στ) ότι μετά ταύτα διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ……… εγγράφου η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, γνωστοποιήσασα (επισήμως) εις την ενάγουσα άπαντα τα ως άνω γεγονότα, ανέφερε προς αυτήν ότι η καθυστέρηση της διαδικασίας εξετάσεως του υπ’ αυτής υποβληθέντος φακέλλου μετά αιτήσεως νομιμοποιήσεως της ως άνω οικοδομής οφείλεται και στις «υπερβατικές καθοριστικές ενέργειες παρεμποδίσεως» των εναγομένων και ότι διά τον σχηματισμό της αναγκαίας καθοριστικής κρίσεως της υπηρεσίας περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων των οικείων πολεοδομικών διατάξεων εκάλεσε την ενάγουσα να προσκομίσει πραγματογνωμοσύνη υπό μηχανικού του ΤΕΕ διά την απόκλιση της οικοδομής αναφορικώς προς τον φέροντα οργανισμό αυτής, ζ) ότι εν τούτοις ο πρώτος εναγόμενος κατόπιν εντολής της δευτέρας εναγομένης απέστειλε προς το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος την υπ’ αριθ. πρωτ. …….. αίτηση – δήλωση, διά της οποίας εζήτησε την αποχή του ΤΕΕ από την διεξαγωγή της ως άνω πραγματογνωμοσύνης και ακολούθως διά της υπ’ αριθ. πρωτ. …… αιτήσεως προς το Τμήμα Πραγματογνωμόνων ΤΕΕ (κοινοποιηθείσης και προς τον Πρόεδρο του ως άνω Επιμελητηρίου και τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών) εδήλωσε ότι αρνείται κατηγορηματικώς να επιτρέψει οιανδήποτε μέτρησιν της αποκλίσεως ή μη της κατακορύφου γραμμής της οικοδομής της εναγούσης από την ιδιοκτησία των εναγομένων, ισχυρισθείς, ιδίως ότι: ι. η μέτρηση αυτή έχει διενεργηθεί από πληθώρα κατονομαζομένων υπ’ αυτού μηχανικών [τούτο -εν όψει και της προηγηθείσης εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονος του ΤΕΕ ……..- προεβλήθη και υπό της ιδίας της (κατά τα λοιπά μη συνομολογούσης τα διά του εγγράφου του αντιδίκου αναφερόμενα περί των αποτελεσμάτων και πορισμάτων των γενομένων μετρήσεων) εναγούσης προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, η οποία, όμως, ενέμενε εις την αναγκαιότητα της διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης του ΤΕΕ], ιι. η μέτρηση αυτή είχε ζητηθεί υπό της εναγούσης, όπερ τυγχάνει αναληθές (διά τον λόγον ότι η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από το ΤΕΕ εζητήθη υπό της Διευθύνσεως της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς κατόπιν καταγγελίας των εναγομένων), ιιι. η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης «εμεθοδεύθη» υπό της εναγούσης και του ΤΕΕ, προκειμένου να παραβιασθεί η ιδιοκτησία της δευτέρας εναγομένης, αφού η εξωτερική παρειά της πλαγίας δεξιάς πλευράς του (υπό της εναγούσης ανεγερθέντος) ομόρου ακινήτου ευρίσκεται λόγω αποκλίσεως τουλάχιστον κατά επτά εκατοστά του μέτρου εντός της αέρινης στήλης της ιδιοκτησίας της δευτέρας εναγομένης, ενώ αληθές ετύγχανεν ότι η πραγματογνωμοσύνη εζητήθη ουχί υπό της ιδίας (εναγούσης) αλλά υπό της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς προς τον σκοπόν διαπιστώσεως της εισελεύσεως ή μη της υπό της εναγούσης ανεγερθείσης οικοδομής εντός της ιδιοκτησίας της δευτέρας εναγομένης και ιν. διά της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης εκ μέρους του ΤΕΕ παραβιάζεται η υπ’ αριθ. 4272 /2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (διά της οποίας, όμως, δεν γινεται αναφορά εις την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και δεν απαγορεύεται η πραγματοποίησή της), η) ότι ακολούθως ο προς διεξαγωγήν της (νέας) πραγματογνωμοσύνης ΤΕΕ ορισθείς τοπογράφος περιβαλλοντολόγος μηχανικός ΕΜΠ ………. συνέταξε την από 19-4-2010 επιστολή, διά της οποίας εξέθεσεν ότι εδηλώθη (τηλεφωνικώς) προς αυτόν υπό της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγομένων ότι τυγχάνει ειλημμένη η απόφαση των εναγομένων εντολέων αυτής να εμποδίσουν την διενέργειαν οιασδήποτε μετρήσεως διά το εν λόγω θέμα και ότι διά τούτο ο διορισθείς πραγματογνώμων εζήτησε δικαστική συνδρομή διά την διασφάλιση της συντελέσεως της μετρήσεως, θ) ότι η προσωπικότης της ιδίας έχει προσβληθεί παρανόμως και υπαιτίως: ι) αφ’ ενός από την εκ μέρους των αντιδίκων υποβολήν καταγγελίας προς την αρμοδία πολεοδομική αρχή, ένεκα της οποίας προεκλήθη η απόφαση της ως άνω υπηρεσίας διά μέτρηση της προαναφερομένης οικοδομής της εναγούσης, και αφ’ ετέρου από τις ενέργειες των εναγομένων διά παρεμπόδιση υλοποιήσεως της τοιαύτης μετρήσεως, ιι) από τις προ της 13ης Νοεμβρίου 2009 επανειλημμένες επισκέψεις και προφορικές πιέσεις των εναγομένων προς την Διεύθυνση Αρχιτεκτονικού Γενικού Σχεδιασμού Πόλεως του Δήμου Πειραιώς, ένεκα των οποίων η ως άνω Υπηρεσία διά του από 14-9-2009 υπηρεσιακού σημειώματος αυτής ανέβαλε προσωρινώς την υλοποίηση της μετρήσεως και επεδίωξε περί τούτου γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου, οπότε οι αντίδικοι διά των ως άνω πράξεων αυτών ετέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της αυτοδικίας και της απειθείας, διά τον λόγον ότι, κατά παράλειψιν ακολουθήσεως της νομίμου δικαστικής οδού, επεχείρησαν διά των ως άνω προφορικών πιέσεων να παρεμποδίσουν τους υπαλλήλους της ως άνω Υπηρεσίας από την εκτέλεση νομίμου ενεργείας της προαναφερομένης μετρήσεως, η οποία επεχειρήθη να πραγματοποιηθεί την 13η Νοεμβρίου 2009, δίχως, όμως, να επιτύχουν τον σκοπόν αυτών, αφού η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του ως άνω Δήμου ετάχθη υπέρ της συντελέσεως της ως άνω μετρήσεως, ενώ αυτή καθ’ εαυτήν η καθυστέρηση εξετάσεως της αιτήσεως νομιμοποιήσεως της ως άνω οικοδομής επιφέρει την καταβολή ποινικών ρητρών προς τους αγοραστές των διαμερισμάτων της οικοδομής πελάτες της εναγούσης, ιιι) από την κατά την 13η Νοεμβρίου 2009 συντελεσθείσα αδικοπρακτική ενέργεια των εναγομένων, οι οποίοι, όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω Υπηρεσίας προσήλθαν διά υλοποίησιν της προαναφερομένης μετρήσεως, οι αντίδικοι αφ’ ενός ηρνήθησαν την επιβαλλομένη συνδρομή διά επιτρέψεως της εισόδου των ως άνω υπαλλήλων εντός του ιδιοκτήτου ακινήτου της δευτέρας εναγομένης και αφ’ ετέρου διά φωνασκιών, χειρονομιών και απειλών περί κινήσεως της αυτοφώρου ποινικής διαδικασίας εις βάρος των ως άνω υπαλλήλων απέτρεψαν αυτούς από την διενέργειαν της τοιαύτης μετρήσεως από γειτονικά κτίρια, διαπράττοντες ούτως τα ποινικά αδικήματα της αυτοδικίας, της απειθείας και της αντιστάσεως κατά της αρχής, ιν) από τις μετά την 13η Νοεμβρίου 2011 επισκέψεις και προφορικές πιέσεις των εναγομένων προς το Τοπογραφικό Τμήμα της Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Γενικού Σχεδιασμού Πόλεως του Δήμου Πειραιώς, διά των οποίων απεσκόπησαν και επέτυχαν την κατόπιν υπαναχωρήσεως (οριστικήν) αναστολήν της προαναφερομένης μετρήσεως από την ως άνω Υπηρεσία και ν) από την ψευδή διάδοση ότι η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης εζητήθη υπό της εναγούσης και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον η ιδία (ενάγουσα) προέβη σε μεθόδευση πραγματογνωμοσύνης μετά της συμπράξεως του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ), ι) ειδικώτερον ότι διά της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων αμαυρώνεται η πίστη, η φήμη και το κύρος, το επάγγελμα και το μέλλον της εναγούσης (τότε ομορρύθμου) εταιρείας, καθώς αφ’ ενός οι πελάτες αυτής αναρωτώνται διά την αιτίαν καθυστερήσεως παραδόσεως υπό της ιδίας προς αυτούς των υπ’ εκείνων αγορασθέντων διαμερισμάτων της ως άνω οικοδομής, αποδίδοντες την τοιαύτην καθυστήρηση εις την ανεπάρκεια της ιδίας (εναγούσης), αφ’ ετέρου η ιδία κατέβαλε κατά την «επίδικη περίοδο» και εξακολουθεί να καταβάλει προς τους διά του αγωγικού δικογράφου κατονομαζομένους πελάτες της δυνάμει των επίσης αναφερομένων εργολαβικού και επιπροσθέτων δύο συμβολαίων ποινικές ρήτρες συνολικού ύψους 2.920 ευρώ μηνιαίως, και επί πλέον έχει διαδοθεί αναληθώς προς τον πρόεδρον και τους υπαλλήλους ου ΤΕΕ και στους δικαστικούς λειτουργούς και γραμματείς των προαναφερθέντων δικαστηρίων ότι η ενάγουσα μηχανορραφεί εις βάρος των εναγομένων διά της μεθοδεύσεως και συμπράξεως του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και ια) ότι συνακολούθως εξ αιτίας απασών των ως άνω πέντε επί μέρους αδικοπρακτικών ενεργειών των αντιδίκων το νομικόν πρόσωπον της ιδίας (εναγούσης) έχει υποστεί ηθική βλάβη, διά την χρηματικήν ικανοποίηση της οποίας κρίνεται εύλογη η επιδίκαση αντιστοίχων χρηματικών ποσών 120.000 ευρώ, 120.000 ευρώ, 210.000 ευρώ, 150.000 ευρώ και 210.000 ευρώ (άνευ συμπεριλήψεως επιπροσθέτων χρηματικών ποσών 44 ευρώ, 44 ευρώ, 44 ευρώ, 44 ευρώ και 44 ευρώ επιδιωχθησομένων δι’ ασκήσεως πολιτικής αγωγής ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου). Εζήτησε δέ διά την ως άνω αιτία κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρο 223 ΚΠολΔ) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν προς αυτήν συνολικό χρηματικό ποσό 780.000 (= 120.000 + 120.000 + 210.000 + 150.000 + 210.000) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

Δ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ……. . αγωγής κατά της πρώτης εναγομένης ομορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμία «………» (τροποποιηθείσης εις την πέμπτην εκκαλούσαν ετερόρρυθμον εταιρεία υπό την επωνυμία «………..»), καθώς και κατά των δευτέρου εναγομένου (πρώτου εκκαλούντος) ……, τρίτου εναγομένου (δευτέρου εκκαλούντος) ……, τετάρτου εναγομένου (τετάρτου εκκαλούντος) ….. και πέμπτου εναγομένου (τρίτου εκκαλούντος) ….. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η πρώτη ενάγουσα και ο δεύτερος ενάγων (δευτέρα και πρώτος εφεσίβλητοι) …… και ….. ισχυρίσθησαν τα ακόλουθα: α) ότι η πρώτη εξ αυτών τυγχάνει αποκλειστική κυρία της επαρκώς διά του αγωγικού δικογράφου περιγραφομένης παλαιάς διωρόφου οικίας (επί της οδού …………. αριθ. .. περιοχής …… Δήμου Πειραιώς), εντός της οποίας κατοικεί μετά του δευτέρου εναγομένου συζύγου της και του μη διαδίκου υιού αυτών (και της οικογενείας του τελευταίου), β) ότι ο δεύτερος εναγόμενος (….) ως νόμιμος εκπρόσωπος και οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι (. και ..) ως εταίροι της πρώτης εναγομένης κατασκευαστρίας εταιρείας («.. ..» ανήγειραν βάσει της υπ’ αριθ. …….. οικοδομικής αδείας της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς επταώροφον οικοδομή εντός του ομόρου οικοπέδου (επί της οδού …………. αριθ. 15) και δή εν επαφή προς την πλαγίαν πλευράν της οικίας αυτής (πρώτης εναγούσης) κατά το συνεχές σύστημα δομήσεως, γ) ότι εξ αποκλειστικής υπαιτιότητος των ως άνω κατασκευαστών κατά την ανέγερσιν της πολυωρόφου οικοδομής, κατά παράβασιν των οικείων πολεοδομικών διατάξεων και των άρθρων 5§3.6περ.ε΄ και 10 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (περί υποχρεωτικής αφέσεως εις το νέον κτίριον σεισμικού αρμού πλήρους διαχωρισμού και περί απαγορεύσεως μεταβιβάσεως φορτίων υπό του ενός κτιρίου εις το έτερον όμορον) και 4.1.7.2εδ.2-3 του Αντισεισμικού Κανονισμού (ΕΑΚ 2000), επήλθε κατάργηση του ελαχίστου υποχρεωτικού αντισεισμικού αρμού (πλήρους διαχωρισμού) εκ 15,5 εκατοστών του μέτρου, ο οποίος έπρεπε να υπάρχει μεταξύ των δύο ως άνω ακινήτων, καθώς κατά την κατασκευή προεκλήθη αφ’ ενός μηδενισμός του αντισεισμικού αρμού σε τουλάχιστον δύο (και δή στα υπό στοιχεία «Κ2» και «Κ6») υποστυλώματα και εις τις αντίστοιχες δοκούς της ομόρου πλαγίας πλευράς των δύο ακινήτων και αφ’ ετέρου περιορισμός του αντισεισμικού αρμού σε 4,5 εκατοστά του μέτρου στα υπόλοιπα υποστυλώματα και τις δοκούς της αυτής πλαγίας πλευράς καθ’ όλον το ύψος της επταωρόφου ομόρου οικοδομής (όπως διεπιστώθη αντιστοίχως διά των υπ’ αριθ. …… και …….. εκθέσεων αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς), δ) ότι εξ αιτίας της παρανόμου και αυθαιρέτου καταλυτικής συρρικνώσεως έως εκμηδενισμού του προβλεπομένου ελαχίστου νομίμου αντισεισμικού αρμού κατά την κατασκευή της ομόρου πολυωρόφου οικοδομής προεκλήθησαν εκτεταμένες διαμπερείς διαγώνιες και οριζόντιες ρηγματώσεις (δηλωτικές καθιζήσεως) επί των εφαπτομένων προς την νεοανεγερθείσαν οικοδομήν τοίχων πληρώσεως αμφοτέρων των ορόφων της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης [όπως διεπιστώθη διά της υπ’ αριθ. ….. εκθέσεως αυτοψίας (επικινδύνου οικοδομής) του Τμήματος Αυθαιρέτων και Επικινδύνων της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς)], ε) ότι επιπροσθέτως ένεκα της ως άνω κατασκευαστικής παραβάσεως (συρρικνώσεως έως καταργήσεως του ελαχίστου προβλεπομένου αντισεισμικού αρμού) εγκυμονείται εν περιπτώσει σεισμού άμεσος και σοβαρός κίνδυνος τόσον εμβολισμού της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης από την εν επαφή ανεγερθείσα αντίστοιχη πλαγίαν πλευράν της προπεριγραφείσης πολυωρόφου νέας οικοδομής (λόγω της ανισοσταθμίας των εις υψηλότερον επίπεδον κειμένων οριζοντίων πλακών της οικοδομής της πρώτης εναγούσης εν συγκρίσει προς τις αντίστοιχες της ομόρου νέας επταωρόφου οικοδομής) όσον και κοπής και καταστροφής των υποστυλωμάτων της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης από τις οριζόντιες πλάκες της νέας ομόρου πολωρόφου οικοδομής), στ) ότι διά της υπ’ αριθ. 3319 /1732 /13-5-2003 αποφάσεως της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς ανεκλήθη ολικώς η υπ’ αριθ. ….. πράξη αναθεωρήσεως της αρχικής (υπ’ αριθ. …..) οικοδομικής αδείας της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς λόγω υποβολής αναληθών στοιχείων περί της (μέχρι της αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας) διαμορφωθείσης πραγματικής καταστάσεως (όπως αύτη είχε διαπιστωθεί διά της υπ’ αριθ. …. εκθέσεως αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς), ενώ εν συνεχεία δυνάμει της υπ’ αριθ. 3951 /2136 /11-6-2003 αποφάσεως της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (διά της οποίας ρητώς ανεφέρθη ότι ο ελάχιστος νόμιμος αντισεισμικός αρμός ήτο 15,5 εκατοστών του μέτρου) ανεκλήθη και η αρχική (υπ’ αριθ. …….) οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς λόγω επίσης υποβολής αναληθών στοιχείων (διά της αιτήσεως και του συνημμένου προς έκδοσιν αυτής φακέλλου προς έκδοσιν της οικοδομικής αδείας), αφού εκ δόλου απεκρύβη υπό των αντιδίκων διά του τοπογραφικού διαγράμματος αποτυπώσεως του οικοπέδου ανεγέρσεως της ομόρου νέας πολυωρόφου οικοδομής η ύπαρξη της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης, εξ ής αποκρύψεως υπελογίσθη εσφαλμένως, βάσει της αρχικής οικοδομικής αδείας, ελάχιστος αντισεισμικός αρμός 11 εκατοστών του μέτρου αντί του προσήκοντος ελαχίστου προβλεπομένου των 15,5 εκατοστών του μέτρου, ο οποίος έπρεπε να ορισθεί λόγω της προϋπάρξεως της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης επί του ομόρου οικοπέδου, εντός του οποίου ανηγέρθη η πολυώροφος οικοδομή των αντιδίκων, ζ) ότι εν συνεχεία διά της υπ’ αριθ. ….. πρωτοβαθμίου εκθέσεως επικινδύνου της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς η όμορος πολυώροφος οικοδομή των αντιδίκων εχαρακτηρίσθη ως στατικώς επικίνδυνη (λόγω της καταλυτικής συρρικνώσεως έως εκμηδενισμού του προβλεπομένου ελαχίστου αντισεισμικού κανονισμού), όπερ εγένετο δεκτόν και διά της υπ’ αριθ. …… αναθεωρητικής εκθέσεως επικινδύνου της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (επιληφθείσης ενστάσεως των αντιδίκων κατά της πρωτοβαθμίου εκθέσεως επικινδύνου), η) ότι διά της υπ’ αριθ. …… εκθέσεως αυτοψίας αυθαιρέτων της Πολεοδομίας Πειραιώς (μετά την ανάκληση της αρχικής οικοδομικής αδείας) εβεβαιώθη η πολυώροφος νέα οικοδομή ως αυθαίρετος κατά το σύνολον αυτής και επανεβεβαιώθη η διακοπή των οικοδομικών εργασιών και επεβλήθησαν πρόστιμα ανεγέρσεως και διατηρήσεως διά το σύνολον αυτής, η οποία ευρίσκετο εις το στάδιον των εργασιών επιστρώσεων πλακιδίων (εν διακοπή εργασιών συνεχώς από την 25η Φεβρουαρίου 2003), δίχως να ασκηθεί κατ’ αυτής ένσταση εκ μέρους των θιγομένων αντιδίκων, θ) ότι ακολούθως διά της υπ’ αριθ. 2338 /2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ηκυρώθησαν οι υπ’ αριθ. 33306 /2003 και 43995 /2003 αποφάσεις των Νομάρχου Πειραιώς και Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής αντιστοίχως, διά των οποίων είχε αποφασισθεί η εξαίρεση της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής από την κατεδάφιση (υπό την εσφαλμένην αιτιολογίαν ότι η παραβίαση του προβλεπομένου ελαχίστου νομίμου αντισεισμικού αρμού συνιστούσε μικροπαράβαση και ενέπιπτε στο πεδίον εφαρμογής του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985), δίχως να ασκηθεί οιονδήποτε ένδικον μέσον κατά της ως άνω αποφάσεως, ι) ότι επίσης διά της υπό στοιχεία ΠΕΧΩ 4589 /Φ 5.3 /24-10-2003 τριτοβαθμίου εκθέσεως επικινδύνου της Περιφερείας Αττικής εβεβαιώθησαν άπασες οι ως άνω στατικές παραβάσεις εκ της συρρικνώσεως έως καταργήσεως του αντισεισμικού αρμού κατά παράβασιν των άρθρων 5§3 της ΥΑ 3046 /304 /3-2-1989 ΥΠΕΧΩΔΕ (Κτιριοδομικού Κανονισμού) και 4.1.7.2 της ΥΑ Δα 17α /141 /3 /ΦΝ /275 /1999 (ΝΕΑΚ 2000), ια) ότι διά της υπ’ αριθ. 2200 /970 /8-3-2005 αποφάσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ανεκλήθησαν συλλήβδην τόσον η αρχική (υπ’ αριθ. ……) οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς όσον και οι επακολουθήσασες υπ’ αριθ. ….. και ….. αναθεωρήσεις αυτής μετά την (δικαστική) ακύρωση των προαναφερομένων αποφάσεων του Νομάρχου Πειραιώς και του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας (Αττικής), δίχως η ως άνω ανακλητική απόφαση να προσβληθεί διά οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ιβ) ότι συνακολούθως λόγω της μη προσβολής απασών των προαναφερομένων αποφάσεων εκ μέρους των ως άνω θιγομένων προσώπων η νεοανεγερθείσα επταώροφος οικοδομή κατέστη αμετακλήτως αυθαίρετη και κατεδαφιστέα, ιγ) επίσης διά της υπ’ αριθ. …. πρωτοβαθμίου εκθέσεως επικινδύνου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς η πολυώροφος οικοδομή των αντιδίκων εχαρακτηρίσθη ως στατικώς επικίνδυνος λόγω μη τηρήσεως του ελαχίστου νομίμου αντισεισμικού αρμού ουχί μόνον εν σχέσει προς την πλαγίαν πλευράν αυτής την γειτνιάζουσαν προς την όμορη διώροφη οικία της εναγούσης (επί του αριθμού . της οδού ………….) αλλά και εν σχέσει προς την άλλην πλαγίαν πλευράν αυτής την γειτνιάζουσαν (εν επαφή) προς την ετέρα οικοδομή επί του αριθμού 13 της οδού ………….), όπερ εγένετο δεκτόν και διά της υπ’ αριθ. ……. αναθεωρητικής πράξεως επικινδύνου οικοδομής (της ως άνω Υπηρεσίας), ιδ) ότι περί των ανωτέρω εξεπονήθησαν οι διά του αγωγικού δικογράφου αναφερόμενες τέσσερεις τεχνικές εκθέσεις πολιτικών και τοπογράφου μηχανικών, διά των οποίων ουχί μόνον εβεβαιώθη το ελάχιστον υποχρεωτικό νόμιμο εύρος του αντισεισμικού αρμού (σε 15,5 εκατοστά του μέτρου) λόγω της ανισοσταθμίας των οριζοντίων πλακών της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης εν σχέσει προς τις αντίστοιχες της νεοανεγερθείσης πολυωρόφου οικοδομής (οι πλάκες οροφής του ισογείου ακαλύπτου χώρου υποστυλωμάτων και του πρώτου ορόφου της νεοανεγερθείσης επταωρόφου οικοδομής ήσαν κατά ογδόντα εκατοστά του μέτρου σε χαμηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο της στάθμης οροφής των ισογείου και πρώτου ορόφων της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης) αλλά διεπιστώθη επιπροσθέτως αφ’ ενός ότι η όμορος πολυώροφος οικοδομή είχε εισχωρήσει κατά επτά εκατοστά του μέτρου εντός της αέρινης στήλης του ακινήτου της πρώτης εναγούσης και αφ’ ετέρου ότι υφίσταται παράνομη επαφή της νεοανεγερθείσης επταωρόφου οικοδομής προς την παλαιά διώροφη οικία (τουτέστιν μηδενικό εύρος αντισεισμικού αρμού) σε μήκος τουλάχιστον επτά μέτρων κατά την περιοχή του κλιμακοστασίου (μεταξύ των υπό στοιχεία «Κ2» και «Κ6» υποστυλωμάτων) της νεοανεγερθείσης πολυωρόφου οικοδομής και καθ’ όλον το μήκος της υπό στοιχεία «Δ 30.2» δοκού της οροφής του πρώτου ορόφου τκαι αντιστοίχως του ισογείου ορόφου της διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης, ενώ εν σχέσει προς τα υπόλοιπά δύο (υπό στοιχεία «Κ7» και «Κ13») υποστυλώματα της πλαγίας πλευράς της νεοανεγειρομένης οικοδομής ο αντισεισμικός αρμός διεπιστώθη ότι είχε εύρος μόλις τεσσάρων έως πέντε εκατοστών του μέτρου, και διά τον λόγον αυτόν προετάθη ως λύση η καθαίρεση του αρμού κατά μήκος της πολυωρόφου οικοδομής των αντιδίκων μέχρι του πλήρους διαχωρισμού των δύο οικοδομημάτων εις το προβλεπόμενο ελάχιστον εύρος των 15,5 εκατοστών του μέτρου, ιε) ότι παρά ταύτα εν συνεχεία εξεδόθη η υπ’ αριθ. πρωτ. οικ. …….. (οικ. ……) απόφαση του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, διά της οποίας εκρίθη ότι το επαρκές εις την κρινομένη περίπτωση εύρος του αντισεισμικού αρμού ήτο 5 εκατοστών αντί του προβλεπομένου ελαχίστου νομίμου των 15,5 εκατοστών και η οποία, όμως, ηκυρώθη διά της υπ’ αριθ. 4272 /2009 αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας (ληφθείσης προς τούτο υπ’ όψιν και της υπ’ αριθ. ….. εγγράφου διαβεβαιώσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί της μη εξασφαλίσεως στατικής επαρκείας του κτιρίου διά της τηρήσεως αντισεισμικού αρμού μόλις 5 εκατοστών του μέτρου), ιστ) ότι εις το ενδιάμεσον (και παρά την έκδοση της από 29-6-2007 προσωρινής διαταγής του Συμβουλίου Επικρατείας περί μη επιτρέψεως της συνεχίσεως οποιασδήποτε οικοδομικής εργασίας επί της ομόρου πολυωρόφου οικοδομής ει μη μόνον μετά την έκδοση οικοδομικής αδείας), εν τούτοις εξεδόθη το υπ’ αριθ. πρωτ. …….. τηλεφωνικό σήμα της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς προς το Αστυνομικό Τμήμα Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, διά του οποίου, κατά παράβασιν του άρθρου 22§3 ΓΟΚ /1985 και του ΠΔ 13 /22-4-1929, επετράπη η συνέχιση των από του έτους 2003 διακοπεισών οικοδομικών εργασιών εις την επταώροφη οικοδομή των αντιδίκων προς τον σκοπό υλοποιήσεως της -κατά τα αμέσως ανωτέρω εν συνεχεία δικαστικώς ακυρωθείσης- υπ’ αριθ. πρωτ. οικ. 37296 /2006 (οικ. 18549 /2-5-2007) αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ (περί επιτρέψεως της δημιουργίας αντισεισμικού αρμού μόλις 5 εκατοστών του μέτρου μεταξύ της νεοανεγειρομένης πολυωρόφου οικοδομής και της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης) άνευ υποβολής οιασδήποτε μελέτης περί των τυχόν δυσμενών επιπτώσεων επί του ήδη ρηγματωμένου πλαγίου εξωτοίχου και των υποστυλωμάτων της παλαιάς διωρόφου οικίας της εναγούσης από την χρήση αεροσυμπιεστικού εκσκαπτικού μηχανήματος βαρέος τύπου, ιζ) ότι ακολούθως κατά την περίοδον των εορτών Χριστουγέννων 2007 και Νέου Έτους 2008 (επί τη βάσει της ως άνω αδείας) ο δεύτερος εναγόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης ομορρύθμου εταιρείας, οι τρίτος και τέταρτος εναγόμενοι ως εταίροι αυτής και ο πέμπτος εναγόμενος ως μελετητής και επιβλέπων μηχανικός, προέβησαν εις αποκοπήν μέρους (πάχους 5 εκατοστών του μέτρου) των υπό στοιχεία «Κ2» και «Κ6» υποστυλωμάτων της πολυωρόφου οικοδομής, εξ ής εργασίας οι εκ των προπεριγραφεισών παρανόμων και υπαιτίων ενεργειών των ως άνω αντιδίκων ήδη υφιστάμενες ρηγματώσεις εις τον εφαπτόμενον προς τα ως άνω υποστυλώματα πλαγίου εξωτοίχου, οι οποίες επεξετείνοντο εις το οπίσθιο γωνιακό υποστύλωμα και τις πλάκες των προβόλων προσόψεως της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης, επεδεινώθησαν διά διανοίξεως και επεκτάσεως του εύρους αυτών, ιη) ότι (πέραν της τοιαύτης ζημίας της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εξ αυτών εκ της καταργήσεως του αντισεισμικού αρμού και της προαναφερομένης εισόδου του όγκου του περιγράμματος της πολυωρόφου οικοδομής των αντιδίκων κατά 7 εκατοστά του μέτρου εντός της αέρινης στήλης του ακινήτου της πρώτης εναγούσης) η τελευταία απώλεσεν το δικαίωμα προσθήκης ορόφων προς κάλυψιν των υπολοίπων 443 μ2 της δομησίμου επιφανείας (υπεράνω της ήδη καλυφθείσης επιφανείας των 228 μ2 της ήδη υφισταμένης παλαιάς διωρόφου οικίας), ιθ) ότι ένεκα των προπεριγραφομένων διαμπερών ρηγματώσεων ολοκλήρου του γειτνιάζοντος προς την πολυώροφον οικοδομήν των εναγομένων πλαγίου τοίχου της διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης εξ αιτίας των ως άνω παρανόμων και υπαιτίων (δολίων) ενεργειών των ως άνω εναγομένων η εμπορική αξία της διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης εμειώθη κατά ποσοστόν 80% και προσδιορίζεται συνολικώς σε χρηματικόν ποσόν 342.600 ευρώ [= (ισόγειος όροφος: 108,30 μ2 Χ 1.500 Ε /μ2 Χ 80% = 129.960 Ε) + (πρώτος όροφος: 132,90 μ2 Χ 2.000 Ε /μ2 Χ 80% = 212.640 Ε], κ) ότι επιπροσθέτως ένεκα αφ’ ενός του επικινδύνου της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης λόγω των προαναφερομένων ρηγματώσεων και της συνακολούθου αδυναμίας ασφαλούς επιστηρίξεως επ’ αυτής άλλων ορόφων και αφ’ ετέρου της μη καταλείψεως του προβλεπομένου ελαχίστου αντισεισμικού αρμού και της αυθαιρέτου εισόδου του περιγράμματος της ομόρου πολυωρόφου οικοδομής κατά επτά εκατοστά του μέτρου εντός της αέρινης στήλης του ακινήτου της πρώτης εναγούσης δεν δύναται να υλοποιηθεί εν τοις πράγμασιν το δικαίωμα υψούν της ως άνω διαδίκου επί της προαναφερομένης οικίας της, το οποίον αντιστοιχεί σε εναπομένουσαν επιφάνειαν 413,99 μ2 (επιμεριζομένη σε 138 μ2 ανά έκαστον των τριών μελλοντικών ορόφων υλοποιήσεως του δικαιώματος υψούν), το οποίον αντιστοιχεί σε χρηματικήν αξίαν 538.100 ευρώ (= 413,99 μ2 Χ 1.500 ε /μ2), κα) ότι ένεκα της ως άνω αυθαιρέτου εισόδου του περιγράμματος της ομόρου πολυωρόφου οικοδομής κατά 0,07 μ. εντός της αέρινης στήλης του ακινήτου της πρώτης εναγούσης έχει απωλεσθεί οικοπεδική λωρίς αντιστοίχου πλάτους και βάθους 14 μέτρων, ήτοι οικοπεδική επιφάνεια 0,98 μ2 αποτιμωμένη, κατ’ ορθόν αριθμητικό πολλαπλασιασμό των ως άνω παραμέτρων, σε χρηματική αξία 3.920 ευρώ (= 0,98 μ2 Χ 4.000 Ε /μ2), κβ) ότι επίσης διά την προσωρινή επιδιόρθωση των προαναφερομένων ρηγματώσεων της παλαιάς διωρόφου οικίας της πρώτης εναγούσης απαιτείται χρηματικόν ποσόν 12.300 ευρώ, κγ) ότι ένεκα των προαναφερομένων αδικοπρακτικών ενεργειών των εναγομένων αλλά και της εκ μέρους αυτών ασκήσεως τόσον της υπ’ αριθ. καταθ. ……. αναληθούς και συνακολούθως δυσφημητικής κατά περιεχόμενον αγωγής κατ’ αμφοτέρων των (νύν) εναγόντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διά  επίδίκαση χρηματικού ποσού χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης όσον και της από 28-2-2008 εγκλήσεως αυτών (νύν εναγομένων) διά ψευδή καταμήνυση (βάσει των οποίων αγωγής και εγκλήσεως οι νύν εναγόμενοι ισχυρίσθησαν ότι η από 7-1-2008 έγκληση των νύν εναγόντων εναντίον των νύν εναγομένων διά διενέργεια εργασιών διαμορφώσεως του αντισεισμικού αρμού εις εύρος 5 εκατοστών άνευ οικοδομικής αδείας ήτο εν γνώσει ψευδής) οι νύν ενάγοντες υπέστησαν ηθική βλάβη, διά την χρηματική ικανοποίηση της οποίας επιδιώκουν την επιδίκαση χρηματικού ποσού 500.000 ευρώ, κδ) ότι επιπροσθέτως η πρώτη ως άνω (υπό το στοιχείον «Β» του σκεπτικού της παρούσης) αναφερομένη (υπ’ αριθ. καταθ. …….) αγωγή των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου εναγομένων κατά του δευτέρου ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διά της οποίας εκείνοι ισχυρίσθησαν ότι ο δεύτερος ενάγων υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς εν γνώσει ψευδώς κατ’ εκείνων την από 22-10-2003 μήνυση, επί τη βάσει της οποίας ησκήθη εις βάρος εκείνων ποινική δίωξη διά ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος με φυσικούς αυτουργούς τους διά του ως άνω δικογράφου κατονομαζομένους οκτώ υπαλλήλους) είναι εν γνώσει ψευδής κατά περιεχόμενον κα συκοφαντική διά τον ίδιον και ότι διά τον λόγον αυτόν ο ίδιος δικαιούται χρηματικό ποσό 100.000 ευρώ παρ’ εκάστου τούτων ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και κε) ότι επί πλέον η δευτέρα ως άνω (υπό το στοιχείον «Γ» του σκεπτικού της παρούσης) αναφερομένη (υπ’ αριθ. καταθ. ………) αγωγή της πρώτης εναγομένης κατ’ αμφοτέρων των εναγομένων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [διά της οποίας εκείνη ισχυρίσθη ότι οι εναγόμενοι διά δολίων ενεργειών επεχείρησαν (διά δημιουργίας κλίματος εκφοβισμού και τρομοκρατίας) να παρεμποδίσουν τους υπαλλήλους του Τοπογραφικού Τμήματος της Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Γενικού Σχεδιασμού Δήμου Πειραιώς από την μέτρηση της αποκλίσεως της υπ’ εκείνης νεοανεγερθείσης πολυωρόφου οικοδομής από την κατακόρυφον στάθμη και εν γένει να δημιουργήσουν παρανόμως εμπόδια στην έγκριση του φακέλλου αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας ανεγέρσεως της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής] είναι εν γνώσει ψευδής κατά περιεχόμενον και συκοφαντική διά την πρώτην ενάγουσαν και τον δεύτερον ενάγοντα και ότι διά τον λόγον αυτόν η πρώτη ενάγουσα και ο δεύτερος ενάγων δικαιούνται κεχωρισμένως χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ από την πρώτην εναγομένη ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Εζήτησαν δέ συνολικώς: ι) η πρώτη ενάγουσα και ο δεύτερος ενάγων να υποχρεωθούν οι δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον προς αυτούς διά τις υπό τα στοιχεία «Διθ,κ,κα,κβ&κγ» του παρόντος σκεπτικού αιτίες χρηματικόν ποσόν 1.496.920 (= 896.920 + 500.000) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, ιι) ο δεύτερος ενάγων να υποχρεωθούν έκαστος των δευτέρου, τρίτου και τετάρτου εναγομένων να καταβάλουν κεχωρισμένως προς αυτόν διά την υπό στοιχείο «Δκδ» του παρόντος σκεπτικού αιτίαν χρηματικόν ποσόν 100.000 ευρώ (ήτοι άπαντες διαιρετώς χρηματικόν ποσόν 300.000 ευρώ), ιιι) η πρώτη ενάγουσα και ο δεύτερος ενάγων να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει προς έκαστον τούτων διά την υπό στοιχείο «Δκε» του παρόντος σκεπτικού αιτία χρηματικόν ποσόν 150.000 ευρώ (ήτοι διαιρετώς προς αυτούς χρηματικόν ποσόν 300.000 ευρώ) και ιν) να απαγγελθεί κατά των εναγομένων προσωπική κράτηση διαρκείας ενός έτους.

Ε) Επί των ως άνω τριών αγωγών εξεδόθη η υπ’ αριθ. 395 /2016 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας: α) η συνεκδικασθείσα πρώτη (υπ’ αριθ. καταθ. ……) αγωγή των εναγόντων (πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων) …….. κατά του εναγομένου (πρώτου εφεσιβλήτου) ….. απερρίφθη ως απαράδεκτη (αόριστη) κατά την ιστορική βάση της αδικοπραξίας την ερειδομένη επί της φερομένης τελέσεως του ποινικού αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, ως μη νόμιμη κατά το παρεπόμενο ουσιαστικό αίτημα περί τοκοδοσίας (του κυρίου αγωγικού αιτήματος περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης) εν σχέσει προς την επικουρική θεμελίωση αυτού από του χρόνου τελέσεως της αδικοπραξίας και κατά το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κατά το κύριον αγωγικό αίτημα περί αναγνωρίσεως της υποχρεώσεως καταβολής της επιδιωκομένης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ένεκα ψευδούς καταμηνύσεως, β) η συνεκδικασθείσα δευτέρα (υπ’ αριθ. καταθ. …….) αγωγή της εναγούσης τότε ομορρύθμου εταιρείας «……» και ήδη πέμπτης εκκαλούσης ετερορρύθμου εταιρείας «…» κατά των πρώτου και δευτέρας εναγομένων (πρώτου και δευτέρας εφεσιβλήτων) …. και ………. απερρίφθη ως μη νόμιμη κατά τα πρώτο έως και τέταρτο επί μέρους κύρια ουσιαστικά αγωγικά κονδύλια περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης και ως προς το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως και ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κατά το πέμπτον επί μέρους αγωγικό κονδύλιο περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης και γ) η συνεκδικασθείσα τρίτη (υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγή των πρώτης εναγούσης και δευτέρου ενάγοντος (ήδη δευτέρας και πρώτου εφεσιβλήτων) … και ……… απερρίφθη ως κατ ουσίαν αβάσιμη λόγω μη καταβολής του προσήκοντος δικαστικού ενσήμου (υπό την αιτιολογίαν ότι ο περιορισμός των καταψηφιστικών αιτημάτων σε εν μέρει αναγνωριστικά κατά τα ειδικώτερον εις το σκεπτικόν της εκκαλουμένης διαλαμβανόμενα δεν αίρει την υποχρέωση καταβολής του δικαστικού ενσήμου ουχί μόνον διά τα εναπομείναντα καταψηφιστικά αλλά και διά τα εις εν μέρει αναγνωριστικά τραπέντα αιτήματα της ως άνω αγωγής ως κατατεθείσης μετά την ισχύν των άρθρων 70§3 και 72§13 Ν. 3994 /2011). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες: ι) οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος υπό την ιδιότητα αυτών ως εναγόντων της συνεκδικασθείσης πρώτης ως άνω αγωγής, ιι) η πέμπτη εκκαλούσα υπό την ιδιότητα αυτής ως ετερορρύθμου εταιρείας, εις την οποίαν προ της ασκήσεως της εφέσεως μετετράπη η ενάγουσα ομόρρυθμος εταιρεία της συνεκδικασθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής (πρβλ. ΕφΑθ 7082 /2006, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 444630, ΕφΑθ 972 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 345125, ΕφΑθ 3115 /2002, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 320449 και ΕφΑθ 9588 /1995, ΤΝΠΔΣΑ) και ιιι) άπαντες οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος εκκαλούντες και πέμπτη εκκαλούσα υπό την ιδιότητα αυτών ως δευτέρου, τρίτου, πέμπτου, τετάρτου και πρώτης εναγομένων της συνεκδικασθείσης τρίτης ως άνω αγωγής, οι οποίοι διά τους εμπεριεχομένους στο δικόγραφο της εφέσεως λόγους ζητούν μετ’ εξαφάνισιν της εκκαλουμένης την ουσιαστική παραδοχή των συνεκδικαζομένων πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών και την απόρριψη της τρίτης εξ αυτών (διά ουσιαστικής ερεύνης της ιστορικής βάσεως της αγωγής και ουχί λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου).

ΣΤ) Κατά το άρθρο 33(§§1&2) Ν. 4446 /2016 ορίζεται αφ’ ενός ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 7 ΝΔ 1544 /1942, όπως αντικατεστάθη διά των άρθρων 70 Ν. 3994 /2011 και 21 Ν. 4055 /2012, αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, το οποίο επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 Ν. ΓΠΟΗ /1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές» και αφ’ ετέρου ότι η διάταξη της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πρό της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, εφ’ όσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την δημοσίευσή του. Ούτως, μετά την διά του ως άνω νόμου κατάργηση του δικαστικού ενσήμου διά τις αναγνωριστικές αγωγές δεν απαιτείται πλέον δικαστικό ένσημο και επί αγωγών, οι οποίες υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς των άρθρων 70, 72§14 Ν. 3994 /2011 και 21§2 Ν. 4055 /2012 είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές προ της 25ης Ιουλίου 2011 αλλά περιωρίσθησαν (ετράπησαν) εις αναγνωριστικές μετά την ως άνω ημερομηνία (βλ. ΑΠ 2037 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΘεσσ 2152 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 711565 και ΤριμΕφΘρακ 21 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 699701). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 ΓΠΟΗ /1912 «περί δικαστικού ενσήμου», όπως ερμηνεύθη αυθεντικώς διά του ΝΔ 1544 /1942 και ετροποποιήθη διά του ΝΔ 4189 /1961, εάν ο ενάγων παραλείψει την προκαταβολή του οφειλομένου τέλους δικαστικού ενσήμου, δικάζεται ερήμην και η αγωγή απορρίπτεται κατ’ άρθρον 272§1 ΚΠολΔ, διά της οποίας διατάξεως (τόσον προ της καταργήσεως αυτής διά του άρθρου 13§2 Ν. 2915 /2001 όσον και μετά την επαναπροσθήκη αυτής διά του άρθρου 30 Ν. 3994 /2011) ωρίζετο ότι εάν η συζήτηση γίνεται επιμελεία του ενάγοντος και αυτός δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος κανονικώς κατά την πρώτη συζήτηση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση άνευ αυτού και απορρίπτει την αγωγή. Μετά την (λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου) τελεσίδικία της η απορριπτική της αγωγής απόφαση ένεκα μη καταβολής δικαστικού ενσήμου δημιουργεί δεδικασμένο διά την ουσίαν της υποθέσεως και συνεπώς αποκλείεται ή άσκηση μεταγενεστέρας υπό το αυτό αντικείμενον αγωγής μεταξύ των αυτών διαδίκων (βλ. ΑΠ 181 /2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 567 /2012, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1107 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 373364 και ΤριμΕφΛαρ 67 /2017, ΤΝΠΔΣΑ). Το αυτό ίσχυε και κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ καταργήσεως και επαναπροσθήκης του άρθρου 272§1 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1572 /2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1337 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 560321, ΑΠ 1171 /2009, ΤΝΠΔΣΑ, ΤριμΕφΛαρ 66 /2015, ΤΝΠΔΣΑ και ΤριμΕφΛαρ 152 /2013, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου κατά το άρθρο 516(§§1&2) ΚΠολΔ δικαίωμα εφέσεως έχουν, εφ’ όσον ηττήθησαν εν όλω ή εν μέρει εις την πρωτόδικη δίκη, πλήν άλλων ο ενάγων και ο εναγόμενος, ενώ ο νικήσας διάδικος δικαιούται εις άσκησιν εφέσεως, εφ’ όσον έχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Η απόρριψη αγωγής ως προώρως ασκηθείσης ή ως απαραδέκτου (όπως λόγω αοριστίας) δεν δημιουργεί δεδικασμένο διά το ουσιαστικό δικαίωμα. Υφίσταται, όμως, κατ’ αυτήν την περίπτωσιν, έννομο συμφέρον στο πρόσωπο του νικήσαντος εναγομένου προς άσκησιν εφέσεως, όταν, κατά τους ισχυρισμούς του, η κατ’ αυτού ασκηθείσα αγωγή, ενώ ήτο παραδεκτή (όπως ορισμένη), εσφαλμένως απερρίφθη ως απαράδεκτη αλλά έπρεπε να ερευνηθεί και να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη (βλ. ΑΠ 1467 /1998, ΕλλΔνη 40: 1315 ή ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΔωδ 17 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 661975). Εις την προκειμένη περίπτωση διά του αντιστοίχου λόγου εφέσεως οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος εκκαλούντες και η πέμπτη εκκαλούσα υπό την ιδιότητα αυτών ως εναγομένων της πρωτοδίκως συνεκδικασθείσης τρίτης ως άνω αγωγής αιτιώνται ότι, αν και η προαναφερομένη αγωγή απερρίφθη εναντίον αυτών λόγω της τεκμαιρομένης ερημοδικίας των εναγόντων εξ αιτίας της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, εν τούτοις έχουν έννομο συμφέρον ασκήσεως εφέσεως κατά του απορριπτικού της συγκεκριμένης αγωγής κεφαλαίου της εκκαλουμένης, προκειμένου η αγωγή να απορριφθεί τελεσιδίκως ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Ο κρινόμενος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος, αφού, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, η ως άνω αγωγή απερρίφθη λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου (ουχί ως απαράδεκτη αλλά) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, οπότε δεν υφίσταται έννομο συμφέρον αυτών διά προσβολή του συγκεκριμένου κεφαλαίου της εκκαλουμένης. Αντιθέτως, οι (αντίθετη έφεση μη ασκήσαντες) ενάγοντες είχαν έννομο συμφέρον προς άσκησιν εφέσεως επικαλούμενοι ως μοναδικό λόγο την άρση της ελλείψεως εκ της μη καταβολής δικαστικού ενσήμου διά της προσκομιδής τούτου εις δεύτερον βαθμόν (και διά προσθέτου λόγου εφέσεως την βάσει του άρθρου 33 Ν. 4446 /2016 μεσολαβήσασα νομοθετική μεταβολή περί μη αναγκαιότητος καταβολής δικαστικού ενσήμου διά τις αναγνωριστικές αγωγές (πρβλ. ΑΠ 2037 /2017, ο.π., ΑΠ 1572 /2013, ο.π., ΤριμΕφΘεσσ 2152 /2017, ο.π. και ΤριμΕφΘρακ 21 /2017, ο.π.).

Ζ) Από τις ρυθμίζουσες την έκδοσιν οικοδομικών αδειών διατάξεις των άρθρων 52 και 53 ΝΔ 17-7 /16-8-1923, 22§1 Ν. 1577 /1985 και 3(§§1,2,&3) & 5§§1,2,3,4,6,7&8 ΠΔ 8-7-1993 (ΦΕΚ Δ΄ 795 /13-7-1993) συνάγεται ότι διά την χορήγηση της οικοδομικής αδείας απαιτείται, πλήν άλλων, η επισύναψη και προσκομιδή τίτλου ιδιοκτησίας και προσφάτου πιστοποιητικού ιδιοκτησίας του αρμοδίου υποθηκοφυλακείου διά κάθε οικόπεδο ή εκτός σχεδίου γήπεδο άρτιον κατά παρέκκλισιν. Οι δέ ιδιοκτήτες πρέπει να δηλώσουν ενυπογράφως επί του τοπογραφικού διαγράμματος και ευθύνονται διά την ακρίβειαν των δηλουμένων ορίων των οικοπέδων και διά την ύπαρξη και την αιτίαν του δικαιώματος αυτών προς αίτησιν εκδόσεως οικοδομικής αδείας. Συνακολούθως, επιτρέπεται, κατ’ αρχήν, η χορήγηση οικοδομικής αδείας και διά τμήμα ενιαίου οικοπέδου, εφ’ όσον, όμως, έχει συσταθεί κάθετος ιδιοκτησία επ’ αυτού και επιπροσθέτως εξασφαλίζεται η πλήρης τήρηση των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας εν σχέσει προς το σύνολον των πλειόνων οικοδομημάτων, τα οποία επιτρέπεται να ανεγερθούν εντός αυτού συμφώνως προς την συνολικήν έκτασίν του (βλ. ΣτΕ 1119 /2008, ΕλλΔνη 49: 1251). Η παρά της πολεοδομικής αρχής εκδιδομένη οικοδομική άδεια τυγχάνει, κατ’ άρθρον 329§§1&5 Κώδικος Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ), εκτελεστή διοικητική πράξη (βλ. Παύλου – Μιχαήλ Ευστρατίου, «Οι νέες αρμοδιότητες των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επί θεμάτων πολεοδομικού και οικοδομικού δικαίου», ΕλλΔνη 44: 34επ. και 52). Μετά την χορήγηση οικοδομικής αδείας δεν επιτρέπεται η ανάκληση αυτής ή η διακοπή των βάσει αυτής εκτελουμένων εργασιών, εκτός αν διαπιστωθεί το παράνομον της αδείας ή συντρέχει άλλος ειδικώς υπό του νόμου προβλεπόμενος λόγος ανακλήσεως. Η πράξη περί διακοπής των εργασιών πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, προσδιορίζουσα σαφώς την εις βάρος της οικοδομικής αδείας αποδιδομένην νομικήν πλημμέλειαν ή τον λόγον τον επιβάλλοντα την διακοπήν των εργασιών, ενώ η επ’ αόριστον διακοπή των οικοδομικών εργασιών συνιστά ανάκληση της οικοδομικής αδείας (βλ. ΣτΕ 4451 /2005, ΕλλΔνη 47: 1247). Αρμόδια προς εκδίκασιν αιτήσεως ακυρώσεως και αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως οικοδομικής αδείας τυγχάνουν τα διοικητικά δικαστήρια, όπως συμβαίνει και διά τα εις ακύρωσιν ή αναστολήν των λοιπών ατομικών διοικητικών πράξεων αναγόμενα θέματα (βλ. ΕπΑνΣτΕ 402 /2008, ΕλλΔνη 49: 1136, ΕπΑνΣτΕ 152 /2007, ΕλλΔνη 48: 1154, ΣτΕ 4000 /2004, ΕλλΔνη 46: 1272 και ΑΠ 171 /2006, ΕλλΔνη 48: 192).  Συμφώνως δέ προς παγίαν αρχήν του διοικητικού δικαίου η ατομική διοικητική πράξη ανεξαρτήτως της τυχόν εμφιλοχωρήσεως νομικής πλημμελείας παράγει άπαντα τα έννομα αποτελέσματα αυτής από της ενάρξεως έως της διά δικαστικής αποφάσεως ακυρώσεως ή της ανακλήσεως ή καταργήσεως ή εν γένει παύσεως της ισχύος αυτής. Τούτο ισχύει, και άν ακόμη η έκδοση και ισχύς της πράξεως παραβιάζει την αρχή της νομιμότητος και η πράξη έχει ελάττωμα δυνάμενο να επιφέρει ακύρωσιν αυτής εν περιπτώσει προσβολής διά του προβλεπομένου ενδίκου βοηθήματος. Ως εκ του τεκμηρίου νομιμότητος της διοικητικής πράξεως τα διοικητικά όργανα δεν δύνανται να θεωρήσουν την πράξη ως άκυρη ή ανίσχυρη προ της ανακλήσεως ή ακυρώσεως ή καταργήσεως αυτής. Όμως, τα πολιτικά δικαστήρια, όταν δικάζουν ιδιωτικές διαφορές υπαγόμενες εις την δικαιοδοσίαν αυτών, έχουν, κατ’ άρθρον 2 ΚΠολΔ, το δικαίωμα της παρεμπιπτούσης ερεύνης του κύρους και της νομιμότητος της διοικητικής πράξεως ακόμη και προ της ανακλήσεως, ακυρώσεως ή καταργήσεως αυτής. Η δυνατότης αυτή υφίσταται και όταν ακόμη έχει παρέλθει άπρακτη η εκ του νόμου προβλεπομένη προθεσμία προσβολής της πράξεως διά προσφυγής ή αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, διότι το απρόσβλητον της ατομικής διοικητικής πράξεως ένεκα παρελεύσεως της προβλεπομένης προθεσμίας προσβολής δεν αναιρεί την κατά το ιδιωτικό δίκαιο τυχόν παρανομία την απορρέουσα από τέτοια διοικητική πράξη. Δηλαδή, παρά το απρόσβλητον της ατομικής διοικητικής πράξεως κατά το διοικητικό δίκαιο, είναι δυνατόν να μην αναιρείται η παρανομία κατά το ιδιωτικό δίκαιο, όταν η ατομική διοικητική πράξη είναι αντίθετη προς κανόνα ιδιωτικού δικαίου ή προς ιδιωτικήν συμφωνίαν δεσμευτικήν και διά το υπέρ ού η διοικητική πράξη πρόσωπο. Η τοιαύτη διαφορετική αντιμετώπιση της αυτής διοικητικής πράξεως αναλόγως της δικαιοδοσίας, υπό το πρίσμα της οποίας αυτή εξετάζεται, δεν αποτελεί ανωμαλία ή διάσπαση της εννόμου τάξεως, καθώς η προσβολή της διοικητικής πράξεως ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου έχει ως αντικείμενον την ακύρωση αυτής, ενώ η παρεμπίπτουσα εξέταση της πράξεως εντός του πλαισίου πολιτικής δίκης έχει διαφορετικό αντικείμενο συνιστάμενο εις την άρση της δημιουργηθείσης προσβολής κατά τρόπον αντίθετον προς τους κανόνες ιδιωτικού δικαίου (βλ. ΑΠ 1473 /2002, ΕλλΔνη 45: 742 και ΑΠ 127 /2002, ΕλλΔνη 43: 727). Εξ άλλου, κατά το άρθρον 17(§§1,10&12) Ν. 1337 /1983, τα αυθαίρετα κτίσματα ή εν γένει κατασκευές, τα οποία (και οι οποίες) ανεγείρονται (εντός ή εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή προϋπαρχόντων του έτους 1923 οικισμών) μετά την 31ην Ιανουαρίου 1983, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς υπό των κυρίων ή των συγκυρίων αυτών, ακόμη και ένα έχει αποπερατωθεί η κατασκευή ή αν το κτίσμα κατοικείται ή χρησιμοποιείται καθ’ οιονδήποτε τρόπον (§1). Προ της κατεδαφίσεως των κατεδαφιστέων αυθαιρέτων του ως άνω άρθρου δεν επιτρέπεται: α) η μεταβίβαση αυτών ή η σύσταση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ’ αυτών ή επί του οικοπέδου, εφ’ ού ταύτα κατεσκευάσθησαν. Πάσα μεταβίβαση γινομένη κατά παράβασιν των ανωτέρω θεωρείται αυτοδικαίως και εξ αρχής άκυρος, β) η σύνδεση αυτών μετά των δικτύων παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, υδρεύσεως και αποχετεύσεως και τηλεπικοινωνιών απαγορεύεται (§10). Εις πάσαν δικαιοπραξίαν συντασσομένην μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος νόμου και έχουσαν ως αντικείμενον μεταβίβασιν κτίσματος, αναφέρεται διά του πωλητηρίου συμβολαίου ο αριθμός αδείας οικοδομήσεως του κτίσματος και επισυνάπτεται επικυρωμένον αντίγραφον αυτής, εφ’ όσον το κτίσμα ωκοδομήθη μετά την έναρξιν ισχύος του παρόντος νόμου. Εάν το μεταβιβαζόμενον κτίσμα έχει ανεγερθεί προ της ισχύος του παρόντος νόμου επισυνάπτεται υπεύθυνος δήλωσις των δικαιοπρακτούντων. Οι κατά παράβασιν της ως άνω διατάξεως συντάσσοντες συμβόλαια συμβολαιογράφοι, οι δικαιοπρακτούντες, οι μεσολαβούντες μεσίτες, οι παριστάμενοι κατά την σύνταξιν των συμβολαίων δικηγόροι και οι μεταγράφοντες ταύτα υποθηκοφύλακες τιμωρούνται διά των εν τη παραγράφω 8 αναφερομένων ποινών (§12). Από το σκοπόν των προαναφερομένων διατάξεων, ο οποίος συνίσταται εις την αποτελεσματική αντιμετώπιση της αυθαιρέτου δομήσεως εν συνδυασμώ προς την γραμματική διατύπωση αυτών, η οποία αναφέρεται σε δικαιοπρακτούντες προς διάθεση αυθαιρέτων, συνάγεται ότι η διά των ως άνω διατάξεων τιθεμένη απαγόρευση αφορά (ουχί εις την δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως περίπτωση μεταβιβάσεως αυθαιρέτων κτισμάτων αλλά μόνον) εις την εκουσίαν εκποίηση των αυθαιρέτων κτισμάτων (βλ. ΑΠ 265 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 349833). Αυθαίρετα, κατά τα άρθρα 17§§1&10 Ν. 1337 /1983 (όπως συνεπληρώθη διά του άρθρου 8 Ν. 1512 /1985), νοούνται όσα κτίσματα έχουν αυτοτελή ύπαρξη, ενώ κατά το άρθρο 1 ΠΔ 12-7-1983 (ΦΕΚ Δ΄ 291 /1983), το οποίον εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότησιν του άρθρου 17§7 Ν. 1337 /1983, όταν δεν πρόκειται διά τις περιπτώσεις του άρθρου 3 ΠΔ 12-7-1983 (κτίσματα εντοπιζόμενα κατά τον χρόνον κατασκευής αυτών) ο χαρακτηρισμός κτίσματος ως αυθαιρέτου γίνεται διά συντάξεως εκθέσεως αυτοψίας της κατά τόπον αρμοδίας πολεοδομική υπηρεσίας (βλ. ΑΠ 1734 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 617695). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 15§1 Ν. 1337 /1983 (όπως το δεύτερο εδάφιο της ως άνω παραγράφου αντικατεστάθη διά του άρθρο 8§6 Ν. 1512 /1985) αναστέλλεται η κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων, τα οποία έχουν ανεγερθεί μέχρι 31ης Ιανουαρίου 1983 και ευρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμών προϋπαρχόντων του έτους 1923, εάν οι ιδιοκτήτες αυτών υποβάλουν εμπροθέσμως τις διά των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου αυτού προβλεπόμενες δηλώσεις. Διά τα εκτός σχεδίου αυθαίρετα η αναστολή από την κατεδάφιση ισχύει μέχρι να ρυθμισθεί η χρήση γής της περιοχής των συγκεκριμένων ακινήτων και κριθεί η οριστική διατήρηση ή μη εκάστου συγκεκριμένως αυθαιρέτου συμφώνως προς το άρθρο 16§3. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η, κατά τα ως άνω, προ της κατεδαφίσεως απαγόρευση μεταβιβάσεως των αυθαιρέτων κτισμάτων ή κατασκευών εν γένει ή συστάσεως εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ’ αυτών ή επί του οικοπέδου, εντός του οποίου αυτά έχουν κατασκευασθεί, όπως και η (ως κύρωση διά την παράβαση της συγκεκριμένης απαγορεύσεως οριζομένη από την εις ανωτέρω σημείο αναφερομένη διάταξη) αυτοδικαία και εξ αρχής ακυρότης της οικείας δικαιοπραξίας αναφέρεται ουχί μόνον εις τα αυθαίρετα κτίσματα ή κατασκευές εν γένει, τα οποία (και οι οποίες) ανεγείρονται μετά την 31ην Ιανουαρίου 1983, αλλά και σε όσα έχουν ανεγερθεί πρό της χρονολογίας ταύτης, διά τα οποία γίνεται αναφορά διά του άρθρου 15 Ν. 1337 /1983 και κατά τις διατάξεις αυτού δεν εξαιρούνται της κατεδαφίσεως. Κατά λογικήν ακολουθία, δεν ισχύει η απαγόρευση της μεταβιβάσεως και δεν είναι άκυρη η οικεία δικαιοπραξία, όταν πρόκειται διά αυθαίρετα κτίσματα, τα οποία έχουν μέν ανεγερθεί εκτός σχεδίου μέχρι την 31ην Ιανουαρίου 1983 αλλά έχει ανασταλεί η κατεδάφιση αυτών. Ως αυθαίρετα, όμως, κτίσματα ή κατασκευές, κατά την έννοια της ανωτέρω απαγορευτικής διατάξεως, θεωρούνται τα οικοδομήματα και εν γένει κατασκευές, τα οποία (και οι οποίες) έχουν ανεγερθεί κατά παράβασιν των οικείων πολεοδομικών διατάξεων, έχουν αυτοτελή ύπαρξη και είναι δεκτικά μεταβιβάσεως σε τρίτους ή συστάσεως εμπράγματων δικαιωμάτων επ’ αυτών κατά τις οικείες διατάξεις του ΑΚ ή του Ν. 3741 /1929 «περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους». Επομένως, η κατά τα προεκτιθέμενα απαγόρευση διαθέσεως ή συστάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος δεν εκτείνεται και στα οικοδομήματα, τα οποία έχουν εξαιρεθεί από την κατεδάφιση αλλά επί των οποίων μεταγενεστέρως έγιναν χάριν καλύτερης εξυπηρετήσεως του εκ της κατασκευής προορισμένου σκοπού αυτών διαρρυθμίσεις ή προσθήκες άνευ και πάλιν της απαιτουμένης προς τούτο οικοδομικής αδείας, καθ’ όσον κατά την συγκεκριμένη περίπτωση το εκ νέου αυθαίρετο περιορίζεται σε μόνη την άνευ αδείας διαρρύθμιση ή προσθήκη, η οποία και μόνον υπόκειται πλέον σε αυτοτελή κατεδάφιση, αν δεν νομιμοποιηθεί ή δεν συντρέχει περίπτωση νομιμοποιήσεώς της, η οποία (κατεδάφιση) είναι ανεξάρτητη από την τελική τύχη του ήδη εξαιρεθέντος από αυτήν αρχικού κτίσματος (βλ. ΑΠ 533 /2007, ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης, εφ’ όσον διά των άρθρων 15 και 17 Ν. 1337 /1983, 22 Ν. 1577 /1985 (ΓΟΚ), 4 ΑΝ 410 /1908 (όπως η παράγραφος 1 αυτού αντικατεστάθη διά του άρθρου 2 Ν. 651 /1977) και 3 Ν. 651/1977, προβλέπονται, μεταξύ άλλων, αφ’ ενός ότι πάσα εργασία δομήσεως επιτρεπομένη διά των ισχυουσών διατάξεων εντός οιουδήποτε οικισμού ή εκτός αυτού, πρέπει να μην εκτελείται άνευ αδείας της αρμόδιας αρχής, αφ’ ετέρου ότι πάσα εργασία δομήσεως εκτελουμένη άνευ αδείας της αρμόδιας αρχής θεωρείται αυθαίρετη, εκ τρίτου ότι ο χαρακτηρισμός κατασκευής τινός ως αυθαιρέτου, η επιβολή προστίμου και η κατεδάφιση αυτής γίνεται δι’ αποφάσεως του προϊσταμένου της κατά τόπον αρμοδίας πολεοδομικής αρχής και τέταρτον ότι πλέον τούτων (ήτοι της επιβολής προστίμου και κατεδαφίσεως της αυθαιρέτο κατασκευής) επιβάλλονται και ποινικές κυρώσεις εις βάρος του ιδιοκτήτη και του αναλαβόντος την εκτέλεση της αυθαιρέτου κατασκευής εργολάβου, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι είναι έγκυρη, κατ’ άρθρον 683 ΑΚ, η σύμβαση έργου μετ’ αντικειμένου κατασκευής οικοδομής, διά την οποίαν κατά τον χρόνον καταρτίσεως της συμβάσεως δεν υπάρχει η κατά νόμον απαιτουμένη άδεια της αρμοδίας πολεοδομικής υπηρεσίας, η έκδοση, όμως, της αδείας αυτής είναι δυνατή, ακόμη και εκ των υστέρων (τηρουμένων των νομίμων διατυπώσεων), διότι, άν και προβλέπονται υπό του νόμου αυστηρές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις, εν τούτοις δεν αποδοκιμάζεται και συνακολούθως δεν απαγορεύεται η σύμβαση, ώστε να επέρχεται ακυρότης αυτής, κατ’ άρθρον 174 ΑΚ, ενώ απαγορεύεται μέν η παροχή (ήτοι η εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών), ουχί, όμως, καθ’ εαυτήν αλλά μόνον εάν δεν πληρούται ορισμένη διατύπωση, δηλαδή μόνον αν δεν έχει χορηγηθεί η σχετική οικοδομική άδεια (βλ. ΑΠ 2041 /2013, ΤΝΠΔΣΑ).  Εις την προκειμένην περίπτωσιν η συνεκδικασθείσα δευτέρα (υπ’ αριθ. καταθ. ……..) αγωγή της εναγούσης ομορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμία «………» (η οποία είχε μετονομασθεί ούτως προ της ασκήσεως της αγωγής από την αρχική επωνυμία «………..» και ήδη προ της ασκήσεως της εφέσεως έχει τροποποιηθεί εις την πέμπτην εκκαλούσα ετερόρρυθμη εταιρεία υπό την επωνυμίαν «………..») κατά των εναγομένων ……… και ………. τυγχάνει μη νόμιμη: α) κατά το σκέλος της ιστορικής βάσεως αυτής, διά του οποίου επιχειρείται να θεμελιωθεί αδικοπρακτική συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων εναντίον της εναγούσης (και δή επενεγκούσα προσβολήν της νομικής προσωπικότητός της) και επιδιώκεται η αναγνώριση της υποχρεώσεως των εναγομένων διά καταβολήν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης χρηματικού ύψους 120.000 ευρώ επί τη βάσει αφ’ ενός της εξιστορήσεως της υποβολής υπό του πρώτου εναγομένου (κατ’ εντολήν της δευτέρας εναγομένης) καταγγελίας προς την αρμοδίαν πολεοδομικήν αρχήν (εν σχέσει προς τον υπ’ αριθ. ……… φάκελλο της εναγούσης προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά νομιμοποίηση – έκδοση οικοδομικής αδείας διά την οικοδομήν επί της οδού …………. αριθ. … στο …. Πειραιώς), ένεκα της οποίας καταγγελίας, κατά τους ως άνω αγωγικούς ισχυρισμούς, προεκλήθη η απόφαση της ως άνω Υπηρεσίας διά μέτρηση της προαναφερομένης οικοδομής, και αφ’ ετέρου της εξιστορήσεως της διενεργείας από τους εναγομένους ενεργειών προς παρεμπόδιση της ως άνω μετρήσεως. Τούτο, διότι [ανεξαρτήτως του ότι διά του ως άνω αγωγικού δικογράφου αφ’ ενός ουδόλως διευκρινίζεται εάν ο υπ’ αριθ. …….. φάκελλος της εναγούσης προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά «νομιμοποίηση – έκδοση οικοδομικής αδείας» αφεώρα εις έκδοση αρχικής οικοδομικής αδείας ή εις αναθεώρηση ήδη ανακληθείσης (και διά ποίον λόγον) αρχικής οικοδομικής αδείας ούτε εξιστορείται ποίον ετύγχανε το ακριβές περιεχόμενο της καταγγελίας των εναγομένων προς την ως άνω Πολεοδομική Αρχή και αφ’ ετέρου ουδαμώς προσδιορίζεται ποίες ήσαν οι διά του συγκεκριμένου σκέλους της ιστορικής βάσεως της αγωγής (αορίστως εξιστορούμενες) διακωλυτικές ενέργειες των εναγομένων (πέραν των εις το δεύτερο σκέλος της ιστορικής βάσεως της αγωγής αναφερομένων αντιστοίχων), ένεκα των οποίων υπήρξε αδικοπρακτική συμπεριφορά των ως άνω διαδίκων κατά του νομικού προσώπου της], εις πάσαν περίπτωσιν αυτή καθ’ εαυτήν η υποβολή καταγγελίας και η ένεκα ταύτης πρόκληση αποφάσεως εις την αρμοδίαν πολεοδομικήν αρχήν προς διενέργεια μετρήσεως επί της υπό πολεοδομικόν έλεγχον τελούσης οικοδομής δεν συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά αλλά δικαίωμα παντός πολίτου έχοντος έννομο συμφέρον (κατ’ άρθρον 423 ΚΒΠΝ πάς πολίτης δικαιούται να καταγγέλλει την πιθανολογουμένη ύπαρξη κινδύνου στις οικοδομές), πολλώ μάλλον, αφού δεν εξιστορείται ούτε υποστηρίζεται υπό της εναγούσης ότι η καταγγελία ήτο ψευδής ούτε ότι η απόφαση της οικείας Πολεοδομικής Αρχής διά μέτρηση της προαναφερομένης οικοδομής ήτο παράνομη, οπότε διά της τοιαύτης (μη εξιστορουμένης ως παρανόμου) αποφάσεως της οικείας πολεοδομικής αρχής προς μέτρηση της υπό έλεγχον οικοδομής, διακόπτεται οιαδήποτε πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ  της διά της αγωγής αορίστως εξιστορουμένης καταγγελίας ως αιτίου και της εξιστορουμένης προσβολής της νομικής προσωπικότητος της εναγούσης εταιρείας ως αιτιατού, β) κατά το σκέλος της ιστορικής βάσεως αυτής, διά του οποίου επιχειρείται να θεμελιωθεί αδικοπρακτική συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων εναντίον της εναγούσης (και δή επενεγκούσα προσβολήν της νομικής προσωπικότητός της) και επιδιώκεται η αναγνώριση της υποχρεώσεως των εναγομένων διά καταβολήν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης χρηματικού ύψους 120.000 ευρώ επί τη βάσει της εξιστορήσεως ότι πρίν από την 13η Νοεμβρίου 2009 τόσον ο πρώτος εναγόμενος, εκμεταλλευμόμενος την μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2009  αδράνεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (προς επεξεργασία του υπ’ αριθ. … . φακέλλου της εναγούσης προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά «νομιμοποίηση – έκδοση οικοδομικής αδείας») και προς τον σκοπόν επιμηκύνσεως της ως άνω στασιμότητος ως προς την διενέργεια της μετρήσεως, υπέβαλε αίτηση περί αναρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της ως άνω μετρήσεως, την οποίαν η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά του από 14-9-2009 υπηρεσιακού εγγράφου παρέπεμψε προς την Νομική Υπηρεσία του Δήμου Πειραιώς, η οποία διά του υπ’ αριθ. …… εγγράφου της εγνωμοδότησε θετικώς (υπέρ της αρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της μετρήσεως), η οποία τελικώς διά του υπ’ αριθ. …… εγγράφου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ωρίσθη διά την 13η Νοεμβρίου 2013, όσον και αμφότεροι οι εναγόμενοι προέβησαν εις επανειλημμένες επισκέψεις και άσκησαν προφορικές πιέσεις προς την Διεύθυνση Αρχιτεκτονικού Γενικού Σχεδιασμού Πόλεως του Δήμου Πειραιώς (προς επίτευξιν της αναβολής της μετρήσεως), οπότε οι αντίδικοι διά των ως άνω πράξεων αυτών ετέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της αυτοδικίας και της απειθείας, διά τον λόγον ότι, κατά παράλειψιν ακολουθήσεως της νομίμου δικαστικής οδού, επεχείρησαν, κατά τα διά της αγωγής εξιστορούμενα, διά των ως άνω προφορικών πιέσεων να παρεμποδίσουν τους υπαλλήλους της ως άνω Υπηρεσίας από την εκτέλεση της νομίμου ενεργείας της προαναφερομένης μετρήσεως, δίχως, όμως, να επιτύχουν τον σκοπόν αυτών, αφού η γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του ως άνω Δήμου ετάχθη υπέρ της συντελέσεως της ως άνω μετρήσεως, η οποία τελικώς προσδιωρίσθη να πραγματοποιηθεί την 13η Νοεμβρίου 2009. Τούτο, διότι, ακόμη και υπό τα διά του αγωγικού δικογράφου εξιστορούμενα, η υπ’ αριθ. ……… θετική γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου Πειραιώς υπέρ της αρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της ως άνω μετρήσεως συνετελέσθη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ουχί μείζονος των είκοσι ημερών [από του χρόνου (περί τις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου 2009) υποβολής της αντιθέτου περιεχομένου αιτήσεως από τον πρώτον εναγόμενο (περί αναρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της ως άνω μετρήσεως) μέχρι της εκδόσεως της υπ’ αριθ. …… θετικής γνωμοδοτήσεως της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου Πειραιώς (υπέρ της αρμοδιότητος του ως άνω Τμήματος προς διενέργειαν της προαναφερομένης μετρήσεως)], οπότε -πέραν του ως άνω ευλόγου εικοσαημέρου χρονικού διαστήματος από της υποβολής της ως άνω αιτήσεως από τον πρώτον εναγόμενο μέχρι της εκφοράς της ως άνω γνωμοδοτήσεως της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου Πειραιώς- το εν συνεχεία διαδραμόν χρονικό διάστημα (από της εκφοράς της ως άνω νομικής γνωμοδοτήσεως την 24η Σεπτεμβρίου 2009 έως της προσδιορισθείσης ημερομηνίας διά την διενέργειαν της μετρήσεως την 13η Νοεμβρίου 2009) δεν συνιστά καθυστέρησιν οφειλομένην κατά πρόσφορον αιτιώδη συνάφεια εις την διά της αγωγής εξιστορουμένην ως άνω ενέργεια του πρώτου εναγομένου. Μάλιστα υπό τα ίδια ως άνω παρατιθέμενα στοιχεία της ιστορικής βάσεως της αγωγής ούτε αυτή καθ’ εαυτήν η ως άνω αίτηση του πρώτου εναγομένου (περί αναρμοδιότητος του Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της ως άνω μετρήσεως) δύναται να στοιχειοθετήσει αδικοπρακτική συμπεριφορά του ως άνω διαδίκου έναντι της εναγούσης, αφού διά της αγωγής η τοιαύτη αίτηση δεν περιγράφεται ως προδήλως αβάσιμη αλλά αντιθέτως εξιστορείται ότι η αίτηση παρεπέμφθη υπό του Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διερεύνησιν εις την Νομική Υπηρεσία του Δήμου Πειραιώς. Περαιτέρω, ουδόλως διά της ενδίκου αγωγής περιγράφεται το συγκεκριμένο περιεχόμενο των επιπροσθέτων ενεργειών αμφοτέρων των εναγομένων, οι οποίοι εξιστορείται υπό της εναγούσης ότι διά επανειλημμένων επισκέψεων και προφορικών πιέσεων επεχείρησαν να παρεμποδίσουν τους υπαλλήλους της ως άνω Υπηρεσίας από την εκτέλεση της νομίμου ενεργείας της προαναφερομένης μετρήσεως και ότι ούτως ετέλεσαν τα ποινικά αδικήματα της απειθείας και της αυτοδικίας κατά παράλειψιν ακολουθήσεως της νομίμου δικαστικής οδού, γ) κατά το σκέλος της ιστορικής βάσεως της ως άνω αγωγής, διά του οποίου επιχειρείται να θεμελιωθεί αδικοπρακτική συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων εναντίον της εναγούσης (και δή επενεγκούσα προσβολήν της νομικής προσωπικότητός της) και επιδιώκεται η αναγνώριση της υποχρεώσεως των εναγομένων διά καταβολήν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης χρηματικού ύψους 210.000 ευρώ επί τη βάσει της εξιστορήσεως ότι, όταν κατά την 13η Νοεμβρίου 2009 (ορισθείσα ημερομηνία διενεργείας της ως άνω μετρήσεως) οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω Υπηρεσίας προσήλθαν διά υλοποίησιν της προαναφερομένης μετρήσεως, οι εναγόμενοι ηρνήθησαν στους προσελθόντες πολεοδομικούς υπαλλήλους την είσοδο εντός του ιδιοκτήτου ακινήτου της δευτέρας εναγομένης, η οποία είσοδος, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, ήτο αναγκαία διά την διενέργεια της μετρήσεως επί της επιμάχου ομόρου οικοδομής, εις την οποίαν αφεώρα ο υπό της εναγούσης υποβληθείς φάκελλος νομιμοποιήσεως – εκδόσεως οικοδομικής αδείας, και επί πλέον διά φωνασκιών, χειρονομιών και απειλών περί κινήσεως της αυτοφώρου ποινικής διαδικασίας εις βάρος των ως άνω υπαλλήλων απέτρεψαν αυτούς από την διενέργειαν της τοιαύτης μετρήσεως από γειτονικά κτίρια, διαπράττοντες ούτως τα ποινικά αδικήματα της αυτοδικίας, της απειθείας και της αντιστάσεως κατά της αρχής. Τούτο, διότι, πέραν του ότι, όπως ορθώς πρωτοδίκως ερκίθη, εκ πράξεων, διά των οποίων παραβιάζεται διάταξη αποβλέπουσα αποκλειστικώς εις την προστασίαν της πολιτειακής εξουσίας (όπως επί περιπτώσεως παραβιάσεως των άρθρων 167 και 169 ΑΚ περί αντιστάσεως και απειθείας), δεν γεννάται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υπέρ τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, εκτός και εάν συνυπάρξει και επιπρόσθετη ιδιαίτερη ατομική προσβολή (όπως σωματική βλάβη, εξύβριση και απειλή) των δικαιωμάτων του οργάνου της εξουσίας (βλ. ΣυμβΑΠ 658 /1989, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 1903), ακόμη και υπό την εκδοχήν ότι διά της αγωγής προβάλλεται ότι ένεκα της εκ των προπεριγραφεισών ενεργειών των εναγομένων αναβολής της διαταχθείσης μετρήσεως της υπό έλεγχον πολυκατοικίας  επήλθε περαιτέρω καθυστέρηση εις την υπό της πολεοδομικής αρχής εξέταση του προαναφερθέντος φακέλλου της εναγούσης διά έκδοση αδείας – νομιμοποίηση της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής, και πάλιν δεν δύναται θεμελιωθεί κατά πρόσφορον αιτιώδη συνάφεια αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων εις βάρος της εναγούσης και δή δικαιολογούσα χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης, αφού ουδόλως διά του αγωγικού δικογράφου εξιστορείται περαιτέρω ότι η τοιαύτη οικοδομή ενομιμοποιήθη τελικώς διά της εκ των υστέρων εκδόσεως οικοδομικής αδείας ή αναθεωρήσεως αρχικής οικοδομικής αδείας (εις προγενέστερον χρόνον ανακληθείσης) αλλά αντιθέτως μέχρι και της πρωτοβαθμίου συζητήσεως της ως άνω αγωγής, η οποία συνετελέσθη κατά την δικάσιμον της 27ης Μαΐου 2015 (ήτοι ολόκληρον εξαετίαν μετά από τις διά της αγωγής εξιστορούμενες ως παράνομες και υπαίτιες ενέργειες των εναγομένων), αλλά και μέχρι της δευτεροβαθμίου συζητήσεως της ενδίκου υποθέσεως, η οποία συνετελέσθη την 2α Μαρτίου 2017 (ήτοι οκτώ σχεδόν έτη μετά από τις διά της αγωγής εξιστορούμενες ως αδικοπρακτικές ενέργειες των εναγομένων), ούτε διά των πρωτοβαθμίων προτάσεων ούτε διά των δικογράφων της ενδίκου εφέσεως και των δευτεροβαθμίων προτάσεων της εναγούσης (πέμπτης εκκαλούσης) εξιστορείται ότι εν τέλει εξεδόθη οικοδομική άδεια ή αναθεώρηση οικοδομικής αδείας προς νομιμοποίηση της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής, και δ) κατά το σκέλος της ιστορικής βάσεως της ως άνω αγωγής, διά του οποίου επιχειρείται να θεμελιωθεί αδικοπρακτική συμπεριφορά των ως άνω εναγομένων εναντίον της εναγούσης (και δή επενεγκούσα προσβολήν της νομικής προσωπικότητός της) και επιδιώκεται η αναγνώριση της υποχρεώσεως των εναγομένων διά καταβολήν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης χρηματικού ύψους 150.000 ευρώ επί τη βάσει της εξιστορήσεως ότι μετά την 13η Νοεμβρίου 2011 διά επισκέψεων και προφορικών πιέσεων των εναγομένων προς το Τοπογραφικό Τμήμα της Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Γενικού Σχεδιασμού Πόλεως του Δήμου Πειραιώς απεσκόπη και επετεύχθη υπό των ως άνω διαδίκων η οριστική αναστολή της προαναφερομένης μετρήσεως από την ως άνω Υπηρεσία. Τούτο, διότι διά τον ίδιον αμέσως ως άνω λόγον, αφού μάλιστα ουδόλως εξιστορείται διά του αγωγικού δικογράφου το περιεχόμενο των ως άνω πιέσεων και δή εάν διά των εξιστορουμένων «πιέσεων» προεβάλλοντο εκ μέρους των εναγομένων επιχειρήματα στηριζόμενα επί των υφισταμένων πολεοδομικών διατάξεων ή εάν ησκούντο άλλου είδους παράνομες πιέσεις και ποίου βαθμού, ώστε να διαταραχθεί η εξουσία της διοικήσεως εις τοσούτον βαθμόν, ώστε να απέχει από την άσκηση των νομίμων πολεοδομικών καθηκόντων επί έξι έτη από του εξιστορουμένου χρόνου ασκήσεως των «πιέσεων» μέχρι του προαναφερθέντος χρόνου πρωτοβαθμίου συζητήσεως της αγωγής, καθ’ όν χρόνον δεν εξιστορείται έστω διά των πρωτοβαθμίων προτάσεων της εναγούσης, κατά τα προαναφερθέντα, ότι εν τέλει ενομιμοποιήθη η πολυώροφος οικοδομής διά εκδόσεως ή αναθεωρήσεως κάποιας οικοδομικής αδείας της οικείας πολεοδομικής αρχής. Προς ενίσχυσιν των αγωγικών ισχυρισμών περί τρώσεως της αξιοπιστίας και της φήμης του νομικού προσώπου της από τις διά της ως άνω αγωγής περιγραφείσες και χαρκτηρισθείσες ως αδικοπρακτικές ενέργειες των εναγομένων η ενάγουσα ισχυρίσθη περαιτέρω ότι ένεκα της επελθούσης καθυστερήσεως διενεργείας της ως άνω μετρήσεως ηναγκάσθη να καταβάλλει ποινικές ρήτρες χρηματικού ύψους 2.900 ευρώ προς τους διά της αγωγής κατονομασθέντες αγοραστές διαμερισμάτων της πολυκατοικίας βάσει του εργολαβικού και των επιπροθέτως αναφερομένων δύο συμβολαίων. Όμως, ανεξαρτήτως του ότι διά του αγωγικού δικογράφου δεν προσδιορίζεται ποίες επακριβώς οριζόντιες ιδιοκτησίες διαμερισμάτων (συσταθείσες δια ποίας συμβολαιογραφικής πράξεως συστάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών) της υπό πολεοδομικόν έλεγχον τελούσης πολυκατοικίας ηγοράσθησαν υπό των ως άνω αγοραστών και ποίος ήτο ο συμφωνηθείς χρόνος παραδόσεως αυτών μεταξύ αυτής και των ως άνω αγοραστών, ώστε να δύναται να εκτιμηθεί προσηκόντως ότι ο συμβατικός χρόνος παραδόσεως αυτών παρεβιάσθη ή ότι η τυχόν ήδη υφισταμένη καθυστέρηση επετάθη έτι πλέον από τις ως παράνομες και υπαίτιες εξιστορούμενες ενέργειες των εναγομένων, εις πάσαν περίπτωσιν, κατά τα διά της αγωγής εκτιθέμενα, δεν περιγράφεται ούτε προσδιορίζεται ποία επακριβώς ετύγχανε η πολεοδομική πλημμέλεια ή παράβαση (αυθαίρετη κατασκευή) κατά την ανέγερση της υπό πολεοδομικόν έλεγχον πολυκατοικίας, ώστε να δύναται να εκτιμηθεί προσηκόντως εάν η τοιαύτη πολεοδομική αυθαιρεσία ηδύνατο εκ των υστέρων να νομιμοποιηθεί και εάν συνακολούθως οι συμβάσεις μεταβιβάσεως επί μέρους διαμερισμάτων της φερομένης αυθαιρέτου πολυκατοικίας ήσαν έγκυρες, λαμβανομένου προς τούτο υπ’ όψιν, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτιθέμενα, αφ’ ενός ότι η σύμβαση έργου μετ’ αντικειμένου κατασκευής οικοδομής, διά την οποίαν κατά τον χρόνον καταρτίσεως της συμβάσεως δεν υπάρχει η κατά νόμον απαιτουμένη άδεια της αρμοδίας πολεοδομικής υπηρεσίας, είναι έγκυρη, μόνον εάν πολεοδομικώς υφίσταται δυνατότης εκδόσεως τέτοιας οικοδομικής αδείας, και αφ’ ετέρου ότι η πώληση αυθαιρέτων κτισμάτων (και συνακολούθως οριζοντίων ιδιοκτησιών αυθαιρέτου πολυκατοικίας) τυγχάνει άκυρη, εκτός εάν αυτά έχουν νομίμως εξαιρεθεί της κατεδαφίσεως, όπερ ουδόλως εκτίθεται διά της ως άνω αγωγής, οπότε ο αγωγικός ισχυρισμός περί τρώσεως της αξιοπιστίας και της φήμης της εναγούσης εκ της καθυστερήσεως νομιμοποιήσεως της πολυκατοικίας από (φερόμενες) αδικοπρακτικές ενέργειες των εναγομένων μη νομίμως εκτίθενται, αφού, κατά τα διά της αγωγής εκτιθέμενα, η τρώση της φήμης και της αξιοπιστίας της εναγούσης ηδύνατο να έχει επέλθει εξ ιδίας πράξεώς της και δή εκ της υπ’ αυτής ανεγέρσεως πολυωρόφου οικοδομής, διά την οποίαν δεν υφίσταται ή έχει παύσει να υφίσταται νόμιμη οικοδομική άδεια. Ορθώς, κατά συνέπειαν, εκρίθη διά της εκκαλουμένης ως μη νόμιμος η ως άνω αγωγή κατά τα ως άνω τέσσερα επί μέρους σκέλη της ιστορικής βάσεως αυτής και ο περί του αντιθέτου λόγος της ενδίκου εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος.

Η) Κατά το άρθρο 422§2 Κώδικος Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ) εγκριθέντος διά του ΠΔ 14-7-1999 (ΦΕΚ Δ΄ 580 /1999), διά του οποίου αποδίδεται το περιεχόμενο του άρθρου 1 του από 13 /22-4-1929 Προεδρικού Διατάγματος (ΦΕΚ Α΄ 153), ορίζεται ότι οικοδομή και εν γένει κατασκευή θεωρείται επικίνδυνη από στατικής και δομικής απόψεως (κοινώς ετοιμόρροπη), όταν λόγω ανεπαρκούς ή κακής θεμελιώσεως, κακής ποιότητος ή συνθέσεως υλικών της υλοποιήσεώς της, κακότεχνης εργασίας δομήσεως, υποσκαφής ή διαβρώσεως εξ υδάτων ή άλλων υγρών, ακαταλλήλου διατάξεως ή συνδέσεως ή ανεπαρκών διαστάσεων των στοιχείων αυτής δεν παρουσιάζει εν όλω ή εν μέρει την απαιτουμένη ασφάλεια διά τα υπ’ αυτής βασταζόμενα φορτία ή τον προορισμόν της. Δι’ όποιες περιπτώσεις δεν έχει εκδοθεί ειδικός κανονισμός ασφαλείας (δηλαδή όρια ασφαλείας υλικών, τηρητέοι κανόνες υπολογισμού, όροι ποιότητος, επεξεργασίας και εφαρμογής υλικών, κανόνες δομήσεως και δοκιμές υλικών και κατασκευών), λαμβάνονται υπ’ όψιν τα εις την επιστήμη γενικώς ισχύοντα εν σχέσει προς την ειδική φύση και επεξεργασία των υλικών και τον τρόπο δομήσεως της υπό έλεγχον κατασκευής. Όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις του κινδύνου, οι οποίες εκδηλώνονται διά σημαντικών καθιζήσεων, παρεκκλίσεων, αποσυνθέσεως μαζών τοιχοποιίας, ρωγμών δηλωτικών στατικής ανεπαρκείας σε σημείον επικίνδυνον, ο κίνδυνος θεωρείται ως άμεσος και η κατασκευή χαρακτηρίζεται κοινώς ως επικινδύνως ετοιμόρροπος. Το αυτό ισχύει, και όταν δεν υπάρχουν οι προαναφερόμενες εξωτερικές ενδείξεις αλλά από τον υπολογισμό ή τον τρόπο δομήσεως (διά τα υπό εκτέλεσιν έργα) ή την επενέργειαν ορισμένων γνωστών αιτίων προκύπτει αναμφισβητήτως η ύπαρξη κινδύνου. Επί πλέον, κατά το άρθρο 423 ΚΒΠΝ, διά του οποίου αποδίδεται το περιεχόμενον του άρθρου 2 του από 13 /22-4-1929 Προεδρικού Διατάγματος, πάς πολίτης δικαιούται να καταγγέλλει την πιθανολογουμένη ύπαρξη κινδύνου στις οικοδομές, η δέ αστυνομική αρχή και η αρμοδία πολεοδομική υπηρεσία δικαιούνται να θέσουν υπό έλεγχον πάν κατασκεύασμα είτε αποπερατωμένον είτε υπό κατασκευήν προς εξακρίβωσιν υπάρχοντος τυχόν κινδύνου (§1). Εις πάσαν περίπτωσιν αρμοδία προς άσκησιν του ελέγχου ως προς τον υφιστάμενο κίνδυνο κατασκευών είναι η πολεοδομική υπηρεσία, στην οποία και πρέπει να παραπέμπεται πάσα σχετική καταγγελία ή αίτηση (§2). Όταν ο ιδιοκτήτης ακινήτου ζητεί τον έλεγχόν του υπό της πολεοδομικής υπηρεσίας από απόψεως ασφαλείας διά μελετώμενες εργασίες δομήσεως ή διά επαύξηση της φορτώσεώς του, οφείλει να συνυποβάλει μετά της αιτήσεώς του και σχετική έκθεση εξετάσεως της κατασκευής από δύο ιδιώτες πολιτικούς μηχανικούς και όσα σχετικά διαγράμματα θεωρηθούν αναγκαία υπό της υπηρεσίας. Εφ’ όσον παραστεί ανάγκη ο ιδιοκτήτης εκτελεί ιδίαις αυτού μερίμνη και δαπάναις πάσαν απαιτουμένη δοκιμαστική εργασία (§3). Περαιτέρω, διά του άρθρου 425 ΚΒΠΝ, διά του οποίου αποδίδεται το περιεχόμενον του άρθρου 4 του από 13 /22-4-1929 Προεδρικού Διατάγματος, ορίζονται τα εξής: η διά τον έλεγχο του κινδύνου αρμοδία πολεοδομική υπηρεσία κατόπιν καταγγελίας ή αιτήσεως ή ειδοποιήσεως της αστυνομίας ή και αυτεπαγγέλτως προβαίνει σε αυτοψία διά την εξακρίβωση του κινδύνου και συντάσσει σχετική έκθεση (πρωτόκολλο). Τα σχετικά προς τις ενστάσεις και την αναθεώρηση των προαναφερομένων εκθέσεων υπάγονται στις γενικές διατάξεις του άρθρου 426 και επομένων του παρόντος κεφαλαίου (§1). Η ανωτέρω έκθεση πρέπει να περιγράφει σαφώς το εξετασθέν ακίνητο και να καθορίζει το είδος και την έκταση του κινδύνου καθώς επίσης και λεπτομερώς τα διά την άρσιν του εφαρμοστέα μέτρα, το αναγκαίο ή μη της εν όλω ή εν μέρει εκκενώσεως των διαμερισμάτων διά την πραγματοποίηση των μέτρων αυτών και την προθεσμία, εντός της οποίας αυτά πρέπει να αρθούν (αναλόγως του κινδύνου). Άν διά της αυτοψίας διαπιστωθεί ότι πρόκειται διά κίνδυνον αναγόμενον εις την ασφάλειαν κατά του πυρός ή την κυκλοφορία χώρων συναθροίσεως του κοινού και τα επιβλητέα μέτρα δεν προβλέπονται υπό ειδικού κανονισμού, τότε η έκθεση παραπέμπει την εξέταση του ζητήματος στην επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 429. Η έκθεση, εκτός των άλλων, πρέπει να μνημονεύει, εάν η κατεδάφιση επιβάλλεται, επειδή αποκλείονται οι επισκευές, καθώς επίσης να ορίζει σαφώς και λεπτομερώς τις συνέπειες των υπ’ αυτής υποδεικνυομένων μέτρων (§2). Διά την αποτροπή του κινδύνου πρέπει να υποδεικνύονται κατά προτίμησιν τα ηπιότερα μέτρα, όπως επισκευές, ενισχύσεις, μεταρρυθμίσεις, προσθήκες και συναφή και σε εσχάτην περίπτωσιν οριστικές κατεδαφίσεις. Πάντως οι υποδεικνυόμενες εργασίες πρέπει να επιτρέπονται διά των κειμένων διατάξεων (όπως περίπτωση μη επισκευής αλλά κατεδαφίσεως επισκευασίμου αλλά ρυμοτομουμένου επικινδύνου τμήματος κτιρίου). Εν περιπτώσει κατεδαφίσεως μεσοτοίχου διά ανοικοδόμησιν ασφαλεστέρου και διά τις συνέπειες της τοιαύτης κατεδαφίσεως πρέπει να επιβάλλεται μόνιμος τρόπος αποσοβήσεως του κινδύνου και ουχί πρόχειρα μέτρα. Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να εφαρμόσει ταχέως και εμπροθέσμως τα διά της εκθέσεως αυτοψίας υποδεικνυόμενα μέτρα, δικαιούμενος να πραγματοποιεί και ριζικώτερα. Εφ’ όσον το ακίνητο διατελεί υπό αναγκαστικούς όρους μισθώσεως, τα (καθ’ υπέρβασιν των υποδεικνυομένων) ριζικώτερα μέτρα εφαρμόζονται, εφ’ όσον επιτρέπεται από τους αναγκαστικούς αυτής όρους και συμφώνως προς τις σχετικές δι’ αυτούς διατάξεις (§3). Εάν ο ιδιοκτήτης δεν πραγματοποιήσει εμπροθέσμως την εφαρμογήν των διά της εκθέσεως υποδεικνυομένων μέτρων, τότε η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει εις την άρση του κινδύνου διά της αναγκαστικής εκκενώσεως και αχρησίας των επικινδύνων διαμερισμάτων μέχρι της οριστικής άρσεως του κινδύνου υπό του ιδιοκτήτου, εφ’ όσον πρόκειται περί κινδύνου από τους προβλεπομένους διά των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 422 και η αχρησία κρίνεται ως επαρκές μέτρο διά την αποσόβηση του κινδύνου, όταν πρόκειται διά κίνδυνο προβλεπόμενο από την παράγραφο 2 του άρθρου 422 ή και των υπολοίπων παραγράφων του ιδίου άρθρου. Εάν η, κατά τα ανωτέρω, αχρησία δεν κρίνεται επαρκής προς αποσόβησιν του κινδύνου, η πολεοδομική υπηρεσία προβαίνει στην κατεδάφιση των επικινδύνων μερών της κατασκευής. Άν το επικίνδυνον της κατασκευής οφείλεται σε παράβαση ρητών διατάξεων των οικοδομικών κανονισμών, των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική, τότε η ανωτέρω αχρησία δεν είναι επαρκής και επιβάλλεται η κατεδάφιση του επικινδύνου μέρους και η προσαρμογή προς τους κανονισμούς αυτούς (§4). Κατά την έννοιαν των ως άνω διατάξεων καθ’ ήν περίπτωσιν η οικοδομή κρίνεται ως επικίνδυνη κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, το υπό της αρμοδίας πολεοδομικής αρχής διατασσόμενο μέτρο προς άρση της επικινδυνότητος πρέπει να είναι σύμφωνο προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας. Δηλαδή δεν επιτρέπεται να επιβληθεί μέτρον, το οποίον έρχεται σε αντίθεση προς ισχύουσες διατάξεις, των οποίων η εφαρμογή προβλέπεται ως υποχρεωτική, έστω και εάν, κατά την κρίση της αρμοδίας υπηρεσίας, είναι επαρκές διά την άρση του κινδύνου (βλ. ΣτΕ 1540 /2015 & 4272 /2009). Κατά δέ το άρθρο 426 ΚΒΠΝ, διά του οποίου αποδίδεται το άρθρο 5 του από 13 /22-4-1929 Προεδρικού Διατάγματος, αντίγραφον της εκθέσεως του προηγουμένου άρθρου κοινοποιείται υπό της πολεοδομικής υπηρεσίας εις τον ιδιοκτήτη. Οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να υποβάλουν ενστάσεις κατά της εκθέσεως (§1). Όταν, συμφώνως προς τα ανωτέρω, υποβληθούν ενστάσεις κανονικώς εις την πολεοδομική υπηρεσία, η οποία έχει συντάξει την έκθεση, αυτή επιμελείται διά την αναθεώρησή της. Η αναθεώρηση της αρχικής εκθέσεως πρέπει να ενεργείται πάντοτε από ανώτερον ιεραρχικώς υπάλληλον της πολεοδομικής υπηρεσίας, διπλωματούχο πολιτικό μηχανικό. Άν δεν υπηρετεί διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός στην πολεοδομική υπηρεσία, η οποία έχει συντάξει την αρχική έκθεση, τότε η αναθεώρηση παραπέμπεται στην προϊσταμένη αυτής πολεοδομική υπηρεσία. Επίσης ενεργείται πάντοτε η αναθεώρηση, όταν πρόκειται περί ενστάσεων αναφερομένων σε κίνδυνο ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως, πλην άλλων, κατά την περίπτωση κατασκευής μονολιθικών από σκυροκονίαμα ή από οπλισμένο σκυροκονίαμα (§2). Η αναθεωρητική έκθεση συντάσσεται, όπως και η αρχική. Κατ’ αυτής επιτρέπονται ενστάσεις, μόνον όταν πρόκειται διά τις εν τη προηγουμένη παραγράφω αναφερόμενες τέσσερεις περιπτώσεις ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως. Οι ενστάσεις παραπέμπονται στον οικείο γενικό γραμματέα περιφερείας, ο οποίος και αποφασίζει τελικώς (§3). Κατά τις τέσσερεις περιπτώσεις ασφαλείας από στατικής και δομικής απόψεως, οι οποίες μνημονεύονται στην ανωτέρω παράγραφο 2, οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να εφεσιβάλουν την απόφαση του γενικού γραμματέως περιφερείας στο υπουργείο περιβάλλοντος, χωροταξίας και δημοσίων έργων, του οποίου την επέμβαση δύναται να ζητήσει και ο τελευταίος, εάν κριθεί αναγκαίον υπ’ αυτού, όταν η απόφασή του αντιτίθεται σε έκθεση δύο ιδιωτών διπλωματούχων πολιτικών μηχανικών αναγνωρισμένων ανωτάτων τεχνικών σχολών, η οποία συντάσσεται τη μερίμνη των ενδιαφερομένων. Το υπουργείον αποφασίζει, αφού εξετάσει την υπόθεση διά επιτροπής και κατόπιν δοκιμών ή κατά οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο τρόπο νομίσει (§5 ήδη καταργηθείσα διά του άρθρου 16§5 Ν. 4164 /2013). Κατά δέ το άρθρο 427§4 ΚΒΠΝ ορίζεται ότι, εάν ο κίνδυνος οφείλεται σε παράβαση των οικοδομικών κανονισμών, οι οποίοι έπρεπε να τηρηθούν κατά την εκτέλεση του έργου, εκτός από την παρέμβαση της αρχής διά την άρση του κατά τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, εφαρμόζονται και οι διατάξεις του κεφαλαίου Α – μέρους ΙV διά τις αυθαίρετες κατασκευές. Κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, καθ’ ήν περίπτωση η οικοδομή κρίνεται ως επικίνδυνη κατ’ εφαρμογήν των συγκεκριμένων διατάξεων, το προς άρσιν της επικινδυνότητος από την πολεοδομική υπηρεσία διατασσόμενο μέτρο πρέπει να είναι σύμφωνο προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας. Δεν επιτρέπεται, δηλαδή, να επιβληθεί μέτρο, το οποίον έρχεται σε αντίθεση προς ισχύουσες διατάξεις, των οποίων η εφαρμογή προβλέπεται ως υποχρεωτική, έστω και αν, κατά την κρίση της αρμοδίας υπηρεσίας, είναι επαρκές διά την άρση του κινδύνου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 348§3 ΚΒΠΝ, διά του οποίου αποδίδεται, πλήν άλλων, το άρθρο 5 του Κτιριοδομικού Κανονισμού του εγκριθέντος διά της ΥΑ 3046 /304 /30-1-1989 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ  Δ΄59 /1989), όπως η παράγραφος 3.6 του ως άνω άρθρου αντικατεστάθη τελικώς διά της ΥΑ 102 /1997 του ιδίου ως άνω Υπουργού (ΦΕΚ Δ΄ 329 /1997), ορίζεται ότι εν περιπτώσει ανεγέρσεως νέου κτιρίου τηρείται τέτοια απόσταση από γειτονικά κτίρια (του ιδίου ή των ομόρων οικοπέδων), ώστε αυτό να μην δέχεται ή να μεταβιβάζει φορτία σε κτίρια, τα οποία υπάρχουν ή πρόκειται να ανεγερθούν. Ο κενός χώρος μεταξύ των κτιρίων αποτελεί σεισμικό αρμό, όταν κατασκευάζεται συμφώνως προς τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εν συνδυασμώ προς τις αντίστοιχες διατάξεις του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ), ο οποίος ενεκρίθη διά της ΥΑ Δ 17α /32 /ΦΝ /275 /30-9-1992 (ΦΕΚ 613 /Β /12-10-1992), όπως ισχύει. Διά τον σεισμικό αρμό ιχύουν οι ακόλουθες διατάξεις: αα. ο σεισμικός αρμός δεν πρέπει να δημιουργεί προβλήματα λειτουργικότητος, μονώσεων, υγιεινής, στατικής επαρκείας και δουλείας ως προς την διαμόρφωση του στατικού φορέως των γειτονικών κτιρίων, ιδίως όταν αυτά ανήκουν σε άλλους ιδιοκτήτες, ββ. ο σεισμικός αρμός πλήρους διαχωρισμού του εδαφίου 3 της παραγράφου 4.1.7.2 ΝΕΑΚ εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις προστασίας γειτονικών κτιρίων, ενώ οι περιπτώσεις προστασίας διά της κατασκευής τοιχωμάτων – προσκρουστήρων ή διά της τηρήσεως αποστάσεων αναλόγως του αριθμού των ορόφων, όπως περιγράφονται αντιστοίχως διά των εδαφίων 4 και 5 της παραγράφου 4.1.7.2 ΝΕΑΚ, εφαρμόζονται μόνον όταν τα κτίρια (παλαιό και νέο) ανήκουν στον ίδιον ιδιοκτήτη, ο οποίος έχει και την ευθύνη δομήσεως των δύο κτιρίων, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των προαναφερομένων διατάξεων του ΝΕΑΚ, εε. όταν υπάρχει κτίριο επί του ορίου των ομόρων οικοπέδων, το ελάχιστο εύρος του σεισμικού αρμού πλήρους διαχωρισμού υπολογίζεται διά την σεισμική μετακίνηση των δύο κτιρίων, όπως ορίζεται διά του εδαφίου 3 της παραγράφου 4.1.7.2 ΝΕΑΚ και διαμορφούται εξ ολοκλήρου στο οικόπεδο του νέου κτιρίου. Εις ουδεμίαν περίπτωση η απόσταση του νέου κτιρίου από το όριο των ομόρων οικοπέδων πρέπει να είναι μικροτέρα του εύρους «Δν», όπου «Δν» είναι η μεγίστη σεισμική μετακίνηση του νέου κτιρίου, στστ. όταν δεν υπάρχει κτίριο επί του ορίου των ομόρων οικοπέδων, το νέο κτίριο απέχει από το όριο απόσταση τουλάχιστον ίση προς το εύρος «Δν» της μεγίστης σεισμικής μετακινήσεώς του, η. η μελέτη της αντοχής των κτιρίων ή δομικών έργων, ο τρόπος κατασκευής των φερόντων και μη δομικών στοιχείων αυτών και το είδος και η ποιότης των χρησιμοποιουμένων υλικών προσδιορίζονται από ειδικούς κανονισμούς, προδιαγραφές, πρότυπα ή τεχνικές οδηγίες, οι οποίες έχουν εκδοθεί ή εκδίδονται από αρμόδια όργανα ή φορείς ή, εφ’ όσον δεν υπάρχουν, βασίζονται επί της επιστημονικής γνώσεως και εμπειρίας των υπευθύνων τεχνικών. Εν τέλει διά του άρθρου 4.1.7.2 ΥΑ Δ17α /141 /3 /ΦΝ 15-12-1999 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «περί εγκρίσεως Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού», όπως ισχύει, και δή υπό τον τίτλον «Επαφή προς Γειτονικά Κτίρια» ορίζονται τα εξής: 1. πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προστασίας τόσον του υπό μελέτην όσον και του υφισταμένου κτιρίου από δυσμενείς συνέπειες προσκρούσεων κατά την διάρκεια σεισμικής αποκρίσεως, 2. οι συνέπειες δύνανται να είναι ιδιαιτέρως δυσμενείς, όταν υπάρχει πιθανότης εμβολισμού υποστυλωμάτων του ενός κτιρίου από πλάκες ή άλλα στοιχεία του παρακειμένου. Κατά την περίπτωση αυτή προστατευτικό μέτρο είναι η πρόβλεψη σεισμικού αρμού πλήρους διαχωρισμού, 3. άν δεν γίνει ακριβέστερος υπολογισμός, ο σεισμικός αρμός πλήρους διαχωρισμού δύναται να έχει εύρος ίσο προς το άθροισμα των μεγίστων σεισμικών μετακινήσεων (Δ = qΔελ) των δύο κτιρίων εις τις θέσεις των επικινδύνων υποστυλωμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της επιδράσεως της στροφής περί τον κατακόρυφο άξονα. Άν είναι δυνατή ακριβέστερη εκτίμηση των μετακινήσεων του υφισταμένου κτιρίου, δύνανται να ληφθούν ίσες προς τις αντίστοιχες του υπό μελέτην κτιρίου, 4. επί κτιρίων ευρισκομένων εν επαφή και όταν δεν υπάρχει πιθανότης εμβολισμού υποστυλωμάτων σε οιοδήποτε των δύο κτιρίων, το εύρος του αντιστοίχου αρμού, εφ’ όσον δεν γίνεται ακριβέστερος υπολογισμός, δύναται να υπολογίζεται βάσει του συνολικού αριθμού των υπέρ το έδαφος ορόφων ως εξής: 4 εκατοστά του μέτρου διά επαφή μέχρι και τρείς ορόφους, 8 εκατοστά του μέτρου διά επαφή από τέσσερεις έως οκτώ ορόφους, 10 εκατοστά του μέτρου διά επαφή σε περισσοτέρους από οκτώ ορόφους. Εις τους υπογείους ορόφους δεν είναι υποχρεωτική η πρόβλεψη αντισεισμικού αρμού. Περαιτέρω, διά του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985 ορίζεται ότι, εάν πρόκειται δια μικρές παραβάσεις, δι’ αποφάσεως του νομάρχου δύναται να εγκρίνεται η εξαίρεση ή μη από την κατεδάφιση αυθαιρέτων κατασκευών των οποίων η μέν κατεδάφιση ηδύνατο να καταλήξει σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή να θέσει σε κίνδυνο την φέρουσα κατασκευή αυτού ή να παραβλάψει την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή να απαιτήσει υπέρμετρες δαπάνες διά την αποκατάσταση της αισθητικής η δέ διατήρηση εν πάση περιπτώσει δεν δύναται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής ή να αποβεί εις βάρος της πόλεως. Η απόφαση περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση εκδίδεται κατόπιν συμφώνου γνώμης του συμβουλίου χωροταξίας, οικισμού και περιβάλλοντος του οικείου νομού. Κατά την περίπτωση αυτή επιβάλλονται τα διά της παραγράφου 2 του άρθρου 17 Ν. 1337 /1983 προβλεπόμενα πρόστιμα. Κατά την έννοια της προπαρατιθεμένης διατάξεως, η οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, διότι εν όψει του άρθρου 24 του Ελληνικού Συντάγματος η κατεδάφιση πάσης αυθαιρέτου και κατεδαφιστέας κατασκευής αποτελεί τον κανόνα, η δέ εξαίρεση από την κατεδάφιση αποτελεί την εξαίρεση από του κανόνος, η απορριπτική αντιστοίχου αιτήματος νομαρχιακή απόφαση δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, διότι ευρίσκει έρεισμα επί της παραβιασθείσης διατάξεως της πολεοδομικής νομοθεσίας και ως εκ τούτου αρκεί διά την αιτιολόγησή της η περιγραφή της συγκεκριμένης αυθαιρέτου κατασκευής και η διαπίστωση του ότι η παράβαση δεν είναι μικρή. Κατά το νόημα της εν λόγω διατάξεως ο νομάρχης δεσμεύεται από την κρίση του οικείου ΣΧΟΠ, όταν αυτό γνωμοδοτεί αρνητικώς διά την εξαίρεση από την κατεδάφιση αυθαιρέτου κτίσματος και δεν δύναται να εγκρίνει την εξαίρεσή του. Αντιθέτως, όταν δηλαδή το οικείο ΣΧΟΠ γνωμοδοτεί υπέρ της εξαιρέσεως του αυθαιρέτου κτίσματος από την κατεδάφιση, ο νομάρχης εν όψει και του κανόνος της κατεδαφίσεως των αυθαιρέτων δύναται απλώς αλλά δεν υποχρεούται να υιοθετήσει την γνωμοδότηση και να εγκρίνει την εξαίρεση από την κατεδάφιση. Κατά την περίπτωση αυτήν, ήτοι εάν ο νομάρχης απορρίψει το περί εξαιρέσεως από της κατεδαφίσεως αίτημα, δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, εκτός εάν το ΣΧΟΠ διά της σχετικής γνωμοδοτήσεώς του έχει αιτιολογήσει ειδικώς τους δικαιολογούντες την εξαίρεση από την κατεδάφιση λόγους. Διά την αποδοχή, όμως, του αιτήματος εξαιρέσεως από την κατεδάφιση απαιτείται η διαπίστωση σωρευτικώς τεσσάρων προϋποθέσεων, από τις οποίες η δευτέρα δύναται να υπάρχει εναλλακτικώς εις μίαν των εκ του νόμου απαριθμουμένων τεσσάρων περιπτώσεων. Ούτως, απαιτείται να βεβαιούται ητιολογημένως πρώτον ότι η παράβαση είναι μικρή, δεύτερον ότι η κατεδάφιση του αυθαιρέτου αναμένεται να καταλήξει σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου ή να θέσει σε κίνδυνο την φέρουσα κατασκευή αυτού ή να παραβλάψει την αισθητική εμφάνιση των κτιρίων ή να απαιτήσει υπέρμετρες δαπάνες δι’ αποκατάσταση της αισθητικής, τρίτον ότι η διατήρηση του αυθαιρέτου δεν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της κατασκευής και τέταρτον ότι η διατήρηση του κτιρίου δεν αποβαίνει εις βάρος της πόλεως (βλ. ΣτΕ 2880 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 661392, ΣτΕ 1540 /2015, ΣτΕ 1014 /2001 και ΔιοικΕφΑθ 2338 /2004). Εις την προκειμένην περίπτωσιν από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίες εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από τις υπ’ αριθ. ……… ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., οι οποίες ελήφθησαν μετά νόμιμον, κατ’ άρθρον 270§2εδ.γ΄ ΚΠολΔ, κλήτευσιν των εναγομένων των πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών (εναγούσης και ενάγοντος της τρίτης ως άνω αγωγής) υπό των εναγόντων των πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών (εναγομένων της τρίτης ως άνω αγωγής) και παραδεκτώς προσκομίζονται μετά νομίμου επικλήσεως, κατ’ άρθρον 529§1εδ.α΄ ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: δυνάμει της υπ’ αριθ. …… οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη επ’ ονόματι των εναγόντων της συνεκδικαζομένης πρώτης αγωγής (πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων) ………., επετράπη πολεοδομικώς η ανέγερση νέας επταωρόφου οικοδομής επί υποστυλωμάτων μεθ’ υπογείου εντός οικοπέδου των ως άνω διαδίκων επί της οδού …… αριθ. . του υπ αριθ. … οικοδομικού τετραγώνου συνοικίας .. … του Δήμου Πειραιώς. Συντάκτης της αρχιτεκτονικής μελέτης, της μελέτης του φέροντος οργανισμού και της μελέτης του περιβάλλοντος χώρου ήτο και παραλλήλως επιβλέπων μηχανικός ωρίσθη ο τρίτος εκκαλών ……… Διά της δευτέρας σελίδος της πρώτης ως άνω αγωγής αναφέρεται, δίχως τούτο να αμφισβητείται, ότι οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες (ενάγοντες της ως άνω αγωγής) ………., επ’ ονόματι των οποίων εξεδόθη η ως άνω οικοδομική άδεια, ήσαν οι αποκλειστικοί συγκύριοι του συγκεκριμένου οικοπέδου (τούτο έχει αναφερεθεί και διά της κάτωθι αναφερομένης υπ’ αριθ. ………… εκθέσεως επικινδύνου οικοδομής του Τμήματος Επικινδύνου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς). Βορειοανατολικώς του οικοπέδου τούτου (επί της οδού ….. αριθ. .) κείται το ακίνητο της δευτέρας εφεσιβλήτου (δευτέρας εναγομένης της δευτέρας αγωγής) ….., εντός του οποίου υπάρχει διώροφος οικία, της οποίας ο ισόγειος όροφος έχει ανεγερθεί δυνάμει της υπ’ αριθ. …….. οικοδομικής αδείας του Γραφείου Πολεοδομίας Πειραιώς. Εντός της διωρόφου οικίας διαμένουν οι εφεσίβλητοι σύζυγοι και η οικογένεια του υιού αυτών. Κατά την ανέγερση της νέας πολυκατοικίας επί του οικοπέδου του αριθμού … της οδού ….. συνετελέσθη εκ μέρους των ως άνω προσώπων (συγκυρίων και επιβλέποντος μηχανικού) παράνομη μείωση του αντισεισμικού αρμού μεταξύ της πολυκατοικίας και της παλαιάς διωρόφου οικίας της δευτέρας εφεσιβλήτου επί του οικοπέδου του αριθμού .. της ιδίας οδού. Ένεκα τούτου υπεβλήθη υπό του πρώτου εφεσιβλήτου (……….) η υπ’ αριθ. πρωτ. ……….. αίτηση προς το Τμήμα Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, εις διερεύνησιν και απάντησιν της οποίας συνετάγησαν αφ’ ενός η υπ’ αριθ. πρωτ. ….. έκθεση επικινδύνου οικοδομής του Τμήματος Επικινδύνων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς, διά της οποίας διεπιστώθησαν διαμπερείς ρηγματώσεις (δηλωτικές καθιζήσεως) επί των τοίχων πληρώσεως κατ’ αμφοτέρους τους ορόφους της πλευράς της διωρόφου οικίας της δευτέρας εφεσιβλήτου, η οποία εγειτνίαζε προς την υπό ανέγερσιν τότε πολυώροφον οικοδομήν του ομόρου οικοπέδου (επί της οδού …………. αριθ. ..), και αφ’ ετέρου η υπ’ αριθ. …… έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, διά της οποίας διεπιστώθη ότι κατά την κατασκευή της νέας πολυωρόφου οικοδομής (επί της οδού …………. αριθ. …) επήλθε αυθαίρετη και παράνομη μείωση [από το διά της οικοδομικής αδείας προβλεφθέν ελάχιστο εύρος των 11 εκατοστών (το οποίον, ως κατωτέρω εκτίθεται, είχε υπολογισθεί εσφαλμένως σε μικρότερο μέγεθος του προβλεπομένου ελαχίστου νομίμου) σε 5 εκατοστά του μέτρου] του υποχρεωτικού αντισεισμικού αρμού, ο οποίος έπρεπε να υπάρχει μεταξύ των προπεριγραφέντων δύο οικοδομημάτων, και μετά ταύτα η ως άνω πολυώροφος οικοδομή εχαρακτηρίσθη, κατά τα άρθρα 17§1 και 18§7 Ν. 1337 /1983, κατεδαφιστέα. Παρά ταύτα, η αρχική οικοδομική άδεια ανεγέρσεως της νέας πολυωρόφου οικοδομής (υπ’ αριθ. ……. της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς) ανεθεωρήθη διά της υπ’ αριθ. … πράξεως αναθεωρήσεως της ιδίας ως άνω Υπηρεσίας, η οποία ανεγράφη κεχωρισμένως επί του σώματος της αρχικής οικοδομικής αδείας και αφεώρα εις αλλαγή στατικών και αρχιτεκτονικών (σχεδίων) και δημιουργία ημιυπαιθρίου χώρου εις τον τέταρτον όροφον (κατά το άρθρο 22 ΓΟΚ /1985). Όμως, διά της υπ’ αριθ. πρωτ. 3319 /1732 /13-5-2003 αποφάσεως του Διευθυντού του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ανεκλήθη (ως μη συννόμως εκδοθείσα) η αμέσως ως άνω αναφερομένη πράξη αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας, διότι, ενώ είχε προηγηθεί η εις ανωτέρω σημείον αναφερομένη υπ’ αριθ. …. έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εν σχέσει προς την μελέτη την συνοδεύουσαν την υπ’ αριθ. πρωτ. ……. αίτηση αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας, εν τούτοις εμφανίζεται κλιμακωτός αρμός, όπερ αντίκειται εις την ως άνω συνταχθείσα έκθεση αυτοψίας (ήτοι, όπως ρητώς ανεγράφη, η ανάκληση οφείλεται σε υποβληθέντα αναληθή στοιχεία και ανακριβείς αποτυπώσεις της υπαρχούσης πραγματικής καταστάσεως). Εν συνεχεία επί της υπ’ αριθ. πρωτ. ………. αιτήσεως του πρώτου εφεσιβλήτου παραπονουμένου διά εσφαλμένον (βάσει της αρχικής οικοδομικής αδείας) υπολογισμόν του αντισεισμικού αρμού της νέας πολυωρόφου ομόρου οικοδομής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 3951 /2136 /11-6-2003 απόφαση του Διευθυντού της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, διά της οποίας [αφού ελήφθησαν υπ’ όψιν: ι. ο Ν. 1577 /1985 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού» (όπως τροποποιήθη διά του Ν. 2831 /2000), ιι. το από 30-1-1939 Διάταγμα περί της ρυμοτομίας και των όρων δομήσεως κατά την συγκεκριμένη περιοχή, ιιι. το ΠΔ 8-7-1993 «περί του τρόπου εκδόσεως των οικοδομικών αδειών», ιν. η παράγραφος 4.1.7.2 της ΥΑ Δ17α /141 /3 /ΦΝ 275 /15-12-1999 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «περί Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού 2000» και ν. η προρρηθείσα υπ’ αριθ. …… έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτων κατασκευών του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς], ανεκλήθη η υπ’ αριθ. ……. (αρχική) οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ως μη συννόμως εκδοθείσα, καθ’ ότι διά του εγκεκριμμένου τοπογραφικού διαγράμματος του επιστηρίξαντος την έκδοση της αρχικής οικοδομικής αδείας δεν έχουν αποτυπωθεί τα κτίσματα επί των ομόρων οικοπέδων του ακινήτου της νέας πολυωρόφου οικοδομής, με αποτέλεσμα λόγω της υποβολής των ως άνω αναληθών στοιχείων και της ανακριβούς αποτυπώσεως της υφισταμένης πραγματικής καταστάσεως κατά τον χρόνον εκδόσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας (παραλείψεως αποτυπώσεως της υπάρξεως κτισμάτων επί των ένθεν κακείθεν ομόρων οικοπέδων) να γίνει διά της εκδόσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας εσφαλμένος υπολογισμός του προκύπτοντος ελαχίστου νομίμου εύρους του αντισεισμικού κανονισμού σε 11 εκατοστά του μέτρου (βάσει μόνον της στατικής επιλύσεως του κτιρίου της υπό ανέγερσιν τότε νέας πολυωρόφου οικοδομής) αντί του ορθού ελαχίστου εύρους των 15,5 εκατοστών του μέτρου (βάσει της προϋπάρξεως των ένθεν κακείθεν ομόρων κτιρίων). Ρητώς δέ ανεγράφη ότι ουδεμία εργασία επετρέπετο να συνεχισθεί εις την νέαν πολυώροφον οικοδομήν προ της κατά νόμον αναθεωρήσεως της οικοδομικής αδείας, εφ’ όσον τέτοια αναθεώρηση ήτο δυνατή. Επηκολούθησε η υπ’ αριθ. ……. έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς (συμπληρωματική της ανωτέρω μνημονευομένης αρχικής υπ’ αριθ. … εκθέσεως του ιδίου ως άνω Τμήματος Αυθαιρέτων), διά της οποίας διεπιστώθη επιπροσθέτως ότι ο αντισεισμικός αρμός ήτο μηδενικός σε δύο υποστυλώματα της νέας πολυωρόφου οικοδομής, τα οποία εφάπτονται της ομόρου παλαιάς διωρόφου οικίας της δευτέρας εφεσιβλήτου καθ’ υπέρβασιν των διατάξεων του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΕΑΚ). Εν συνεχεία διά της υπ’ αριθ. ….. (πρωτοβαθμίου) εκθέσεως επικινδύνου της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς η ως άνω πολυώροφος οικοδομή (εκ φέροντος οργανισμού σκελετού οπλισμένου σκυροδέμματος και εκ τοίχων πληρώσεως οπτοπλινθοδομής) εχαρακτηρίσθη, κατ’ άρθρον 1 ΠΔ 13-4-1929, ως στατικώς επικίνδυνη λόγω του μηδενισμού του προβλεπομένου ελαχίστου αντισεισμικού αρμού αυτής επί δύο υποστυλωμάτων και της συρρικνώσεως αυτού σε 5 εκατοστά του μέτρου κατά το υπόλοιπον μέρος (της βορειοανατολικής πλευράς) της και ανεφέρθη ότι προς άρσιν του επικινδύνου έδει να γίνει επισκευή των εμφανιζόντων βλάβην δομικών στοιχείων κατόπιν υποβολής, κατ’ άρθρον 22 Ν. 1577 /1985 (ΓΟΚ 1985), μελέτης επισκευής και δηλώσεως αναλήψεως αναθέσεως μελέτης και επιβλέψεως. Κατά της ως άνω εκθέσεως επικινδύνου οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες (…………), ως αποκλειστικοί ιδιοκτήτες της νεοανεγειρομένης επταωρόφου οικοδομής, υπέβαλαν την υπ’ αριθ. πρωτ. …… ένσταση, η οποία απερρίφθη διά της υπ’ αριθ. ….. αναθεωρητικής (δευτεροβαθμίου) εκθέσεως επικινδύνου οικοδομής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, διά της οποίας η ως άνω πολυώροφος οικοδομή εκρίθη επικίνδυνος από στατικής απόψεως και ανεφέρθη ωσαύτως ότι προς άρσιν του κινδύνου έδει να εφαρμοσθούν τα διά της προσβληθείσης εκθέσεως επικινδύνου (υπ’ αριθ. …..) παραγγελλόμενα. Κατά της αναθεωρητικής ως άνω εκθέσεως επικινδύνου οικοδομής υπεβλήθη η από 24-7-2003 ένσταση, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. πρωτ. ΠΕΧΩ 4589 /Φ5-3 /24-10-2003 τριτοβάθμιος έκθεση επικινδύνου οικοδομής της Διευθυντρίας ΠΕΧΩ της Γενικής Διευθύνσεως Περιφερείας Αττικής, διά της οποίας διεπιστώθησαν τα ακόλουθα: α) ότι η (παλαιά) διώροφος οικία (της δευτέρας εφεσιβλήτου) έχει φέροντα οργανισμό αποτελούμενο εξ υποστυλωμάτων, δοκών και πλακών κατεσκευασμένων από ωπλισμένο σκυρόδεμα, β) ότι παραπλεύρως και εν επαφή προς την ως άνω διώροφον οικίαν ανεγείρεται (βάσει των εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερομένων αρχικής και αναθεωρητικής οικοδομικών αδειών) πολυώροφος οικοδομή φέροντος οργανισμού εξ υποστυλωμάτων, δοκών και πλακών από οπλισμένο σκυρόδεμα (ιδιοκτησίας των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων), γ) ότι επί του πρώτου ορόφου της (παλαιάς) διωρόφου οικίας υφίστανται: ι. τριχοειδής ρωγμάτωση υποστυλώματος κειμένου επί του κοινού πλαγίου ορίου των οικοδομών, η οποία τυγχάνει κάθετος προς τον σιδηρούν οπλισμόν αυτού και της οποίας το βάθος πρέπει να διερευνηθεί διά τοπικής εντορμίας του επιχρίσματος, ιι. σημαντικός αριθμός τριχοειδών ρηγματώσεων διαφόρων μηκών και διευθύνσεων εις τους μη φέροντες τοίχους, ιιι. διαμπερής ρωγμάτωση εξωτερικού μη φέροντος τοίχου της προσόψεως και ιν. τριχοειδείς ρωγματώσεις προβόλου προσόψεως παράλληλοι προς τον οπλισμόν της πλακός εξ οπλισμένου σκυροδέματος, δ) ότι, ενώ βάσει της ισχυούσης στατικής και αντισεισμικής μελέτης της πολυωρόφου οικοδομής το απαιτούμενο πλάτος του αντισεισμικού αρμού περί το πλάγιον κοινόν όριον των ως άνω δύο οικοδομών ανέρχεται σε 14 εκατοστά του μέτρου, εν τούτοις: ι. επί της προσόψεως των οικοδομών διεπιστώθη η ύπαρξη αντισεισμικού αρμού πλάτους 5 εκατοστών μέχρι αγνώστου βάθους από της οικοδομικής γραμμής και ιι. εις τμήμα του κοινού πλαγίου ορίου (τυγχάνον) μακράν της προσόψεως και ορατόν εκ του φωταγωγού της διωρόφου οικίας το πλάτος του αντισεισμικού αρμού μειούται σε 1 εκατοστό έως 2 εκατοστά του μέτρου, ενώ επί υπάρχοντος περιμετρικού υποστυλώματος της πολυωρόφου οικοδομής τείνει να εκμηδενισθεί, δίχως να είναι δυνατόν μακροσκοπικώς να επιβεβαιωθεί εάν πρόκειται περί πλήρους επαφής των δύο οικοδομών ή περί της υπάρξεως ελαχίστης αποστάσεως της τάξεως του ενός εκατοστού ή μερικών χιλιοστών του μέτρου, ε) ότι η αμέσως ως άνω οικοδομική παράβαση της πολυωρόφου οικοδομής αντίκειται εις το άρθρο 5§3 της ΥΑ 3046 /304 /3-2-1989 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Κτιριοδομικού Κανονισμού) και εις το άρθρο 4.1.7.2 της ΥΑ Δ 17α /141 /3 /ΦΝ 275 /1999 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΝΕΑΚ 2000), στ) ότι διά της (κάτωθι αναφερομένης) υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 αποφάσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εξηρέθησαν της κατεδαφίσεως τα τμήματα της πολυωρόφου οικοδομής τα κείμενα εις απόστασιν μικροτέραν των 14 εκατοστών του μέτρου και έως του 1 εκατοστού του μέτρου εκ των φερόντων ή μη στοιχείων της διωρόφου οικίας, ζ) ότι βάσει των ανωτέρω η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς οφείλει να ενεργήσει περαιτέρω, ως ορίζεται διά του άρθρου 22§3 Ν. 1577 /1985 (ΓΟΚ 1985) «περί αυθαιρέτων κατασκευών» και η) ότι η διώροφος οικία κρίνεται ηπίως επικίνδυνος από δομικής και στατικώς απόψεως και απαιτείται αφ’ ενός η απλή επισκευή των ανωτέρω αναφερομένων υπό στοιχεία «γιι,ιιι&ιν» βλαβών αυτής και αφ’ ετέρου η διερεύνηση της ανωτέρω αναφερομένης υπό στοιχείο «γι» βλάβης και η ενίσχυση του αντιστοίχου υποστυλώματος εν περιπτώσει διαπιστώσεως ρηγματώσεως του κυρίου σώματος αυτού (πέραν του επιχρίσματος). Μετά ταύτα διά της υπ’ αριθ. …. εκθέσεως αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διεπιστώθη ότι η μη αποπερατωθείσα πολυώροφος οικοδομή ήτο αυθαίρετος κατά το σύνολον αυτής λόγω της (προρρηθείσης) ανακλήσεως της υπ’ αριθ. … . αναθεωρήσεως της υπ’ αριθ. ……. (αρχικής) οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς και επεβλήθησαν τα αντίστοιχα πρόστιμα αυθαιρετου ανεγέρσεως (κατά τον χρόνον της τελευταίας ως άνω αυτοψίας η πρόοδος των οικοδομικών εργασιών ευρίσκετο εις το στάδιον των επιχρισμάτων και το εμβαδόν της οικοδομής υπελογίσθη διά τον υπόγειον όροφον σε 104,87 μ2, διά τον ισόγειον χώρον υποστυλωμάτων σε 104,87 μ2, διά τους πρώτον έως και πέμπτον υπέρ το ισόγειον ορόφους συνολικώς σε 421,90 μ2, διά τον έκτον όροφον σε 83,38 μ2, διά τους εξώστες συνολικώς σε 133,63 μ2 και διά το κλιμακοστάσιο σε 103,18 μ2). Κατά της ως άνω εκθέσεως αυτοψίας δεν προέκυψεν ότι ησκήθη ένσταση ενώπιον της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εντός της ρητώς αναγραφείσης προθεσμίας των τριάντα ημερών από της τοιχοκολλήσεως της ως άνω εκθέσεως, η οποία συνετελέσθη αυθημερόν (12η Νοεμβρίου 2003). Εις τον ενδιάμεσον, όμως, χρόνον, διά της υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς εξηρέθησαν από την κατεδάφιση τα διά των υπ’ αριθ. … και .. . εκθέσεων αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς, κατά τα ανωτέρω, αναφερόμενα αυθαίρετα τμήματα της πολυωρόφου οικοδομής (αντισεισμικός αρμός αυτής) διά του χαρακτηρισμού αυτών ως μικροπαραβάσεων, οι οποίες ενέπιπταν εις το πεδίον εφαρμογής του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985 υπό την αιτιολογίαν ότι συμφώνως προς την νέα στατική μελέτη, η οποία προέκυψε μετά την αλλαγή της θεμελιώσεως από πεδιλοδοκούς σε ραντιέ (γενική κοιτόστρωση) επί δύο υποστυλωμάτων του πρώτου ορόφου έχει εκ κακοτεχνίας υλοποιηθεί αρμός ενός εκατοστού του μέτρου βάσει της τεχνικής περιγραφής του επιβλέποντος μηχανικού. Η ως άνω απόφαση ελήφθη κατόπιν της υπ’ αριθ. πρωτ. …… συμφώνου γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος νομού Πειραιώς (συγκροτηθέντος υπό των ……. ως προέδρου και υπό των ……. ως μελών), διά της οποίας, αφού ελήφθησαν υπ’ όψιν η υπ’ αριθ. …. εισήγηση της προϊσταμένης και της αρμοδίας προς τούτο υφισταμένης υπαλλήλου του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς και οι διευκρινίσεις του τρίτου εκκαλούντος (… ………….) ως μελετητού και επιβλέποντος μηχανικού, εγνωμοδοτήθη η από της κατεδαφίσεως εξαίρεση των ως άνω αυθαιρέτων τμημάτων (αντισεισμικού αρμού ισογείου και πρώτου ορόφου της πολυωρόφου οικοδομής), καθ’ όσον εκρίθησαν μικροπαραβάσεις, οι οποίες εμπίπτουν εις την περίπτωση του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985 και των οποίων η διατήρηση δεν παρέβλαπτε υπερμέτρως την πόλη και το περιβάλλον. Διά της υπ’ αριθ. πρωτ. .. . εισηγήσεως των προϊσταμένης και συνταξάσης μηχανικού του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς (….. και ….), της οποίας το αιτιολογικόν αντεγράφη εις το σκεπτικό της προρρηθείσης αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση, είχε, ειδικώτερον, αναφερθεί: α) ότι η αυθαιρεσία συνίσταται εις την απομείωση του εύρους του αντισεισμικού αρμού, ειδικώτερον δέ ότι ο εις όλους τους ορόφους υλοποιηθείς αντισεισμικός αρμός είναι 5 εκατοστών αντί 14 εκατοστών του μέτρου, β) ότι συμφώνως προς την υποβληθείσα νέα στατική μελέτη, η οποία προέκυψε μετά την αλλαγή της θεμελιώσεως [από πεδιλοδοκούς σε ραντιέ (τουτέστιν σε γενική κοιτόστρωση) και διατομών μερικών υποστυλωμάτων] και σε δύο υποστυλώματα του πρώτου ορόφου από κακοτεχνία έχει υλοποιηθεί αρμός 1 εκατοστού του μέτρου βάσει της τεχνικής περιγραφής του επιβλέποντος μηχανικού, γ) ότι η προαναφερομένη αυθαιρεσία δεν θίγει την στατική επάρκεια τόσον του εν λόγω κτιρίου (της πολυωρόφου οικοδομής) όσον και των ομόρων κτιρίων συμφώνως προς την από 19-5-2003 υπεύθυνη δήλωση αντοχής του επιβλέποντος μηχανικού (τρίτου εκκαλούντος) και δ) ότι η υπηρεσία εισηγείται την εξαίρεση της υπερβάσεως του (αντισεισμικού) αρμού από την κατεδάφιση, διότι αυτή καταλήγει σε υπέρμετρη βλάβη του κτιρίου. Κατά της υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς (περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση) οι εφεσίβλητοι άσκησαν, κατ’ άρθρον 12§18 Ν. 2218 /1994, προσφυγή, η οποία απερρίφθη διά της υπ’ αριθ. 43995 /24-9-2003 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής. Ένεκα δέ της τοιαύτης εξελίξεως διά της υπ’ αριθ. 1848 /872 /2004 αποφάσεως του Διευθυντού της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ανεκλήθη η υπ’ αριθ. 3951 /2136 /11-6-2003 απόφαση του Διευθυντού της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, διά της οποίας είχε ανακληθεί η υπ’ αριθ. ……. (αρχική) οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς. Κατ’ αμφοτέρων των ως άνω αποφάσεων οι εφεσίβλητοι άσκησαν την υπ’ αριθ. καταχ. …. αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Επ’ αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2338 /2004 απόφαση (του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών), διά της οποίας ηκυρώθησαν αμφότερες οι ως άνω προσβληθείσες αποφάσεις των Νομάρχου Πειραιώς και Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής ως αναιτιολόγητες, αφού έγινε δεκτόν ότι η Διοίκηση δεν εξέφερε αιτιολογημένη κρίση, συμφώνως προς τους κανόνες της οικείας επιστήμης, περί του εάν η απόκλιση από τον διά της προαναφερομένης οικοδομικής αδείας προβλεπόμενον αντισεισμικόν αρμό συνιστά πράγματι μικρή, ως εκ της φύσεώς της, παράβαση των εις την μείζονα σκέψη αυτής (και του παρόντος σκεπτικού) αναφερομένων διατάξεων του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΕΑΚ) και του Κτιριοδομικού Κανονισμού ειδικώτερον εν σχέσει προς την ασφάλεια του κτιρίου των (τότε) αιτούντων (νύν εφεσιβλήτων), το οποίον ευρίσκεται εν επαφή, οπότε και μόνον ηδύνατο, συντρεχουσών και των λοιπών κατά νόμον προϋποθέσεων, να είναι εφικτή η, κατ’ άρθρον 9§8 Ν. 1512 /1985, εξαίρεση από την κατεδάφιση, αλλά αντιθέτως η κρίση της Διοικήσεως εστηρίχθη αποκλειστικώς επί της από 19-5-2003 υπευθύνου δηλώσεως αντοχής του επιβλέποντος μηχανικού της πολυωρόφου οικοδομής (τρίτου εκκαλούντος). Ακολούθως, διά της υπ’ αριθ. 2200 /970 /8-3-2005 αποφάσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ανεκλήθησαν συλλήβδην τόσον η αρχική (υπ’ αριθ. ………) οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (η οποία, κατά τα εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερόμενα, είχε επανέλθει σε ισχύν μετά την διά της υπ’ αριθ. 1848 /872 /2004 αποφάσεως του Διευθυντού της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ανάκληση της υπ’ αριθ. 3951 /2136 /11-6-2003 προηγουμένης αποφάσεώς του περί ανακλήσεως της ως άνω αρχικής οικοδομικής αδείας), όσον και οι επακολουθήσασες υπ’ αριθ. … και …… πράξεις του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας [προς τούτο είχε ληφθεί υπ’ όψιν και η υπ’ αριθ. 205 /2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, διά της οποίας είχε διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως των προαναφερομένων αποφάσεων του Νομάρχου Πειραιώς και του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής (οι οποίες εν συνεχεία, κατά τα ανωτέρω, ηκυρώθησαν διά της υπ’ αριθ. 2338 /2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)]. Διά δέ της υπ’ αριθ. πρωτ. …… ορθής επαναλήψεως της αμέσως ως άνω αναφερομένης υπ’ αριθ. 2200 /970 /8-3-2005 αποφάσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ρητώς πλέον ανεφέρθη η έκδοση της υπ’ αριθ. 2338 /2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών [περί ακυρώσεως της υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς και της υπ’ αριθ. 43995 /24-9-2003 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής (διά εξαίρεσιν από την κατεδάφιση)] και ως λόγος ανακλήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας ανεγράφη αυτοτελώς εις το διατακτικό της ως άνω ορθής επαναλήψεως ο αυθαίρετος χαρακτήρ τμήματος της πολυωρόφου οικοδομής (των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων) λόγω της παρανόμου εισόδου αυτού εντός του εύρους του αντισεισμικού αρμού κατά παράβασιν του άρθρου 4.1.7.2 της ΥΑ Δ 17α /141 /3 /ΦΝ.275 /15-12-1999 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «περί Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού» (διά επιπροσθέτου επισημάνσεως της απαγορεύσεως διενεργείας  οιασδήποτε οικοδομικής εργασίας πρό της κατά νόμον αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας). Μέχρι της 9ης Μαΐου 2006 κατά της ως άνω (αρχικής και ορθής επαναληπτικής) αποφάσεως (περί ανακλήσεως της αρχικής αδείας οικοδομής και των μεταγενεστέρων πράξεων αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας) δεν ησκήθη αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, όπως προκύπτει διά της υπ’ αριθ. πρωτ. …….. βεβαιώσεως της Προϊσταμένης του αντιστοίχου Τμήματος Γραμματείας του ως άνω Δικαστηρίου). Πρέπει, σύν τοις άλλοις, να επισημανθεί ότι εντός του έτους 2005 διά της υπ’ αριθ. … (πρωτοβαθμίου) ορθής επαναλήψεως εκθέσεως επικινδύνου οικοδομής του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών και της υπ’ αριθ. …… αναθεωρητικής εκθέσεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διεπιστώθη ότι αντίστοιχη παραβίαση του προβλεπομένου ελαχίστου νομίμου αντισεισμικού αρμού της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής υπήρξε [ουχί μόνον εν σχέσει προς την (βορειοανατολικώς) επί του αριθμού .. της οδού …………. κειμένη διώροφον οικία της δευτέρας εφεσιβλήτου αλλά] και προς την αντίθετη πλαγίαν (νοτιοδυτική) πλευρά της πολυωρόφου οικοδομής των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων εν σχέσει προς την (νοτιοδυτικώς) επί του αριθμού … της οδού …………. κειμένη όμορη οικοδομή, αφού και κατά την συγκεκριμένη πλευρά ο προβλεπόμενος ελάχιστος νόμιμος αντισεισμικός αρμός των 15,5 εκατοστών περιωρίσθη υλοποιηθείς σε 5 εκατοστά του μέτρου, δι ό και επεσημάνθη ότι, αν και δεν παρετηρήθησαν φαινόμενα ή στοιχεία στατικής ανεπαρκείας (όπως καθιζήσεις, παραμορφώσεις και ρωγμές) λόγω της απομειώσεως του εύρους του αντισεισμικού αρμού, εν τούτοις ούτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5§3 ΥΑ 3046 /304 /3-2-1989 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ («περί Κτιριοδομικού Κανονισμού») και του άρθρου 4.1.7.2 ΥΑ Δ 17α /141 /3 ΦΝ275 /1999 (ΕΑΚ 2000) και η (ως άνω πολυώροφος) οικοδομή (των προαναφερομένων διαδίκων) κρίνεται επικίνδυνη από στατικής απόψεως. Όπως, περαιτέρω, προκύπτει διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου από το σκεπτικό των κατωτέρω αναφερομένων υπ’ αριθ. 1157 /2007 αποφάσεως Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπ’ αριθ. 4272 /2009 αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας ως προς τα αμέσως ως κάτωθι συντελεσθέντα πραγματικά περιστατικά (και όπως αντιστοίχως έχει γίνει δεκτόν διά της εκκαλουμένης αποφάσεως, δίχως η τελευταία να έχει αμφιβητηθεί διά της ενδίκου εφέσεως ως προς τα κάτωθι διαλαμβανόμενα πραγματικά περιστατικά), οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες (αποκλειστικοί συνιδιοκτήτες της προπεριγραφείσης πολυωρόφου οικοδομής) υπέβαλαν αίτηση προς το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος προς ορισμόν πραγματογνώμονος. Διά δέ της από 17-6-2005 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του (βάσει της ως άνω αιτήσεως ορισθέντος) πραγματογνώμονος πολιτικού μηχανικού ……., αφού διεπιστώθη ότι κατά την ανέγερση της πολυκατοικίας επεδιώχθη η διαμόρφωση σεισμικού αρμού (εύρους) 5 εκατοστών αντί του διά της αρχικής μελέτης προβλεπομένου εύρους των 15,5 εκατοστών του μέτρου ή του διά της υπ’ αριθ. …….. πράξεως αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας (του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς) ορισθέντος αντιστοίχου των 11,5 εκατοστών του μέτρου και ότι από κατασκευαστική αμέλεια σε συγκεκριμένο τμήμα αυτής υπάρχει επαφή των πλευρών των δύο κτιρίων (πολυκατοικίας των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων και παλαιάς διωρόφου οικίας της δευτέρας εφεσιβλήτου), εξήχθη (υπό του ως άνω πραγματογνώμονος ΤΕΕ) το συμπέρασμα ότι, αν και υπάρχει ως προς το θέμα αυτό πολεοδομική παράβαση του Κτιριοδομικού Κανονισμού, (εν τούτοις), εφ’ όσον διαμορφωθεί ο σεισμικός αρμός εύρους 5 εκατοστών του μέτρου σε όλη την επιφάνεια μεταξύ των δύο κτιρίων, εκτιμάται (κατά την γνώμη του ως άνω πραγματογνώμονος) ότι δύνανται να έχουν ληφθεί τα μέτρα προστασίας δι’ αμφότερα τα κτίρια από δυσμενείς συνέπειες προσκρούσεων κατά την διάρκεια σεισμικής αποκρίσεως, όπως προβλέπεται διά του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού, και συνεπώς δεν υπάρχει θέμα επικινδυνότητος. Μετά δέ την κατάθεση της ως άνω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης στην Διεύθυνση ΠΕΧΩ Αττικής εξεδόθη η υπ’ αριθ. …… έκθεση της αρμοδίας Τριτοβαθμίου Επιτροπής και ακολούθως η υπ’ αριθ. 3565 /Φ5 – 3 /21-7-2005 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής, διά της οποίας εν συμφωνία προς την έκθεση της ως άνω Επιτροπής αφ’ ενός μέν εκρίθη ότι η ως άνω πολυώροφος οικοδομή δεν είναι επικίνδυνη από δομικής και στατικής απόψεως και αφ’ ετέρου υπεχρεώθησαν οι ως άνω (πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες) συνιδιοκτήτες αυτής να προβούν στην πλήρη διαμόρφωση αντισεισμικού αρμού 5 εκατοστών του μέτρου, όπως αναφέρεται διά της τριτοβαθμίου εκθέσεως, διά την ομαλή στατική λειτουργία της οικοδομής και την ασφάλεια της ομόρου (διωρόφου) οικίας (της δευτέρας εφεσιβλήτου). Κατόπιν δέ εφέσεως των νύν εφεσιβλήτων, ενστάσεων του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής και τεχνικών εκθέσεων και υπομνημάτων των νύν εφεσιβλήτων και της ομορρύθμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………» (η οποία μετενομάσθη εις την ενάγουσαν της συνεκδικασθείσης δευτέρας αγωγής ομόρρυθμον εταιρείαν υπό την επωνυμίαν «……….» και προ της ασκήσεως της εφέσεως μετετράπη εις την πέμπτην εκκαλούσαν ετερόρρυθμον εταιρείαν), συνεκροτήθη, όπως διαλαμβάνεται διά του σκεπτικού των ως άνω αναφερομένων αποφάσεων της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας και του Συμβουλίου της Επικρατείας αντιστοίχως, η Τριμελής Επιτροπή της Γενικής Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ διά τον έλεγχον της επικινδυνότητος της επιμάχου οικοδομής, η οποία κατόπιν των από 21-12-2005, 7-2-2006, 5-7-2006 και 4-9-2006 αυτοψιών συνέταξε την από 8-9-2006 τεχνική έκθεση, διά της οποίας εξήχθησαν τα εξής συμπεράσματα: α) το προπεριγραφόμενο κτίριο (πολυκατοικία) επί της οδού …………. αριθ. .. δεν κρίνεται επικίνδυνο από στατικής και δομικής απόψεως, β) υπάρχει ανάγκη μειώσεως των αβεβαιοτήτων σεισμικής συμπεριφοράς των (δύο ομόρων) κτιρίων (νεοανεγερθείσης πολυκατοικίας και παλαιάς διωρόφου οικίας) επί (των οικοπέδων) των αριθμών .. και .. της οδού …………. προς τον σκοπόν αποφυγής εμβολισμού υποστυλωμάτων λόγω της ανισοσταθμίας των πλακών αυτών (εκάστου κτίσματος) και γ) υπάρχει πολεοδομική παράβαση του άρθρου 5 του Κτιριοδομικού Κανονισμού. Προετάθη δέ διά της ως άνω εκθέσεως η πλήρης διαμόρφωση μεταξύ των ως άνω δύο ομόρων κτιρίων αρμού (εύρους) 5 εκατοστών πλέον των 2 εκατοστών του επιχρίσματος διά μη καταστροφικής μεθόδου κατόπιν μελέτης υπό την επίβλεψη πολιτικού μηχανικού και αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (εφ’ όσον τούτο απητείτο). Κατ’ επίκλησιν δέ της ως άνω τεχνικής εκθέσεως της Τριμελούς Επιτροπής εξεδόθη (όπως διαλαμβάνεται διά του σκεπτικού των ως άνω αποφάσεων αρχικώς της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας και εν συνεχεία του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και προκύπτει διά του μετά νομίμου επικλήσεως προσκομιζομένου αντιστοίχου σώματος της αμέσως κατωτέρω αναφερομένης αποφάσεως) η υπ’ αριθ. πρωτ. (οικ ..) 37296 /2-5-2007 απόφαση του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, διά της οποίας εκρίθη ότι το κτίριο (νεοανεγερθείσα πολυκατοικία) είναι επικίνδυνο από στατικής και δομικής απόψεως (εν αντιθέσει προς το αντίστοιχο συμπέρασμα της ως άνω τεχνικής εκθέσεως της Τριμελούς Επιτροπής) και διετάχθησαν οι ως άνω συνιδιοκτήτες αυτού να διαμορφώσουν αρμό 5 εκατοστών του μέτρου πλέον των δύο εκατοστών του επιχρίσματος εντός χρονικού διαστήματος δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της ως άνω αποφάσεως [κατά το σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ έγινε δεκτόν ότι: ι. ο αρμός της παραγράφου 4.1.7.2 του ΕΑΚ 2000 είναι μεταξύ στοιχείων του φέροντος οργανισμού και αφορά εις τις θέσεις των «επικινδύνων υποστυλωμάτων» και ουχί εις την παράπλευρη επιφάνεια των παρακειμένων κτιρίων, ιι. είναι δυνατόν να αφεθεί κλιμακούμενος αρμός μετ’ αναλύσεως της απαιτουμένης αποστάσεως από το υπάρχον γειτονικό κτίριο, ιιι. το υπάρχον επίχρισμα υφισταμένης γειτονικής οικοδομής εξ οπλισμένου σκυροδέματος είναι δυνατόν να συνυπολογισθεί εις το απαιτούμενο πάχος του σεισμικού αρμού, ιν. υπάρχει ανάγκη μειώσεως των αβεβαιοτήτων σεισμικής συμπεριφοράς των ως άνω κτιρίων (επί των αριθμών .. και .. της οδού ………….) διά αποφυγήν εμβολισμού υποστυλωμάτων λόγω της ανισοσταθμίας των πλακών αυτών και ν. υπάρχει πολεοδομική παράβαση του άρθρου 5 του Κτιριοδομικού Κανονισμού]. Προς αναστολήν εκτελέσεως της ως άνω υπ’ αριθ. πρωτ. (οικ ..) ….. αποφάσεως (πράξεως) του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ οι εφεσίβλητοι ήσκησαν την από 14-5-2007 αίτηση αναστολής ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, εν όψει εκδόσεως αποφάσεως επί της οποίας εξεδόθη αρχικώς η από 29-7-2007 προσωρινή διαταγή του Προέδρου του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, διά της οποίας επεβλήθη ως κατάλληλον, κατ’ άρθρον 52§8 ΠΔ 18 /1989 μέτρο, η υποχρέωση εκδόσεως (εντός της κατά τον σχετικόν όρον της προσβαλλομένης πράξεως δίμηνης προθεσμίας και πάντως εντός ευλόγου χρόνου και προ της εκτελέσεως των εργασιών, εις τις οποίες αφορά η προσβαλλομένη πράξη) οικοδομικής αδείας διά την εκτέλεση των εργασιών αυτών, καθώς και διά την τυχόν συνέχιση των εργασιών αποπερατώσεως της νεοανεγειρομένης οικοδομής (πολυκατοικίας) διά τηρήσεως, όμως, κατά την έκδοση της εν λόγω οικοδομικής αδείας των διατάξεων της πολεοδομικής και οικοδομικής νομοθεσίας και ειδικώτερον του άρθρου 5 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (ΥΑ 3046 /304 /30-1-1989 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ), όπως ισχύει (ήδη άρθρου 348 ΚΒΠΝ – ΦΕΚ Δ΄ 580 /1999) και του άρθρου 4 ΥΑ Δ 17α /141 /3 /ΦΝ275 /15-12-1999 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ «περί εγκρίσεως Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού». Η αίτηση αναστολής απερρίφθη διά της προρρηθείσης υπ’ αριθ. 1157 /(31-10-)2007 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας [υπό το σκεπτικόν αφ’ ενός ότι η εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως και η συνέχιση των βάσει αυτής διαταχθεισών οικοδομικών εργασιών διαμορφώσεως αντισεισμικού αρμού 7 (= 5 + 2) εκατοστών μεταξύ των δύο κτιρίων δεν προκαλεί βλάβη εις την διώροφη οικία της δευτέρας εφεσιβλήτου αλλά αντιθέτως βάσει της από 17-6-2005 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του προαναφερθέντος πραγματογνώμονος ΤΕΕ πολιτικού μηχανικού ……. και της εν συνεχεία από 8-9-2006 εκθέσεως αυτοψίας της αρμοδίας Τριμελούς Επιτροπής της Γενικής Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ υπάρχει υποχρέωση της κατασκευαστρίας εταιρείας προς διαμόρφωση του ως άνω (επαρκούς κατά την ως άνω Τριμελή Επιτροπή) αντισεισμικού αρμού διά την άρση της επικινδυνότητος της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής, η οποία προέκυψε από την μέχρι τούδε άφεση μειωμένου αντισεισμικού αρμού, και αφ’ ετέρου ότι η εν λόγω αποκατάσταση απαιτείται και διά λόγους δημοσίου συμφέροντος συνισταμένους εις την προστασία του κοινού αλλά και των εφεσιβλήτων από τυχόν κίνδυνον καταρρεύσεως]. Μετά την απόρριψη της ως άνω αιτήσεως αναστολής και επί τη βάσει των υπ’ αριθ. πρωτ. ……. αιτήσεων των πρώτου και δευτέρου εκκαλούντων εξεδόθη το υπ’ αριθ. πρωτ. …… έγγραφο του Διευθυντού του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς προς το Αστυνομικό Τμήμα Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, διά του οποίου, προκειμένου να εφαρμοσθεί η, κατά τα ως άνω, μη ανασταλείσα υπ’ αριθ. πρωτ. (οικ ..) … απόφαση (πράξη) του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, επανεφέρθη σε ισχύν η υπ’ αριθ. …….. έγκριση από την ως άνω Υπηρεσία της σχετικής μελέτης, η οποία αφεώρα εις την πλήρη διαμόρφωση του αντισεισμικού αρμού σε πλάτος 5 εκατοστών του μέτρου πλέον 2 εκατοστών του επιχρίσματος μεταξύ των προαναφερομένων δύο κτιρίων και επετράπη υπό την επίβλεψη του τρίτου εκκαλούντος πολιτικού μηχανικού η εκτέλεση εργασιών αδιατάρακτης κοπής σκυροδετήσεως διά μη καταστροφικής μεθόδου μέχρι την στάθμη της οροφής του πρώτου ορόφου αποκλειστικώς και μόνον προς άρσιν της επικινδυνότητος. Ακολούθως κατά την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων 2007 και Νέου Έτους 2008 (επί τη βάσει της ως άνω εγκρίσεως) διηνεργήθη κατόπιν εντολής των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων και υπό την επίβλεψη του τρίτου εκκαλούντος πολιτικού μηχανικού η αποκοπή μέρους (πάχους 5 εκατοστών του μέτρου) των υπό στοιχεία «Κ2» και «Κ6» υποστυλωμάτων της πολυωρόφου οικοδομής και η διαμόρφωση αντισεισμικού αρμού εύρους 5 εκατοστών του μέτρου μεταξύ των δύο κτιρίων. Όμως, η κατά τα ανωτέρω απορριφθείσα αίτηση αναστολής είχε ασκηθεί υπό των εφεσιβλήτων διά προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως εντός του πλαισίου ασκήσεως και υποστηρίξεως της από 14-5-2007 αιτήσεως αυτών ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας προς ακύρωσιν της ως άνω υπ’ αριθ. πρωτ. (οικ …) 37296 /2-5-2007 αποφάσεως (πράξεως) του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ (καθ’ ό μέρος δι’ αυτής διετάχθη προς άρσιν του κινδύνου η μεταξύ των δύο οικοδομών διαμόρφωση αντισεισμικού αρμού πλάτους 5 εκατοστών του μέτρου σύν δύο εκατοστών διά τα επιχρίσματα, ήτοι πλάτους μικροτέρου από το κατά τις ισχύουσες διατάξεις προβλεπομένου ελαχίστου αντιστοίχου). Επί δέ της ως άνω αιτήσεως ακυρώσεως εξεδόθη η υπ’ αριθ. 4272 /2009 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διά της οποίας ηκυρώθη η υπ’ αριθ. (οικ ..) 37296 /2-5-2007 απόφαση του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ. Ειδικώτερον, διά του σκεπτικού της ως άνω αποφάσεως έγινε δεκτά τα εξής: α) ανεξαρτήτως του ότι μετά την άσκηση της προαναφερομένης αιτήσεως ακυρώσεως η ως άνω προσβληθείσα πράξη έχει εκτελεσθεί κατά το πληττόμενο μέρος της, αφού η πέμπτη εκκαλούσα (πρώην ομόρρυθμος και ήδη ετερόρρυθμος εταιρεία) εις συμμόρφωσιν προς την συγκεκριμένη πράξη προέβη σε διαμόρφωση του αντισεισμικού αρμού μεταξύ των δύο επιμάχων οικοδομών, εν τούτοις οι τότε αιτούντες (νύν εφεσίβλητοι) δεν απεστερήθησαν του εννόμου συμφέροντος διά προσβολήν της ως άνω πράξεως κατά το εκτελεσθέν μέρος αυτής, διά του οποίου διετάχθη η άρση της επικινδυνότητος της ομόρου προς την παλαιά διώροφο οικίας νεότευκτης πολυκατοικίας (διά διαμορφώσεως του αντισεισμικού αρμού σε εύρος 5 εκατοστών του μέτρου), διότι ισχυρίζονται ότι το ως άνω διαταχθέν μέτρο έρχεται σε αντίθεση προς τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, ούτε επηρρεάζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπον το αντικείμενο της δίκης επί της αιτήσεως ακυρώσεως από την υλική εκτέλεση της προσβαλλομένης πράξεως, β) από τα στοιχεία του φακέλλου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η προαναφερομένη τεχνική έκθεση της Τριμελούς Επιτροπής, επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλομένη πράξη και διά της οποίας αναφέρεται ότι υπάρχει πολεοδομική παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του Κτιριοδομικού Κανονισμού, το δι’ αυτής επιβληθέν μέτρο της πλήρους διαμορφώσεως του αρμού των 5 εκατοστών πλέον των δύο εκατοστών του επιχρίσματος μεταξύ των δύο επιμάχων κτιρίων εθεωρήθη μέν κατά την συγκεκριμένη υπόθεση επαρκές διά την άρση της επικινδυνότητος της οικοδομής, διά την οποίαν ενδιαφέρεται η τότε παρεμβαίνουσα (νύν πέμπτη εκκαλούσα πρώην ομόρρυθμος και ήδη ετερόρρυθμος εταιρεία), πλήν, όμως, δεν τυγχάνει σύμφωνο προς τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, γ) κατά συνέπειαν η προσβαλλομένη πράξη είναι μη νόμιμη, καθ’ ό μέτρο δι’ αυτής προβλέπεται το συγκεκριμένο μέτρο (της διαμορφώσεως αντισεισμικού αρμού 5 εκατοστών του μέτρου μεταξύ των ως άνω δύο κτιρίων), διότι, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει της ως άνω αποφάσεως διαλαμβανόμενα (η οποία αποτελεί και μείζονα σκέψη της παρούσης), εάν η επικινδυνότης της κατασκευής οφείλεται σε παράβαση διατάξεων των οικοδομικών κανονισμών, των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική, επιβάλλεται η προσαρμογή προς τις διατάξεις αυτές και δεν είναι επιτρεπτή η λήψη μέτρων άρσεως του κινδύνου κατά παράβασιν των εν λόγω γενικής εφαρμογής διατάξεων, δεδομένου επιπροσθέτως και ότι εις την προκειμένη περίπτωση διά της ήδη τελεσιδίκου καταστάσης υπ’ αριθ. 2338 /2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς κατά παραδοχήν (ως εις ανωτέρω μέρος του παρόντος σκεπτικού εκτίθεται) αιτήσεως των τότε αιτούντων (νύν εφεσιβλήτων) ηκυρώθησαν οι (υπ’ αριθ. ……. και υπ’ αριθ. …..) πράξεις (αποφάσεις) του Νομάρχου Πειραιώς και του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής αντιστοίχως, διά των οποίων η επίδικη (πολυώροφος) οικοδομή είχε εξαιρεθεί της κατεδαφίσεως υπό την αιτιολογία της εκτιμήσεως ως μικρής παραβάσεως της ως άνω απομειώσεως του εύρους του αντισεισμικού αρμού και δ) συνεπώς η (διά της αιτήσεως ακυρώσεως) προσβαλλομένη πράξη κατά το πληττόμενο μέρος της (δηλαδή κατά το μέτρον επιβολής του μέτρου της διαμορφώσεως αντισεισμικού αρμού 5 εκατοστών του μέτρου διά την άρσιν της επικινδυνότητος της πολυωρόφου οικοδομής) εξεδόθη κατά παράβασιν νόμου και είναι κατά το μέρος αυτό ακυρωτέα. Εις συμμόρφωσιν δέ προς την αμέσως ως άνω υπ’ αριθ. 4272 /2009 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εξεδόθη [όπως προκύπτει διά συναγωγής δικαστικού τεκμηρίου διά της (αμέσως κάτωθι αναφερομένης) υπ’ αριθ. 1540 /2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας] η υπ’ αριθ. ….. πράξη της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής, διά της οποίας, αφού επανελήφθη η κρίση ότι το κτίριο της πολυωρόφου οικοδομής (επί της οδού …………. αριθ. 15) είναι επικίνδυνο από στατικής και δομικής απόψεως, επεβλήθη η διαμόρφωση αντισεισμικού αρμού διά μη καταστροφικής μεθόδου μετά από σύνταξη νέας μελέτης, η οποία πρέπει να ελεγχθεί υπό της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς και διά της οποίας πρέπει να αναθεωρηθεί η αρχική στατική μελέτη του κτιρίου και να υπολογίζεται εκ νέου ο απαιτούμενος αντισεισμικός αρμός κατά τρόπον, ώστε να εφαρμόζονται όλες οι πολεοδομικές διατάξεις και ειδικώτερον το άρθρο 5 του Κτιριοδομικού Κανονισμού (ΥΑ 3046 /304 /30-1-1989), το οποίον αποδίδεται διά του άρθρου 348§3 ΚΒΠΝ. Ασκηθείσης, όμως, της από 14-11-2011 αιτήσεως των νύν εφεσιβλήτων προς ακύρωσιν της υπ’ αριθ. …. πράξεως της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής, εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1540 /2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, διά της οποίας εκρίθη (βάσει της παρατιθεμένης ώδε συνεχείας του ιδίου ως άνω σκεπτικού αυτής) ότι μετά την, κατά τα ως άνω, (εν μέρει) ακύρωση της υπ’ αριθ. 37296 /2-5-2007 αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του ΥΠΕΧΩΔΕ (δυνάμει της υπ’ αριθ. 4272 /2009 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας) το ζήτημα της λήψεως των ενδεδειγμένων νομίμων μέτρων διά την άρση της επικινδυνότητος της προαναφερομένης πολυωρόφου οικοδομής (επί της οδού …………. αριθ. ..) κατέστη εκ νέου εκκρεμές ενώπιον του εκδόσαντος την ακυρωθείσα πράξη οργάνου (δηλαδή του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του ΥΠΕΧΩΔΕ). Και εκρίθη μέν διά της υπ’ αριθ. . πράξεως της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος ότι τα ληπτέα μέτρα προς άρσιν της επικινδυνότητος πρέπει να εναρμονίζονται προς τις κείμενες  πολεοδομικές διατάξεις και επομένως υπήρξε, κατ’ αρχήν, συμμόρφωση του συγκεκριμένου οργάνου προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση (υπ’ αριθ. 4272 /2009 του Συμβουλίου της Επικρατείας), πλήν, όμως, ώφειλε εντός του διά της ως άνω ακυρωτικής αποφάσεως καθορισθέντος πλαισίου είτε να ορίσει το ίδιο τα ληπτέα μέτρα ευθέως είτε να εγκρίνει το ίδιο μελέτην συντασσομένην προς τον σκοπόν  τούτον. Εξ άλλου, εφ’ όσον οι διά την υλοποίησιν των ληπτέων μέτρων αναγκαίες οικοδομικές εργασίες έπρεπε να επιτραπούν διά οικοδομικής αδείας από την πολεοδομική αρχή, η άδεια αυτή έδει να εκδοθεί βάσει μελέτης, η οποία έπρεπε να έχει εγκριθεί από την Γενική Διευθύντρια Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, ως όργανο εκδόσαν την διά της υπ’ αριθ. 4279 /2009 αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας ακυρωθείσα πράξη, και ουχί από την ως άνω πολεοδομικήν αρχήν, αφού αρμοδία προς έγκρισιν των απαιτουμένων διά την άρσιν της επικινδυνότητος μέτρων δεν είναι η πολεοδομική αρχή αλλά το προαναφερόμενο όργανο, ενώπιον του οποίου κατέστη εκ νέου εκκρεμές το θέμα μετά την έκδοση της προηγηθείσης ως άνω ακυρωτικής αποφάσεως (υπ’ αριθ. 4272 /2009 του Συμβουλίου Επικρατείας). Ούτως, εν συνεχεία διελήφθη (κατά το ώδε διαλαμβανόμενον σκεπτικόν της υπ’ αριθ. 1540 /2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας) ότι η, κατά τα ως άνω, προσβληθείσα απόφαση (υπ’ αριθ. 41963 /27-10-2011 της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος) μη νομίμως ανέθεσε τον καθορισμόν και την έγκριση των ληπτέων μέτρων διά την άρση της επικινδυνότητος της πολυωρόφου οικοδομής εις την πολεοδομική υπηρεσία, η οποία εν προκειμένω ήτο αρμοδία μόνον διά την έκδοση της οικοδομικής αδείας, και ότι πρέπει η προσβαλλομένη πράξη να ακυρωθεί κατά το αντίστοιχο μέτρο και να αναπεμφθεί η υπόθεση στην προαναφερομένη υπηρεσία του ΥΠΕΚΑ (Γενική Διευθύντρια Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής), προκειμένου να διατάξει τα προς άρσιν της επικινδυνότητος της επίμαχης πολυωρόφου οικοδομής ληπτέα μέτρα, τα οποία πρέπει να επεξεργασθεί είτε η ιδία είτε η αρμοδία διά την έκδοσιν τυχόν οικοδομικής αδείας πολεοδομική υπηρεσία (αλλά εις την τελευταία περίπτωση να εγκριθούν υπό της ως άνω Υπηρεσίας του ΥΠΕΚΑ). Υπό δέ το ως άνω σκεπτικό, διά της υπ’ αριθ. 1540 /2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας ηκυρώθη, συνακολούθως, η υπ’ αριθ. ……. πράξη της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής. Εν τέλει (μετά ταύτα) διά της υπ’ αριθ. πρωτ. 1315 /17-2-2017 αποφάσεως του Διευθυντού του Τμήματος Δομήσεως της Διευθύνσεως Υπηρεσίας Δομήσεως & Γ.Σ.Π. τη Γενικής Διευθύνσεως Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Πειραιώς (και αφού ελήφθη υπ’ όψιν η -δυνάμει της υπ’ αριθ. 1540 /2015 αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας- ακύρωση της υπ’ αριθ. ….. πράξεως της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος) απεφασίσθη η ανάκληση της υπ’ αριθ. 129 /20-11-2012 οικοδομικής αδείας της Υπηρεσίας Δομήσεως του Δήμου Πειραιώς, διά της οποίας είχε (εν τω μεταξύ) χορηγηθεί (εις τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο εκκαλούντες ιδιοκτήτες της πολυωρόφου οικοδομής) άδεια εκτελέσεως εργασιών προς υλοποίηση των ληπτέων μέτρων προς άρση της επικινδυνότητος του ως άνω οικοδομήματος επί της οδού …………. αριθ. .. [υπό το συμμορφωθέν προς την ως άνω δικαστική ακυρωτική απόφαση (υπ’ αριθ. 1540 /2015 του Συμβουλίου Επικρατείας) σκεπτικόν ότι η άδεια εκτελέσεως των ως άνω εργασιών έδει να έχει εκδοθεί βάσει μελέτης εγκριτέας υπό του εκδόσαντος την διά της ως άνω δικαστικής αποφάσεως ακυρωθείσα απόφαση οργάνου (Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής) και ουχί από την οικείαν Πολεοδομικήν Αρχήν]. Ήτοι, βάσει των προπαρατεθέντων παραγματικών περιστατικών ουχί μόνον μέχρι της πρωτοβαθμίου συζητήσεως των συνεκδικασθεισών πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών (κατά την 27η Μαΐου 2015) αλλά και μέχρι και της δευτεροβαθμίου συζητήσεως της υποθέσεως (ενδίκου εφέσεως των εναγόντων των συνεκδικασθεισών πρώτης και δευτέρας αγωγών) κατά την 2α Μαρτίου 2017 προέκυψε ότι επί τη βάσει και εντός του πλαισίου εκδόσεως αρχικώς της υπ’ αριθ. 2238 /2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου (Ακυρωτικού) Αθηνών και εν συνεχεία διαδοχικώς των υπ’ αριθ. 4272 /2009 και 1540 /2015 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν υφίστανται εν ισχύι τόσον η υπ’ αριθ. 260 /15-5-2002 (αρχική) οικοδομική άδεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, όσον και οι υπ’ αριθ. ….. πράξεις αναθεωρήσεως (της αρχικής οικοδομικής αδείας) της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά την νομιμότητα της ανεγέρσεως της προπεριγραφείσης πολυωρόφου οικοδομής, όπως επίσης και οι υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 απόφαση του Νομάρχου Πειραιώς και υπ’ αριθ. 43995 /24-9-2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής περί εξαιρέσεως της πολυωρόφου οικοδομής από την κατεδάφιση, καθώς και οι διαδοχικώς εκδοθείσες υπ’ αριθ. (οικ ….) 37296 /2-5-2007 απόφαση του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ και υπ’ αριθ. …… πράξη της Γενικής Διευθυντρίας Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενεργείας και Κλιματικής Αλλαγής περί χορηγήσεως αδείας διενεργείας εργασιών διαμορφώσεως αντισεισμικού αρμού εύρους 5 εκατοστών του μέτρου προς άρσιν της επικινδυνότητος της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής και η εντός του πλαισίου της τελευταίας ως άνω αποφάσεως εκδοθείσα υπ’ αριθ. …… οικοδομική άδεια της Υπηρεσίας Δομήσεως του Δήμου Πειραιώς περί επιτρέψεως της εκτελέσεως εργασιών προς υλοποίηση των ληπτέων μέτρων προς άρση της επικινδυνότητος του προαναφερομένου πολυωρόφου κτιρίου. Παρά τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, διά του πέμπτου σκέλους της ιστορικής βάσεως της πρωτοδίκως συνεκδικασθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής (υπ’ αριθ. καταθ. ……) η τότε ενάγουσα ομόρρυθμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «………», η οποία έχει ήδη μετατραπεί εις την πέμπτην εκκαλούσαν ετερόρρυθμον εταιρείαν υπό την επωνυμίαν «….», ισχυρίσθη αφ’ ενός ότι ο διά της ως άνω αγωγής αναφερόμενος πρώτος εναγόμενος (………..), εκμεταλλευόμενος την μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου 2009  αδράνεια της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (προς επεξεργασία του υπ’ αριθ. ………. φακέλλου της εναγούσης προς την Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά «νομιμοποίηση – έκδοση οικοδομικής αδείας») και ενεργήσας προς τον σκοπόν επιμηκύνσεως της ως άνω στασιμότητος ως προς την υλοποίηση της μετρήσεως, υπέβαλε αίτηση περί αναρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της ως άνω μετρήσεως, την οποίαν η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς διά του από 14-9-2009 υπηρεσιακού εγγράφου παρέπεμψε προς την Νομική Υπηρεσία του Δήμου Πειραιώς, η οποία διά του υπ’ αριθ. ………. εγγράφου της εγνωμοδότησε θετικώς (υπέρ της αρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της μετρήσεως), η οποία τελικώς διά του υπ’ αριθ. ………. εγγράφου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ωρίσθη διά την 13η Νοεμβρίου 2013, αφ’ ετέρου ότι διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ……… εγγράφου η Διεύθυνση Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εγνωστοποίησε προς αυτήν (ενάγουσα) ότι κατά την τελευταίαν ως άνω ημερομηνία (13η Νοεμβρίου 2009) η αποφασισθείσα ως άνω μέτρηση εματαιώθη λόγω της αντιδράσεως των εναγομένων και εζήτησε από αυτήν να πραγματοποιηθεί η τοιαύτη μέτρηση υπό πραγματογνώμονος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, εκ τρίτου ότι ο πρώτος εναγόμενος διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ……. αιτήσεώς του εζήτησε από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος να απόσχει από την διενέργεια της τοιαύτης πραγματογνωμοσύνης και τέταρτον ότι διά της υπ’ αριθ. πρωτ. ……. αιτήσεώς του προς το Τμήμα Πραγματογνωμοσυνών ΤΕΕ ο ως άνω αντίδικος εντός του πλαισίου γνωστοποιήσεως της κατηγορηματικής αρνήσεώς του προς διενέργειαν οιασδήποτε μετρήσεως ισχυρίσθη αναληθώς τόσον ότι η διεξαγωγή της τοιαύτης πραγματογνωμοσύνης εζητήθη υπό της ιδίας της εναγούσης όσον και ότι η ως άνω πραγματογνωμοσύνη εμεθοδεύθη υπ’ αυτής εν συνεργασία μετά του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Ισχυρισθείσα δέ περαιτέρω ότι ετρώθη η φήμη και η αξιοπιστία της εκ του ως άνω αναληθούς ισχυρισμού του πρώτου εναγομένου, εζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οφείλεται από τους αντιδίκους της προς αυτήν διά την ως άνω αιτία χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης χρηματικού ύψους 210.000 ευρώ. Διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ……… εγγράφου του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εδόθη η κάτωθι απάντηση [με αναγραφομένους αποδέκτες του εγγράφου τους ……….. (πρώτον και δεύτερον εκκαλούντες) και ουχί την ενάγουσα της δευτέρας αγωγής (τότε ομόρρυθμον) εταιρείαν (και ήδη πέμπτην εκκαλούσαν ετερόρρυθμον εταιρείαν)], διά της οποίας απαντήσεως, πλήν άλλων, ανεφέρθησαν τα ακόλουθα: α) ότι διά τα υπό του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς κατά την αρχική εξέταση του φακέλλου λόγω των βασικών αυθαιρεσιών της οικοδομής επισημανθέντα προβλήματα έχει γίνει επισταμένως και αναλυτικώς ενημέρωση βάσει των υπ’ αριθ. πρωτ. ………. εγγράφων της ως άνω Υπηρεσίας, β) ότι αναφορικώς προς το θέμα του εκ των οικείων πολεοδομικών διατάξεων επιβαλλομένου εύρους του αντισεισμικού αρμού εν σχέσει προς το γειτονικό κτίσμα επί του αριθμού …. της οδού ……. (ιδιοκτησίας της δευτέρας εναγομένης), ως υπολειπομένου σημαντικώς του απαιτουμένου αντιστοίχου εύρους βάσει του κατασκευασθέντος φέροντος οργανισμού της οικοδομής (των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων) επί του αριθμού …. της οδού ….., έχει υποβληθεί υπό των ως άνω συνιδιοκτητών της υπό κατασκευήν οικοδομής μελέτη ενισχύσεως του φέροντος οργανισμού προς άρσιν του προβλήματος. Επειδή, όμως, το ζήτημα τούτο έχει άμεση σχέση και προς την διαπιστωθείσα απόκλιση της (πολυωρόφου) οικοδομής (επί του αριθμού … της οδού ………….) βάσει της από 27-6-2005 τεχνικής εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του ΤΕΕ, η οποία υιοθετήθη τόσον διά της από 8-9-2006 τεχνικής εκθέσεως της τεταρτοβαθμίου εξετάσεως της επικινδυνότητος της οικοδομής όσον και διά της υπ’ αριθ. 8549 /37296 /06 /2-5-2007 αποφάσεως της Γενικής Διευθύνσεως Πολεοδομίας του ΥΠΕΧΩΔΕ, προσεκομίσθη ως συνημμένο έγγραφο των υπ’ αριθ. ……. αιτήσεων των ως άνω συνιδιοκτητών της υπό πολεοδομικόν έλεγχον πολυωρόφου οικοδομής αφ’ ενός τεχνική έκθεση του μηχανικού των ως άνω συνιδιοκτητών ……. (τρίτου εκκαλούντος) και του (μη διαδίκου) τοπογράφου μηχανικού ………., διά της οποίας αναφέρεται ότι δεν υπάρχει απόκλιση της οικοδομής, και αφ’ ετέρου αναφορά του υπογράφοντος την προαναφερομένη (από 27-6-2005) έκθεση πραγματογνωμοσύνης μηχανικού ……. (του ΤΕΕ) περί του ότι οι μετρήσεις της εκ μέρους του διαπιστωθείσης αποκλίσεως έγιναν εις την παρειάν του επιχρίσματος, γ) ότι λόγω των εκ μέρους των ως άνω συνιδιοκτητών της οικοδομής προσκομισθέντων αντιφατικών στοιχείων εζητήθη (υπό του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς) η αφαίρεση του επιχρίσματος σε καθοριστικά σημεία του φέροντος οργανισμού της οικοδομής, εξεδόθη η υπ’ αριθ. …….. έγκριση εργασιών του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς διά τοπικές καθαιρέσεις του επιχρίσματος και επί πλέον διά του από 29-7-2009 υπηρεσιακού εγγράφου (του ιδίου ως άνω Τμήματος) εζητήθη η συνδρομή της Τοπογραφικής Υπηρεσίας της Διευθύνσεως Αρχ/κου – ΓΣΠ Τοπογραφικού του Δήμου Πειραιώς διά την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση της αποκλίσεως του φέροντος οργανισμού του κτιρίου, ώστε να εξακριβωθεί το περιθώριον του αρμού και η θέση της ακραίας πλευράς των βασικών δομικών στοιχείων της οικοδομής εις το ανώτατον ύψος αυτής ως προς το όριον των δύο οικοπέδων, δεδομένου ότι κατά την στάθμη του πρώτου ορόφου αυτή (οικοδομή) αφήνει εκ του φέροντος οργανισμού (αντισεισμικό) αρμό (εύρους) 5 εκατοστών από το γειτονικό κτίσμα πλέον του επιχρίσματος αυτού. Κατόπιν επισκέψεων και πιέσεων των εναγομένων διά μη διενέργεια της τοιαύτης μετρήσεως η ως άνω Υπηρεσία διά του από 14-9-2009 υπηρεσιακού εγγράφου παρέπεμψε το θέμα προς την Νομική Υπηρεσία του Δήμου Πειραιώς, η οποία διά του υπ’ αριθ. ………. εγγράφου της εγνωμοδότησε θετικώς (υπέρ της αρμοδιότητος του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς προς διενέργεια της μετρήσεως), η οποία τελικώς διά του υπ’ αριθ. ……….. εγγράφου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς ωρίσθη διά την 13η Νοεμβρίου 2013, ενώ επιπροσθέτως διά του υπ’ αριθ. ………. σήματος ενημερώθη περί της προγραμματισθείσης μετρήσεως και το Αστυνομικό Τμήμα Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, δ) ότι κατά την διενέργειαν της μετρήσεως, εις την οποίαν παρίστατο και ο μηχανικός των ως άνω συνιδιοκτητών (τρίτος εκκαλών) παρά την παρουσία αστυνομικών οργάνων ησκήθη έντονος εκφοβισμός και εδημιουργήθη κλίμα τρομοκρατίας από τους πρώτον εναγόμενον συζυγον και δευτέραν εναγομένην ιδιοκτήτριαν του ομόρου κτίσματος προς τους αναλαβόντες την μέτρηση τεχνικούς υπαλλήλους, με αποτέλεσμα την διακοπή της μετρήσεως προ της αποπερατώσεώς της, ενώ κατόπιν νέας επισκέψεων των ιδίων ως άνω διαδίκων στα γραφεία του ως άνω Τοπογραφικού Τμήματος εδημιουγήθη υπαναχώρηση και αναστολή της ολοκληρώσεως της μετρήσεως, καθώς και ότι από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η καθυστέρηση της εξελίξεως της εξετάσεως της υπό των συνιδιοκτητών της υπό πολεοδομικόν έλεγχον πολυωρόφου οικοδομής υποβληθείσης αιτήσεως νομιμοποιήσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της ως άνω Πολεοδομικής Υπηρεσίας αλλά στο ειδικό καθεστώς των ιδιαζουσών αυθαιρεσιών της υπό εξέτασιν οικοδομής και στις υπερβατικές καθοριστικές ενέργειες παρεμποδίσεως των αντιδίκων και λόγω της άνευ ευθύνης της Πολεοδομικής Υπηρεσίας εμπλοκής του θέματος, προκειμένου να σχηματισθεί η αναγκαία καθοστιστική κρίση της ως άνω Υπηρεσίας διά την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων συμφώνως προς τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, δι’ ό και εζητήθη υπό της ως άνω Υπηρεσίας η προσκομιδή [εκ μέρους των συνιδιοκτητών της υπό πολεοδομικόν έλεγχον πολυωρόφου οικοδομής (πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων)] πραγματογνωμοσύνης του ΤΕΕ διά την απόκλιση της οικοδομής αναφορικώς προς τον φέροντα οργανισμόν αυτής συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 7 ΠΔ 8 /13-7-2013. Λαμβανομένου, όμως, υπ’ όψιν ότι από τα άρθρα 7§6 ΠΔ  8(13)-7-1983, 2§1, 2 και 4 ΠΔ 13(22)-4-1929 και 1§3 και 4§3 ΠΔ 5(12)-7-1983, τα οποία διετηρήθησαν σε ισχύν διά της ΚΥΑ 65220 /1986 /1996, συνάγεται ότι τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν απλώς επικουρικές αρμοδιότητες στον τομέα του ελέγχου των οικοδομικών εργασιών και οικοδομών, ο οποίος συνίσταται κατά κύριο λόγο στην παροχή συνδρομής στα κατ’ εξοχήν αρμόδια πολεοδομικά όργανα (βλ. ΣτΕ 2692 /2009, ΤΝΠΔΣΑ), εξ αυτού καταδεικνύεται ότι η διά του ως άνω εγγράφου μνεία της ματαιώσεως διενεργείας της προγραμματισθείσης μετρήσεως ένεκα των εντόνων αντιδράσεων των εναγομένων δεν εμπεριέχει πειστική αιτιολογία διά τα πραγματικά αίτια ματαιώσεως της τοιαύτης μετρήσεως, αφού βάσει των υπ’ αριθ. πρωτ. ……….. εγγράφων του Διοικητού του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς από ώραν 09:00 έως ώραν 13:30 της 13ης Νοεμβρίου 2009 παρεσχέθη η αναγκαία συνδρομή της επωχουμένης περιπολίας των διά των ως άνω εγγράφων αναφερομένων αστυνομικών οργάνων προς τους υπαλλήλους της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς προς ανενόχλητη διενέργειαν των υπ’ αυτών αναληφθέντων προς διεκπεραίωσιν καθηκόντων και δή παρουσία, πλήν άλλων, και του πρώτου εναγομένου, ο οποίος ισχυρίσθη ότι η εν λόγω εργασία των ως άνω πολεοδομικών υπαλλήλων ήτο αυθαίρετη λόγω ελλείψεως της απαιτουμένης αδείας παρά των αρμοδίων αρχών. Ανεξαρτήτως τούτου, εκ των προαναφερομένων αποδεικνύεται ότι η διενέργεια της ως άνω μετρήσεως (περί αποκλίσεως της υπό πολεοδομικόν έλεγχον τελούσης ως άνω πολυκατοικίας) από το ΤΕΕ (μετά την ματαίωση διενεργείας αυτής υπό του Τοπογραφικού Τμήματος Διευθύνσεως Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού Πόλεως Δήμου Πειραιώς) διετάχθη πράγματι υπό της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς και δεν εζητήθη αρχικώς υπό της πέμπτης εκκαλούσης (εναγούσης της συνεκδικασθείσης δευτέρας αγωγής),  πλήν, όμως, η περί ταύτης απόφαση της ως άνω Πολεοδομικής Αρχής προεκλήθη, ως κάτωθι εκτίθεται, βάσει των εκ μέρους της εναγούσης προσκομισθέντων στοιχείων. Περαιτέρω εκ της επισκοπήσεως του περιεχομένου της υπ’ αριθ. πρωτ. ….. αιτήσεως του πρώτου εναγομένου προς το Τμήμα Πραγματογνωμοσυνών και προς τον Πρόεδρον του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (διά της οποίας ζητείται η αποχή από την διενέργεια της ως άνω μετρήσεως) καταδεικνύεται ότι πράγματι ο ως άνω διάδικος αναφέρει την ως άνω πραγματογνωμοσύνην ως «αιτηθείσαν από τους αντιδίκους μου» (ειδικώτερον διά της πρώτης σελίδος της ως άνω αιτήσεως έχει διατυπωθεί η ακόλουθη φράση του πρώτου εναγομένου: «Σε συνέχεια των με αρ. πρωτ. …..   εγγράφων μου – αιτήσεών μου περί αποχής από την αιτηθείσαν από τους ομόρους αντιδίκους μου ……….. πραγματογνωμοσύνην επί της οδού …………. αριθ. …., , με στόχον την μέτρησιν της αποκλίσεως από την κατακόρυφον από την πλευράν (εντός) της ιδικής μου αέρινης στήλης της επί της οδού ….. αριθ. …. διωρόφου παλαιάς οικίας μου …»). Όμως, η τοιαύτη διατύπωση ουδόλως τυγχάνει δυσφημητική διά την ενάγουσα της δευτέρας ως άνω αγωγής (τότε ομόρρυθμο) εταιρεία και συνακολούθως δεν κρίνεται πρόσφορη να θίξει την φήμη και αξιοπιστία της και να προσβάλλει την νομική προσωπικότητά της, διότι τυγχάνει ουδέτερον αξιολογικώς γεγονός το ζήτημα περί του εάν η επιδίωξη διεξαγωγής της ως άνω πραγματογνωμοσύνης (μετρήσεως από πραγματογνώμονα του ΤΕΕ της αποκλίσεως της βορειοανατολικής πλευράς της ως άνω πολυκατοικίας από την κατακόρυφον του ορίου του οικοπέδου της διά εισόδου εντός της αερίνου στήλης του ομόρου οικοπέδου της δευτέρας εναγομένης) έγινε εξ αιτίας πρωτοβουλίας της ως άνω εναγούσης ή κατόπιν αντίστοιχης αποφάσεως της ως άνω Πολεοδομικής Υπηρεσίας. Επιπροσθέτως, διά της ως άνω αιτήσεως του πρώτου εναγομένου προς το ΤΕΕ διαλαμβάνονται και τα ακόλουθα: «Πέραν του δεδομένου ότι η εν λόγω μέτρησις έχει ήδη γίνει υπό του ΤΕΕ με μηχανικό τον ……, που είχε αναγράψει απόκλισιν 5,5 εκατοστών από την κατακόρυφον και επίσης από τους πολιτικούς μηχανικούς ……., που ηύρον (με όργανον) απόκλισιν 7,00 εκατοστών, εν ώ και έτερος μηχανικός, ο ……. εμέτρησεν την απόκλισιν εις 10,00 εκ. (τα έχουμε καταθέσει με την 4782 /18-2-2010). Επίσης ο μηχανικός ……. εύρεν την απόκλισιν 7,00 εκ. Η όλη μεθόδευσις της πραγματογνωμοσύνης δεν είναι νόμιμος και παραβιάζει ευθέως: α) την ιδιοκτησίαν μου, …. …., αφ’ ού η περί ής ο λόγος εξωτερική παρειά της πλαγίας πλευράς του ομόρου ακινήτου, ευρίσκεται λόγω αποκλίσεως εντός της αέρινης στήλης της ιδιοκτησίας μου και δή κατά τουλάχιστον 7 εκ., δηλώ δέ διά μίαν εισέτι φοράν ότι δεν επιτρέπομεν την οιανδήποτε διενέργειαν της πραγματογνωμοσύνης, που αναγκαστικώς αφορά εις τον χώρον μου, β) επίσης ευθέως παραβιάζει την 4272 /2009 απόφασιν (αμετάκλητον) του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ακύρωσεν την 37296 /2-5-2007 απόφασιν του Γεν. Δ/ντού Πολεοδομίας του ΥΠΕΧΩΔΕ, που είχε κρίνει ως νόμιμον την άφεσιν αρμού 5 εκ. αντί του ελαχίστου νομίμου εύρους των 15,5 εκ. κατά την ……. οικοδομικήν άδειαν και αυτό συνεπάγεται καθαίρεσιν του ημίσεος (διατομής) των κολωνών, διά να προκύψη το κενόν των 15,5 εκ., γ) Επειδή το επίμαχον σημείον, που η Υπηρεσία σας μεθοδεύει την πραγματογνωμοσύνην, ευρίσκεται επί της δεξιάς παρειάς του τμήματος του αρμού, που πρέπει να καθαιρεθή, προκειμένου να προκύψη αρμός 15,5 εκ., είναι απολύτως αλυσιτελής η οιαδήποτε μέτρησις, που ούτως ή άλλως αποκλείεται, διότι εμπίπτει εντός της αέρινης στήλης της οικίας μου και εγώ αρνούμαι κατηγορηματικώς να επιτρέψω οιανδήποτε μέτρησιν…». Όμως, διά της χρήσεως της λέξεως «μεθόδευσις» και της φράσεως «η Υπηρεσία σας μεθοδεύη» ουδόλως καταλογίζεται ευθέως ή υπονοείται εμμέσως υπό του πρώτου εναγομένου οιαδήποτε παράνομη συναλλαγή και συνεργασία της εναγούσης μετά της οικείας Πολεοδομικής Υπηρεσίας ή μετά του ΤΕΕ, αφού ουδεμία λεκτική μνεία περί αθέμιτης συναλλαγής της ως άνω εναγούσης μετά του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος διαλαμβάνεται. Αντιθέτως, διά των ως άνω αδοκίμως χρησιμοποιηθεισών λέξεως και φράσεως καταδεικνύεται η αντίθεση του πρώτου εναγομένου εις την απόφαση της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς περί διενεργείας εκ μέρους πραγματογνώμονος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος μετρήσεως διά θέμα, το οποίον είχε ήδη προ τετραετίας μετρηθεί επίσης υπό πραγματογνώμονος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (……..), δι’ ό και η επανάληψη της τοιαύτης ενεργείας χαρακτηρίζεται υπό του πρώτου εναγομένου ως αλυσιτελής. Η δέ απόφαση της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί διενεργείας της ως άνω μετρήσεως αρχικώς υπό του Τοπογραφικού Τμήματος του Δήμου Πειραιώς και εν συνεχεία υπό πραγματογνώμονος του ΤΕΕ προεκλήθη, ως ρητώς αναφέρεται διά του υπ’ αριθ. πρωτ. … . εγγράφου του Τμήματος Οικοδομών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, από την εκ μέρους των πρώτου και δευτέρου εκκαλούντων προσκομιδής τεχνικών εκθέσεων του τρίτου εκκαλούντος μηχανικού και του μη διαδίκου τοπογράφου ….., διά των οποίων αναφέρεται ότι δεν υπάρχει απόκλιση της υπό πολεοδομικόν έλεγχον οικοδομής από την κατακόρυφον (εις αντίθεσιν προς το αντίστοιχο συμπέρασμα της από 27-6-2005 εκθέσεως αρχικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονος ΤΕΕ ……). Η τοιαύτη αμφισβήτηση του συμπεράσματος της από 27-6-2005 εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονος ΤΕΕ ……. από τους πρώτον, δεύτερον, τρίτον, τέταρτον και την πέμπτην εκκαλούντες και εκκαλούσα, ένεκα της οποίας αμφισβητήσεως προεκλήθη το ζήτημα της διενεργείας δευτέρας εκθέσεως πραγματογνωωμοσύνης υπό πραγματογνώμονος ΤΕΕ στηρίζεται εις την κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα διενέργεια εργασιών καθαιρέσεως μέρους της πλαγίας (βορειοανατολικής) πλευράς της πολυώροφης οικοδομής επί της οδού …………. αριθ. … επί τη βάσει της υπ’ αριθ. (οικ ..) 37296 /2-5-2007 αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού Πολεοδομίας του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, η οποία, όμως, εν συνεχεία ηκυρώθη, ως εις ανωτέρω σημείον του παρόντος σκεπτικού αναφέρεται, διά της υπ’ αριθ. 4272 /2009 αποφάσεως του Συμβουλίου Επικρατείας. Επομένως, εκ των ως άνω καταδεικνύεται ανενδοιάστως ότι η αδόκιμη χρήση της λέξεως «μεθόδευσις» απευθύνεται ως αντίρρησις κατά της διενεργείας δευτέρας εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης στρεφομένη αποκλειστικώς κατά των αρμοδίων οργάνων του ΤΕΕ, προς το οποίον και απευθύνεται η υπ’ αριθ. πρωτ. … /19-2-2010 αίτηση του πρώτου εναγομένου και ουχί κατά της εναγούσης της δευτέρας ως άνω αγωγής, η οποία μάλιστα ουδόλως αναφέρεται ως αποδέκτης του ως άνω εγγράφου. Ορθώς, κατά συνέπειαν εξετιμήθησαν διά της εκκαλουμένης οι αποδείξεις και απερρίφθη η πρωτοδίκως συνεκδικασθείσα δευτέρα ως άνω αγωγή (υπ’ αριθ. καταθ. …..) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κατά το πέμπτο σκέλος της ιστορικής βάσεως και το αντίστοιχο πέμπτον επί μέρους αίτημα αυτής και πρέπει ο περί του αντιθέτου αντίστοιχος λόγος εφέσεως να απορριφθεί κατ’ ουσίαν.

Θ) Διά την γέννηση αξιώσεως προστασίας από προσβολή προσωπικότητος, κατά τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 ΑΚ, πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, ήτοι να αντίκειται σε διάταξη, βάσει της οποίας απαγορεύεται συγκεκριμένη πράξη, διά της οποίας προσβάλλεται κάποια έκφανση της προσωπικότητος, είναι δέ αδιάφορο σε ποιό τμήμα δικαίου κείται η την προσβολήν απαγορεύουσα διάταξη. Ούτως, η προσβολή δύναται να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ. Ειδικώτερον, κατά τα άρθρα 362 και 363 ΠΚ, διά την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της δυσφημήσεως απαιτείται αφ’ ενός γνώση του δράστη ότι το υπ’ αυτού ενώπιον τρίτου ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και αφ’ ετέρου θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό δι’ άλλον γεγονός, ενώ διά την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ωστόσο, καθ’ ήν περίπτωση ο δράστης δεν εγνώριζε το ψευδές του υπ’ αυτού ισχυρισθέντος ή διαδοθέντος γεγονότος ή είχε αμφιβολίες περί αυτού, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, πλήν, όμως, παραμένει η απλή δυσφήμηση ως προσβάλλουσα επίσης την προσωπικότητα σε βαθμό μη ανεκτό (και συνακολούθως προς θεμελίωσιν της αντιστοίχου αστικής αδικοπραξίας της απλής δυσφημήσεως αρκεί και αμέλεια του υπαιτίου), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις διά του άρθρου 367§1 ΠΚ προβλεπόμενες περιπτώσεις, βάσει των οποίων αίρεται ο άδικος χαρακτήρ της πράξεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εκδηλώσεις, οι οποίες γίνονται προς εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, άσκηση νομίμου εξουσίας ή διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή εξ άλλου δεδικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Όμως, και κατ’ αυτήν την περίπτωση ο άδικος χαρακτήρ της εξυβριστικής ή δυσφημητικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν από τον τρόπο και από τις περιστάσεις τελέσεώς της προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός κατευθυνόμενος ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου δι’ αμφισβητήσεως της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή διά περιφρονήσεως αυτού. Η διάταξη του άρθρου 367§1 ΠΚ, διά την ενότητα της εννόμου τάξεως, εφαρμόζεται, αναλογικώς και στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 έως 59 και 914 επ. ΑΚ, ούτως ώστε αιρομένου του αδίκου χαρακτήρος των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (υπό την επιφύλαξη του άρθρου 367§2 ΠΚ), να αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζημίου συμπεριφοράς ως όρου της αντιστοίχου αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (βλ. ΑΠ 2089 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 726 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 660519). Επομένως, επί αγωγής, διά της οποίας επιδιώκεται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος εξ αιτίας υβριστικής ή (απλής) δυσφημητικής συμπεριφοράς του εναγομένου, η υπό του τελευταίου επίκληση κάποιας από τις περιπτώσεις του άρθρου 367§1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της διά της αγωγής ασκουμένης αξιώσεως του προσβληθέντος λόγω άρσεως του παρανόμου της προβολής. Διά το παραδεκτόν της συγκεκριμένης ενστάσεως (από απόψεως χρόνου προβολής της) τα συγκροτούντα την ιστορική βάση αυτής επί μέρους περιστατικά πρέπει να προβάλλονται κατά την συζήτηση της υποθέσεως εις πρώτο βαθμό. Κατά δέ το άρθρο 527§1 ΚΠολΔ δύναται κατ’ εξαίρεσιν ο εναγόμενος να προβάλει παραδεκτώς διά πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου την ως άνω καταλυτική της αξιώσεως του ενάγοντος ένσταση εκ του άρθρου 367 ΠΚ αλλά μόνον ως εφεσίβλητος και ως υπεράσπιση κατά της εφέσεως του αντιδίκου του, ενώ ως εκκαλών δύναται να προβάλει αυτήν, μόνον εφ’ όσον συντρέχουν οι διά του άρθρου 269 ΚΠολΔ προβλεπόμενες λοιπές εξαιρέσεις (βλ. ΑΠ 1928 /2009, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου, από το άρθρο 229 ΠΚ συνάγεται ότι προς στοιχειοθέτησιν του αδικήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η εις τον καταμηνυθέντα αποδιδομένη πράξη να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο δέ μηνύων να εγνώριζε την αναλήθειά της και να προέβη προς τον σκοπόν κινήσεως ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως του μηνυομένου. Επίσης, διά την κατ’ άρθρον 224§2 ΠΚ στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας απαιτείται αφ’ ενός ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ενώπιον αρχής αρμοδίας διά την εξέτασή του, αφ’ ετέρου το ψευδές των υπ’ αυτού κατατεθέντων και εκ τρίτου άμεσος δόλος του δράστου συνιστάμενος εις την γνώση αυτού περί της αναληθείας των υπ’ αυτού κατατεθέντων ή εις την γνώση και σκόπιμη απόκρυψη ή άρνηση καταθέσεως των αληθών. Η ένορκη κατάθεση του δράστου του συγκεκριμένου εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και ουχί σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές είναι αναποσπάστως συνδεδεμένες προς τα κατατεθέντα γεγονότα. Θεωρείται δέ αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό ουχί μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά και προς τα υπό του μάρτυρος αντιληφθέντα ή εκ διηγήσεων τρίτων πληροφορηθέντα. Διά δέ την τέλεση του εγκλήματος της ψευδούς ανωμότου καταθέσεως, η οποία αντικειμενικώς στοιχειοθετείται, όταν κάποιος εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυς ενώπιον αρχής αρμοδίας προς διενέργειαν τέτοιας εξετάσεως, απαιτείται υποκειμενικώς η εν γνώσει κατάθεση αναληθών στοιχείων ή άρνηση καταθέσεως ή απόκρυψη της αληθείας. Ούτως, προσβολή προσωπικότητος δύναται να προέλθει και από τις ποινικώς κολάσιμες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της ψευδούς ανωμότου καταθέσεως. Διά δέ την θεμελίωση αξιώσεως προς αποζημίωσιν εκ των ως άνω πράξεων ένεκα προσβολής της προσωπικότητος απαιτείται, κατ’ άρθρον 57§2 ΑΚ, η συνδρομή των στοιχείων της αδικοπραξίας κατά το άρθρον 914 ΑΚ. Εξ άλλου κατά το άρθρον 46§1 εδ.α΄ ΠΚ συνάγεται ότι διά την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται αφ’ ενός πρόκληση υπό του ηθικού αυτουργού σε άλλον της αποφάσεως προς διάπραξη άδικης πράξεως (δυναμένη να γίνει καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (όπως ενδεικτικώς υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, φορτικότητα, απειλή ή παραίνεση, επιβολή ή επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητος και της θέσεώς του ή της σχέσεώς του προς τον φυσικό αυτουργό), αφ’ ετέρου διάπραξη της πράξεως υπό άλλου (φυσικού αυτουργού) και εκ τρίτου δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως προς διάπραξη υπό του άλλου της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος μετά γνώσεως θελήσεως ή αποδοχής της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως, αρκούντος και του ενδεχομένου δόλου (βλ. ΑΠ 1419 /2013, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 753 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 555811 και ΑΠ 886 /2010, ΤΝΠΔΣΑ). Η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης προϋποθέτει σημαντική προσβολή της προσωπικότητος και διά τούτο ο δικαστής προς σχηματισμό της αξιολογικής του κρίσεως οφείλει να εκτιμήσει άπαντα τα εις την συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχοντα περιστατικά, ειδικώτερον δέ την έκφανση της προσωπικότητος, κατά της οποίας στρέφεται η προσβολή, τη βαρύτητα αυτής, το πταίσμα και τη βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, τον τόπο, χρόνο και διάρκεια της προσβολής, το επάγγελμα, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών και τη τυχόν δημοσιότητα της προσβολής, χωρίς, δι’ εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητος να υπερακοντίζεται ο υπό του νομοθέτου επιδιωχθείς σκοπός αποκαταστάσεως της τρωθείσης κοινωνικής ειρήνης (βλ. ΑΠ 1735 /2009, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 133 /2006 ΕλλΔνη 47: 470). Εις την προκειμένην περίπτωσιν από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι, ενώ είχαν ήδη εκδοθεί διά την επίμαχη πολυώροφη οικοδομή, όπως αναλυτικώς εις την αμέσως προηγουμένην ενότητα του σκεπτικού της παρούσης έχει αναλυτικώς παρατεθεί: α) η υπ’ αριθ. …. έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί διαπιστώσεως της αυθαιρέτου και παρανόμου μειώσεως του υποχρεωτικού αντισεισμικού αρμού σε 5 εκατοστά του μέτρου, β) η υπ’ αριθ. πρωτ. 3319 /1732 /13-5-2003 απόφαση του Διευθυντού του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς περί ανακλήσεως (ως μη συννόμως εκδοθείσης) της υπ’ αριθ. .. . πράξεως της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς περί αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας (υπ’ αριθ. …. της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς) διά την ανέγερση της προαναφερομένης πολυκατοικίας, γ) η υπ’ αριθ. 3951 /2136 /11-6-2003 απόφαση του Διευθυντού της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί ανακλήσεως (ως μη συννόμως εκδοθείσης) της υπ’ αριθ. ….. (αρχικής) οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς, δ) η υπ’ αριθ. …. έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς (συμπληρωματική της ανωτέρω μνημονευομένης αρχικής υπ’ αριθ. …. εκθέσεως του ιδίου ως άνω Τμήματος Αυθαιρέτων) περί επιπροσθέτου διαπιστώσεως του εκμηδενισμού του εύρους του αντισεισμικού αρμού σε δύο υποστυλώματα της νέας πολυωρόφου οικοδομής, ε) η υπ’ αριθ. … (πρωτοβάθμιος) έκθεση (επικινδύνου) της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς περί χαρακτηρισμού της ως άνω πολυωρόφου οικοδομής ως στατικώς επικινδύνου (λόγω της απομειώσεως και του εν μέρει εκμηδενισμού του προβλεπομένου ελαχίστου αντισεισμικού αρμού), στ) η υπ’ αριθ. ….. αναθεωρητική (δευτεροβάθμιος) έκθεση επικινδύνου οικοδομής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί απορρίψεως της υπ’ αριθ. πρωτ. .. . ενστάσεως των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων συνιδιοκτητών της πολυωρόφου οικοδομής κατά της υπ’ αριθ. ….. (πρωτοβαθμίου) εκθέσεως (επικινδύνου) της Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, ζ) η υπ’ αριθ.  πρωτ. ΠΕΧΩ 4589 /Φ5-3 /24-10-2003 τριτοβάθμιος έκθεση επικινδύνου οικοδομής της Διευθυντρίας ΠΕΧΩ της Γενικής Διευθύνσεως Περιφερείας Αττικής (επί της από 24-7-2003 ενστάσεως των ως άνω συνιδιοκτητών κατά της υπ’ αριθ. ….. αναθεωρητικής εκθέσεως επικινδύνου οικοδομής της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς), διά της οποίας διεπιστώθη η παράνομη απομείωση του αντισεισμικού αρμού από 14 εκατοστά του μέτρου σε 5 εκατοστά του μέτρου και ο εκμηδενισμός αυτού σε δύο υποστυλώματα της βορειοανατολικής πλευράς της πολυκατοικίας [κατά παράβασιν των άρθρων 5§3 της ΥΑ 3046 /304 /3-2-1989 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (Κτιριοδομικού Κανονισμού) και 4.1.7.2 της ΥΑ Δ 17α /141 /3 /ΦΝ 275 /1999 του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΝΕΑΚ 2000)] και η) η υπ’ αριθ. …… έκθεση αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί διαπιστώσεως του αυθαιρέτου χαρακτήρος κατά το σύνολον της υπό κατασκευήν ακόμη τότε τελούσης ως άνω πολυωρόφου οικοδομής [λόγω της (προρρηθείσης) ανακλήσεως της υπ’ αριθ. …. αναθεωρήσεως της υπ’ αριθ. ……… (αρχικής) οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς], εν τούτοις εις τον ενδιάμεσον χρόνον διά της υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς εξηρέθησαν από την κατεδάφιση, κατά τα ανωτέρω εις την αμέσως προηγουμένην ενότητα του παρόντος σκεπτικού αναφερόμενα, τα διά των υπ’ αριθ. ….. εκθέσεων αυτοψίας του Τμήματος Αυθαιρέτων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς προσδιοριζόμενα αυθαίρετα τμήματα της πολυωρόφου οικοδομής (ήτοι ο αντισεισμικός αρμός αυτής) διά του χαρακτηρισμού αυτών ως μικροπαραβάσεων. Όπως, μάλιστα έχει ήδη προαναφερθεί εις το αμέσως ανωτέρω κεφάλαιον της παρούσης, η ως άνω απόφαση ελήφθη κατόπιν της υπ’ αριθ. πρωτ. …. συμφώνου γνωμοδοτήσεως του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος νομού Πειραιώς (συγκροτηθέντος υπό των …… ως προέδρου και υπό των …… ως μελών), διά της οποίας, αφού ελήφθησαν υπ’ όψιν η υπ’ αριθ. …… εισήγηση της προϊσταμένης και της αρμοδίας προς τούτο υφισταμένης αρχιτέκτονος υπαλλήλου του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (……. αντιστοίχως), εγνωμοδοτήθη η από της κατεδαφίσεως εξαίρεση των ως άνω αυθαιρέτων τμημάτων (αντισεισμικού αρμού ισογείου και πρώτου ορόφου της πολυωρόφου οικοδομής) υπό την αιτιολογίαν ότι επρόκειτο περί μικροπαραβάσεων, οι οποίες εμπίπτουν εις την περίπτωση του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985 και των οποίων η διατήρηση δεν παρέβλαπτε υπερμέτρως την πόλη και το περιβάλλον. Κατά της υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 αποφάσεως του Νομάρχου Πειραιώς (περί εξαιρέσεως από την κατεδάφιση) οι εφεσίβλητοι άσκησαν, κατ’ άρθρον 12§18 Ν. 2218 /1994, προσφυγή, η οποία απερρίφθη διά της υπ’ αριθ. 43995 /24-9-2003 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής. Εν συνεχεία κατ’ αμφοτέρων των ως άνω αποφάσεων (του Νομάρχου Πειραιώς και του Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής) οι εφεσίβλητοι άσκησαν την υπ’ αριθ. καταχ. ……. αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Επ’ αυτής εξεδόθη η υπ’ αριθ. 2338 /2004 απόφαση (του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών), διά της οποίας ηκυρώθησαν αμφότερες οι ως άνω προσβληθείσες αποφάσεις των Νομάρχου Πειραιώς και Γενικού Γραμματέως Περιφερείας Αττικής ως αναιτιολόγητες, αφού έγινε δεκτόν ότι η Διοίκηση δεν εξέφερε αιτιολογημένη κρίση, συμφώνως προς τους κανόνες της οικείας επιστήμης, περί του εάν η απόκλιση από τον διά της προαναφερομένης οικοδομικής αδείας προβλεπόμενον αντισεισμικόν αρμό συνιστά πράγματι μικρή, ως εκ της φύσεώς της, παράβαση [των διατάξεων του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΕΑΚ 2000) και του Κτιριοδομικού Κανονισμού] δικαιολογούσα την κατ’ άρθρον 9§8 Ν. 1512 /1985 εξαίρεση από την κατεδάφιση. Ακολούθως, όπως εις την αμέσως ανωτέρω ενότητα της παρούσης έχει αναφερθεί, διά της υπ’ αριθ. 2200 /970 /8-3-2005 αποφάσεως (και διά της υπ’ αριθ. πρωτ. …… ορθής επαναλήψεως της αμέσως ως άνω αναφερομένης αποφάσεως) της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ανεκλήθησαν συλλήβδην τόσον η αρχική (υπ’ αριθ. ………) οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς (η οποία, κατά τα εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερόμενα, είχε επανέλθει σε ισχύν μετά την διά της υπ’ αριθ. 1848 /872 /2004 αποφάσεως του Διευθυντού της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς ανάκληση της υπ’ αριθ. 3951 /2136 /11-6-2003 προηγουμένης αποφάσεώς του περί ανακλήσεως της ως άνω αρχικής οικοδομικής αδείας), όσον και οι επακολουθήσασες υπ’ αριθ. ……. πράξεις του Τμήματος Οικοδομικών Αδειών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς περί αναθεωρήσεως της αρχικής οικοδομικής αδείας. Παραλλήλως προς τις ως άνω ενέργειες ο πρώτος εφεσίβλητος υπέβαλε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την από 22-10-2003 μήνυση, επί τη βάσει της οποίας ησκήθη ποινική δίωξη αφ’ ενός μέν εις βάρος των: α) ……, β) ……, γ) …., δ) ……, ε) ….., στ) ……, ζ) …… και η) ….. διά παράβαση καθήκοντος, αφ’ ετέρου δέ εις βάρος των: θ) δευτέρου εκκαλούντος, ι) πρώτου εκκαλούντος και ια) τετάρτου εκκαλούντος διά ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος. Ειδικώτερον, η βάσει της υπό στοιχεία 1194 /17-4-2008 [(ΑΒΜ: Α03 /3321) & (Β.Ωρ: ΕΓ 24 – 03 /324)] κλήσεως (κατηγορητηρίου) της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς απαγγελθείσα κατηγορία συνίστατο: ι) εις το ότι την 20ή Μαΐου 2003 οι πέμπτη και εβδόμη εξ αυτών (φυσικοί αυτουργοί) υπό την ιδιότητα αυτών ως προϊσταμένης και αρμοδίας προς τούτο αντιστοίχως υφισταμένης αρχιτέκτονος υπαλλήλου του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς εξέφεραν την υπ’ αριθ. ……… εισήγηση προς το Συμβούλιον Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος νομού Πειραιώς και την 23η Μαΐου 2003 οι πρώτη, δευτέρα, τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι (επίσης φυσικοί αυτουργοί) υπό την ιδιότητα αυτών ως προέδρου και ως μελών του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος νομού Πειραιώς εξέφεραν (επί τη βάσει της ως άνω εισηγήσεως) την υπ’ αριθ. πρωτ. … /23-5-2003 γνωμοδότηση ΣΧΟΠ νομού Πειραιώς, επί τη συμφώνω γνώμη των οποίων ελήφθη η εις ανωτέρω σημείον αναφερομένη υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 απόφαση του Νομάρχου Πειραιώς περί εξαιρέσεως των προπεριγραφέντων αυθαιρέτων τμημάτων (αντισεισμικού αρμού) της ως άνω πολυκατοικίας από την κατεδάφιση (υπό την αιτιολογίαν του χαρακτηρισμού αυτών ως μικροπαραβάσεων εμπιπτουσών εις την εφαρμογήν του άρθρου 9§8 Ν. 1512 /1985), ιι) εις το ότι την 2αν Ιουνίου 2003 οι πέμπτη, έκτος και εβδόμη κατηγορούμενοι (εκ των ως άνω φυσικών αυτουργών) υπό την ιδιότητα αυτών ως αρμοδίων υπαλλήλων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς συνυπέγραψαν την προαναφερθείσα απόφαση του Νομάρχου Πειραιώς περί εξαιρέσεως της ως άνω πολυκατοικίας από την κατεδάφιση, ιιι) εις το ότι κατά το χρονικό διάστημα από 12ης Ιουνίου έως 12ης Νοεμβρίου 2003 η πέμπτη κατηγορουμένη (επιπροσθέτως της ως άνω απαγγελθείσης κατηγορίας) υπό την ιδιότητα της προϊσταμένης του ως άνω Τμήματος Αυθαιρέτων Κατασκευών της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς, ο έκτος κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς και ο όγδοος κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του αρμοδίου υπαλλήλου μηχανικού της ως άνω Υπηρεσίας (επίσης φυσικοί αυτουργοί) παρέλειψαν να προβούν εις την ανάκληση της υπ’ αριθ. ……. οικοδομικής αδείας της Διευθύνσεως Πολεοδομίας του Δήμου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας ανεγέρθη η ως άνω οικοδομή και ιν) εις το ότι οι ένατος, δέκατος και ενδέκατος εξ αυτών (ηθικοί αυτουργοί) προεκάλεσαν ως συνιδιοκτήτες της προπεριγραφείσης πολυκατοικίας την απόφαση εις τους συγκατηγορηθέντες φυσικούς αυτουργούς να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας και να προβούν εις τις προπεριγραφείσες ενέργειες. Επί της ως άνω κατηγορίας εξεδόθη η υπ’ αριθ. 6115 & 6321 /2009 απόφαση του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας οι ως άνω φυσικοί αυτουργοί εκηρύχθησαν αθώοι λόγω αμφιβολιών και συνακολούθως και οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες εκηρύχθησαν αθώοι της ηθικής αυτουργίας εις την ανωτέρω πράξη λόγω της εξαρτηματικής σχέσεως της ηθικής αυτουργίας από τις μη αποδειχθεισες πράξεις των φερομένων ως φυσικών αυτουργών. Διά της πρώτης εκ των συνεκδικαζομένων αγωγών (υπ’ αριθ. καταθ. …….) οι ως άνω εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο πρώτος εφεσίβλητος εν γνώσει κατεμήνυσεν ψευδώς αυτούς ως ηθικούς αυτουργούς της παραβάσεως καθήκοντος των προαναφερομένων υπαλλήλων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Δήμου Πειραιώς. Όμως, όπως (ορθώς) διαλαμβάνεται εις το σκεπτικόν της εκκαλουμένης αποφάσεως, οι ως άνω εκκαλούντες (ενάγοντες της συνεκδικασθείσης πρώτης αγωγής), οι οποίοι φέρουν, κατ’ άρθρον 338§1 ΚΠολΔ, το (αντικειμενικό) βάρος αποδείξεως του αντιστοίχου αγωγικού ισχυρισμού, δεν προσεκόμισαν πρωτοδίκως αυτούσιο το σώμα της από 12-10-2009 μηνύσεως του πρώτου εφεσιβλήτου προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ώστε εκ του περιεχομένου αυτού να δύναται να προκύψει η αντίστοιχη ιστορική βάση της συνεκδικασθείσης πρώτης αγωγής. Ωσαύτως, παρά την διά των δευτεροβαθμίων προτάσεων επίκληση του σώματος της από 22-10-2003 μηνύσεως του πρώτου εφεσιβλήτου προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς ούτε εις δεύτερον βαθμόν οι ως άνω εκκαλούντες προσεκόμισαν αυτό καθ’ εαυτόν το σώμα της προαναφερομένης μηνύσεως (ανεξαρτήτως του ότι ούτε υπό του πρώτου εφεσιβλήτου προσεκομίσθη δευτεροβαθμίως το σώμα της ως άνω μηνύσεως). Όμως, διά του δικογράφου της από 18-10-2011 προσθήκης – αντικρούσεως αμφοτέρων των εφεσιβλήτων (τότε εναγομένων) επί του από 11-10-2011 δικογράφου των προτάσεων αυτών κατά της συνεκδικασθείσης δευτέρας εκ των ως άνω αγωγών (υπ’ αριθ. καταθ. ……..), τα οποία δικόγραφα (προτάσεων και συνημμένης προσθήκης – αντικρούσεως) προσεκομίσθησαν πλέον ως ενιαίο δικόγραφο προτάσεων βάσει της από 8-10-2004 βεβαιώσεως της Γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εις την πρωτοβάθμιον συζήτηση της υποθέσεως κατά την δικάσιμο της 27ης Μαΐου 2015 και τα οποία δικόγραφα οι ίδιοι οι εκκαλούντες μετά νομίμου επικλήσεως προσεκόμισαν (υπ’ αριθμόν σχετικού «Εφ8») διά των δευτεροβαθμίων προτάσεων αυτών κατά την συζήτηση της ενδίκου εφέσεως [εν τοις πράγμασιν το ως άνω δικόγραφον προσθήκης – αντικρούσεως αφεώρα εις άμυναν ουχί κατά της δευτέρας (υπ’ αριθ. καταθ. ……….) αλλά κατά της πρώτης (υπ’ αριθ. καταθ. ……) εκ των συνεκδικασθεισών τριών αγωγών], ο πρώτος εφεσίβλητος επεσήμανε ότι εκείνοι (πρώτος, δεύτερος και τέταρτος εκκαλούντες – ενάγοντες της συνεκδικασθείσης πρώτης ως άνω αγωγής) ισχυρίζονται αναληθώς ότι ο ίδιος κατεμήνυσεν (και συνακολούθως εσυκοφάντησεν) αυτούς ψευδώς, αφού ουδέποτε αυτός είχε συμπεριλάβει τους αντιδίκους του ως ηθικούς αυτουργούς εντός της προαναφερομένης μηνύσεως (ειδικώτερον διά της ως άνω προσθήκης – αντικρούσεως είχε παραθέσει αυτολεξεί τα εξής: «από την ανάγνωσιν των προτάσεων των αντιδίκων αποδεικνύεται περίτρανα … ότι ψευδέστατα και εν γνώσει του ψευδούς αναφέρονται ότι δήθεν εις την μήνυσίν μου αυτήν εγώ τους κατηγόρησα ότι έπεισαν τους εμπλεκομένους υπαλλήλους της Πολεοδομίας Δ. Πειραιώς, του ΣΧΟΠ Πειραιώς, της Νομαρχίας Πειραιώς κλπ να παραβούν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα με την διαδικασία της εξαιρέσεως των αυθαιρέτων από της κατεδαφίσεως (ν. 1512 /85), ενώ από την απλή ανάγνωσιν του περιεχομένου της μηνύσεώς μου …  δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά – έγκλησις – μήνυσις κατά των εδώ εναγόντων αντιδίκων μου, όπως σκοπίμως και καταχρηστικώς αναφέρουν εις τα δικόγραφά τους, όπως επίσης (αποδεικνύεται) ότι εγώ εστράφην μόνον κατά των μηχανικών της Πολεοδομίας του Δημου Πειραιώς και μόνον, ήτοι του ……….., και (ενώ) όλους τους λοιπούς κατηγορουμένους τους αναφέρει το κατηγορητήριον, δηλαδή η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς μετά από ιδικήν της έρευναν και προανάκρισιν. Συνεπώς εγώ δεν έχω στραφεί κατά των εδώ εναγόντων». Τούτο μάλιστα δεν ημφισβητήθη ειδικώς υπό των ως άνω εκκαλούντων. Ήτοι, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψεν ότι ο πρώτος εφεσίβλητος (εναγόμενος της συνεκδικασθείσης πρώτης ως άνω αγωγής) είχε καταμηνύσει (και δή εν γνώσει ψευδώς) ρητώς τους ως άνω αντιδίκους του ότι είχαν προκαλέσει (ως ηθικοί αυτουργοί) και μάλιστα διά πειθούς και φορτικότητος τους τότε συγκατηγορηθέντες υπαλλήλους της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς (ως φυσικούς αυτουργούς) να παραβούν τα καθήκοντα της υπηρεσίας αυτών. Λαμβανομένου μάλιστα υπ’  όψιν αφ’ ενός ότι η εις ανωτέρω σημείον αναφερομένη υπ’ αριθ. 3306 /718 /2-6-2003 απόφαση του Νομάρχου Πειραιώς περί εξαιρέσεως της προπεριγραφείσης πολυκατοικίας των ως άνω εκκαλούντων από την κατεδάφιση [η οποία εστηρίχθη επί της υπ’ αριθ. ……. εισηγήσεως των πέμπτης και εβδόμης ως άνω κατηγορουμένων (φερομένων φυσικών αυτουργών) προς το Συμβούλιον Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος νομού Πειραιώς και επί της υπ’ αριθ. .. /23-5-2003 συμφώνου γνωμοδοτήσεως των πρώτης, δευτέρας, τρίτου και τετάρτου ως άνω κατηγορουμένων (επίσης φερομένων φυσικών αυτουργών) ως προέδρου και μελών αντιστοίχως του Συμβουλίου Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος (ΣΧΟΠ) νομού Πειραιώς] ηκυρώθη αμετακλήτως, όπως έχει ήδη αναφερθεί εις την προηγουμένην ενότητα του παρόντος σκεπτικού, διά της υπ’ αριθ. 2338 /2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αφ’ ετέρου ότι διά της υπ’ αριθ. 12 /24-2-2003 εκθέσεως επικινδύνου του Τμήματος Επικινδύνων της Διευθύνσεως Πολεοδομίας Πειραιώς είχαν ήδη διαπιστωθεί διαμπερείς ρηγματώσεις (δηλωτικές καθιζήσεως) αμφοτέρων των ορόφων της διωρόφου οικίας της δευτέρας εφεσιβλήτου (συζύγου του πρώτου εφεσιβλήτου) από την αυθαίρετη απομείωση του αντισεισμικού αρμού της νεοανεγειρομένης τότε πολυκατοικίας των ως άνω εκκαλούντων, εκ τρίτου ότι, όπως εκ των υστέρων επεβεβαιώθη διά των υπ’ αριθ. 4272 /2009 και 1540 /2015 αποφάσεων του Συμβουλίου Επικρατείας, τα υπό των εις την αμέσως προηγουμένην ενότητα του παρόντος σκεπτικού αναφερομένων αρμοδίων πολεοδομικής και ιεραρχικώς προϊσταμένων αρχών αποφασισθέντα μέτρα προστασίας (προς αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού ως μικροπαραβάσεως και της συνακόλουθης εξαιρέσεως από την κατεδάφιση του αυθαιρέτως από 15,5 εκατοστά σε 4 έως 5 εκατοστά του μέτρου απομειωθέντος και σε δύο υποστυλώματα σχεδόν εκμηδενισθέντος αντισεισμικού αρμού της ανωτέρω πολυκατοικίας) δεν πρέπει να αντίκεινται προς τις εις την μείζονα σκέψη της προηγηθείσης ενότητος του παρόντος σκεπτικού αναφερόμενες υποχρεωτικές διατάξεις του Κτιριοδομικού Κανονισμού και του Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού 2000, και τέταρτον ότι μόλις προ τετραετίας από της ανεγέρσεως της πολυωρόφου οικοδομής και της υποβολής της ως άνω μηνύσεως είχε εκδηλωθεί ο μεγάλος σεισμός της Πάρνηθος, ένεκα του οποίου, όπως τυγχάνει γνωστόν τοις πάσιν (άρθρον 336§4 ΚΠολΔ), υπήρξε απώλεια ζωής εκατόν σαράντα τριών προσώπων και υλικές ζημίες δυσθεωρήτου οικονομικού αριθμητικού μεγέθους σε κόστος κατασκευής (αναπληρώσεως) ή επισκευής αντιστοίχως των καταρρευσάντων και κριθέντων κατεδαφιστέων και επισκευασίμων κτιρίων (μετά την κατάρρευση 110 κτιρίων και τον χαρακτηρισμό ως κατεδαφιστέων 5.222 κτιρίων και ως επισκευασίμων 38.165 κτιρίων) εντός της περιφερείας του νομού Αττικής, εκτιμάται ότι η επίμαχη μήνυση εις ουδεμίαν περίπτωσιν υπεβλήθη εν γνώσει ψευδώς εις βάρος των πολεοδομικών υπαλλήλων, κατά των οποίων εστράφη, αλλά αντιθέτως ότι η υποβολή της έγινε από τον πρώτον εφεσίβλητον, κατά τα άρθρα 42§1 ΚΠΔ και 367§1περ.δ΄ ΠΚ, άνευ σκοπού εξυβρίσεως διά την προστασία της υλικής ακεραιότητος (από δομικής και στατικής απόψεως) της παλαιάς διωρόφου οικίας της δευτέρας εφεσιβλήτου συζύγου του, εντός της οποίας ο ίδιος μετά της συζύγου και του υιού, της νύμφης και των εγγονών του κατοικεί, τόσον εν σχέσει προς τις εις την ήδη κατά τον χρόνον υποβολής της μηνύσεως υφιστάμενες (κατά τα εις την προηγουμένην ενότητα του παρόντος σκεπτικού αναφερόμενα) υλικές ζημίες από την προπεριγραφείσα αυθαίρετη παράβαση του αντισεισμικού αρμού της επιμάχου ομόρου πολυκατοικίας των αντιδίκων όσον και εν σχέσει προς την (λόγω της αυθαιρέτου απομειώσεως του αντισεισμικού αρμού) αποτροπήν εμβολισμού των δοκών επιστηρίξεως του σκελετού της ως άνω παλαιάς διωρόφου οικίας από τις εις χαμηλώτερον επίπεδο διαμορφωθείσες πλάκες του σκελετού των ισογείου και πρώτου ορόφων της ως άνω πολυκατοικίας εν περιπτώσει εκδηλώσεως νέου σεισμού εις το μέλλον. Ορθώς, κατά συνέπειαν, διά της εκκαλουμένης αποφάσεως εξετιμήθησαν οι αποδείξεις και απερρίφθη η συνεκδικασθείσα πρώτη ως άνω αγωγή (υπ’ αριθ. καταθ. …….) ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη κατά το σκέλος της ιστορικής βάσεως περί ψευδούς καταμηνύσεως και επίσης ορθώς απερρίφθη ως αόριστη κατά το σκέλος της ιστορικής βάσεως περί ψευδορκίας (ελλείψει παραθέσεως στοιχείων ορκίσεως του ως άνω ενάγοντος ως μάρτυρος προς επιβεβαίωση της ως άνω μηνύσεως ενώπιον αρμοδίας αρχής) και επομένως ο περί του αντιθέτου αντίστοιχος λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος.

Ι) Εν τέλει ο λόγος εφέσεως αφ’ ενός των πρώτου, δευτέρου και τετάρτου εκκαλούντων [εναγόντων της πρωτοδίκως συνεκδικασθείσης πρώτης ως άνω αγωγής (υπ’ αριθ. καταθ. …….)] περί εσφαλμένης εις βάρος αυτών επιβολής δικαστικής δαπάνης χρηματικού ύψους 5.040 ευρώ, αφ’ ετέρου της πέμπτης εκκαλούσης (εναγούσης της πρωτοδίκως συνεκδικασθείσης δευτέρας ως άνω αγωγής (υπ’ αριθ. καταθ. ……)] περί εσφαλμένης επιβολής δικαστικής δαπάνης χρηματικού ύψους 8.100 ευρώ εις βάρος αυτής και επίσης απάντων των εκκαλούντων (εναγομένων της συνεκδικασθείσης τρίτης ως άνω αγωγής [υπ’ αριθ. καταθ. .. .)] περί εσφαλμένου συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης λόγω του δυσερμηνεύτου του κανόνος δικαίου εν σχέσει προς την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου παρά την τροπήν αυτής από καταψηφιστικής εις αναγνωριστικήν τυγχάνει απορριπτέος: α) ως αόριστος εν σχέσει προς την κεχωρισμένως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη από την απόρριψη των πρωτοδίκως συνεκδικασθεισών πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών, διότι οι εκκαλούντες δεν προσδιορίζουν το νομικό ή πραγματικό (λογιστικό) σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των περί δικαστικής δαπάνης αντιστοίχων διατάξεων, ώστε να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η ελεγχθεί η παραβίαση ή μη αυτών ως προς τον ορθόν προσδιορισμόν της δικαστικής δαπάνης ούτε προσδιορίζουν είς ποίον χρηματικό ύψος έδει αυτή να καθορισθεί κατά τους ισχυρισμούς αυτών (βλ. ΕφΠειρ 24 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 695568), ενώ ο περαιτέρω ισχυρισμός αυτών περί υποχρεώσεως συμψηφισμού αυτής τυγχάνει ωσαύτως απορριπτέος, διότι από τα άρθρα 176 έως 182 ΚΠολΔ καθιερούται η αρχή της ήττης και επομένως η καταψήφιση της δικαστικής δαπάνης εις βάρος του ηττηθέντος διαδίκου, όπως συμβαίνει κατά την περίπτωσιν των ώδε ηττηθέντων εναγόντων και εναγούσης αντιστοίχως των πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών δεν χρήζει ειδικής αιτιολογίας (βλ. ΑΠ 22 /2018, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 730832 και ΑΠ 192 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 671947) και β) ως μη νόμιμος εν σχέσει προς τον συμψηφισμόν της δικαστικής δαπάνης επί της πρωτοδίκως συνεκδικασθείσης τρίτης ως άνω αγωγής, διότι, ανεξαρτήτως του ότι ο ολικός ή μερικός συμψηφισμός της δικαστικής δαπάνης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττης ή λόγω της ιδιαιτέρας δυσχερείας του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου απόκειται εις την κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και δεν ελέγχεται αναιρετικώς (βλ. ΑΠ 97 /2018, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 729100), πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρον 193 ΚΠολΔ, η προσβολή της πρωτοδίκου αποφάσεως ως προς την δικαστική δαπάνη δι’ ενδίκου μέσου δεν επιτρέπεται, εάν δεν περιλαμβάνεται διά της εφέσεως και λόγος αφορών εις την ουσίαν της υποθέσεως, περιορισμός ο οποίος ισχύει και όταν ο διάδικος δεν έχει έννομο συμφέρον προς άσκησιν εφέσεως διά την ουσίαν της υποθέσεως, επειδή έχει νικήσει ως προς αυτήν (βλ. ΑΠ 1906 /2011, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 617 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 455021 και ΕφΠειρ 741 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 698859), οπότε εις την προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες ως νικήσαντες διάδικοι (εναγόμενοι) της συνεκδικασθείσης τρίτης αγωγής, η οποία απερρίφθη έναντι αυτών κατ’ ουσίαν ελλείψει  καταβολής δικαστικού ενσήμου, δεν έχουν δικαίωμα αυτοτελούς προσβολής της διατάξεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, διά της οποίας συνεψηφίσθη η δικαστική δαπάνη επί της ως άνω αγωγής, πέραν του ότι εις πάσαν περίπτωσιν ο ως άνω λόγος εφέσεως ετύγχανεν αόριστος, αφού οι εκκαλούντες, οι οποίοι παραπονούνται κατά του πρωτοδίκου συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης εν σχέσει προς την εκδίκασιν της συνεκδικασθείσης τρίτης ως άνω αγωγής, δεν επικαλούνται διά του αντιστοίχου λόγου εφέσεως ότι διά των πρωτοδίκων προτάσεων κατά της ως άνω αγωγής οι ίδιοι είχαν υποβάλει αίτημα περί επιδικάσεως δικαστικής δαπάνης υπέρ αυτών (βλ. ΕφΑθ Λαρ 271 /2004, ΤΝΠΔΣΑ). Εις πάσαν δέ περίπτωσιν πρέπει να επισημανθεί εν σχέσει προς την δικαστική δαπάνη των πρωτοδίκως συνεκδικασθεισών πρώτης και δευτέρας ως άνω αγωγών ότι διά των άρθρων 91, 92§1, 98, 100§1 και 107§1 ΝΔ 3026 /1954 («Κώδικος περί Δικηγόρων»), τα οποία εφαρμόζεται ώδε ως εκ του χρόνου γενέσεως των αντιστοίχων αξιώσεων δικηγορικής αμοιβής διά σύνταξιν αγωγής και πρωτοβαθμίων προτάσεων εις χρόνον προγενέστερον της ισχύος του Ν. 4194 /2013 (βλ. ΑΠ 1456 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 731511, ΑΠ 180 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 675265, ΑΠ 390 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 648504 και ΑΠ 122 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 645142), τα ελάχιστα όρια δικηγορικής αμοιβής του δικηγόρου των εναγομένων μόνον διά την σύνταξη εκάστης των ως άνω αγωγών και των αντιστοίχων πρωτοβαθμίων προτάσεων (οι οποίες προτάσεις είχαν ωσαύτως συνταχθεί και κατατεθεί στην Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προ της ισχύος του Ν. 4194 /2013), δίχως να λαμβάνεται υπ’ όψιν η επιβεβλημένη περίσταση αυξήσεως αυτών βάσει της επιστημονικής εργασίας και του είδους της διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητος της διαφοράς και των ιδιαζουσών περιστάσεων προς απόκρουσιν των επί δυσχερών πολεοδομικών θεμάτων επιστηριχθεισών ιστορικών βάσεων αμφοτέρων των αγωγών περί προσβολής προσωπικότητος ένεκα ψευδούς καταμηνύσεως, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφημήσεως, προσδιορίζεται διά την πρώτην ως άνω αγωγή και τις αντίστοιχες πρωτοβάθμιες προτάσεις σε 3.360 (= 2.240 + 1.120) ευρώ και διά την δευτέραν αγωγή σε 23.400 (= 15.600 + 7.800) ευρώ (ήτοι εν σχέσει προς την πρώτην αγωγήν κατά την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης χρηματικού ύψους 5.040 ευρώ ελήφθησαν υπ’ όψιν επιπροσθέτως και η πρωτοβάθμιος παράστασις του πληρεξουσίου δικηγόρου των εφεσιβλήτων – εναγομένων αλλά και η δυσχέρεια της αντιμετωπισθείσης υποθέσεως, ενώ εν σχέσει προς την δευτέραν αγωγήν η πρωτοδίκως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη χρηματικού ύψους 8.100 ευρώ υπελείπετο της προβλεπομένης ελαχίστης νομίμου αντίστοιχης).

  1. IA) Πρέπει, επομένως, να απορριφθεί η ένδικη έφεση συνολικώς, να διαταχθεί η εισαγωγή του εις την αρχή του παρόντος σκεπτικού αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εις το Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495§4εδ.ε΄ ΚΠολΔ) και να επιβληθεί εις βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων διά τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατόπιν υποβολής αντιστοίχου αιτήματος εκ μέρους αυτών (άρθρα 183 και 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. …………. έφεση (ασκηθείσα ενώπιον του Γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατά της υπ’ αριθ. 395 /2016 αποφάσεως τατκικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει εις βάρος των εκκαλούντων την δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, την οποίαν ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 28η Ιουνίου 2018.

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, την 18 Δεκεμβριου 2018.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ