ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Aπόφασης 556/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Μωραΐτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γερασίμου (ΔΕ ΓΡΑΣΙΜΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, ………, άσκησε την από 3-1-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ …./2020 και ΕΑΚ …./03-01-2020 αγωγή, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που απευθύνονταν κατά του εναγομένου …………., η οποία συζητήθηκε στις 30-3-2021 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Νέα Τακτική διαδικασία – Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και στη συνέχεια εκδόθηκε επ’ αυτής η με αριθμό 2420/2021 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη, από 7-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ΓΑΚ …../2022 και ΕΑΚ …./07-07-2022, έφεσή του και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 15-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ΓΑΚ …../2022 και ΕΑΚ …./15-7-2022 έφεσή του, οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι υπό κρίση: α) από 7-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ …./2022 και ΕΑΚ …./07-07-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμό δικασίμου ΓΑΚ …./2022 και ΕΑΚ …./07.07.2022 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση του εναγομένου, …….. [υπό στοιχείο Α] και β) από 15-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου με ΓΑΚ …./2022 και ΕΑΚ …../15.07.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμό δικασίμου με ΓΑΚ …../2022 και ΕΑΚ …../15.07.2022 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση του ενάγοντος, ……….. [υπό στοιχείο Β], οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης και δη κατά της με αριθμό 2420/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 3-1-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ …./2020 και ΕΑΚ …../03-01-2020 αγωγής του ενάγοντος/εκκαλούντος στη Β έφεση/εφεσίβλητου στην Α έφεση, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ, Α.Π. 427/2009, Εφ.Πειρ. 727/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), χωρίς η συνεκδίκαση των άνω εφέσεων να αναιρεί την αυτοτέλειά τους, παρά το γεγονός ότι η αποδεικτική διαδικασία διεξάγεται ενιαία (βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.ΚΠολΔ, 2018, τόμ. Ι, υπ’ άρθρο 246, αριθ. 5, σ. 457).
ΙΙ. Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής (άρθρο 518 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ.), ενόψει του ότι το πρωτότυπο των άνω εφέσεων κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 07.07.2022 και 15.07.2023, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις, παρά πόδας των εφετηρίων δικογράφων, εκθέσεις κατάθεσης του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η εκκαλουμένη απόφαση εξεδόθη την 4.11.2021. Φέρονται δε οι εφέσεις αυτές αρμόδια προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), ενώ, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις κατάθεσης ένδικου μέσου του Γραμματέα του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει καταβληθεί από τους εκκαλούντες εκάστης εφέσεως το, προβλεπόμενο από το άρθρο 495 Κ.Πολ.Δ. (όπως ισχύει από 23-1-2017, μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016), παράβολο για την άσκηση αυτών. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
ΙΙΙ. Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχουν τρία νομοθετικά κείμενα που ρυθμίζουν τις έννομες σχέσεις ιδιωτικού δικαίου που απορρέουν από την επιθαλάσσια αρωγή. Αυτά είναι κατά χρονολογική σειρά: α) Η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του έτους 1910 για την επιθαλάσσια αρωγή και τη ναυαγιαίρεση, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. ΓΩΠΣΤ/1911, β) οι διατάξεις του δέκατου τρίτου τίτλου του Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958) «Περί των εκ της επιθαλασσίου αρωγής απαιτήσεων» και γ) η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με τον Ν. 2391/1996. Η τελευταία διεθνής σύμβαση άρχισε να ισχύει διεθνώς και στην Ελλάδα στις 3 Ιουνίου 1997, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 29 αυτής (βλ. ανακοίνωση του ΥΠ.ΕΞ. της 19.6/4.7.1996 στον Κ.Νο.Β. 1996, 998). Κατά το άρθρο 2 της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου, αυτή καταλαμβάνει τις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται απ` αυτήν, οποτεδήποτε οι διαδικασίες αυτές εισάγονται σε Κράτος – Μέλος, δηλαδή διέπει, μεταξύ άλλων και τις σχετικές υποθέσεις που εισάγονται στα Ελληνικά δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του αρωγού ή του βοηθούμενου πλοίου και χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο αλλοδαπότητας της διαφοράς (Α. Αντάπαση, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, 1992, Ι, σ. 151). Εξάλλου, εφόσον η Ελλάδα δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη από αυτές που προβλέπει το σχετικό άρθρο της Συμβάσεως (βλ. Comite Maritime lnternational, Yearbook 1999, σ. 457 – 459), οι διατάξεις αυτές διέπουν και τις εσωτερικές θαλάσσιες αρωγές, δηλαδή αυτές που παρέχονται σε εσωτερικά ύδατα και από (ή σε) πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Η διεθνής αυτή σύμβαση καταργεί το δίκαιο της Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1910 και όσες διατάξεις του Κ.Ι.Ν.Δ. ρυθμίζουν τα θέματα τα οποία υπάγονται στη ρύθμιση της νέας Συμβάσεως. Για τους σκοπούς της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως, κατ’ άρθρο 1 στοιχ. α’ αυτής, επιχείρηση θαλάσσιας αρωγής σημαίνει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο που βρίσκεται σε κίνδυνο σε οποιαδήποτε ύδατα, πλεύσιμα ή μη. Διακρίνεται σε αρωγή διεπόμενη από (μόνο) τον νόμο, αρωγή διεπόμενη από σύμβαση συναφθείσα υπό την επήρεια του κινδύνου και αρωγή διεπόμενη από σύμβαση προγενέστερη του κινδύνου. Η διεπόμενη από τον νόμο (τη Διεθνή Σύμβαση) αρωγή δημιουργεί υπέρ του αρωγού αξίωση αμοιβής. Η εκ του νόμου αξίωση αμοιβής κατά τα άρθρα 12 και 13 παρ. 3, προϋποθέτει ωφέλιμο αποτέλεσμα της αρωγής και περιορίζει την αξίωση αμοιβής μέχρι την αξία των σωθέντων. Ο περιορισμός δεν ισχύει για την σύμβαση αρωγής που μπορεί να συναφθεί ελεύθερα. Η σύμβαση αρωγής, κατά τα άρθρα 6, 14 και 17 της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως, αποκλείει τη μεταξύ των συμβαλλόμενων γένεση των, εκ του νόμου, υποχρεώσεων ή αξιώσεων αμοιβής και εξόδων, εκτός αν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά. Ο καθορισμός του ύψους της εκ του νόμου αμοιβής από το δικαστήριο γίνεται με βάση τα κριτήρια που περιέχονται στο άρθρο 13 παρ. 1 αυτής, άσχετα με την σειρά με την οποία αναφέροντα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1, 12 και 13 της, ως άνω, Διεθνούς Συμβάσεως, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γεννηθεί το δικαίωμα αμοιβής από πράξεις επιθαλάσσιας αρωγής είναι πράξη ή δραστηριότητα παροχής βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, κίνδυνος απώλειας ή βλάβης και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον κίνδυνο απώλειας ή βλάβης του βοηθούμενου πλοίου (Λ. Ζυγούρο, Η ειδική αποζημίωση στο δίκαιο της θαλάσσιας αρωγής, 2015, σ. 83 επόμ.), αυτός πρέπει να είναι πραγματικός, έστω και μη άμεσος, αλλά αναμενόμενος με πιθανότητα, που προϋπάρχει από τις σωστικές υπηρεσίες και δεν προκαλείται από αυτές, χωρίς να απαιτείται και αδυναμία ελκτικής ικανότητας ή αυτοδύναμης προώσεως του πλοίου που κινδυνεύει. Επίσης, είναι αρκετό το γεγονός ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η βοήθεια, το αντικείμενό της να αντιμετώπισε οποιαδήποτε ατυχία ή πιθανότητα ατυχίας, η οποία θα μπορούσε να το εκθέσει σε απώλεια ή βλάβη, εάν οι υπηρεσίες της αρωγής δεν παρέχονταν. Ο κίνδυνος είναι απαραίτητο δομικό στοιχείο της θαλάσσιας αρωγής, γιατί την προσδιορίζει και την διαφοροποιεί από την ρυμούλκηση. Πρέπει, ακόμη, να είναι σοβαρός, μη φανταστικός, μη εικαζόμενος, όχι αόριστος αλλά παρών, η ύπαρξη δε και ο βαθμός αυτού πρέπει να εκτιμηθούν με τη συνολική εξέταση των περιστάσεων που συντρέχουν στην συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιες περιστάσεις που ενδεικτικά μπορούν να υποδηλώσουν κίνδυνο είναι: 1. Η εγκατάλειψη του ταξιδιού, 2. η χρήση των σημάτων κινδύνου, εφόσον με αυτά ζητείται βοήθεια, εξαιτίας π.χ. των βλαβών του πλοίου, 3. ολική ή ουσιώδης απώλεια των μέσων προωθήσεως, με την παρούσα μείωση της ικανότητας του πλοίου να αντιπαρέλθει δυσκολίες, 4. η απώλεια αγκύρων και αλυσίδων, 5. η εγκατάλειψη ή η προετοιμασία εγκαταλείψεως του πλοίου, 6. η άμεση απαίτηση για παροχή βοήθειας, 7. η εισροή υδάτων στο πλοίο λόγω ζημιάς (Ι, Κοροτζή, Το Δίκαιο της Επιθαλάσσιας Αρωγής κατά τον Κ.Ι.Ν.Δ. και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, 1988, σ. 46-48, 52-53, 57-58). Κριτήρια για τον καθορισμό της αμοιβής από την επιθαλάσσια αρωγή αποτελούν α. Η διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, β. η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να αποτρέψει ή να ελαχιστοποιήσει βλάβη του περιβάλλοντος, γ. το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, δ. η φύση και η έκταση του κινδύνου, ε. η επιτηδειότητα και οι προσπάθειες που κατέβαλε ο αρωγός για να σώσει το πλοίο, στ. ο χρόνος που διατέθηκε, οι δαπάνες και οι απώλειες που είχε o αρωγός, ζ. ο κίνδυνος ευθύνης και άλλοι κίνδυνοι τους οποίους διέτρεξε ο αρωγός ή ο εξοπλισμός του, η. το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, θ. η δυνατότητα διαθέσεως και χρησιμοποιήσεως πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής και ι. ο βαθμός ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και η αξία αυτού (Εφ.Πειρ. 645/2019, Εφ.Πειρ. 893/2013, Εφ.Πειρ. 1013/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 15 παρ. 1 της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, αν η αρωγή παρασχέθηκε από περισσότερους αρωγούς, ο επιμερισμός της αμοιβής μεταξύ των αρωγών γίνεται με βάση τα ως άνω κριτήρια του άρθρου 13 αυτής, κατανεμόμενη μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή καθενός από αυτούς στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου, η συμφωνία όμως των μερών επικρατεί των πιο πάνω κριτηρίων (Εφ.Πειρ. 645/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 893/2013, ό.α.). Περαιτέρω, ρυμούλκηση είναι η ενέργεια που καταβάλλεται με αμοιβή από το πλοίο, που είναι εφοδιασμένο με κινητήρια δύναμη και έχει ως σκοπό του την μεταφορά, από τόπο σε τόπο, είτε πλοίου που στερείται γενικά ή κατά ένα μέρος δικής του κινητήριας δυνάμεως, είτε γενικά οποιουδήποτε επιπλέοντος κατασκευάσματος, με την βοήθεια ρυμουλκίου (σχοινιού), το οποίο ενώνει το ρυμουλκό με το ρυμουλκούμενο. Η ρυμούλκηση έχει το χαρακτήρα της συμβάσεως μισθώσεως έργου, όταν το ρυμουλκούμενο έχει δικό του επαρκές πλήρωμα και είναι κύριο των δικών του κινήσεων, στο πλαίσιο της περιορισμένης δραστηριότητάς του και δεν ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα. Στις άλλες περιπτώσεις, όταν δηλαδή το ρυμουλκούμενο δεν έχει δικό του πλήρωμα και δεν είναι κύριο των δικών του κινήσεων, αλλά βρίσκεται στην παραφυλακή του ρυμουλκέα, υπό την εξουσία του πλοιάρχου του ρυμουλκούντος πλοίου και ακολουθεί το ρυμουλκό ως αδρανές σώμα, η ρυμούλκηση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση ναυλώσεως. Εξάλλου, η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται ακριβώς στο ότι η πρώτη προϋποθέτει τη συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στην δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δυνάμεως) να συνεχίσει τον πλου του και ζητεί την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (Εφ.Πειρ. 645/2019, Εφ.Πειρ. 24/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, οι περιστάσεις υπό τις οποίες συχνά συνάπτεται η σύμβαση θαλάσσιας αρωγής είναι ασυνήθιστες, επικίνδυνες και πιεστικές, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεται στα πλαίσια του ναυτικού δικαίου ειδικά ο επηρεασμός της βούλησης των μερών υπό τις ανώμαλες αυτές συνθήκες και η τυχόν κατάχρηση της συμβατικής ελευθερίας. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία έχει χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, υπό τον τίτλο «Ακύρωση και τροποποίηση συμβάσεων», προβλέπεται ότι «Σύμβαση ή οποιοιδήποτε όροι της μπορούν να ακυρωθούν ή τροποποιηθούν εάν (α) η σύμβαση έχει συνταχθεί κάτω από την ανεπίτρεπτη επήρεια ή κάτω από την επήρεια κινδύνου και οι όροι της είναι επαχθείς ή (β) η αμοιβή που προβλέπεται από τη σύμβαση, είναι υπερβολικά μεγάλη ή υπερβολικά μικρή σε σχέση με τις υπηρεσίες που πραγματικά παρασχέθηκαν». Η ρύθμιση της πρώτης παραγράφου της αμέσως ανωτέρω διατάξεως, αφορά στην κατάρτιση των όρων της σύμβασης, η οποία επιτρέπει την ακύρωση αυτής ή τροποποίηση των όρων της, αν αυτή καταρτίσθηκε από ανεπίτρεπτο επηρεασμό των συμβαλλομένων, έστω και ενός, ο οποίος (επηρεασμός) είναι δυνατόν να έχει υπάρξει, σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που ασκήθηκε σωματική ή ψυχολογική βία σε συμβαλλόμενο προκειμένου να αποδεχθεί τη σύμβαση, «υπό την επήρεια κινδύνου» ως τέτοιου νοουμένου του κινδύνου που απαιτείται και για τη συγκρότηση της έννοιας της θαλάσσιας αρωγής (Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, υπό του άρθρου 7 Συμβ.Λονδ, τρίτος τόμος, σελ 370-371) και οι όροι της σύμβασης να είναι «επαχθείς», ήτοι να επιβάλλεται άνιση κατανομή ουσιωδών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των μερών και να επιφέρει τη διακινδύνευση του σκοπού της σύμβασης ή κατ’ άλλη διατύπωση, υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας αυτής. Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίο πρέπει ο όρος να είναι αντίθετος με την επιείκεια, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης, Η δεύτερη παράγραφος του ανωτέρω άρθρου (άρθρο 7 Σύμβασης του Λονδίνου) αφορά το συμβατικό καθορισμό της αμοιβής, όρος που μπορεί να ακυρωθεί και να τροποποιηθεί σε περίπτωση δυσαναλογίας παροχής και αντιπαροχής, εφόσον η αμοιβή που συμφωνήθηκε είναι υπερβολικά υψηλή ή χαμηλή σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν. Ως μέτρο σύγκρισης για την εκτίμηση του υπερβολικά υψηλού ή χαμηλού αποτελεί η αμοιβή η οποία θα έπρεπε να επιδικασθεί εάν δεν υπήρχε γι’ αυτή συμφωνία. Το παραπάνω δικαίωμα του συμβαλλόμενου προς ακύρωση ή τροποποίηση της σύμβασης αρωγής ή όρων της προβάλλεται κατ’ ένσταση και ενυπάρχει παραλλήλως με το γενικό δικαίωμα του άρθρου 179 ΑΚ (Ι. Κοροτζής, ο.π., σελ. 373). Εξάλλου, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές, των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι, για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικειμένης στα χρηστά ήθη, απαιτείται, αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησής τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. Έτσι, για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεοναστική απαιτείται να συντρέχουν, αθροιστικά, τρία στοιχεία, ήτοι: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου, από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή, το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή, που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή, χωρίς να είναι απαραίτητη, για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά, που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν, όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου, χωρίς, όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, ακυρότητα της δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ’ αυτήν ανήθικο χαρακτήρα [ΑΠ 1467/2018 Ιστοσελίδα Αρείου Πάγου].
ΙV. Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι, την 3.8.2019 και περί ώρα 22.00, ειδοποιήθηκε ότι το σκάφος «Φ», ιδιοκτησίας του εναγόμενου ότι, λόγω μηχανικού προβλήματος που παρουσιάστηκε ταυτόχρονα και στις δύο (2) μηχανές του, ακινητοποιήθηκε μεσοπέλαγα και συγκεκριμένα 28 ν.μ. δυτικά της Σερίφου, σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, αφού είχε απολέσει την ικανότητά του προς αυτοδύναμη πρόωση, δίχως τη συνδρομή τρίτων σκαφών, με αποτέλεσμα να διατρέχουν άμεσο κίνδυνο οι δύο επιβαίνοντες επί αυτού και το ίδιο το σκάφος. Ότι πέτυχε την ασφαλή ρυμούλκηση και πρόσδεση του σκάφους στην Σέριφο, διασώζοντας το σκάφος και αποτρέποντας τον περαιτέρω κίνδυνο θαλάσσιας ρύπανσης, απασχολούμενος επί έξι (6) ώρες, χωρίς να καταρτιστεί συμφωνία για την αμοιβή του διάσωσης. Με βάση αυτό ιστορικό, ο ενάγων ζητά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει για την προεκτεθείσα αιτία (αμοιβή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής) το ποσό των 25.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της διάσωσης του πλοίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η εν λόγω αγωγή, συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, την 30.3.3031 και επ’ αυτής εξεδόθη η με αριθμό 2420/2021 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 6, 8, 12, 13 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2391/1996, 346 ΑΚ, 176 και 907 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της διάσωσης του πλοίου, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο και εκ του λόγου τούτου απορρίφθηκε, διότι κρίθηκε ότι ο ενάγων δεν επικαλείται επαγγελματική εκμετάλλευση του σκάφους από τον εναγόμενο και ως εκ τούτου εμπορικό χαρακτήρα της διαφοράς, κατ’ άρθρο 111 ΕισΝΑΚ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, κατά την οποία «το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης», ούτε συμφωνηθείσα αμοιβή με δήλη ημέρα καταβολής κατά τα άρθρα 340, 345 ΑΚ, υποχρέωσε δε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ως συμφωνηθείσα αμοιβή επιθαλάσσιας αρωγής, το ποσό των 6.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής, κήρυξε την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των ευρώ 3.000 και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος, μέρος της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου το ύψος της οποίας όρισε στο ποσό των 400,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους, για λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στα εφετήρια και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ειδικότερα, (Ι) ο ενάγων, με τη δεύτερη κρινόμενη έφεσή του με άπαντες τους λόγους έφεσης, πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ανεπαρκή αιτιολογία, μη λήψη υπόψη των προταθέντων υπ’ αυτού αγωγικών ισχυρισμών, αλλά και των περιεχομένων στις προτάσεις και την προσθήκη που κατέθεσε επ’ αυτών ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ισχυρισμών, επιπλέον δε για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι έκρινε ως βάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό του εναγομένου σύμφωνα με τον οποίο, μεταξύ των διαδίκων είχε καταρτισθεί σύμβαση αρωγής, κατά την οποία, η συνομολογηθείσα αμοιβή του ενάγοντος για τις παρασχθείσες υπ’ αυτού υπηρεσίες κατά το ένδικο συμβάν, ανήλθε στο ποσό των 6.000,00 ευρώ και τοιουτοτρόπως δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη στην ουσία της την αγωγή του μόνον κατά το ανωτέρω ποσό των 6.000 ευρώ, ενώ εάν εφάρμοζε σωστά το νόμο, ελάμβανε υπόψη του τους ισχυρισμούς του ενάγοντος και εκτιμούσε ορθά τις αποδείξεις, θα επεδίκαζε σε αυτόν το αιτούμενο με την αγωγή ποσό αμοιβής και δη το ποσό των ευρώ 25.000. Κατόπιν αυτών, ζητεί να εξαφανισθεί και επικουρικώς να μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η ένδικη αγωγή του και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας. (ΙΙ) Ο εναγόμενος, με την πρώτη κρινόμενη έφεσή του, διότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 6, 8, 12 και 13 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2391/ 1996 και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκανε δεκτό ότι η ένδικη σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων ήταν αυτή της επιθαλάσσιας αρωγής και όχι αυτή της ρυμούλκησης, όπως ο ίδιος ισχυρίσθηκε, επιπλέον δε, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 179 ΑΚ και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό του περί ακυρότητος της σύμβασης επιθαλάσσιας αρωγής που δέχθηκε ότι καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων με συνομολογηθείσα αμοιβή το ποσό των ευρώ 6.000,00, ως καταπλεονεκτικής. Κατόπιν αυτών, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή και να καταδικασθεί ο ενάγων στη δικαστική του δαπάνη, αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας. Επιπλέον, ο εκκαλών της πρώτης των ενδίκων εφέσεων – εναγόμενος, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υπέβαλε αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό του το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00 ευρώ) που η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά, ποσό το οποίο ζητά νομιμοτόκως από της καταβολής του, ήτοι από την 25-11-2021. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, παραδεκτώς ασκείται δια των εγγράφων προτάσεων που ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της ένδικης έφεσή του και είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων, απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του.
V) Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που προσκομίζεται νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους και ιδίως των με αριθ. …../23-7-2020 και ……/24-7-2020 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………. και ………., οι οποίες ελήφθησαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Σπάρτης ………… η πρώτη και της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. η δεύτερη, που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου ελήφθησαν, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του ενάγοντος, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στον Δικηγόρο Πειραιώς ………….., ως κατά νόμο αντίκλητο για τις επιδόσεις προς τον εκκαλούντα – εφεσίβλητο – ενάγοντα, τον οποίο εκπροσώπησε, ως πληρεξούσιος δικηγόρος, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρο 143 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο πρώτο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ……../17-7-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………, των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 261 εδάφ. β, 352 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, αλλά και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι επαγγελματίας αλιέας και πλοιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού αλιευτικού σκάφους Α/Κ «Μ», με λιμένα νηολόγησης τη Σύρο, αριθμό νηολογίου ……, Δ.Δ.Σ. …., κ.ο.χ. 14,42, κ.κ.χ. 04,52, ολικού μήκους 14,00 μέτρων, πλάτους νηολόγησης 4,20 μέτρων, ξύλινης κατασκευής με εσωλέμβιο πετρελαιοκινητήρα, ισχύος 95,20 ίππων. Ο εναγόμενος είναι πλοιοκτήτης του μηχανοκίνητου ταχύπλοου σκάφους Τ/Χ «Φ», ελληνικής σημαίας, με λιμένα νηολόγησης τον Πειραιά, αριθμό νηολογίου ….., ολικού μήκους 9,96 μέτρων, μέγιστου πλάτους 3,28 μέτρων, πλαστικής κατασκευής, τύπου 335 SY, φέρον δύο (2) εξωλέμβιους πετρελαιοκινητήρες «MERCRUISER», συνολικής ισχύος 600 ίππων, έτους κατασκευής 2011, διαθέτει δε εσωτερική καμπίνα και φέρει τον συνήθη εξοπλισμό των σκαφών αυτής της κατηγορίας. Ο εναγόμενος, την 3.8.2019 και περί ώρα 16.00, απέπλευσε από το λιμάνι της Ερμιόνης με το ανωτέρω ταχύπλοο, με χειριστή τον ίδιο και συνεπιβάτη τον, μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ………….., με προορισμό τη νήσο Μήλο. Περί ώρα 18.00 και ενώ έπλεε περί τα 25 ναυτικά μίλια από την Αντίμηλο, οι μηχανές του σκάφους έπαυσαν να λειτουργούν, διότι περιπλέχθηκε στις προπέλες, κομμάτι κάβου που ευρίσκετο στη θάλασσα. Αρχικά ο εναγόμενος επέτυχε την απομάκρυνση του κάβου από τις προπέλες, πλην όμως οι μηχανές συνέχισαν να μην λειτουργούν. Σε επικοινωνία δε αυτού με τον μη διάδικο στην παρούσα δίκη, ………….., ο οποίος διατηρεί μηχανουργείο σκαφών με έδρα την Ερμιόνη και ο οποίος προηγούμενα είχε πραγματοποιήσει το σέρβις των εν λόγω μηχανών, ο τελευταίος αντελήφθη ότι είχε υποστεί βλάβη η μετάδοση της κίνησης των μηχανών, με αποτέλεσμα αυτές να χρήζουν επισκευής στην ξηρά και συνέστησε στον εναγόμενο να καλέσει σε βοήθεια. Πράγματι, περί ώρας 20.30 της ίδιας ημέρας, οπότε στην περιοχή επικρατούσαν άνεμοι εντάσεως τεσσάρων μποφόρ, ο ενάγων επικοινώνησε με τη Λιμενική Αρχή της Μήλου, αναφέροντας ότι, το σκάφος του τυγχάνει ακυβέρνητο λόγω μηχανικής βλάβης και ότι ευρίσκεται περί τα 28 ν.μ. δυτικά της νήσου Σερίφου, σε δυσχερή θέση. Η εν λόγω Λιμενική Αρχή ενημέρωσε αμέσως το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ) και παράλληλα έθεσε σε εφαρμογή τοπικό σχέδιο έκτακτης ανάγκης αντιμετώπισης ναυτικών ατυχημάτων και περιστατικών έρευνας και διασώσεως, αποστέλλοντας προς παροχή συνδρομής την Ε/Γ Λάντζα Δ, η οποία απέπλευσε από το λιμάνι της Μήλου. Από το ανωτέρω Κέντρο (ΕΚΣΕΔ) εδόθη εντολή απόπλου στοράλληλα δε έγινε προσπάθεια επικοινωνίας με τον εναγόμενο μέσω του κινητού του τηλεφώνου, χωρίς αποτέλεσμα. Το ανωτέρω Κέντρο, κατόπιν επικοινωνίας του με την Ε/Γ Λάντζα Δ ενημερώθηκε αφενός μεν ότι ούτε ο κυβερνήτης αυτής ηδύνατο να επικοινωνήσει με το σκάφος του εναγομένου, αν και επεχείρησε τούτο τόσο μέσω του κινητού τηλεφώνου του εναγομένου όσο και μέσω VHF, αφ’ ετέρου δε ότι η εν λόγω λάντζα είχε ελέγξει έως και 10 ν.μ. βόρεια της νήσου Μήλου, χωρίς να ανεύρει το σκάφος του εναγομένου. Υπό αυτά τα δεδομένα, το ανωτέρω Κέντρο εξέδωσε σήμα έκτακτης ανάγκης (ΡΑΝ ΡΑΝ), καθώς επίσης αναζήτησε, μέσω των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, την παροχή στοιχείων γεωγραφικής θέσης τερματικού του αριθμού κινητού τηλεφώνου του εναγομένου. Το ανωτέρω Κέντρο κατάφερε να επικοινωνήσει για ελάχιστα λεπτά, λόγω του αδύναμου σήματος του κινητού τηλεφώνου του εναγομένου, με το σκάφος αυτού και του συνέστησε να καλέσει την Υπηρεσία Κλήσεων Έκτακτης Ανάγκης 112 (ΥΚΕΑ 112) προκειμένου να καταστεί εφικτή η επικοινωνία τους. Πράγματι, από το σκάφος του εναγομένου, επικοινώνησε με την εν λόγω Υπηρεσία την ίδια ημέρα και ώρα 20.55, ο ανωτέρω συνεπιβάτης του εν λόγω σκάφος, ο οποίος ανέφερε ότι το εν λόγω σκάφος ήταν ακυβέρνητο λόγω ασθένειας του κυβερνήτη, ότι αυτό παρέσυραν τα κύματα ανατολικά και έχρηζαν βοηθείας. Μέσω της εν λόγω υπηρεσίας (ΥΚΕΑ 112), το ανωτέρω Κέντρο κατάφερε να επικοινωνήσει με το σκάφος του εναγομένου, πλην όμως ο εναγόμενος και χειριστής του σκάφους, όπως ενημέρωσε το ανωτέρω Κέντρο (ΕΚΣΕΔ) ο συνεπιβάτης αυτού, ήταν ημιλυπόθυμος λόγω ναυτίας και ο συνεπιβάτης δεν εγνώριζε τις ενδείξεις του GPS. Ενόψει του ότι η επικοινωνία με το σκάφος διακόπηκε εκ νέου, το ανωτέρω Κέντρο υπέβαλε αίτημα προς την ανωτέρω Υπηρεσία (ΥΚΕΑ112) να προβεί σε εντοπισμό της κεραίας ενεργοποίησης της κλήσεως του κινητού τηλεφώνου του εναγομένου και παράλληλα δόθηκε εντολή προς τη Λιμενική Αρχή Σύρου να αποπλεύσει το ΠΛΣ……. και ακολούθως και το ΠΛΣ …., ενώ κατά το απόσπασμα του Ημερολογίου Συμβάντων ΕΚΣΕΔ, κατ’ εκείνο το χρόνο (21.20), στην περιοχή επικρατούσαν Δυτικοί άνεμοι, εντάσεως 5-6 μποφόρ. Η υπηρεσία ΥΚΕΑ/112 κατάφερε να εντοπίσει τα στοιχεία της κεραίας επικοινωνίας του κινητού τηλεφώνου του εναγομένου και υπό του ΕΚΣΕΔ εδόθη εντολή σε παραπλέοντα πλοία να επιδείξουν αυξημένη προσοχή για τον τυχόν εντοπισμό του εν λόγω σκάφους, ενώ οι προσπάθειες επικοινωνίας του εν λόγω Κέντρου, με το σκάφος του εναγομένου, συνεχίζονταν χωρίς αποτέλεσμα. Περί ώρα 21.45, το εν λόγω Κέντρο, ενημέρωσε τηλεφωνικά τη Λιμενική Αρχή Σίφνου για τα ανωτέρω και εδόθη εντολή διερεύνησης – ανεύρεσης ιδιωτικού πλωτού μέσου προς παροχή συνδρομής στο ανωτέρω σκάφος του εναγομένου. Η επικοινωνία του ΕΚΣΕΔ με το πλοίο του εναγομένου κατέστη εφικτή μέσω του κινητού του τηλεφώνου περί ώρα 21.50 και υπό τις οδηγίες του Κέντρου, ο συνεπιβάτης του εν λόγω σκάφους έδωσε επικαιροποιημένο στίγμα της θέσης αυτού μέσω GPS, οπότε και διεπιστώθη ότι αυτό ευρίσκετο 21 ν.μ. δυτικά της νήσου Σερίφου. Περί της ακριβούς θέσεως του εν θέματι σκάφους ενημερώθηκε αμέσως το ΠΛΣ … και το ΠΛΣ …., απέπλευσε δε προκειμένου προς εντοπισμό του και το ΠΛΣ …. Επιπλέον, εδόθη εντολή δέσμευσης των παραπλεόντων δεξαμενόπλοιων και δη του Μ/Τ D σημαίας Τουρκίας και του Μ/Τ SC σημαίας Μπαχάμες, προκειμένου να πλεύσουν προς το σημείο όπου ευρίσκετο το σκάφος του εναγομένου. Τα ανωτέρω δύο δεξαμενόπλοια που κατέφθασαν προ των ανωτέρω ΠΛΣ, εντόπισαν το σκάφος του εναγομένου περί ώρα 22.37, το πρώτο εκ των οποίων, πλεύρισε αυτό (σκάφος εναγομένου) και αφού έριξε προστατευτικά μπαλόνια και έδεσε αυτό, παρέλαβε τους δύο επιβάτες του εν λόγω σκάφους προς διασφάλιση της σωματικής τους ακεραιότητας, τους παρείχε δε τις πρώτες βοήθειες. Ακολούθως, περί ώρα 23.35, κατέφθασαν στο σημείο και τα σκάφη των λιμενικών αρχών ΠΛΣ .., ΠΛΣ .. και ΠΛΣ …., με την άφιξη των οποίων, αποδεσμεύθηκε το δεύτερο εκ των ανωτέρω δεξαμενόπλοιων. Το Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΕΚΣΕΔ), όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων ΕΚΣΕΔ, ώρα 23.55, έδωσε εντολή στο ΠΛΣ … να παραλάβει τον εναγόμενο και τον ….. και να τους μεταφέρει στο λιμάνι της Σερίφου, προκειμένου να τους παραλάβει το ΚΥ Σερίφου, παράλληλα δε έδωσε εντολή στο ΠΛΣ …. να παράσχει συνδρομή στο ανωτέρω σκάφος του εναγομένου, έως ότου καταπλεύσει ασφαλώς στο λιμάνι της Σερίφου. Ταυτόχρονα (ώρα 23.57 της ίδιας ημέρας), η Λιμενική Αρχή Σερίφου, ανέφερε στο ανωτέρω Κέντρο ότι, ο ενάγων, ιδιοκτήτης του ανωτέρω αλιευτικού, προετίθετο να παράσχει συνδρομή ρυμούλκησης στο σκάφος του εναγομένου. Όπως αποδεικνύεται από το απόσπασμα του ημερολογίου Συμβάντων ΕΚΣΕΔ, ώρα 1.00 της 4.8.2019, το ΠΛΣ 122 παρέλαβε τον εναγόμενο και τον …….. προκειμένου να τους μεταφέρει στο λιμάνι της Σερίφου, ενώ ώρα 01.05, το ανωτέρω Κέντρο έδωσε εντολή αποδέσμευσης του Μ/Τ D.. Ενώ ο εναγόμενος είχε επιβιβαστεί στο ανωτέρω ΠΛΣ ….., το πλήρωμα του εν λόγω πλοίου, παρέδωσε στον εναγόμενο τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του ενάγοντος, προκειμένου αυτός να επικοινωνήσει μαζί του για να ρυθμίσει τη μεταφορά του σκάφους του ασφαλώς στο λιμένα της Σερίφου. Ο εναγόμενος πράγματι επικοινώνησε με τον ενάγοντα και κατόπιν συνομιλίας τους, οι διάδικοι κατέληξαν ότι πράγματι ο ενάγων με το ανωτέρω αλιευτικό του σκάφος θα μεταφέρει ασφαλώς στο λιμάνι της Σερίφου το σκάφος του εναγομένου, αντί του τιμήματος των 6.000,00 ευρώ, όπως ισχυρίσθηκε ο εναγόμενος ήδη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η εν λόγω συμφωνία αποδεικνύεται από τις εγγραφές στο ανωτέρω προσκομιζόμενο απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων ΕΚΣΕΔ, δεδομένου ότι αναφέρεται σε αυτό ότι την 4.8.2019 και ώρα 1.24, το ΠΛΣ … επικοινώνησε με το ανωτέρω Κέντρο και ενημέρωσε ότι ο εναγόμενος είχε συμφωνήσει με τον ενάγοντα να του παράσχει συνδρομή ρυμούλκησης, σε συνδυασμό αφενός μεν με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ….., ο οποίος όντας παρών στην τηλεφωνική επικοινωνία των διαδίκων προσεπιβεβαίωσε το συνομολογηθέν κατ’ εκείνο το χρόνο, ύψος αμοιβής του ενάγοντος για τις υπηρεσίες που ανέλαβε να παράσχει, αφ’ ετέρου δε με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του εναγομένου …………., ασφαλιστικής πράκτορος, η οποία σαφώς κατέθεσε ότι, μετά το επίδικο συμβάν η ίδια, ως ασφαλιστική πράκτορας στην ασφάλιση του εν λόγω σκάφους, επικοινώνησε τηλεφωνικά πολλές φορές με τον ενάγοντα, όλες δε οι εν λόγω επικοινωνίες αφορούσαν στην καταβολή σε αυτόν από την ασφαλιστική εταιρεία που ασφάλιζε το σκάφος, της αμοιβής των 6.000 ευρώ που αυτός (ενάγων) είχε συμφωνήσει με τον εναγόμενο, αναφέροντας μεταξύ άλλων χαρακτηριστικά «… Ο κ. …. με κάλεσε στο τηλέφωνο για πρώτη φορά στις 05/8/2019, και μου ανέφερε όσα ήδη γνώριζα από τον κ. …. από την επικοινωνία μας την προηγούμενη ημέρα. Ο κ. … ζήτησε να πληρωθεί το ποσό των 6.000 ευρώ στο οποίο είχαν συμφωνήσει, το συντομότερο από την ασφαλιστική εταιρεία. …». Ακολούθως, κατόπιν της εν λόγω συμφωνίας, περί ώρα 01.30 της 4.8.2019, ο ενάγων με το ανωτέρω αλιευτικό του, απέπλευσε από το λιμάνι της Σίφνου, με προορισμό το σκάφος του εναγομένου. Το ΠΛΣ ….. κατέπλευσε στο λιμάνι της Σερίφου περί ώρα 03.00 της ίδιας ημέρας μεταφέροντας τον ενάγοντα και τον ανωτέρω συνεπιβάτη του σκάφους του, τους οποίους παρέδωσε στη Λιμενική Αρχή Σερίφου και οι οποίοι διεκομίσθηκαν στο Κ.Υ της περιοχής. Παράλληλα, περί ώρα 03.30 της ίδιας ημέρας, απεδείχθη ότι ο ενάγων με το ανωτέρω σκάφος του προσέγγισε το σκάφος του εναγομένου και αφού έδεσε αυτό με κάβους, ξεκίνησε τη ρυμούλκηση αυτού, συνοδεία του ……., με προορισμό το λιμάνι της Σερίφου. Κατά το απόσπασμα του βιβλίου Συμβάντων του ανωτέρω Κέντρου, ώρα 03.30 στην περιοχή έπνεαν δυτικοί – βορειοδυτικοί άνεμοι, εντάσεως 4-5 μποφόρ. Το αλιευτικό του ενάγοντος κατέπλευσε με ρυμουλκούμενο το σκάφος του εναγομένου, ασφαλώς στο λιμάνι της Σερίφου ώρα 06.10 της 4.8.2019. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, το ανωτέρω σκάφος του εναγομένου ευρέθη σε πραγματικό έστω και μη άμεσο αλλά αναμενόμενο με πιθανότητα (ΕΠ 906/2009 ΕΝΔ 38.68 επ.) κίνδυνο, κατά την έννοια των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν 2391/1996 και δη απώλειας ή βλάβης του, που υποδηλώνεται από την αδυναμία του να συνεχίσει την πλεύση του, λόγω βλάβης των μηχανών του, η οποία (βλάβη) δεν μπορούσε να αποκατασταθεί εν πλω, αλλά και εκ του γεγονότος ότι παρέμεινε ακυβέρνητο, σε αρκετή απόσταση από τη στεριά και δη 21 ν.μ. από τη νήσο Σέριφο, κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθόν χρόνο έπνεαν στην περιοχή ισχυροί άνεμοι, εφόσον κατά το ανωτέρω απόσπασμα του ημερολογίου Συμβάντων του ΕΚΣΕΔ περί ώρα 21.20 έπνεαν δυτικοί άνεμοι, εντάσεως 5-6 μποφόρ. Αυτή δε η κατάσταση δεν ήταν απλώς μια ασυνήθιστη κατάσταση από την οποία το εν λόγω σκάφος αδυνατούσε να ανταπεξέλθει με δικά του μέσα, αλλά ήταν ενεργητικώς δυνατή η απώλεια ή βλάβη του, ενόψει του ότι ο εναγόμενος, ένας ευσυνείδητος, ικανός και συνετός χειριστής του ανωτέρω σκάφους, αφού μάλιστα συμβουλεύτηκε και τον μηχανικό αυτού, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων ως και την απειλούμενη ζημία του σκάφους του, ότι η κατάσταση του πλοίου του ήταν σε τέτοιο βαθμό ανασφαλής ώστε επεβάλετο, ως πραγματικό δεδομένο, κατά την κρίση του, η επέμβαση τρίτου για το λόγο δε αυτό ο εναγόμενος κάλεσε προς βοήθεια τις Λιμενικές Αρχές Μήλου. Εξάλλου, ο ανωτέρω θαλάσσιος κίνδυνος του σκάφους του εναγομένου, δεν ήρθη με την παροχή συνδρομής από το ανωτέρω δεξαμενόπλοιο, εφόσον η πρόσδεσή του σε αυτό, ήταν αποτέλεσμα της δέσμευσης του εν λόγω δεξαμενόπλοιου ως παραπλέοντος πλοίου και εκ του λόγου τούτου πρόσκαιρη, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος του σκάφους του εναγομένου να εκλείψει οριστικά με την ασφαλή ρυμούλκησή του στο λιμάνι της Σερίφου, από το αλιευτικό σκάφος του ενάγοντος. Επομένως, όπως έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η συνδρομή του αλιευτικού σκάφους του ενάγοντος, δεν αποτελούσε απλή ρυμούλκηση του σκάφους ήτοι παροχή απλής συνδρομής συνέχισης του πλου, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο εναγόμενος. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα ανωτέρω, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω και με συνοπτική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορρριπτομένων ως αβασίμων στην ουσία τους: (α) του πρώτου και τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, με τον πρώτο εκ των οποίων, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και με αμφότερους τους λόγους (πρώτο και τρίτο) για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως (κατά τον τρίτο λόγο έφεσης) της από 26.9.2019, αποσταλείσας από αυτόν (ενάγοντα) προς τον εναγόμενο εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης – διαμαρτυρίας, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων προφορική σύμβαση αρωγής με συμφωνημένη αμοιβή το ποσό των 6.000,00, ενώ κατά τους υπό κρίση (πρώτο και τρίτο) λόγους έφεσης, ορθά εφαρμόζοντας τον νόμο και ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, έπρεπε να δεθεί ότι δεν υπήρχε σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Το γεγονός ότι δεν προσκομίσθηκε υπό του εναγομένου έγγραφο ή ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, στα οποία να αποτυπώνεται η εν λόγω συμφωνία, όπως αναφέρει ο ενάγων στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, καθώς επίσης οι αιτιάσεις του ιδίου (ενάγοντος) που περιέχονται στην από 26.9.2019 αποσταλείσα από αυτόν (ενάγοντα) προς τον εναγόμενο, εξώδικη δήλωση – πρόσκληση – διαμαρτυρία (η οποία επεδόθη στον εναγόμενο την 1.10.2019, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό …./1.10.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ναυπλίου με έδρα το Πρωτοδικείο Σπάρτης ………..) με την οποία ο ενάγων μεταξύ άλλων καλούσε τον εναγόμενο για τις παρασχεθείσες υπ’ αυτού υπηρεσίες να του καταβάλει ως αμοιβή το ποσό των 25.000 ευρώ, ότι δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς το ύψος της αμοιβής του για τις ανωτέρω υπηρεσίες του, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το παρόν Δικαστήριο, διότι, όπως αναλύεται ανωτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων αποδεικνύεται ότι είχε καταρτισθεί προφορικά συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, με την οποία αυτοί συμφώνησαν ότι για τις ανωτέρω παραχθείσες υπηρεσίες ο εναγόμενος θα κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 6.000,00, (β) του δευτέρου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση εκ του λόγου ότι, παρέλειψε να λάβει υπόψη της τον αγωγικό του ισχυρισμό, αλλά και τους περιεχομένους στις προτάσεις αλλά και στην προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του ισχυρισμού του εναγομένου ότι υπήρχε συμφωνία αμοιβής για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του ενάγοντος, ισχυρισμούς, κατά τους οποίους καμία απολύτως συμφωνία δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων ως προς το ύψος της αμοιβής του για τις ανωτέρω παρασχεθείσες υπηρεσίες του η δε δικαιούμενη κατά νόμο αμοιβή του ανέρχεται σε ευρώ 25.000, επιπλέον δε κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την ύπαρξη τοιαύτης συμφωνίας με το ανωτέρω αποδειχθέν περιεχόμενο και (γ) του περιεχομένου στην ένδικη έφεση του εναγομένου πρώτου λόγου έφεσης, με τον οποίο πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης απόφασης, καθό μέρος έγινε δεκτό ότι οι παρασχεθείσες υπηρεσίες υπό του ενάγοντος εντάσσονται στην έννοια της επιθαλάσσιας αρωγής, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 6, 8, 12 και 13 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2391/1996 και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων διότι, κατά τον υπό κρίση λόγο έφεσης οι υπηρεσίες του ενάγοντος αποτελούσαν υπηρεσίες ρυμούλκησης, μη εντασσόμενες στην έννοια της επιθαλάσσιας αρωγής, εφόσον ως απεδείχθη ανωτέρω οι παρασχεθείσες υπό του ενάγοντος υπηρεσίες, δεν ήταν αυτές της απλής ρυμούλκησης αλλά της επιθαλάσσιας αρωγής, εφόσον αυτό ευρίσκετο σε κίνδυνο, ως αναλύεται ανωτέρω, έστω κι αν αυτή (αρωγή) ολοκληρώθηκε μέσω της ρυμούλκησης του σκάφους του εναγομένου σε ασφαλές λιμάνι. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης του εναγομένου, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και δη της διατάξεως του άρθρου 179 ΑΚ και κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, απερρίφθη ο ισχυρισμός του περί ακυρότητας της σύμβασης αρωγής που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων ως καταπλεονεκτικής, ως αβάσιμης στην ουσία της. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, υποστήριξε ότι η συμφωνία που κατήρτισε με τον ενάγοντα, κατά την οποία για τις υπ’ αυτού παρασχεθείσες υπηρεσίες, αυτός (εναγόμενος) όφειλε να καταβάλει στον πρώτο (ενάγοντα) το ποσό των ευρώ 6.000,00 ως αμοιβή, τυγχάνει άκυρη, διότι ο ενάγων, προς κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως, εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη στην οποία αυτός (εναγόμενος) είχε περιέλθει εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή και εξασφάλισε για τον εαυτό του δυσανάλογο οικονομικό όφελος από αυτό το οποίο πράγματι εδικαιούτο, προκειμένου να ρυμουλκήσει το σκάφος του (εναγομένου) έως τη νήσο Σέριφο. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι ο ενάγων εκμεταλλεύθηκε (α) την άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση στην οποία αυτός (εναγόμενος) είχε περιέλθει, καθώς ήταν εξαντλημένος και καταπονημένος από την πολύωρη αναμονή του στη θάλασσα επί οκτώ ώρες περίπου, καθώς επίσης και την άσχημη σωματική και ψυχολογική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο συνεπιβάτης και φίλος του ………., την οποία έλαβε υπόψη του ο εναγόμενος, κατά την λήψη της απόφασής του να αναθέσει τις ανωτέρω υπηρεσίες στον ενάγοντα αντί της ανωτέρω αμοιβής, (β) τη δήλωση από τους αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος που είχαν προσέλθει στο σημείο όπου ευρίσκετο ακινητοποιημένος ότι δεν ανήκε στην αρμοδιότητά τους να ρυμουλκήσουν οι αυτοί το σκάφος του έως το λιμάνι της Σερίφου και την υπόδειξή τους προς αυτόν (εναγόμενο) να χρησιμοποιήσει προς τούτο το σκάφος του ενάγοντα, το κινητό τηλέφωνο του οποίου αυτοί του παρέδωσαν, ο ίδιος δε (εναγόμενος) κάλεσε αυτόν (ενάγοντα) καθόν χρόνο ευρίσκετο εντός του σκάφους του λιμενικού, (γ) την πίεση που δέχθηκα από τους αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος να αποφασίσει εκείνη την δεδομένη χρονική στιγμή διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, του ανέφεραν ότι έπρεπε να αναχωρήσουν αμέσως από το σημείο της θάλασσας όπου ήταν ακινητοποιημένος και να μεταφέρουν αυτόν και τον ανωτέρω συνεπιβάτη του, με το σκάφος του Λιμενικού, στο Κέντρο Υγείας της νήσου Σερίφου και δ) την έλλειψη άλλης εναλλακτικής λύσης, καθώς ήταν στη μέση της θάλασσας και δεν εγνώριζε, αλλά ούτε ηδύνατο να ειδοποιήσει έτερο πρόσωπο για τη ρυμούλκηση του σκάφους του, ούτε διέθετε το χρονικό περιθώριο να απευθυνθεί σε έτερους ιδιοκτήτες σωστικών σκαφών και να συγκρίνει εάν η αμοιβή που αξίωνε ο ενάγουν για τις ανωτέρω υπηρεσίες του ανταποκρινόταν στην αληθή αξία της προσφερόμενης από αυτόν ρυμούλκησης, το υπερβολικό ύψος της οποίας (αξιούμενης αμοιβής) δεν μπορούσε να εκτιμήσει, διότι δεν είχε εμπλακεί προηγούμενα σε έτερο ατύχημα στη θάλασσα, επιπλέον δε συνεπεία του καθεστώτος ασφυκτικής πίεσης στο οποίο ευρίσκετο, αναγκάστηκε να συμφωνήσει με τον ενάγοντα το ύψος της αμοιβής του στο ποσό των 6.000 € για τη ρυμούλκηση από αυτόν του σκάφους του έως τη νήσο Σέριφο, το οποίο εξ αρχής θεωρούσε πολύ υψηλό, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε περιθώρια να μην αποδεχθεί. Τοιουτοτρόπως, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, ενώ η αμοιβή του ενάγοντος για τις παρασχθείσες από αυτόν υπηρεσίες έπρεπε να ανέλθει σε 3.000 ευρώ, η εν λόγω αμοιβή συμφωνήθηκε σε ευρώ 6.000, ήτοι στο διπλάσιο από την από αυτόν και την ασφαλιστική του εταιρεία αποτίμηση των εργασιών του ενάγοντος, με αποτέλεσμα, κατά το επιπλέον ποσό, των ευρώ 3.000 η συμφωνία αυτή να πρέπει να ακυρωθεί. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος κατά τις διατάξεις του άρθρου 179 ΑΚ έστω κι αν ζητείται να αναγνωρισθεί η μερική ακυρότητα της ανωτέρω συμβάσεως (όμοια Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος Ι υπό το άρθρο 179, σελ. 764) αλλά και κατά τη διάταξη του άρθρου 7 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου περί επιθαλάσσιας αρωγής που κυρώθηκε με τον ν. 2391/1996, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ελήφθη υπόψη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ο οποίος απερρίφθη ως αβάσιμος στην ουσία του, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, το τίμημα που συμφωνήθηκε στην εν λόγω περίπτωση, ήτοι το ποσό των 6.000 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη της αξίας του σκάφους που διασώθηκε, της δυσκολίας για το προεκτεθέν αλιευτικό και όχι ναυαγοσωστικό σκάφος του ενάγοντος κατάπλευσης, προσέγγισης, επιβίβασης στο ακυβέρνητο σκάφος του εναγομένου, της εν τέλει ασφαλούς προσδέσεως και ρυμουλκήσεως αυτού σε ασφαλές αγκυροβόλιο, του έγκαιρου της παροχής αρωγής μεταμεσονύκτιες ώρες εν μέσω ήπιας θαλασσοταραχής, κρίθηκε εύλογο με τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 13 παρ.1 της προαναφερθείσας Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή με τις συνημμένες δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, οι οποίες κυρώθηκαν με τον Ν. 2391/1996. Όπως απεδείχθη, οι υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από τον ενάγοντα στο σκάφος του εναγομένου δεν ήταν αυτές της απλής ρυμούλκησης, αλλά της επιθαλάσσιας αρωγής. Επιπλέον, αφού ληφθεί υπόψη η διασωθείσα αξία του πλοίου του εναγομένου, η οποία δεν μειώθηκε από το ποσό των ευρώ 120.000 στο οποίο ανήρχετο προ του ενδίκου συμβάντος, όπως (επί της προ του ενδίκου συμβάντος αξίας του σκάφους του εναγομένου) δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται υπό των διαδίκων, εφόσον ουσιαστικά οι βλάβες του σκάφους του ενάγοντος που αποκαταστάθηκαν και αποδόθηκαν στο ένδικο συμβάν αφορούν τις μηχανές του σκάφους, το μέγεθος της επιτυχίας που επιτεύχθηκε από τον αρωγό – ενάγοντα, εφόσον κατάφερε να μεταφέρει ασφαλώς το σκάφος του εναγομένου σε ασφαλές λιμάνι, χωρίς να του προκαλέσει βλάβες, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 25.10.2019 έκθεση του ναυπηγού μηχανικού ……….., ο ενάγων εδήλωσε προς την ασφαλιστική του σκάφους εταιρεία ότι ο κοτσανέλος που πέφτει η άγκυρα στράβωσε καθόν χρόνο είχε προσδεθεί στο ανωτέρω δεξαμενόπλοιο και όχι από τις υπηρεσίες θαλάσσιας αρωγής που παρείχε ο ενάγων, η φύση και η έκταση του κινδύνου που διέτρεξε το σκάφος του εναγομένου, όπως ειδικότερα απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, η επιτηδειότητα και ο ζήλος που επέδειξε ο ενάγων – αρωγός για να σώσει το εν θέματι σκάφος, εφόσον από το ανωτέρω απόσπασμα συμβάντων προκύπτει ότι η συμφωνία αρωγής καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων την 01.24 και ο ενάγων απέπλευσε από το λιμάνι της Σίφνου αμέσως και δη την 01.30, επιπλέον δε κατέπλευσε και προσέγγισε το σκάφος του εναγομένου και αφού επιβιβάσθηκε σε αυτό, επέτυχε την ασφαλή πρόσδεσή του στο ιδικό του σκάφος και τη ρυμούλκησή του σε ασφαλές αγκυροβόλιο, ο χρόνος που διατέθηκε υπό του ενάγοντος, δεδομένου ότι απέπλευσε από το λιμάνι της Σίφνου ώρα 01.24, κατέφθασε στο σημείο όπου ευρίσκετο το σκάφος του εναγομένου ώρα 03.30 και κατέπλευσε ασφαλώς στο λιμάνι της Σερίφου ώρα 06.10, οι δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη o ενάγων – αρωγός και δη η δαπάνη κατανάλωσης καυσίμου η οποία, όπως προκύπτει από την ανωτέρω από 25.10.2019 έκθεση του ναυπηγού μηχανικού ……….. ανήλθε τουλάχιστον σε πεντακόσια (500) ευρώ, ο κίνδυνος ευθύνης τον οποίο διέτρεξε ο ενάγων – αρωγός αλλά και το σκάφος του, εφόσον δεν είναι επαγγελματικό ναυαγοσωστικό αλλά αλιευτικό, το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν και η αξία του αρωγού πλοίου η οποία, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των διαδίκων, ανήρχετο σε 100.000 ευρώ, αφού ληφθεί υπόψη και η συνδρομή που παρείχαν έως της προσέγγισης του σκάφους του εναγομένου από το σκάφος του ενάγοντος, τόσο το ανωτέρω δεξαμενόπλοιο, όσο ακολούθως και το ΠΛΣ ….., η συνομολογηθείσα υπό των διαδίκων, για τις ανωτέρω υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής που παρείχε ο ενάγων, αμοιβή εκ ποσού ευρώ 6.000,00 κρίνεται εύλογη και σε κάθε περίπτωση δεν κρίνεται δυσανάλογα ανώτερη των υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής που παρείχε ο ενάγων και δη προφανώς, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, επιπλέον δε δεν κρίνεται ότι υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο αρωγός, από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου και δη σύμβαση επιθαλάσσιας αρωγής, επί ζημία του άλλου. Επομένως, κρίνεται ότι η εν λόγω σύμβαση επιθαλάσσιας αρωγής δεν περιείχε όρους επαχθείς για τον εναγόμενο, διότι η αμοιβή που συνομολογήθηκε υπέρ του ενάγοντος δεν ήταν και μάλιστα υπερβολικά μεγάλη, σε σχέση με τις ανωτέρω περιγραφόμενες υπ’ αυτού (ενάγοντος) υπηρεσίες στο πλοίο του εναγομένου, εφόσον και μη υπάρχουσας της ανωτέρω συμφωνίας, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών και επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω κριτηρίων προσδιορισμού της εκ του νόμου αμοιβής, σε αυτό το ύψος και δη στο ποσό των ευρώ 6.000,00 θα έπρεπε να προσδιορισθεί και υπό του Δικαστηρίου η αμοιβή του ενάγοντος εάν δεν υπήρχε η περί αμοιβής συμφωνία των διαδίκων. Επομένως, οι ανωτέρω αιτιάσεις του εναγομένου περί καταπλεονεκτικής δικαιοπραξίας, τυγχάνουν αβάσιμες στην ουσία τους και επομένως ορθώς υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και δη κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, απερρίφθησαν οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου ως αβάσιμοι στην ουσία τους, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ), απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του εκτιμώμενου ως δευτέρου λόγου έφεσης του εναγομένου.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως ουσιαστικά αβάσιμες στο σύνολό τους, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος εκάστης εφέσεως, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου εκάστης εξ αυτών, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους που περιέχεται στις προτάσεις τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 § 1 στ. i περ. α, 68 § 1 και 69 § 1 Ν. 4194/2013), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου που κατατέθηκε για την άσκηση των εφέσεων αυτών. Τέλος, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αίτηση του εκκαλούντος η πρώτη κρινόμενη έφεση – εναγομένου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 7-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/07-07-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμό δικασίμου ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/07.07.2022 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση του εναγομένου, ……… και την από 15-7-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/15.07.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμό δικασίμου ΓΑΚ …/2022 και ΕΑΚ …/15.07.2022 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έφεση του ενάγοντος, ………., κατά της με αριθμό 2420/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 3-1-2020 και με ΓΑΚ …/2020 και ΕΑΚ …/03-01-2020 αγωγής του ενάγοντος – εκκαλούντος ……
Δέχεται τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις και απορρίπτει αυτές στην ουσία τους.
Διατάσσει την εισαγωγή του με αριθμό …../2022 ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης της πρώτης κρινόμενης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ και του με αριθμό …./2022 ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης της δεύτερης κρινόμενης έφεσης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Απορρίπτει την, με τις προτάσεις επί της πρώτης κρινόμενης έφεσης ασκηθείσα από τον εκκαλούντα – εναγόμενο, αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο της πρώτης κρινόμενης έφεσης στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Καταδικάζει τον εκκαλούντα – ενάγοντα της δεύτερης κρινόμενης έφεσης στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους την 28.09.2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ