Αριθμός 497/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα T.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: Της κυπριακής δημόσιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « ……….», η οποία εδρεύει στη ….. της Κύπρου και έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα, που φέρει την εμπορική επωνυμία « …….», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ……….», κατόπιν διασυνοριακής συγχώνευσης δι απορροφήσεως της ως άνω τραπεζικής εταιρείας « ………» από την «………», που πλέον έχει την επωνυμία « ………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Ανδρουλάκη.
Του εφεσίβλητου: …………, ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β) Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», με διακριτικό τίτλο « ……….», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο « ………….», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος κατέστη η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στο ……. Ιρλανδίας, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία ήταν ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, δυνάμει μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων, ως η ……….. κατέστη ειδική διάδοχος της κυπριακής δημόσιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « ………», όπως μετονομάστηκε η «………….», η οποία ήταν καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», κατόπιν διασυνοριακής συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως της « ……………» από την «……….», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Δήμητρα Καλογεροπούλου.
Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Της κυπριακής δημόσιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία « …………..», η οποία εδρεύει στη ……….. της Κύπρου και έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα, που φέρει την εμπορική επωνυμία « ………..», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, υπό την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», κατόπιν διασυνοριακής συγχώνευσης δι’ απορροφήσεως της ως άνω τραπεζικής εταιρείας «………..» από την «………….», που πλέον έχει την επωνυμία «…………», η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Αικατερίνη Ανδρουλάκη.
Καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση: ……………… ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Ο εφεσίβλητος …….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμ. καταθ. ……../2012 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1510/2019 απόφαση που έκανε δεκτή την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εκκαλούσα καθ’ ης η ανακοπή με την από 29.3.2021 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2021 έφεση και η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 17.5.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2022 πρόσθετη παρέμβαση, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε αρχικά για την υπό κρίση έφεση η 7.4.2022 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 29.3.2021 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2021 έφεση και η από 17.5.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2022 πρόσθετη παρέμβαση οι οποίες στρέφονται αμφότερες κατά της υπ’ αριθμ. 1510/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση έφεση και η πρόσθετη υπέρ της εκκαλούσας- εναγομένης πρόσθετη παρέμβαση κατά της 1510/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την προσήκουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, (άρθρα 933 εδ. α και 584 ΚΠολΔ) ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495,513 παρ. 1,518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19,511 ΚΠολΔ ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτές, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) ερήμην του εφεσίβλητου, καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …/25.5.2021 και …./17.10.2022 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Αθηνών …….. και ………., επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης και πρόσθετης παρέμβασης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο, καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση ο οποίος όμως κατά την ορισθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε μονομερή δήλωση, μη παραστάσεως στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία του εφεσίβλητου, καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση ανακοπή ζητεί ο ανακόπτων για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, να ακυρωθεί ο αναγκαστικός δημόσιος πλειστηριασμός, που διεξήχθη στον Πειραιά στις 11.7.2012 ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ………….., συμβολαιογράφου Αθηνών, η υπ’ αριθμ. …../11.7.2012 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων του ανωτέρω υμβολαιογράφου και η υπ’ αριθμ. …./2012 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης οριζοντίου ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……………….
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε δεκτή την ανακοπή λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της.
Η περιγραφή του κατασχεθέντος και πλειστηριαζομένου ακινήτου αποτελεί περιεχόμενο και στοιχείο τόσο της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρο 993 παρ. 2 ΚΠολΔ) όσο και της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, δηλαδή του προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού ( άρθρο 999 παρ 1 ΚΠολΔ ). Εξάλλου στο άρθρο 999 παρ. 4 ΚΠολΔ ορίζεται ότι ο πλειστηριασμός με ποινή την ακυρότητα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τήρηση, εκτός άλλων, και των διατυπώσεων που ορίζονται στην παρ. 3 εδ.α, μεταξύ των οποίων και η δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, δηλαδή του προγράμματος, σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο δήμο ή την κοινότητα όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στην πρωτεύουσα της επαρχίας όπου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα. Με το άρθρο 3 παρ. 8 του Ν. 1653/1986 η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του ν.δ 4114/1960 αντικαταστάθηκε ως εξής: Οι δημοσιεύσεις των προβλεπομένων περιλήψεων του άρθρου 999 ΚΠολΔ γίνονται δια της κατά την παράγραφο 1 εφημερίδας ή περιοδικού, εφόσον αυτές αφορούν πλειστηριασμούς ενεργούμενους στις περιφέρειες των πρωτοδικείων Αθηνών, Πειραιώς. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται με σαφήνεια ότι δεν είναι άκυροι οι πλειστηριασμοί που γίνονται στις περιφέρειες των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς για το λόγο ότι περίληψη του προγράμματος αυτών δεν δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 999 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επομένως ο λόγος ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζεται ο ανακόπτων ότι απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δεν δημοσιεύθηκε σε ημερήσια εφημερίδα του δήμου είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη.
Με τις διατάξεις των άρθρων 995 παρ. 3 ΚΠολΔ και 1294 ΑΚ ορίζονται τα ακόλουθα: 1) αν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος, αν η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σε αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο ή περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα αντίγραφο ή περίληψη της έκθεσης της κατάσχεσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 αλλιώς επέρχεται ακυρότητα, 2) ο τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη καθώς και κάθε τρίτος που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση πάνω στο κτήμα, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις στην έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη. Από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατέθηκαν συνάγεται ότι στην έννοια του κατά τις διατάξεις αυτές τρίτου κύριου ή νομέα περιλαμβάνονται, α) ο κύριος του ακινήτου που παραχώρησε υποθήκη για ξένο χρέος, εφόσον κατά το χρόνο της κατασχέσεως εξακολουθεί να είναι κύριος, β) ο νεμόμενος το ενυπόθηκο κτήμα με νόμιμο τίτλο κυριότητας, ήτοι ο ειδικός διάδοχος του οφειλέτη μετά την εν λόγω εγγραφή, ο οποίος απέκτησε το ενυπόθηκο κτήμα βεβαρυμένο με την υποθήκη, γ) εκείνος που έγινε καθολικός ή ειδικός διάδοχος του τρίτου κυρίου που παραχώρησε για ξένο χρέος την υποθήκη, δ) εκείνος που μετά την εγγραφή της υποθήκης απόκτησε με χρησικτησία το ενυπόθηκο κτήμα, εφόσον βέβαια η υποθήκη δεν αποσβέστηκε με την χρησικτησία. Ενόψει των ανωτέρω δεν έχει την ιδιότητα του τρίτου ο απλός κάτοχος του ενυπόθηκου ακινήτου καθώς και οποιοσδήποτε άλλος νομέας, που δεν εμπίπτει στις παρατεθείσες διατάξεις, γιατί ασκεί απλώς τη φυσική εξουσία στο ενυπόθηκο ακίνητο διανοία κυρίου. Επομένως ο λόγος ανακοπής με τον οποίο γίνεται επίκληση της παράλειψης επίδοσης αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στη σύζυγο του οφειλέτη, ανακόπτοντα είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής περί μη καταχώρησης της περίληψης της έκθεσης της κατάσχεσης στο ειδικό βιβλίο εκθέσεων κατασχέσεων και προγραμμάτων πλειστηριασμού του Ειρηνοδικείου Πειραιά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 999 ΚΠολΔ, καθόσον από το προσκομιζόμενο επικυρωμένο αντίγραφο του βιβλίου εκθέσεων κατασχέσεων προκύπτει η καταχώρηση της περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης στο ανωτέρω βιβλίο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή αν αφορά την ακυρότητα των πράξεων της εκτελέσεως που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως και πέρα ή την απαίτηση έως την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως. Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως είναι η σύνταξη εκθέσεως κατασχέσεως και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακυρώσεως (άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ). Από την προπαρατεθείσα διάταξη προκύπτει ότι τα ελαττώματα της απαίτησης, είτε αυτά ανάγονται στη γένεση, είτε στην άσκηση, είτε στην απόσβεση αυτής, συνιστούν λόγους ανακοπής υποκείμενης στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 β ΚΠολΔ και επομένως η ανακοπή πρέπει να ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, δηλαδή έως τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης, όταν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116, 933 ΚΠολΔ, 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εξ αυτού ακυρότητα της εκτελέσεως. Αν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στη διαδικασία της εκτελέσεως ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β του ΚΠολΔ, δηλαδή έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτελέσεως, η οποία προκειμένου περί ικανοποιήσεως χρηματικών απαιτήσεων είναι, κατά το άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, η σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως. Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι ανακοπής με τους οποίους ο ανακόπτων επικαλείται καταχρηστικότητα της επιβαλλόμενης εκτέλεσης για το λόγο ότι αφενός το οφειλόμενο ποσό είναι λιγότερο των 200.000 ευρώ, αφετέρου διότι η επιβληθείσα κατάσχεση του ακινήτου του κατέστη επαχθής αν ληφθεί υπόψη ότι είναι 65 ετών και σε δεινή οικονομική κατάσταση, ενώ στο ακίνητο διαβιούσε ο ίδιος με τα ανήλικα τέκνα του, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι δεν ασκήθηκαν εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, δηλαδή έως τη σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί, γενομένης δεκτής ως ουσιαστικά βάσιμης της από 29.3.2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. …./2021 έφεσης και της από 17.5.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2022 πρόσθετης παρέμβασης. Περαιτέρω, λόγω της ερημοδικίας του εφεσίβλητου, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο, για την άσκηση, εκ μέρους του, ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην του εφεσίβλητου- καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση την από 29.3.2021 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2021 έφεση και την από 17.5.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2022 πρόσθετη παρέμβαση.
Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση και την πρόσθετη παρέμβαση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1510/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της υπό κρίση ανακοπής.
Απορρίπτει την ανακοπή.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11.9.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ