Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 499/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  499/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

3° Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη , η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ΔΥΠΕ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ), που εδρεύει στον ………., νόμιμα εκπροσωπούμενο, το οποίο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Σταυρούλας Αλικάκου, με δήλωση άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων: 1) …….., 2) ……..3) …….., 4) ………., 5) ……….., 6) ………… κατοίκων ……….. Αττικής, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν οι εφεσίβλητοι την με αριθμό εκθ. καταθ. ……../2022 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 2740/2022 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου το εκκαλούν-εναγόμενο με την από 24.11.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ……………/2022 έφεση, δικάσιμος επί της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις της ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του εκκαλούντος-εναγομένου κατά της 2740/2022 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19,511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτήν, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), ερήμην των εφεσίβλητων. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …../2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή ………., επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πληρεξούσια δικηγόρο των εφεσίβλητων, οι οποίοι όμως κατά την ορισθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκαν, ούτε κατέθεσαν μονομερή δήλωση, μη παραστάσεως στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία των εφεσίβλητων, να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτοί παρόντες ( άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή ισχυρίζονται οι ενάγοντες ότι δυνάμει της από 1.7.2004 έγγραφης σύμβασης μισθώσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου, της δεύτερης, του πέμπτου και της έκτης των εναγόντων, ως συγκυριών του περιγραφόμενου στην υπό κρίση αγωγή ακινήτου, ευρισκόμενο στο Κερατσίνι Αττικής και αφετέρου του ΙΚΑ νομίμως εκπροσωπηθέντος, εκμίσθωσαν σε αυτό το εν λόγω ακίνητο για χρονικό διάστημα εννέα ετών, με δικαίωμα μονομερούς παράτασης εκ μέρους του μισθωτή, έναντι μηνιαίου μισθώματος ποσού 4.510 ευρώ, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τη στέγαση του τοπικού ιατρείου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ότι κατόπιν αλλεπάλληλων αναπροσαρμογών το μηνιαίο μίσθωμα ανήλθε από 1.10.2012 στο ποσό των 3.276,26 ευρώ. Ότι στη μισθωτική σχέση υπεισήλθαν αφενός ως συνεκμισθωτές ο τρίτος και η τέταρτη ενάγουσα, κατόπιν μεταβίβασης μέρους των εξ’ αδιαιρέτου ποσοστών τους επί του ακινήτου από τους πρώτο και δεύτερη ενάγοντες και αφετέρου το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο δυνάμει του άρθρου 21 παρ. 7 Ν. 4238/2014 υπεισήλθε αυτοδικαίως στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού μισθωτή. Ότι την 21.7.2014 με έγγραφό του, κατ’ άρθρο 7 του Ν. 4238/2014, κάλεσε τους ενάγοντες σε επαναδιαπραγμάτευση του μηνιαίου μισθώματος προτείνοντας τη μείωσή του στο ποσό των 1.100 ευρώ και θέτοντας χρονικό περιθώριο για την κατάθεση αντιπρότασής τους εντός τριών ημερών, ήτοι μέχρι την 24.7.2014. Ότι ενώ εβρίσκοντο σε στάδιο συζητήσεων για τη δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης του μισθώματος το εναγόμενο προέβη μονομερώς σε οριστικοποίηση του μισθώματος στο ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίος, απόφαση η οποία ουδέποτε έγινε αποδεκτή από τους ενάγοντες και η οποία είναι παράνομη, καθόσον σύμφωνα με το επικαλούμενο από το εναγόμενο άρθρο 7 Ν. 4238/2014 σε περίπτωση μη συμφωνίας μεταξύ των μερών για την επαναδιαπραγμάτευση του μισθώματος παρέχεται η δυνατότητα στο μισθωτή της μονομερούς καταγγελίας της μίσθωσης και όχι της μονομερούς μεταβολής του ύψους του μισθώματος, στην οποία προέβη το εναγόμενο. Επομένως εν προκειμένω ισχύει το συμφωνηθέν μίσθωμα των 3.276,26 ευρώ, το οποίο όμως το εναγόμενο δεν τους καταβάλει, παρότι κάνει ανενόχλητη χρήση του μισθίου και μετά το συμβατικό χρόνο λήξης της μίσθωσης. Ζητούν περαιτέρω οι ενάγοντες να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή ποσά κατά την αναλογία συγκυριότητας εκάστου, που αφορούν υπόλοιπο μισθωμάτων χρονικού διαστήματος από Ιούλιο του έτους 2020 έως Μάρτιο του έτους 2022, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής.

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν- εναγόμενο με την κρινόμενη έφεσή του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ “η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”. Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, η οποία αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και της ανηθικότητας στις συναλλαγές και γενικώς στην άσκηση κάθε δικαιώματος, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού πρέπει να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί επιπτώσεις στα συμφέροντα του υπόχρεου, οι οποίες, για την κατάφαση της καταχρηστικότητας, αρκεί να είναι δυσμενείς. Εξάλλου, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου στην άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η ειρημένη αδράνεια του δικαιούχου πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του, πλην μικρότερο του προβλεπόμενου από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της κατάστασης προκαλεί συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που επάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποιήσεως του δικαιώματος του. (ΟλΑΠ 10/2012, ΑΠ 207/2014, ΑΠ 1103/2043 Νόμος).

Ο ισχυρισμός του εναγομένου- εκκαλούντος ότι, ενώ αρχικά οι ενάγοντες είχαν εκφράσει την πρόθεσή τους να διαπραγματευθούν μείωση του μισθώματος, αφού με εξώδικη δήλωσή τους αποδέχθηκαν την πρότασή του για μείωση του μισθώματος, διαφωνώντας μόνο ως προς το ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος, ακολούθως προέβησαν στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής αιτούμενοι την καταβολή μηνιαίου μισθώματος ύψους 3.276,26 ευρώ, συνιστά η συμπεριφορά τους καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, είναι απορριπτέος προεχόντως ως μη νόμιμος, αφού τα επικαλούμενα από το εναγόμενο πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν την συμπεριφορά των εναγόντων, ήτοι την επιδίωξη είσπραξης του μισθώματος, που κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των διαδίκων είχε μειωθεί στο ποσό των 3.276,26 ευρώ, καταχρηστική, αφού ουδόλως προκύπτει συμφωνία τους για περαιτέρω μείωση του μισθώματος στο ποσό των 1.100 ευρώ, στην οποία το εναγόμενο μονομερώς προέβη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.

Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του πρώτου ενάγοντος, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε για να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επαναφέρονται ενώπιον του παρόντος, αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 1.7.2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως ακινήτου ο πρώτος, η δεύτερη, ο πέμπτος και η έκτη των εναγόντων ως μοναδικοί συγκύριοι τετραώροφου οικήματος επί της οδού ………… στο Κερατσίνι Αττικής, συνολικής επιφάνειας 445,28 τμ, εκμίσθωσαν στον αρχικό μισθωτή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στη θέση του οποίου υπεισήλθε το νυν εναγόμενο, δυνάμει του άρθρου 21 παρ. 7 του Ν. 4238/2014, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τη στέγαση του τοπικού ιατρείου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η διάρκεια της μισθώσεως ορίστηκε για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχής γενομένης από την επομένη ημέρα της παραλαβής του μισθίου, ήτοι στις 2.7.2005, με δυνατότητα μονομερούς παρατάσεως της μισθώσεως εκ μέρους του μισθωτή για χρονικό διάστημα τριών ετών. Το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 4.510 ευρώ, ενώ κατόπιν έγγραφης συμφωνίας των συμβαλλομένων και λόγω των δυσμενών οικονομικών συγκυριών, μειώθηκε στο ποσό των 3.276,26 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.10.2012 έως 31.12.2014. Περαιτέρω δυνάμει του με αριθμ. ………./11.10.2012 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………, ο πρώτος και η δεύτερη των εναγόντων μεταβίβασαν στα τέκνα τους τρίτο και τέταρτη των εναγόντων, εξ ημισείας, ήτοι 50% εξ αδιαιρέτου, το ήμισυ του ανήκοντος σε καθέναν ποσοστό συνιδιοκτησίας τους, παραμένοντας συγκύριοι στο απομένον ποσοστό. Επομένως το ποσοστό συνιδιοκτησίας των εναγόντων στο μίσθιο ακίνητο καθορίζεται για τον πρώτο στο ποσοστό των 115,75/1000, για τη δεύτερη στο ποσοστό των 134,25/1000, για τον τρίτο στο ποσοστό των 124,99/1000, για την τέταρτη στο ποσοστό των 124,99/1000 για τον πέμπτο στο ποσοστό των 268,5/1000, για την έκτη στο ποσοστό των 231,5/1000. Ενόψει των ανωτέρω ο τρίτος και η τέταρτη των εναγόντων υπεισήλθαν στη μισθωτική σχέση, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό έκαστος (άρθρο 614 ΑΚ ), ενώ το ΙΚΑ εντάχθηκε στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ, που κατέστη καθολικός του διάδοχος, υπεισερχόμενος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού μισθωτή, ενώ η ένδικη μίσθωση ίσχυσε έναντι του εναγομένου- εκκαλούντος, στο οποίο εντάσσεται η Υγειονομική Μονάδα που στεγάζεται το μίσθιο, με βάση το άρθρο 21 παρ. 7 Ν. 4238/2014. Το μηνιαίο μίσθωμα των 3.276,26 ευρώ δεν μεταβλήθηκε έκτοτε, όπως ισχυρίζεται το εναγόμενο- εκκαλούν, παρά το γεγονός ότι με έγγραφό του τον Ιούλιο του έτους 2014, κατ’ άρθρο 7 του Ν. 4238/2014, κάλεσε τους ενάγοντες σε επαναδιαπραγμάτευση του μηνιαίου μισθώματος προτείνοντας τη μείωσή του στο ποσό των 1.100 ευρώ και θέτοντας χρονικό περιθώριο για την κατάθεση αντιπρότασής τους εντός τριών ημερών, προβαίνοντας μονομερώς σε οριστικοποίηση του μισθώματος στο ποσό των 1.100 ευρώ μηνιαίως, απόφαση η οποία ουδέποτε έγινε αποδεκτή από τους ενάγοντες και η οποία στερείται έννομων συνεπειών, καθόσον σύμφωνα με το επικαλούμενο από το εναγόμενο άρθρο 7 Ν. 4238/2014 σε περίπτωση μη συμφωνίας μεταξύ των μερών για την επαναδιαπραγμάτευση του μισθώματος παρέχεται η δυνατότητα στο μισθωτή της μονομερούς καταγγελίας της μίσθωσης και όχι της μονομερούς μεταβολής του ύψους του μισθώματος, στην οποία προέβη το εναγόμενο. Επομένως εν προκειμένω ισχύει το συμφωνηθέν μίσθωμα των 3.276,26 ευρώ, το οποίο όμως το εναγόμενο δεν τους καταβάλει, παρότι κάνει ανενόχλητη χρήση του μισθίου και μετά το συμβατικό χρόνο λήξης της μίσθωσης και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Τα ανωτέρω κρίθηκαν με ισχύ δεδικασμένου για την παρούσα δίκη από τις με αριθμ. 532/2017, 401/2020 και 740/2020 τελεσίδικες αποφάσεις του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, που αφορούν προγενέστερες αγωγές των νυν εναγόντων σε βάρος του νυν εναγομένου για την επιδίκαση μισθωμάτων προηγούμενων ετών, εκ των οποίων η με αριθμ. 532/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά έχει καταστεί αμετάκλητη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου.

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, ορίζονται τα εξής: Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση οφείλει το εναγόμενο- εκκαλούν τα επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη απόφαση ποσά με το νόμιμο τόκο, με επιτόκιο ύψους 6% ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου εφέσεως ως βάσιμου και κατ’ ουσίαν.

Συνεπώς, πρέπει, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Περαιτέρω, λόγω της ερημοδικίας των εφεσίβλητων, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο, για την άσκηση, εκ μέρους τους, ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσίβλητων.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για έκαστο εξ’ αυτών

Δέχεται τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 2740/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αναφορικά και μόνο με το ύψος του επιδικασθέντος επιτοκίου, υποχρεώνοντας το εναγόμενο- εκκαλούν να καταβάλει στους ενάγοντες τα επιδικασθέντα με την εκκαλουμένη απόφαση ποσά με το νόμιμο τόκο, με επιτόκιο ύψους 6% ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση,

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11.9.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

H ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ