ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός 623/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από το Διευθύνοντα το Εφετείο Πειραιά και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 7-2-2018 και με Γ.Α.Κ. Πρωτοδικείου Πειραιά ……. και Ε.Α.Κ. Πρωτοδικείου Πειραιά …… / Γ.Α.Κ. Εφετείου Πειραιά …… και Ε.Α.Κ. Εφετείου Πειραιά …… έφεση κατά της 5640/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Η έφεση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 10-1-2018, όπως προκύπτει από τη σημείωση του δικαστικού επιμελητή Πειραιά …… επί του προσκομιζόμενου από το εκκαλούν αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης, αφού η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-2-2018 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδάφ. α’, 516 παρ. 1, 517 εδάφ. α’ , 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 Κ.Πολ.Δ.) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της άνω έφεσης δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν του παραβόλου που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012), δεδομένου ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (άρθρο 19 παρ. 1 ν.δ. 26/1944 «περί κώδικος νόμων και δικών του δημοσίου», σε συνδ. με άρθρο 50 παρ. 3 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 69/2015, Εφ.Πειρ. 66/2014, Δημοσ. Νόμος, Μ. Μαργαρίτη, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, τόμ. Α’, υπ’ άρθρο 495, αριθ. 17, σ. 849).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094 Α.Κ. και 216 Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι ο κύριος ακινήτου δικαιούται, με αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου, να ζητήσει να αναγνωριστεί η κυριότητά του στο ακίνητο. Για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής αυτής πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων, κάποιος προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος με τον οποίο απέκτησε ο ενάγων την κυριότητα ακινήτου, η αμφισβήτηση της κυριότητάς του από τον εναγόμενο ως και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Για την επάρκεια της περιγραφής του επίδικου αντικειμένου της αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται να προσδιορίζονται η θέση, τα όρια και η έκταση του επίδικου ακινήτου, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του. Η περιγραφή αυτή μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωσή του με τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, από το οποίο προκύπτει, πλην του σχήματος και των πλευρών του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, εφόσον το τοπογραφικό διάγραμμα τούτο ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής (Α.Π. 384/2014, Α.Π. 164/2014, Α.Π. 625/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 2002/2006, Χρ.Ι.Δ. 2007, 606). Για το ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις, ούτε ο καθ’ όρια προσανατολισμός του ακινήτου, ούτε επίσης να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των ομόρων ακινήτων, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του (Α.Π. 2046/2017, Α.Π. 781/2016, Α.Π. 289/2016, Α.Π. 621/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Όμως, όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει την υποχρέωση να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (Α.Π. 452/2016, Α.Π. 78/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν η αγωγή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση της κυριότητας του επιδίκου, αρκεί για την πληρότητά της η αναφορά των περιστατικών που απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος. Ο καθορισμός του τρόπου με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος απέκτησε την κυριότητα δεν είναι κατ’ αρχήν απαραίτητος. Αν, όμως, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αμφισβητήσει ειδικώς την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, ο τελευταίος υποχρεούται, με τις προτάσεις της ίδιας συζήτησης ή με την προσθήκη των προτάσεών του, εφόσον δεν το έχει πράξει καθ’ υποφορά με την αγωγή του, συμπληρώνοντας παραδεκτά αυτήν (άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ.), να καθορίσει, με σαφή έκθεση των γεγονότων, τον τρόπο κτήσης της κυριότητας από τον άμεσο δικαιοπάροχό του και αν είναι ανάγκη, σε περίπτωση δηλαδή διαδοχικών μεταβιβάσεων, να καθορίσει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, φθάνοντας μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας, δυναμένου να αντιταχθεί κατά των τρίτων, όπως είναι η έκτακτη χρησικτησία. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν καθορίσει τον τρόπο κτήσης της κυριότητας από τον ή τους δικαιοπαρόχους του, η αγωγή καθίσταται αόριστη (Α.Π. 41/2018, Α.Π. 1074/2012, Α.Π. 485/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία της βάσης της αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, η οποία στρέφεται, κατά του Δημοσίου, είναι τα ίδια όπως σε κάθε άλλη αγωγή. Επομένως ισχύουν για το ορισμένο αυτής, όσα προαναφέρθηκαν (Εφ.Πατρ. 579/2008, Εφ.Πατρ. 916/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των νόμων 12 πανδ. (28.7), 14 πανδ. (11-7), 69 πανδ. (29.2) προκύπτει ότι οι εκούσιοι κληρονόμοι ή εξωτικοί, δηλαδή όλοι οι άλλοι πλην των οικείων, αποκτούν την επαχθείσα σ’ αυτούς κληρονομιά με μονομερή δήλωση της θελήσεως τους περί αποδοχής αυτής, η οποία εφαρμόζεται ρητώς ή σιωπηρώς (ν. 6 πανδ. 36.1), δηλαδή με πράξεις, οι οποίες δηλώνουν, βεβαία την πρόθεση να είναι κληρονόμοι. Οι πράξεις αυτές έχουν τη λεγόμενη ανάμιξη στην κληρονομιά. Με βάση τις διατάξεις αυτές, οι οποίες εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 92 Εισ.Ν.Α.Κ. για εκείνους που πέθαναν πριν από την εισαγωγή του Α.Κ, οι εξωτικοί κληρονόμοι για την κτήση της κληρονομιάς είτε εξ αδιαθέτου είτε από διαθήκη, έπρεπε να προβούν σε δήλωση υπεισέλευσης αυτής, είτε ρητή, ότι δηλαδή θέλουν να αποκτήσουν την κληρονομιά, είτε σιωπηρή, να προβούν δηλαδή σε πράξεις αναμίξεως στην κληρονομιά, οι οποίες να φανερώνουν τη θέληση τους να είναι κληρονόμοι και δεν αρκεί η απλή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7-39), ν. 9 παρ. 1 Βασ. Δ. 50 (10.14), που ίσχυαν πριν από τον Α.Κ., με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση του δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ.), για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή με διάνοια κυρίου, επί μια τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ’ ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Κατά δε τις διατάξεις των ν. 2 παρ. 2 πανδ. (41- 4), πανδ. (44-3), 76 παρ. 1 πανδ. (18-1) και 7 παρ. 3 3 (πανδ. 23.3), για το συνυπολογισμό του χρόνου χρησικτησίας των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος στον ίδιο αυτό χρόνο, προς συμπλήρωση του αναγκαίου χρόνου για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται νόμιμη αιτία, δηλαδή ειδική ή καθολική διαδοχή. Περαιτέρω, επί ακινήτων που ανήκουν στην κυριότητα του Δημοσίου, προκειμένου να αποκτηθεί κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία κατά το χρόνο πριν από την ισχύ του Α.Κ., είχαν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 του Εισ.Ν.Α.Κ. ισχύ οι σχετικές διατάξεις του Β.Δ. δικαίου και του άρθρου 21 του Ν. 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων», από το συνδυασμό των οποίων συνάγεται ότι επί των δημοσίων αυτών κτημάτων χωρεί έκτακτη χρησικτησία, αλλά ο χρόνος αυτής πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915, καθ’ όσον μεταγενέστερα δεν μπορεί να επέλθει χρησικτησία επί των κτημάτων αυτών, όπως προκύπτει από τις διατάξεις τόσον του Ν.Δ.Ξ.Η./1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου, που έχουν εκδοθεί με βάση αυτόν, με τα οποία έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών, όσον και του άρθρου 21 του από 22.4./16.5.26 ν.δ/τος «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», κατά την οποία, τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε παραγραφή στο μέλλον, η παραγραφή δε που έχει αρχίσει δεν έχει καμία συνέπεια αν μέχρι τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού δεν συμπληρώθηκε η τριακονταετής έκτακτη χρησικτησία. Επίσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του από 17.11.1936 β.δ/τος περί ιδιωτικών δασών, που έχει ισχύ νόμου, το Δημόσιο αναγνωρίσθηκε με αυτό κύριο κάθε εκτάσεως, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός από τις αναφερόμενες στο διάταγμα αυτό περιπτώσεις. Η έκτακτη χρησικτησία επί των δημοσίων δασών, όπως και η επί των δημοσίων κτημάτων γενικότερα, ήταν επιτρεπτή μόνον, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του β.δ/τος 12.12.1833, που έχει ισχύ νόμου «περί φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί), που να έχει εκδοθεί επί Τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής στο μέλλον τα ακίνητα αυτά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν.ΚΘ 31.1/ 18.2.1964 και 3 του Ν.Ψ.Η.Ζ./1880. Εξάλλου από τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκου δικαίου, καθώς και τις διατάξεις του Ν. ΣΟΖ/1855 και 12 παρ. 1 του Ν.ΔΝΖ/ 1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητας επί βοσκοτόπων εθνικών ή όχι και από ιδιώτες, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11.9.1915. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των από 3 Φεβρουαρίου, 4-16 Ιουνίου, 1 Ιουλίου 1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου, με τα οποία αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις περιουσίες των Οθωμανών, σε συνδυασμό με την από 3.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, με την οποία αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη της Ελλάδος ως ανεξάρτητου Κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε την κατοχή, με βάση το κυριαρχικό του δικαίωμα, επί όλων των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία κατέλαβε και δήμευσε κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων, τα οποία κατά το χρόνο υπογραφής των παραπάνω πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους μέχρι τότε κυρίους τους, Οθωμανούς, οι οποίοι αποχώρησαν από τις χώρες αυτές, που αποτέλεσαν το Ελληνικό Κράτος. Εξάλλου, τα αδέσποτα, δηλαδή εκείνα, τα οποία δεν ανήκουν στην κυριότητα κάποιου, ανήκουν κατά το άρθρο 927 Α.Κ. στο Δημόσιο. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 Εισ. Ν.ΑΚ, νομέας των αδέσποτων πραγμάτων θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν άσκησε επ’ αυτών καμία πράξη νομής. Το Δημόσιο αποκτά πρωτότυπα κυριότητα και συγχρόνως τη νομή του ακινήτου αυτοδίκαια, ανεξάρτητα αν έλαβε τη φυσική εξουσία αυτού ή αν ενήργησε διακατοχικές πράξεις (Α.Π. 85/2003, ΕλλΔνη 44, 1291, Α.Π. 1292/1982, ΕλλΔνη 44, 178, Α.Π. 1278/2002, ΕλλΔνη 44, 121, Α.Π. 1812/2001, ΕλλΔνη 43, 1432, Α.Π. 1296/1993, ΕλλΔνη 36, 200, Ολ.Α.Π. 75/1987, Α.Π. 191/1997, ΕλλΔνη 38, 1453, Α.Π. 956/1990, ΕλλΔνη 30, 324, Α.Π. 547/1991, ΕλλΔνη 32, 1732, Α.Π. 138/1987, ΕλλΔνη 29, 675, Α.Π. 1800/ 1985, Νο.Β. 34, 1074). Τέλος, σφάλματα ή παραλείψεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που δεν προσβάλλονται με σαφή και ορισμένο λόγο έφεσης από το διάδικο, δεν μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, η εξουσία του οποίου οριοθετείται, σύμφωνα με το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ, από τους λόγους έφεσης, κύριους ή πρόσθετους, οι οποίοι προτείνονται από τον εκκαλούντα (Α.Π. 781/2017, Α.Π. 759/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ. 2015, αριθ. 1334, σ.337). Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη), με την από 14-10-2015 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ …….. αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την οποία στρέφει κατά του Ελληνικού Δημοσίου (ήδη εκκαλούντος), εκθέτει ότι είναι κυρία του περιγραφομένου στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «…….» του Δήμου Νικαίας Αττικής, της περιφέρειας τέως Δήμου Πειραιώς, εκτός του σχεδίου πόλης και εντός ζώνης. Ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στην κυριότητά της με παράγωγο τρόπο και δη λόγω δωρεάς εν ζωή του παππού της ………, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……. συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στην κυριότητα του άνω δικαιοπαρόχου της περιήλθε με αγορά από τους: α) … ., β) …… και γ) …… δυνάμει του υπ’ αριθ. ….. συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιά ……..που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στην κυριότητα των τελευταίων περιήλθε δυνάμει των τίτλων κτήσης που μνημονεύονται στο παραπάνω συμβόλαιο και ειδικότερα: Α) Στον ……, κατά το ήμισυ εξ αδιαιρέτου, από κληρονομιά της κατά τον Αύγουστο 1938 ενταύθα αποβιωσάσης αδιαθέτου μητρός του …….., στους δε ….. και ……… κατά το έτερο ήμισυ εξ αδιαιρέτου, από κληρονομιά: 1) της κατά την 22 Ιουλίου 1949 αποβιωσάσης ενταύθα μητρός τους ……, δυνάμει της από 2 Σεπτεμβρίου 1941 ιδιόγραφης διαθήκης της, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 18 Αυγούστου 1949, με τη με αριθμό 7075/1949 απόφασή του, σε συνδυασμό με τη με αριθμό …. δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …., που μεταγράφηκε νόμιμα και 2) του κατά την 3 Απριλίου 1965 αποβιώσαντος συγκληρονόμου της άνω αποβιώσασας μητρός τους ……., δυνάμει της από 28 Φεβρουάριου 1962 ιδιόγραφης διαθήκης αυτού, που δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών με το με αριθμό 2604 της 8 Απριλίου 1965 πρακτικό του και κηρύχθηκε κυρία με τη με αριθμό 7279/1965 απόφασή του, την οποία κληρονομιά αποδέχθηκαν με τη με αριθμό ……. πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών …., που μεταγράφηκε νόμιμα. Και Β) Στις …. και …… από κληρονομιά του κατά τον Μάρτιο 1913 ενταύθα αποβιώσαντος πατρός τους …, δυνάμει της από 22 Νοεμβρίου 1912 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 8 Ιουλίου 1913 με τη με αριθμό 370/1913 απόφασή του, στο δε ….. με αγορά από τον …., δυνάμει του υπ’ αριθ. … της 16 Οκτωβρίου 1875 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ….. που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι η ίδια, κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, δεν υπέβαλλε δήλωση για το εμπράγματο δικαίωμά της και κατά την έναρξη του κτηματολογίου το επίδικο έλαβε ΚΑΕΚ …. και καταχωρήθηκε με δικαιούχο το Ελληνικό Δημόσιο. Ότι η ανωτέρω εγγραφή είναι ανακριβής, δεδομένου ότι το επίδικο είναι ιδιωτικό ακίνητο, γεγονός που καταδεικνύεται και εκ του ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε στον δικαιοπάροχό της αποζημίωση για απαλλοτριωθέν τμήμα του επιδίκου 16 τ.μ. λόγω ένταξής του στο σχέδιο πόλης. Ότι, επικουρικά, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι το ως άνω ακίνητο ανήκε κάποτε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, τότε αυτή απέκτησε την κυριότητά του με την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 παρ. 1β’ Ν. 3127/2003, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της αυτόν των δικαιοπαρόχων της, διότι αυτό βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, εντός ορίου ζώνης, εντός Ζ.Ο.Ε. Αττικής και εκτός Γ.Π.Σ. Δήμου Νίκαιας και το νεμήθηκε η ίδια και οι άνω δικαιοπάροχοί της αδιατάρακτα από το έτος 1885 μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 3127/2003. Με βάση αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, λόγω προσβολής του εμπραγμάτου δικαιώματός της από την ανακριβή πρώτη κτηματολογική εγγραφή, ζητεί να αναγνωριστεί κυρία του άνω ακινήτου, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς κτηματολογικής εγγραφής, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου να καταχωρηθεί η ίδια ως πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του: 1) ως διάδοχο του τουρκικού Κράτους, με κυριαρχικό δικαίωμα με τα από 3 Φεβρουαρίου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου / 11 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου και την από 3.7.1932 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, 2) διαφορετικά ως δάσος, με βάση τις διατάξεις του ΒΔ/τος 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», 3) διαφορετικά ως λιβάδι ή βοσκότοπος με βάση το ΒΔ/γμα 3/15-12-1933, 4) διαφορετικά με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους μέχρι και την άσκηση της αγωγής και 5) διαφορετικά ως αδέσποτο που το κατέλαβε με βούληση κυρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του από Ιουν. 1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», Α.Ν. 1539/1938 και 972 Α.Κ. Επί της άνω αγωγής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, την εκκαλούμενη απόφασή του (τακτική διαδικασία), με την οποία, αφού απέρριψε ως αόριστη την επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στην ειδική χρησικτησία κατ’ άρθρο 4 Ν. 3127/2003 [με την αιτιολογία ότι στο δικόγραφό της δεν εκτίθενται στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμηση της αγωγής, αλλά απλά επαναλαμβάνεται η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3127/2003, χωρίς να εισφέρονται τα υπαγόμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, ομολογείται ότι το επίδικο κείται εκτός σχεδίου πόλης, ενώ δεν περιγράφονται η τυχόν θέση αυτού εντός οικισμού κατά τις προϋποθέσεις του νόμου και οι διενεργηθείσες επ’ αυτού πράξεις αδιατάρακτης νομής], δέχθηκε αυτήν (αγωγή) κατά την κύρια βάση της, που στηρίζεται σε παράγωγη κτήση κυριότητας, ως ορισμένη, νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσία, αναγνώρισε την ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία του επιδίκου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Δήμου Νικαίας Αττικής, προκειμένου να διαγραφεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο από κύριος στο οικεία ΚΑΕΚ και να καταχωρηθεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία σε ποσοστό 100%, με τίτλο κτήσης το προαναφερθέν με αριθ. …….. συμβόλαιο δωρεάς. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο με την υπό κρίση έφεσή του με τους περιεχομένους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή και κατά την κύρια βάση της. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, το εκκαλούν (Ελληνικό Δημόσιο) παραπονείται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ, η εκκαλούμενη απόφαση δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, παρότι: α) δεν εντοπίζεται επαρκώς στην αγωγή η θέση της επίδικης έκτασης εντός της μείζονος έκτασης της οποίας εμφανίζεται ως τμήμα, ούτε προσδιορίζονται με σαφήνεια τα όρια της επίδικης έκτασης, β) δεν ανταποκρίθηκε η ενάγουσα στο βάρος της να καθορίσει με τις προτάσεις της, με σαφή έκθεση γεγονότων, τον τρόπο κτήσης κυριότητας από τον άμεσο και τους απώτερους δικαιοπαρόχους της, φτάνοντας μέχρι πρωτότυπο τρόπο που να δύναται να αντιταχθεί εναντίον του (Ελληνικού Δημοσίου), κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής κατ’ άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, καίτοι το ίδιο, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο, αμφισβήτησε τον αγωγικό ισχυρισμό της ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων της, ήτοι αμφισβήτησε ειδικά την επί του επιδίκου κυριότητα των τελευταίων και γ) δεν αναφέρονται στην αγωγή οι πράξεις της ……. και ……. (φερομένων ως δικαιοπαρόχων της ενάγουσας), που φανερώνουν τη βούλησή τους να καταστούν κληρονόμοι και έτσι να υπεισέλθουν στην κληρονομία του κατά το Μάρτιο του 1913 αποβιώσαντος πατρός τους ……., ώστε να προκύπτει ότι αυτές κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και ότι νόμιμα μεταβίβασαν την κυριότητα στους επόμενους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας και επομένως και στην τελευταία. Ο λόγος αυτός έφεσης είναι απορριπτέος: Α) κατά το υπό στοιχείο α’ σκέλος του, κατά το μέρος που επικαλείται ανεπαρκή εντοπισμό στην αγωγή της θέσης του επιδίκου εντός της μείζονος έκτασης της οποίας εμφανίζεται ως τμήμα, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το επίδικο δεν φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μείζονος έκτασης αλλά ως αυτοτελές αγροτεμάχιο και Β) κατά το υπό στοιχείο α’ σκέλος του, κατά το μέρος που επικαλείται ασάφεια στον προσδιορισμό των ορίων του επιδίκου, ως αβάσιμος, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το επίδικο ακίνητο οριοθετείται σαφώς και ορισμένως, αφού ενσωματώνεται στο δικόγραφό της το από Σεπτεμβρίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού ……., υπό κλίμακα 1:200, από το οποίο προκύπτει, εκτός από το σχήμα των πλευρών του, η θέση του, ο προσανατολισμός του, το εμβαδόν του και οι ιδιοκτησίες και οδοί που το περικλείουν. Επιπρόσθετα, διευκρινίζεται στην αγωγή, που παραπέμπει για την οριοθέτησή του στο άνω τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, ότι πρόκειται για αγροτεμάχιο κείμενο στη θέση «……» Δήμου Νίκαιας Αττικής, της περιφέρειας τέως Δήμου Πειραιώς, το οποίο αποτυπώνεται στο συνημμένο άνω τοπογραφικό διάγραμμα, υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α, έχει έκταση 152,45 τ.μ, ευρίσκεται εντός ορίων ζώνης, εντός Ζ.Ο.Ε του Ν. Αττικής και εκτός Γ.Π.Σ. Δήμου Νίκαιας, έχει ΚΑΕΚ ……. και τίτλο κτήσης το με αριθμό …….. συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Πειραιά ……, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο .. και με α.α. … στο υποθηκοφυλακείο Νίκαιας. Περαιτέρω όμως, κατά τα υπό στοιχεία β’ και γ’ σκέλη του, ο άνω λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος, διότι, παρόλο που το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβήτησε ειδικά, με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την κυριότητα της ενάγουσας και των φερόμενων ως δικαιοπαρόχων της επί του επιδίκου ακινήτου, ισχυριζόμενο επί λέξει στις προτάσεις του αυτές ότι «πριν τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους και πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου 1 του από 17-11-1836 Β.Δ. και συνεχώς μέχρι και σήμερα το επίδικο αποτελούσε δάσος, χωρίς να υπάρχει έγγραφη απόδειξη ότι προ του περί ανεξαρτησίας αγώνα ανήκε σε ιδιώτη ή ιδιωτικό χωριό και χωρίς οι τυχόν δικαιοπάροχοι της αντιδίκου να έχουν επιτύχει δ/τική αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων με την προεκτεθείσα διαδικασία, αυτό περιήλθε κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο (σελ. 6, παρ. Β πρωτόδικων προτάσεων Ελληνικού Δημοσίου») καθώς και ότι «πριν τη σύσταση του Ελληνικού κράτους και μετ’ αυτή δεν εξουσιάστηκε ποτέ ούτε από την αντίδικο και τους φερόμενους ως δικαιοπαρόχους της, ούτε από κανένα άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (σελ. 7, παρ. Ε.), η ενάγουσα δεν προέβη, με τις προτάσεις της της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ή έστω με την προσθήκη της επ’ αυτών, στην απαιτούμενη, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, συμπλήρωση της αγωγής της ως προς τον τρόπο κτήσης της κυριότητας των δικαιοπαρόχων της, μέχρι την αναγωγή σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης που να συμπληρώθηκε έως τις 11-9-1915. Και ναι μεν, στην προσθήκη της επί των πρωτόδικων προτάσεών της, εκθέτει ότι: «κατ’ επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 224 Κ.Πολ.Δ, συμπλήρωση της αγωγής, αναφέρω ότι ο δικαιοπάροχός μου Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος του Σταματίου, απέκτησε το υπό κρίση γεωτεμάχιο κατά πρωτότυπο τρόπο με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού ήδη από το 1959, ημερομηνία κατά την οποία υπέγραψε προσύμφωνο με τους δικαιοπαρόχους του, ασκούσε πράξεις νομής επ’ αυτού, το επισκεπτόταν, το καθάριζε, και αφού εξόφλησε τις δόσεις για την αγορά του, προχώρησε στη σύνταξη και μεταγραφή του οριστικού συμβολαίου στις 23-11-1979, πληρώνοντας το φόρο μεταβίβασης. Από τη μεταγραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου (1979) συνέχισε να ασκεί τις αυτές πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του και μετά την πάροδο δέκα (10) ετών έγινε κύριος αυτού και με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Το 1991 ο προκάτοχός μου κατέθεσε αίτηση για διόρθωση της με αριθμό 4/88 Πράξης εφαρμογής, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 356299/120/91 απόφαση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Πειραιά και εισέπραξε από το Ελληνικό Δημόσιο το 1992 αποζημίωση λόγω ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης τμήματος του ακινήτου του, ενέργειά του που αποτελεί εμφανέστατη πράξη νομής επ’ αυτού. Εξ’ αυτού του λόγου προκύπτει και η καλή πίστη του δικαιοπαρόχου μου..», πλην όμως η επίκληση πράξεων νομής μόνο του άνω αμέσου δικαιοπαρόχου της από το 1959 έως το 1997, σύμφωνα με προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν δύνανται να θεμελιώσει κτήση απ’ αυτόν της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κατά τις διατάξεις περί χρησικτησίας, εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται και για τους απώτερους δικαιοπαρόχους της συγκεκριμένες εμφανείς, υλικές διακατοχικές πράξεις τους, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, από τις οποίες να προκύπτει η άσκηση εξουσίας σε αυτό και η πραγμάτωση της θέλησής τους να το εξουσιάζουν με διάνοια κυρίου, εις τρόπον ώστε να συμπληρωθεί πρωτότυπος τρόπος κτήσης έως τις 11-9-1915 και ενόψει και του ότι, η επικουρική βάση της αγωγής, που επιχειρεί θεμελίωση στην ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 παρ. 1β’ Ν. 3127/2003, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας με την πρωτόδικη απόφαση και κατά της απορριπτικής αυτής διάταξης δεν ασκήθηκε έφεση από την ενάγουσα, με συνέπεια να μην υπάρχει στάδιο έρευνας της άνω επικουρικής βάσης από το δικαστήριο τούτο (Α.Π. 41/2018, ό.α.). Επιπλέον, όσον αφορά τις απώτερες δικαιοπαρόχους της …… και ….., η ενάγουσα επικαλείται μεν την επαγωγή σ’ αυτές της κληρονομίας του κατά τον Μάρτιο 1913 αποβιώσαντος πατέρα τους …… με ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κύρια από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 8-7-2013, όχι όμως και την απαιτούμενη υπεισέλευση αυτών στην κληρονομία του, με ρητή ή σιωπηρή αποδοχή της από μέρους τους κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των νόμων 12 πανδ. (28.7), 14 παρ.8 πανδ.(11.7) και 69 πανδ. (29.2), οι οποίες έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση επειδή ο άνω κληρονομούμενος απεβίωσε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 92 Εισ.Ν.Α.Κ.), ώστε να προκύπτει ότι οι απώτερες άνω δικαιοπάροχοί της κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι του αποβιώσαντος πατέρα τους και ότι νόμιμα μεταβίβασαν την κυριότητα στους επόμενους δικαιοπαρόχους της και επομένως και στην τελευταία. Να σημειωθεί εδώ ότι, από τις διατάξεις του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, δεν προβλέπονταν μεταγραφή για τις αιτία θανάτου πράξεις, η οποία προβλέφθηκε για πρώτη φορά με τα άρθρα 1193, 1195, 1198 και 1199 Α.Κ. (Α.Π. 1713/2006, ό.α.), καθώς και ότι, στο ίδιο, ως άνω, βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, η κληρονομική διαδοχή δεν αποτελούσε τίτλο βάσει του οποίου ο πραγματικός κληρονόμος μπορούσε να αρχίσει νέα νομή τακτικής χρησικτησίας, εκτός εάν αυτός επιλαμβάνονταν της νομής πράγματος, πιστεύοντας καλόπιστα ότι ήταν κληρονομιαίο, ενώ δεν ήταν (Α.Π. 41/2018, ό.α.). Συνακόλουθα τούτων, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα κατά την κύρια βάση της (από παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας) λόγω επιγενόμενης αοριστίας, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε την αγωγή κατά την ανωτέρω κύρια βάση της ως ορισμένη (και στη συνέχεια και ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη), παρότι η ενάγουσα δεν προέβη στη δέουσα συμπλήρωσή της, όπως ανωτέρω (καίτοι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με τις προτάσεις του κατά την πρώτη πρωτοβάθμια συζήτηση της αγωγής, ρητά αμφισβήτησε την κτήση της κυριότητας από την ενάγουσα και από τους δικαιοπαρόχους της), υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, όπως βάσιμα το εκκαλούν ισχυρίζεται με τον πρώτο (υπό στοιχεία β’ και γ’) λόγο της έφεσής του, που πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσία. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη κατ’ ουσία, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το δικαστήριο τούτο και να απορριφθεί η αγωγή κατά τη, μόνη ερευνούμενη, κύρια βάση της. Τέλος, η ενάγουσα – εφεσίβλητη που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα. 176, 183, 189, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και 2 της Κ.Υ.Α. 134423 Οικ/1992 Οικονομικών και Δικαιοσύνης (Α.Π. 475/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 7-2-2018 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …….. έφεση κατά της με αριθ. 5640/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία). Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση. Εξαφανίζει την παραπάνω οριστική απόφαση. Κρατεί και δικάζει την από 14-10-2015 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …. αγωγή. Απορρίπτει αυτή. Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά την 15η Οκτωβρίου 2018, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους, το Δικαστικό Πληρεξούσιο Ν.Σ.Κ. του εκκαλούντος και την πληρεξούσια Δικηγόρο της εφεσίβλητης.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ