ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 547/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4° Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χριστίνα Λίμουρα, Εφέτη , η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας: 1) Της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», νομίμως εκπροσωπούμενης, με έδρα τον ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κυριάκο Χουσέα, 2) ………….ατομικώς και υπό την ιδιότητά του ως ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστού της εταιρείας με την επωνυμία « …………….», (ατομικώς ως πρωτοφειλέτης και ως κληρονόμος κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του αποβιώσαντος την 6.4.2020 συνεγγυητού ανακόπτοντος πατρός του …………….), 3) ……………ατομικώς και υπό την ιδιότητά του ως ετερόρρυθμου εταίρου της εταιρείας με την επωνυμία «……….», (ατομικώς ως πρωτοφειλέτης και ως κληρονόμος κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του αποβιώσαντος την 6.4.2020 συνεγγυητού ανακόπτοντος πατρός του . ….), οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κυριάκου Χουσέα, 4) …………. ως εγγυήτριας και ως κληρονόμος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του αποβιώσαντος την 6.4.2020 συνεγγυητού ανακόπτοντος συζύγου …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Της εφεσίβλητης: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία « ………..» και με διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στην ………., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β) Της προσθέτως παρεμβαίνουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία « ………….», που εδρεύει στη …………, ως εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», με έδρα στο ………. Ιρλανδίας, στον οποίο δικαιούχο της απαίτησης η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « ……………..» και το διακριτικό τίτλο «………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένη ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…… . …» (διασπώμενη ) κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία- πιστωτικό ίδρυμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Πέτρο Παναγιώτου με δήλωση άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα νομίμως εκπροσωπουμένη, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………….» κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία-πιστωτικό ίδρυμα, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα.
Καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση: Της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», νομίμως εκπροσωπούμενης, με έδρα τον ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Κυριάκο Χουσέα, 2) …………. 3) …………. οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κυριάκου Χουσέα, 4) ……………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμ. καταθ. …………/2019 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1968/2020 απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες με την από 3.2.2021 με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2021 έφεση και η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 5.4.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2022 πρόσθετη παρέμβαση, δικάσιμος επί των οποίων ορίστηκε αρχικά για την υπό κρίση έφεση η 7.4.2022 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις τους ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου η από 3.2.2021 με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2021 έφεση και η από 5.4.2022 με αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2022 πρόσθετη παρέμβαση και οι οποίες πρέπει να ενωθούν και συνεκδικαστούν λόγω της φανερής συνάφειας τους και για οικονομία χρόνου και δαπάνης (άρθρα 31, 246, 524 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η υπό κρίση έφεση και η πρόσθετη υπέρ της εφεσίβλητης πρόσθετη παρέμβαση κατά της 1968/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, (άρθρα 632 παρ.2, 937 και 591 παρ. 1, 585 ΚΠολΔ) ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 513 παρ. 1,518 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον φέρονται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 19, 511 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω μέσα στα όρια που καθορίζονται με αυτές, κατά την ίδια ανωτέρω ειδική διαδικασία, για το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους (άρθρα 522, 533 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) ερήμην της εφεσίβλητης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …./4.3.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …………., επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη, η οποία όμως κατά την ορισθείσα μετ’ αναβολή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε, ούτε κατέθεσε μονομερή δήλωση, μη παραστάσεως στο ακροατήριο κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, παρά την απουσία της εφεσίβλητης, να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτή παρούσα ( άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση ανακοπή ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι επισπεύδεται σε βάρος τους από την καθ’ ης, δυνάμει της με αριθμ. …../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για το ποσό του 1.354.724,06 ευρώ, που οφείλουν δυνάμει συμβάσεως πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αναγκαστική εκτέλεση με την επίδοση σε αυτούς της από 26.3.2019 επιταγής προς πληρωμή, προσαρτημένη σε αντίγραφο εξ απογράφου εκτελεστού της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Ότι η διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή τυγχάνουν ακυρωτέες για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση ανακοπή λόγους.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες με την κρινόμενη έφεσή τους για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης «……….» εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος των ανακοπτόντων για το ποσό του 1.354.724,06 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων που οφείλεται δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../19.3.1999 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που χορήγησε η καθ’ ης στην πρώτη εξ’ αυτών για την οποία εγγυήθηκαν ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος ανακόπτων. Η καθ’ ης στην αίτησή της προσκόμισε προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής αφενός αντίγραφα- αποσπάσματα των υπ’ αριθμ. …………………… λογαριασμών, αφετέρου αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων που απεικονίζουν την κίνηση και άλλων λογαριασμών της πρώτης ανακόπτουσας που δεν αναφέρονται όμως στην αρχική σύμβαση πίστωσης ή στις πρόσθετες πράξεις αυτής, ούτε σχετίζονται με τους προαναφερόμενους κύριους λογαριασμούς, αναφορικά με τους οποίους, όπως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με τον προβαλλόμενο λόγο ανακοπής, υπάρχει αντιφατικότητα μεταξύ της αιτήσεως και των προσκομιζόμενων από την καθ’ ης εγγράφων προς απόδειξη του προκύπτοντος υπολοίπου, γεγονός που καθιστά άκυρο τον εκτελεστό τίτλο, λόγω της μη έγγραφης απόδειξης του συνόλου της απαίτησης. Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι βάσιμος αναφορικά όσον αφορά το ύψος της απαίτησης της καθ’ ης σε βάρος των ανακοπτόντων, η οποία από τη συνολική θεώρηση των αναφερόμενων στην αίτηση λογαριασμών και των προσαγόμενων αποσπασμάτων αυτών, αποδεικνύεται ότι ανέρχεται στο ποσό του 1.019.279,39 ευρώ, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι παρανόμως ανατοκίστηκαν τα ποσά της προβλεπόμενης στο ν. 128/1975 ειδικής εισφοράς που τους επιβαρύνει, το δε ποσό των τόκων παρανόμως συμπεριελήφθη στο επιδικασθέν κεφάλαιο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος διότι αφενός δεν προσδιορίζεται επακριβώς το χρονικό διάστημα ανατοκισμού, αφετέρου δεν αναφέρονται τα επί μέρους ή συνολικά ποσά που ισχυρίζονται ότι επιβαρύνθηκαν από τον εν λόγω ανατοκισμό, απορριπτομένου και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι ο υπολογισμός των τόκων επί του οφειλόμενου κεφαλαίου έγινε βάσει χρονικού διαστήματος 360 ημερών και όχι του πλήρους ημερολογιακού έτους των 365 ημερών, με συνέπεια ο δανειολήπτης να μην πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο και να επιβαρύνεται καθημερινά με 1,3889% περισσότερους τόκους, είναι αόριστος και συνεπώς απορριπτέος διότι δεν προσδιορίζεται το νόμιμο ύψος της οφειλής, αν αυτό είχε υπολογιστεί με έτος διάρκειας 365 ημερών καθώς και το ποσό κατά το οποίο επιβαρύνθηκε επιπλέον η επιτασσόμενη απαίτηση συνεπεία του υπολογισμού που έγινε, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Περαιτέρω απορριπτέος ως αόριστος κρίνεται και ο λόγος ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν τον τρόπο εκτοκισμού/ανατοκισμού των οφειλών από δανειακές συμβάσεις, η καθ’ ης προέβη παρανόμως στον ανατοκισμό των τόκων ανά τρίμηνο αντί της εξάμηνης περιόδου κατ’ ελάχιστο όριο, διότι δεν προσδιορίζονται τα ποσά της παράνομης τριμηνιαίας χρέωσης που έχουν περιληφθεί από την καθ’ ης στον λογαριασμό της, σε βάρος των ανακοπτόντων, όπως ισχυρίζονται, απορριπτομένου και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Ισχυρίζονται περαιτέρω οι ανακόπτοντες ότι η καθ’ ης παράνομα και καταχρηστικά τους επιβάρυνε υπέρμετρα, κάμπτουσα την αρχή της διαφάνειας των συναλλαγών με εννέα χρεώσεις του υπ’ αριθμ. ……. λογαριασμού για ποσά που φέρουν την αιτιολογία «έξοδα πινακίου επιταγών», «έξοδα εκτίμησης από ΑΑΑ», «έξοδα εγγραφής προσημείωσης», «έξοδα διαχειρίσεως έως 31.7.2012» και «έξοδα παράστασης δικηγόρου για προσημείωση» και που συνιστούν ακατάληπτες γι’ αυτούς χρεώσεις και έξοδα που κεφαλαιοποιήθηκαν, ανατοκίστηκαν και αύξησαν παρανόμως την οφειλή τους. Ο ανωτέρω όμως λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι από την καταρτισθείσα υπ’ αριθμ. …../19.3.1999 σύμβαση πίστωσης, προκύπτει συμφωνία των διαδίκων κατά την οποία « τα πάσης φύσεως έξοδα, όπως κάθε είδους δικαστικά, ελέγχου τίτλων από δικηγόρους της τράπεζας, εγγραφής υποθήκης, εγγραφής προσημειώσεως και τροπής προσημειώσεως σε υποθήκη, συνομολογήσεως ενεχύρου, εξοπλισμού ή απαιτήσεων και αναγκαστικής εκτελέσεως, εν γένει οποιαδήποτε άλλα που έχουν πραγματοποιηθεί ή θα γίνουν συνεπεία ή σε εκτέλεση των όρων της συμβάσεως, όπως έξοδα και αμοιβές Δικηγόρων, ερευνητών, πραγματογνωμόνων, για οποιαδήποτε συμβουλή, υπηρεσία, τις οποίες η τράπεζα μπορεί να θεωρήσει αναγκαίες αναφορικά προς τη σύμβαση για την εξασφάλιση ή διατήρηση των σχετικών δικαιωμάτων της, βαρύνουν τον πιστούχο. Η τράπεζα, σε περίπτωση που καταβάλει οποιαδήποτε από τα ως άνω ποσά έχει δικαίωμα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση ή γνωστοποίηση προς τον πιστούχο να τα φέρει σε χρέωση των λογαριασμών της πιστώσεως». Ενόψει των ανωτέρω οι προαναφερόμενες χρεώσεις του υπ’ αριθμ. …… λογαριασμού για ποσά που φέρουν την αιτιολογία «έξοδα πινακίου επιταγών», «έξοδα εκτίμησης από ΑΑΑ», «έξοδα εγγραφής προσημείωσης», «έξοδα διαχειρίσεως έως 31.7.2012» και «έξοδα παράστασης δικηγόρου για προσημείωση», είναι νόμιμες, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η υπ’ αριθμ. ……/1999 σύμβαση πίστωσης και οι πρόσθετες πράξεις αυτής περιέχουν καταχρηστικούς και άκυρους όρους, γεγονός που καθιστά άκυρη την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγω αδυναμίας προσδιορισμού του πραγματικού ύψους της οφειλής τους, είναι αόριστος και συνεπώς απορριπτέος διότι δεν παρατίθεται το είδος της βλάβης που αιτιωδώς προκάλεσαν οι ανωτέρω όροι στους ανακόπτοντες σε σχέση με τα προσβαλλόμενα κονδύλια, που ισχυρίζονται ότι επηρεάστηκαν από τους ανωτέρω καταχρηστικούς όρους, απορριπτομένου και του σχετικού λόγου εφέσεως ως αβάσιμου. Ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η επιβληθείσα σε αυτούς από την καθ’ ης συνομολόγηση καταχρηστικών ορών αναφορικά με την ευθύνη τους ως εγγυητών και την παραίτησή τους από τις ενστάσεις των άρθρων 855, 862-864 και 867-868 ΑΚ, την παραίτησή τους δηλαδή ως εγγυητών από την ένσταση διζήσεως με συνέπεια την εις ολόκληρον συνευθύνη τους ως αυτοφειλετών με την πρωτοφειλέτρια, πρώτη ανακόπτουσα ετερόρρυθμη εταιρεία, αντίκειται στις διατάξεις του ν. 2251/1994, με συνέπεια την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η προαναφερόμενη ρήτρα δεν προσκρούει σε κάποια εκ των απαγορεύσεων του άρθρου 2 παρ. 7 ν. 2251/1994, αλλά ούτε και επικαλούνται πραγματικά περιστατικά ικανά να επιφέρουν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος των εγγυητών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, ή την προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η κοινοποιηθείσα προς αυτούς από 26.3.2019 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καθώς και η αρξαμένη δυνάμει της ανωτέρω επιταγής προς πληρωμή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον τους είναι αόριστη και συνεπώς άκυρη λόγω δικονομικής τους βλάβης για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται σε αυτήν το ποσό των τόκων και το ποσό για την έκδοση απογράφου που επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός διότι το ποσό του τόκου δεν χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή προς εκτέλεση διότι αυτό μπορεί να βρεθεί με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς βάσει του ποσοστού που προβλέπεται από το νόμο και τη σύμβαση και του χρονικού διαστήματος από την αναφερόμενη ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας μέχρι την εξόφληση, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 924 και 118 ΚΠολΔ (ΑΠ 72/1995), αφετέρου από το κείμενο της προσβαλλόμενης επιταγής προκύπτει ότι δεν υπήρξε χρέωση για την έκδοση απογράφου. Απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται περαιτέρω και το αίτημα των ανακοπτόντων για τη διενέργεια δικαστικής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης με σκοπό τον ακριβή υπολογισμό των παράνομων χρεώσεων της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής εκ της παραβιάσεως καταχρηστικών γενικών όρων συναλλαγών, καθόσον η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης προϋποθέτει μη εκκαθαρισμένη απαίτηση, ενώ εν προκειμένω το ύψος των επί μέρους και συνολικών κονδυλίων της απαίτησης της καθ’ ης μπορεί να υπολογιστεί με απλές μαθηματικές πράξεις, χωρίς να απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγοντας και η εκκαλουμένη απόφαση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι της έφεσης των εκκαλούντων με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας λόγω της ερημοδικίας της εφεσίβλητης και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων σύμφωνα με τα άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της εφεσίβλητης την υπό κρίση έφεση και πρόσθετη παρέμβαση.
Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.
Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.
Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 .9.2023 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ