Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 684/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός   684/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….., τον οποίον στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Βασίλειος Σαξώνης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εδρεύουσας στον ….. Αττικής, στην ………… και νομίμως εκπροσωπούμενης ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μιτζήθρα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./21.4.2022 αγωγή του, η οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή με την υπ’ αριθμ. 505/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων με την από 28.3.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../28.3.2023 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη έφεση πλήττεται η με αριθμό 505/14.2.2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 21.4.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./21.4.2022 αγωγή του εκκαλούντος, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις του από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την εναγόμενη και από προσβολή της προσωπικότητάς του. Η έφεση αυτή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και εμπροθέσμως, εντός δηλαδή της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 14.2.2023, δεδομένου ότι ουδείς διάδικος επικαλείται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοσή της. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή του ο ενάγων αναφέρθηκε, πρώτον, στους συμβατικούς όρους της συμφωνίας που συνήψε εγγράφως στον Κορυδαλλό στις 17.12.2021 με την εναγόμενη εταιρία, που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών εστιάσεως, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει εξαρτημένη την εργασία του ως διανομέας παραγγελιών σε πενθήμερη βάση εβδομαδιαίως και επί τέσσερις [4] ώρες κάθε ημέρα, σύμφωνα με τους όρους της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και αντί ωρομισθίου ύψους αρχικώς τεσσάρων ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (4,36 €) και στη συνέχεια, από την 1η.1.2022, τεσσάρων ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (4,45 €), δεύτερον, στις πραγματικές συνθήκες της εργασίας του, την οποία κατ’ απαίτηση της εργοδότριας παρείχε επί δέκα [10] ώρες ημερησίως και για έξι [6] ημέρες εβδομαδιαίως, τρίτον, στην λύση της εργασιακής του σχέσης στις 12.2.2022 με μονομερή καταγγελία της εργοδότριας, η οποία υπήρξε άκυρη ως καταχρηστική διότι πραγματική αιτία της δεν ήταν η δηλωθείσα σ’ αυτόν (η ενημέρωσή της για αξιώσεις που διατηρούσε έναντι προηγούμενου εργοδότη του) αλλά η τιμωρία του ενάγοντος, επειδή δεν προσήλθε στην εργασία του κατά την περίοδο των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στην Αττική κατά το χρονικό διάστημα από 24.1.2022 έως 28.1.2022 και εκδηλώθηκαν με ισχυρές χιονοπτώσεις, τέταρτον, στην υπερημερία της εναγόμενης, η οποία δεν του κατέβαλε το συνολικό χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων επτά ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτών (4.507,28 €) για τη νόμιμη προσαύξηση της εργασίας του κατά τις ημέρες του Σαββάτου (308,70 €) και κατά τις Κυριακές (525,49 €), για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία (377,83 €), για διαφορές επιδόματος δώρων εορτών Χριστουγέννων 2021 και Πάσχα 2022 (235,15 €), για διαφορές επιδόματος άδειας των ετών 2021 και 2022 (132,78 €), για διαφορές αποδοχών άδειας των ιδίων ετών (125,98 €), για έξοδα προμήθειας καυσίμων για τη χρήση του δίκυκλου οχήματος που του χορηγήθηκε για την εκτέλεση της εργασίας του (215 €) και για μισθούς κατά το χρονικό διάστημα της υπερημερίας της εργοδότριας μετά την άκυρη καταγγελία της (από 13.2.2022 έως 21.3.2022), ύψους δύο χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (2.586,35 €) και, πέμπτον, στην ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικαιολόγητη και τιμωρητική καταγγελία της σύμβασής του. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησε ο ενάγων Α] να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης και Β] να υποχρεωθεί η αντίδικός του να του καταβάλει τα προαναφερθέντα χρηματικά ποσά για τις ως άνω αιτίες και επιπλέον πέντε χιλιάδες ευρώ (5.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης και, συνολικώς, εννέα χιλιάδες πεντακόσια επτά ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (9.507,28 €) με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που καθένα κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε κατ’ ουσίαν τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί ακυρότητας της από 12.2.2022 καταγγελίας και τα συναφή με αυτήν αιτήματα του ενάγοντος (περί μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης) και, περαιτέρω, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει, υποχρεώνοντας την εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ και σαράντα έξι λεπτών (1.148,46 €) και, συγκεκριμένα, τριακόσια οκτώ ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτά (308,88 €) για εργασία κατά τις ημέρες Σαββάτου, ενενήντα ένα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (91,44 €) για προσαύξηση της αμοιβής του για την εργασία του κατά τις Κυριακές, διακόσια δύο ευρώ και σαράντα έξι ευρώ (202,46 €) για υπερεργασία, εκατόν τριάντα έξι ευρώ και εξήντα έξι λεπτά (136,66 €) για παράνομες υπερωρίες, τριάντα ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (30,93 €) για διαφορές επιδόματος δώρου εορτών Χριστουγέννων έτους 2021, σαράντα τρία ευρώ και πενήντα τρία λεπτά (43,53 €) για διαφορές επιδόματος δώρου εορτών Πάσχα έτους 2022, δεκατρία ευρώ και εβδομήντα λεπτά (13,70 €) για διαφορές αποδοχών άδειας 2021, είκοσι ευρώ και πενήντα λεπτά (20,50 €) για διαφορές επιδόματος άδειας 2021, σαράντα δύο ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτά (42,68 €) για διαφορές αποδοχών άδειας 2022, ίσο ποσό (42,68 €) για διαφορές επιδόματος άδειας 2022 και διακόσια δεκαπέντε ευρώ (215 €) για δαπάνη προμήθειας καυσίμων, με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες στην εκκαλούμενη απόφασή του διακρίσεις. Την απόφαση αυτή μέμφεται ήδη ο εκκαλών για σφάλματα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και για πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής και τη συνολική παραδοχή της.

ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 669 § 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1, 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής και αναιτιώδης δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν εξαρτάται, επομένως, από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε αλλά αποτελεί δικαίωμα των μερών, εργοδότη και εργαζόμενου. Η άσκησή της, όμως, όπως κάθε δικαιώματος, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός, προς εξυπηρέτηση του οποίου το δικαίωμα αναγνωρίζεται από το νόμο, διότι στην περίπτωση της υπερβάσεως η καταγγελία καθίσταται καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ) και, επομένως, άκυρη, σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσει διαπλαστική ενέργεια και να μην επιφέρει τη λύση της σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 του ΑΚ (ΑΠ 78/2022, ΑΠ 359/2020, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 601/2013, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Καταχρηστικότητα καταφάσκεται όταν η καταγγελία από τον εργοδότη υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματός του, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που αυτή οφείλεται σε κακοβουλία του, δηλαδή κινείται από αισθήματα εμπάθειας, μίσους ή εκδικήσεως προς τον εργαζόμενο, εξαιτίας προηγούμενης νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του (ΑΠ 725/2020, ΑΠ 1584/2018, ΑΠ 1672/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 244/2017, Ε7 2017/714). Βέβαια, τα αισθήματα αποτελούν εκδήλωση συναισθηματικού κόσμου, τον οποίο διαθέτουν τα φυσικά μόνον πρόσωπα (άρθρο 62 ΑΚ). Τούτο σημαίνει ότι όταν εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, τα αίτια της καταγγελίας αναζητούνται στα κίνητρα των φυσικών προσώπων που ασκούν τη διοίκησή του και εκφράζουν τη βούλησή του (άρθρα 65 και 67 ΑΚ). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά τη νομολογία, για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας που έγινε από νομικό πρόσωπο για λόγους εμπάθειας προς τον εργαζόμενο, απαιτείται ο προσδιορισμός του φυσικού προσώπου – μέλους της διοικήσεώς του ή νομίμου εκπροσώπου του, το οποίο διακατείχαν τέτοια αισθήματα (ΑΠ 1474/2022, ΑΠ 505/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1070/2020, ΕΕΔ 2021/71, ΑΠ 179/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία που έγινε χωρίς να υπάρχει αιτία για τη λύση της σύμβασης εργασίας ούτε για την κατάφαση της ακυρότητάς της αρκεί η αναλήθεια των λόγων που επικαλέστηκε ο εργοδότης ή η ανυπαρξία εμφανούς δικαιολογητικής αιτίας (ΑΠ 1175/2022, ΑΠ 166/2018, ΑΠ 769/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, ακόμα και η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται για σοβαρούς λόγους, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχειρήσεως του εργοδότη, δεν είναι άνευ ετέρου καταχρηστική, καθόσον, η θέση,  ως προϋποθέσεως του κύρους της καταγγελίας, της ύπαρξης βάσιμου λόγου γι’ αυτήν θα μετέτρεπε την καταγγελία από αναιτιώδη δικαιοπραξία σε αιτιώδη (ΑΠ 244/2022, ΑΠ 1325/2020, ΑΠ 868/2018, ΑΠ 1000/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την αναγνώριση της ακυρότητάς της δεν ασκεί, επομένως, επιρροή η αιτία που προβάλει ο εργοδότης, αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή του εργαζόμενου αλλά πρέπει ο τελευταίος να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του οφειλόταν σε συγκεκριμένους λόγους, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 521/2022, ΑΠ 711/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2918, ΝοΒ 2019/1047). Ουδέποτε, πάντως, θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυόμενου ή την παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, διότι τότε αληθής αιτία της είναι η διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών που πρέπει να διέπει τη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 744/2020, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 114/2019, ΑΠ 1253/2018, ΑΠ 1889/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 ΑΚ, 5 § 1 και 22 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος συνάγεται ότι, εάν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης αυτού, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 868/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, μόνη η άκυρη απόλυση, έστω και για λόγους εκδίκησης, δεν επιφέρει τρώση της προσωπικότητας του μισθωτού, εάν δε συνοδεύεται από περιστατικά που θίγουν αυτόν στον επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο του (ΑΠ 671/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, για μεν την απόδειξη, του ………., κατοίκου ……….. Αττικής, πρώην συναδέλφου του ενάγοντος, που έχει ασκήσει και αυτός παρόμοια αγωγή κατά της εναγομένης αιτιώμενος καταχρηστική απόλυσή του για τους ίδιους λόγους για τους οποίους λύθηκε και η εργασιακή σύμβαση του τελευταίου, για δε την ανταπόδειξη του ………….., κατοίκου ….. και μετόχου της εναγομένης, όχι όμως και νομίμου εκπροσώπου της, οι οποίες ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη εταιρία διατηρεί από τις 3.11.2021 επιχείρηση εστιατορίου – ταχυφαγείου με το διακριτικό τίτλο «….» σε ακίνητο επί της οδού ………… στο … Αττικής. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητάς της στις 17.12.2021 συνήψε με τον ενάγοντα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να τον απασχολήσει υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης ως διανομέα. Η σύμβαση αυτή λύθηκε στις 12.2.2022 με καταγγελία της εκ μέρους της εναγόμενης – εργοδότριας. Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση του καταγγέλθηκε επειδή δεν προσήλθε στην εργασία του κατά την περίοδο 14.1.2022 – 28.1.2022 λόγω των ισχυρών χιονοπτώσεων που εκδηλώθηκαν στην περιοχή της Αττικής και είχαν ως συνέπεια την επιβολή με διαδοχικές αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας στις επιχειρήσεις μαζικής εστίασης αναστολής στη διανομή τροφίμων. Όπως προαναφέρθηκε, κρίσιμοι για την παραδοχή της αγωγής είναι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος, ο οποίος υπέχει και το δικονομικό βάρος της αποδείξεώς τους (βλ. και Κ. Ρίζου, Το βάρος της αποδείξεως στη δίκη της καταχρηστικής απόλυσης, σε ΕΕΔ 2021/60 επομ.). Στο βάρος αυτό ο ενάγων δεν ανταποκρίνεται. Καταρχάς, δεν εξειδικεύει το φυσικό πρόσωπο – μέλος της διοίκησης της αντιδίκου του, που εμφορούμενο από αισθήματα εκδικήσεώς του αποφάσισε την καταγγελία της συμβάσεώς του. Περιορίζεται μόνο στην αναφορά του διευθυντή του καταστήματος ………….., του οποίου την επάνοδο στην εργασία του στις 12.2.2022 μετά από αναρρωτική άδεια που είχε λάβει, συνδέει με την καταγγελία της σύμβασής του, χωρίς, όμως, να επικαλείται ότι πρόκειται για το νόμιμο εκπρόσωπο της αντιδίκου του ή το πρόσωπο που λαμβάνει τις κρίσιμες για την επιχειρηματική δραστηριότητα της εργοδότριας αποφάσεις, ενώ ακόμα και η «ενόχληση» του (οποιουδήποτε) νομίμου εκπροσώπου της ή η δυσαρέσκειά του για την απουσία του ενάγοντος από τα καθήκοντά του δεν αρκεί μόνη αυτή, χωρίς άλλα περιστατικά, τα οποία εν προκειμένω δεν (εκτίθενται ούτε) αποδεικνύονται, να τεκμηριώσει ως αυτόθροη συνέπεια ότι η επακολουθήσασα καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του υπήρξε προϊόν εμπαθείας και εκδικητικότητας της εργοδότριας (ΑΠ 1070/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 258/2019, ΠειρΝ 2019.350). Άλλωστε, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο ενάγων απουσίασε από την εργασία του μόνο στις 26 και 27 Ιανουαρίου 2022, οπότε απουσίασαν και άλλοι υπάλληλοι της εναγομένης με την ίδια ειδικότητα (του διανομέα) και, συγκεκριμένα, οι μισοί περίπου εργαζόμενοι της επιχείρησης της. Ειδικότερα, ο ενάγων στις 24.1.2022 είχε λάβει ημέρα ανάπαυσης (ρεπό), ενώ στις 25.1.2022 δεν απασχολήθηκε κανείς εργαζόμενος, καθώς η επιχείρηση της εναγόμενης δεν λειτούργησε. Επιπλέον, ουδεμία εξήγηση παρέχει ο ενάγων για τους λόγους που η φερόμενη ως εκδικητική διάθεση της εναγομένης εκδηλώθηκε με καθυστέρηση, δεδομένου ότι η καταγγελία της συμβάσεώς του πραγματοποιήθηκε μεταγενέστερα, στις 12.2.2022 και δεν έχει εμφανή χρονικό σύνδεσμο με την απουσία του κατά τις παραπάνω ημερομηνίες. Δεν εξηγεί, επίσης, το λόγο για τον οποίο η απουσία των λοιπών υπαλλήλων της εναγόμενης δεν την ώθησε να εκδικηθεί και αυτούς, απολύοντάς τους, δεδομένου ότι μόνον ο μάρτυρας αποδείξεως φέρεται (και μάλιστα κατά τους δικούς του ισχυρισμούς) να έχει απολυθεί για τον ίδιο λόγο. Σε κάθε περίπτωση, εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της σύμβασης του ενάγοντος οφειλόταν σε άλλους λόγους, σχετιζόμενους με την εργασιακή του απόδοση και, συγκεκριμένα, επειδή η εναγόμενη δεν ήταν ευχαριστημένη από τους χρόνους παράδοσης των παραγγελιών που είχε αναλάβει. Ως εκ τούτου, η επίμαχη καταγγελία δεν κρίνεται καταχρηστική αλλά έγκυρη και, επομένως, τα αγωγικά αιτήματα περί μισθών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος ήταν πράγματι αβάσιμα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και οι τρίτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Άλλωστε, για τη θεμελίωση της ηθικής του ζημίας ο ενάγων δεν απέδειξε κανένα περιστατικό μειωτικό της προσωπικότητάς του, δεδομένου ότι ως τέτοια βλάβη δε μπορεί να θεωρηθεί  η οικονομική δυσχέρεια που εκ των πραγμάτων συνήθως συνοδεύει κάθε απόλυση εργαζομένου από την εργασία του, η οποία, εφόσον δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, δεν συνεπάγεται αστική ευθύνη του τελευταίου προς αποκατάσταση των συνεπειών της στην ηθική σφαίρα του απολυθέντος.

V. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216).

Σύμφωνα με όσα μόλις αναφέρθηκαν πρέπει να απορριφθεί ως επί εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενος ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει τα κεφάλαια της εκκαλουμένης με τα οποία έγιναν εν μέρει δεκτά τα αιτήματά του τα σχετικό με τις διαφορές των επιδομάτων δώρων εορτών και τις διαφορές των αποδοχών άδειας και επιδόματος άδειας, αιτιώμενος ότι κατά το προσδιορισμό τους δεν συνυπολογίστηκαν οι «αναλογίες των τακτικά παρεχόμενων» αμοιβών του για την εργασία του κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές, τις αργίες και τη νυκτερινή εργασία του, παραθέτοντας μάλιστα στο εφετήριο περικοπές της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην πραγματικότητα η εκκαλούμενη απόφαση περιέλαβε σχετικές παραδοχές διαφορετικές από αυτές που υποστηρίζει ο εκκαλών και στο σκεπτικό της δεν εντοπίζονται οι επικαλούμενες περικοπές. Αντιθέτως, από την επισκόπησή της προκύπτει με σαφήνεια ότι για την εξαγωγή του πορίσματός του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνυπολόγισε την αναλογία της αμοιβής του εκκαλούντος για την εργασία του κατά τις Κυριακές και κατά τη νύκτα.

Ομοίως απαράδεκτος τυγχάνει και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται επειδή η εκκαλούμενη, μολονότι δέχθηκε ότι εργάστηκε κατά τις Κυριακές και τις αργίες του επίδικου χρονικού διαστήματος, εντούτοις δεν άθροισε τη νόμιμη προσαύξηση του 75% στο ημερομίσθιό του «αλλά επιδίκασε μόνη την προσαύξηση και επ’ αυτής μόνο υπολόγισε και τη νυκτερινή εργασία του. Η αιτίαση αυτή θα ευσταθούσε εφόσον ο εκκαλών με την αγωγή του είχε ζητήσει και τις δεδουλευμένες αποδοχές του για την εργασία του κατά τις Κυριακές. Τούτο όμως δεν ισχύει, δεδομένου ότι με το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής του ζήτησε μόνον τη μη καταβληθείσα προσαύξηση της αμοιβής του για την παροχή της εργασίας του κατά τις Κυριακές, όχι δε και τα ημερομίσθια που δικαιούτο επειδή εργάστηκε κατά τις Κυριακές. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι για τη διαμόρφωση της κρίσης του επί του συγκεκριμένου κονδυλίου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως από την απόφασή του προκύπτει, έλαβε ως βάση το ωρομίσθιο του ενάγοντος κατά τις Κυριακές και όχι μόνον την προσαύξησή του και επ’ αυτού υπολόγισε και την προσαύξηση της αμοιβής του για την παροχή της νυκτερινής κυριακάτικης εργασίας του.

Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας να σημειωθεί και ότι απαράδεκτος είναι και ο τρίτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος του με το οποίο ο εκκαλών μέμφεται την εκκαλουμένη επειδή δέχθηκε τους (περισσότερους και αντιφατικούς) λόγους που η εναγόμενη  προέβαλε προς υποστήριξη του κύρους της επίμαχης καταγγελίας της. Η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής, διότι ακόμα και αληθής υποτιθέμενη δε βελτιώνει την έννομη θέση του εκκαλούντος, δεδομένου ότι για την απόρριψη της αγωγής κατά τα συναφή αιτήματά της αρκούσε το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα του λόγου της ακυρότητας που προέβαλε ο ίδιος χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη, η επίκληση ή η βασιμότητα των λόγων που προέβαλε η αντίδικός του.

VI. Μετά ταύτα και επειδή έτερος λόγος προς έρευνα δεν προβάλλεται, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζει σε διακόσια ευρώ (200 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ