Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 690/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     690/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Δ.Π

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.    ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ:          1)Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «.. ……….», που εδρεύει στην ……. Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χαρίση, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……………

Β. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα, μέλους της δικηγορικής εταιρίας «ΔΕ Γ. ΚΟΝΤΟΣΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός …………….

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1)Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Χαρίση, μέλος της δικηγορικής εταιρίας «ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………

Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 1-12-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../10-12-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εκκαλουσών στην Α έφεση – εφεσίβλητων στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθ. 2291/2022 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν: Α) Οι εναγόμενες με την από 1-9-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/1-9-2022 έφεσή τους και Β) Ο ενάγων με την από 8-7-2023 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../8-6-2023 έφεσή του, οι οποίες ορίστηκαν να συζητηθούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 1-9-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/1-9-2022 έφεση των εναγόμενων εταιριών «………….» και «…………» (στο εξής Α έφεση) και β) από 8-6-2023 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./8-6-2023 έφεση του ενάγοντος …… . (στο εξής Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 2291/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 1-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../10-12-2020 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά των εφεσίβλητων στην ίδια έφεση / εκκαλουσών στην Α έφεση), είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Πειρ. 315/2023, Εφ.Πειρ. 2632/2023, Εφ.Πειρ. 488/2022, www.efeteio-peir.gr).

2. Με την άνω αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις του και με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Β έφεση / εφεσίβλητος στην Α έφεση εξέθεσε ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν διαδοχικά μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγόμενης, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου ΝΧ, που έχει μετονομαστεί σε «ΜΣΧ», κ.ο.χ. 8.125,72, ναυτολογήθηκε τις αναλυτικά αναφερόμενες ημερομηνίες ως ναύτης στο ως άνω πλοίο και οι συμβάσεις εργασίας του συμφωνήθηκε να διέπονται από την ελληνική ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019. Ότι κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο εργαζόταν κατά περίπτωση 16, 9 και 11 ώρες ημερησίως, ενώ το πλοίο εκτελούσε και τα αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές.  Ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα η δεύτερη εναγόμενη είχε αναλάβει την οικονομική διαχείριση και εκμετάλλευση του πλοίου. Ότι από τις ένδικες ναυτολογήσεις του διατηρεί σε βάρος των εναγόμενων απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης και λόγω δρομολογίων εξπρές, για διαφορά επιδομάτων εορτών έτους 2019 και 2020, καθώς και για αποζημίωση λόγω μη χορηγημένων διανυκτερεύσεων. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε: i) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη, ως πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου, να του καταβάλει το ποσό των 6.601,77 ευρώ και ii) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως κυρία του άνω πλοίου, δι’ αυτού και μέχρι την αξία του και η δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευσή του, να του καταβάλουν το ποσό των 19.243,03 ευρώ, αμφότερα δε τα άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την τελευταία απόλυσή του την 8-9-2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής.             3

. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή ως παραδεκτή και ακολούθως και ως νόμιμη και εν μέρει και ως βάσιμη κατ’ ουσία και α) υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου, να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.331,52 ευρώ και β) υποχρέωσε τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως κυρία του άνω πλοίου, δι’ αυτού και μέχρι την αξία του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.173,14 ευρώ, αμφότερα δε τα άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από 8-9-2020 μέχρι την εξόφληση, με απόφαση που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή ως προς τις άνω καταψηφιστικές διατάξεις της.

4. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και οι εναγόμενες με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να αναδικαστεί η αγωγή από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τούτο και να γίνει εν όλω δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα.

5) Από την εισαγωγή του εν προκειμένου εφαρμοστέου προϊσχύσαντος Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – ν. 3816/1958), όπως προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 αυτού, γίνεται διάκριση μεταξύ των εννοιών της πλοιοκτησίας, της κυριότητας πλοίου και του εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε, όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία αποχωρίζονται, να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός. Ειδικότερα, κατά την έννοια των άρθρων 105-106 του ΚΙΝΔ, εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Η εκμετάλλευση αυτή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.), είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει, κατά νομική κυριολεξία, παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 Α.Κ.), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού. Δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του κυρίου του πλοίου είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού και είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων. Ενάγεται δε και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ’ αυτού (Α.Π. 776/2010, Α.Π. 1549/2006, Α.Π. 799/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 590/2023, Εφ.Πειρ. 402/2023, www.efeteio-peir.gr).  Περαιτέρω, ο απλός κύριος του πλοίου για τις απαιτήσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος, δηλαδή αξιώσεις από σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας, ευθύνεται με το πλοίο, δηλαδή μέχρι της αξίας του πλοίου, νομιμοποιούμενος παθητικά στη δίκη, ενώ ο εφοπλιστής ευθύνεται απεριόριστα με όλη την περιουσία του και μάλιστα σε ολόκληρο με τον κύριο του πλοίου (Α.Π. 991/1991, Ε.Εργ.Δ. 51, 1092, Α.Π. 48/1988, Ε.Εργ.Δ. 48, 315, Εφ.Πειρ. 590/2023, ό.α.).

6. Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. ………/4-2-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ενάγοντος …….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Σύρου …….., της υπ’ αριθ. ………/4-3-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ενάγοντος ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Κομοτηνής …… και της υπ’ αριθ. …./9-2-2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος του ενάγοντος …….. …… ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ………, οι οποίες λήφθηκαν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. ανά ζεύγη τις υπ’ αριθ. ……./28-1-2021, ………/28-1-2021, ……./1-3-2021,  ………/1-3-2021, ……./1-2-2021 και …../1-2-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …….. για την πρώτη, δεύτερη και τρίτη των άνω ένορκων βεβαιώσεων αντίστοιχα), της υπ’ αριθ. …../7-1-2022 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος των εναγόμενων …. ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος κατά τα άρθρα 421 και 422 Κ.Πολ.Δ. σε συνδ. με άρθρο 591 αριθ. 1 του ιδίου κώδικα (βλ. την υπ’ αριθ. …./30-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Εφετείο Αθηνών ………..), οι οποίες (ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, χωρίς το γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες απόδειξης τυγχάνουν αντίδικοι των εναγόμενων επειδή έχουν ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του, οι οποίες άλλωστε προσκομίζουν ένορκη βεβαίωση ναυτικού που βρίσκεται σε σχέση εργασιακής εξάρτησης απ’ αυτές, σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ. 1 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), σε μερικά των οποίων θα γίνει ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 19-9-2019 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του υπ’ αριθ. ….. ναυτικού φυλλαδίου και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ό/Γ πλοίου ΝΧ, αριθ. νηολ. Πειραιά …….., κ.ο.χ. 8.125,72, ΔΔΣ ……., ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό έως τις 28-1-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω ετήσιας επιθεώρησης». Με νέα σύμβαση  ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 4-2-2020 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης  εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου (το οποίο στις 29-1-2020 μετονομάστηκε σε BSC), ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο με την ίδια άνω ειδικότητα, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό έως τις 2-4-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Τέλος, με νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στις 14-5-2020 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στον Πειραιά στο άνω πλοίο με την ίδια άνω ειδικότητα, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό έως τις 8-9-2020, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «λόγω ετήσιας επιθεώρησης». Κατά τα χρονικά διαστήματα από 19-9-2019 έως 4-10-2019 και από 4-2-2020 έως 7-9-2020 τον εφοπλισμό και την οικονομική εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου ασκούσε η δεύτερη εναγόμενη, ενώ, κατά το χρονικό διάστημα από 5-10-2019 έως 7-11-2019 το άνω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, λόγω υποβολής του σε εργασίες ετήσιας επιθεώρησης. Καθ’ όλα τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα ναυτολογήσεων του ενάγοντος οι όροι της εργασίας του και ιδίως το ύψος των καταβαλλόμενων σε αυτόν αποδοχών διέπονταν από τους όρους της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, η οποία κυρώθηκε με την Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019, που δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019 και εφαρμόζεται  αναδρομικά, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται από τις εναγόμενες.

7. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το άνω πλοίο στο οποίο ναυτολογήθηκε ο ενάγων κατά τα ένδικα  χρονικά διαστήματα  εκτελούσε τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια εγκεκριμένα από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, προσεγγίζοντας ενδιάμεσα λιμάνια των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων σύμφωνα με τους ακόλουθους πίνακες:

8) Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1, 13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ. 1 της ΥΑ 2242.5-1.5/56040/2019 (ΦΕΚ Β’ 3170/12.8.2019) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2019», του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα: « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Σεπτεμβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ». Εξάλλου, από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών κατά βαθμό και ειδικότητα και τις σχετικές διατάξεις περί των αποδοχών των ναυτικών προκύπτει ότι με τη ΣΣΝΕ του έτους 2019 οι αποδοχές του ναύτη αναπροσαρμόστηκαν ως ακολούθως: 1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας, 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών, 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, 599,40 ευρώ αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,98 ευρώ Χ 30), 433,95 ευρώ αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ Χ 1/22 = 66,81 ευρώ Χ 5 ημέρες = 334,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,98 Χ 5) = 99,90  ευρώ]. Ακόμη, από τον περιλαμβανόμενο στην ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο του άρθρου 13 παρ. 6 προκύπτει ότι, προκειμένου περί ναύτη, η υπερωριακή αμοιβή ορίστηκε αντίστοιχα σε 8,54 ευρώ (με προσαύξηση 25%) για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και 10,25 ευρώ (με προσαύξηση 50%) για κάθε ώρα εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και για το έτος 2019 σε 8,70 ευρώ  και 10,44 ευρώ αντίστοιχα. Καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ημέρα της Κυριακής επισημαίνεται περαιτέρω ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (Εφ.Πειρ. 132/2023, Εφ.Πειρ. 481/2023, Εφ.Πειρ. 300/2023, www.efeteio-peir.gr).

9) Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 62, 63, 136 παρ. 1 και 3, 137 και 146 παρ. 2 του Κανονισμού Εργασίας των ναυτικών στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω (β.δ. 683/1960, Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4.10.1960): 62. «Οι Ναύται τελούσιν υπό τας διαταγάς και τον έλεγχον του Ναυκλήρου και βοηθούσιν αυτόν και τον Υποναύκληρον εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων των», 63 «Ειδικώτερον οι Ναύται εκτελούσι κατά φυλακάς τας εργασίας πηδαλιούχου, οπτήρος, αγγελιοφόρου γεφύρας και εκτός φυλακής τας γενικάς συντηρήσεως και καθαριότητος του σκάφους και του εξαρτισμού αυτού, πρωρατικά έργα, συντήρησιν και χειρισμόν σωσιβίων μέσων, εργασίαν υπολόγου αποθηκαρίου υλικών συντηρήσεως σκάφους, κυτωρού, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εν γένει πάσαν εργασίαν σχετικήν προς την ειδικότητά των», 136 «1. Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, ….3.  Οι εν παραγράφω 1 οφείλουσι να είναι έτοιμοι επί του καταστρώματος, ίνα αρχίσωσι την εργασία των την 07:00’ ώραν….. Πλην των ανωτέρω ωρών εργασίας, ούτοι δεν υποχρεούνται να εκτελέσωσιν άλλην εργασίαν, εκτός εάν πρόκειται περί απάρσεως αγκυροβολίας ή γυμνασίων διαρροής πυρκαϊάς», 137 «1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ» και 146 «2. εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσεγγίσεως του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι, για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (Εφ.Πειρ. 433/2023, Εφ.Πειρ. 357/2023, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 602/2015, Εφ.Πειρ. 539/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

10) Από τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ακόμα ότι κατά τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το άνω πλοίο στο οποίο ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων εκτελούσε τα άνω ακτοπλοϊκά δρομολόγια, διατηρούσε πλήρη την ανά περίοδο αναγκαία κατά νόμο σύνθεση πληρώματος καταστρώματος, έχοντας ναυτολογημένους ως τέτοιο προσωπικό δώδεκα ναύτες, ένα ναύκληρο, δύο υποναύκληρους και δύο ναυτόπαιδες. Ο ενάγων, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε τις υπηρεσίες του είτε εκτελώντας βάρδιες (φυλακές γέφυρας) μαζί με άλλο ναύτη, είτε εργαζόμενος ως ημερεργάτης. Όταν εκτελούσε «φυλακές γέφυρας» εργαζόταν σε δύο βάρδιες των 4 ωρών ανά 24ωρο, ενώ κάθε δύο εβδομάδες εναλλασσόταν η απασχόλησή του. Όταν εργαζόταν ως ημερεργάτης απασχολούταν με εργασίες συντήρησης και καθαριότητας των εξωτερικών χώρων του πλοίου και των γκαράζ από τις 08.00 έως τις 17.00. Σε κάθε δε περίπτωση, είτε εκτελούσε φυλακές είτε εργαζόταν ως ντεϊμάνης, συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου του πλοίου σε όλα τα λιμάνια του δρομολογίου, όπως συνηθίζουν στην ακτοπλοΐα οι ναυτικοί της ειδικότητάς του. Κατά τη διάρκεια δε της βάρδιάς του συμμετείχε στην πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και στη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, όταν τούτο, ενόψει κυματισμού, κρινόταν απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί κίνδυνος μετακίνησής του, καθώς τούτο προκύπτει από τη σταθερή καταβολή της σχετικής πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 30 παρ. 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα μηνιαίων αποδοχών του. Στις εργασίες αυτές συνεπικουρούνταν από τους ναύτες που εργάζονταν ως ημερεργάτες, το ναύκληρο, τους υποναύκληρους και τους ναυτόπαιδες. Εξάλλου, σε περιόδους αυξημένης κίνησης επιβατών και οχημάτων ή όταν είχε κακοκαιρία και για λόγους ασφαλείας, εφόσον υπηρετούσε στη φυλακή της γέφυρας, μπορούσε να κληθεί νωρίτερα από την έναρξη της βάρδιάς του ή να σχολάσει αργότερα από τη λήξη της, ώστε να ενισχυθούν οι υπόλοιποι ναύτες, οι ημερεργάτες και το κατώτερο πλήρωμα στις εργασίες κατάπλου και απόπλου. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η χρονική διάρκεια της καθ’ ημέρα εργασίας του ενάγοντος κατά τα παραπάνω διαστήματα που το άνω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, αλλά επηρεαζόταν από την αυξομείωση της κίνησης των επιβατών και των οχημάτων, από την πραγματοποίηση συγκεκριμένων ανά ημέρα δρομολογίων, από την προσέγγιση περισσότερων ή λιγότερων λιμένων, καθώς και από τις συνθήκες κάθε φορά της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο εξυπηρετούσε ακτοπλοϊκές γραμμές στις οποίες ήταν ενταγμένα πολλά ενδιάμεσα λιμάνια, κάποια εκ των οποίων με αυξημένη επιβατική κίνηση, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες, τις περιόδους κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, τον επιμερισμό των εργασιών μεταξύ του προσωπικού καταστρώματος, την ύπαρξη της προβλεπόμενης σύνθεσης για το προσωπικό αυτό, τις ανάγκες που κάλυπτε το ανωτέρω πλοίο και το μέγεθός του (μήκος 141,00 μ, πλάτος 21 μ, κ.ο.χ. 8.125,72) και συνεκτιμημένου ακόμη του ότι οι εναγόμενες κατέβαλαν στον ενάγοντα σταθερά κάθε μήνα διάφορα χρηματικά ποσά για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, το Δικαστήριο τούτο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής (όχι εξαιρετικής αλλά) καθημερινής απασχόλησής του καθ’ όλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο άνω πλοίο ήταν επί 12 ώρες, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών και όχι επί 16 ώρες ημερησίως, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών-ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του, ούτε επί 8 – 9 και σπανιότερα επί 10 ώρες ημερησίως, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούσες – εναγόμενες με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους, κατά το σχετικό μέρος του. Ακόμη, ότι, το χρονικό διάστημα από 5-10-2019 έως 7-11-2019, κατά το οποίο το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγιά του για να εκτελεστούν σ’ αυτό εργασίες γενικής επισκευής και συντήρησης, ο ενάγων συμμετείχε σ’ αυτές, απασχολούμενος κατά μέσον όρο 9 ώρες τις καθημερινές και Κυριακές και 11 ώρες τις καθημερινές. Συνακόλουθα, ότι ο ενάγων παρείχε, κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του πλοίου, κατά τις καθημερινές και Κυριακές 4 ώρες υπερωριακής εργασίας, κατά τα Σάββατα και τις αργίες 12 ώρες τέτοιας εργασίας, ενώ, κατά το χρονικό διάστημα της ακινησίας του πλοίου λόγω εργασιών γενικής επισκευής και συντήρησης 1 ώρα τέτοιας εργασίας τις Κυριακές, 3 ώρες τις καθημερινές και 9 ώρες τα Σάββατα και τις αργίες. Η μαρτυρία των ενόρκως καταθεσάντων για λογαριασμό του ενάγοντος ναυτικών …………. [οι οποίοι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα συνυπηρέτησαν με αυτόν στο άνω πλοίο (ο πρώτος ως ναύκληρος από 19-9-2019 έως 20-2-2020, ο δεύτερος ως ναύτης από τέλος Νοεμβρίου 2019 ως 8-9-2020 και ο τρίτος ως ναύτης από 19-9-2019 έως 29-1-2020, εκτός από το διάστημα από 5-10-2019 έως 22-10-2019] περί καθημερινής απασχόλησής του κατά μέσον όρο επί 16 ώρες ημερησίως καθ’ όλη τη διάρκεια των πλόων του πλοίου κρίνεται υπερβολική, καθώς τέτοια συνεχής εργασία, κυρίως σωματική, παρεχόμενη επί σειρά μηνών επί καθημερινής βάσης σε τρεις διαδοχικές ναυτολογήσεις του, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θα οδηγούσε τον ενάγοντα ναυτικό, γεννημένο το έτος 1968, στα όρια της σωματικής του αντοχής, άποψη που ενισχύεται και απ’ όσα κατέθεσε σχετικά ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ο οποίος συνυπηρέτησε με αυτόν στο άνω πλοίο ως ύπαρχος – προϊστάμενός του από το Φεβρουάριο 2020 μέχρι τον Ιούνιο 2020. Αντιστοίχως, υπερβολική, κατά το μέρος που αφορά μικρότερο των 12 ωρών ημερησίως μέσον όρο απασχόλησης του ενάγοντος στο άνω πλοίο προς εκτέλεση των άνω καθηκόντων του κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του, και μικρότερο των 11 ωρών ημερησίως μέσον όρο απασχόλησής του τις καθημερινές και των 9 ωρών ημερησίως τα Σάββατα και τις Κυριακές κατά τη διάρκεια των εργασιών γενικής συντήρησης και επισκευών, κρίνεται η μαρτυρία του άνω μάρτυρος ανταπόδειξης, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και συνεκτιμημένων και των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης, κατά το σχετικό μέρος τους. Το γεγονός ότι το άνω πλοίο, κατά τα επίδικα αυτά χρονικά διαστήματα, είχε πλήρη την οργανική σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς το μέσον όρο της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος που πραγματοποιούνταν καθημερινά, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Κ.Δ.Ν.Δ., Φ.Ε.Κ. Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλοών του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (Εφ.Πειρ. 655/2022, Εφ.Πειρ. 569/2022, Εφ.Πειρ. 423/2021, www.efeteio-peir.gr), ενώ το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν πλήρως στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσαν οι εναγόμενες, διά του προεστημένου οργάνου τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της των ως άνω ΣΣΝΕ, καθώς και το ότι ο ενάγων υπέγραφε στο εν λόγω βιβλίο, καθώς και στις αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών αυτού (Εφ.Πειρ. 155/2023, Εφ.Πειρ. 577/2022, Εφ.Πειρ. 304/2020, Εφ.Πειρ. 274/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 716/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, είναι κοινώς γνωστό ότι δεν είναι σύνηθες οι ναυτικοί που υπηρετούν σε ένα πλοίο να διατυπώνουν επιφυλάξεις στις σχετικές καταστάσεις, προφανώς από φόβο ότι μπορεί να δυσαρεστήσουν τον εργοδότη και να διακινδυνεύσουν τη θέση εργασίας τους. Εξάλλου, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (Α.Π. 587/2006, Εφ.Πειρ. 18/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 304/2020, www.efeteio-peir.gr). Δεν έσφαλε, επομένως, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων, στα πλαίσια της ειδικότητός του του ναύτη, εργαζόταν στο άνω πλοίο τις ίδιες ώρες τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, τόσο κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του πλοίου όσο και κατά τη διάρκεια των επισκευών του και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ο πρώτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος και ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγόμενων, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Συνακόλουθα, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ (άρθρα 11, 13 και 18), για την ως άνω υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος ναυτικού, δικαιούταν αυτός να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας: Α) Κατά το διάστημα του εφοπλισμού της δεύτερης εναγόμενης (19-9-2019 έως 4-10-2019, 4-2-2020 έως 2-4-2020 και από 14-5-2020 έως 7-9-2020) i) επί 12 ώρες για 27 Σάββατα και 3 αργίες, τις οποίες δεν αρνείται η δεύτερη εναγόμενη και συνολικά για 360 ώρες, ποσό (360 X 10,44 ευρώ=) 3.758,40 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, ως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τη δεύτερη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας ποσό 2.957,15 ευρώ (190,76 + 413,37 + 476,96 + 31,80 + 286,18 + 476,96 + 476,97 + 476,96 + 127,19) και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό των 801,25 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη και ii) επί 4 ώρες την ημέρα για 163 καθημερινές και Κυριακές και συνολικά για 652 ώρες, ποσό (652 X 8,70 ευρώ=) 5.672,40 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, ως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τη δεύτερη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας ποσό 3.793,63 ευρώ (208,92 + 535,64 + 618,06 + 41,20 + 370,83 + 618,06 + 618,05 + 618,06 + 164,81) και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό των 1.878,77 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη και Β) Κατά το διάστημα πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης από 5-10-2019 έως 28-1-2020 i) επί 9 ώρες για 5 Σάββατα (5, 12, 19, 26/10 και 2/11) και 12 ώρες για 12 Σάββατα και 5 αργίες από 8-11- 2019 έως 28-1-2020, και συνολικά για (45+204=) 249 ώρες, ποσό (249 X 10,44 ευρώ=) 2.599,56 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, ως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας ποσό 1.876,03 ευρώ (476,94 + 476,96 + 476,96 + 445,17) και του οφείλεται υπόλοιπο  ποσό 683,53 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη και ii) επί 1 ώρα την ημέρα τις 5 Κυριακές (6, 13, 20, 27/10 και 3/11/2019), επί 3 ώρες τις 23 καθημερινές του χρονικού διαστήματος από 5-10-2019 έως 7-11-2019) και επί 4 ώρες τις 65 καθημερινές και Κυριακές και, συνολικά για 334 ώρες, ποσό (334 X 8,70 ευρώ=) 2.905,80 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού έλαβε, ως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις μισθοδοσίας ποσό 2.121,41 ευρώ (371,42 + 555,08 + 618,06 + 576,85) και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 784,39 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη.

11. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών στη ναυτική εργασία (Α.Π. 516/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 592/2019, Εφ.Πειρ. 433/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Δωδ. 122/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (Α.Π. 1013/2013, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 361/2013, Τ.Π.Ν. 2013, 208). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 568/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του ναυτικού (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002,  Εφ.Πειρ. 402/2023, Εφ.Πειρ. 743/2022, Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, 2004, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 659 Α.Κ, αν παρουσιασθεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο μισθωτός έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ο εργαζόμενος δικαιούται για την πρόσθετη αυτή εργασία σε συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με το συμφωνημένο μισθό και με τις ειδικές περιστάσεις. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με αυτές των άρθρων 648, 649, 652 και 653  Α.Κ. προκύπτει ότι, αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νόμιμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσεως, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (Α.Π. 270/2017, Α.Π. 1769/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η πρόσθετη όμως αυτή αμοιβή δεν οφείλεται, εάν έχει συμφωνηθεί (άρθρο 361 ΑΚ) μεταξύ μισθωτού και εργοδότη, ρητά ή σιωπηρά, είτε κατά τη σύναψη της συμβάσεως εργασίας, είτε μεταγενέστερα, να παρέχει ο μισθωτός την πρόσθετη εργασία χωρίς αμοιβή, ή η τελευταία να καλύπτεται από το μισθό της κύριας απασχόλησής του (Ολ.Α.Π. 861/1984, Α.Π. 1892/1987, Α.Π. 937/1980, Α.Π. 1766/2001, Α.Π. 18/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr).

12) Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες είχαν προβάλλει πρωτοδίκως, κατ’ ένσταση, ότι κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα είχαν καταβάλει στον ενάγοντα πρόσθετες χρηματικές παροχές πέραν των νόμιμων αποδοχών και συγκεκριμένα ότι του είχαν καταβάλει το ποσό των 269,63 ευρώ αμφότερες και η πρώτη εξ αυτών (κατά το χρόνο της πλοιοκτησίας) το ποσό των 374,55 ευρώ, ως «έκτακτες αμοιβές» και το συνολικό ποσό των 1.149,09 ευρώ ως «ρολόγια ναυτών» και ζήτησαν τα άνω ποσά να συμψηφισθούν με τις απαιτήσεις του για υπερωριακή αμοιβή, με βάση ειδική μεταξύ τους συμφωνία περιεχόμενη στις μεταξύ τους συμβάσεις ναυτικής εργασίας ότι κάθε ποσό που θα καταβαλλόταν από την εταιρία στο ναυτικό πέραν των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών που προβλέπονταν από την εκάστοτε εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. θα μπορούσε να συμψηφισθεί με αξιώσεις από τυχόν υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε ο ναυτικός ή με άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας από τη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την παραπάνω ένσταση ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη αναφορικά με τα καταβαλλόμενα στο ναυτικό ποσά που στις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις έφεραν την ονομασία «έκτακτες αμοιβές» ποσών 269,63 ευρώ και 374,55 ευρώ, αλλά απέρριψε την ένσταση ως προς την επικληθείσα χρηματική παροχή για «ρολόγια ναυτών» συνολικού ύψους 1.149,09 ευρώ, δεχόμενο ότι αυτή καταβλήθηκε για συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή για την αντίστοιχη εργασία πυρασφάλειας του άνω πλοίου που πραγματοποίησε ο ενάγων και ότι ουδόλως συνδέεται με την παροχή υπερωριακής εργασίας αλλά έχει τον χαρακτήρα αμοιβής για πρόσθετη εργασία που η καταβολή της είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ως ειδικότερη ρύθμιση της συμφωνίας για αποδοχές του ενάγοντος κατ’ άρθρο 659 του ΑΚ και επομένως δεν πρέπει να αφαιρεθεί συμψηφιστικά από τις απαιτήσεις του. Αμφότεροι οι διάδικοι παραπονούνται με σχετικούς λόγους έφεσης, για την εν μέρει παραδοχή και εν μέρει απόρριψη της ένστασης συμψηφισμού. Ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται με τον υπό στοιχείο 1β’ λόγο έφεσης επειδή έγινε δεκτή η ένσταση συμψηφισμού των εφεσίβλητων – εναγόμενων κατά το μέρος που αφορούσε τις καταβληθείσες σε αυτόν «έκτακτες αμοιβές», ισχυριζόμενος ότι η σχετική αμοιβή τού καταβαλλόταν για εργασία ξένη προς τα καθήκοντα του ναύτη και δη για την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών (π.χ. για την παράδοση και παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων) και όχι ως επιμίσθιο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συμψηφισθεί με τυχόν αξιώσεις του για διαφορά υπερωριακής αμοιβής. Ότι επικουρικά κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι οι καταβληθείσες «έκτακτες αμοιβές» αποτελούν επιμίσθιο, δεν είναι δυνατό να θεμελιωθεί συμβατικός συμψηφισμός τους προς τις άλλες απαιτήσεις του, καθόσον από την αντικειμενική αξιολόγηση του περιεχομένου των από 19-9-2019 και 8-11-2019 έγγραφων ατομικών του συμβάσεων προκύπτει ότι σε αυτές δεν περιλαμβάνεται τέτοια ειδική και επαρκώς ορισμένη συμφωνία, καθώς δεν προσδιορίστηκαν ειδικά και ορισμένα, κατά ποιόν και ποσόν, οι αποδοχές που θα καταβάλλονταν από την εργοδότριά του, πλέον των ελάχιστων νόμιμων ή το ποσό κατά το οποίο θα ήταν δυνατό να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της απέναντί του, ούτε ποιες θα ήταν αυτές οι μελλοντικές υποχρεώσεις και ότι σε καμία περίπτωση δεν συμφωνήθηκε ρητά ότι οι «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες αποδοχές, θα μπορούσαν να συμψηφισθούν με άλλες αξιώσεις του. Αντίστοιχα, οι εκκαλούσες – εναγόμενες με τον πρώτο λόγο έφεσής τους, παραπονούνται ότι ενώ η εκκαλούμενη ορθά δέχθηκε τον συμψηφισμό των καταβληθεισών «έκτακτων αμοιβών» με την αξίωση του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή, απέρριψε κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 659 Α.Κ, την αντίστοιχη ένσταση συμψηφισμού (καταλογισμού) της καταβληθείσας από εκείνες αμοιβής για τα «ρολόγια ναυτών» ποσού 1.149,09 ευρώ, καίτοι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι κάθε ποσό που καταβάλλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μπορεί να τις συμψηφίζει με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες. Επί των παραπάνω ζητημάτων από την εκτίμηση των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων προκύπτει ότι, πράγματι, στις μεταξύ των διαδίκων υπογραφείσες πανομοιότυπες από 19-9-2019 και 8-11-2019 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, οι οποίες συμφωνήθηκε να ρυθμίζουν εν όλω την επίδικη εργασιακή σχέση του ενάγοντος (ενόψει και του ότι για την παρασχεθείσα ναυτική εργασία του δεν συντάχθηκε άλλη έγγραφη σύμβαση εργασίας), περιέχεται ο υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικός όρος, σύμφωνα με τον οποίο «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Ο συμφωνηθείς αυτός όρος περί συμβατικού συμψηφισμού, ακριβέστερα καταλογισμού των υπέρτερων της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. καταβαλλόμενων στο ναυτικό ποσών με τις απαιτήσεις του για αμοιβή υπερωριών, είναι έγκυρος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μισθοδοτικές καταστάσεις του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καταβάλλονταν σε αυτόν τακτικά, κάθε μήνα, ως μέρος των αποδοχών μισθοδοσίας του, αφενός ορισμένο ποσό υπό την ονομασία «έκτακτες αποδοχές», αφετέρου ποσό υπό την ονομασία «ρολόγια ναυτών». Δεν αποδείχθηκε ότι οι «έκτακτες αποδοχές» καταβάλλονταν στον ενάγοντα ως αμοιβή για εργασία που δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντά του ως ναύτη (π.χ. για παράδοση και παραλαβή ασυνόδευτων δεμάτων, όπως αόριστα ισχυρίζεται ο εκκαλών – ενάγων και οι μάρτυρές του), αλλά αποδείχθηκε είχαν τον χαρακτήρα «επιμίσθιου» κατά τα ανωτέρω, δηλαδή δινόταν ως ανταμοιβή για τον ζήλο και τη δραστηριότητα του ναυτικού, η δε αμοιβή που δινόταν για «ρολόγια ναυτών» πληρωνόταν για εργασία συναφή με τα καθήκοντα του ναύτη, για την οποία δεν προβλεπόταν ειδικό επίδομα στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. για το πλήρωμα καταστρώματος των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων. Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε αναλυτικά στην υπ’ αριθ. 9 άνω σκέψη της παρούσας, τα καθήκοντα του ναύτη στα επιβατικά πλοία προβλέπονται ενδεικτικά στα άρθρα 62 και 63 του Β.Δ. 683/1960 και, κατ’ άρθρο 136 παρ. 3 του ιδίου Β/Δ και περιλαμβάνεται σ’ αυτά και η συμμετοχή σε γυμνάσια πυρκαγιάς. Επομένως, η λήψη μέτρων πυρασφάλειας και δη εν προκειμένω το πέρασμα μέσα στο κομοδέσιο που πραγματοποιούσε ο κάθε ναύτης στη βάρδιά του και έλεγχε μήπως είχε ξεσπάσει πυρκαγιά, χτυπώντας τα ρολόγια πυρασφάλειας του πλοίου αποτελούσε εργασία συναφή με την κύρια απασχόληση του ναύτη στα επιβατηγά πλοία και όχι ξένη προς τα καθήκοντα του, ώστε να δικαιούται κατ’ άρθρο 659 παρ.2 ΑΚ συμπληρωματική αμοιβή, η οποία να μην μπορεί να συμψηφισθεί με την αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, όπως είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι για τις καταβαλλόμενες αποδοχές πέραν των υποχρεωτικώς καταβαλλόμενων αμοιβών και επιδομάτων κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. Σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι δεν θα μπορούσε να συμψηφισθεί το ποσό για τα ρολόγια ναυτών με την αμοιβή για υπερωριακή εργασία του ενάγοντος ναύτη, ουσιαστικά αυτός θα αμειβόταν δύο φορές για την ίδια εργασία, καθώς ο χρόνος που διέθεσε για τα ρολόγια πυρασφάλειας θα αμειβόταν και ως πρόσθετη εργασία με τα ποσά που ήδη έλαβε βάσει της μισθοδοσίας του και ως υπερωριακή μη πληρωθείσα από τον εργοδότη εργασία (Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 592/2019, www.efeteio-peir.gr). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε την προβληθείσα από τις εναγόμενες ένσταση εν μέρει εξοφλήσεως λόγω συμφωνημένου συμψηφισμού της απαίτησης για υπερωριακή αμοιβή με τα άνω ποσά των 269,63 και 374,55 ευρώ που καταβλήθηκαν στον ενάγοντα ως «έκτακτες αμοιβές» κατά τα άνω χρονικά διαστήματα εφοπλισμού και πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης αντίστοιχα, όπως το ύψος των συγκεκριμένων ποσών δεν αμφισβητείται ειδικά με λόγο έφεσης από τον εκκαλούντα – ενάγοντα, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο έφεσης αυτού, κατά το σχετικό μέρος του, τυγχάνουν αβάσιμα κατά τα ανωτέρω. Αντίθετα, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας την ίδια ένσταση κατά το μέρος της που αφορούσε τον συμβατικό συμψηφισμό της αμοιβής για «ρολόγια ναυτών», που καταβαλλόταν στο ναυτικό για τη δραστηριότητά του στο πλοίο πλέον των προβλεπόμενων και υποχρεωτικά καταβαλλόμενων κατά την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. επιδομάτων, με την αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τη ρητή συμφωνία των διαδίκων ότι κάθε ποσό ανώτερο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών μπορούσε να συμψηφισθεί με «τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες». Ενόψει δε του ότι ο ενάγων έλαβε ως «ρολόγια ναυτών» α) στο διάστημα του εφοπλισμού το συνολικό χρηματικό ποσό των 800,88 ευρώ (ήτοι 52,23 ευρώ το Σεπτέμβριο 2019 + 0,00 ευρώ τον Οκτώβριο 2019 + 117,52 ευρώ το Φεβρουάριο 2020 + 130,58 ευρώ το Μάρτιο 2020 + 4,35 ευρώ τον Απρίλιο 2020 + 73,99 ευρώ το Μάιο 2020 + 130,58 ευρώ τον Ιούνιο 2020 + 130,58 ευρώ τον Ιούλιο 2020 + 130,58 ευρώ τον Αύγουστο 2020 + 30,47 ευρώ το Σεπτέμβριο 2020) και β) στο διάστημα της πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης το συνολικό χρηματικό ποσό των 348,21 ευρώ (ήτοι 100,11 ευρώ το Νοέμβριο 2019 + 130,58 ευρώ το Δεκέμβριο 2019 + 117,52 ευρώ τον Ιανουάριο 2020), τα ποσά αυτά πρέπει να συμψηφισθούν με την υπερωριακή αμοιβή του, γενομένου δεκτού στην ουσία του, του πρώτου λόγου έφεσης των εκκαλουσών – εναγόμενων, κατά το σχετικό μέρος του. Επομένως, μετ’ αφαίρεση των παραπάνω ποσών εκτάκτων αμοιβών και αμοιβών ρολογιών ναυτών από τα άνω υπόλοιπα υπερωριακής αμοιβής ποσών (801,25 + 1.878,78) 2.680,03 και (683,53 + 784,39) 1.467,92 ευρώ που οφείλονται στον ενάγοντα από τη δεύτερη και την πρώτη εναγόμενη αντίστοιχα, απομένουν υπόλοιπα μη καταβληθείσας υπερωριακής αμοιβής του, ποσών (2.680,03 – 269,13 – 800,88)  1.610,02 ευρώ από τη δεύτερη εναγόμενη και 745,16 ευρώ από την πρώτη εναγόμενη, τα οποία του οφείλονται με το νόμιμο τόκο από την 8-9-2020 και μέχρι την εξόφληση.

13) Από τη διάταξη του άρθρου 14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντίστοιχα, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντίστοιχα, για υπολογισμό των οποίων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα. Ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και η πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων «εξπρές», θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες δε, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία (εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά) και γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, η αποζημίωση λόγω μη χορηγήσεως άδειας (Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir. gr, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτούσια (Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, γιατί δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο. 60, σ. 332 και υπ’ άρθρο 76, σ. 387), ούτε η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές, γιατί αυτή δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα και δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Εφ.Πειρ. 46/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 255/2018, www.efeteio-peir.gr).

13.1) Με βάση τα ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται:   α) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2019  i) κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 19-9-2019 έως 4-10-2019, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας και συνολικά ποσό 4.428,49 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών = 1.469,82 ευρώ  / 22 = 66,81 + 19,98 ημερήσια τροφοδοσία = 86,79 ευρώ Χ 5 ημέρες = 433,95 ευρώ) + 219,07 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για έχμαση οχημάτων + 84,33 ευρώ  μέσος όρος για επίδομα άγονης γραμμής + 130,58 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας + 1.454,70 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας (14.936,16 ευρώ η συνολική αμοιβή  / 308 ημέρες εργασίας = 48,49 Χ 30 ημέρες)  = 4.428,49 ευρώ σύνολο μηνιαίων τακτικών αποδοχών] X 2 / 25 = 354,27 ευρώ X 0,84 δεκαεννιαήμερα = 297,58 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από τη δεύτερη εναγόμενη, ως συνομολογεί, ποσό 125,29 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 172,29 ευρώ και ii) για το χρονικό διάστημα από 5-10-2019 έως 31-12-2019, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, και συνολικά ποσό (4.428,49 X 2 / 25=354,27 X 4,73 δεκαεννιαήμερα=) 1.675,69 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από τη δεύτερη εναγόμενη, ως συνομολογεί, ποσό 1.231,27 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 444,42 ευρώ,    β) για αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2020 i) κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού, δεδομένου ότι απασχολήθηκε από 4-2-2020 έως 2-4-2020, ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας, και συνολικά ποσό (4.428,49 ευρώ /2 = 2.214,24 / 15 = 147,61 ευρώ Χ 7,37 οκταήμερα) 1.087,88 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από τη δεύτερη εναγόμενη, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες απ’ αυτήν αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας, ποσό 824,80 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 263,08 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη και ii) κατά το χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης από 1-1-2020 έως 28-1-2020, ποσό ίσο με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8 ημέρες εργασίας, και συνολικά ποσό (4.428,49 ευρώ / 2 = 2.214,24 ευρώ / 15 = 147,61  ευρώ Χ 3,5 οκταήμερα) 516,63 ευρώ, έναντι του οποίου η πρώτη εναγόμενη του κατέβαλε, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ίδια αποδείξεις πληρωμής, ποσό 303,50 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 213,13 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη και             γ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2020, δεδομένου ότι απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού από 14-5-2020 έως 7-9-2020, ποσό ίσο με τα 2/25 του συνολικού μηνιαίου μισθού του για κάθε 19 ημέρες εργασίας, και συνολικά ποσό (4.428,49 ευρώ X 2 / 25=354,27 ευρώ Χ 6,10 δεκαεννιαήμερα=) 2.161,00 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε, ως συνομολογεί, ποσό 1.259,16 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 901,84 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε στον ενάγοντα για τα ίδια άνω χρονικά διαστήματα τα ίδια ποσά για επιδόματα εορτών Χριστουγέννων 2019, Πάσχα 2020 και Χριστουγέννων 2020, υπολογίζοντας τον ίδιο όγκο υπερωριακής εργασίας του και συνυπολογίζοντας επίσης στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές του το επίδομα αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία ο τρίτος λόγος έφεσης της δεύτερης εναγόμενης, κατά το μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, όπως και ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος, κατά το μέρος του με το οποίο ο τελευταίος  παραπονείται για μη συνυπολογισμό στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές  μεγαλύτερου μέσου όρου αμοιβής υπερωριακής εργασίας. Ακολούθως, οι παραπάνω αποδοχές δώρων εορτών πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον προσδιορισμό της πρόσθετης αμοιβής που δικαιούται ο ενάγων ναυτικός για εξπρές δρομολόγια, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσής του και δη κατά το μέρος αυτού με το οποίο παραπονείται για το ότι η εκκαλουμένη δεν περιέλαβε στις τακτικές αποδοχές του τη μηνιαία αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ιδίου λόγου κατά το μέρος του με το οποίο ο ενάγων παραπονείται για υπολογισμό από την εκκαλουμένη μικρότερου μέσου όρου μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής, όπως επίσης και του τέταρτου λόγου έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο αυτές, αβάσιμα σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, παραπονούνται για υπολογισμό από την εκκαλουμένη υπερωριακής αμοιβής μεγαλύτερης της πραγματοποιθείσας και για το συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος του επιδόματος αδείας με το ανάλογο αντίτιμο τροφής.

14) Στις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 1, 2, 3, 4 και 7 της ως άνω Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 ορίζεται ότι: «Σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται από την αρμόδια Υπηρεσία του Υ.Θ.Υ.Ν.ΑΛ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου, για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ’ εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο κατά τη διαδικασία του ν. 2932/2001 ή του Κ.Δ.Ν.Δ, η περί εγκρίσεως του οποίου απόφαση κοινοποιείται στον Π.Ν.Ο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Δρομολόγια για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου η κατά την επόμενη παράγραφο 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι (6) ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται δια του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την προηγούμενη παράγραφο 2 προσδιορισμού (παρ. 5). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23:00 μέχρι 07:00 ώρας (παρ. 6). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: α) εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών … (παρ. 7)». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται για την πραγματοποίηση των ως άνω καθοριζομένων δρομολογίων «εξπρές». Ειδικότερα, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του ως άνω κατά την παρ. 2 προσδιορισμού. Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7), είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παρ. 4, αλλά όπως ορίζεται στην παρ. 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως 5 δρομολόγια ή λιγότερα των 5, τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ως (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του (Εφ.Πειρ. 294/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 366/2016, Εφ.Πειρ. 57/2015,  Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 750/2019, Εφ.Πειρ. 267/2018, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή, το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του π.δ. 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως «ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της παρ. 3 του πιο πάνω άρθρου 33 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει έξι ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του (αναχώρηση – επιστροφή), προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου μέχρι την επιστροφή του. Άλλωστε, αν το πλοίο έπρεπε να παραμείνει συνολικά 12 ώρες ημερησίως στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού (6 + 6) τότε δεν θα υπήρχε δυνατότητα εφαρμογής της περ. α της παρ. 7 του άρθρου 33 της παραπάνω Σ.Σ.Ν.Ε, αφού κανένα κυκλικό καθημερινό ταξίδι δεν θα είχε διάρκεια μεγαλύτερη των 12 ωρών (12 ώρες παραμονή στα λιμάνια + 12 ώρες ταξίδι = 24 ώρες) (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 194/2022, Εφ.Πειρ. 421/2021, Εφ.Πειρ. 243/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 211/2015, Εφ.Πειρ. 231/2015, Eφ.Πειρ. 281/2015, Εφ.Πειρ. 138/2014, Εφ.Πειρ. 34/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 545/2010, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

15) Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, οι οποίες δεν πλήττονται με λόγο έφεσης i) κατά τη διάρκεια εφοπλισμού του πλοίου ΝΧ (από 19-4-2019 έως 4-10-2019 και από 4-2-2020 έως 7-9-2020), αυτό, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, πραγματοποίησε 18,19 δρομολόγια εξπρές, διάρκειας άνω των 12 ωρών το καθένα, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυχτερινές ώρες (ήτοι από 23:00 έως 07:00), για τα έκαστο των οποίων ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του. Συνεπώς, για 18,19 δρομολόγια εξπρές δικαιούται αμοιβή ποσού 3.118,42 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας + 219,07 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για έχμαση οχημάτων + 84,33 ευρώ  μέσος όρος για επίδομα άγονης γραμμής + 130,58 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας + 1.454,70 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 714,59 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα (μέσο όρο τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη της η εκκαλουμένη, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του) = 5.143,08 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του Χ 1/30 X 18,19 δρομολόγια εξπρές = 3.118,42 ευρώ], έναντι του οποίου η δεύτερη εναγόμενη του κατέβαλε ποσό (399,68 + 145,26 + 195,78 + 193,07 + 196,51 + 476,22 + 491,07 + 127,69=) 2.225,28 ευρώ, ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες απ’ αυτήν αποδείξεις πληρωμής, πλην όμως η τελευταία επικαλείται για το υπό κρίση χρονικό διάστημα ποσό 2.097,59 ευρώ, το οποίο λαμβάνεται υπόψη κατ’ άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ, όπως και πρωτόδικα, αφού δεν υπάρχει σχετικό παράπονο  με λόγο έφεσης της ανωτέρω εναγόμενης, οφειλόμενου του υπολοίπου ποσού 1.020,83 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η τελευταία. Και ii) κατά τη διάρκεια πλοιοκτησίας του άνω πλοίου από την πρώτη εναγόμενη (από 8-11-2019 έως 27-1-2020), αυτό, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, πραγματοποίησε 3,406 δρομολόγια εξπρές άνω των 12 ωρών το καθένα, για τα έκαστο των οποίων ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, ήτοι ποσό (5.143,08 ευρώ / 30 = 147,61 ευρώ Χ 3,406) 583,91 ευρώ, έναντι του οποίου η πρώτη εναγόμενη του κατέβαλε ποσό (80,11 + 132,58 + 77,72 =) 290,41 ευρώ (και όχι 498,18 ευρώ, όπως εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα και βάσιμα παραπονείται γι’ αυτό ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του), ως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ίδια αποδείξεις πληρωμής, οφειλομένου του υπολοίπου ποσού των 293,50 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η ανωτέρω εναγόμενη.

15.1) Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά το διάστημα του εφοπλισμού από τη δεύτερη εναγόμενη και συγκεκριμένα από 4-2-2020 έως 8-9-2020, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, το άνω πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι προορισμού, τη Ρόδο, για την εκτέλεση παρένθετου επιδοτούμενου κυκλικού δρομολογίου προς Καστελόριζο και επιστροφή στη Ρόδο διάρκειας 7.40 ωρών και κάθε Τετάρτη προς Κάρπαθο, Κάσο και επιστροφή στη Ρόδο, διάρκειας 8.10 ή 9.45 ωρών και ότι τις ημέρες αυτές το λιμάνι προορισμού (Ρόδος) καθίστατο λιμάνι αφετηρίας για την εκτέλεση του πρόσθετου κυκλικού δρομολογίου και επειδή το πλοίο αναχωρούσε από τη Ρόδο πριν τη συμπλήρωση 6 ωρών από την άφιξή του εκεί, τα δρομολόγια που εκτέλεσε θεωρούνται δρομολόγια «εξπρές». Αιτείται δε για 44,28 τέτοια εξπρές δρομολόγια, διάρκειας άνω των 6 ωρών και κάτω των 12 ωρών, το συνολικό ποσό των 6.882,72 ευρώ. Με την εκκαλουμένη απόφαση το παραπάνω κονδύλι απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι: «για την εξεύρεση των δρομολογίων εξπρές ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, αρχίζει δε με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας και προς το λιμάνι προορισμού και λήγει με τον κατάπλου του στο λιμάνι αφετηρίας. Η δε υποχρέωση εξάωρης παραμονής στο λιμάνι αφετηρίας πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο, και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας πριν τον απόπλου για το επόμενο λιμάνι. Και συνεπώς εσφαλμένα ο ενάγων συνυπολογίζει το «παρένθετο δρομολόγιο» το οποίο είναι ενταγμένο και αυτό στο ένα κυκλικό δρομολόγιο του πλοίου». Πλην όμως, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τα οποία αποδείχθηκαν κατά τα προαναφερθέντα, το άνω πλοίο – το οποίο, σημειωτέον, δεν ήταν ημερόπλοιο, εφόσον έπλεε προς εκτέλεση διαφόρων δρομολογίων και νυχτερινές ώρες, ήτοι από ώρα 23.00 έως ώρα 07.00 – κατά το άνω χρονικό διάστημα, πέραν των κυκλικών δρομολογιακών γραμμών με λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά α) Πειραιάς Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος, β) Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος και γ) Πειραιάς – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος, στις οποίες δεν περιλαμβάνονταν ως λιμάνια προσεγγίσεως τα λιμάνια των νήσων Καστελόριζου, Καρπάθου και Κάσου (βλ. τις υπ’ αριθ. 2252.1.3.71/44439/2018/13-6-2018, 2252.1.3.72/44440/2018/13-6-2018 και 2252.1.3.72/44440/2018/13-6-2018 συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας), εκτελούσε, βάσει ξεχωριστών αποφάσεων δρομολόγησης, και τις παρένθετες κυκλικές δρομολογιακές γραμμές με λιμένα αφετηρίας της Ρόδο α) Ρόδος – Καστελόριζο, β) Ρόδος – Κάρπαθος  και γ) Ρόδος – Κάρπαθος – Κάσος (βλ. τις υπ’ αριθ. 2252.1.3.71/7742/20/4-2-2020, 2252.1.3.71/14724/20/28-2-2020, 2252.1.3.71/19206/20/18-3-2020, 2252.1.3.71/20537/20/27-3-2020, 2252.1.3.71/29986/20/21-5-2020, 2252.1.3.71/34241/20/5-6-2020 και 2252.1.3.71/46520/20/17-7-2020 σχετικές αποφάσεις). Προς εξυπηρέτηση δε των αυτοτελών  δρομολογιακών γραμμών αυτών, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι της Ρόδου για την εκτέλεση παρένθετου κυκλικού δρομολογίου προς Καστελόριζο και επιστροφή στη Ρόδο, διάρκειας 7,40 ωρών και κάθε Τετάρτη για την εκτέλεση παρένθετου κυκλικού δρομολογίου προς Κάρπαθο, Κάσο και επιστροφή στη Ρόδο, διάρκειας 9,45 ωρών. Οι δρομολογιακές γραμμές αυτές ήταν τοπικές, καθώς συνέδεαν δύο τουλάχιστον λιμένες εκτεινόμενες εντός των ορίων του αυτού Νομού – (άρθρο 2 περ.3 ανωτέρω ΠΔ). Ως εκ τούτων, εφόσον ως δρομολόγιο, κατά τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθ. 14 σκέψη της παρούσας, ορίζεται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας, το άνω πλοίο εκτελούσε προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, πλείονα του ενός δρομολόγια, η αφετηρία των οποίων διέφερε ανάλογα με το ποια δρομολογιακή γραμμή εξυπηρετείτο κάθε φορά. Κατά συνέπεια, το δρομολόγιο Ρόδος – Καστελλόριζο ή Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος ή Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος, είχε ως λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου. Το γεγονός ότι τα ανωτέρω τοπικά δρομολόγια εκτελούνταν μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού στα πλαίσια δρομολογίου προς εκτέλεση κάποιας κύριας δρομολογιακής γραμμής και πριν την επιστροφή του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας αυτού του δρομολογίου, δεν καθιστούν τα λιμάνια των νήσων Καστελόριζου, Κάσου και Καρπάθου ενδιάμεσα λιμάνια του δρομολογίου της κύριας δρομολογιακής γραμμής σε εκτέλεση της οποίας το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι προορισμού με λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά όπως υποστηρίζει η δεύτερη εναγόμενη, διότι, όπως αναφέρεται στην αγωγή και αποδείχθηκε ανωτέρω, οι εν λόγω λιμένες (Καστελόριζου, Κάσου και Καρπάθου) δεν περιλαμβάνονταν σε κύρια δρομολογιακή γραμμή (βλ. σχετ. Εφ.Πειρ. 402/2023, Εφ.Πειρ. 345/2023, www.efeteio-peir.gr). Οι δε αιτιάσεις της δεύτερης εναγόμενης ότι δεν νοείται αυτοτελές δρομολόγιο με λιμάνι αφετηρίας τον λιμένα της Ρόδου, εφόσον εξ αρχής γίνεται αποδεκτός ως λιμένας αφετηρίας ο λιμένας του Πειραιά, βάσει του οποίου υπολογίζονται τόσο τα εβδομαδιαία δρομολόγια όσο και η διάρκειά τους, τυγχάνει παντελώς αόριστος, εφόσον δεν προσδιορίζει από ποιον γίνεται αποδεκτός ως λιμάνι αφετηρίας ο λιμένας του Πειραιά και για τα ένδικα δρομολόγια προς εξυπηρέτηση των τριών άνω τοπικών γραμμών, δεδομένου ότι ο ενάγων σαφώς διακρίνει με την αγωγή του τις κύριες δρομολογιακές γραμμές από Πειραιά και τις τοπικές δρομολογιακές γραμμές από Ρόδο και σαφώς αναφέρει την τελευταία ως λιμένα αφετηρίας, αξιώνοντας πρόσθετη αμοιβή για την πρόωρη αναχώρηση του πλοίου με την άφιξή του στη Ρόδο, σε εκτέλεση του εκάστοτε κυρίου δρομολογίου με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, προς εκτέλεση των άνω τοπικών δρομολογίων. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, διέγνωσε μη νόμιμο της αγωγής ως προς το άνω κονδύλι πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές με λιμένα αφετηρίας το λιμένα της Ρόδου, με το σκεπτικό ότι ο άνω λιμένας δεν αποτελεί λιμένα αφετηρίας αλλά μόνον ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού από τον Πειραιά, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου (και δη ως προς το χαρακτηρισμό των επίμαχων άνω τοπικών δρομολογίων ως δρομολογίων εξπρές κατά την έννοια του άρθρου 33 παρ. 1-4 της άνω ΣΣΝΕ), κατά παραδοχή, ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντος, κατά το σχετικό μέρος του. Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξή της με την οποία κρίθηκε μη νόμιμο το άνω κονδύλι και στη συνέχεια, να κρατηθεί η υπόθεση, ως προς το μέρος αυτό, από το Δικαστήριο τούτο για να δικαστεί και κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).

15.2) Περαιτέρω, αποδείχθηκε (και δεν αμφισβητείται) ότι κατά τα  τρία άνω δρομολόγια με αφετηρία το λιμάνι της Ρόδου το άνω πλοίο πραγματοποίησε τις ακόλουθες πρόωρες αναχωρήσεις:(Ακολουθούν πίνακες αναχωρήσεων)………………….Ως εκ τούτων, σύμφωνα με τη προαναφερθείσα διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε, για τα δρομολόγια αυτά έπρεπε να καταβάλλεται στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή, η οποία υπολογίζεται από το άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως διαιρούμενο δια του 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, που είναι (354,27 / 8=) 44,28 εξπρές δρομολόγια. Εφόσον δε η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μικρότερη των δώδεκα ωρών και μεγαλύτερη των έξι ωρών, η αμοιβή για κάθε δρομολόγιο εξπρές ισούται προς το 1/60 των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος. Συνεπώς, για 44,28 δρομολόγια εξπρές ο ενάγων δικαιούται αμοιβή ποσού 3.795,68 ευρώ [1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 433,95 ευρώ επίδομα αδείας + 219,07 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για έχμαση οχημάτων + 84,33 ευρώ  μέσος όρος για επίδομα άγονης γραμμής + 130,58 ευρώ μέσος όρος αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφαλείας + 1.454,70 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής εργασίας + 714,59 ευρώ μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα (μέσο όρο τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη της η εκκαλουμένη, όπως βάσιμα παραπονείται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατά το σχετικό μέρος του) = 5.143,08 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του Χ 1/60 = 85,72 X 44,28 δρομολόγια = 3.795,68 ευρώ], ποσό που του οφείλει η δεύτερη εναγόμενη. Και

16) Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας ΣΣΝΕ «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή».

17) Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα εκτιθέμενα στην παραπάνω νομική σκέψη, ο ενάγων δικαιούτο i) για το χρονικό διάστημα εφοπλισμού από 4-2-2020 έως 2-4-2020 και από 14-5-2020 έως 7-9-2020, συνολικά 7 ημέρες άδειας διανυκτέρευσης εκτός πλοίου (από 2 τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο και από 1 τους μήνες Μάιο, Ιούλιο και Αύγουστο), από δε το προσκομιζόμενο αντίγραφο σελίδων του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου, που η δεύτερη εναγόμενη επικαλείται και προσκομίζει, σε συνδυασμό και με τις ένορκες βεβαιώσεις των άνω μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, οι οποίοι, κατά τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν, συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο, προκύπτει ότι αυτός έλαβε άδειες διανυκτέρευσης στις 12/3/2020 (για 2 ημέρες) και στις 21/6/2020 (για δυο ημέρες). Συνεπώς, έλαβε την προβλεπόμενη διήμερη άδεια για τους μήνες Μάρτιο και Ιούνιο του έτους 2020, ενώ στερήθηκε τις λοιπές 3 άδειες διανυκτέρευσης, για τις οποίες δικαιούται ως αποζημίωση ποσό [(1.204,77 ευρώ /22=) 54,76 ευρώ Χ 3=] 164,28 ευρώ, εκ του οποίου έχει λάβει, ως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ανωτέρω εναγόμενη, αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, ποσό 122,67 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 41,61 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης μερικής εξόφλησης που πρόβαλε η δεύτερη εναγόμενη. Και ii) για το χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης (από 5-10-2019 έως 31-12-2019) συνολικά 5 ημέρες άδειας διανυκτέρευσης εκτός πλοίου, τις οποίες αποδεικνύεται ότι δεν έλαβε και για τις οποίες δικαιούται ως αποζημίωση ποσό [(1.204,77 ευρώ/22=) 54,76 ευρώ Χ 5=] 273,80 ευρώ, εκ του οποίου έχει λάβει, ως προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας, ποσό 14,79 ευρώ και του οφείλεται υπόλοιπο ποσό 259,01 ευρώ, δεκτής γενομένης κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης εξόφλησης που πρόβαλε η πρώτη εναγόμενη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταλήγοντας με την εκκαλούμενη απόφασή του στην ίδια κρίση για το άνω χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης και επιδικάζοντας στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το ίδιο άνω ποσό (259,01 ευρώ), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πέμπτος  λόγος της έφεσης της τελευταίας, κατά το μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Αντίθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιδικάζοντας στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης για τα χρονικά διαστήματα εφοπλισμού της δεύτερης εναγόμενης το ποσό των 155,13 ευρώ για πέντε διανυκτερεύσεις αντί του οφειλόμενου ποσού των 41,61 ευρώ για τρεις διανυκτερεύσεις, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο πέμπτος  λόγος της έφεσης της τελευταίας, κατά το μέρος του με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

18) Υπό τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων διατηρεί από τις ένδικες ναυτολογήσεις του στο πλοίο ΝΧ: Α) σε βάρος της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας εταιρίας αξίωση ποσού 745,16 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου, αργιών, καθημερινών και Κυριακών, ποσού 444,42 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, ποσού 213,13 ευρώ για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020, ποσού 293,50 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές και ποσού 259,01 ευρώ για αποζημίωση λόγω μη ληφθέντων αδειών διανυκτέρευσης, ήτοι συνολικού ποσού 1.955,22 ευρώ, Και Β) σε βάρος αμφότερων των εναγόμενων, για τις ναυτολογήσεις του κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού του πλοίου, αξίωση ποσού 1.610,02 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου, αργιών, καθημερινών και Κυριακών, ποσού 172,29 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, ποσού 263,08 ευρώ για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2020, ποσού 901,84 ευρώ για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2020, ποσού 1.020,83 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, ποσού 3.795,68 ευρώ για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές με λιμάνι αφετηρίας τη Ρόδο και ποσού 41,61 ευρώ για αποζημίωση λόγω μη ληφθέντων αδειών διανυκτέρευσης, ήτοι συνολικού ποσού 7.805,35 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, ήτοι από 8-9-2020 και μέχρι την εξόφληση (άρθρ. 341 παρ. 1, 345 εδάφ. α’ Α.Κ, Ολ.Α.Π. 39 και 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

19. Με τον έκτο λόγο της έφεσής τους οι εναγόμενες επαναφέρουν τον ισχυρισμό που πρόβαλαν πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του τους προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και τους δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία τους επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές τους ως εργοδοτών, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τις διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός τους αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία οι εναγόμενες – εκκαλούσες, παρότι επικαλούνται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητούν ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχουν εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος των εναγόμενων θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στις εργοδότριές του εναγόμενες, οι οποίες θα τις ενέκριναν και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση των εναγόμενων κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έκτος λόγος της έφεσής τους, με τον οποίον υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

20) Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει να γίνουν αυτές δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαιά της για τα οποία έγιναν δεκτοί λόγοι της έφεσης των διαδίκων, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια, πρέπει  να κρατηθεί η υπόθεση (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να δικασθεί κατ’ ουσία η ένδικη αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία [εφόσον αρμόδια (άρθρα 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισήχθη αυτή στο Δικαστήριο τούτο κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ, και καταβλήθηκε το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. ………. ηλεκτρονικό παράβολο και το αποδεικτικό εξόφλησής του μέσω ΕτΕ) και είναι και αρκούντος ορισμένη {παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες στις προτάσεις τους (για το ότι δεν απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν υπερωριακά βλ. Εφ.Πειρ. 196/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 376/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών και των ωρών υπερωριακής εργασίας βλ. Α.Π. 1600/2006, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Τ.Ν.Π.  ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 994/2007, Πειρ.Νομ. 2008, 199, ούτε της συχνότητας επανάληψης κάθε επιμέρους υπερωριακής εργασίας βλ. Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 590/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεση της υπερωριακής εργασίας, επομένως και του οφέλους που αποκόμισαν οι εναγόμενες εργοδότριες από την παροχή των σχετικών υπηρεσιών βλ. Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 369/2016, Εφ.Πειρ. 176/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ} και νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό μ’ εκείνες των άρθρων 340, 341 εδ. α’, 345 εδ. α’, 346, 361, 481, 648, 653, 655 Α.Κ, 53, 54, 57, 60 εδάφ. α’, 70, 74, 84 παρ. 1, 105, 106 Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ, 74, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς», ως και της προαναφερόμενης ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019] και: Α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 1.955,22 ευρώ και Β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη ως κυρία του πλοίου ΝΧ που μετονομάστηκε σε ΜΣΧ, δια του άνω πλοίου και μέχρι την αξία του και η δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό του άνω πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.805,35 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 8-9-2020 και μέχρι την εξόφληση. Το αίτημα του ενάγοντος περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι στο δεύτερο βαθμό απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου, ενώ το αίτημα των εναγόμενων, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσία, αφού το τελικά επιδικασθέν ποσό είναι μεγαλύτερο του ποσού των 7.582,30 ευρώ που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης. Τέλος, οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικαστούν σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 180, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται αυτές τυπικά και κατ’ ουσία.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 2291/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 1-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../10-12-2020 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει αυτή.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εννιακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και είκοσι δυο λεπτών (1.955,22), με το νόμιμο τόκο από 8-9-2020 και μέχρι την εξόφληση.

Υποχρεώνει τις εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, την πρώτη ως κυρία του άνω πλοίου ΝΧ που μετονομάστηκε σε ΜΣΧ, δια του πλοίου αυτού και μέχρι την αξία του και τη δεύτερη ως ασκούσα τον εφοπλισμό του άνω πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων, οκτακοσίων πέντε ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (7.805,35 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από 8-9-2020 και μέχρι την εξόφληση.

Απορρίπτει το αίτημα των εναγόμενων περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση.

Καταδικάζει τις εναγόμενες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ