Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 695/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός 695/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……, που εδρεύει στη ……. Αττικής, επί της οδού ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Βασίλειος Μαστρογιάννης και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ανώνυμης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν. 4354/2015 με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της . …….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευαγγελία Ζουμή.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.11.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/30.11.2022) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και τον από 24.3.2023 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……./24.3.2023) πρόσθετο αυτής λόγο, επί των οποίων, μετά από συνεκδίκασή τους, εκδόθηκε η με αριθμό 1549/2023 οριστική και απορριπτική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η  ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 4.7.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/4.7.2023 έφεσή της, στο δικόγραφο της οποίας σώρευσε και αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης σε βάρος της εκτέλεσης, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε, μετά την έκδοση στις 7.7.2023 προσωρινής διαταγής, ανασταλτικής της εκτελεστικής διαδικασίας, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, λαβόντες διαδοχικά το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012/890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή, ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της, καθορίζεται από τον κανόνα που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703), ο οποίος συνήθως προέρχεται από το ουσιαστικό δίκαιο (ΑΠ 1873/2022, ΝοΒ 2022/1965). Για το λόγο αυτό, επί συνήθους ή κατά κανόνα νομιμοποίησης, τα γεγονότα στα οποία αυτή θεμελιώνεται ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής κατά το άρθρο 216 § 1 στοιχ. α΄ ΚΠολΔ (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68), με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ, επί εξαιρετικής νομιμοποίησης, συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης των μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων, στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο πρέπει, κατά την ίδια διάταξη, να μνημονεύονται και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η εξουσία του διαδίκου προς διεξαγωγή ξένης δίκης, δεδομένου ότι αυτά δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν το πραγματικό της αγωγής (ΕφΑθ. 3956/2008, ΔΕΕ 2009/837, ΕφΑθ. 3133/1994, Δνη 1995/686, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 28, Π. Γιαννόπουλος, Ζητήματα ως προς το χαρακτήρα της νομιμοποίησης της εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις Ν. 4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος, σε Αρμ. 2018/1924 επομ. [1931]). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους, ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋποθέσεως συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 112/2006, ΕπισκΕΔ 2006/520 = ΑχΝομ 2007/443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005/361, ΕφΑθ. 5685/1999, Δνη 2000/528, ΜονΕφΘεσ. 1221/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή είτε δεν μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης είτε δεν του επιτρέπει ο νόμος να διεξαγάγει τη δίκη στο δικό του όνομα, έστω και αν το δικαίωμα ή η υποχρέωση ανήκει σε άλλο πρόσωπο. Η έννοια του μη δικαιούχου διαδίκου αντιδιαστέλλεται προς την έννοια του νόμιμου αντιπροσώπου του διαδίκου, καθώς ο πρώτος ενεργεί για λογαριασμό του αληθούς φορέα του δικαιώματος και έτσι διεξάγει ξένη μεν δίκη στο δικό του όμως όνομα, ενώ ο δεύτερος ενεργεί τις διαδικαστικές πράξεις της δίκης στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 64 § 1 ΚΠολΔ, χωρίς να είναι ο ίδιος διάδικος (ΑΠ 1002/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 114/1991, ΕΕΝ 1992/80 = ΝοΒ 1992/721, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ,  2007, § 26, σελ. 494, Α. Πλεύρη, ο.π., σελ. 334, Γ. Δανιηλίδης, Η ανάθεση της διαχείρισης απαίτησης σε Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ν. 4354/2015) και η παύση της διαχειριστικής της εξουσίας κατά τη διάρκεια της δίκης, σε ΕΠολΔ 2021/656 επομ. [659]). Τα ίδια ισχύουν πέραν της διαγνωστικής δίκης και κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, με τη διαφορά ότι κατ’ αυτό η νομιμοποίηση των υποκειμένων της διαδικασίας καθορίζεται στο (δικονομικό) νόμο, υπό την έννοια ότι διάδικος δεν είναι ο πραγματικός δικαιούχος ή υπόχρεος σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο αλλά αυτός που ζητά και εκείνος εναντίον του οποίου ζητείται η δικαστική προστασία μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης, τα πρόσωπα των οποίων προκύπτουν καταρχήν και κατά βάση από τον εκτελεστό τίτλο (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 2, αρ. 12, σελ. 43 και § 20, αρ. 2, σελ. 426). Έτσι, ενεργητικώς νομιμοποιείται καταρχήν να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως το πρόσωπο που κατονομάζεται στον εκτελούμενο τίτλο ως φορέας της απαίτησης αυτής και δικαιούμενος στη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, με την επίδοση της οποίας προσδίδεται και η ιδιότητα του καθ’ ου η εκτέλεση στο παθητικό υποκείμενο της εκτελεστικής διαδικασίας, το οποίο καταρχήν ταυτίζεται με τον φερόμενο ως οφειλέτη στον εκτελεστό τίτλο (Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόμος Πρώτος, Ανατύπωση δεύτερης έκδοσης, άρθρο 924, § 114, σελ. 300), που μπορεί να είναι είτε απόφαση δικαστική ή διαιτητική είτε, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 919 ΚΠολΔ, οποιοσδήποτε από τους λοιπούς αναφερόμενους στο άρθρο 904 § 2 του ιδίου Κώδικα τίτλους, μεταξύ των οποίων και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα. Οσάκις, βέβαια, η επιταγή είτε εκδίδεται υπό είτε απευθύνεται κατά προσώπων άλλων από τα αναφερόμενα στον τίτλο που εκτελείται, πρέπει να μνημονεύει και τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνεται η εξαιρετική νομιμοποίηση των υποκειμένων της εκτελεστικής διαδικασίας (ΜονΕφΑθ. 8/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι ιδιότητες που προσλαμβάνουν τα υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας με την επιταγή προς εκτέλεση (επισπεύδων δανειστής και καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτης) προσδιορίζουν και τη νομιμοποίησή τους στη δίκη της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Έτσι, ενεργητικώς νομιμοποιείται μόνον ο καθ’ ου η εκτέλεση, έστω και αν ο ίδιος υποστηρίζει ότι δεν είναι οφειλέτης της εκτελούμενης αξιώσεως (άρθρο 933 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), ενώ παθητικά, στο στάδιο πριν από την κατακύρωση, νομιμοποιείται αποκλειστικά και μόνον ο επισπεύδων (άρθρο 933 § 1 εδαφ. γ΄ ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1639/2002, Δνη 2003/775 = ΕΕΝ 2003/804, Ν. Νίκα, ο.π., § 27, αρ. 13 – 14 και 19 – 20, σελ. 592 – 595, Ι. Μπρίνια, ο.π., άρθρο 933, § 154, σελ. 424, Χ. Μιχαηλίδου, Η άμυνα κατά της εκτέλεσης, 2017, § 8, Ι, σελ. 332), δηλαδή ο προσδιοριζόμενος στην επιταγή ως δανειστής της εκτελούμενης απαίτησης είτε αυτός είναι και ο δικαιούχος της εκτελούμενης απαίτησης, όπως συμβαίνει κατά κανόνα είτε είναι τρίτος, ο οποίος νομιμοποιείται κατ’ εξαίρεση στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης στο δικό του όνομα για την ικανοποίηση χρηματικής αξίωσης άλλου, όπως συμβαίνει και με τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (στο εξής ΕΔΑΔΠ) του Ν. 4354/2015, για τις οποίες, όπως έχει κριθεί από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τη συνδυασμένη παράλληλη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 10 § 14 του Ν. 3156/2003 και 2 § 4 του Ν. 4354/2015 συνάγεται ότι έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση που τους προσνέμει η δεύτερη από τις διατάξεις αυτές προς άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος και τέλεση κάθε άλλης διαδικαστικής ενέργειας, προκειμένου να εισπράξουν τις υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεις, ακόμα και αν αυτές τους μεταβιβάστηκαν υπό το καθεστώς του Ν. 3156/2003, ο οποίος δεν αναγνώριζε στο διαχειριστή της απαιτήσεως που μεταβιβάστηκε το (δικονομικό) δικαίωμα να αιτείται έννομη προστασία στο δικό του όνομα, για δε την εξαιρετική αυτή νομιμοποίησή τους υποστηρίζεται ότι είναι υποχρεωτική και αποκλειστική (για τη νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος, που προηγήθηκε της απόφασης της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου βλ., υπέρ της πλειοψηφίας της, την παραπεμπτική σ’ αυτήν ΑΠ 1873/2022, ο.π. και τις εκεί αναφερόμενες ΑΠ 1102/2022, ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 864/2022, ΑΠ 883/2021, ΑΠ 467/2021, ΑΠ 402/2021, ΑΠ 1260/2019 και ΑΠ 368/2019 και υπέρ της μειοψηφίας της την ΑΠ 822/2022, ΝοΒ 2022/1963, ενώ για την θεωρητική επεξεργασία του ιδίου ζητήματος βλ. υπέρ της πλειοψηφίας Χ. Απαλαγάκη/Λ. Κιτσαρά, Η εξαιρετική νομιμοποίηση των ΕΔΑΔΠ κατά τη διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων, σε γνμδ, σε ΧρΙΔ 2022/704 επομ. και Ν. Κατηφόρη, Η νομιμοποίηση των Εταιριών Διαχειρίσεως Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ΕΔΑΔΠ] για την επίσπευση δικαστικών ενεργειών και τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 10 § 14 του ν. 3156/2003 και 2 § 4 του ν. 4354/2015, σε ΕΠολΔ 5/2022/1 – 15, υπέρ δε της μειοψηφίας Γ. Αποστολάκη, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιριών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, σε Τιμητικό Τόμο για την Καθηγήτρια Γιάννα Καρύμπαλη – Τσίπτσιου, 2022, σελ. 77 επομ. = ΕπΑκ 2021/697, τον ίδιο, Ο δικαστικός έλεγχος της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, σε ΕΠολΔ 2018/231 επομ., Π. Μαρκούλη, παρατηρήσεις σε ΕπισκΕΔ 2022/467 επομ. και γενικότερα Π. Γιαννόπουλου, Η εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, σε Αρμ. 2019/233 επομ., του ιδίου, Ζητήματα ως προς το χαρακτήρα της νομιμοποίησης της εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις Ν. 4354/2015 κατά τη δικαστική άσκηση υπό διαχείριση απαιτήσεων τραπεζικού ιδρύματος, γνμδ σε Αρμ. 2018/1924 επομ., του ιδίου, Η δικονομική θέση της διαχειρίστριας τιτλοποιημένων απαιτήσεων ως πρόβλημα επικάλυψης του πεδίου εφαρμογής των Ν. 3156/2003 και 4354/2015, σε Αρμ. 2022/1573 επομ., Ζ. Τσολακίδη, Μεταβίβαση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σε ΧρΙΔ 2016/641 επομ., Π. Κολοτούρου, Δικονομική αρμοδιότης των εταιριών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων, σε ΧρΙΔ 2019/464 επομ., Π. Αρβανιτάκη, Ζητήματα νομιμοποιήσεως από τη διάσπαση πιστωτικού ιδρύματος για έννομες σχέσεις υπαχθείσες στη δευτερογενή αγορά δανείων, γνμδ σε Αρμ. 2022/156 επομ., του ιδίου, Η ενεργητική νομιμοποίηση των εταιριών διαχειρίσεως τιτλοποιημένων δυνάμει του Ν. 3156/2003 απαιτήσεων, γνμδ, αδημ., προσκομιζόμενη, Δ. Μανιώτη, Ζητήματα νομιμοποιήσεως και υποκειμενικών ορίων των δεδικασμένων από την εξουσιοδότηση προς είσπραξη απαιτήσεων, σε ΕφΑΔΠολΔ 2019/609 επομ., Δ. Λιάππη, Η αρχιτεκτονική της τιτλοποίησης επιχειρηματικών απαιτήσεων – Οι συμβατικές σχέσεις, σε ΕΕμπΔ 2006/786 επομ., Δ. Ρούσση, Το ειδικό δίκαιο της εκχώρησης απαιτήσεων, σε ΧρΙΔ 2016/569 επομ., Λ. Κιτσαρά, Η περαιτέρω μεταβίβαση απαιτήσεως από δάνεια και πιστώσεις, μετά την αρχική απόκτησή της από «εταιρία αποκτήσεως» του ν. 4354/2015. Προϋποθέσεις και συνέπειες, σε ΧρΙΔ 2019/303 επομ., του ιδίου, Κτήση και διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις – κατά τον ν. 4354/2015 -, σε ΧρΙΔ 2020/721 επομ., Γ. Ορφανίδη, Το κανονιστικό περιεχόμενο του Ν. 4354/2915, γνμδ, σε ΕφΑΔΠολΔ 2021/1283 επομ., Γ. Δανιηλίδη, Η ανάθεση της διαχείρισης απαίτησης σε Εταιρία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις [ν. 4354/2015] και η παύση της διαχειριστικής της εξουσίας κατά τη διάρκεια της δίκης, σε ΕΠολΔ 2021/656 επομ., του ιδίου, Η εξαιρετική νομιμοποίηση των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων στη διαγνωστική δίκη και το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, σε ΔΕΕ 2021/174 επομ., Ε. – Μ. Μπόρα, Δικονομική μεταχείριση των εταιριών διαχείρισης απαιτήσεων κατά τον Ν. 4354/2015, σε ΧρΙΔ 2020/633 επομ.). Τέλος, στη δευτεροβάθμια δίκη η νομιμοποίηση των διαδίκων προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 516 και 517 ΚΠολΔ, στη δεύτερη από τις οποίες ορίζεται ότι η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής διάδικοι είναι όσοι προκύπτει από την προσβαλλόμενοι απόφαση ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759, ΕφΑθ. 3136/2007, ΕφΑΔ 2008/694). Παρέπεται ότι η έφεση, που στρέφεται κατά προσώπου που δεν υπήρξε (ή δεν κρίθηκε ότι ήταν) διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη, απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (ΕφΛαρ. 511/2007, Δικογραφία 2008/150, Σ. Πανταζόπουλος, Ένδικα Μέσα και Ανακοπές [Πολιτική Δικονομία ΙΙ], 2020, σελ. 53, Β. Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, 2015, αρ. 664, σελ. 181), ενώ αν στην εκκαλουμένη αναφέρεται εσφαλμένα ως διάδικος πρόσωπο άλλο από εκείνο κατά του οποίου απευθυνόταν το ένδικο βοήθημα, τότε νομιμοποιούνται παθητικά τόσον ο αληθής αντίδικος του εκκαλούντος όσον και εκείνος στο όνομα του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και αναφέρεται σ’ αυτήν ως αντίδικος του εκκαλούντος (Π. Γιαννόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 517, αρ. 3, σελ. 97, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 41, σελ. 145, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 517, αρ. 1, σελ. 916).

ΙΙ. Με την ένδικη από 4.7.2023 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/4.7.2023 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/4.7.2023) πλήττεται η με αριθμό 1549/15.5.2023 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε ως απαράδεκτη την από 30.11.2022 ανακοπή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../30.11.2022) της ήδη εκκαλούσας, πλοιοκτήτριας του αναφερόμενου πλοίου αναψυχής, με την οποία ζήτησε την ακύρωση των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύσθηκε σε βάρος της και, συγκεκριμένα, πρώτον, της από 4.11.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμό …./17.6.2010 πράξης μονομερούς σύστασης απλής ναυτικής υποθήκης της πρώην Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……, που εκδόθηκε από την τηρούσα το αρχείο της Συμβολαιογράφο Πειραιώς ….. …… και, δεύτερον, της με αριθμό …./11.11.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς πλοίου αναψυχής της ανακόπτουσας Α, που συντάχθηκε από τον δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, χωρίς, μετά ταύτα, να ασχοληθεί με τον από 24.3.2023 πρόσθετο της ανακοπής αυτής λόγο (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……/24.3.2023). Η έφεση αυτή, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 4.7.2023 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ»), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Για την κατάφαση όμως του παραδεκτού της πρέπει να ερευνηθεί η παθητική νομιμοποίηση της εφεσίβλητης, την οποία η ίδια με τις προτάσεις της στη δευτεροβάθμια δίκη αρνείται ρητά, θέτοντας ζήτημα το οποίο ελέγχεται και αυτεπαγγέλτως από το εφετείο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 73, 524 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, από την πρώτη από τις οποίες συνάγεται ότι ο έλεγχος αυτός γίνεται κατ’ ελεύθερη απόδειξη και διενεργείται ακόμα και πριν το δικαστήριο εισέλθει στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν θέσει στη διάθεσή του.

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά έγγραφα που οι αντίδικες εταιρίες επικαλούνται και προσκομίζουν προκύπτει ότι στις 7.11.2022 η δικαστική επιμελήτρια της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. επέδωσε στον ………, κάτοικο …… Αττικής, επί της οδού ………., νόμιμο εκπρόσωπο της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………..» ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο του με αριθμό ../21.5.2018 πρώτου εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθμ. ……./17.6.2010 Πράξης της τότε Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… περί μονομερούς συστάσεως απλής ναυτικής υποθήκης ποσού δύο εκατομμυρίων τετρακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων τετρακοσίων ενενήντα δύο ελβετικών φράγκων (2.422.492 CHF) επί του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού – τουριστικού πλοίου Α, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς με αύξοντα αριθμό εγγραφής ….., η οποία είχε συσταθεί υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ» προς εξασφάλιση της απαιτήσεώς της κατά της πλοιοκτήτριας ως άνω ΝΕΠΑ για την αποπληρωμή δανείου που χορηγήθηκε σ’ αυτήν, το οποίο (απόγραφο) είχε εκδοθεί από την τηρούσα το αρχείο της συντάξασας την Πράξη Συμβολαιογράφο Πειραιώς ………….. Κάτω από το αντίγραφο του εκτελεστού απογράφου συντάχθηκε η από 4.7.2022 επιταγή προς πληρωμή μέρους της ενυπόθηκης απαίτησης, ύψους τριακοσίων χιλιάδων ελβετικών φράγκων (300.000 CHF), υπογραφόμενη από τον ……., δικηγόρο Αθηνών και πληρεξούσιο, δυνάμει του με αριθμό ………/2022 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….., της εδρεύουσας στην Αθήνα, επί της λεωφόρου ……….., ΕΔΑΔΠ με το διακριτικό τίτλο «……….». Για την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση συντάχθηκε η με αριθμό ……../7.11.2022 επιδοτήρια έκθεση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, στην οποία αναγράφηκε ότι η εν λόγω ΕΔΑΔΠ, έχοντας αδειοδοτηθεί νόμιμα κατά το Ν. 4354/2015, ενεργούσε «ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως νόμιμη διαχειρίστρια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της δικαιούχου εταιρίας με την επωνυμία «………» και έδρα στο ……….. της Ιρλανδίας, νομίμως εκπροσωπούμενης, ειδικής διαδόχου της ως άνω δανείστριας Τράπεζας, κατά τα ειδικότερα στην επιταγή και πιο κάτω στην παρούσα αναφερόμενα. Με την επίδοση της επιταγής αυτής προσδιορίστηκαν τα υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας και μαζί της συγκοινοποιήθηκαν στην εκ δανείου οφειλέτρια ανακόπτουσα τα νομιμοποιητικά έγγραφα της επισπεύδουσας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 915, 924 εδαφ. α΄ και 925 § 1 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, στην οφειλέτρια επιδόθηκαν, μεταξύ άλλων εγγράφων που δεν είναι κρίσιμα για την παρούσα αντιδικία, πρώτον, η με αριθμό πρωτοκόλλου …../8.11.2021 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της περίληψης της από 5.11.2021 σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 § 14 του Ν. 3156/2003 από την …….. στην εταιρία «…………», δεύτερον, ακριβές αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …/14.10.2022 αποσπάσματος του Παραρτήματος της με αριθμό πρωτοκόλλου …../8.11.2021 ως άνω περίληψης, από το οποίο προέκυπτε η εκχώρηση των απαιτήσεων από την δανειακή σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ της αρχικής πιστώτριας και της ανακόπτουσας το έτος 2010, τρίτον, η με αριθμό πρωτοκόλλου …../8.11.2021 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών της περίληψης της από 5.11.2021 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων που συνήφθη μεταξύ της «…….» και της ………. και, τέταρτον, αντίγραφο του από 5.11.2021 πληρεξουσίου της «……..» προς την …………., που συντάχθηκε σύμφωνα με το Ν. 3156/2003. Στην περίληψη της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων αναφέρονται μεταξύ των εξουσιών της διαχειρίστριας και «…η δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων, διαδικασίες εκτέλεσης…». Όμως, στο από 5.11.2021 ως άνω πληρεξούσιο, ρητώς αναφέρεται ότι η «………..» παρέχει την εξουσία στην …. ……… να προβαίνει μεταξύ άλλων και στην επίσπευση διαδικασιών πλειστηριασμού και σε παράσταση σε όλες «τις σχετικές διαδικασίες και δίκες σχετικά με την εκτέλεση αποφάσεων ή άλλων εκτελεστών τίτλων» ενεργώντας πάντοτε «για λογαριασμό της και στο όνομα αυτής», δηλαδή της πληρεξουσιοδότριας (όρος 1 στοιχ. ζζ, σελ. 1 και 5). Από το περιεχόμενο της παρασχεθείσας πληρεξουσιότητας συνάγεται αναμφίβολα ότι η ……… εξουσιοδοτήθηκε από την «…………….» να ενεργεί δικαστικά ως άμεση αντιπρόσωπός της, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό της και όχι να διεξάγει δίκες ως μη δικαιούχος διάδικος, δηλαδή ενεργώντας στο δικό της όνομα με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της πληρεξουσιοδότριας. Με βάση πάντως τα έγγραφα αυτά η ανακόπτουσα επιτάχθηκε να καταβάλει το ως άνω χρηματικό ποσό (των 300.000 CHF) στην «……….» με την ιδιότητα της διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δικαιούχου «…………». Στις 11.11.2022, μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 926 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, ο δικαστικός επιμελητής της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………. έλαβε έγγραφη εντολή από τον ως άνω ……. να προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση του προαναφερόμενου επαγγελματικού – τουριστικού πλοίου της ιδιοκτησίας της καθ’ ης η εκτέλεση και ανακόπτουσας και εν συνεχεία να εκθέσει αυτό σε αναγκαστικό πλειστηριασμό ανοικτού πλειοδοτικού τύπου με ηλεκτρονικά μέσα, προκειμένου, όπως αναγράφεται στην σχετικώς συνταχθείσα (και προσβαλλόμενη) υπ’ αριθμ. …/11.11.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου «να πληρωθεί από το πλειστηρίασμα η επισπεύδουσα εταιρία με … το διακριτικό τίτλο “……..” …, η οποία ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό της υπέρ ης η εκτέλεση δικαιούχου – ειδικής διαδόχου της μεταβιβάζουσας “…………”, ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως νόμιμη διαχειρίστρια σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, ήτοι της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία “……….” με έδρα το …… Ιρλανδίας … το ποσό των ελβετικών φράγκων τριακοσίων χιλιάδων (CHF #300.000#) …». Στη συνέχεια ο ίδιος δικαστικός επιμελητής, στο πλαίσιο της αναγκαίας προδικασίας του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, εξέδωσε το κατά το άρθρο 955 § 2 ΚΠολΔ απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο στις 25.11.2022 δημοσίευσε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΠΔ 67/2015. Στο απόσπασμα αυτό αναγράφηκε ως επισπεύδουσα «Η εταιρία με την επωνυμία “……….” επ’ ονόματι και για λογαριασμό της οποίας ενεργεί η “……..”». Μετά ταύτα ασκήθηκε από την καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια η ένδικη ανακοπή, για την ακύρωση της από 4.11.2022 επιταγής προς πληρωμή και της υπ’ αριθμ. …/11.11.2022 κατασχετήριας έκθεσης, η οποία στράφηκε εναντίον της …….., «…ενεργούσας εν προκειμένω δυνάμει της από 5.11.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, επ’ ονόματι και για λογαριασμό της εταιρίας “………….” με έδρα στο ………. Ιρλανδίας». Η αναγραφή στο εισαγωγικό τμήμα του δικογράφου της επωνυμίας της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ήταν εσφαλμένη και το σφάλμα αυτό πρέπει να αποδοθεί σε προφανή παραδρομή, αφού στο εκτιθέμενο πιο κάτω στο ίδιο δικόγραφο διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης γίνεται αναφορά στην εταιρία «……….» και στον εκ μέρους της διορισμό της ……. ως διαχειρίστριας των τιτλοποιημένων απαιτήσεών της, η οποία «…με την ανωτέρω ιδιότητά της προχώρησε σε επίσπευση σε βάρος μας αναγκαστικής εκτέλεσης». Με την ανακοπή δεν αμφισβητήθηκε η ιδιότητα της «……..» ως ειδικής διαδόχου των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της αρχικής δανείστριας «……………….». Εκείνο που αμφισβητήθηκε ήταν η ιδιότητα της ………………… ως μη δικαιούχου διαδίκου και, συνακόλουθα, η νομιμοποίησή της στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, επειδή προς τούτο εξουσιοδοτήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και όχι του Ν. 4354/2015 (πρώτος κύριος λόγος ανακοπής), καθώς και η νομιμότητα της επιβληθείσας κατασχέσεως ενόψει της διάταξης του άρθρου 997 § 5 ΚΠολΔ (δεύτερος κύριος λόγος ανακοπής), ενώ με το από 24.3.2023 πρόσθετο δικόγραφο, στο οποίο έγινε αναφορά στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία με την ορθή επωνυμία της (ως «………..»), τέθηκε ζήτημα ακυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης εξαιτίας αντιθέσεώς της προς το άρθρο 281 ΑΚ. Στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ανακόπτουσα προέβη σε διόρθωση της επωνυμίας «…της δικαιούχου της απαίτησης για λογαριασμό της οποίας ενεργεί η καθ’ ης σε “……………….”…» με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της, καταχωρηθείσα στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, η οποία επαναλήφθηκε στις από 4.4.2023 προτάσεις της, με τις οποίες, επιπλέον, επικαλέστηκε για την επίδοση της ανακοπής της «στην καθ’ ης» την υπ’ αριθμ. ……../2.12.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. Η ήδη εφεσίβλητη …….. παραστάθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την ιδιότητα «της μη δικαιούχου και μη υπόχρεης διαδίκου, διαχειρίστριας και πληρεξούσιας» τόσον της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», για την οποία υποστήριξε ότι είναι ειδική διάδοχος σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 των τιτλοποιημένων απαιτήσεων της …………, μεταξύ των οποίων και της δανειακής απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύσθηκε η προσβληθείσα αναγκαστική εκτέλεση όσον και της αλλοδαπής, εδρεύουσας ομοίως στο …… της Ιρλανδίας, εταιρίας με την επωνυμία «……………….», για την οποία υποστήριξε ότι είναι υπαρκτό και αυτοτελές νομικό πρόσωπο, που τυγχάνει και αυτό ειδικός διάδοχος της ………… ως προς άλλες, πλην της επίδικης, μεταβιβασθείσες απαιτήσεις και, με βάση τους ισχυρισμούς της αυτούς, επικαλέστηκε ελάττωμα του κύριου δικογράφου, εγκείμενο στην εσφαλμένη αναγραφή της επωνυμίας της δικαιούχου των υπό τη διαχείρισή της απαιτήσεων, που δημιουργεί αμφιβολία «περί την ταυτότητα του διαδίκου» και ουσιώδη δικονομική βλάβη της, συνιστάμενη στην απροσδιοριστία του νομικού προσώπου που πρέπει να παραστεί στη δίκη και θα υπόκειται στη δέσμευση του εξ αυτής δεδικασμένου, για να ζητήσει μετά ταύτα την απόρριψη της ανακοπής ως απαράδεκτης είτε ως συνέπεια της ακυρότητας του δικογράφου της είτε λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της εταιρίας ……………. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς αυτούς και απέρριψε την ανακοπή, όπως και τον πρόσθετο αυτής λόγο εξαιτίας του παρακολουθηματικού του χαρακτήρα, ως απαράδεκτη με τις ειδικότερες παραδοχές ότι η «διόρθωση της επωνυμίας της καθ’ ης η ανακοπή από το λανθασμένο “………………….” στο ορθό “…………….”» επέφερε ανεπίτρεπτη κατά το άρθρο 224 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ «μεταβολή στο πρόσωπο της πρώτης εταιρίας, κατά της οποίας και μόνο ασκήθηκε η υπό κρίση ανακοπή – τηρηθείσας της νόμιμης αναγκαίας προδικασίας, με επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου – και ως εκ τούτου» δημιουργήθηκε αμφιβολία «για την ταυτότητα του διαδίκου, καθόσον πρόκειται για δύο διαφορετικά και αυτοτελή νομικά πρόσωπα…», χωρίς το απαράδεκτο αυτό να δύναται να θεραπευθεί «… ούτε με την εμφάνιση και παράσταση της εταιρίας με την επωνυμία “……..”, … κατά την εκδίκαση της υπό κρίση ανακοπής … η οποία (εταιρία) άλλωστε, εφόσον δεν απευθύνεται και κατά αυτής η ανακοπή, δεν κατέστη διάδικος στην προκείμενη δίκη…». Από τις παραδοχές αυτές καθίσταται σαφές ότι η εκκαλούμενη απόφαση προσέδωσε την ιδιότητα της καθ’ ης η ανακοπή στην αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία “…………”, που είχε καταστεί ειδική διάδοχος της δανειακής απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε η εκτέλεση και όχι στην διαχειρίστριά της …………….. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται ότι οδηγήθηκε συνεκτιμώντας την αναφορά στο ένδικο κύριο δικόγραφο της …………… ως ενεργούσας «επ’ ονόματι και για λογαριασμό» της ειδικής διαδόχου της εκτελούμενης απαίτησης και τις ομοίου περιεχομένου αναφορές, αφενός, στο από 5.11.2021 πληρεξούσιο της «…………….» προς την ……………………. και, αφετέρου, στο ως άνω απόσπασμα της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, στο οποίο η «………………………..» αναγράφεται ως επισπεύδουσα. Ρητώς, πάντως, το ίδιο συμπέρασμα αιτιολογήθηκε με την επίκληση της επίδοσης της ανακοπής στην «………..» ούτε την ………., ανεξαρτήτως της παραστάσεως αμφοτέρων στο ακροατήριο. Βέβαια, η προαναφερόμενη επιδοτήρια της ανακοπής υπ’ αριθμ. …………../2.12.2022 έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …………… δεν προσκομίζεται στο παρόν Δικαστήριο από την εκκαλούσα, η οποία ούτε σε επίκλησή της στη δευτεροβάθμια δίκη προβαίνει. Όμως, ανεξαρτήτως του ότι με την εκκαλουμένη βεβαιώνεται ότι η ανακοπή δεν επιδόθηκε στην ήδη εφεσίβλητη …….. και αυτή η τελευταία με τις από 19.10.2023 προτάσεις της (σελ. 11) υποστηρίζει ότι «… η αντίδικος τήρησε την απαιτούμενη εκ του νόμου προδικασία μόνο για την εταιρία “………….”, στην οποία και επέδωσε το δικόγραφο της ως άνω ανακοπής και ουδεμία προδικασία τήρησε για την επισπεύδουσα “…………………”…», χωρίς ο ισχυρισμός της αυτός να αντικρούεται ή να αμφισβητείται από την εκκαλούσα. Πάντως, ανεξαρτήτως της ορθότητας των παραδοχών της εκκαλουμένης, που είναι αμφίβολη ιδίως στο σημείο τους που αναφέρεται στον κίνδυνο συγχύσεως ως προς την ταυτότητα της αληθούς δικαιούχου της εκτελούμενης απαίτησης, η οποία προέκυπτε με σαφήνεια από το συνολικό περιεχόμενο του κυρίου δικογράφου της ανακοπής, τις οποίες (παραδοχές), όμως, φαίνεται να επιβεβαιώνει η εφεσίβλητη, προσδίδοντας και αυτή κατά τα αμέσως προαναφερόμενα την ιδιότητα της επισπεύδουσας την εκτέλεση στην εταιρία «………….» και όχι στην ίδια (ως μη δικαιούχο διάδικο), παρά τα αναφερόμενα στην ως άνω από 4.11.2022 επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία προσδιορίστηκαν τα υποκείμενα της εκτελεστικής διαδικασίας, ως προς τα οποία οι αντίδικες τελούν σε σύγχυση, το μόνο βέβαιον είναι ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την ανακοπή θεωρώντας ως καθ’ ης αυτή στρεφόταν την αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…………………», η οποία με τον τρόπο αυτό απέκτησε την ιδιότητα τόσον του διαδίκου στην πρωτοβάθμια, όσον και του εφεσίβλητου στην δευτεροβάθμια δίκη, σύμφωνα με όσα συνάγονται από τη διάταξη του άρθρου 517 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ. Παρά ταύτα, η εκκαλούσα δεν στρέφει την ένδικη έφεσή της κατ’ αυτής αλλά κατ’ άλλου νομικού προσώπου, δηλαδή της …………, η οποία κατά τη συναγόμενη από το σύνολο των ισχυρισμών της αντίληψή της υπήρξε η αντίδικός της στην πρωτοβάθμια δίκη ως η καθ’ ης στράφηκε η ανακοπή της.

IV. Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. Ι της παρούσας αναφέρθηκαν η ένδικη έφεση είναι απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης και για το λόγο αυτό αυτεπαγγέλτως απορριπτέα, δεδομένου ότι κατά το νόμο θα έπρεπε να στραφεί είτε κατά μόνης της «…………..» είτε και κατ’ αυτής, εφόσον η εκκαλούσα θεωρούσε ότι η εν λόγω αλλοδαπή εταιρία εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ως διάδικος αντί της ήδη εφεσίβλητης ΕΔΑΔΠ. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασής του το Δικαστήριο αυτό σημειώνει ότι λαμβάνει επιπλέον υπόψη του, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 76 § 1 ΚΠολΔ, επί αναγκαίας ομοδικίας ο απολιπόμενος αναγκαίος ομόδικος εκπροσωπείται από τον παριστάμενο, εφόσον ο πρώτος μετέχει νόμιμα στη δίκη, δηλαδή έχει καταστεί διάδικος και έχει κλητευθεί νόμιμα (ΑΠ 663/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019, ΕΠολΔ 2019/423) και, δεύτερον, ότι μεταξύ της δικαιούχου των απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν κατά τους Ν. 3156/2003 και 4354/2015 και της διαχειρίστριάς τους δημιουργείται σχέση αναγκαίας ομοδικίας λόγω του αποκλειστικού χαρακτήρα της ex lege εξαιρετικής νομιμοποίησης της δεύτερης (ΑΠ 1102/2022, Ε7 2022/1434 = ΝοΒ 2022/1964, ΑΠ 368/2019, ΕΠολΔ 2019/423). Σχετικώς, όμως, επισημαίνει παράλληλα και ότι εν προκειμένω, αφενός, όπως προκύπτει από τις κατατεθείσες στο ακροατήριό του προτάσεις της η εφεσίβλητη παραστάθηκε με την ιδιότητα «της μη δικαιούχου και μη υπόχρεης διαδίκου, διαχειρίστριας και πληρεξούσιας των απαιτήσεων αμφοτέρων των αλλοδαπών εταιριών με τις επωνυμίες «……………» και «…………………….», στη δεύτερη από τις οποίες περιήλθε με ειδική διαδοχή η εκτελούμενη εν προκειμένω απαίτηση και, αφετέρου, ότι εν τέλει συνομολογείται ότι υπέρ ης η επίμαχη εκτελεστική διαδικασία και δικαιούχος της εκτελούμενης απαίτησης είναι στην πραγματικότητα η αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………………». Από τις διαπιστώσεις αυτές συνάγεται ότι στην παρούσα αντιδικία οι εταιρίες «………………….» και ………….. δεν ομοδικούν αναγκαστικά, αφού η δεύτερη δεν τυγχάνει διαχειρίστρια της απαίτησης της πρώτης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η επίδικη εκτέλεση, με αποτέλεσμα η παρασταθείσα εφεσίβλητη να μη δύναται να εκπροσωπήσει συννόμως την «………………..», κατά της οποίας άλλωστε ούτε στράφηκε η υπό κρίση έφεση ούτε επιχειρήθηκε επίδοσή της, όπως κατά το νόμο έπρεπε να συμβεί, δεδομένου ότι επί αναγκαίας ομοδικίας, η έφεση του κοινού των ομοδίκων αντιδίκου πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 517 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ), να απευθύνεται εναντίον όλων των ομοδίκων (ΑΠ 1552/2007, Δνη 2009/764, ΑΠ 6281/2010, Δνη 2012/529, Σ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 55).

V. Μετά την απόρριψη της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της, για τον δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό, σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ