Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 624/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός     624  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

 

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η προσβαλλόμενη με αριθμό 3026/2015 οριστική απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εκδόθηκε επί της από 24.2.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας η ενάγουσα, εδρεύουσα στον Πειραιά και νομίμως εκπροσωπούμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……..», που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών προστασίας του θαλάσσιου και του παράκτιου περιβάλλοντος και της ανάληψης έργων αντιρρύπανσης και απορρύπανσης αντί αμοιβής καθοριζόμενης, κατά τους ισχυρισμούς της, βάσει τιμοκαταλόγου της, γνωστού και αποδεκτού από τους ναυτιλιακούς και ασφαλιστικούς κύκλους καθ’ άπασα την Επικράτεια, περιλαμβάνοντος άλλωστε τις ειθισμένες και εύλογες αμοιβές για την εκτέλεση παρόμοιων εργασιών και την παροχή υπηρεσιών αυτού του είδους, εξέθετε ότι με σύμβαση, που καταρτίστηκε στις 26.10.2010 μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης νομίμως εκπροσωπούμενης ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στο ……, ανάλαβε την υποχρέωση αντί αμοιβής, αφενός, να λάβει, όπως στην εργοδότρια υποδείχθηκε από το Κέντρο Επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, που κινδύνευε από ενδεχόμενη διαρροή καυσίμων και πετρελαιοειδών μειγμάτων στη θάλασσα από το ρυμουλκό (Ρ/Κ) πλοίο ΔΙΙ, που ανήκε στην πλοιοκτησία της εν λόγω ναυτικής εταιρίας, ήταν νηολογημένο στο Νηολόγιο Πλοιαρίων Πειραιώς με αριθμό ……. και βυθίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης.10.2010 στο θαλάσσιο χώρο της χοάνης εκβολής του ποταμού Κηφισού στο φαληρικό όρμο, στη Μαρίνα ΣΕΦ, στο εξωτερικό κρηπίδωμα της οποίας ήταν ελλιμενισμένο, συνεπεία ισχυρής νεροποντής που προκάλεσε άνοδο της στάθμης των υδάτων, η εισροή των οποίων στο εσωτερικό του σκάφους δημιούργησε κλίση ως προς τον κάθετο άξονά του και επέφερε απώλεια της ευστάθειάς του και τελικώς τη βύθισή του και, αφετέρου, να ανελκύσει με δικά της μέσα το βυθισμένο σκάφος και να το μεταφέρει σε άλλο σημείο. Με βάση τα περιστατικά αυτά και με την πρόσθετη επίκληση ότι υπαίτιος για τη βύθιση του πλοίου είναι ο πλοίαρχος αυτού, πέμπτος των εναγομένων, ……, που επέδειξε αμέλεια ως προς τη φύλαξή του κατά τη διάρκεια του ζημιογόνου συμβάντος, επειδή τα ύδατα εισήλθαν από ανασφάλιστο φινιστρίνι, η ενάγουσα έστρεψε την αγωγή της κατά της πλοιοκτήτριας, των μελών της διοικήσεώς της, δεύτερου έως και τέταρτου των εναγομένων και του πλοιάρχου, των οποίων ζήτησε τη, νομιμότοκη από της επιδόσεώς της, καταδίκη στην πληρωμή της αμοιβής της, καθώς και των εξόδων και των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε προς αποτροπή του κινδύνου θαλάσσιας ρύπανσης, εκτελώντας τις αναλυτικά αναφερόμενες εργασίες, τις οποίες τιμολόγησε στο χρηματικό ποσό των είκοσι μιας χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (21.924,75 €), ως εις ολόκληρον ενεχομένων, της μεν πλοιοκτήτριας αντικειμενικώς, σύμφωνα με το νόμο, λόγω της ιδιότητάς της αυτής αλλά και υποκειμενικώς ως εκ της συμβατικής της δεσμεύσεως, των δε …….., δεύτερου, ….., τρίτου και ….., τέταρτου των εναγομένων, αντικειμενικώς υπό την ιδιότητα εκάστου ως προέδρου, αντιπροέδρου και γραμματέα του διοικητικού της συμβουλίου αντίστοιχα και απάντων ως νομίμων εκπροσώπων της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας και του ………, κυβερνήτη του σκάφους που βυθίστηκε, αντικειμενικώς λόγω της ιδιότητάς του αυτής αλλά και υποκειμενικώς βάσει της πταισματικής του ευθύνης, για τον οποίο υποστήριξε ότι λόγω της επιδειχθείσας αμέλειάς του υπήρξε το υπαίτιο της βυθίσεως πρόσωπο. Πέραν της ευθείας εναγωγής των ανωτέρω, η ενάγουσα στο αγωγικό δικόγραφο, με το οποίο παραιτήθηκε ρητά από προηγούμενη αγωγή που είχε ασκήσει εναντίον των τεσσάρων [4] πρώτων από τους εναγόμενους, σώρευσε αντικειμενικά και πλαγιαστικό αίτημα να υποχρεωθούν οι έκτη και έβδομη ασφαλιστικές εταιρίες, που είχαν συνάψει με την πλοιοκτήτρια ναυτική εταιρία τις αναφερόμενες συμβάσεις ασφαλίσεως του πλοίου κατά των κινδύνων τόσον της επιβολής μέτρων αποφυγής θαλάσσιας ρύπανσης από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές όσον και της ανέλκυσής του, σε περίπτωση που βυθιζόταν, καθώς και της μεταφοράς του ναυαγίου του, να καταβάλουν εις ολόκληρον και με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο το προαναφερθέν χρηματικό ποσό (21.924,75 €) στην ασφαλισμένη (πλοιοκτήτρια), που αδρανούσε να ασκήσει τις αξιώσεις της στην ασφαλιστική αποζημίωση, μολονότι είχε, προηγουμένως μεν πλην ακάρπως,  οχληθεί για την πληρωμή του εργολαβικού ανταλλάγματος, των εξόδων και των δαπανών της από την ενάγουσα ήδη από τις 2.6.2011, οπότε η τελευταία της απέστειλε το ενσωματωμένο στην αγωγή χρεωστικό σημείωμα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε ερήμην της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας τις ενωμένες στο ίδιο δικόγραφο, ευθεία και πλαγιαστική, αγωγές κατά την τακτική διαδικασία και με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε από αυτές τη δεύτερη ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας που ενείχε η παράλειψη αναφοράς του χρόνου, του τρόπου και των συνθηκών υπό τις οποίες η δικαιούχος του ασφαλίσματος αδράνησε ως προς τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της έναντι των συνασφαλιστριών της, ενώ δέχθηκε κατ’ ουσίαν την πρώτη (ευθεία) αγωγή, ως προς μεν το νομικό πρόσωπο της πλοιοκτήτριας εταιρίας λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της πραγματικής της βάσης, που συνήγαγε από την ερημοδικία της, ως προς δε τα λοιπά εναχθέντα φυσικά πρόσωπα, επειδή έκρινε, αφενός, ότι ο πέμπτος από αυτούς ευθυνόταν το μεν λόγω της υπαίτιας (αμελούς) συμπεριφοράς που επέδειξε κατά τη ναυτική διαχείριση του βυθισθέντος πλοίου, το δε λόγω της ιδιότητάς του ως πλοιάρχου και, αφετέρου, ότι οι λοιποί εναγόμενοι ευθύνονταν αντικειμενικώς λόγω της ιδιότητας εκάστου και ως εκ της συμμετοχής τους στο διοικητικό συμβούλιο της πλοιοκτήτριας εταιρίας κατά το χρόνο επελεύσεως του ζημιογόνου περιστατικού, υποχρεώνοντας μετά ταύτα άπαντες τους ως άνω εναγομένους στην εις ολόκληρον καταβολή προς την ενάγουσα του αιτηθέντος χρηματικού ποσού των είκοσι μιας χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (21.924,75 €) ως συμβατική μεν αμοιβή της (οφειλόμενη από την πρώτη εναγόμενη) αλλά και προς αποκατάσταση των δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε για την αποτροπή της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος και την ανέλκυση του Ρ/Κ ΔΙΙ, για την οποία κρίθηκαν ex lege υπεύθυνοι όλοι οι εναγόμενοι.

Την απόφαση αυτή, που επειδή δεν έχει πληγεί με έφεση από την πλοιοκτήτρια εταιρία και τον αντιπρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου, ………., έχει ήδη ως προς αυτούς τελεσιδικήσει (ΑΠ 802/2005, Δνη 2005/1695 = ΕΕΔ 2006/349, ΑΠ 481/1993, Δνη 1994/1562), προσβάλλουν πλέον με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και με έννομο συμφέρον (άρθρα 68, 516 και 534 ΚΠολΔ), που απορρέει από τη βλάβη εκάστου εκκαλούντος, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΑΠ 920/2013, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ), οι λοιποί, ως ολικώς ή εν μέρει ηττηθέντες, διάδικοι και συγκεκριμένα Α] η ενάγουσα – εκκαλούσα της από 14.10.2015 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …..) έφεσης [Α έφεση], που στρέφεται καθ’ όλων των εναγομένων της πρωτοβάθμιας δίκης με αίτημα, όμως, τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης μόνον ως προς το κεφάλαιό της, με το οποίο απορρίφθηκε η σωρευθείσα στο αγωγικό δικόγραφο πλαγιαστική αγωγή της κατά των ως άνω ασφαλιστικών εταιριών, Β] οι δεύτερος και τέταρτος των εναγομένων ……. .. – εκκαλούντες της από 19.11.2015 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ….. και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……) έφεσης [Β έφεση], που στρέφεται κατά μόνης της ενάγουσας με αίτημα καθολικής απορρίψεως της αγωγής και Γ] ο πέμπτος των εναγομένων …… .. .. – εκκαλών της από 20.11.2015 (και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ….. και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……) έφεσης [Γ έφεση], που στρέφεται κατά της εφεσίβλητης –  ενάγουσας διατυπώνοντας ομοίως αίτημα συνολικής απορρίψεως της αγωγής.

ΙΙ. Οι εφέσεις αυτές αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και, επειδή είναι συναφείς, πρέπει να συνεκδικαστούν, κατ’ άρθρα 31, 246 και 524 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, προκειμένου να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης με παράλληλη μείωση των εξόδων. Η δε συζήτηση της Α έφεσης θα χωρήσει σα να ήταν παρόντες και οι τέσσερις [4] πρώτοι εφεσίβλητοι, οι οποίοι, μολονότι κλήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρα 122 § 1, 123 § 1, 126 § 1 περ. α, δ, 128 §§ 1, 4 και 226 § 4 εδαφ. β, γ ΚΠολΔ) να παραστούν κατά την αρχικώς για την εκδίκασή της ορισθείσα δικάσιμο της 3ης.3.2016, από την οποία έλαβε διαδοχικές αναβολές για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, όπως αποδεικνύεται από τις με αριθμούς ……. τέσσερις [4] αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……, σε καθεμία των τριών [3] πρώτων από τις οποίες έχουν επισυναφθεί έκθεση εγχειρίσεως και βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής θυροκολληθέντος δικογράφου, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα της έφεσης αυτής, εντούτοις τα εξ αυτών φυσικά πρόσωπα δεν εμφανίστηκαν, άπαντες δε οι εφεσίβλητοι αυτοί δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου (άρθρο 524 § 4 ΚΠολΔ) κατά την ως άνω μετ’ αναβολές δικάσιμο, για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευσή τους, δεδομένου ότι η σημείωση εκάστης προηγούμενης αναβολής στο πινάκιο επείχε θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων [και των απολιπομένων] για κάθε επόμενη μετ’ αναβολή δικάσιμο. Οι ίδιες εφέσεις, με τις οποίες πλήττεται εκκλητή απόφαση, έχουν ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου τους στη Γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, συνοδευόμενου από το αντίστοιχο για καθεμία νόμιμο παράβολο (άρθρα 495, 500, 511 και 513 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμες (άρθρα 499 και 518 §§ 1, 2 ΚΠολΔ), αφού η κατάθεση της Β και της Γ έφεσης πραγματοποιήθηκε εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ από τη, με παραγγελία της εκκαλούσας της Α έφεσης, επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στους εκκαλούντες των εφέσεων αυτών στις 21.10.2015 και στις 3.11.2015 αντίστοιχα (βλ. τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……. τρεις [3] αντίστοιχες επιδοτήριες εκθέσεις του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή), ενώ η κατάθεση της Α έφεσης έγινε στις 15.10.2015, πριν δηλαδή από την επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως (τακτική) διαδικασία, με την εξαίρεση της Α έφεσης, η οποία κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον των πρώτης έως και πέμπτου των πρωτοδίκως εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων είναι απαράδεκτη και ως τέτοια θα απορριφθεί αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ. 3613/2007, ΕφΑΔ 2008/818, ΕφΑθ. 4195/2004, ΝοΒ 2005/102), δεδομένου ότι ως προς αυτούς η αγωγή της εκκαλούσας έγινε καθ’ ολοκληρίαν δεκτή, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται έννομο κατά την έννοια του άρθρου 516 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ συμφέρον της στην προσβολή της εκκαλουμένης, το διατακτικό της οποίας δεν απέκλινε από τις αιτήσεις της (ΕφΠειρ. 234/2010, ΠειρΝ 2010/404, ΜονΕφΔωδ. 121/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς, παράλληλα, να επικαλείται βλάβη της από δυσμενείς για τα έννομα συμφέροντά της αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης (ΑΠ 336/2013, ΑΠ 1947/2009, ΕφΝαυπλ. 121/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 39/2011, ΑχΝομ 2012/441, ΕφΘεσ. 654/2009, ΕφΑΔ 2009/719, ΕφΘεσ. 956/2009, ΕΠολΔ 2010/359). Δικαστικά έξοδα όμως δεν θα επιβληθούν αφού οι νικώντες εφεσίβλητοι λόγω της ερημοδικίας τους ούτε αντίστοιχο αίτημα υπέβαλαν ούτε σε δαπάνες για την άμυνά τους κατά της εφέσεως υποβλήθηκαν.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί, όπως και το έννομο συμφέρον, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνώμενη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της και καταρχήν συμπίπτει με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη συνήθη νομιμοποίηση τα γεγονότα στα οποία αυτή θεμελιώνεται ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής της βάσης (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Αν όμως τα περιστατικά που δικαιολογούν τη νομιμοποίηση των διαδίκων δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, απαιτείται η παράθεση στο δικόγραφό της και των γεγονότων αυτών, όπως ρητώς ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ (ΕφΑθ. 7138/2003, Δνη 2004/821). Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις της ξενοδικίας, όπου δηλαδή ο νόμος απονέμει σε τρίτο πρόσωπο την εξουσία δικαστικής άσκησης αλλοτρίου δικαιώματος στο δικό του όνομα και δικαιολογείται από τον εξαιρετικό χαρακτήρα της εξουσίας αυτής (ΑΠ 2136/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, § 2, IV Α Ι, αρ. 30, σελ. 47 επομ.). Περίπτωση κατ’ εξαίρεση νομιμοποιήσεως, απονομής δηλαδή από το νόμο εξουσίας διεξαγωγής της δίκης στο δικό του όνομα σε τρίτο πρόσωπο, εκτός του φορέα του επιδίκου δικαιώματος, και μάλιστα συντρέχουσας, υπό την έννοια ότι η νομιμοποίηση του τρίτου δεν αποκλείει την επί δικαστηρίου υπεράσπιση του δικαιώματος και από το φορέα του, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 142), που επιτρέπει στο δανειστή να ζητήσει δικαστική προστασία για λογαριασμό του, ασκώντας αυτός τα δικαιώματα του οφειλέτη του, που δε συνδέονται στενά με το πρόσωπό του, εφόσον ο τελευταίος δεν τα ασκεί. Με τη θεσμοθέτηση της πλαγιαστικής αγωγής σκοπείται η διασφάλιση της περιουσίας του οφειλέτη και συνακόλουθα, εμμέσως, η προστασία του πλαγιαστικώς ενάγοντος δανειστή, με την προσδοκία περιελεύσεως της αναζητούμενης παροχής στον οφειλέτη, από τον οποίο και μπορεί κατόπιν να ικανοποιήσει τη δική του αξίωση (ΑΠ 928/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 369/2011, ΝοΒ 2011/2151, ΕφΑθ. 327/2001, Δνη 2003/796, Γ. Μητσόπουλος/Κ. Κεραμεύς, γνμδ σε Δνη 1983/4 επομ. [12 – 13], Χ. Φραγκίστας, Συνέπειαι της πλαγίας αγωγής, Θ 1939/108 επομ. [110]), ζητώντας μέχρι τότε πλαγιαστικά έννομη προστασία και νομιμοποιούμενος ως μη δικαιούχος διάδικος (ΑΠ 1322/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 235/2010, ΕφΑΔ 2010/828 = ΧρΙΔ 2011/205 = Δνη 2011/1350, ΑΠ 531/2009, Αρμ. 2010/678, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ. 235, Α. Ταμαμίδης, Επικουρική σώρευση ευθείας και πλαγιαστικής αγωγής κατά του ασφαλιστή, Αρμ. 1992/434 επομ. [440]). Το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής συνίσταται στην καταδίκη του πλαγιαστικώς εναγομένου να καταβάλει στον αδρανούντα δικαιούχο της απαιτήσεως που ασκείται πλαγιαστικά και όχι στον ενάγοντα τρίτο (ΑΠ 1061/2015, ΑΠ 1544/2010, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4301/2006, ΔΕΕ 2007/79), ενώ για την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής προϋποτίθενται: α) η συνδρομή στο πρόσωπο του πλαγιαστικώς ενάγοντος της ιδιότητας του δανειστή του δικαιούχου της απαιτήσεως που ασκείται πλαγιαστικά (ΕφΑθ. 3766/2009, ΕΔΠ 2010/259), β) η ύπαρξη περιουσιακού (μη προσωποπαγούς) δικαιώματος του οφειλέτη του ενάγοντος δανειστή κατά του πλαγιαστικώς εναγομένου τρίτου, που ασκείται με την αγωγή, το οποίο κατά το χρόνο της ασκήσεώς της πρέπει να είναι κεκτημένο και απαιτητό (ΑΠ 323/2016, Ε7 2017/285, ΑΠ 928/2015, ο.π., ΑΠ 381/2008, ΧρΙΔ 2008/837, ΕφΛαρ. 417/2012, Δικογραφία 2013/30, ΕφΘεσ. 3081/2005, Αρμ. 2006/69, Γ. Διαμαντόπουλος, Πλαγιαστική άσκηση αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, κατ’ άρθρα 932 – 933 ΑΚ, γνμδ σε ΕφΑΔ 2013/976 επομ. [977]), ακόμα και αν δεν είναι εξοπλισμένο με εκτελεστό τίτλο (ΕφΑθ. 2335/1992, Δνη 1995/645) και γ) η αδράνεια του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως προς την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Ειδικότερα, αδράνεια σημαίνει σκόπιμη ή αθέλητη παράλειψη του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος να καταδιώξει το δικό του οφειλέτη – πλαγιαστικώς εναγόμενο (ΑΠ 623/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2014, ΕφΑΔ 2014/295 = Ε7 2014/845, ΑΠ 499/2011, ΝοΒ 2011/1577 = Δνη 2011/1052) είτε ανυπαίτια, οφειλόμενη δηλαδή σε αμέλεια ή αδιαφορία του ή σε οικονομική του αδυναμία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα (ΑΠ 1671/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5474/2007, Δνη 2008/819, ΕφΠειρ. 1/2005, ΔΕΕ 2005/306 = ΕπιΔικΙΑ 2005/228) είτε ακόμα και υπαίτια, εκδηλούμενη δηλαδή με πρόθεση καταδολιεύσεως του δανειστή (Λ. Κιτσαράς, ο.π., σελ. 202) ή σε συμπαιγνία με τον οφειλέτη του (Α. Πλεύρη, ο.π., σελ. 153). Κατ’ αδήριτη λογική αναγκαιότητα, βέβαια, η αδράνεια προϋποθέτει την παρέλευση ενός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη στιγμή που ο οφειλέτης του πλαγιαστικώς ενάγοντος αποκτήσει την ιδιότητα του δανειστή του δικού του οφειλέτη, κατά του οποίου θα στραφεί πλαγιαστικά ο πρώτος (Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, § 29, αρ. 183, σελ. 713). Σ’ αυτήν  ακριβώς την αδράνεια που επιδεικνύει ο οφειλέτης του προς ενάσκηση του δικαιώματός του, όπως και στη δυνατότητα να ικανοποιηθεί από αυτό η δική του αξίωση, θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του μη δικαιούχου ενάγοντος στην έγερση της πλαγιαστικής αγωγής (ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 985/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 499/2011, ο.π., ΑΠ 1430/2009, ΕπιΔικΙΑ 2010/19, Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Ι, 2016, άρθρο 72, αρ. 2, σελ. 246, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Ν. Νίκας], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 72, αρ. 1, σελ. 164), το οποίο μάλιστα επιτελεί εν προκειμένω, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις της συντρέχουσας ενεργητικής ξενοδικίας (Α. Πλεύρη, ο.α.α, Στ. Κουταλιανός, σε Η. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2, 2011, [8], αρ. 18, σελ. 264), νομιμοποιητική λειτουργία (ΜονΕφΑθ. 1029/2016, ΔΕΕ 2016/1267 = ΕΕμπΔ 2016/857), αφού αποτελεί το λόγο της νομοθετικής παροχής στον μη δικαιούχο εξουσίας δικαστικής ασκήσεως του αλλότριου δικαιώματος, που συνίσταται στην ανάγκη να λάβει αυτός αποτελεσματική έννομη προστασία. Η συγκεκριμένη αυτή λειτουργία του εννόμου συμφέροντος διαφοροποιεί στην περίπτωση της πλαγιαστικής αγωγής τον κρίσιμο χρόνο για την επίκληση και τη διαπίστωση της συνδρομής του. Πράγματι, ενώ, όπως συμβαίνει με όλες τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το έννομο συμφέρον αρκεί να υφίσταται το βραδύτερο κατά το χρόνο της συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση σε κάθε βαθμό (ΑΠ 2136/2014, ο.π., ΑΠ 1877/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 13/1987, Δνη 1988/114, ΤριμΕφΠειρ. 76/2014, ΠειρΝ 2014/76, ΤριμΕφΠειρ. 664/2013, ΕΝαυτΔ 2013/231, ΜονΕφΘεσ. 387/2017, Αρμ. 2017/1163 = Ε7 2018/702, Ν. Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 45), εδώ τα περιστατικά που το θεμελιώνουν πρέπει να εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο (άρθρο 216 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ), διότι θεμελιώνουν ταυτόχρονα τη διαδικαστική προϋπόθεση της ενεργητικής νομιμοποίησης (Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 71, Κ. Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, σελ. 139, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Ν. Νίκας], ο.π., άρθρο 68, αρ. 12, σελ. 147, Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Το έννομο συμφέρον του ενάγοντος, 1995, σελ. 92, Γ. Μητσόπουλος, Η αναγνωριστική αγωγή, 1947, § 8, σελ. 168, σημ. 1). Η επίκλησή τους είναι απαραίτητη για την πληρότητα του περιεχομένου της πλαγιαστικής αγωγής και η παράλειψή τους ή η ελλιπής αναφορά τους επάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης (ΑΠ 35/2013, ΕπισκΕΔ 2013/341, ΑΠ 433/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 398/2007, ΝοΒ 2007/2413). Αντιθέτως, η ύπαρξη του δικαιώματος του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος αποτελεί, κατά την ορθότερη άποψη (ΕφΑθ. 2152/1990, σε Δ 1991/125, με σύμφωνες παρατηρήσεις Αθ. Κρητικού, Γ. Μητσόπουλος/Κ. Κεραμεύς, ο.π., σελ. 11), στοιχείο της ιστορικής βάσης της πλαγιαστικής αγωγής (αναγκαίο για τη νομική της βασιμότητα) και όχι της νομιμοποίησης του μη δικαιούχου ενάγοντος, αφού συνιστά κατ’ ουσίαν το αντικείμενο της διαγνωστικής δίκης και του δεδικασμένου που πρόκειται να παραχθεί. Για το λόγο αυτό άλλωστε ο πλαγιαστικώς εναγόμενος οφειλέτης προς αντίκρουσή της μπορεί, μεταξύ άλλων, είτε να αμφισβητήσει την ιδιότητα του φερομένου ως αδρανούντος οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως δικού του δανειστή, να αρνηθεί δηλαδή τη δική του υποχρέωση προς αυτόν (ΑΠ 928/2015, ο.π., ΑΠ 235/2010, ο.π., ΑΠ 146/2007, ΝοΒ 2008/637) είτε να προβάλει περαιτέρω και ισχυρισμούς καταλυτικούς του δικαιώματος του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος και δανειστή του (ΑΠ 965/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1000/2013, ΕΕμπΔ 2013/895, ΑΠ 1880/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1940/2013, ΕΕμπΔ 2014/667), αν δε η άμυνά του αποβεί επιτυχής η πλαγιαστική αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη. Είναι αυτονόητο ότι η κατ’ ουσίαν απόρριψη προϋποθέτει ότι τα παραγωγικά του δικαιώματος του οφειλέτη του πλαγιαστικώς ενάγοντος και δανειστή του πλαγιαστικώς εναγομένου πραγματικά περιστατικά θα έχουν προβληθεί με επάρκεια και πληρότητα και θα αποτελούν περιεχόμενο νόμιμου ισχυρισμού, διότι, στην αντίθετη περίπτωση η πλαγιαστική αγωγή θα έχει προηγουμένως απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (αόριστη) ή ως νομικά αβάσιμη αντίστοιχα. Εξάλλου, πλαγιαστική αγωγή παρέχεται και στο ζημιωθέντα από πράξη άλλου, ο οποίος έχει ασφαλίσει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη του σε ασφαλιστή με σύμβαση μη υποχρεωτικής ή γενικής ασφάλισης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 87/16.5.1997). Η ασφάλιση της γενικής αστικής ευθύνης, αποτελεί ασφάλιση παθητικού, δηλαδή οφειλής και δη χρηματικής (Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2014, αρ. 422, σελ. 251, Α. Αργυριάδης, Στοιχεία Ασφαλιστικού Δικαίου, 2007, σελ. 124) και περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, καλύπτει δε κυρίως επαγγελματικούς και επιχειρηματικούς κινδύνους (Ε. Τζίβα, Ο ν. 2496/1997 και η ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, σε ΕπιΔικΙΑ 2009/107 επομ.). Εν αντιθέσει δε προς την ασφάλιση της ευθύνης εξ αυτοκινητικών ατυχημάτων, που ρυθμίζεται από το Ν. 489/1976 «Περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης» (ΦΕΚ Α 331/11.12.1976) και εκείνης η οποία είναι υποχρεωτική εκ του νόμου (άρθρο 26 Ν. 2496/1997), η ασφάλιση της αστικής ευθύνης είναι προαιρετική και δημιουργεί συμβατική σχέση, συνακόλουθα δε δικαιώματα και υποχρεώσεις, μόνο μεταξύ του ασφαλιστή και του αντισυμβαλλομένου του (του ασφαλισμένου). Για το λόγο αυτό ο τρίτος που ζημιώθηκε και έχει αξίωση αποζημίωσης κατά του ασφαλισμένου, αν δεν προτιμά να κατάσχει κατ’ άρθρο 712 ΚΠολΔ συντηρητικά στα χέρια του ασφαλιστή σαν τρίτου την απαίτηση του ασφαλισμένου (Αθ. Κρητικός, ο.π., αρ. 2, σελ. 663), μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνον πλαγιαστικά (ΑΠ 179/2014, ΕΕμπΔ 2014/908 = Ε7 2014/1002, ΤριμΕφΠειρ. 291/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 1039/2013, ΕπισκΕΔ 2013/674, ΤριμΕφΘεσ. 86/2013, ΕπισκΕΔ 2014/127, ΕφΘεσ. 2407/2010, ΕπισκΕΔ 2011/224, ΕφΠειρ. 286/2007, ΕΝαυτΔ 286/2007 = ΕπιΔικΙΑ 2008/101, ΕφΠατρ. 543/2007, ΑχΝομ 2008/520, ΜονΕφΑθ. 1022/2017, ΔΕΕ 2017/678, Α. Δημητριάδης, Ευθείες αξιώσεις τρίτων ζημιωθέντων κατά των ασφαλιστών αστικής ευθύνης στο πεδίο της θαλάσσιας ασφάλισης, υπό το πρίσμα των διεθνών συμβάσεων, σε ΕΝαυτΔ 2015/81 επομ. [83]), δεδομένου ότι ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή παρέχεται στο ζημιωθέντα τρίτο μόνον όταν ο λήπτης της ασφάλισης του έχει εκχωρήσει την σχετική αξίωσή του με σύμβαση (ΕφΘεσ. 2407/2010, ΕπισκΕΔ 2011/224, Ζ. Σκουλούδης, Δίκαιο Ιδιωτικής Ασφάλισης, 1999, σελ. 347), ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ο ζημιωθείς τρίτος δεν συνδέεται ευθέως με την αξίωση του ασφαλισμένου από την ασφαλιστική σύμβαση (ΑΠ 109/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αξίωση αυτή γεννάται όταν ο τρίτος που ζημιώθηκε, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημιάς του αγωγή, γιατί μόνον έκτοτε πραγματώνεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιορισθεί με δικαστική απόφαση ή με εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξιώσεως του τρίτου, που ζημιώθηκε και επομένως ούτε και το ποσό της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή και έκτοτε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή (ΑΠ 232/2010, ΔΕΕ 2010/1073 = ΕΕμπΔ 2011/147 = ΕπιΔικΙΑ 2011/147 = Δνη 2011/1352, ΑΠ 2332/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1275/2009, ΕΕμπΔ 2010/647 = ΝοΒ 2010/893, ΑΠ 134/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1430/2009, ο.π., ΑΠ 146/2007, ο.π., ΑΠ 1884/2005, Δνη 2006/451, ΑΠ 277/1999, Δνη 1999/1312 = ΕΕμπΔ 1999/546, ΑΠ 1596/1995, Δνη 1997/1060 = ΔΕΕ 1996/282 = ΕΕμπΔ 1996/347 = ΕΕΝ 1997/329, ΑΠ 728/1985, ΕΕμπΔ 1986/102 = ΝοΒ 1986/563, ΤριμΕφΠειρ. 197/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 664/2915, ΔΕΕ 2016/376, ΤριμΕφΘεσ. 2477/2014, ΕπισκΕΔ 2014/790, ΕφΠατρ. 713/2008, ΑχΝομ 2009/457), χωρίς να αρκεί προς τούτο απλή εξώδικη έγγραφη ειδοποίηση του τρίτου παθόντος στον ασφαλισμένο προς καταβολή της αποζημιώσεως (ΕφΑθ. 5531/2006, ΕΕμπΔ 2007/620 = ΝοΒ 2007/429, ΕφΑθ. 4438/2003, ΕΕμπΔ 2003/843 = ΕπιΔικΙΑ 2004/74, ΕφΑθ. 1065/1997, ΕπισκΕΔ 1999/486, contra ΑΠ 239/2008, ΔΕΕ 2009/605 = Αρμ. 2009/557 = ΝοΒ 2008/949, ΜονΕφΔωδ. 99/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Ρόκας, Ιδιωτική Ασφάλιση, 2006, αρ. 618, σελ. 402), αφού αυτή, ως εξώδικη όχληση, σηματοδοτεί απλώς την έναρξη της υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εκπλήρωση της, συνήθως αδικοπρακτικής, υποχρέωσής του (άρθρο 345 ΑΚ) και συνεπάγεται την τοκογονία της, πάντοτε αποζημιωτικής, οφειλής του (ΑΠ 992/2015, Ε7 2015/1579), χωρίς να συνδέει άνευ ετέρου το ζημιογόνο γεγονός με την περιουσία του ασφαλισμένου παράγοντας αξίωσή του κατά του ασφαλιστή, αφού δεν είναι βέβαιο ότι θα εγερθεί τελικά η αγωγή του παθόντος ή ότι ο ζημιώσας δεν θα τον αποζημιώσει οικειοθελώς, χωρίς να απαιτηθούν δαπάνες ούτε για την απόκρουση των αξιώσεών του ούτε για την ικανοποίηση του (βλ. σχετ. Β. Κιάντο, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2005, σελ. 393, Γ. Μπεχρή, Η μη υποχρεωτική ή γενική ασφάλιση ευθύνης κατά το σχέδιο του Εμπορικού Κώδικα, σε Αρμ. 1996/1081 επομ. [1082], Ε. Τζίβα, παρατ. σε ΕπισκΕΔ 1999/488). Άλλωστε, στην ασφάλιση αστικής ευθύνης η αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή καταρχήν δεν κατευθύνεται στην πληρωμή σ’ αυτόν του χρηματικού ποσού της αποζημιώσεως αλλά πάντοτε μόνο σε ελευθέρωση τούτου από τις αξιώσεις του τρίτου (αξίωση ελευθερώσεως, περί της οποίας βλ. Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, Η ασφάλιση ευθύνης, 1986, § 8, σελ. 62 επομ., Δ. Ευρυγένη, Η υπόσχεσις ελευθερώσεως, 1951, σελ. 22 επομ.). Η υποχρέωση του ασφαλιστή που ανέλαβε συμβατικά την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου αντιστοιχεί στην αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου και συνίσταται στην απόκρουση των αβάσιμων αξιώσεων του τρίτου ζημιωθέντος είτε στην πληρωμή σ’ αυτόν της αποζημιώσεως, όταν εξακριβωθεί η απαίτησή του και επιδοθεί στο ζημιώσαντα η σχετική αγωγή (Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου, ο.α.α.), σε συμφωνία, άλλωστε, και με την αποζημιωτική αρχή που ισχύει στην ασφάλιση ζημιών, κατά την οποία επιδιώκεται η αποζημίωση και όχι ο πλουτισμός του ασφαλισμένου (Σ. Κυράνου – Τσίπτσιου, Ασφάλιση Αστικής Ιατρικής Ευθύνης, 2014, σελ. 327). Ως εκ τούτου, η γένεση της αξιώσεως αυτής δεν προϋποθέτει την προηγούμενη καταβολή της αποζημιώσεως στον τρίτο από τον ασφαλισμένο (ΑΠ 1061/2015, ο.π., Αθ. Κρητικός, ο.ο., § 27, αρ. 37, σελ. 617). Μόνον αν, κατ’ εξαίρεση, ο τελευταίος έχει ήδη αποζημιώσει το ζημιωθέντα για τη βλάβη που υπέστη, καταβάλλεται το ασφάλισμα σ’ αυτόν, αφού τότε η αξίωση ελευθέρωσης του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή μετουσιώνεται σε αξίωση πληρωμής (ΑΠ 1553/2014, ΧρΙΔ 2015/212, ΑΠ 595/2003, ΝοΒ 2004/27, Μ. Βαρελά, Η ασφάλιση της αστικής ευθύνης των μελών της διοίκησης ΑΕ, 2008, σελ. 124). Πριν την αποκατάσταση της ζημίας του ο τρίτος ζημιωθείς μπορεί, επομένως, να ασκήσει κατά του ασφαλιστή πλαγιαστικά την αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου που τον ζημίωσε (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να ζητήσει την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο, με σκοπό να ικανοποιηθεί ακολούθως ο ίδιος από την περιουσία του οφειλέτη του. Τούτο, όμως, προϋποθέτει ότι ο παθών έχει ήδη εναγάγει τον ζημιώσαντα ασφαλισμένο, δεδομένου ότι πριν από την επίδοση της αποζημιωτικής αγωγής του δεν θα υφίσταται κεκτημένη αξίωση ελευθερώσεως του ασφαλισμένου δυνάμενη να ασκηθεί πλαγίως από τον παθόντα δανειστή του κατά του ασφαλιστή (περί του ότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής ούτε με βάση το μηχανισμό της προληπτικής δικαστικής προστασίας του υπό αίρεση δικαιώματος [άρθρο 69 § 1 περ. ε ΚΠολΔ], επειδή αυτή καλύπτει την έλλειψη του απαιτητού της αξιώσεως, που αρκεί να υπάρχει κατά τη συζήτηση της αγωγής, όχι όμως και την έλλειψη των όρων παραγωγής της, ως εν προκειμένω, βλ. ΑΠ 4/1992, Δνη 1993/65 = ΕΕΝ 1993/139 = ΕΕΔ 1993/270 = ΝοΒ 1992/707 = ΝοΒ 1993/686, ΑΠ 829/1980, ΝοΒ 1981/83, ΤριμΕφΑθ. 4845/2012, Δνη 2013/1049, Αθ. Κρητικό, σε Δ 1991/127, contra ΑΠ 293/2008, ο.π.). Εφόσον η άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής ακολουθεί την επίδοση της ευθείας αγωγής του παθόντος κατά του ασφαλισμένου και μεταξύ των επιδόσεων παρεμβάλλεται εύλογος χρόνος, κατά τον οποίο ο εναχθείς παραμένει αδρανής, μη προσεπικαλώντας έστω στην ανοιγείσα δίκη τον ασφαλιστή του (άρθρο 88 ΚΠολΔ), καταφάσκεται το παραδεκτό και η νομική βασιμότητά της. Ζήτημα ανακύπτει, αντιθέτως, στην περίπτωση της σωρεύσεως των δύο αγωγών (ευθείας και πλαγιαστικής) στο ίδιο δικόγραφο. Καθεμία από τις σωρευόμενες αγωγές έχει δική της ιστορική και νομική αιτία (ΕφΔωδ. 1/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, συγκεκριμένα, η μεν ευθεία έχει ως βάση την αδικοπραξία, η δε πλαγιαστική στηρίζεται στην ασφαλιστική σύμβαση (ΕφΑθ. 2750/2008, ΕφΑΔ 2009/102), κρίνονται δε χωριστά ως προς τις διαδικαστικές τους προϋποθέσεις και ως προς τη βασιμότητά τους από νομική και ουσιαστική άποψη. Το πρόβλημα εμφανίζεται, επειδή στην περίπτωση της σωρεύσεώς τους συμπλέκονται τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη νομιμοποίηση του πλαγιαστικώς ενάγοντος αφενός και τη νομιμότητα του αιτήματός του αφετέρου. Πράγματι, η αδράνεια του οφειλέτη του, που προσπορίζει έννομο συμφέρον στο μη δικαιούχο ενάγοντα και τον νομιμοποιεί ταυτόχρονα στην έγερση της πλαγίας αγωγής, προϋποθέτει συμπεριφορά του πρώτου (παράλειψη) μεταγενέστερη της παραγωγής του δικαιώματός του, την ικανοποίηση του οποίου φέρεται ότι δεν επιδιώκει. Όμως, η ανυπαρξία του δικαιώματος αυτού δεν αποστερεί απλώς τον πλαγιαστικώς ενάγοντα από τη δυνατότητά του να επικαλεστεί την αδράνεια του οφειλέτη του προκειμένου να ζητήσει έννομη προστασία έναντι του ασφαλιστή αλλά και τη διαγνωστική δίκη από το αντικείμενό της καθιστώντας την πλαγιαστική αγωγή νομικά αβάσιμη. Για το λόγο αυτό μερίδα της νομολογίας υιοθετεί την, κατά βάση ορθή, άποψη ότι η κατάσταση της αδράνειας του ασφαλισμένου, που μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, εμφανίζεται μόνον όταν ο παθών τρίτος περιορισθεί στην άσκηση της ευθείας αξιώσεως κατά του ασφαλισμένου, διότι αν στο δικόγραφο της αγωγής του σωρεύσει και την πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή, δεν προλαβαίνει να συντρέξει η προϋπόθεση της αδράνειας του οφειλέτη του και, επομένως, η πλαγιαστική αγωγή ασκείται προώρως, ενόψει του ότι δεν έχει γεννηθεί ακόμη αξίωση του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή του ούτε έχει επακολουθήσει αδράνεια του πρώτου (ΑΠ 798/2012, Δνη 2012/1241, ΑΠ 381/2008, ο.π., ΕφΠατρ. 984/2007, ΑχΝομ 2008/733, ΕφΑθ. 4301/2006, ο.π., ΕφΑθ. 7764/2006, Δνη 2007/1451, ΕφΑθ. 3030/2005, ΔΕΕ 2005/1193, ΕφΘεσ. 230/2002, ΕπισκΕΔ 2002/525, με σύμφωνες παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη, ΕφΑθ. 7854/2001, Δνη  2002/172 = ΕΕμπΔ 2003/368 = ΕπιΔικΙΑ 2003/305, ΕφΑθ. 9395/2000, Δνη 2001/447, έτσι και οι πιο πρόσφατες ΤριμΕφΠειρ. 664/2015 και 100/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και Αχ. Μπεχλιβάνη, σε Αρμ. 2005/256, τον ίδιο, σε Αρμ. 2006/595). Η αντίληψη αυτή διακρίνει τα χρονικά σημεία αφενός της παραγωγής του δικαιώματος (από την ασφαλιστική σύμβαση) που θα κριθεί κατ’ ουσίαν και αφετέρου της εμφανίσεως της ανάγκης να παρασχεθεί έννομη προστασία σε άλλο πλην του φορέα του (δηλαδή του ασφαλισμένου) πρόσωπο, επειδή αυτό (ο δικαιούχος) αδρανεί και εξασφαλίζει ότι στο δικαστήριο που θα κρίνει επί της πλαγιαστικώς ασκούμενης αξιώσεως θα εισαχθεί παραδεκτή και νόμιμη αγωγή, η δε κύρωση της πρόωρης επιδιώξεώς της (απαράδεκτο) δεν εμποδίζει την επάνοδο του ενάγοντος μετά την επίδοση της ευθείας αγωγής και την παρέλευση ευλόγου χρόνου από αυτήν μέχρι την επίδοση της πλαγίας, δεδομένου ότι η απορριπτική της πρόωρα ασκηθείσας αγωγής απόφαση δεν παράγει δεδικασμένο για την ουσία του δικαιώματος και εξομοιώνεται με απόφαση απορριπτική αυτής για τυπικούς λόγους (ΑΠ 91/2017, ΑΠ 2153/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 601/2010, ΝοΒ 2011/925, ΑΠ 377/2009, Δνη 2010/388, Π. Αρβανιτάκης, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, 1995, σελ. 178). Κατ’ αποτέλεσμα οδηγεί, όμως, η άποψη αυτή σε ανεπιεική για τον ενάγοντα αποτελέσματα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συζήτηση των σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο αγωγών χωρεί σε χρόνο που απέχει σημαντικά από την επίδοση του ενιαίου δικογράφου τόσο προς τον ασφαλισμένο, που προηγήθηκε, όσο και προς τον ασφαλιστή, που επακολούθησε. Κατ’ άλλη νομολογιακή θέση, είναι δυνατή η σώρευση της ευθείας και της πλαγίας αγωγής στο ίδιο δικόγραφο, αφού τούτο δεν εμποδίζεται από διάταξη νόμου (ΑΠ 941/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 35/2013, ΕπισκΕΔ 2013/341), χωρίς μάλιστα να διατηρεί ιδιαίτερη σημασία το χρονικό σημείο της  επιδόσεώς του στον υπόχρεο ασφαλισμένο, αρκεί η επίδοση αυτή να έχει γίνει κατά τον χρόνο εκδικάσεως των σωρευόμενων αγωγών (ΑΠ 1061/2015, ο.π., ΑΠ 69/2011, ΕπισκΕΔ 2011/438 = Δνη 2011/1350 = ΕπιΔικΙΑ 2012/175, ΑΠ 1544/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΔωδ. 169/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 417/2012, ο.π., βλ. και ΑΠ 598/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά τον ίδιο κρίσιμο χρόνο της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να υφίσταται η αδράνεια του ασφαλισμένου (έτσι ρητώς η ΑΠ 1776/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η άποψη αυτή θάλπει, βέβαια, την αρχή της οικονομίας της δίκης (Ι. Δεληκωστόπουλος, παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 798/2012, σε Δνη 2012/1242, Π. Βαφειάδου, παρατηρήσεις υπό την ΜΠΑθ. 3667/2007, σε ΕφΑΔ 2008/467), δεν αποδίδει, όμως, βαρύτητα στη χρονική σειρά των γεγονότων που πρέπει κατά νόμο να συντρέξουν, ώστε να θεμελιωθεί το έννομο συμφέρον του πλαγιαστικώς ενάγοντος, στο βαθμό που δεν διακρίνει με σαφήνεια, παρότι τούτο έχει έννομη σημασία, ποιά από τις σωρευόμενες αγωγές θα επιδοθεί πρώτη, υπονοώντας μόνον ότι απαιτείται για την συνδρομή της αδράνειας η προεπίδοση της ευθείας αγωγής. Σαφέστερη εμφανίζεται η παραλλαγή αυτής της νομολογιακής θέσεως που καταφάσκει το παραδεκτό της πλαγιαστικής αγωγής στην περίπτωση που (αποδεικνύεται ότι) η επίδοση του ενιαίου δικογράφου, στο οποίο αυτή σωρεύθηκε με την ευθεία, προς τον ασφαλισμένο προηγήθηκε έστω και κατ’ ελάχιστο χρόνο της επιδόσεως προς τον ασφαλιστή (ΑΠ 531/2009, ο.π., ΑΠ 1535/2007, ΧρΙΔ 2008/458 = Δνη 2009/708, ΑΠ 1656/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ. 215/2005, ΝοΒ 2006/46 = ΑΡΜ 2006/594, ΕφΠειρ. 258/2001, ΕΕμπΔ 2001/523). Η ενδιάμεση αυτή άποψη υποτιμά την έννομη σημασία της αδράνειας για το έννομο συμφέρον και εν τέλει τη νομιμοποίηση του πλαγιαστικώς ενάγοντος, στον οποίο δεν καταλείπει τη χρονική ευχέρεια να ενεργήσει και να αποκλείσει το δανειστή του από τη δυνατότητα άσκησης του δικού του δικαιώματος. Ούτε, βέβαια, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αδράνεια μπορεί να συναχθεί από μόνη την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, αφού στο νόμο η παράλειψη του ασφαλισμένου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του τίθεται ως προαπαιτούμενο της πλαγιαστικής άσκησης αυτής από το μη δικαιούχο δανειστή του (ΕφΘεσ. 3265/1997, ΔΕΕ 1998/189). Παραθεωρεί, εξάλλου, η ίδια άποψη ότι το δικαίωμα του οφειλέτη του τελευταίου κατά του ασφαλιστή του, που κατάγεται στη δίκη δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεσή της, ώστε να αρκεί η συνδρομή των όρων παραγωγής του κατά τη συζήτηση και όχι προγενεστέρως, κατά την άσκηση δηλαδή της πλαγιαστικής αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας πρέπει να εκτίθεται κεκτημένο ήδη δικαίωμα, όπως προαναφέρθηκε. Άλλως, θα πρόκειται σαφώς περί (ανεπίτρεπτης) αγωγής υπό αίρεση. Οδηγεί, τέλος, σε ενδεχόμενα άτοπα αποτελέσματα, αναιρώντας το σκοπό που επιδιώκει να εξυπηρετήσει (την αρχή της οικονομίας των δικαστικών ενεργειών), καθόσον, αν μετά την προς αυτόν επίδοση της αγωγής, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύθηκε η ευθεία με την πλαγία αγωγή και πριν τη συζήτησή της στο ακροατήριο, ο ασφαλισμένος σπεύσει να εναγάγει και ο ίδιος τον ασφαλιστή του, η αγωγή του αυτή θα συναντήσει προσωρινά το φράγμα της εκκρεμοδικίας (έτσι, κατά την ορθότερη άποψη, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 23, αρ. 10, σελ. 318, ο ίδιος, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην πολιτική δίκη, 1991, σελ. 263 επομ., Κ. Μακρίδου, Οι σχέσεις δανειστή και οφειλέτη στην πλαγιαστική αγωγή, σε Δνη 1983/1172 επομ. [1188 – 1189], αντίθετα Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, Ια, 1973, άρθρο 72, σελ. 396), ενώ και η τελευταία θα απορριφθεί ως ανομιμοποίητη (ΤριμΕφΠειρ. 76/2014, ο.π., Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 28, σελ. 555), αφού θα αποδειχθεί ότι ο οφειλέτης του πλαγιαστικώς ενάγοντος δεν αδράνησε. Ταυτόχρονα και ανεξαρτήτως των ανωτέρω η νομολογία σταθερά και δικαιολογημένα επιμένει στην ανάγκη αναφοράς με πληρότητα στο δικόγραφο της πλαγιαστικής αγωγής των στοιχείων που δικαιολογούν το έννομο συμφέρον του ενάγοντος στην άσκησή της (και ταυτόχρονα θεμελιώνουν την εξαιρετική νομιμοποίησή του), κηρύσσοντας μάλιστα το απαράδεκτο αυτής, λόγω αοριστίας, αν δεν τα περιέχει (ΑΠ 1807/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1430/2009, ο.π., ΑΠ 134/2009, ο.π., ΑΠ 239/2008, ΑΠ 398/2007, ΤριμΕφΘεσ. 2044/2013, Αρμ. 2014/1336). Το δικονομικό βάρος ασκήσεως ορισμένης αγωγής φέρει ο ενάγων ακόμα και αν, αντί να ασκήσει την ευθεία και την πλαγιαστική αγωγή με χωριστά δικόγραφα, επισπεύδοντας την επίδοση της πρώτης πριν την επίδοση της δεύτερης, προκειμένου να ζητήσει ακολούθως τη συνεκδίκασή τους, επιλέξει να σωρεύσει τις δύο αγωγές στο ίδιο δικόγραφο. Στην περίπτωση αυτή, όμως, έστω και αν θεωρηθεί ότι δεν υφίσταται νόμιμος λόγος αποκλεισμού της επίμαχης σωρεύσεως, η σκοπούμενη πληρότητα του περιεχομένου της σωρευόμενης πλαγιαστικής αγωγής, υπό την έννοια της αναφοράς στο ενιαίο δικόγραφο της ταυτόχρονης ύπαρξης ήδη κεκτημένου έναντι του ασφαλιστή του δικαιώματος του οφειλέτη του ενάγοντος (ασφαλισμένου), αφενός, και αδράνειας αυτού του τελευταίου, αφετέρου, καθίσταται αμφίβολη, με αποτέλεσμα να παραμένει η αγωγή αυτή έκθετη σε μομφές περί αοριστίας της, αφού ο ενάγων θα εκθέτει σ’ αυτήν μελλοντικά γεγονότα, δεδομένου ότι τα περιστατικά της επίδοσης της σωρευόμενης ευθείας αγωγής και της επακολουθούσας αυτήν αδράνειας του οφειλέτη του κατά νομική και λογική αναγκαιότητα θα επισυμβούν μετά την περιγραφή τους στο ενιαίο δικόγραφο. Των στοιχείων αυτών δεν αρκεί η συνδρομή κατά τη συζήτηση, δεδομένου ότι το μεν πρώτο αποτελεί στοιχείο της ιστορικής βάσης της πλαγιαστικής αγωγής, το δε δεύτερο γεγονός θεμελιωτικό της κατ’ εξαίρεση νομιμοποιήσεως του ενάγοντος και όχι απλώς του εννόμου συμφέροντός του, οπότε θα αρκούσε, ως επί κάθε άλλης διαδικαστικής προϋποθέσεως, η διαπίστωση της υπάρξεώς του το πρώτον τότε (περί της θεωρητικής αμφισβητήσεως του χαρακτήρα του εννόμου συμφέροντος είτε ως διαδικαστικής προϋπόθεσης είτε ως ουσιαστικού όρου για την παροχή έννομης προστασίας και των πρακτικών συνεπειών της επιλογής βλ. Σ. Σταμούλη, Έννομον συμφέρον και αστική δικονομική προστασία, ΝοΒ 1973/1025 επομ., Κ. Χασάπη, Το «έννομον συμφέρον» εν τη αστική δίκη, ΝοΒ 1974/731 επομ., Κ. Μακρίδου, παρατηρήσεις υπό την ΕφΘεσ. 8038/1981, σε Αρμ. 1982/308 επομ.).

Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ως αόριστη η σωρευθείσα στο ένδικο δικόγραφο πλαγιαστική αγωγή της ενάγουσας κατά των συνασφαλιστριών της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρίας, που είχε το περιεχόμενο που προπαρατέθηκε, επειδή κρίθηκε ότι δεν είχαν εκτεθεί με πληρότητα τα περιστατικά από τα οποία θα προσδιοριζόταν με σαφήνεια το στοιχείο της αδράνειας αυτής, με αναγωγή στη γέννηση της αξιώσεώς της κατά των ασφαλιστών και, συγκεκριμένα, ο χρόνος, ο τρόπος και οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώθηκε η αδράνεια της πρώτης εναγόμενης. Η αναφορά στο χρόνο της αδράνειας είχε την έννοια της απροσδιοριστίας του χρόνου παραγωγής της αξιώσεως ελευθερώσεως της ασφαλισμένης έναντι των συνασφαλιστριών εταιριών, δηλαδή του αν η επίδοση του ενδίκου δικογράφου στην πρώτη προηγήθηκε εκείνης προς τις τελευταίες. Με τον πρώτο λόγο της Α έφεσής της η εκκαλούσα πλήττει την κρίση αυτή ως αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των άρθρων 72, 215 εδαφ. α, 221 § 1 ΚΠολΔ και 340, 345, 346 ΑΚ και, χωρίς να επικαλείται ότι η επίδοση της πλαγιαστικής αγωγής επακολούθησε της επιδόσεως της ευθείας, υποστηρίζει μόνον ότι στο δικόγραφο της απορριφθείσας αγωγής της είχε με σαφήνεια διαλάβει ότι η αδράνεια της οφειλέτριάς της ναυτικής εταιρίας διαρκούσε ήδη από 2.6.2011, οπότε εκείνη έλαβε το χρεωστικό σημείωμα με το οποίο η ενάγουσα είχε τιμολογήσει τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της και, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της προγενέστερης από 19.11.2012 αγωγής της, που της επιδόθηκε στις 29.11.2012 και από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή της. Τα επικαλούμενα, όμως, δεν αποτελούν περιεχόμενο νόμιμου ισχυρισμού. Πράγματι, για τους λόγους που ήδη ανωτέρω εκτέθηκαν, για τη γέννηση της αξιώσεως της πρώτης εναγομένης έναντι των ασφαλιστών της δεν αρκούσε κατά νόμο η εξώδικη γραπτή ειδοποίηση που έλαβε από τη δανείστριά της ενάγουσα πριν την έγερση της ένδικης αγωγής, με αποτέλεσμα η επικαλούμενη παράλειψή της να επιδιώξει έκτοτε την ικανοποίηση της αξίωσης ελευθερώσεώς της έναντι των συνασφαλιστριών της να μη στοιχειοθετεί και αδράνειά της κατά την έννοια του άρθρου 72 ΚΠολΔ. Αλλά και η αναφορά στην προγενέστερη αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας χώρησε παραίτηση, ισοδυναμεί με επίκληση δεύτερης μεν κατά σειρά, πλην όμως απλής, οχλήσεως προς την οφειλέτρια της ενάγουσας να καταβάλει την οφειλόμενη εργολαβική αμοιβή της, δεδομένου ότι η αναδρομική κατάλυση των ουσιαστικών αποτελεσμάτων της αγωγής που ανακλήθηκε αφορά εκείνα που έχουν επέλθει από και δια της αγωγής (ΟλΑΠ 13/1994, ΑρχΝ 1994/493 = Δνη 1994/1259 = ΕΔΚΑ 1995/106 = ΕΕΝ 1994/390 = ΕΕΔ 1995/737, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, § 90, αρ. 7, σελ. 601), μεταξύ των οποίων, επί ευθείας αγωγής που στρέφεται κατ’ υποχρέου, που υπέχει αστική ευθύνη έναντι του ενάγοντος, την οποία έχει καλύψει με ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η γέννηση της έναντι του ασφαλιστή απαιτήσεώς του να τον ελευθερώσει από αυτές αποκρούοντάς τες ή καταβάλλοντας στον ενάγοντα την οφειλόμενη αποζημίωση. Έτσι, αν με την αγωγή γεννάται η αξίωση ελευθερώσεως, με την παραίτηση από το δικόγραφό της η συνέπεια αυτή ανατρέπεται αναδρομικώς, η δε επίδοση της αγωγής από την οποία επακολούθησε παραίτηση μεταπίπτει σε απλή όχληση του εναχθέντος και διατηρεί έννομη σημασία μόνον ως γεγονός παραγωγικό της υπερημερίας του και ως εναρκτήριο σημείο της τοκογονίας της απαιτήσεως που επιδιώχθηκε (ΑΠ 873/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 106/2014, ο.π., ΑΠ 1126/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1520/2010, ΝοΒ 2011/942 = Δνη 2011/494 = ΕΠολΔ 2011/512). Συνεπώς, ο κρινόμενος λόγος έφεσης είναι νομικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

  1. IV. Απορριπτέος τυγχάνει και ο δεύτερος (και τελευταίος) λόγος της ιδίας [Α] εφέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αυτή απορριπτική κρίση της εκκαλουμένης με την επίκληση πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, τούτος, όμως, ως απαράδεκτος, αφού στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι η εκκαλουμένη έκρινε ως αόριστους τους ισχυρισμούς της ενάγουσας με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της πλαγιαστικής αγωγής, χωρίς προηγουμένως να τους ερευνήσει κατ’ ουσίαν και χωρίς, επομένως, ως προς το παραδεκτό τους να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα (ΤριμΕφΔωδ. 43/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2243/2012, ΔΕΕ 2012/1031, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 119, αρ. 53, σελ. 453). Επομένως, η Α έφεση πρέπει να απορριφθεί στον σύνολό της ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων καθεμία εφεσίβλητη έχει υποβάλει αίτημα, θα επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
  2. V. Τους αυτούς ισχυρισμούς περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, που οδήγησε την εκκαλουμένη στην απόρριψη της πλαγιαστικής αγωγής της ενάγουσας ως απαράδεκτης, προβάλλουν με το δεύτερο λόγο του δικού τους εφετηρίου και οι εκκαλούντες της Β έφεσης. Προτεινόμενοι, όμως, από αυτούς οι ίδιοι ισχυρισμοί είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Επί συνεκδικάσεως περισσοτέρων αγωγών, που σωρεύονται στο ίδιο ή ασκούνται με διαφορετικά δικόγραφα, κάθε δίκη διατηρεί την αυτοτέλειά της (ΑΠ 605/2013, ΕφΑΔ 2014/69) και η ένωσή τους δε μεταβάλει τις σχέσεις των διαδίκων ούτε καθιστά ομοδίκους τους περισσότερους εναγομένους που έχουν εναχθεί αυτοτελώς με κάθε αγωγή (ΕφΘεσ. 2663/2005, Αρμ. 2006/277, ΕφΑθ. 950/2001, Δνη 2001/773). Σε περίπτωση δε που σωρεύονται, κατά τα προαναφερόμενα, στο αυτό δικόγραφο α) ευθεία αγωγή του ζημιωθέντος από πράξη άλλου, παράγουσα αστική ευθύνη κατά του πράξαντος και των εις ολόκληρον μαζί του ex lege συνευθυνομένων και β) πλαγιαστική αγωγή του ίδιου ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή της αστικής ευθύνης, που από την πράξη αυτή παρήχθη, με την οποία ο ενάγων ασκεί πλαγιαστικώς την αξίωση του ασφαλισμένου, υπόχρεου σε αποζημίωσή του και οφειλέτη του, κατά του ασφαλιστή, από τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση, η οποία είναι αυτοτελής και διαφορετική από τη δική του ευθεία αξίωση, ο υπόχρεος σε αποζημίωση του ενάγοντος ασφαλισμένος και ευθέως εναγόμενος με τη σωρευόμενη πρώτη αγωγή, δεν είναι διάδικος και στη σωρευόμενη πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή (ΑΠ 323/2016, ο.π.) και επομένως δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση κατά της διατάξεως της οριστικής αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η σωρευόμενη πλαγιαστική αγωγή (ΕφΑθ. 281/1988, Δ 1989/271), γιατί ως προς την αγωγή αυτή ο εκκαλών είναι τρίτος (ΕφΠατρ. 1153/2005, ΑχΝομ 2006/437, ΕφΑθ. 10709/1991, Δνη 1995/380, πρβλ ΕφΑθ. 8662/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 516 § 1 ΚΠολΔ, τέτοιο συμφέρον διατηρεί μόνον ο ενάγων του οποίου η σωρευθείσα πλαγιαστική αγωγή απορρίφθηκε, όχι δε και ο ευθέως εναχθείς, τα δικαιώματα του οποίου άσκησε ως μη δικαιούχος διάδικος ο πρώτος, χωρίς οποτεδήποτε να καταστεί αντίδικος του φορέα τους ως προς αυτά και, εν προκειμένω, της αξίωσης ελευθερώσεως, που αποδικάστηκε. Πάντα δε ταύτα ανεξαρτήτως του ότι, εν προκειμένω, ως προς την απορριφθείσα αγωγή της η εφεσίβλητη δεν νίκησε πρωτοδίκως ούτε, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 20 Σ και 110 ΚΠολΔ, νοείται μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας απόφασης χωρίς συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του νικητή διαδίκου (Ευαγ. Ρίκος, Τα όρια της μεταβιβάσεως, σε Δνη 1985/181 επομ. [183]).
  3. VI. Υπονοήθηκε ήδη ανωτέρω [υπό στοιχ. V] ότι το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων πρέπει να διαπιστώνεται όχι μόνο για το ίδιο το ένδικο μέσο αλλά και για καθέναν από τους λόγους του (ΑΠ 42/2015, ΧρΙΔ 2015/533 = ΔΕΕ 2015/1039, ΕφΠατρ. 366/2003, ΑχΝομ 2004/242, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 516, αρ. 17, σελ. 912, Κ. Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 28, σελ. 88), αναγνωρίζεται δε, επί εφέσεως, η συνδρομή του στο πρόσωπο του εκκαλούντος, όταν η παραδοχή του λόγου μπορεί να βελτιώσει τη νομική του θέση (ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 112, αρ. 71, σελ. 169), να οδηγήσει δηλαδή τελικά στην εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης προς όφελός του (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έννομο συμφέρον στην προβολή λόγου έφεσης, επομένως, δεν υφίσταται, όταν δι’ αυτού δεν προάγονται πράγματι τα συμφέροντα του εκκαλούντος, όταν δηλαδή με το συγκεκριμένο λόγο δεν επιδιώκεται ούτε είναι, για νομικούς ή πραγματικούς λόγους, δυνατόν να επιτευχθεί μετριασμός ή απόσειση της βλάβης του (ΑΠ 976/1997, Δνη 1999/294, Ν. Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, 1981, σελ. 193). Έτσι, επί απλής παθητικής ομοδικίας, δηλαδή υποκειμενικής σωρεύσεως αγωγών του ενάγοντος κατά περισσοτέρων εναγομένων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της κοινής εναγωγής πλειόνων εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ ευθυνομένων (ΑΠ 980/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά την οποία λαμβάνει χώρα εξωτερική, διαδικαστική και τυπική μόνον ένωση σε κοινή διαδικασία περισσοτέρων εννόμων σχέσεων δίκης, που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, χωρίς να επηρεάζεται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός διαδίκου απέναντι στους λοιπούς (ΑΠ 1928/2014, ΑΠ 204/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 22/2009, Αρμ. 2009/1873) και από την οποία (ένωση των δικών) παράγεται πλειονότητα αντικειμένων και ταυτόχρονα κεφαλαίων δίκης, αντιστοίχων προς τα αιτήματα του ενάγοντος καθ’ εκάστου αντιδίκου του και, συγκεκριμένα, τόσων όσοι και οι εναγόμενοι (ΑΠ 505/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια (ΑΠ 747/2014, ΕφΑΔ 2015/78), διότι αφορά στη δικονομική αξίωση του ενάγοντος έναντι αυτού (ΕφΑθ. 7658/2004, ΕΔΠ 2007/75), με αποτέλεσμα η έφεση εκάστου ομοδίκου να μεταβιβάζει ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μόνον το κεφάλαιο της δίκης που συνδέει τον εκκαλούντα με τον κοινό αντίδικο, αφήνοντας ανέπαφα τα λοιπά κεφάλαια της εκκαλουμένης που αφορούν στους λοιπούς εναγομένους (Α. Δανηλάτου, σε Κ. Οικονόμου, Ομοδικία & Συμμετοχή Τρίτων στην πολιτική Δίκη, 2018, σελ. 41, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 113, αρ. 22, σελ. 203, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 522, αρ. 11, σελ. 934, Σ. Πατεράκης, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, σε ΝοΒ 1989/545 επομ. [552]) και, αν δεν προσβληθούν από αυτούς, τελεσιδικούν (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 332). Συνεπώς, αν η κοινή υποχρέωση των ομοδίκων και εις ολόκληρον συνοφειλετών πηγάζει από διαφορετική για τον καθένα νομική αιτία (Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 481, αρ. 3, σελ. 672), η έφεση καθενός μεταβιβάζει την υπόθεση στο δεύτερο βαθμό μόνον ως προς το νόμιμο λόγο ευθύνης που αφορά τον εκκαλούντα και κρίθηκε βάσιμος, αφού μόνον αυτή η διάταξη της εκκαλουμένης τον βλάπτει ατομικώς. Σε περίπτωση, επομένως, κατά την οποία ο λόγος της έφεσής του κείται εκτός των ορίων της μεταβιβάσεως προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον και απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος.

Κατ’ ακολουθίαν τούτων, είναι απαράδεκτοι ελλείψει εννόμου συμφέροντος εκάστου εκκαλούντος στην προβολή τους και πρέπει να απορριφθούν, αφού και αληθείς υποτιθέμενοι δε μπορούν να βελτιώσουν τη νομική του θέση ούτε να οδηγήσουν τελικά στην εξαφάνιση ή τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης προς όφελός τους: Α] Ο δεύτερος λόγος της Γ έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο ο πέμπτος εναγόμενος μέμφεται την εκκαλουμένη, που θεώρησε ορισμένη την αγωγή ως προς το ύψος της εργολαβικής αμοιβής της ενάγουσας, παρότι στο δικόγραφό της δεν εκτέθηκαν όλα τα προσδιοριστικά στοιχεία του κόστους των εργασιών που τιμολογήθηκαν, επί των οποίων μάλιστα δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ αυτής και της εργοδότριάς του πρώτης εναγομένης, δεδομένου ότι νόμιμο λόγο της ευθύνης του εκκαλούντος, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, απετέλεσε, αφενός, η αμελής συμπεριφορά του κατά τη ναυτική διαχείριση του πλοίου, που προκάλεσε αιτιωδώς τη βύθισή του και, αφετέρου, η ιδιότητά του ως πλοιάρχου αυτού και όχι η μη εκπλήρωση καταρτισμένης εργολαβικής σύμβασης, ενώ, ταυτόχρονα, το χρηματικό ποσό στην πληρωμή του οποίου υποχρεώθηκε δεν αποτελούσε εργολαβική αμοιβή της ενάγουσας αλλά δαπάνη που θα βάρυνε τον εκκαλούντα ακόμα και αν δεν είχε καταρτιστεί σύμβαση, και Β] Ο τρίτος λόγος της Β έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο οι δεύτερος και τέταρτος των εναγομένων πλήττουν την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής της ενάγουσας για τις υπηρεσίες ανέλκυσης και μεταφοράς του βυθισθέντος πλοίου, που παρείχε στην πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία, αφού και αυτών η ενοχή διαγνώστηκε ότι δεν απέρρεε από τη σύμβαση αλλά ότι θεμελιωνόταν στο νόμο. Κρίθηκε, δηλαδή ότι οι εκκαλούντες δεν ευθύνονται προς αποζημίωση της εφεσίβλητης ως αντισυμβαλλόμενοί της, όπως αντιθέτως συνέβη με την ναυτική εταιρία, στη διοίκηση της οποίας μετείχαν αλλά ως ex lege εις ολόκληρον με αυτήν ενεχόμενοι για την αποκατάσταση των δαπανών στις οποίες η ενάγουσα υποβλήθηκε για την αποτροπή της ρύπανσης του θαλασσίου περιβάλλοντος, καθώς και για την ανέλκυση και τη μεταφορά του βυθισθέντος ρυμουλκού πλοίου.

VII. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 αρ. 4 και 216 § 1 ΚΠολΔ, στις οποίες ορίζεται ότι στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχονται τόσα πραγματικά περιστατικά όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η προστασία και να εκτίθενται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να προσδιορίζουν την αξίωση της οποίας διώκεται η ικανοποίηση (ΑΠ 1134/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προς εκείνες των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, από τις οποίες συνάγονται οι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς αποζημίωση και, επομένως, τα στοιχεία της σχετικής αγωγής (ΑΠ 1633/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκύπτει ότι στο δικόγραφο αυτής πρέπει να μνημονεύονται με πληρότητα η παράνομη και υπαίτια πράξη ή η παράλειψη του εναγομένου, το είδος και η έκταση της ζημίας που εξ αυτής προκλήθηκε και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και του νόμιμου λόγου ευθύνης (ΜονΕφΘεσ. 45/2016, Αρμ. 2016/1134).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον του πέμπτου εναγομένου, πλοιάρχου του επίμαχου πλοίου και υπαιτίου της βυθίσεώς του, κατέστησε πλήρως ορισμένη η αναφορά στο δικόγραφό της, μεταξύ άλλων στοιχείων και, της αντίθετης προς τους κανόνες της ναυτικής τέχνης συμπεριφοράς του, συνισταμένης σε αμέλειά του ως προς τη φύλαξη του σκάφους, που βυθίστηκε επειδή θαλάσσια και όμβρια ύδατα εισήλθαν στο εσωτερικό του από ανασφάλιστο φινιστρίνι ή ανοικτή θύρα. Έτσι που έκρινε δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της Γ έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο ο εκκαλών προβάλει σχετικά παράπονα υποστηρίζοντας ότι στην αγωγή δεν εκτέθηκαν συγκεκριμένες εσφαλμένες πράξεις ή παραλείψεις του.

VIII. Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 743/1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (ΦΕΚ Α 319/17.10.1977), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 §§ 11 και 12 αντιστοίχως του Ν. 2252/1994 «Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης “για την ετοιμότητα, συνεργασία και αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρέλαιο 1990” και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 192/1994) και κωδικοποιήθηκαν μεταγλωττισμένα στη δημοτική με το ΠΔ 55/1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α 58/20.3.1998) λαμβάνοντας την ίδια αρίθμηση, θεσπίζονται οι υποχρεώσεις των υπευθύνων ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος και καθιερώνεται αστική τους ευθύνη για την αποκατάσταση των εξ αυτής ζημιών και των δαπανών που είναι αναγκαίες για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση της ρύπανσης. Ειδικότερα, στο άρθρο 11 ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ρύπανσης ή πιθανού κινδύνου πρόκλησης αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου, ο προϊστάμενος ή διευθυντής της εγκατάστασης, καθώς και οι τυχόν εντεταλμένοι υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν άμεσα κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υφιστάμενα σχέδια αντιμετώπισης της ρύπανσης. Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο αυτός που προκάλεσε τη ρύπανση, οι συνυπεύθυνοι και οι τυχόν εντεταλμένοι αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα, στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέτουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις αντιμετώπισης της ρύπανσης, ευθυνόμενοι επιπρόσθετα για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης (§ 1). Η Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρύπανσης ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρύπανσης, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του και σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλο αρμόδιο και σε περίπτωση εγκατάστασης τον ιδιοκτήτη ή αυτόν που την εκμεταλλεύεται (§ 2). Η Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητά τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών (§ 3). Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση (§ 4). Οι εργασίες αντιμετώπισης της ρύπανσης εκτελούνται πάντοτε υπό την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους (§ 5). Με απόφαση του Υπουργού καθορίζονται οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας και οι ελάχιστες απαιτήσεις σε οργάνωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμό, υλικά, μέσα και ουσίες που πρέπει να διαθέτουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια προκειμένου να τους χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας ως αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης της θάλασσας (§ 6). Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου τους για τη λήψη των προβλεπόμενων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες υπό την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής επί ποινή ανακλήσεως της άδειας που τους έχει χορηγηθεί (§ 7), ενώ στο υπό τον τίτλο «Εξασφάλιση απαιτήσεων» επόμενο άρθρο [12] του ιδίου αυτού Νόμου προβλέπεται ότι για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρίες και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Το πεδίο εφαρμογής του καθορίζει ο ίδιος ο Ν. 743/1977 (ΜονΕφΠειρ. 254/2014, Δνη 2015/524), ορίζοντας στο άρθρο 2 § 1 περ. α αυτού ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της Χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία. Η αστική ευθύνη που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 12, που προπαρατέθηκε, δεν θεσπίστηκε αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος προς διασφάλιση των περιβαλλοντικών αγαθών αλλά και για την προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΣτΕ 1893/2000, ΔΔίκη 2000/1467). Ο χαρακτήρας της είναι αποζημιωτικός και περιεχόμενο έχει την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον από τη ρύπανση, καθώς και την αποκατάσταση των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν είτε προληπτικά, για την αποτροπή της είτε κατασταλτικά, για την εξουδετέρωση των βλαπτικών συνεπειών της. Ως προς τη νομική της φύση είναι ευθύνη υποκειμενική, αφού προϋποθέτει πταίσμα, δηλαδή υπαιτιότητα (ΜονΕφΠειρ. 499/2013, ΕΝαυτΔ 2013/450, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση, σε Μνήμη Ιωάννη Κ. Καρακατσάνη, 1999, σελ. 441 επομ. [456], Γ. Θεοχαρίδης, Η σημασία της υπαιτιότητας στην κατάφαση κυρώσεων από θαλάσσια ρύπανση, σε ΕΝαυτΔ 2005/161 επομ. [164, σημ. 19], Ι. Καράκωστας/Β. Τσεβρένης, Η προστασία του περιβάλλοντος κατά το ιδιωτικό δίκαιο, σε ΧρΙΔ 2005/577 επομ. [583]) κάποιου φυσικού προσώπου, συνήθως εργαζομένου στο πλοίο, το οποίο (πταίσμα), μάλιστα, δεν τεκμαίρεται αλλά πρέπει να αποδειχθεί από το ζημιωθέντα (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για ρύπανση της θάλασσας. Ευθύνη υποκειμενική ή αντικειμενική;, σε ΕΝαυτΔ 1989/1 επομ. [5], Ζ. Δημοπούλου, Ευθύνη από διακινδύνευση, 2003, σελ. 241). Πέραν του προσώπου που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ο Ν. 743/1977 καθιερώνει ευθύνη και άλλων προσώπων που τελούν σε ειδική σχέση με το ρυπογόνο πλοίο (ΕφΠειρ. 961/2005, ΕΕμπΔ 2005/799). Στον κύκλο των προσώπων αυτών, στα οποία επεκτείνεται η αστική ευθύνη, περιλαμβάνονται, προκειμένου για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, αν, βέβαια, δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαίτια τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και, εφόσον φορέας της πλοιοκτησίας (κατά το γράμμα του νόμου [«ανήκει»] αλλά με τελολογική διαστολή του και) του εφοπλισμού ή της διαχείρισης είναι ανώνυμη εταιρία και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, όπως και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής. Αφορά, δηλαδή, η ευθύνη αυτή πρόσωπα που ωφελούνται από την εκμετάλλευση του πλοίου, στα οποία, κατά τη νομοθετική βούληση, είναι σκόπιμο να επιρριφθεί το κόστος της αποκατάστασης της ζημίας (Ι. Καράκωστας, Περιβάλλον & Δίκαιο, Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, 2011, σελ. 418) τόσο για λόγους διανεμητικής δικαιοσύνης, όσον και προκειμένου να εξαναγκαστούν σε επίταση της προσοχής τους προς το σκοπό ελαχιστοποιήσεως των ρυπογόνων καταστάσεων στον ευαίσθητο χώρο του υγρού στοιχείου (Ι. Κοροτζής, Η αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης σύμφωνα με τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 2001, σε Δνη 2008/1293 επομ. [1297]). Πρόκειται για ευθύνη εξωδικαιοπρακτική και αντικειμενική (ΑΠ 332/2006, ΧρΙΔ 2006/614 = ΕΕμπΔ 2006/405), βασιζόμενη στην αιτιότητα, δηλαδή στην απλή αιτιώδη συνάφεια μεταξύ παράνομης ενέργειας και ζημιογόνου αποτελέσματος (Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 59, αρ. 4, σελ. 642), που αποσκοπεί στην κάλυψη της ζημίας που μπορεί να προκαλέσει η άσκηση μιας νόμιμης κατά βάση (οικονομικής) δραστηριότητας, στα πλαίσια της οποίας και λόγω του κινδυνώδους χαρακτήρα της τίθεται σε διακινδύνευση το προστατευόμενο έννομο (δημόσιο περιβαλλοντικό αλλά και ιδιωτικό) αγαθό (Λ. Κοτσίρης, Αστική ευθύνη για ρύπανση θαλάσσης από πετρελαιοειδή, σε Αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Γ. Λιτζερόπουλο, 1985/505 επομ. [508]), με την (ουσιώδη) διαφορά, όμως, ότι ανακύπτει μόνον αν διαπιστωθεί υπαιτιότητα του προσώπου που προκάλεσε τη ρύπανση, δηλαδή προσώπου άλλου από εκείνο στο οποίο επεκτείνεται η ευθύνη. Στην ουσία, η ευθύνη που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του Ν. 743/1977 δε διαφέρει ως προς τις προϋποθέσεις της από την ευθύνη για αλλότριες πράξεις (περί της οποίας βλ. Μ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, § 7, αρ. 3, σελ. 350) που καθιερώνουν οι διατάξεις των άρθρων 922 και 926 ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η έναντι του ζημιωθέντος ευθύνη προστήσαντος και προστηθέντος, παρά μόνο κατά το ότι διευρύνει τον κύκλο των «προστησάντων», εκκινώντας και πάλι από τη βασική ιδέα της θεμελίωσης ευθύνης σε βάρος των ωφελούμενων από τη δραστηριότητα του υπαίτιου προσώπου (Ι. Καράκωστας, ο.π.). Η ευθύνη των υπόχρεων σε αποζημίωση διαμορφώνεται νομοθετικά ως παθητική ενοχή εις ολόκληρον, με αποτέλεσμα τη γένεση αυτοτελούς δικαιώματος του ζημιωθέντος κατά ενός εκάστου των κατά νόμο συνυποχρέων, τη διατήρηση της ευθύνης όλων των συνοφειλετών μέχρι την πλήρη ικανοποίηση του δανειστή και την παραγωγή, μετά από αυτήν, αμοιβαίου δικαιώματος αναγωγής μεταξύ των εις ολόκληρον ευθυνομένων (άρθρα 481, 487 και 488 ΑΚ). Ειδικότερα, η ευθύνη αυτή των ως άνω προσώπων για την ανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν από την ρύπανση και την αποκατάσταση των δαπανών που έγιναν για την αποτροπή ή την εξουδετέρωσή της υφίσταται [και] έναντι αυτού που πραγματοποίησε την απορρύπανση, ανεξάρτητα από το αν τη συνδρομή του ζήτησε η αρμόδια λιμενική αρχή, κατά την παρεχομένη σ’ αυτήν με το άρθρο 11 § 3 του Ν. 743/1977 ευχέρεια ή το σχετικό έργο του ανατέθηκε με σύμβαση που συνήψε μαζί του ο εκμεταλλευόμενος το ρυπογόνο πλοίο πλοιοκτήτης, εφοπλιστής ή διαχειριστής του, αφού ο νόμος δεν διακρίνει (ΕφΠειρ. 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007/187). Εξάλλου, η εις ολόκληρον με το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνη των τρίτων επεκτείνεται εντός των ορίων που, κατά την αντίληψη του νομοθέτη, θέτουν από τη μια πλευρά η ανάγκη της όσο το δυνατόν πληρέστερης προστασίας του εννόμου αγαθού (ΜονΕφΠειρ. 83/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που ως προς την κύρια [κοινωνική] όψη του (φυσικό περιβάλλον και ποιότητα ανθρώπινης διαβίωσης) έχει συνταγματική περιωπή (άρθρο 24 § 1 Σ) και η οποία προκαλεί καταρχάς τη διεύρυνση της ευθύνης και σε ανυπαίτια πρόσωπα και, από την άλλη, η δικαιοπολιτική σκοπιμότητα επιρρίψεως των δυσμενών συνεπειών της νόμιμης επιχειρηματικής δραστηριότητας μόνον στον ωφελούμενο από την άσκησή της, η οποία επιβάλλει την περιστολή της επέκτασης. Έτσι, μαζί με τον υπαίτιο ευθύνεται εις ολόκληρον [πλην του (ανυπαίτιου, διότι άλλως δεν ευθύνεται αντικειμενικά αλλά υποκειμενικά) πλοιάρχου του ρυπογόνου πλοίου ή δεξαμενόπλοιου, που από τη φύση του πράγματος συνδέεται με το ζημιογόνο περιστατικό] και ο φορέας της ναυτιλιακής επιχείρησης, κατά την άσκηση της οποίας ανέκυψε ο κίνδυνος της περιβαλλοντικής ζημίας ή επήλθε αυτή ή απαιτήθηκαν δαπάνες προς αποτροπή ή εξουδετέρωσή της, δηλαδή ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής ή ο διαχειριστής του πλοίου, ανεξαρτήτως αν είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση, το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του νόμου καταλαμβάνει κάθε μορφής εταιρία, προσωπική ή κεφαλαιουχική, επομένως και τη ναυτική εταιρία, μολονότι ο εταιρικός αυτός τύπος θεσμοθετήθηκε με μεταγενέστερο νομοθέτημα (το Ν. 959/1979). Να σημειωθεί ότι κατά την εισαγωγή του Ν. 743/1977 ναυτιλιακή επιχείρηση μπορούσαν να ασκούν εταιρίες με τη νομική μορφή της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης, της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, της ανώνυμης εταιρίας και της ειδικής ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας (ΕΑΝΕ) του ΝΔ 2687/1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού» (ΦΕΚ Α 317/10.11.1953) [Γ. Σπαρτιώτης, Ναυτιλιακές Εταιρίες Α.Ν. 89/1967, 1989, σελ. 172]. Στην ίδια περίπτωση, εφόσον το ευθυνόμενο εταιρικό μόρφωμα είναι προσωπική εταιρία (δηλαδή ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη) ευθύνεται ούτως ή άλλως αλληλέγγυα και με την προσωπική του περιουσία και ο απεριορίστως ευθυνόμενος για τα χρέη της εταίρος, ανεξαρτήτως αν προέρχονται από σύμβαση ή αδικοπραξία (άρθρο 22 ΕΝ και ήδη 458 του Ν. 4072/2012, ΑΠ 1536/2000, Δνη 2001/1306, ΕφΠειρ. 109/2009, ΔΕΕ 2010/78,452 = ΕΕμπΔ 2010/634, ΜονΕφΘεσ. 517/2015, Αρμ. 2016/85). Εκεί λοιπόν στους εκ της ρυπάνσεως οφειλέτες του ζημιωθέντος προστίθεται και τουλάχιστον ένα φυσικό πρόσωπο ενεχόμενο και αυτό εις ολόκληρον δυνάμει των γενικών διατάξεων. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο ενίσχυση της θέσης του δανειστή δεν είναι, όμως, αυτονόητη, όταν πρόκειται για κεφαλαιουχική εταιρία, που έχει περιουσιακή αυτοτέλεια και χωριστή νομική προσωπικότητα έναντι των μελών της, η ευθύνη των οποίων για τα εταιρικά χρέη ως εκ τούτου περιορίζεται (ΑΠ 1380/2013, ΔΕΕ 2014/256 = ΕΕμπΔ 2014/125 = ΧρΙΔ 2014/211, ΑΠ 1051/2012, ΔΕΕ 2013/490, ΑΠ 1083/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 2026/2016, ΔΕΕ 2016/1409, Ελ. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, τεύχος Β, 2000, § 1 IV 2, σελ. 17), με αποτέλεσμα να μην υπέχει την εκ του Ν. 743/1977 ευθύνη ο μέτοχος ή ο εταίρος της κεφαλαιουχικής εταιρίας. Ειδικά για την ευθύνη εκ ρυπάνσεως από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο που ανήκει σε ανώνυμη εταιρία ο Ν. 743/1977 στο άρθρο 12 ρητά ορίζει ότι ευθύνεται μαζί με το νομικό πρόσωπο και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής, δηλαδή εκείνα τα φυσικά πρόσωπα  (μέτοχοι ή μη)  που είναι μέλη του οργάνου διοικήσεως της εταιρίας και έχουν γενική εξουσία διαχείρισης της περιουσίας και των υποθέσεών της (Ι. Μάρκου, Το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕ, 2015, σελ. 77 επομ., για τις αρμοδιότητες του διευθύνοντος συμβούλου βλ. ΑΠ 1106/2017, ΔΕΕ 2017/1330 [ποινική απόφαση] και ΕφΘεσ. 555/2010, ΕπισκΕΔ 2010/1155). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι (αντικειμενική) ευθύνη για την αποκατάσταση των ζημιών από ρύπανση της θάλασσας και προς πληρωμή των δαπανών απορρυπάνσεως που προκαλείται από πλοίο που το εκμεταλλεύεται ανώνυμη εταιρία δεν υπέχουν άλλα φυσικά πρόσωπα, ακόμα και αν μετέχουν στη διοίκησή της, εφόσον δεν έχουν μία από τις παραπάνω ιδιότητες. Επί αντικειμενικώς ευθυνόμενης εταιρίας, κεφαλαιουχικής μεν πλην όμως άλλου τύπου και όχι ανώνυμης εταιρίας και ενόψει της ειδικής νομοθετικής αναφοράς μόνον στην τελευταία, ζήτημα ανακύπτει ως προς το επιτρεπτό της διευρύνσεως της ευθύνης αυτής και στα φυσικά πρόσωπα που διοικούν αυτήν την άλλου τύπου εταιρία και, σε καταφατική περίπτωση, ως προς τον καθορισμό της ταυτότητας των προσώπων που θα φέρουν την αντικειμενική ευθύνη ως διαχειριστικά της όργανα. Νομολογιακώς έχει κριθεί ότι τέτοια ευθύνη έχει και: α] ο διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (ΜονΕφΠειρ. 83/2015, ο.π.), με την αιτιολογία ότι η διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 743/1977 δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενώς, αφού αποσκοπεί στην πληρέστερη προστασία του κοινωνικού αγαθού του φυσικού περιβάλλοντος, β] ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος αλλοδαπής εταιρίας, που προσομοιάζει κατά τον εταιρικό της τύπο με αυτόν της ανώνυμης εταιρείας του ελληνικού δικαίου (ΤριμΕφΠειρ. 85/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με την αιτιολογία ότι επί νομικού χαρακτηρισμού βιοτικών σχέσεων με διεθνείς όψεις δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί ταυτότητα αλλά σημαντική αναλογία και γ] ο διευθυντής εταιρίας, η οποία συστάθηκε μεν κατ’ αλλοδαπό δίκαιο, είχε όμως την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα και η οποία, επειδή δεν τήρησε τις διατυπώσεις που απαιτούνται από την ελληνική νομοθεσία για την ίδρυση ανώνυμης εταιρείας, προς την οποία προσομοιάζει κατά τον εταιρικό της τύπο, κρίθηκε ως εν τοις πράγμασι προσωπική εταιρία (ΕφΠειρ. 127/2009, ΕΝαυτΔ 2009/429 = ΕΕμπΔ 2010/601). Στο Ν. 743/1977 δε ρυθμίζεται η ευθύνη των μελών της διοικήσεως ναυτικής εταιρίας, αφού το ενδεχόμενο ρυπάνσεως από πλοίο που ανήκει σ’ αυτήν αναφάνηκε μετά τη θέσπιση του κανόνα του άρθρου 12 αυτού. Τούτο σημαίνει ότι ο νομοθέτης δεν αποσκοπούσε στον αποκλεισμό της ευθύνης των προσώπων αυτών αλλά ότι η ρύθμισή του απέβη εκ των υστέρων ατελής. Πρόκειται, επομένως, για γνήσιο δευτερογενές οργανικό κενό του νόμου (Π. Λαδάς, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Ι, 2007, § 7, αρ. 1, σελ. 148, Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, τεύχος Α, 1985, § 27, σελ. 67), δεκτικό πληρώσεως με praeter legem ερμηνεία, δηλαδή με διάπλαση δικαίου. Η ερμηνευτική μέθοδος που ακολουθείται για την πλήρωση των κενών του νόμου είναι η αναλογία, δηλαδή η επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ισχύοντος κανόνα δικαίου και επί ετέρου αρρύθμιστου ζητήματος, το οποίο εμφανίζει νομικά ενδιαφέρουσα ομοιότητα με την νομοθετικά διευθετημένη περίπτωση, προκειμένου να τύχουν ισότιμης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις (ΕφΑθ. 7335/1986, Δνη 1987/158, με ενημερωτικό σημείωμα Ευαγ. Κρουσταλάκη, Γ. Μπαλής, Γενικαί Αρχαί του Αστικού Δικαίου [κατά τον Κώδικα], 1950, § 9, σελ. 26, Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, 2009, σελ. 491, ο ίδιος, Εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, 1991, σελ. 193, Π. Φίλιος, Νομική Μεθοδολογία, 2009, § 46Α, σελ. 126 επομ.). Για την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των καταστάσεων γίνεται αναγωγή στο νομοθετικό σκοπό (ratio legis) της ισχύουσας διάταξης και στις γενικές αρχές του δικαίου, έτσι όπως συνάγονται από επιμέρους διατάξεις νόμου, απαιτείται δε περαιτέρω και ουσιαστική αξιολόγηση της ορθότητας των διαφαινόμενων λύσεων. Προς το σκοπό αυτό πρέπει, εν προκειμένω, να σημειωθούν τα ακόλουθα: Ο θεσμός της ναυτικής εταιρίας εισήχθη στην ημεδαπή έννομη τάξη με το Ν. 959/1979 «Περί της Ναυτικής Εταιρίας» (ΦΕΚ Α 192/24.8.1979), ο οποίος κατά την εισηγητική του έκθεση (βλ. αυτήν σε ΚΝοΒ 1979/1121 επομ. = ΕΝαυτΔ 1979/594 επομ.) αποσκοπούσε, προς ανόρθωση των καταστροφικών οικονομικών συνεπειών που ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος επέφερε στην ελληνική εμπορική ναυτιλία, να καταστήσει ελκυστική στους έλληνες πλοιοκτήτες μια ελληνική εταιρική μορφή και με τον τρόπο αυτό να επαναφέρει τα πλοία των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων στην ελληνική σημαία και να επανεντάξει τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους στην εγχώρια οικονομική ζωή (Π. Σαρλής, Ο νέος θεσμός της ναυτικής εταιρίας και η ελληνική εμπορική ναυτιλία, σε ΠειρΝομ. 1979/521 επομ. [523]). Αποσκοπούσε ακόμα να εξασφαλίσει υπέρ των ημεδαπών κρατικών οργάνων τον έλεγχο των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, που μέχρι τότε ασκούσαν πλοία υπό ξένη σημαία, σε ευαίσθητους τομείς, μεταξύ των οποίων και η μόλυνση του περιβάλλοντος (Στ. Κιντής, Ο νόμος περί της ναυτικής εταιρίας, σε ΕΕμπΔ 1979/505 επομ. [515]). Η ναυτική εταιρία, κατά την ίδια εισηγητική έκθεση, προορίστηκε να λειτουργεί με ελαστικότητα και με τους ταχείς ρυθμούς που απαιτούν οι ναυτιλιακές συναλλαγές και αποτελεί ιδιαίτερο τύπο εμπορικής εταιρίας, που εμφανίζει σαφή τα χαρακτηριστικά αφενός μεν της κεφαλαιουχικής εταιρίας, δεδομένου ότι η επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της στηρίζεται στην περιουσιακή και όχι στην προσωπική συμβολή των μελών της (ΕφΠειρ. 618/2009, ΕΝαυτΔ 2010/54, ΕφΠειρ. 1273/1991, ΕΕμπΔ 1992/626, ΕφΑθ. 7335/1986, ο.π.) και αφετέρου της ενώσεως προσώπων σωματειακού τύπου, δεδομένου ότι ούτε η νομική της προσωπικότητα ούτε η διοίκησή της (που ασκείται από τα καταστατικά της όργανα) επηρεάζεται από τις μεταβολές, που κατά την διάρκειά της είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στα πρόσωπα των μετόχων της (Λ. Γεωργακόπουλος, Η «ανώνυμος ναυτική εταιρία» κατά το περί αυτής σχέδιον νόμου του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ΝοΒ 1976/369 επομ., Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Ι, 2003, σελ. 168, Αν. Βερνάρδος, Η ναυτική εταιρία και το μέλλον του δικαίου της ανωνύμου εταιρίας, ΠειρΝομ. 1980/345 επομ., Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 33, σελ. 16). Στο άρθρο 1 του Ν. 959/1979, όπως το πρώτο εδάφιο της § 1 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 § 1 του Ν. 1892/1990 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 101/31.7.1990), καθορίζεται ο σκοπός της ναυτικής εταιρίας και προβλέπεται ότι «Ναυτική εταιρία είναι η εταιρία που συνιστάται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κυριότητα ελληνικών εμπορικών πλοίων, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών ή ξένης σημαίας εμπορικών πλοίων, καθώς και την απόκτηση μετοχών άλλων ναυτικών εταιριών», ενώ στο Κεφάλαιο Β του Νόμου (άρθρα 12 – 21) ρυθμίζεται ο τρόπος διοίκησης και εκπροσώπησης της ναυτικής εταιρίας από διοικητικό συμβούλιο απαρτιζόμενο από τρία [3] τουλάχιστον μέλη, τα οποία εκλέγονται από τη γενική συνέλευση και αποφασίζουν για κάθε θέμα που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και στην εν γένει επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Τέλος, στο άρθρο 59 ορίζεται ότι στη ναυτική εταιρία δεν εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις της κωδικοποιημένης νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ναυτική εταιρία αποτελεί ιδιαίτερο τύπο κεφαλαιουχικής εταιρίας και όχι παραλλαγή της ανώνυμης (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η ναυτική εταιρία και η σχέση της με την ανώνυμη εταιρία, ΕπισκΕΔ 2003/653 = Ναυτική Εταιρία – Σύγχρονα Ζητήματα, 2003, σελ. 17 επομ., Ε. Γκολογκίνα – Οικονόμου, Ο σκοπός της ναυτικής εταιρίας, ΕπισκΕΔ 2003/670 επομ.), που διοικείται, όμως, όπως και η ανώνυμη. Τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν τη διοίκηση της ναυτικής εταιρίας διαχειρίζονται τις υποθέσεις και την περιουσία της καθ’ όμοιο τρόπο με αυτόν που τα μέλη της διοίκησης της ανώνυμης εταιρίας κυβερνούν τις τύχες της. Έχουν, δηλαδή, τα μέλη της διοίκησης της ναυτικής εταιρίας τις αρμοδιότητες τόσο για τη λήψη προληπτικών μέτρων κατά του ενδεχομένου θαλάσσιας και παράκτιας ρύπανσης, προερχόμενης από το πλοίο της κυριότητας, της εκμετάλλευσης ή διαχειρίσεώς της όσο και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της με την κάλυψη του σχετικού κινδύνου δια της συνάψεως αντίστοιχης ασφαλιστικής σύμβασης, ενώ, ταυτόχρονα, ελέγχουν, αφενός, την πηγή του κινδύνου ρύπανσης, επιλέγοντας τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος του πλοίου της και όντας υπεύθυνοι για την τήρηση των σχετικών με την αποφυγή της θαλάσσιας ρύπανσης νομοθετικών διατάξεων και, αφετέρου, μεριμνούν ώστε να μεγιστοποιούν το οικονομικό όφελος της ναυτικής εταιρίας από την εκμετάλλευση του πλοίου. Με αυτά τα δεδομένα, ανάλογη προς τις αρμοδιότητές τους, που είναι όμοιες προς εκείνες του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας, πρέπει να είναι και οι ευθύνες τους για τη ρύπανση του περιβάλλοντος που προκαλείται από το πλοίο που ελέγχουν. Γενικά, η ευθύνη τους είναι συλλογική, εκτός αν το διοικητικό συμβούλιο της ναυτικής εταιρίας αποφασίσει να αναθέσει την άσκηση των εξουσιών ή των αρμοδιοτήτων του σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε τρίτους καθορίζοντας ταυτόχρονα και την έκταση των εξουσιών αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Ν. 959/1979, οπότε θεωρούνται αυτοί ως υποκατάστατοι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 67 εδαφ. β ΑΚ (Αλ. Καλαντζής, Ναυτική Εταιρεία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 959/1979, 1990, άρθρο 12, σελ. 67), εφόσον η πιο πάνω απόφαση του διοικητικού συμβουλίου καταχωρηθεί στο μητρώο των ναυτικών εταιριών, οπότε η καταχώρηση αυτή αποτελεί πλήρη απόδειξη περί των εκπροσώπων της εταιρείας (άρθρο 20 §§ 2 και 5 του Ν. 959/1979, ΜονΕφΠειρ. 74/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 143/2013, ΕΝαυτΔ 2013/105 = Δνη 2015/497, Κ. Παμπούκης, Σκέψεις για το μητρώο ναυτικών εταιριών, σε ΕπισκΕΔ 2003/662 επομ. [667]). Η ρύθμιση αυτή είναι ταυτόσημη προς εκείνη των διατάξεων των §§ 1 και 2 του άρθρου 18 του ΚΝ 2190/1920 «Περί Ανωνύμων Εταιριών», με τις οποίες θεσπίζεται η συλλογική από το διοικητικό της συμβούλιο εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας, εκτός αν με καταστατική πρόβλεψη οριστεί ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή τρίτοι μπορούν να εκπροσωπήσουν την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις (ΑΠ 1541/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συλλογική είναι η ευθύνη των μελών της διοικήσεως της ναυτικής εταιρίας και με βάση τη διάταξη του άρθρου 7 του (μεταγενέστερου ως προς το επίμαχο περιστατικό κινδύνου περιβαλλοντικής ρυπάνσεως) Ν. 4037/2012 (ΦΕΚ Α 10/30.1.2012), με τον οποίο εναρμονίστηκε το εθνικό δίκαιο προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τη ρύπανση από τα πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων, περιλαμβανομένων των ποινικών, για αδικήματα ρύπανσης (L 255), η οποία τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 (L 280) και θεσπίστηκαν αποτρεπτικές, αποτελεσματικές και αναλογικές ποινικές και διοικητικές (όχι όμως και αστικές) κυρώσεις, για τις περιπτώσεις που προκαλείται ή ενδέχεται να προκληθεί ρύπανση ή υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, επί σκοπώ διασφαλίσεως της αποτελεσματικής ποινικής προστασίας του. Στη διάταξη αυτή ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι όταν εξετάζεται ευθύνη νομικού προσώπου, υπεύθυνοι για την τήρηση των σχετικών με την αποφυγή της θαλάσσιας ρύπανσης διατάξεων θεωρούνται, επί προσωπικών εταιριών, εταιριών περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών, οι διαχειριστές και επί ανωνύμων εταιριών, ναυτικών εταιριών και ναυτικών εταιριών πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ), τα μέλη του διοικούντος οργάνου και τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρίας. Από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 12 Ν. 743/1977 και 7 Ν. 4037/2012 συνάγεται με αναλογία δικαίου ότι είναι επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη η επέκταση της αντικειμενικής ευθύνης της ναυτικής εταιρίας για την ανόρθωση των ζημιών από ρύπανση του θαλάσσιου και του παράκτιου περιβάλλοντος που προκλήθηκε από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο της πλοιοκτησίας, του εφοπλισμού ή της διαχειρίσεώς της και για την αποκατάσταση των δαπανών που απαιτήθηκαν για την αποτροπή του κινδύνου της ρύπανσης ή την εξουδετέρωση των περιβαλλοντικών συνεπειών της και στα φυσικά πρόσωπα που απαρτίζουν τη διοίκηση του νομικού της προσώπου. Η αναλογία εν προκειμένω στηρίζεται στην ουσιώδη ομοιότητα της βιοτικής σχέσεως που έχει ρυθμιστεί προς την αρρύθμιστη. Πρόκειται για την κατανομή της ευθύνης προς αποκατάσταση συνεπειών από ρύπανση του περιβάλλοντος προερχόμενη από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο κεφαλαιουχικής εμπορικής εταιρίας, που διοικείται από συλλογικό όργανο και αποκομίζει οικονομικό όφελος από την εν δυνάμει κινδυνώδη για τα περιβαλλοντικά αγαθά λειτουργία του πλοίου, των οποίων είναι δυνατή η προσβολή συνεπεία υπαίτιας συμπεριφοράς φυσικού προσώπου ελεγχόμενου [προστηθέντος] από τα μέλη της διοίκησης της εταιρίας. Η κατά τον τρόπο αυτό πλήρωση του νομοθετικού κενού για το οποίο έγινε ήδη λόγος είναι σύμφωνη με την αρχή της ισότητας (μεταξύ των εκάστοτε υπευθύνων εταιρικών μορφωμάτων) και εξασφαλίζει πληρέστερη προστασία τόσο του εννόμου (περιβαλλοντικού) αγαθού, όσο και των ιδιωτών που προέβησαν στις αποκαταστατέες δαπάνες, αφού διευρύνει τον κύκλο των ατομικώς εις ολόκληρον έναντι αυτών συνευθυνομένων. Η ίδια λύση θάλπει και την ενότητα της έννομης τάξης, δεδομένου ότι ταυτίζει τα υποκείμενα της αστικής και της ποινικής ευθύνης προς τους οφειλέτες καταβολής των διοικητικών προστίμων. Να σημειωθεί, τέλος, και ότι απαγόρευση της αναλογίας δε μπορεί να συναχθεί από μόνο τον εξαιρετικό χαρακτήρα των αναλογικά εφαρμοζόμενων κανόνων του τεθειμένου δικαίου, καθόσον η αναλογία είναι δυνατή και στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον κινείται μέσα στα όρια και το πνεύμα των διατάξεων αυτών (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, § 6, αρ. 28, σελ. 64, βλ. και Π. Κορνηλάκη, Η ευθύνη από διακινδύνευση, 1982, σελ. 185 – 191).

Επομένως, ο πρώτος λόγος της Β έφεσης (κατά το πρώτο σκέλος του) με τον οποίο οι εκκαλούντες υποστηρίζουν το αντίθετο με την επίκληση της διαφορετικής μορφής της ναυτικής εταιρίας σε σχέση προς την ανώνυμη και της συνακόλουθης αδυναμίας θεμελιώσεως της αντικειμενικής ευθύνης τους, που αναγνώρισε η εκκαλουμένη, στη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του Ν. 743/1977, η οποία, ως εκ του εξαιρετικού δικαίου που εισάγει, δεν είναι δεκτική αναλογικής επεκτάσεως αλλά χρήζει στενής ερμηνείας, δεν είναι νομικά βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Απορριπτέα κρίνεται και η  ειδικότερη αιτίαση των εκκαλούντων περί εσφαλμένης πρωτοδίκως αναλογικής εφαρμογής στη ναυτική εταιρία των διατάξεων του κωδικοποιημένου νόμου για τις ανώνυμες εταιρίες, παρά τη ρητή σχετική απαγόρευση από το άρθρο 59 του Ν. 959/1979, δεδομένου ότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού για την επέκταση της αντικειμενικής ευθύνης της ναυτικής εταιρίας στα φυσικά πρόσωπα που τη διοικούν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΝ 2190/1920 αλλά [κυρίως] εκείνη του άρθρου 12 § 1 του Ν. 743/1977, στην οποία η ευθύνη αυτή θεμελιώνεται και της οποίας το ρυθμιστικό πεδίο διευρύνεται.

Με βάση αυτή μόνο τη διάταξη (δηλαδή πλέον με αναλογία νόμου) πρέπει στη συνέχεια να γίνει ο εντοπισμός εκείνων από τα φυσικά πρόσωπα – μέλη της διοίκησης της ναυτικής εταιρίας που πρέπει να βαρύνονται με την ως άνω αντικειμενική ευθύνη για την πρόκληση ρυπάνσεως ή κινδύνου ρυπάνσεως από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο σε χρόνο προγενέστερο της ισχύος του Ν. 4037/2012. Πράγματι, η επίρριψη αντικειμενικής αστικής ευθύνης στο σύνολο των μελών της διοικήσεως ναυτικής εταιρίας για περιστατικό επισυμβάν σε χρόνο κατά τον οποίο, αν η ρύπανση ή ο αντίστοιχος κίνδυνος είχε προκληθεί από πλοίο ή δεξαμενόπλοιο ανώνυμης εταιρίας, υπεύθυνοι θα ήταν μόνον ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλός της, δεν θα συνιστούσε δικαιοκρατικά ορθό αποτέλεσμα, αφού θα επιβάρυνε φυσικό πρόσωπο που κατά το χρόνο του συμβάντος δεν υπολόγιζε ότι θα επωμιστεί τέτοια ευθύνη. Θα προσέβαλε παράλληλα και την ασφάλεια δικαίου, επί της οποίας έχουν εύλογη προσδοκία όλοι οι κοινωνοί του. Επομένως, για συμβάν προγενέστερο του Ν. 4037/2012, αντικειμενική αστική ευθύνη πρέπει να αναγνωριστεί στον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της ναυτικής εταιρίας, καθώς και στον τυχόν έχοντα κατ’ άρθρο 20 § 1 του Ν. 959/1979 εξουσίες και αρμοδιότητες παρόμοιες προς εκείνες του διευθύνοντος συμβούλου επί ανώνυμης εταιρίας. Η συγκεκριμενοποίηση του προσώπου αυτού θα γίνει με βάση τις καταχωρήσεις των αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής στην τηρούμενη στο μητρώο ναυτικών εταιριών μερίδα της.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ  το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλήψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημιώσεως. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η  παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης τότε ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο, δηλαδή το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου (ΑΠ 625/2009, ΕπισκΕΔ 2009/953 = ΕΕμπΔ 2010/855 = Δνη 2011/385). Κατά τη σαφή έννοιά της η διάταξη αυτή, που αποτελεί κανόνα καταλογισμού της ευθύνης στο νομικό πρόσωπο, όταν τρίτος βλάπτεται από πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου (ΑΠ 25/2000, Δνη 2000/712 = ΔΕΕ 2000/742 = ΕΕμπΔ 2000/320 = ΝοΒ 2001/29, Λ. Κιτσαράς, σε Κλ. Ρούσσου, Δίκαιο νομικών προσώπων, 2010, § 13, σελ. 306), δεν θεμελιώνει η ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως αλλά προϋποθέτει ότι τέτοια υποχρέωση έχει ήδη γεννηθεί (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ι Α, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 71, αρ. 2, σελ. 957) από πράξη ή παράλειψη που κατά κανόνα είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 869/2000, Δνη 2001/75 = ΕΕΝ 2001/877) και συνιστά είτε αδικοπραξία (ΑΠ 641/2011, ΧρΙΔ 2012/114) είτε αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, από την οποία παράγεται δευτερογενώς αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 1498/2004, Αρμ. 2006/78, Δνη 2005/819 = ΕΕΔ 2005/1352, ΑΠ 883/2003, Δνη 2005/126) ή που δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη (Απ. Γεωργιάδης, ο.π., § 14, αρ. 34, σελ. 179). Η ΑΚ 71 ορίζει δηλαδή απλώς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επεκτείνεται και στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για ζημιογόνο πράξη που επιχειρήθηκε από όργανό του και ιδρύει, βάσει άλλων διατάξεων, υποχρέωση αποζημιώσεως, ώστε να ενισχύεται η θέση του ζημιωθέντος με την πρόσθεση της ευθύνης του νομικού προσώπου στην ενοχή του ζημιώσαντος φυσικού προσώπου. Υπό την έννοια αυτή η ίδια διάταξη δεν καλείται σε εφαρμογή όταν το νομικό πρόσωπο βάσει άλλης διατάξεως υπέχει το ίδιο ευθύνη από πταίσμα τρίτου είτε προστηθέντος του κατ’ άρθρα 922 και 926 ΑΚ είτε άλλου φυσικού προσώπου, του οποίου η υπαίτια συμπεριφορά καταλογίζεται αντικειμενικά σ’ αυτό, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 12 του Ν. 743/1977. Αν δυνάμει της άλλης διατάξεως ιδρύεται ευθύνη του φυσικού προσώπου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ μεταξύ αυτού και του νομικού προσώπου υφίσταται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ (ΑΠ 418/2007, ΝοΒ 2007/1168, ΑΠ 117/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1844/2006, ΧρΙΔ 2007/246). Αν η άλλη διάταξη δεν δημιουργεί αυτοτελή ευθύνη του οργάνου, τότε ευθύνεται μόνον το νομικό πρόσωπο κατά το άρθρο 71 ΑΚ (Αθ. Κρητικός, ο.α.π., αρ. 33, σελ. 965. Λ. Κιτσαράς, ο.α.π., σελ. 316). Σε κάθε δε περίπτωση, αν το καταστατικό όργανο δεν ευθύνεται αυτοτελώς προς αποζημίωση με βάση άλλη διάταξη, αποκλείεται η επέκταση της ευθύνης του νομικού προσώπου σ’ αυτό κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 71. Τούτο συνάγεται και από το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, κατά το οποίο προϋποτίθεται υπαιτιότητα του οργάνου για τη θεμελίωση της συνευθύνης του.

Εν προκειμένω, από τα αποδεικτικά μέσα που θα αναφερθούν πιο κάτω προκύπτει ότι η (πρώτη των εναγομένων της ως άνω αγωγής και ήδη μη διάδικος στην κατ’ έφεση δίκη) πλοιοκτήτρια του ρυμουλκού (Ρ/Κ) πλοίου ΔΙΙ ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…..», που εδρεύει στο ……., καταχωρήθηκε στα Βιβλία Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του Ν. 959/1979 στις 23.6.2008 με αύξοντα αριθμό .. και διάρκεια μέχρι τις 11.6.2028, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει διαγραφεί. Μέλη του διοικητικού της συμβουλίου αποτελούσαν στις 26.10.2010, οπότε συνέβη το επίδικο περιστατικό, ο πρώτος εκκαλών της Β έφεσης ……, ο οποίος είχε την ιδιότητα του προέδρου αυτού, ο μη διάδικος στην έκκλητη δίκη …., ο οποίος είχε την ιδιότητα του αντιπροέδρου και ο δεύτερος εκκαλών της Β έφεσης ….., ο οποίος είχε την ιδιότητα του γραμματέα του διοικητικού της συμβουλίου. Αυτά προκύπτουν από τα από 22.9.2010 πρακτικά της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της και της συνεδρίασης του διοικητικού της συμβουλίου, τα οποία καταχωρήθηκαν στη μερίδα της στο Μητρώο Ναυτικών Εταιριών στις 12.10.2010. Κατά τον ίδιο εκείνο χρόνο την εταιρία δέσμευε και εκπροσωπούσε μόνος ο εκ των ανωτέρω ……, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …… βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και κατά τις ουσιαστικές παραδοχές της εκκαλουμένης. Οι παραδοχές αυτές είναι, επομένως, ορθές ως προς τον καταλογισμό αντικειμενικής ευθύνης στον πρώτο εκκαλούντα της Β έφεσης, που υποχρεώθηκε σε αποζημίωση της ενάγουσας λόγω της ιδιότητάς του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της πλοιοκτήτριας του βυθισθέντος πλοίου. Η ευθύνη του αυτή είναι μάλιστα ανεξάρτητη από την πραγματική άσκηση εκ μέρους του της διαχειριστικής εξουσίας της εταιρίας, αφού στη διάταξη του άρθρου 12 § 1 του Ν. 743/1977, που εφαρμόζεται κατά τα ανωτέρω αναλογικά και επί ναυτικής εταιρίας, δεν τίθεται ως προϋπόθεση της ευθύνης αυτής του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου ούτε η άσκηση τέτοιας εξουσίας ούτε η ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας. Συντρέχει, άλλωστε, η ευθύνη αυτή με την αντικειμενική ευθύνη του διευθύνοντος συμβούλου, ο οποίος, αν έχει οριστεί, συγκεντρώνει αυτός τις αρμοδιότητες διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρίας, χωρίς, όμως, εξ αυτού του λόγου να απαλλάσσεται συγχρόνως ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου. Επειδή δε εν προκειμένω ο πρώτος εκκαλών δεν πλήττει την εκκαλουμένη για την κατάφαση της εκ της ως άνω ιδιότητάς του αντικειμενικής ευθύνης που του καταλόγισε, η οποία ως νόμιμος λόγος ευθύνης αρκούσε για τη θεμελίωση του διατακτικού της, είναι αλυσιτελής προτεινόμενος από αυτόν ο ισχυρισμός του, που προβάλλεται με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου της Β έφεσης, ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 71 ΑΚ έγινε ως προς αυτόν δεκτή η αγωγή (περί του ότι αν η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έχει επάλληλη αιτιολογία, η προσβολή της κατά το ένα μόνο σκέλος δεν αρκεί, αφού το διατακτικό της στηρίζεται αυτοτελώς επί του άλλου, οι δε λόγοι της έφεσης που πλήττουν τις υπόλοιπες επάλληλες αιτιολογίες είναι απαράδεκτοι ως αλυσιτελείς, όταν μία από αυτές, που δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό βλ. ΟλΑΠ 25/1996, ΝοΒ 1996/46, ΑΠ 439/2010, ΝοΒ 2010/2052, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009, 927, ΑΠ 265/1989, Δνη 31/769, ΑΠ 1390/1988, Δνη 31/95, ΑΠ 1530/1988, Δνη 31/518, ΕφΠειρ. 234/2010, ΠειρΝομ. 2010/404, ΕφΘεσ. 435/2010, ΕΠολΔ 2011/116 = Αρμ. 2011/472, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1189, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1181, ΕφΛαρ. 294/2008, ΑρχΝ 2010/208, ΕφΙωαν. 186/2007, Αρμ. 2008/71, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231).

Ως προς την αντικειμενική ευθύνη, όμως, του δεύτερου εκκαλούντος της Β έφεσης, που υποχρεώθηκε ατομικώς σε αποζημίωση της ενάγουσας λόγω της ιδιότητάς του ως γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου της πλοιοκτήτριας του βυθισθέντος πλοίου, η κρίση της εκκαλουμένης είναι εσφαλμένη. Πράγματι, μόνη η ιδιότητα αυτού ως μέλους της διοίκησης του νομικού προσώπου της ναυτικής εταιρίας δεν αρκεί για τον αντικειμενικό καταλογισμό σε βάρος του της δαπάνης της ενάγουσας, όπως δεν αρκεί ούτε η επικαλούμενη από αυτήν ιδιότητά του και ως αντικλήτου του Ρ/Κ ΔΙΙ, η οποία για το ερευνώμενο νομικό ζήτημα είναι απολύτως αδιάφορη. Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο συγκεκριμένος εκκαλών αναμίχθηκε ενεργά στη διοίκηση και τη διαχείριση της πλοιοκτήτριας εταιρίας ούτε ότι αυτός συγκρότησε το πλήρωμα του σκάφους ούτε ότι ήταν με οποιονδήποτε τρόπο υπεύθυνος για τη λήψη μέτρων πρόληψης του ενδεχομένου ρύπανσης του περιβάλλοντος κατά τη λειτουργία του, ώστε να θεωρηθεί ότι επείχε θέση διευθύνοντος συμβούλου της ναυτικής εταιρίας. Η εφεσίβλητη υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος αντίδικός της υπήρξε νόμιμος εκπρόσωπος της ναυτικής εταιρίας, επειδή υπό την ιδιότητα αυτή είχε συμβληθεί για λογαριασμό της κατά την κατάρτιση της συμβάσεως χρονοναυλώσεως του εν λόγω ρυμουλκού στην εδρεύουσα στο Αμαρούσιο Αττικής κοινοπραξία με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «……..» στις 10.4.2010, προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί κατά την εκτέλεση του τεχνικού έργου για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι η σύμβαση αυτή συνήφθη σε χρόνο προγενέστερο της τελευταίας πριν το επίδικο συμβάν καταχώρησης στη μερίδα της «……» στο Μητρώο Ναυτικών Εταιριών (12.10.2010), μετά την οποία νόμιμος εκπρόσωπός της (δηλώθηκε και) ήταν ο …… και όχι ο δεύτερος εκκαλών της Β έφεσης, η ιδιότητα αυτή δεν θα αρκούσε για την απόδοση στον τελευταίο αντικειμενικής ευθύνης κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 12 του Ν. 743/1977, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ιδιότητα του μέλους της διοίκησης της ναυτικής εταιρίας ως νομίμου εκπροσώπου της δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωσή της. Να σημειωθεί, τέλος, ότι ως βάση για την αναγνώριση ευθύνης στον δεύτερο εκκαλούντα της Β έφεσης δε μπορεί να θεωρηθεί η διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, όπως φαίνεται να δέχεται η εκκαλουμένη, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι σύννομη η επέκταση της αντικειμενικής ευθύνης της ναυτικής εταιρίας σε όργανό της που δεν ευθύνεται αυτοτελώς προς αποζημίωση με βάση άλλη διάταξη, όπως δεν συμβαίνει εν προκειμένω με το συγκεκριμένο για τον οποίο δεν διαπιστώνεται υπαίτια πράξη ή παράλειψή του.  Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός κατ’ ουσία ο πρώτος λόγος της Β έφεσης κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιό της που αφορά στην ευθύνη του δευτέρου εκκαλούντος αυτής. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί η υπόθεση και αναδικαστεί από το παρόν Δικαστήριο να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον του ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του νικητή εκκαλούντος, για τους δύο δικαιοδοτικούς βαθμούς, κατά το σχετικό αίτημά του, σε βάρος της εφεσίβλητης (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΙΧ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα επικαλούμενα και σε επίσημο αντίγραφο προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από την αχρονολόγητη υπ’ αριθμ. …… έκθεση επιθεωρήσεως του ……, μηχανολόγου, ναυτιλιακού επιθεωρητή της εταιρίας με την επωνυμία «…..», που συντάχθηκε με την επιμέλεια της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……..», την από 6.2.2012 έκθεση επιθεωρήσεως του ……, ναυτικού επιθεωρητή της εταιρίας με την επωνυμία «……..», που συντάχθηκε με την επιμέλεια της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……..» και την από 25.9.2014 τεχνική έκθεση του ……., πραγματογνώμονα ναυπηγού, που συντάχθηκε με την επιμέλεια του πρώτου εκκαλούντος της Β έφεσης, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ [σημειωτέον ότι οι δύο [2] τελευταίοι από τους γνωμοδοτήσαντες εξετάστηκαν και στο ακροατήριο], καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται α) φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και β] αντίγραφα εγγράφων της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο συμβάν από το Ανακριτικό Γραφείο του Ε΄ Λιμενικού Τμήματος Ζέας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά, που διενήργησε προανάκριση (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφη από 7.1.2011 πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος από την προανακριτική Αρχή ………, διπλωματούχου ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, ανώμοτες εξηγήσεις, κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς και υπ’ αριθμ. 6971/30.9.2014 απαλλακτική για την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια δια παραλείψεως των άρθρων 277 στοιχ. α΄ και 278 του ΠΚ απόφαση του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), που εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 359/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 1271/2012, Αρμ. 2014/603), άπαντα τα οποία (έγγραφα) οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 524 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στην πλοιοκτησία της προαναφερθείσας ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «….» ανήκει το υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό (Ρ/Κ) πλοίο ΔΙΙ, κόρων ολικής χωρητικότητας 15,73 και καθαρής χωρητικότητας 8,00, με διεθνές διακριτικό σήμα …., που είναι εγγεγραμμένο στο Νηολόγιο Πλοιαρίων Πειραιώς με αριθμό …. Το σκάφος αυτό ναυπηγήθηκε το έτος 1977 στο Πέραμα Αττικής από το ναυπηγείο της εταιρίας «…..» και έχει, κατά τις σχετικές εγγραφές στο νηολόγιο, μήκος ένδεκα μέτρων και εβδομήντα τριών εκατοστών (11,73 μ.), πλάτος τριών μέτρων και εξήντα εκατοστών (3,60 μ.) και βύθισμα ενός μέτρου και τριάντα εκατοστών (1,30 μ.). Η άτρακτος, το κατάστρωμα και η, περιορισμένων διαστάσεων, υπερκατασκευή του έχουν κατασκευαστεί από χάλυβα, ενώ για την πρόωσή του χρησιμοποιεί έναν [1] τετράχρονο πετρελαιοκινητήρα εσωτερικής καύσεως, εργοστασίου κατασκευής MERCEDES, τύπου 346, με έξι [6] κυλίνδρους και συνολική ιπποδύναμη εκατόν σαράντα ίππων (140 ΗΡ). Στο πρωραίο τμήμα του καταστρώματος είναι εγκατεστημένος, εντός της υπερκατασκευής, ο χώρος πλοήγησης με τα εντελώς απαραίτητα όργανα ναυσιπλοΐας και ελέγχου της λειτουργίας του κινητήρα. Το πλοίο χρησιμοποιείται κυρίως σε εργασίες κατασκευής λιμενικών έργων και συντήρησης λιμενικών εγκαταστάσεων, εκτελεί δε πλόες εντός και πέριξ των λιμένων στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Στις 9.9.2010 εκδόθηκε για το πλοίο αυτό το με αριθμό …….. πρωτόκολλο γενικής επιθεώρησης φορτηγού πλοίου από τον κλάδο Ελέγχου Εμπορικών Πλοίων της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλίας και Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, με το οποίο, μετά τη διενέργεια επιθεωρήσεων ξηράς και θαλάσσης, που πραγματοποιήθηκαν στις 8.4.2010 και στις 11.8.2010 αντίστοιχα, διαπιστώθηκε ότι το σκάφος, οι μηχανές και τα μηχανήματα, τα μέσα επικοινωνίας, τα ναυτιλιακά όργανα και τα βιβλία, τα πλοΐκά φώτα και σχήματα, τα μέσα εκπομπής ηχητικών σημάτων, τα φωτιστικά σήματα κινδύνου, τα σωστικά και πυροσβεστικά μέσα, ως και οι εν γένει χώροι ενδιαίτησης του πληρώματος, πληρούσαν τις απαιτήσεις των ισχυόντων τότε κανονισμών και διατάξεων και πιστοποιήθηκε, με ισχύ έως την 8η.7.2011, ότι διατηρούνται σε ικανοποιητική κατάσταση. Με έγγραφη σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρίας και της κοινοπραξίας με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «…» στις 10.4.2010, το Ρ/Κ ΔΙΙ χρονοναυλώθηκε από τη δεύτερη μέχρι τις 10.4.2011, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην εκτέλεση μέρους των εργασιών του τεχνικού έργου «Αναδιευθέτηση Κηφισού στο τμήμα από Χ.Θ. 0+000 έως Χ.Θ. 1+400 και καθαρισμός κοίτης από Χ.Θ. 0-700 έως Χ.Θ. 2+000 και των παραλιακών συλλεκτήρων», την εκτέλεση του οποίου είχε αναλάβει κατά το έτος εκείνο από το Ελληνικό Δημόσιο η εδρεύουσα στην Αθήνα, επί της λεωφόρου .. αριθμ. .. και νομίμως εκπροσωπούμενη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……». Στα πλαίσια του έργου αυτού είχε ειδικότερα ανατεθεί στο Ρ/Κ ΔΙΙ η μεταφορά και η δι’ αυτού συγκράτηση των φορτηγίδων ΜΧΙΙ και ΑΙΑ, επί των οποίων φορτώνονταν απορρίμματα και άλλα υλικά που συλλέγονταν από την κοίτη του Κηφισού ποταμού. Στις 25.10.2010 το πλοίο αυτό δεν είχε απασχοληθεί σε εργασίες εν αναμονή εφοδιασμού του με καύσιμα, παρέμεινε δε ελλιμενισμένο, όπως συνήθως, στην εξωτερική πλευρά του κρηπιδώματος της Μαρίνας ΣΕΦ στην περιοχή του φαληρικού όρμου, στο σημείο εκβολής του Κηφισού ποταμού στη θάλασσα. Συγκεκριμένα, βρισκόταν παραβεβλημένο με την αριστερή πλευρά του στο νοτιανατολικό προβλήτα της ως άνω Μαρίνας και είχε πλαγιοδετηθεί με τέσσερις [4] συνολικά κάβους, δύο [2] στην πλώρη, έναν [1] στην πρύμνη και έναν [1] στο μέσον του σκάφους. Κατά την πλαγιοδέτηση η πλώρη του σκάφους βρισκόταν αντίθετα στη ροή του ποταμού προς τη θάλασσα και πίσω του είχε παραβληθεί σε μικρή απόσταση από αυτό και με παρόμοια διάταξη πλαγιοδέτησης έτερο Ρ/Κ, το ΑΙΙΙ. Μπροστά του και σε ομοίως μικρή απόσταση από την πλώρη του σε σημείο μεταξύ του εν λόγω προβλήτα και του διαχωριστικού μόλου βρίσκονταν ελλιμενισμένες οι ως άνω δύο [2] φορτηγίδες, χαλύβδινης κατασκευής, από τις οποίες η ΜΧΙΙ είχε μήκος τριάντα έξι μέτρα (36 μ.) και πλάτος οκτώ μέτρα (8 μ.) και η ΑΙΑ είχε μήκος δεκαοκτώ μέτρα (18 μ.) και πλάτος έξι μέτρα (6 μ.). Τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης (26.10.2010) το Ρ/Κ ΔΙΙ βυθίστηκε στη θέση ελλιμενισμού του κατά τη διάρκεια ισχυρής βροχοπτώσεως. Τη χρονική στιγμή του συμβάντος ουδείς επέβαινε στο πλοίο, ενώ από αυτό δεν προκλήθηκε τραυματισμός ανθρώπου ούτε διαταράχθηκε η θαλάσσια συγκοινωνία. Προς αποτροπή θαλάσσιας ρύπανσης από το ενδεχόμενο διαρροής των καυσίμων του κινητήρα του, των πετρελαιοειδών μειγμάτων του πλοίου και οποιωνδήποτε άλλων ρυπογόνων ουσιών στη θάλασσα, στις 06:00 της ημέρας εκείνης το Κέντρο Επιχειρήσεων του Λιμενικού Σώματος με επείγον σήμα του απευθύνθηκε στην πλοιοκτήτρια εταιρία του βυθισθέντος ρυμουλκού και στον (μη κατονομασθέντα στο έγγραφο εκείνο) πλοίαρχό του, στους οποίους έδωσε εντολή άμεσης ανέλκυσής του, ταχείας απάντλησης των καυσίμων του και λήψεως μέτρων προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος («ετοιμότητα εξοπλισμού απορρύπανσης, υλικών κλπ»). Ανταποκρινόμενος άμεσα στις εντολές αυτές ο ……, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της πλοιοκτήτριας και πρώτος εκκαλών της Β έφεσης ανέθεσε αυθημερόν εγγράφως στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……» τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. Να σημειωθεί εδώ ότι η ενάγουσα δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εκτέλεσης έργων και παροχής υπηρεσιών προστασίας του θαλάσσιου και του παράκτιου περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών μέτρων προς αντιμετώπιση θαλάσσιων και παράκτιων ρυπάνσεων από πετρελαιοειδή και άλλους ρύπους, σύμφωνα με τους ελληνικούς και διεθνείς Κανονισμούς, προς επίτευξη δε των ανωτέρω σκοπών της χρησιμοποιεί εξειδικευμένο προσωπικό και διαθέτει ειδικής κατασκευής και αυξημένης αξίας αντιρρυπαντικά πλωτά και χερσαία μέσα και ειδικό εξοπλισμό. Μετά την προς αυτήν ως άνω ανάθεση η ενάγουσα κινητοποίησε αυθημερόν συνεργείο τεχνικών με λέμβο εργασίας, αντιρρυπαντικό εξοπλισμό και όχημα υποστήριξης. Οι τεχνικοί αυτοί τοποθέτησαν αντιρρυπαντικό πλωτό φράγμα περιμετρικά του βυθισθέντος πλοίου και παρέμειναν σε ετοιμότητα στο σημείο του ναυαγίου. Την ίδια ημέρα στην ενάγουσα ανατέθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρία και το έργο της ανελκύσεως του ρυμουλκού και της μεταφοράς του σε ναυπηγείο. Κατά τις επόμενες δύο [2] ημέρες (27 και 28.10.2010) οι τεχνικοί της ενάγουσας επιθεώρησαν και ευθέτησαν το πλωτό φράγμα, η επιτυχής εγκατάσταση και συντήρηση του οποίου, σε συνδυασμό με τη μικρή ποσότητα καυσίμων που κατά τη βύθισή του έφερε στις δεξαμενές του το Ρ/Κ ΔΙΙ, είχε ως αποτέλεσμα την αποτροπή προκλήσεως περιβαλλοντικής ρύπανσης. Στις 29.10.2010 το πλοίο αυτό ανελκύστηκε, τοποθετήθηκε επί του πλωτού γερανού ΙΙΙ και καθ’ υπόδειξη της πλοιοκτήτριας μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….» στα Αμπελάκια της Σαλαμίνας. Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η ενάγουσα για την αποτροπή της ρύπανσης στο σημείο βύθισης του ρυμουλκού, για την ανέλκυση και τη μεταφορά του ανήλθαν στο συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι μιας χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (21.924,75 €), συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠ) εκ ποσοστού 23%. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται ειδικότερα το κόστος της κινητοποίησης του αντιρρυπαντικού συνεργείου, ύψους χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €), των εργασιών τοποθέτησης και ευθέτησης του πλωτού φράγματος και της χρήσης ειδικών απορροφητικών υλικών επί τέσσερις [4] ημέρες, συνολικού ύψους δύο χιλιάδων διακοσίων ευρώ (550 € ανά ημέρα Χ 4 ημέρες = 2.200 €), της ανέλκυσης και μεταφοράς του ναυαγίου στη Σαλαμίνα, συνολικού ύψους δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €) και της αντικατάστασης των κατεστραμμένων λόγω βυθίσεώς τους τμημάτων του φράγματος, επί μήκους σαράντα πέντε μέτρων (45 μ.), συνολικού ύψους δύο χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ (2.025 €). Το ύψος των δαπανών αυτών, στο οποίο ανέρχεται η ζημία της ενάγουσας, δεν αμφισβητείται. Πρωτοδίκως αμφισβητήθηκε μόνον αν στο χρηματικό αυτό ποσό ανήλθε και το ύψος της συμφωνημένης αμοιβής της ενάγουσας, η οποία αρνήθηκε ότι είχε συνομολογήσει το εργολαβικό αντάλλαγμα της ανελκύσεως και μεταφοράς του ναυαγίου στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων ευρώ (12.000 €) και υποστήριξε ότι κατά τη συμφωνία τους όφειλε για την αιτία αυτή εννέα χιλιάδες ευρώ (9.000 €). Το ζήτημα αυτό έχει κριθεί τελεσιδίκως και δεν αποτελεί αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης. Αντιθέτως, εριζόμενο παραμένει το ζήτημα των αιτίων που οδήγησαν στη βύθιση του Ρ/Κ ΔΙΙ και της αιτιώδους συμβολής στο αποτέλεσμα αυτό αμελούς ή μη συμπεριφοράς του πέμπτου εναγομένου και εκκαλούντος της Γ έφεσης, πλοιάρχου, επί του πταίσματος του οποίου θεμελιώνεται και η αντικειμενική ευθύνη του δευτέρου εναγομένου και πρώτου εκκαλούντος της Β έφεσης, προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας. Στα ζητήματα αυτά αναφέρονται όσα ακολουθούν. Στην από 26.10.2010 δήλωση ναυτικού ατυχήματος που η πλοιοκτήτρια εταιρία υπέβαλε προς την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…….» περιγράφονται οι συνθήκες της θάλασσας στο σημείο και κατά το χρόνο της βυθίσεως με τις φράσεις «διόγκωση υδάτων λόγω απρόσμενης βροχόπτωσης – ορμή νερών» και αποτυπώνονται οι λεπτομέρειες του ενδίκου συμβάντος ως εξής: «Λόγω της απρόσμενης βροχόπτωσης φούσκωσαν τα νερά στον Κηφισό με αποτέλεσμα ορμητικά νερά να κατέβουν στις εκβολές του ποταμού όπου βρισκόταν το ρυμουλκό το οποίο βυθίστηκε από άγνωστη αιτία». Στην αναφορά συμβάντος που περιέχεται στο υπό στοιχεία ….. έντυπο σήμα του προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς το Ε΄ Λιμενικό Τμήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς μνημονεύει ότι «Σήμερα και περί ώρα 04:00 στη θαλάσσια περιοχή της Μαρίνας Φαλήρου και συγκεκριμένα στο σημείο στο οποίο εκβάλλει στη θάλασσα ο Κηφισός ποταμός, συνεπεία της ξαφνικής νεροποντής, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη μεγάλης ποσότητας νερού και φερτών υλικών στη θάλασσα, αποκόπηκαν και οι δύο κάβοι οι οποίοι συγκρατούσαν την πλωτή φορτηγίδα ΜΧΙΙ … πλησίον της οποίας ήταν δεμένη και η φορτηγίδα ΑΙΑ … Ανωτέρω ναυπηγήματα, τα οποία έπλεαν ακυβέρνητα, ενδέχεται να προσέκρουσαν στο ρυμουλκό ΔΙΙ …, το οποίο ελλιμενιζόταν όπισθεν αυτών, με αποτέλεσμα τη βύθιση του τελευταίου. Τη στιγμή του συμβάντος ουδείς επέβαινε επί του ρυμουλκού ενώ στη συνέχεια προαναφερθείσες φορτηγίδες συνέχισαν να πλέουν ακυβέρνητες μέχρι την ασφαλή τους πρόσδεση από το πλήρωμα ενός παραπλήσιου ελλιμενισμένου ρυμουλκού… Προς διακρίβωση των αιτίων και συνθηκών του συμβάντος διορίστηκε πραγματογνώμονας. Διενεργούμε προανάκριση…». Στην από 7.1.2011 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από την ως άνω Λιμενική προανακριτική Αρχή …….., από τον οποίο ζητήθηκε να ερευνήσει, μεταξύ άλλων και, το ενδεχόμενο συμμετοχής ετέρων πλωτών ναυπηγημάτων στη βύθιση του ενδίκου ρυμουλκού, ως αιτία της αναφέρεται η σταδιακή απώλεια της ευστάθειάς του από τη σταδιακή είσοδο υδάτων στους εσωτερικούς του χώρους και διευκρινίζεται ότι «τα ύδατα αυτά εισέρρεαν εσωτερικά του σκάφους από την εξαγωγή του ελικοφόρου άξονά του και από τα νερά της νεροποντής και του ποταμού Κηφισού (λόγω της επίσης μεγάλης νεροποντής και της ανόδου της στάθμης του), ενώ, τέλος, επισημαίνεται ότι δεν διαπιστώθηκε η συμμετοχή άλλων πλωτών ναυπηγημάτων στη βύθιση του ρυμουλκού. Η έκθεση αυτή συντάχθηκε αφού στις 26.10.2010 έλαβε χώρα επιθεώρηση της θαλάσσιας περιοχής της Μαρίνας Φαλήρου, όπου βρισκόταν τότε βυθισμένο το σκάφος και αφού προηγήθηκε τεχνικός έλεγχός του στις 29.10.2010, μετά την ανέλκυσή του. Κατά τον έλεγχο αυτό ο πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι «… η κατάσταση του εξωτερικού του περιβλήματος ήταν μέτρια (τοπικές φθορές, ανύπαρκτος χρωματισμός υφάλων, ύπαρξη στρειδώνας σε όλη την επιφάνεια των υφάλων κλπ)…», ότι «…στα ύφαλα του ρυμουλκού σκάφους δεν διαπιστώθηκαν πρόσφατα χτυπήματα τα οποία να δημιούργησαν ρήγμα το οποίο να επιτρέψει την είσοδο υδάτων στους εσωτερικούς χώρους αυτού και στη συνέχεια να προκληθεί η βύθισή του…», ότι «… στις αναρροφήσεις – εξαγωγές του σκάφους και στο σύστημα πηδαλιουχίας του δε διαπιστώθηκαν βλάβες που να επιτρέπουν την είσοδο υδάτων στους εσωτερικούς χώρους αυτού…», ότι «… τη χρονική στιγμή της διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης (μόλις είχε ολοκληρωθεί η ανέλκυση του ρυμουλκού) διαπιστώθηκε από την εξαγωγή του άξονα να τρέχει συνεχώς μικρή ποσότητα υδάτων από τους εσωτερικούς χώρους του σκάφους … Αυτό σημαίνει ότι όταν το σκάφος ήταν ελλιμενισμένο στη Μαρίνα Φαλήρου και αυτό το σημείο ήταν εντός της θάλασσας εισέρρεαν σταδιακά μικρές ποσότητες υδάτων στους εσωτερικούς χώρους του σκάφους. Προφανώς αυτά τα ύδατα απομακρύνονταν (όταν μαζευόταν αρκετή ποσότητα) με αντλία του σκάφους την οποία έθεταν σε λειτουργία τα μέλη του πληρώματος του ρυμουλκού. Όμως, την ημερομηνία του συμβάντος το ρυμουλκό δεν εργάστηκε και δεν βρισκόταν σε αυτό κανείς. Έτσι, ο υπογράφων δεν γνωρίζει τι ποσότητα υδάτων είχε εισρεύσει εσωτερικά του ρυμουλκού και πότε έλαβε χώρα η τελευταία απάντληση υδάτων από τους εσωτερικούς χώρους αυτού…», καθώς και ότι «…οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν τη χρονική στιγμή του συμβάντος δεν ήταν πολύ κακές (μέτρια ένταση ανέμων) αλλά επικρατούσε ισχυρή νεροποντή και καταιγίδες με αποτέλεσμα στον ποταμό Κηφισό (στο σημείο όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο το ανωτέρω ρυμουλκό σκάφος και οι δύο πλωτές φορτηγίδες των οποίων έσπασαν οι κάβοι προσδέσεώς τους στην ξηρά) να ανέβει η στάθμη του και στην εκβολή του προς τη θάλασσα να φέρνει με μεγάλη ταχύτητα μεγάλες ποσότητες υδάτων και φερτών υλικών … Έτσι, μεγάλες ποσότητες υδάτων έπεφταν στο κατάστρωμα του ρυμουλκού και πιθανώς δεν προλάβαιναν να βγαίνουν προς τη θάλασσα από τις οπές του παραπέτου του, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει η στάθμη των υδάτων στο κατάστρωμά του και μέσω του κάτω μέρους της κάσας των θυρών εισόδου στους εσωτερικούς χώρους αυτού να εισέρρεαν ποσότητες υδάτων εσωτερικά του». Ο πραγματογνώμονας απέκλεισε το ενδεχόμενο κακόβουλης ενέργειας, ενώ επεσήμανε ότι «Οι δύο μεταλλικές πλωτές φορτηγίδες οι οποίες ελλιμενίζονταν μπροστά από το σημείο που ελλιμενιζόταν το ανωτέρω ρυμουλκό σκάφος και των οποίων οι κάβοι πρόσδεσής τους έσπασαν με αποτέλεσμα να πλέουν ακυβέρνητες και να περάσουν από το ρυμουλκό προς τη θάλασσα, έφεραν πρόσφατες εκδορές στο μεταλλικό τους περίβλημα, που όμως δεν οφείλονταν σε πρόσκρουσή τους με το ρυμουλκό … Προφανώς οφείλονταν σε πρόσκρουσή τους με τον τσιμεντένιο προβλήτα και μεταξύ των». Σχετική με την ακυβερνησία των φορτηγίδων είναι η από 15.11.2010 ένορκη ενώπιον της προανακριτικής Αρχής κατάθεση του ναύτη …….., που τη νύκτα του συμβάντος εκτελούσε βάρδια ασφαλείας στο Ρ/Κ ΑΙΙ, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος. Ο αυτόπτης αυτός μάρτυρας ανέφερε ότι περί ώρα 02:00 εκδηλώθηκε ισχυρή νεροποντή με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, ότι στις 03:20 επικρατούσε ισχυρός κυματισμός που προκαλούσε κλυδωνισμούς και προσκρούσεις του πλοίου στον προβλήτα, ότι εκείνη την ώρα διαπίστωσε ότι είχαν αποκοπεί οι κάβοι που συγκρατούσαν τις δύο φορτηγίδες, οι οποίες έπλεαν προς το Ρ/Κ ΑΙΙΙ, ότι άμεσα τις συγκράτησε ο ίδιος με τη χρήση δεύτερου κάβου και τις «έθεσε πλησίον του πλοίου», καθώς και ότι μετά από αυτά είδε το Ρ/Κ ΔΙΙ να είναι «μισοβυθισμένο κατόπιν σχετικής κλίσης». Στα πλαίσια της διεξαχθείσας προανακρίσεως κατέθεσε ενόρκως και ο …… του …., πέμπτος ενάγων και εκκαλών της Γ έφεσης, ο οποίος ανέφερε ότι εκτελούσε τότε καθήκοντα πλοιάρχου στο Ρ/Κ ΔΙΙ «περί τους εφτά [7] μήνες» ήδη και ότι το πρωί της 25ης.10.2010 είχε ελέγξει σχολαστικά τα μέσα προσδέσεώς του στην ξηρά «διότι υπήρχε η αναγγελία της ΕΜΥ για επιδείνωση με βροχές και καταιγίδες». Το συμβάν της βυθίσεως απέδωσε «στο μεγάλο και απότομο όγκο του νερού που ήρθε από το ποτάμι, το οποίο φούσκωσε λόγω της σφοδρής και πολύωρης βροχόπτωσης» και την απουσία ναυτικού από το πλοίου τη νύκτα της 26ης.10.2010 εξήγησε επικαλούμενος το μικρό μέγεθός του, εξαιτίας του οποίου «δεν χρειάζεται φυλακή ασφαλείας όπως στο παραπλήσιο που ήταν αρκετά μεγάλο σε μέγεθος». Διαρκούσης της προανακρίσεως εκδόθηκε η με αριθμό 16/2.3.2011 έκθεση του Α΄ Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων [ΑΣΝΑ], που κλήθηκε κατά το ΝΔ 712/1970 και το Ν. 2575/1998 να αποφανθεί για τα αίτια και τις συνθήκες του ενδίκου συμβάντος, με την οποία α] έγινε δεκτό ότι «…το Ρ/Κ ΔΙΙ … καθώς ήταν δεμένο μαζί με δύο φορτηγίδες … μετά από μεγάλη νεροποντή που προκάλεσε κύμα στην εν λόγω περιοχή αποκόπηκε από τα διπλανά του και συγκεκριμένα τις δύο φορτηγίδες, έγινε εισροή υδάτων και βυθίστηκε από άγνωστη αιτία, β] πιθανολογήθηκε ότι η εισροή των υδάτων έγινε «… από ανοικτό φινιστρίνι ή πόρτα, γιατί σύμφωνα με την έκθεση του πραγματογνώμονα η όλη κατάσταση του σκάφους ήταν ικανοποιητική, δίχως τρύπα ή φθορά στα κύτη του σκάφους» και γ] κρίθηκε ότι «η εισροή υδάτων – βύθιση – ανέλκυση του Ρ/Κ ΔΙΙ … αποτελεί ναυτικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΝΔ 712/1970 «περί διοικητικού ελέγχου του ναυτικού ατυχήματος» και οφείλεται σε αμέλεια του κυβερνήτου». Να σημειωθεί εδώ ότι η παραδοχή του ΑΣΝΑ ότι το ρυμουλκό ήταν δεμένο μαζί με τις φορτηγίδες είναι προδήλως εσφαλμένη, καθώς δεν επιβεβαιώνεται από τη θέση που βρέθηκε βυθισμένο, ενώ εναντιοδρομεί και προς την ένορκη κατάθεση του ……… Μετά τη διαβίβαση της εκθέσεως αυτής στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του …….. για την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια τελεσθείσας δια παραλείψεως και παραγγέλθηκε η λήψη εξηγήσεων από αυτόν, ο οποίος εξεταζόμενος χωρίς όρκο στις 13.10.2011, δεν αμφισβήτησε την ιδιότητά του ως κυβερνήτη του ρυμουλκού κατά το χρόνο της βυθίσεώς του, αρνήθηκε κάθε αμέλειά του ως προς την επέλευση αυτής και επισήμανε ότι στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ………. δεν μνημονεύθηκε ανασφάλιστο φινιστρίνι ή θύρα. Μετά ταύτα, στον ανωτέρω επιδόθηκε κλητήριο θέσπισμα από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο του απαγγέλθηκε η κατηγορία ότι από αμέλειά του και κατά παράβαση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης που ως πλοίαρχος του Ρ/Κ ΔΙΙ είχε να προβεί στις επιβαλλόμενες ενέργειες για την ασφάλειά του ενόψει των έντονων καιρικών φαινομένων, εντούτοις δεν μερίμνησε “για το κλείσιμο των παραθύρων του εσωτερικού χώρου αυτού» με αποτέλεσμα να εισέλθουν εντός του μεγάλες ποσότητες ύδατος και να βυθιστεί. Η ποινική αυτή κατηγορία εκδικάστηκε από το Α΄ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, στο οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε και το οποίο έκρινε αυτόν αθώο της πράξης που του αποδόθηκε. Η υπ’ αριθμ. 6971/30.9.2014 σχετική απόφασή του προσκομίζεται σε απόσπασμα, από το οποίο δεν προκύπτει η αιτιολογία της απαλλακτικής κρίσεως. Στο μεταξύ ο ίδιος διάδικος είχε παραπεμφθεί στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Εμπορικού Ναυτικού του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, ενώπιον του οποίου εμφανίστηκε στις 23.5.2012, προκειμένου να εξεταστεί η σε βάρος του κατηγορία, που συνίστατο στο ότι αν και «ως κυβερνήτης του Ρ/Κ ΔΙΙ όφειλε, σύμφωνα με τη ναυτική τέχνη, εμπειρία, τη νομοθεσία και την έκθεση ΑΣΝΑ [που προαναφέρθηκε] να είχε προβεί σε όλες τις κατάλληλες και απαραίτητες ενέργειες και να είχε λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας πρόσδεσης των πλοίων (δύο φορτηγίδων και του ρυμουλκού), ώστε να μην αποκοπούν οι κάβοι πρόσδεσης και να αποφευχθεί η εισροή υδάτων στο Ρ/Κ και η μετέπειτα βύθισή του», εντούτοις δεν το έπραξε με το γνωστό αποτέλεσμα. Απολογούμενος εκεί ο …… υποστήριξε ότι γνωρίζοντας τη δυσμενή καιρική πρόγνωση μερίμνησε στις 25.10.2010 και προσέθεσε έναν [1] κάβο περισσότερο στη μπίντα του προβλήτα, επί του οποίου το σκάφος ήταν σωστά πλαγιοδετημένο και απέδωσε το ένδικο συμβάν σε «…μια φορτηγίδα, η οποία έφραζε το Ρ/Κ σκάφος καθώς και την εκβολή του ποταμού Κηφισού και είχε σαν αποτέλεσμα τη μη δυνατότητα διαφυγής των υδάτων, λόγω της έντονης κακοκαιρίας, αυτά να εισρεύσουν από τα φινιστρίνια και από μια μη υδατοστεγή πόρτα του Ρ/Κ σκάφους, η οποία στη συνέχεια έλειπε και το σκάφος να βυθιστεί στο σημείο που ήταν δεμένο». Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν πείστηκε για την ενοχή του και με ομόφωνη απόφασή του τον απάλλαξε, χωρίς η πραγματική βάση των αμφιβολιών του να αποτυπωθεί στο έγγραφό της. Εξάλλου, στην αχρονολόγητη υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επιθεωρήσεως του ……., μηχανολόγου και ναυτιλιακού επιθεωρητή, ο οποίος κατ’ εντολή της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» επιθεώρησε το σημείο βύθισης του πλοίου και τους κάβους πρόσδεσής του στις 26.10.2010, παρακολούθησε την ανέλκυσή του στις 29.10.2010 και προέβη σε τεχνικό του έλεγχο μετά από αυτήν στη Μαρίνα Φαλήρου και στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου, όπου μεταφέρθηκε το ναυάγιο, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι διαπιστώθηκε πως οι δύο [2] πλευρικές, ξύλινης κατασκευής, θύρες εισόδου στο χώρο διακυβέρνησης στην υπερκατασκευή του καταστρώματος εμφάνιζαν εκτεταμένες ζημίες και ότι ήταν αποκολλημένες από τις βάσεις στηρίξεώς τους, ότι είχαν θραυστεί ο μεσαίος ανεμοθώρακας και ο πρυμναίος δεξιός ανεμοθώρακας, ότι ο πρωραίος χώρος ενδιαίτησης και ο αποθηκευτικός χώρος είχαν κατακλυστεί από θαλασσινό νερό, λάσπη, φερτές ύλες και πετρελαιοειδή, ότι «το κάλυμμα/καπάκι/θυρίδα του μηχανοστασίου στο κατάστρωμα βρέθηκε χωρίς τα απαραίτητα υλικά στεγανοποίησης, επιτρέποντας στα νερά να εισέρχονται στο χώρο του μηχανοστασίου», ότι «οι δύο πλευρικές θυρίδες εξαερισμού του μηχανοστασίου στην επιφάνεια του καταστρώματος βρέθηκαν ανοικτές, επιτρέποντας στα νερά να εισέρχονται στο χώρο του μηχανοστασίου», καθώς και ότι «τρεις [3] ελαστικοί αποσβεστήρες πρόσκρουσης στην πρωραία αριστερή πλευρά της ατράκτου είχαν αποσπαστεί και απολεσθεί από τους κάβους πρόσδεσης». Για τα αίτια της βύθισης του Ρ/Κ ΔΙΙ στην ίδια έκθεση επιθεωρήσεως αναγράφεται ότι υπήρξε «αποτέλεσμα της εισροής βρόχινων υδάτων ή και θαλασσίων υδάτων ή και φερτών υλικών στο ρυμουλκό από: 1. τον στυπειοθλίπτη του ελικοφόρου άξονα, … 2. το κάλυμμα/θυρίδα του στομίου του χώρου του μηχανοστασίου στην επιφάνεια του καταστρώματος, το οποίο δεν ήταν στεγανό και επέτρεπε τη συνεχή εισροή υδάτων (βρόχινων) στο χώρο του μηχανοστασίου, 3. τις πλευρικές θύρες εξαερισμού του κουβουκλίου του μηχανοστασίου στο επίπεδο του καταστρώματος, οι οποίες βρέθηκαν ανοικτές και όχι ερμητικά κλειστές όπως επιβάλλεται, 4. τη μη ύπαρξη αυτόματα ενεργοποιούμενης αντλίας απάντλησης των υδάτων, τα οποία εισέρρεαν στο χώρο των υδροσυλλεκτήρων (σεντινών) του μηχανοστασίου και των λοιπών τμημάτων του πλοίου, 5. τη μη ενεργοποίηση της υπάρχουσας μόνιμης αντλίας υδάτων, η οποία όμως λειτουργεί μόνον εάν και εφόσον τεθεί σε λειτουργία ο κυρίως κινητήρας του σκάφους. Επειδή όμως δεν υπήρχε προσωπικό ασφαλείας ήταν αδύνατη η ενεργοποίηση αυτής». Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές η εν λόγω έκθεση καταλήγει σε συμπέρασμα περί αναξιοπλοΐας του σκάφους. Παρόμοια αντικειμενικά ευρήματα εκτίθενται και στην από 6.2.2012 έκθεση επιθεωρήσεως του ……., ναυτικού επιθεωρητή, ενεργήσαντος για λογαριασμό της εντολίδος του ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «……….». Κατά την υπ’ αυτού επιθεώρηση του σημείου βυθίσεως του Ρ/Κ ΔΙΙ στις 26.10.2010 διαπιστώθηκε (και καταγράφηκε) ότι αυτό βρέθηκε να έχει βυθιστεί στη θέση πρόσδεσής του στον προβλήτα και «μόνον ο καθρέπτης της πρύμνης του ήταν στιγμιαία ορατός κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας λόγω ελαφρού κυματισμού που επικρατούσε». Από το δεδομένο αυτό ο πραγματογνώμονας συνήγαγε το (μη αμφισβητούμενο ούτε αντικρουόμενο από τις άλλες τεχνικές εκθέσεις και την δικαστική πραγματογνωμοσύνη) συμπέρασμα ότι το σκάφος ήταν βυθισμένο «σε επικλινή θέση με την πλώρη του να επικάθεται στο βυθό». Ο ίδιος διαπίστωσε ακόμα ότι «οι δύο [2] πρωραίοι και ο ένας [1] πρυμναίος κάβος είχαν αποκοπεί, ενώ ο κάβος που ήταν δεμένος στο μέσον του σκάφους παρέμενε στη θέση του επί της δέστρας του προβλήτα και αυτής του σκάφους», ότι δηλαδή εξακολουθούσε να συγκρατεί το ναυάγιο στη θέση ελλιμενισμού του. Η θέση αυτή όπως πληροφορήθηκε ο πραγματογνώμονας από τον «πλοίαρχο κύριο …….» ήταν παράλληλη προς τον προβλήτα με την πλώρη στραμμένη προς το βορρά και την πρύμνη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχε δηλαδή πλαγιοδετηθεί με την αριστερή του πλευρά προς το κρηπίδωμα με την πλώρη του προς τη χοάνη εκβολής του ποταμού Κηφισού και σε απόσταση εβδομήντα έως εκατό μέτρων (70 – 100 μ.) από αυτήν και την πρύμνη του προς το φαληρικό όρμο. Ακολούθως, κατά την ανέλκυση του σκάφους στις 29.10.2010 ο ανωτέρω επεσήμανε, πρώτον, ότι ήταν θραυσμένοι ο δεξιός οπίσθιος υαλοπίνακας του χώρου διακυβέρνησης στην υπερκατασκευή του καταστρώματος, όπως και ο συρόμενος κάθετης διάταξης υαλοπίνακας στην εμπρόσθια πλευρά του ιδίου χώρου, δεύτερον, ότι η δεξιά αρθρωτή ξύλινη θύρα εισόδου στο χώρο διακυβέρνησης (γέφυρα) είχε αποκολληθεί από τα σημεία στηρίξεώς της (μεντεσέδες), ενώ η όμοιας κατασκευής θύρα στην αριστερή πλευρά της γέφυρας είχε απωλεσθεί, τρίτον, ότι από το αριστερό παραπέτο του καταστρώματος στην εξωτερική πλευρά και, συγκεκριμένα, από το μέσον περίπου του σκάφους προς την πλώρη είχαν απωλεσθεί έξι [6] ελαστικές προστατευτικές διατάξεις (ελαστικά τροχών αυτοκινήτων) και, τέταρτον, ότι το χαλύβδινο καπάκι/κάλυμμα του στομίου της καταπακτής εισόδου στον πρυμναίο αποθηκευτικό χώρο «παρουσίαζε εμφανώς προϋπάρχουσα της βυθίσεως στρέβλωση», ενώ από αυτό έλλειπαν οι τέσσερις [4] πλευρικοί κοχλίες εφαρμογής και σύσφιξης του καλύμματος επί του στομίου. Τα ανωτέρω ευρήματα δεν μνημονεύονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ……., όμως, επιβεβαιώνονται από τις φωτογραφίες που έχουν επισυναφθεί σε όλες τις εκθέσεις και από τα πορίσματα της επιθεώρησης του ……. Σχολιάζοντας τα ανωτέρω ο ……… αναφέρει ότι η θραύση των υαλοπινάκων προκλήθηκε κατά τη βύθιση του σκάφους από φερτά στερεά υλικά (πέτρες), που είχαν παρασυρθεί από τη ροή του νερού στην κοίτη του ποταμού και προσέκρουσαν με σφοδρότητα επ’ αυτών, ότι οι πλευρικές θύρες του χώρου διακυβέρνησης δεν ήταν υδατοστεγανές και ούτε θα τους το επέτρεπε το υλικό κατασκευής τους (ξύλο), ότι η διάταξη που κάλυπτε το στόμιο της καταπακτής εισόδου στον πρυμναίο αποθηκευτικό χώρο δεν μπορούσε λόγω της καταστάσεώς της να εξασφαλίσει την υδατοστεγανότητα αυτού και ότι η απώλεια των προστατευτικών διατάξεων στο αριστερό παραπέτο του σκάφους πρέπει να αποδοθεί σε πρόσκρουσή του επί του προβλήτα πριν βυθιστεί. Στην κατακλείδα της εκθέσεώς του ο εν λόγω πραγματογνώμονας διατυπώνει την άποψη ότι η βύθιση του Ρ/Κ ΔΙΙ πρέπει να αποδοθεί, αφενός, στην παραβολή του σε θέση ανασφαλή και εξαιρετικά επικίνδυνη, λόγω της μικρής απόστασής του από τη χοάνη εκβολής του Κηφισού ποταμού, χωρίς μάλιστα την παρουσία πληρώματος ή έστω φύλακα κατά τη διάρκεια της νύκτας και, αφετέρου, στην έλλειψη υδατοστεγανότητας τόσο των θυρών πρόσβασης στο χώρο διακυβέρνησης στο κατάστρωμά του, όσο και του αρθρωτού καλύμματος του στομίου της καταπακτής του πρυμναίου αποθηκευτικού χώρου, που επέτρεψαν τη σταδιακή εισροή υδάτων που κατέκλυσαν τους εσωτερικούς χώρους του σκάφους (καμπίνα, μηχανοστάσιο και αποθηκευτικό χώρο) κάτω από το κατάστρωμα, με αποτέλεσμα την απώλεια της πλευστότητας και της ευστάθειάς του. Δεν παρέλειψε δε να επισημάνει την έλλειψη εγκατάστασης αυτόματα ενεργοποιούμενης ηλεκτρικής αντλίας υδροσυλλεκτών για την απάντληση και απόρριψη στη θάλασσα των υδάτων που εισέρρεαν στους εσωτερικούς χώρους. Τέλος, στην από 25.9.2014 τεχνική έκθεση του …….., πραγματογνώμονα ναυπηγού, που συντάχθηκε με παραγγελία του πρώτου εκκαλούντος της Β έφεσης, γίνεται μνεία ότι τα αποτελέσματά της στηρίχθηκαν στη μελέτη των εγγράφων που είχαν επισυναφθεί στην έκθεση του δικαστικού πραγματογνώμονα και διατυπώνεται η άποψη ότι «μοναδική αιτία βυθίσεως του Ρ/Κ Δ δε μπορεί παρά να είναι η διαδοχική επαφή του/πρόσκρουση με τις κατά πολύ ογκωδέστερες φορτηγίδες ΜΧΙΙ και ΑΙΑ, λόγω του αποτελέσματος που είχαν επί του ποταμού Κηφισού οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στις 26.10.2010». Στο συμπέρασμα αυτό ο τεχνικός σύμβουλος του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της πλοιοκτήτριας ναυτικής εταιρίας κατέληξε ενόψει της θέσης που βρέθηκε το σκάφος, που υποδεικνύει, κατά τη γνώμη του, ότι η βύθισή του έγινε πριν προλάβει το αυξημένης, λόγω της βροχοπτώσεως, ταχύτητας ρεύμα του ποταμού να το απομακρύνει από τη θέση ελλιμενισμού του, αφενός, και ότι η παρά ταύτα παραμονή του εκεί πρέπει να αποδοθεί σε ογκωδέστερο αντικείμενο εφαπτόμενο στη δεξιά πλευρά του, το οποίο εμπόδισε τη διαφυγή του προς τη θάλασσα αφετέρου και αφού προηγουμένως εξέτασε και απέκλεισε α] το ενδεχόμενο βυθίσεως από εισροή ομβρίων υδάτων, αφού με βάση το δεδομένο από την Εθνική Μετεορολογική Υπηρεσία [ΕΜΥ] ύψος βροχής σε χιλιοστά τη νύκτα εκείνη (13.0, ίσο δηλαδή κατά τους υπολογισμούς του τεχνικού συμβούλου με πτώση δεκατριών [13] λίτρων νερού σε επιφάνεια ενός τετραγωνικού μέτρου [1 τ.μ.]), η συνολική ποσότητα βρόχινου νερού που δέχθηκε το κατάστρωμα του ρυμουλκού και μπορούσαν να διέλθουν στο εσωτερικό του σκάφους θεωρήθηκε αμελητέα και β] το ενδεχόμενο βυθίσεως λόγω εισροής θαλάσσιων υδάτων από τη χοάνη του ελικοφόρου άξονα, αφού, αν τούτο ίσχυε, το ρυμουλκό θα αντιμετώπιζε καθημερινά προβλήματα στεγανότητας. Ενόψει των εν μέρει αντικρουόμενων απόψεων των ανωτέρω εμπειρογνωμόνων το Δικαστήριο για την ανίχνευση των αιτίων της ένδικης βύθισης θα αποβλέψει σε αντικειμενικά και μη αμφισβητούμενα στοιχεία. Τέτοια κατά την κρίση του συνιστούν, ειδικότερα, πρώτον, η θέσης πλαγιοδέτησης του Ρ/Κ ΔΙΙ στο εξωτερικό κρηπίδωμα της Μαρίνας Φαλήρου, σε μικρή απόσταση από τη χοάνη εκβολής του Κηφισού ποταμού, όπου ήταν ευλόγως αναμενόμενη αυξημένη ροή υδάτων από την κοίτη του προς τη θαλάσσια περιοχή του φαληρικού όρμου σε περίπτωση ισχυρής νεροποντής. Δεύτερον, το γεγονός της προσδέσεώς του στην ξηρά με τέσσερις [4] κάβους, δύο [2] πρωραίους, έναν [1] πρυμναίο και έναν [1] στο μέσον του μήκους του. Τρίτον, το γεγονός ότι κατά τη βύθισή του ο μεσαίος κάβος δεν αποκόπηκε, ενώ το ρυμουλκό βυθίστηκε με την πλώρη και επικάθησε σε επικλινή θέση στον πυθμένα. Τέταρτον, το ότι οι καιρικές συνθήκες την ώρα του ατυχήματος δεν ήσαν εξαιρετικά δυσμενείς, καθώς έπνεαν σχεδόν μέτριοι έως μέτριοι νοτιοανατολικοί άνεμοι εντάσεως 4 – 5 Β, επικρατούσε καταιγίδα και η ορατότητα ήταν απεριόριστη έως τα τρία [3] ναυτικά μίλια, ενώ σε κάθε περίπτωση η καιρική αυτή κατάσταση είχε αρμοδίως προαναγγελθεί και ήταν, καθ’ ομολογία του, σε γνώση του εκκαλούντος της Γ έφεσης, που εκτελούσε καθήκοντα πλοιάρχου. Πέμπτον, το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκαν ρήγματα ή διάτρηση στα ελάσματα ούτε του πυθμένα και του περιβλήματος της γάστρας ούτε του καταστρώματος του πλοίου. Έκτον, το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκαν εκδορές στην δεξιά πλευρά του σκάφους ούτε αντίστοιχα ίχνη συμβατά με πρόσκρουση επ’ αυτού στις προαναφερθείσες δύο [2] φορτηγίδες, ενώ παράλληλα διαπιστώθηκε απώλεια μέρους των πλευρικών προστατευτικών διατάξεων μόνο από την εφαπτόμενη στον προβλήτα αριστερή πλευρά του, όχι δε και από την αντίθετη, αφού στις φωτογραφίες που απεικονίζουν την κατάσταση του ναυαγίου αμέσως μετά την ανέλκυσή του και έχουν επισυναφθεί σε όλες τις ως άνω τεχνικές εκθέσεις εμφανίζονται ανέπαφα τα έξι [6] παρεμβύσματα της δεξιάς πλευράς. Έβδομον, το ότι οι ξύλινες πλευρικές θύρες του χώρου διακυβέρνησης στην υπερκατασκευή του και η χαλύβδινη θυρίδα της καταπακτής που οδηγούσε στο εσωτερικό του στην πρύμνη εμφάνιζαν προβλήματα υδατοστεγανότητας. Όγδοον, το ότι δεν ήταν δυνατή η απάντληση της ποσότητας των θαλάσσιων υδάτων που εισέρρεαν στο εσωτερικό του σκάφους από τη χοάνη του ελικοφόρου άξονα όταν ο κινητήρας του δε βρισκόταν σε λειτουργία και ένατον, ότι τη μοιραία νύκτα στο σκάφος δεν βρισκόταν κανένα μέλος του πληρώματός του. Από το συσχετισμό και τη αξιολόγηση των αντικειμενικών ευρημάτων που προαναφέρθηκαν συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ισχυρή βροχόπτωση στην περιοχή του Κηφισού ποταμού προκάλεσε σημαντική αύξηση της στάθμης των υδάτων στην κοίτη του, που κατήλθαν υπό μορφή χειμάρρου προς τη χοάνη εκβολής του στη θάλασσα, σε μικρή απόσταση από την οποία ήταν πλαγιοδετημένο το Ρ/Κ ΔΙΙ με κατεύθυνση της πλώρης του προς το βορρά, δηλαδή αντίθετα προς την κατεύθυνση ροής των υδάτων. Ταυτόχρονα, οι νοτιοανατολικοί άνεμοι, που έπνεαν με φορά αντίθετη και αυτή της ροής των υδάτων, σε συνδυασμό με τον κινούμενο προς την πλώρη του πλοίου υδάτινο όγκο δημιούργησαν κυματισμό στο σημείο της παραβολής του, που προκάλεσε κλυδωνισμούς του, οι οποίοι εκδηλώθηκαν με συνεχείς και αλληλοδιαδοχικές προνεύσεις της πλώρης και της πρύμνης με παράλληλη βύθιση της πρύμνης και της πλώρης αντιστοίχως. Επιπλέον, οι άνεμοι ωθούσαν το σκάφος προς τον προβλήτα, στον οποίο προσέκρουε, με αποτέλεσμα να αποκοπούν και να απολεσθούν τα προστατευτικά παρεμβύσματα στην αριστερή πλευρά του, την εφαπτόμενη στο κρηπίδωμα. Οι ισχυρές προνεύσεις και οι συνεχείς διατοιχισμοί του πλοίου είχαν ως αποτέλεσμα την αποκοπή των πρωραίων και του πρυμναίου κάβου, που ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στην ένταση των φυσικών φαινομένων, ενώ ο μεσαίος κάβος συνέχιζε να συγκρατεί το σκάφος δίπλα στον προβλήτα, μη επιτρέποντάς του να ακολουθήσει ακυβέρνητη πορεία προς τη θαλάσσια περιοχή του φαληρικού όρμου. Κατά τις αλληλοδιαδοχικές φάσεις βυθίσεως της πλώρης και της πρύμνης του όγκοι υδάτων κατέκλυζαν το κατάστρωμα του πλοίου, το οποίο ενόψει του τύπου του (ρυμουλκό) και του μικρού βυθίσματός του θα έπρεπε να παραμένει στην επιφάνεια της θάλασσας, διατηρώντας την ευστάθειά του. Τούτο, όμως, δεν συνέβη, επειδή σημαντικές ποσότητες θαλάσσιου ύδατος, διαρκώς αυξανόμενες, λόγω και της παρουσίας των δύο [2] φορτηγίδων στη χοάνη εκβολής του ποταμού, που με τον όγκο τους παρεμπόδιζαν την απορροή τους στη θάλασσα, εισήλθαν σταδιακά στους εσωτερικούς χώρους του, χωρίς να ευρίσκουν οδό διαφυγής στη θάλασσα, επειδή προς τούτο δεν επαρκούσαν τα τρία [3] ανοίγματα (οπές), σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου, που υπήρχαν στα παραπέτα του πρυμναίου τμήματος του καταστρώματός του αριστερά και δεξιά, που είχαν μικρές διαστάσεις. Οι ποσότητες αυτές εισέρρευσαν σταδιακά στο εσωτερικό του σκάφους μέσω του πλαισίου των μη υδατοστεγών ξύλινων θυρών του χώρου διακυβέρνησης στην υπερκατασκευή του καταστρώματος και μέσω του αρθρωτού χαλύβδινου καλύμματος του στομίου της προαναφερθείσας καταπακτής στο πρυμναίο τμήμα του, η κατάσταση και η παλαιότητα του οποίου δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τη στεγανότητα των εσωτερικών χώρων στους οποίους οδηγούσε η καταπακτή. Η αύξηση του όγκου των υδάτων στους εσωτερικούς χώρους, από τους οποίους δεν ήταν εφικτό να απαντληθούν, αφού δεν υπήρχε στο πλοίο κανείς για να θέσει σε λειτουργία τον πετρελαιοκινητήρα ώστε να λειτουργήσει ακολούθως και η μη αυτόματης ενεργοποίησης αντλία απαγωγής τους, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της πλευστότητας του πλοίου και η συγκέντρωσή τους κυρίως στους χώρους της καμπίνας ενδιαιτήσεως και του μηχανοστασίου, που βρίσκονταν κάτω από το κατάστρωμα και από το μέσον του μήκους του πλοίου προς την πλώρη και είχαν μεγαλύτερες διαστάσεις από τον αποθηκευτικό χώρο που βρισκόταν κάτω από το πρυμναίο τμήμα του καταστρώματος, προκάλεσε κλίση του σκάφους ως προς τον οριζόντιο άξονά του και, συγκεκριμένα, προς τα εμπρός και επέφερε ακολούθως τη βύθισή του με την πλώρη προς το βυθό, στον πυθμένα του οποίου βρέθηκε σε επικλινή θέση. Κατά τη βύθισή του φερτά υλικά στερεάς μορφής και συμπαγούς μάζας, πιθανότατα πέτρες, που είχαν παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού προσέκρουσαν στους υαλοπίνακες της γέφυρας και τους έθραυσαν, ενώ από την ορμή των υδάτων αποκολλήθηκε από το πλαίσιο στηρίξεώς της η δεξιά ξύλινη θύρα του χώρου διακυβέρνησης και απωλέσθηκε η αριστερή. Από τα ίδια ως άνω στοιχεία πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο βυθίσεως του πλοίου λόγω εισόδου θαλάσσιου ύδατος στα ύφαλά του, αφού αυτά βρέθηκαν κατά την ανέλκυσή του χωρίς ρηγματώσεις. Πρέπει, ομοίως, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο συμμετοχής στη βύθισή του των δύο [2] φορτηγίδων που προαναφέρθηκαν, αφού αυτές, μολονότι διήλθαν ακυβέρνητες από τη δεξιά πλευρά του με κατεύθυνση προς τη θάλασσα και συγκρατήθηκαν με την επέμβαση του ……., φύλακα ασφαλείας του Ρ/Κ ΑΙΙΙ, που βρισκόταν ελλιμενισμένο σε μικρή απόσταση από την πρύμνη του Ρ/Κ ΔΙΙ, εντούτοις δεν προσέκρουσαν επ’ αυτού ούτε του  προκάλεσαν κλίση προς τα δεξιά, συνεπεία της οποίας τα ύδατα που κατέρχονταν προς τη θάλασσα από την κοίτη του ποταμού να κατακλύσουν το κατάστρωμά του, δεδομένου ότι ίχνη προσκρούσεως των μεν στο δε δεν έχουν αποτυπωθεί στο περίβλημα του κύτους κανενός, ενώ οι πλευρικές προστατευτικές διατάξεις στην δεξιά πλευρά του βυθισθέντος σκάφους παρέμειναν ανέπαφες, σε αντίθεση με τα παρεμβύσματα της αριστερής πλευράς που απωλέσθηκαν. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν για τα αίτια του ενδίκου συμβάντος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος της Β έφεσης και ο δεύτερος λόγος της Γ έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος εκάστου, με το οποίο υποστηρίζεται ότι τη βύθιση του Ρ/Κ ΔΙΙ προκάλεσε το τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός της προσκρούσεως επ’ αυτού των δύο [2] φορτηγίδων που προαναφέρθηκαν. Αντιθέτως, κρίνεται ότι το επίμαχο ζημιογόνο αποτέλεσμα υπήρξε απότοκο αμελούς ανθρώπινης συμπεριφοράς και, συγκεκριμένα, εκείνου του φυσικού προσώπου που κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε την ευθύνη της επιλογής του σημείου ελλιμενισμού του σκάφους, της ασφαλούς προσδέσεως και φύλαξής του και της λήψης των αναγκαίων μέτρων για την αποτροπή της εισροής υδάτων στο εσωτερικό του από τα μη υδατοστεγανά σημεία που προαναφέρθηκαν. Υπαίτιος για τη βύθιση του Ρ/Κ ΔΙΙ και για την πρόκληση κινδύνου θαλάσσιας ρύπανσης από αυτό είναι ο πέμπτος εναγόμενος και εκκαλών της Γ έφεσης ……, ο οποίος εκτελώντας καθήκοντα πλοιάρχου στις 25.10.2010 και τελώντας σε γνώση των επικίνδυνων καιρικών φαινομένων που θα επακολουθούσαν τις πρώτες πρωινές ώρες της επομένης, δεν πλαγιοδέτησε το πλοίο σε ασφαλέστερο σημείο από εκείνο της χοάνης εκβολής του Κηφισού ποταμού στη θάλασσα, όπου και βυθίστηκε, δεν μερίμνησε για τη στεγάνωση του χώρου διακυβέρνησης στην υπερκατασκευή του πλοίου ούτε για την επισκευή του χαλύβδινου καλύμματος του στομίου της καταπακτής στο πρυμναίο τμήμα του καταστρώματος, ώστε να καταστεί υδατοστεγανό, ενώ παράλληλα δεν μερίμνησε ώστε να εκτελεστεί φυλακή ασφαλείας στο πλοίο κατά τη νύκτα της 26ης.10.2010, προκειμένου, αν παρίστατο ανάγκη, να θέσει με όση ποσότητα καυσίμου διέθετε σε λειτουργία τον προωστήριο κινητήρα του προκειμένου να λειτουργήσει η αντλία απάντλησης των υδάτων από το εσωτερικό του. Τα παραπάνω δεν ανατρέπονται ενόψει των απαλλακτικών κρίσεων που πέτυχε σχετικά με την πειθαρχική και ποινική του ευθύνη ο ίδιος εναγόμενος. Η προαναφερθείσα μάλιστα ποινική απόφαση συνεκτιμάται μεν ως δικαστικό τεκμήριο (ΤριμΕφΠειρ. 67/2016, ΤριμΕφΘρακ. 362/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά δεν δεσμεύει το παρόν πολιτικό δικαστήριο, αφού δεν παράγει δεδικασμένο κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 321 ΚΠολΔ (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 1758/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1236/1998, Δ 1999/351, ΤριμΕφΑθ. 7175/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ο τρίτος λόγος της Β έφεσης κατά το τρίτο σκέλος του, με τον οποίο επαναφέρεται ο και πρωτοδίκως προβληθείς αρνητικός της υπαιτιότητας του ……. ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Να σημειωθεί εδώ ότι τα γενόμενα δεκτά ως προσδιοριστικά της αμέλειας του πέμπτου εναγομένου πραγματικά περιστατικά δε συμπίπτουν πλήρως με τα προς τον ίδιο σκοπό εκτεθέντα στην αγωγή. Η συγκεκριμενοποίησή τους, όμως, με βάση τα πορίσματα της αποδεικτικής διαδικασίας είναι δικονομικώς επιτρεπτή (ΑΠ 832/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1653/2010,  ΕΝαυτΔ 2011/25 = ΕΕμπΔ 2011/653, ΑΠ 1781/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1013/2005, ΝοΒ 2006/64, ΑΠ 1065/2003, Δνη 2004/84, ΑΠ 483/2001, ΝοΒ 2002/520 = Δνη 2002/382, ΤριμΕφΠειρ. 181/2013, ΕΝαυτΔ 2014/18), δεδομένου μάλιστα ότι τα ειδικότερα αυτά περιστατικά έγιναν αντικείμενο επίκλησης από την εφεσίβλητη της Β και της Γ έφεσης με τις προτάσεις της ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (ΑΠ 1616/2007, ΧρΙΔ 2008/515). Να σημειωθεί ακόμα ότι η εκκαλουμένη θεμελίωσε την ευθύνη του πέμπτου των εναγομένων τόσο στη διαπιστωθείσα υπαιτιότητά του (αμέλεια ως προς τη ναυτική διαχείριση του πλοίου) που προκάλεσε αιτιωδώς το ένδικο συμβάν, όσο και στην ιδιότητά του ως πλοιάρχου του βυθισθέντος ρυμουλκού. Την τελευταία παραδοχή της δικαιολόγησε με την επίκληση της αποδεδειγμένης παράλειψης του ………. … να αμφισβητήσει την ιδιότητα αυτή σε όλα τα στάδια της πειθαρχικής και της ποινικής διαδικασίας που οδήγησε σε ευνοϊκές γι’ αυτόν κρίσεις. Ήδη με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου της έφεσής του ο διάδικος αυτός αποδίδει αποδεικτικό σφάλμα στην εκκαλουμένη, επικαλούμενος αφενός το ναυτολόγιο του Ρ/Κ ΔΙΙ και αφετέρου τις εγγραφές στο υπό στοιχεία 8052 Κ ναυτικό του φυλλάδιο, από τα οποία προκύπτει ότι για την πληρότητα της οργανικής σύνθεσης του πλοίου ήταν αναγκαία η απασχόληση δύο [2] ναυτικών, του πλοιάρχου και του πρώτου μηχανικού, ότι, ο ίδιος στο ναυτολόγιο αναφέρεται ως υποπλοίαρχος του ρυμουλκού, προσληφθείς στις 24.7.2010, ειδικότητα με την οποία καταχωρήθηκε η ναυτολόγησή του και στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ανεξαρτήτως πάντως αυτών, η διαπίστωση μόνης της υπαιτιότητάς του στην πρόκληση του ενδίκου συμβάντος αρκεί για την κατάφαση της (υποκειμενικής) ευθύνης του προς αποζημίωση της ενάγουσας, την οποία δεν αναιρεί η [έστω] έλλειψη της συνδρομής στο πρόσωπό του [και] της ιδιότητας του πλοιάρχου. Πράγματι, ο πλοίαρχος ευθύνεται αντικειμενικά, εφόσον η υπαιτιότητα βαρύνει άλλο φυσικό πρόσωπο εκτός από αυτόν. Αν, όμως, στο πρόσωπό του συμπίπτουν οι ιδιότητες τόσο του πλοιάρχου όσο και του υπαιτίου, τότε στην πρώτη δεν αποδίδεται έννομη σημασία, όπως και παραπάνω σημειώθηκε. Εν προκειμένω, όμως, ο πέμπτος εναγόμενος δεν αρνείται ότι ασκούσε καθήκοντα πλοιάρχου, αφού ο κατ’ αυτόν μέχρι και την 26η.10.2010 πλοίαρχος …….. δεν αναμίχθηκε με τη ναυτική διαχείριση του πλοίου, την οποία, κατά τα λεγόμενά του, είχε ο ίδιος. Υπ’ αυτήν την έννοια, μόνη συνέπεια της αλήθειας των ερευνώμενων ισχυρισμών θα ήταν η γένεση αντικειμενικής ευθύνης σε βάρος του (πάντως μη εναγόμενου) ……. για τις προπεριγραφείσες υπαίτιες αμελείς παραλείψεις του υποπλοιάρχου του. Συνεπώς, η υπό της εκκαλουμένης εσφαλμένη διπλή θεμελίωση του λόγου ευθύνης του δεν μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολή του διατακτικού της και για το λόγο αυτό οι συναφείς αιτιάσεις του συγκεκριμένου εκκαλούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες αλλά και αλυσιτελείς.

Χ. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η Γ έφεση στο σύνολό της και η Β έφεση καθ’ ο μέρος ασκείται από τον πρώτο εκκαλούντα. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, θα βαρύνουν τους πρώτο της Β και μοναδικό της Γ έφεσης εκκαλούντες λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, το παράβολο που κατατέθηκε για κάθε έφεση πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 ΚΠολΔ, κατά τα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει τις από 14.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……, από 19.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. και από 20.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… εφέσεις ερήμην των τεσσάρων [4] πρώτων εφεσιβλήτων της από 14.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ….. έφεσης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Απορρίπτει την από 14.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… έφεση ως απαράδεκτη κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον των πέντε [5] πρώτων εφεσιβλήτων.

Δέχεται κατά τα λοιπά την έφεση αυτή όπως και τις υπόλοιπες εφέσεις κατά το τυπικό τους μέρος.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις από 14.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. και την από 20.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……. εφέσεις.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων εκάστης τα δικαστικά έξοδα των αντιστοίχων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €) για καθέναν εφεσίβλητο.

Δέχεται την από 19.11.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… έφεση κατ’ ουσίαν, καθ’ ο μέρος της ασκείται από τον δεύτερο εκκαλούντα.

Εξαφανίζει ως προς τον εκκαλούντα αυτόν την υπ’ αριθμ. 3026/2015 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί ως προς τον εκκαλούντα αυτόν την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την από 24.2.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως προς τον ίδιο διάδικο (τέταρτο των εναγομένων).

Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα του ως άνω εναγομένου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες ευρώ (2.000 €).

Διατάσσει την εισαγωγή εκάστου παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ