ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 3ο
Αριθμός 638/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εδρεύουσας στο ………. και νομίμως εκπροσωπούμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «………», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αθανάσιος Μπούρλος και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., ο οποίος στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Δεσποινάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../18.12.2020 αγωγή του, η οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή με την υπ’ αριθμ. 2772/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη με την από 17.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/17.11.2022 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας έλαβε το λόγο από τον Δικαστή και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξε της απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την ένδικη από 17.11.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./17.11.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/18.11.2022) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εναγόμενης πλήττεται η με αριθμό 2772/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 17.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.12.2020 αγωγή του εφεσίβλητου ……, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις του από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την εναγόμενη και από προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω αδικοπραξίας της. Η έφεση αυτή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής και εμπροθέσμως, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με την δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 9.9.2022. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία.
ΙΙ. Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος, διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και απασχολούμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εναγόμενη ανώνυμη εταιρία από το έτος 1985, αναφέρθηκε, πρώτον, στην υπηρεσία του από τις 5.1.2012 στη θέση του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Έργων αυτής με καθήκοντα επιβλέψεως των σταθερών (κτιριακών) υποδομών της αντιδίκου του, αντί μηνιαίων αποδοχών ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (2.695,34 €), δεύτερον, στην τοποθέτησή του δυνάμει της από 10.7.2020 απόφασης του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης σε θέση προϊσταμένου του Τμήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Κωδικοποίησης Υλικών, που υπάγεται στη Διεύθυνση Τεχνικής Υποστήριξης Οχημάτων της …… ΑΕ, τρίτον, στην αντίδρασή του έναντι της μεταβολής της εργασιακής του καταστάσεως, την οποία, με επίκληση του Οργανογράμματος της εναγομένης και του ισχύοντος Κανονισμού της Εσωτερικής Λειτουργίας της, θεώρησε ως υποβιβασμό του κατά δύο [2] ιεραρχικές βαθμίδες, ως τοποθέτησή του σε κατώτερη θέση εργασίας και ως ανάθεση καθηκόντων, αφενός, υποβαθμισμένων σε σπουδαιότητα και ευθύνη και, αφετέρου, σχετιζόμενων με αντικείμενο ειδίκευσης όχι πολιτικού αλλά μηχανολόγου μηχανικού και, επομένως, κείμενο εκτός του επιστημονικού του τομέα, της εργασιακής του σύμβασης και του πεδίου εργασιών στο οποίο το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας του επιτρέπει να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία (αντίδραση) εκδήλωσε καταρχάς με την υπηρεσιακή υποβολή ένστασης, που δεν απαντήθηκε και, ακολούθως, με προσφυγή στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιώς και Δυτικής Αττικής, η οποία αποφάνθηκε ότι «… ο υποβιβασμός του … δεν δικαιολογείται από λόγους που αφορούν το πρόσωπό του … [και] δύναται να εκληφθεί ως μονομερής μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος …» και, τέταρτον, στις συνέπειες της υπηρεσιακής του υποβάθμισης, που του προκάλεσε, αφενός, υλική ζημία, αφού μειώθηκαν οι μηνιαίες αποδοχές του κατά διακόσια εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα λεπτά (268,50 €) και, αφετέρου, ηθική βλάβη, αφού από την επαγγελματική του μείωση προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψή του στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περιβάλλον, στο οποίο είχε καταξιωθεί ως ανώτερο στέλεχος με ιδιαίτερες ικανότητες. Περαιτέρω, ο ενάγων υποστήριξε ότι η απαλλαγή του από τα καθήκοντα που ασκούσε προηγουμένως και η ανάθεση σ’ αυτόν, όπως και σε «δεκάδες στελέχη της [εναγόμενης] εταιρίας τα οποία εν μία νυκτί, χωρίς καμία αξιολόγηση υποβαθμίστηκαν σε κατώτερες βαθμίδες…», υποδεέστερων, εκτός του επαγγελματικού και επιστημονικού του αντικειμένου, χωρίς προηγούμενη κρίση ούτε ακρόασή του και δίχως να συντρέχουν σοβαροί λόγοι, όπως και η αντικατάστασή του από άλλον (κατονομαζόμενο) εργαζόμενο της εναγομένης, που είναι ακατάλληλος να τα ασκήσει, αντιτίθεται στον ανωτέρω Κανονισμό, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των συνθηκών της εργασίας του και, σε κάθε περίπτωση, έχει συντελεστεί κατά προφανή κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδότριάς του, η οποία αποφάσισε τον υποβιβασμό του σε χρονική και αιτιώδη συνάφεια, αφενός, με την υποβολή της από 26.5.2020 αναφοράς του ενάγοντος προς το διευθύνοντα σύμβουλό της, με την οποία επισήμαινε τις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή δυσλειτουργίες στον τομέα ευθύνης του και, αφετέρου, με την τοποθέτησή του σε συνεδρίαση ΕΔΕ περί της αναγκαιότητας εισαγγελικής παρέμβασης για τη διερεύνηση των ζητημάτων που εθίγησαν με την ως άνω υπηρεσιακή του αναφορά. Με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε ο ενάγων, μετά από μερική τροπή του αρχικώς καταψηφιστικού αιτήματός του σε έντοκο αναγνωριστικό, πρώτον, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του με τους πριν την ως άνω μεταβολή όρους και να του καταβάλει, αφενός, το χρηματικό ποσό των χιλίων εξακοσίων ένδεκα ευρώ (1.611 €), που αντιστοιχεί στην ελάττωση των εισοδημάτων του από τη συνεπεία της υποβάθμισής του μείωση του μηνιαίου μισθού του κατά το χρονικό διάστημα από 21.7.2020 έως 17.12.2020 και, αφετέρου, δέκα χιλιάδες ευρώ (10.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του και, δεύτερον, να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην καταβολή επιπλέον δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000 €) για την ίδια αιτία (αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη και ακολούθως, μετ’ αξιολόγηση των αποδείξεων, δέχθηκε αυτήν ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν και επιδίκασε στον ενάγοντα καταψηφιστικώς το αιτηθέν προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας του ενάγοντος χρηματικό ποσόν (1.611 €), ως και τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000 €) προς ηθική του ικανοποίηση, ενώ παράλληλα υποχρέωσε την εναγόμενη να τον απασχολήσει κατά τους όρους της σύμβασης εργασίας του ως είχαν πριν από την μεταβολή τους, που κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ως μονομερής, βλαπτική και καθ’ υπέρβαση του διευθυντικού δικαιώματός της συντελεσθείσα. Την απόφαση αυτή μέμφεται ήδη η εκκαλούσα για σφάλματα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και για πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής και τη συνολική απόρριψή της.
ΙΙΙ. Κατά το σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό τη σύγχρονη εκδοχή του της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ.), που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (άρθρο 216 § 1), για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται (αλλά και αρκεί) η παράθεση με σαφήνεια και επάρκεια όσων πραγματικών περιστατικών είναι νομικώς ικανά για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία (ΑΠ 6/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]) ή, με άλλη διατύπωση, των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου, των οποίων η συνδρομή επισύρει την έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημα του ενάγοντος. Η πλήρης έκθεση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η αγωγική αξίωση κρίνεται νομοθετικώς αναγκαία, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στον εναγόμενο να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα όσο και στο δικαστήριο να οριοθετήσει τα θέματα αποδείξεως και να κατανείμει το αντίστοιχο βάρος, χωρίς να επιτρέπεται η συμπλήρωση ή η αναπλήρωση των στοιχείων που ελλείπουν από το εισαγωγικό δικόγραφο με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 19/2022, ΑΠ 32/2022, ΑΠ 129/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από τα πορίσματα της αποδεικτικής διαδικασίας (ΑΠ 830/2021, ΑΠ 104/2020, ΑΠ 5/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από τις παραδοχές ή ομολογίες του εναγομένου (ΑΠ 111/2020, ΑΠ 714/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 236 – 240). Εξάλλου, όπως θα αναφερθεί και πιο κάτω, από τις διατάξεις των άρθρων 7 § 1 του Ν. 2112/1920, 648, 652, 656 και 281 ΑΚ προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης, χωρίς τη συγκατάθεση του εργαζομένου, επιχειρεί την τροποποίησή τους χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από τη σύμβαση ή το νόμο, ενώ καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από αυτόν σύμφωνα μεν με τους όρους της συμβάσεως ή του νόμου, αλλά καθ’ υπέρβαση των όρων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΑΠ 746/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1271/2001, Δνη 2002/1656). Σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές η συμπεριφορά του εργοδότη είναι παράνομη και ο μισθωτός δικαιούται, μεταξύ άλλων, να εμμείνει στη σύμβαση και να αξιώσει την τήρηση των συμφωνημένων ή των οριζόμενων στο νόμο όρων, οπότε, αν ο εργοδότης αποκρούει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας καθώς και την ικανοποίηση κάθε άλλης αξιώσεώς του που συνδέεται με την υπερημερία του εργοδότη, όπως και την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, εφόσον η εργοδοτική συμπεριφορά επάγεται συνέπειες βλαπτικές της προσωπικότητάς του.
Εν προκειμένω, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι στο δικόγραφό της εκτέθηκαν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται, κατά τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, για τη θεμελίωση των αξιώσεων του ενάγοντος από την επικαλούμενη μεταβολή των όρων της εργασίας του. Ειδικότερα, έγινε μνεία της μεταβολής της θέσης του στην ιεραρχία των υπαλλήλων της εναγομένης, με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου του κατά παράβαση του Κανονισμού του προσωπικού της, την οποία χαρακτήρισε ως υποβιβασμό του, καθώς και των συνεπειών της, υλικών, εντοπιζόμενων στη μείωση των μηνιαίων αποδοχών του κατά συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ανά μισθολογική περίοδο, αλλά και ηθικών, σχετιζόμενων με την προσβολή της τιμής και την τρώση της επαγγελματικής και κοινωνικής υπολήψεώς του. Τα περιστατικά αυτά αρκούν για τη γένεση των αξιώσεων που ασκούνται με την αγωγή, αφού, αν θεωρηθούν αληθή, συνιστούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγόμενης και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ενάγοντος, χωρίς να είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά σ’ αυτήν και άλλων περιστατικών για τη θεμελίωση της αξιώσεως χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος ή της βλαπτικής μεταβολής των όρων της εργασίας του ούτε και η ειδικότερη περιγραφή των καθηκόντων του σε καθεμία από τις δύο θέσεις εργασίας του, πριν και μετά τη μεταβολή, ώστε να κριθεί αν τα νεότερα είναι υποδεέστερα των προηγούμενων ή των προσόντων του διαδόχου του στη διευθυντική θέση, δεδομένου, αντιστοίχως, ότι η μεταβολή των όρων της εργασίας του επί το δυσμενέστερο προκύπτει από μόνη την απαλλαγή του ενάγοντος από τα διευθυντικά του καθήκοντα και την ανάθεση σ’ αυτόν καθηκόντων τμηματάρχη και ότι με την αγωγή εκτίθεται ανεπίτρεπτος υποβιβασμός του ενάγοντος σε θέση με καθήκοντα κατώτερα από εκείνα που αντιστοιχούσαν στην προηγούμενη και όχι για διεκδίκηση από περισσότερους υπαλλήλους της θέσης του διευθυντή της εναγόμενης, που θα καθιστούσε αναγκαία τη σύγκριση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων αυτού και του συναδέλφου του, που τοποθετήθηκε στη θέση του (ΑΠ 746/2010, ο.π., ΑΠ 1146/2001, ΕΕΔ 2002/1211, βλ. και ΑΠ 798/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Βαλμαντώνη, Τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος & η νομολογιακή αντιμετώπιση, σε Δνη 2009/656 επομ. [658]). Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίον η εκκαλούσα παραδεκτώς επαναφέρει τους και πρωτοδίκως προταθέντες και συνοπτικώς απορριφθέντες όμοιους ισχυρισμούς της περί αοριστίας του αγωγικού δικογράφου, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
IV. Από τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 εδαφ. α΄ του Ν. 2112/1920, η οποία ορίζει ότι «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου» σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 281, 288, 648, 652, 656 του ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή σε προσδιορισμό της παρεχόμενης εργασίας με κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος, η μονομερής αυτή βλαπτική μεταβολή δεν επάγεται τη λύση της εργασιακής σύμβασης, αλλά παρέχονται διαζευκτικά στο μισθωτό τα δικαιώματα: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη ή β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920 ή, γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 349 – 351 ΑΚ υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, δ) εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα του εργασία και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί, σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους (ΑΠ 133/2021, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 657/2018, ΑΠ 282/2018, ΑΠ 1322/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2017, E7 2018/132). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την επαγγελματική μείωση που υφίσταται ανεπίτρεπτα (ΑΠ 269/2020, ΑΠ 1322/2020, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το ύψος (ποσό) της οποίας καθορίζει το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, δηλαδή των συνδεόμενων με την προσβολή αυτή και τους διαδίκους συνθηκών και ιδιοτήτων, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με το είδος της προσβολής που αποτελεί τη βάση της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 130/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 7 § 1 εδαφ. α΄ του Ν. 2112/1920, όπως συνάγεται από το συνδυασμό της με τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, ως «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας και η οποία ασκείται εκτός του πλαισίου της εξουσίας του, που απορρέει από το διευθυντικό δικαίωμά του και του παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του ή όταν γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (ΑΠ 1276/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως ή τον υπάρχοντα Κανονισμό και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος τότε προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 630/2022, ΑΠ 824/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο διότι είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα, βάσει του οποίου μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του, για να επιτύχει τους σκοπούς αυτής, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης, δεν μπορεί, όμως, να μεταβάλει μονομερώς, έστω και κατ’ ενάσκηση αυτού του δικαιώματός του, τους όρους της εργασιακής σχέσης, αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, δεδομένου ότι τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Έτσι δεν μπορεί μονομερώς να υποβιβάζει τον μισθωτό με την ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων κατώτερης φύσης σε σχέση με τα προβλεπόμενα στους όρους της (ατομικής ή συλλογικής) σύμβασης εργασίας ή σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου ή στον κανονισμό εργασίας ή να προβαίνει σε δυσμενή μεταχείρισή του ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του, που συνεπάγονται δυσμενείς ως προς τις αποδοχές, αλλά και ως προς την προσωπικότητα του μισθωτού, συνέπειες (ΑΠ 1277/2021, ΑΠ 1186/2020, ΑΠ 269/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 258/2019, ΠειρΝ 2019/350, ΑΠ 216/2017, ΑΠ 63/2012, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εφόσον τούτο δεν δικαιολογείται από την ανάγκη ορθολογικότερης οργάνωσης της επιχείρησής του. Στην αντίθετη περίπτωση ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος από την σύμβαση εργασίας του να ανεχθεί τη μονομερή μετατροπή των εργασιακών όρων, αφού την έχει συμφωνήσει ή έχει υπαχθεί στον κανονισμό εργασίας της επιχείρησης που την προβλέπει. Κρίσιμος δε χρόνος για τον χαρακτηρισμό της μονομερούς μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας ως βλαπτικής ή μη, και δη για την κρίση ως προς τον χαρακτήρα της νέας θέσης, στην οποία τοποθετείται ο εργαζόμενος από τον εργοδότη, ως υποδεέστερης ή μη σε σχέση με αυτήν που κατείχε προηγουμένως, είναι ο χρόνος της πραγματοποίησης της μεταβολής αυτής, αφού κατά τον χρόνο αυτόν και με τα υπάρχοντα τότε δεδομένα καλείται και ο εργαζόμενος να την αποδεχθεί ή να την αποκρούσει (ΑΠ 418/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 216/2017, Ε7 2017/1281). Δεν συνιστά όμως κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος ούτε αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, πρώτον, η αφαίρεση από τον εργαζόμενο των καθηκόντων ορισμένης θέσεως και γενικώς ο προσδιορισμός των καθηκόντων που οφείλει να εκτελεί, εφόσον ασκείται εντός των ορίων που χαράσσονται από την σύμβαση εργασίας, από διάταξη νόμου ή από τον κανονισμό εργασίας (ΑΠ 1042/1999, Δνη 1999/1549 = ΔΕΝ 1999/1587 = ΕΕΔ 2000/799 = ΝοΒ 2000/1128), όπως, ειδικότερα επί υπαλλήλου οργανισμών και επιχειρήσεων με βαθμολογική κατάταξη, η αφαίρεση από αυτόν των καθηκόντων του προϊσταμένου μιας διεύθυνσης αυξημένων αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί επί θητεία ή για αόριστο χρόνο και η ανάθεση στον ίδιο εφεξής καθηκόντων υποδεεστέρων, δηλαδή η μη ανανέωση της θητείας του, καθόσον στην περίπτωση αυτή οι όροι εργασίας του εργαζομένου ως προϊσταμένου διευθύνσεως ή υπηρεσίας έπαυσαν αυτοδικαίως με τη λήξη της θητείας του, με αποτέλεσμα να μη νοείται μεταβολή ανύπαρκτων συμβατικών όρων εργασίας (ΑΠ 2086/2007, ΝοΒ 2008/1550 = ΕΕΔ 2007/1244 = Ε7 2008/2325, ΑΠ 2058/1986, ΝοΒ 1987/1236) και, δεύτερον, η συμβατική ή επί τη βάσει διατάξεων κανονισμού εργασίας που έχει ισχύ νόμου ή ΣΣΕ κανονιστικής ισχύος περικοπή ορισμένου επιδόματος που χορηγείται ως μισθολογική προσαύξηση για ορισμένη ειδική αιτία, σχετιζόμενη με το είδος της εργασίας του μισθωτού ή τη θέση του στην επιχείρηση, εφόσον το επίδομα αυτό οφείλεται μόνο για τον χρόνο που συντρέχει η αιτία για την οποία χορηγείται (ΑΠ 1419/2017, ΑΠ 420/2017, ΑΠ 564/2011, ΑΠ 997/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
V. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ………….., υπαλλήλου της εναγομένης, συναδέλφου του ενάγοντος και εκπρόσωπου των εργαζομένων που απαρτίζουν το διοικητικό προσωπικό της …… ΑΕ, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η μαρτυρία του περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, της υπ’ αριθμ. ……/6.4.2023 ένορκης ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. βεβαίωσης του ………., μηχανολόγου μηχανικού και προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Υποστήριξης της εναγομένης, που ελήφθη με την επιμέλειά της μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./3.4.2023 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., οι οποίες αμφότερες (μαρτυρική κατάθεση και ένορκη βεβαίωση) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε αυτοτελώς ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικά, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων τυγχάνει διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός του ΕΜΠ και με την ιδιότητα αυτή στις 29.5.1985 προσλήφθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εξάμηνης διάρκειας, η οποία στις 27.11.1985 μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……» και το διακριτικό τίτλο «………», απώτερη οιονεί καθολική δικαιοπάροχο της εναγόμενης. Την εργοδότρια στη συνέχεια διαδέχθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………..», η οποία ιδρύθηκε από τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (ΟΑΣΑ) το έτος 1994. Δυνάμει του άρθρου 1 §§ 2 και 5 του Ν. 3920/2011 «Εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη των αστικών συγκοινωνιών Περιφέρειας Αττικής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 33/3.3.2011) και προκειμένου να εξυπηρετηθεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που συνίσταται στην αποδοτικότερη λειτουργία τους προς όφελος του επιβατικού κοινού και της Εθνικής Οικονομίας με την παράλληλη τεχνικοοικονομική εξυγίανσή τους η …….. συγχωνεύθηκε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «…», δι’ απορροφήσεως της δεύτερης από την πρώτη. Μετά τη συντέλεση της συγχωνεύσεως των δύο εταιριών και την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της σχετικής πράξης (ΦΕΚ Β 1454/17.6.2011) η Ε.ΘΕ.Λ μετονομάστηκε σε «…………….» (….). Η εναγόμενη είναι, συνεπώς, η οιονεί καθολική διάδοχος της …….. και της ………. και έχει το χαρακτήρα δημόσιας επιχείρησης, υπαγόμενης στο Ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)» (ΦΕΚ Α 314/27.12.2005). Ήδη πριν τη συγχώνευση και τη μετονομασία της εναγομένης τις σχέσεις της με το προσωπικό της ρύθμιζε και εξακολουθούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο (10.7.2020) να ρυθμίζει ο Γενικός Κανονισμός του Προσωπικού [ΓΚΠ] της Ε.ΘΕ.Λ., που κυρώθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 2669/1998 «Οργάνωση και λειτουργία των Αστικών Συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων» (ΦΕΚ Α 283/18.12.1998) και έχει ως εκ τούτου ισχύ νόμου (ΑΠ 1143/2015, ΑΠ 1697/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στον κανονισμό αυτό προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: όσον αφορά την τοποθέτηση του προσωπικού (άρθρο 11) ότι κάθε εργαζόμενος που διαθέτει τα ελάχιστα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τοποθετείται σε οργανική θέση οποιασδήποτε υπηρεσίας της εταιρίας και για την εκτέλεση εργασίας όμοιας ή συναφούς με την κατηγορία στην οποία ανήκει με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου, ότι η τοποθέτηση εργαζομένου σε ορισμένη θέση εργασίας συνεπάγεται αυτόματα την ανάληψη εκ μέρους του των δικαιοδοσιών και αντίστοιχων ευθυνών που απορρέουν από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της θέσης αυτής και ότι η τοποθέτηση και η θητεία του εργαζομένου σε ορισμένη θέση εργασίας δεν δημιουργεί δικαίωμα κατοχής της υπέρ αυτού, όσον αφορά την αλλαγή θέσης εργασίας (άρθρο 12) ότι αλλαγή θέσης διενεργείται με μετάθεση, απόσπαση, μετάταξη ή ανάθεση καθηκόντων, ότι με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου, για την κάλυψη υφιστάμενων λειτουργικών αναγκών, τοποθετείται το προσωπικό σε αρμοδιότητες και καθήκοντα άλλης θέσης εργασίας, εφόσον διαθέτει τα απαιτούμενα από τη νέα θέση εργασίας, προσόντα και ότι επιτρέπεται η απασχόληση του προσωπικού σε διαφορετική ή παράλληλη θέση εργασίας από αυτήν της ειδικότητάς του, εφόσον οι λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας το επιβάλλουν, όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων προϊσταμένου (άρθρο 15), δηλαδή την τοποθέτηση του προσωπικού σε θέση εργασίας υψηλότερου διοικητικού επιπέδου, η οποία εμπεριέχει υψηλότερο βαθμό δικαιοδοσίας και ευθύνης, ότι η ανάθεση αυτή έχει διάρκεια τριών [3] ετών, ότι διενεργείται από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο (πρωτοβάθμιο για όλα τα επίπεδα εκτός του ανώτατου και δευτεροβάθμιο για τις ανώτατες θέσεις) και ότι η προσωρινή ανάθεση καθηκόντων θα πρέπει να γίνεται κατά προτίμηση σε εργαζόμενο της αυτής ιεραρχικής θέσης και αν αυτό δεν καθίσταται αντικειμενικά δυνατό, μπορεί τα εν λόγω καθήκοντα να ανατεθούν και σε εργαζόμενο ανώτερης θέσης, χωρίς η ανάθεση αυτή να μπορεί να θεωρηθεί ως βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας και, όσον αφορά τους προϊστάμενους οργανωτικών μονάδων και διοικητικών ενοτήτων (άρθρο 17) ότι αυτοί επιλέγονται από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο και τοποθετούνται με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου για τρία [3] έτη, εξακολουθούν όμως να ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι την τυχόν επανεκλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου, ότι σε περίπτωση μη επανεπιλογής του από το υπηρεσιακό συμβούλιο σε θέση προϊσταμένου αντιστοίχου επιπέδου με αυτήν που κατείχε προηγουμένως, ο επανακρινόμενος τοποθετείται σε θέση προϊσταμένου του αμέσως κατώτερου διοικητικού επιπέδου, εκτός εάν το υπηρεσιακό συμβούλιο κρίνει αιτιολογημένα άλλως, ότι η απώλεια της θέσης ευθύνης σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή και ότι οι αμοιβές των προϊσταμένων καθορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας και τους καταβάλλονται για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντά τους. Από της μονιμοποιήσεώς του (27.11.1985) και μέχρι το έτος 1998 ο ενάγων απασχολήθηκε στις Διευθύνσεις Εμπορικής Εκμετάλλευσης, Έργων και Τεχνικών Υπηρεσιών της εναγομένης, ενώ στις 18.5.1998 με απόφαση του πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου της τότε ……… ΑΕ τοποθετήθηκε σε θέση προϊσταμένου του Τμήματος Συντήρησης Εγκαταστάσεων, του απονεμήθηκε δηλαδή ο βαθμός του τμηματάρχη. Στη συνέχεια, με νέα απόφαση του πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου, στις 4.7.2001 ο ενάγων τοποθετήθηκε προϊστάμενος του Τμήματος Εγκαταστάσεων, ενώ στις 13.1.2003 με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου της ………… μετακινήθηκε στην επιχειρησιακή ομάδα δράσης Ολυμπιακών Αγώνων 2004 μέχρι το έτος 2005, οπότε πάλι με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου μετακινήθηκε αρχικά στις 28.1.2005 στη Διεύθυνση Έργων της εναγομένης και εν συνεχεία στις 25.5.2005 στο ΑΣ Ελληνικού. Ακολούθως, με την υπ’ αριθμ. 3.594/23.2.2007 απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου της ….. ΑΕ και προς εξυπηρέτηση «των αναγκών της Υπηρεσίας» ο ενάγων τοποθετήθηκε στη θέση του Επιθεωρητή Εσωτερικού Ελέγχου για χρόνο που δεν διευκρινίστηκε. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ως εσωτερικός ελεγκτής υπαγόταν απευθείας στο διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης και στις αρμοδιότητές του περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, ο έλεγχος όλων των στοιχείων (οικονομικών, λειτουργικών και διοικητικών) και των δραστηριοτήτων της, η παρακολούθηση της εφαρμογής του καταστατικού της, του ΓΚΠ, των επιμέρους ειδικών κανονισμών και των λοιπών αποφάσεων της διοικήσεως, ο εντοπισμός περιπτώσεων σύγκρουσης ιδιωτικών συμφερόντων των μελών της με τα εταιρικά συμφέροντα και η παροχή στη διοίκηση πληροφοριών επί της διαχειριστικής ικανότητας, του επαγγελματισμού, της ακεραιότητας και της ποιότητας της εργασιακής απόδοσης του προσωπικού. Οι αρμοδιότητες αυτές αφορούσαν δραστηριότητες σαφώς εκτός του επιστημονικού του πεδίου, του τομέα της ειδίκευσής του και της εργασιακής του σύμβασης και στην πραγματικότητα θα μπορούσαν να ασκηθούν από οποιονδήποτε υπάλληλο με τα κατάλληλα ουσιαστικά προσόντα, χωρίς να απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων εκείνων το τυπικό προσόν της κατοχής τίτλου σπουδών μηχανικού οποιασδήποτε ειδικότητας. Ο ενάγων ανέλαβε αδιαμαρτύρητα τα καθήκοντα του εσωτερικού ελεγκτή και τα άσκησε μέχρι τις 5.1.2012, οπότε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 221/2012 απόφασης του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του προϊστάμενου της Διεύθυνσης Έργων. Στην απόφαση εκείνη επισημάνθηκε ότι η ανάθεση των καθηκόντων αυτών «είναι προσωρινή και ισχύει μέχρι των τακτικών κρίσεων του προσωπικού». Βέβαια, τέτοιες κρίσεις, που θα έπρεπε να επαναλαμβάνονται κάθε τρία [3] χρόνια, ούτε πριν το έτος 2012 πραγματοποιούνταν τακτικά ούτε οποτεδήποτε έκτοτε έλαβαν χώρα. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο ενάγων και δεν αμφισβητείται, επιβεβαιώνεται άλλωστε και από τη μαρτυρική κατάθεση, τα υπηρεσιακά συμβούλια της εναγομένης μετά το έτος 2001 δεν λειτουργούσαν και η αρμοδιότητά τους είχε παρακαμφθεί, με αποτέλεσμα η ανάθεση καθηκόντων προϊσταμένων να γίνεται με αποφάσεις του εκάστοτε διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης. Το ίδιο συνέβη και με τον ενάγοντα το έτος 2012, στον οποίο ανατέθηκαν καθήκοντα προϊσταμένου διευθύνσεως, μολονότι έως τότε είχε κριθεί με (δύο [2]) αποφάσεις του πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου ικανός για την εκτέλεση καθηκόντων προϊσταμένου τμήματος, δηλαδή υποδεέστερης ιεραρχικά θέσης. Επισημαίνεται ότι η ανάθεση σ’ αυτόν των διευθυντικών ως άνω καθηκόντων με απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου έγινε για απροσδιόριστο χρόνο, ενώ αν είχε γίνει με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου θα είχε τριετή διάρκεια, χωρίς, βέβαια, σε κάθε περίπτωση, να δημιουργείται από την ανάθεση αυτή δικαίωμα κατοχής της διευθυντικής θέσης υπέρ του και χωρίς η ενδεχόμενη απώλειά της στο μέλλον να συνιστά βλαπτική μεταβολή (άρθρο 17 § 9 εδαφ. β΄ του ΓΚΠ). Ο ενάγων παρέμεινε για χρονικό διάστημα μείζον της οκταετίας προϊστάμενος της, απαρτιζόμενης από δύο [2] Τμήματα (Μελετών και Συντήρησης Εγκαταστάσεων/Κατασκευών) και υπαγόμενης στη Γενική Διεύθυνση Υποστήριξης της …… ΑΕ, Διεύθυνσης Έργων, στις αρμοδιότητες της οποίας, όπως προκύπτει από το Οργανόγραμμα της εναγομένης, το οποίο καταρτίστηκε με την υπ’ αριθμ. 61/3.6.2013 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου, για να καθορίσει τη διάρθρωση των υπηρεσιών της και την εν γένει ιεραρχική οργάνωσή της και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1342/3.6.2013), ανήκαν η σύνταξη μελετών κτιριακών έργων και έργων οδοποιίας, η σύνταξη προδιαγραφών και τευχών δημοπράτησης για όλα τα έργα της εταιρίας, η επίβλεψη μελετών και έργων εκτελούμενων από τρίτους, η σύνταξη συγκριτικών πινάκων και οι πιστοποιήσεις έργων, η συντήρηση και επισκευή των κτιριακών υποδομών της εταιρίας και η σύνταξη προϋπολογισμών για τις απαιτούμενες δαπάνες εκτέλεσης διαφόρων εργασιών προς τρίτους. Στο ίδιο Οργανόγραμμα, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλέπεται ότι οι βαθμίδες των υπηρεσιακών μονάδων της εναγομένης είναι πέντε [5] και κλιμακώνονται από την ανώτερη (Γενικές Διευθύνσεις) προς τις κατώτερες (Διευθύνσεις, Υποδιευθύνσεις, Τμήματα, Συνεργεία), με την επισήμανση ότι υποδιευθύνσεις είχαν συσταθεί μόνο σε διευθύνσεις που είχαν την ευθύνη της λειτουργίας αμαξοστασίων και πάντως όχι στη Διεύθυνση Έργων. Στις 10.7.2020 εκδόθηκε η με αριθμό 33.968 απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης ……… με θέμα «Ανάθεση καθηκόντων», δυνάμει της οποίας επήλθαν μεγάλης κλίμακας μεταβολές στην στελέχωση των οργανικών μονάδων της εταιρίας. Συγκεκριμένα, τοποθετήθηκαν δεκαεπτά [17] προϊστάμενοι σε διάφορες Διευθύνσεις και πέντε [5] προϊστάμενοι σε Τμήματα αυτών για τριετή θητεία «και σε κάθε περίπτωση μέχρι την διενέργεια τακτικών κρίσεων του προσωπικού». Στην αιτιολογία της απόφασης αυτής αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη ότι οι μέχρι τότε προσωρινές τοποθετήσεις προϊσταμένων δεν είχαν διάρκεια, ότι η περιοδική εναλλαγή των στελεχών της εταιρίας όχι μόνο παρέχει τη δυνατότητα πρόσληψης εμπειρίας από αυτούς αλλά και ενισχύει την αποδοτικότητα των εργαζομένων, ότι η εταιρία έχει υποχρέωση να παρέχει ίσες ευκαιρίες για την ανάδειξη των στελεχών της, καθώς και το γεγονός ότι η επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων με θητεία προσιδιάζει στις προβλέψεις του Κανονισμού Λειτουργίας της εταιρίας [ενν. τον ΓΚΠ] «μη νουμένης ως συμβατής της ισοβιότητας των επιλεγμένων». Μεταξύ των τοποθετούμενων περιελήφθησαν ο ……….., μηχανολόγος μηχανικός, στον οποίο ανατέθηκαν τα καθήκοντα του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Έργων στη θέση του ενάγοντος και ο τελευταίος, ο οποίος απαλλάχθηκε από αυτά και του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του προϊσταμένου του Τμήματος Τεχνικών Προδιαγραφών και Κωδικοποίησης Υλικών, που κατά το ως άνω Οργανόγραμμα υπαγόταν στη Διεύθυνση Τεχνικής Υποστήριξης Οχημάτων της Γενικής Διεύθυνσης Υποστήριξης της εναγομένης και οι αρμοδιότητές του συνίσταντο ενδεικτικά η ενημέρωση και η περαιτέρω ανάπτυξη του υφιστάμενου συστήματος Κωδικοποίησης ανταλλακτικών και υλικών και η τήρηση του αρχείου κωδικοποίησης των λεωφορείων, η προτυποποίηση του χρησιμοποιούμενου υλικού σε συνεργασία με το τμήμα τεχνολογίας οχημάτων, η συνεργασία με τα Αμαξοστάσια και τη Διεύθυνση Επισκευαστικής Βάσης ως προς τη χρησιμοποίηση εγκεκριμένων ή μη υλικών, η ενημέρωση των Γενικών Διευθύνσεων Υποστήριξης και Παραγωγής και η σύνταξη προδιαγραφών των οχημάτων, του μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού αυτών, των διαφόρων ανταλλακτικών τους, του εσωτερικού και εξωτερικού καθαρισμού των οχημάτων κ.λπ. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι η απαλλαγή του από τα διευθυντικά καθήκοντα που μέχρι τότε ασκούσε και η τοποθέτησή του σε θέση Τμηματάρχη είχε ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του κατά δύο [2] ιεραρχικές βαθμίδες, την ενασχόλησή του πλέον με αντικείμενο σχετικό με τις προδιαγραφές των ανταλλακτικών των λεωφορείων και, επομένως, κείμενο εκτός του επιστημονικού τομέα ειδίκευσής του, που σχετίζεται με τις σταθερές (κτιριακές) υποδομές της εναγόμενης, την μείωση των μηνιαίων αποδοχών του κατά το χρηματικό ποσό των διακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και πενήντα λεπτών (268,50 €), το οποίο διαπιστώνεται ότι αντιστοιχεί στο επίδομα της θέσης διευθυντή, το οποίο λάμβανε κατά το χρόνο που κατείχε την προηγούμενη θέση του και την προσβολή της προσωπικότητάς του στο κοινωνικό και επαγγελματικό του περιβάλλον, στο οποίο είχε από ετών καταξιωθεί ως ανώτερο και ικανό στέλεχος με ιδιαίτερες ικανότητες. Για τους λόγους αυτούς υπέβαλε, πρώτον, υπηρεσιακώς την από 13.7.2020 και με αριθμό …../2020 ένστασή του, με την οποία ζήτησε την τοποθέτησή του σε θέση με καθήκοντα τέτοια, ώστε να μην προκαλείται βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του απασχόλησης και να μη θίγεται το κύρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας, επί της οποίας, όμως, δεν έλαβε απάντηση και, δεύτερον, την από 17.7.2020 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……/235096 αίτησή του για διενέργεια εργατικής διαφοράς ενώπιον του αρμόδιου Τμήματος της Επιθεώρησης Εργασίας και Εργασιακών Σχέσεων Πειραιώς και Δυτικής Αττικής, της οποίας ζήτησε την παρέμβαση. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε το με αριθμό πρωτοκόλλου ….. /30.11.2020 δελτίο εργατικής διαφοράς, στο οποίο η επιληφθείσα Υπηρεσία, με ενδοιαστική διατύπωση, διαπίστωσε ότι «… ακόμα και στην περίπτωση που με βάση την ερμηνεία του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της … ΑΕ κριθεί ότι δεν αποκλείεται ανάθεση υποδεέστερων καθηκόντων στον προσφεύγοντα, αυτός καθαυτός ο υποβιβασμός του, όταν μάλιστα δεν δικαιολογείται από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εργαζομένου (πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων του, τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος κλπ) ή από το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, δύναται να εκληφθεί ως μονομερής μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, όταν μάλιστα επιφέρει στον εργαζόμενο υλική και ηθική βλάβη. Προς αυτό συνηγορεί και η επί οκταετία άσκηση των καθηκόντων του κου ….. ως Διευθυντή Τεχνικών Έργων υπό την εποπτεία διαφορετικών διοικήσεων, οπότε κατά τεκμήριο θεωρείται ότι ο προσφεύγων επέδειξε τουλάχιστον επάρκεια στην άσκηση των καθηκόντων του. Η δε υποβάθμισή του μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπου αυτός άσκησε ανώτερα καθήκοντα συνεπάγεται για αυτόν μείωση του γοήτρου του απέναντι στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον (ηθική βλάβη). Επίσης, η για μεγάλο χρονικό διάστημα επιλογή της διαδικασίας ανάθεσης καθηκόντων για την επιλογή προϊσταμένων αντί αυτής των θεσμοθετημένων τακτικών κρίσεων αποτελεί ευθύνη της εργοδότριας και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ανεξέλεγκτη άσκηση του εργοδοτικού της δικαιώματος …». Το πόρισμα της Επιθεώρησης Εργασίας υιοθέτησε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία έκρινε ότι η τοποθέτηση του ενάγοντος ως προϊσταμένου στο ως άνω Τμήμα συνιστούσε τόσον υποβιβασμό και υποβάθμισή του, αφού του ανατέθηκε εργασία κατώτερη κατά της σπουδαιότητά της έναντι της προηγούμενης και εκτός του τομέα εξειδίκευσής του, παράλληλα δε, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής του σύμβασης, συνεπαγόμενη, αφενός, μείωση των αποδοχών του κατά το ποσό της διαφοράς του επιδόματος θέσης, δεδομένου ότι το επίδομα θέσης Τμηματάρχη ήταν ελαττωμένο κατά το ως άνω ποσόν (268,50 €) έναντι του επιδόματος θέσης Διευθυντή και, αφετέρου, τρώση του γοήτρου του απέναντι στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον, όσον και, ταυτόχρονα, καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, επειδή δεν έγινε για λόγους αναδιάρθρωσης της επιχείρησής της ή εξυπηρέτησης του συμφέροντος της εκμεταλλεύσεώς της ούτε δικαιολογείτο από λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο του ενάγοντος, σχετιζόμενους με πλημμελή και πειθαρχικώς ελεγκτέα εκπλήρωση των καθηκόντων του επί οκταετία υπό την εποπτεία διαφορετικών διοικήσεών της (μολονότι η εναγόμενη είχε αναφερθεί σε τέτοιες πλημμέλειες) αλλά οφειλόταν (λόγω της «χρονικής και αιτιώδους» συνάφειάς της) με αναφορές του ενάγοντος σε σχέση με δυσλειτουργίες που διαπίστωσε στον τομέα ευθύνης του και καταγράφηκαν στην από 26.5.2020 υπηρεσιακή αναφορά του (στο περιεχόμενο της οποίας η εκκαλουμένη δεν έκανε καμία αναφορά). Η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη. Καταρχάς, δε μπορεί να γίνει λόγος εν προκειμένω για μονομερή μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος εκ μέρους της εργοδότιδάς του, ώστε στη συνέχεια να ερευνηθεί ο βλαπτικός της χαρακτήρας ως προς τα συμφέροντα του πρώτου, δεδομένου ότι η τοποθέτησή του στη θέση του προϊσταμένου του ως άνω Τμήματος έγινε κατ’ εφαρμογή του ΓΚΠ της εναγομένης, η διοίκηση της οποίας και, συγκεκριμένα, ο διευθύνων σύμβουλός της, διατηρούσε στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος την ευχέρεια ανάθεσης των καθηκόντων του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Έργων σε άλλον υπάλληλο και της τοποθέτησης του ενάγοντος σε άλλη θέση του ιδίου διοικητικού επιπέδου ή έστω του αμέσως κατώτερου. Η άσκηση, επομένως, του διευθυντικού δικαιώματος κατ’ εφαρμογή του ΓΚΠ, που έχει ισχύ νόμου και δεσμεύει εξίσου τον εργοδότη και τον εργαζόμενο, αποκλείει εν προκειμένω την εφαρμογή του άρθρου 7 § 1 του Ν. 2112/1920 και τη θεώρηση της τοποθέτησης του ενάγοντος ως μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της ατομικής του σύμβασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ex lege και η περίπτωση απαλλαγής του από ανώτερα καθήκοντα με εργοδοτική απόφαση, δεδομένου μάλιστα ότι η παραμονή του σε θέση Διευθυντή επί χρόνο πλέον της οκταετίας δεν δημιουργούσε δικαίωμα κατοχής της θέσης αυτής εκ μέρους του στο μέλλον. Επιπλέον, η αντικατάστασή του έγινε μετά την παρέλευση της τριετίας κατά την οποία θα διαρκούσε η παραμονή του στη θέση του Διευθυντή, αν σ’ αυτήν είχε τοποθετηθεί με απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, κρίση του οποίου, άλλωστε, δεν προηγήθηκε ούτε της αναθέσεως σ’ αυτόν των διευθυντικών καθηκόντων του το έτος 2012, από τα οποία απαλλάχθηκε με τον ίδιο τρόπο (απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου) με τον οποίο τα είχε αναλάβει. Επισημαίνεται δε ότι κατά την έννοια του ΓΚΠ της εναγομένης υποβιβασμό του ενάγοντος θα συνιστούσε η ανάθεση καθηκόντων Τμηματάρχη, αν προηγουμένως του είχαν ανατεθεί διευθυντικά καθήκοντα με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο όμως ουδέποτε του είχε αναθέσει καθήκοντα ανώτερα του Τμηματάρχη και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα καθήκοντα αυτά (του προϊστάμενου Τμήματος) αντιστοιχούν σε βαθμίδα αμέσως κατώτερη του Διευθυντή, ελλείψει Υποδιευθύνσεως στις Διευθύνσεις που δεν είχαν τη επίβλεψη αμαξοστασίου, όπως η Διεύθυνση Έργων της εναγόμενης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης του ενάγοντος δεν ήταν παράνομη αλλά συνιστούσε ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδότριας, η οποία μπορεί να ελεγχθεί μόνον ως προς το ενδεχόμενο καταχρηστικότητάς της, δηλαδή αντιθέσεώς της προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό του σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την ένορκη βεβαίωση του ………., Γενικού Διευθυντή Τεχνικής Υποστήριξης της εναγομένης, το κύριο αντικείμενο εργασιών της Διεύθυνσης Έργων, πριν την μετατροπή της σε Τμήμα Δημόσιων Έργων και Μελετών, υπαγόμενο στη Διεύθυνση Υποδομών και Συντήρησης Εγκαταστάσεων, με το ισχύον Οργανόγραμμα των υπηρεσιών της εναγομένης, που εγκρίθηκε από το διοικητικό της συμβούλιο στις 5.12.2022, συνίστατο στην επίβλεψη και συντήρηση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων δηλαδή των συστημάτων θέρμανσης – κλιματισμού των ηλεκτρολογικών και λοιπών εγκαταστάσεων της εναγόμενης, καθώς και στη συνολική εποπτεία των κτιριακών εγκαταστάσεών της, δηλαδή των αμαξοστασίων, που διαθέτουν σημαντικό μηχανολογικό εξοπλισμό για την εξυπηρέτηση των οχημάτων του στόλου και την τεχνική συντήρησή τους και όχι, τουλάχιστον μετά το έτος 2016, στην επίβλεψη της εκτέλεσης τεχνικών έργων αντικειμένου πολιτικού μηχανικού. Από αυτά συνάγεται ότι η κρίση της διοίκησης της …….. ότι της Διευθύνσεως Έργων αυτής έπρεπε να προΐσταται μηχανολόγος μηχανικός αποσκοπούσε, κατά τον χρόνο της εκφοράς της, σε εξορθολογισμό της λειτουργίας της. Παράλληλα, οι αρμοδιότητες του Τμήματος στο οποίο τοποθετήθηκε ο ενάγων ως προϊστάμενος δεν αφορούν βέβαια τις σταθερές υποδομές της εναγομένης, που εμπίπτουν ως αντικείμενο στο επιστημονικό πεδίο της ειδικότητας του ενάγοντος, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο (10.7.2020) ΠΔ 99/2018 «Ρύθμιση του επαγγέλματος του μηχανικού με καθορισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων για κάθε ειδικότητα» (ΦΕΚ Α 187/5.11.2018) αλλά τα ανταλλακτικά των λεωφορείων, που είναι αντικείμενο μηχανολόγου μηχανικού. Δεν είναι όμως τα ανατεθέντα στον ενάγοντα καθήκοντα άσχετα με την εργασία μηχανικού αλλά συναφή με την κατηγορία στην οποία ανήκει (του τεχνικού προσωπικού) σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 1 περ. β΄ και 11 § 1 του ΓΚΠ. Άλλωστε, ο ενάγων και στο παρελθόν είχε, όπως προαναφέρθηκε, ασκήσει καθήκοντα διάφορα από αυτά της ειδικότητάς του και εντελώς άσχετα με την επιστημονική του εξειδίκευση αλλά και το αντικείμενο της ατομικής του συμβάσεως εργασίας, χωρίς όμως τότε να διαμαρτυρηθεί. Μάλιστα, ο ίδιος θεωρεί ότι η ανάθεση σ’ αυτόν των καθηκόντων του Επιθεωρητή Εσωτερικού Ελέγχου συνιστούσε κατ’ ουσίαν προαγωγή του σε θέση Διευθυντή «όπως ορίζεται για την δραστηριότητα αυτή», αν και ο ισχυρισμός του αυτός δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε έγγραφο αποδεικτικό μέσο. Εξάλλου, το γεγονός ότι με την επίμαχη απόφαση του διευθύνοντος συμβούλου μετακινήθηκαν στις 10.7.2020 είκοσι δύο [22] στελέχη της εναγόμενης και όχι μόνον ο ενάγων καταδεικνύει ότι η μετακίνησή του ήταν ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησής της και δεν είχε χαρακτηριστικά προσωπικής αντιδικίας του διευθύνοντος συμβούλου με τον ενάγοντα, όπως ο τελευταίος υποστηρίζει με αναφορά στο περιεχόμενο του από 26.5.2020 εγγράφου υπηρεσιακού σημειώματός του, που απευθυνόταν στον άμεσο προϊστάμενό του, Γενικό Διευθυντή Υποστήριξης της εναγομένης, με κοινοποίηση στον διευθύνοντα σύμβουλό της. Άλλωστε, στο κείμενο εκείνο γινόταν καταρχάς μνεία διάφορων διαδικαστικών προβλημάτων που είχαν ανακύψει κατά την εξέλιξη εργολαβίας που αφορούσε την εκτέλεση εργασιών διαμόρφωσης των χώρων της Επισκευαστικής Βάσης της ….. για τη δημιουργία γραφείων και τη μετεγκατάσταση της Διεύθυνσης Έργων (με την οποία ο ενάγων διαφωνούσε) και στη συνέχεια επίρριψη της ευθύνης για τα προβλήματα αυτά «σε εξωθεσμικές παρεμβάσεις» συνεργατών της διοίκησης, των οποίων ο ενάγων, ομιλών στο όνομα του μόνιμου προσωπικού της εταιρίας και επικαλούμενος την τριακονταπενταετή υπηρεσία του στην εναγόμενη και το θεσμικό διευθυντικό του ρόλο, δήλωνε ρητά την άρνησή του να καταστεί «άκριτο όργανο διεκπεραίωσης εντολών», ενώ, με την αφορμή αυτή, στη συνέχεια επεσήμαινε την «αδυναμία επικοινωνίας» του με τη διοίκηση και το παράπονό του επειδή συνομιλητές της «έχουν γίνει πρόσφατα» εμπλεκόμενοι σε «θέματα κακοδιαχείρισης εις βάρος της εταιρίας», για τα οποία «βρίσκεται σε εξέλιξη … εισαγγελική έρευνα κατά πρώην στελεχών της ……». Σε κανένα σημείο του υπομνήματος εκείνου, όμως, δεν γινόταν αναφορά σε πρόθεση του ενάγοντος να προκαλέσει εισαγγελική παρέμβαση για το νόμιμο των ενεργειών του και για τον προς το σκοπό προστασίας του δημοσίου συμφέροντος διαχειριστικό έλεγχο της εναγόμενης, που χρηματοδοτείται από το Δημόσιο, όπως αβασίμως με τη αγωγή του ισχυρίζεται, προκειμένου να θεμελιώσει την αιτίασή του περί του εκδικητικού χαρακτήρα της απόφασης του διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης, που τον απάλλαξε από τα διευθυντικά καθήκοντά του. Αντιθέτως, στο ίδιο υπηρεσιακό σημείωμα έγινε ρητή υπόμνηση της συμμετοχής του ενάγοντος στην υπηρεσιακή διερεύνηση των φαινομένων επί των οποίων επεκτάθηκε η ήδη πριν τις 26.5.2020 αρξάμενη εισαγγελική έρευνα και διατυπώθηκε η αντίθεση του ενάγοντος στο γεγονός ότι οι εμπλεκόμενοι στα υπό διερεύνηση ζητήματα, που δεν κατονομάζονται ούτε αυτοί ούτε εκείνα, τυγχάνουν «συνομιλητές» της διοίκησης, αν και στο παρελθόν έχουν επιδείξει συμπεριφορά σκαιά και υβριστική «απέναντι σε πλήθος στελεχών της ……». Σε κάθε περίπτωση, η επίμαχη απόφαση κρίνεται ότι δικαιολογείται και από την από τον ίδιο τον ενάγοντα επικαλούμενη αλλά και από το μάρτυρα αποδείξεως επιβεβαιούμενη «αδυναμία επικοινωνίας» του με τη διοίκηση, ανεξαρτήτως μάλιστα των πλημμελειών που η εργοδότρια του αποδίδει στο πλαίσιο της παρούσας αντιδικίας τους (και μόνον) ως προς την υπηρεσιακή του απόδοση και την εκπλήρωση των καθηκόντων του, που (υποστηρίζει ότι) διατάρασσαν την εύρυθμη λειτουργία της Διεύθυνσης Έργων, της ουσιαστικής βασιμότητας των οποίων η (παρεμπίπτουσα) έρευνα δεν είναι αντικείμενο της παρούσας δικαιοδοτικής κρίσης. Το δε γεγονός της έλλειψης κινήσεως σε βάρος του ενάγοντος πειθαρχικής διαδικασίας ή της επιβολής σ’ αυτόν οποτεδήποτε πειθαρχικής ποινής δεν αποτελεί, κατά τον ΓΚΠ της εναγομένης, όρο υποχρεωτικής παραμονής του σε διευθυντική θέση, αφού κατά το άρθρο 16 αυτού προς τούτο συναξιολογούνται και άλλες παράμετροι, μεταξύ των οποίων και η ικανότητα συντονισμού (των υφισταμένων του Διευθυντή αλλά και του ιδίου με τα όργανα διοικήσεως της εταιρίας). Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι στην περίπτωση που επανακρίνεται δεν συντρέχει ούτε καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγόμενης, με αποτέλεσμα οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος να στερούνται νομίμου ερείσματος στο σύνολό τους. Σημειώνεται, ειδικότερα, ότι η περικοπή του επιδόματος θέσης διευθυντή δε συνιστά υλική ζημία του, εφόσον αυτό τελούσε σε συνάρτηση με τα καθήκοντα που του αφαιρέθηκαν συννόμως και η αιτία της καταβολής του έληξε αφότου έπαυσε να συντρέχει και η αιτία της χορηγήσεώς του. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι κατ’ ουσίαν οι δεύτερος, κατά τα συναφή σκέλη του και τέταρτος λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και, καθώς πλέον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων έφεσης, να εξαφανιστεί μετά ταύτα η προσβαλλόμενη απόφαση και αφού διακρατηθεί η αγωγή από το Δικαστήριο τούτο να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη καθ’ άπαντα τα αιτήματά της.
VΙ. Για την πληρότητα της παρούσας πρέπει να σημειωθεί εδώ και ότι το περί επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση κατά το άρθρο 914 ΚΠολΔ αίτημα της εκκαλούσας, που ζητεί να υποχρεωθεί ο αντίδικός της να της αποδώσει «παν ό,τι του κατεβλήθη δυνάμει της εκκαλούμενης απόφασης» είναι απορριπτέο προεχόντως ως απαράδεκτο, δεδομένου ότι τα ποσά που φέρονται ότι καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της εκκαλουμένης κατά το μέρος της που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή δεν προσδιορίζονται (ΑΠ 61/2022, ΑΠ 604/2018, ΑΠ 1392/2018, ΑΠ 961/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1694/2009, ΧρΙΔ 2010/542, ΑΠ 1206/1992, Δνη 1994/1321 = ΕΕΔ 1993/1056) ούτε και οποιαδήποτε τέτοια καταβολή προαποδεικνύεται (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 11, αρ. 88, σελ. 256) και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, όπως εν τέλει συνομολογείται, στον εφεσίβλητο δεν έχει καταβληθεί κανένα χρηματικό ποσόν.
VII. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας γι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εφεσίβλητου που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 1272/2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί και δικάζει την από 17.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/18.12.2020 αγωγή
Απορρίπτει αυτήν ως αβάσιμη.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία καθορίζει σε χίλια εκατό ευρώ (1.100 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Νοεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ