Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 563/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης      563/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Χαρίκλεια Σαραμαντή, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΚΑΛΟΥΣΑΣ : εταιρίας με την επωνυμία “………”, που εδρεύει στη ………. και έχει εγκαταστήσει γραφείο, αφενός στον ……. (……….), αφετέρου στη … της … (………) και  εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Αλέξανδρο Ελευθερίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ : εταιρίας με την επωνυμία “…….”, που εδρεύει τυπικά στη …… (………..) και πραγματικά στο …………., νόμιμα εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Πάρι Καραμήτσιο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.12.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/4.12.2014 αγωγή της, επί της οποίας συνεκδικαζομένης με την ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου ασκηθείσας από 7.8.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./7.8.2015 ανακοίνωσης δίκης, της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, προς: 1) την εταιρία με την επωνυμία “………….” και 2) την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “…………”  και το διακριτικό τίτλο “…….”, οι οποίες δεν παραστάθηκαν και δεν παρενέβησαν στη δίκη, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής, η υπ’αριθμ.1558/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, που την απέρριψε, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ηττηθείσα ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρεία, με την από 20.10.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/25.10.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./28.12.2016 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.437/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή την έφεση της ενάγουσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δίκασε την αγωγή και την απέρριψε κατ’ουσίαν.

Την αναίρεση της αποφάσεως αυτής ζήτησε η εκκαλούσα – ενάγουσα με την από 10.10.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./16.10.2018 αίτηση της ενώπιον του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ.477/2011 απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Α1 Πολιτικού Τμήματος), με την οποία αναιρέθηκε κατά ένα μέρος η υπ’ αριθμ.437/2018 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση κατά το αναιρεθέν μέρος στο παρόν Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Ήδη η έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας επαναφέρεται για συζήτηση με την από 3.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………./5.10.20121 κλήση της, που προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

I. Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια της (ΑΠ 493/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000, ΕλΔνη 42/81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46/84, ΑΠ 1833/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 816/2022, ΑΠ 686/2022, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 875/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46/1401). Η μερική αναίρεση αναφέρεται σε ολόκληρο το κεφάλαιο της απόφασης, στο οποίο αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός και αν η αναιρεθείσα απόφαση είναι δευτέρου βαθμού η έφεση θα επανακριθεί μόνο ως προς το κεφάλαιο αυτό και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 472/2022). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3, 579 § 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφαση του αποφαίνεται το Δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα, που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης, που αναιρέθηκε, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από την αναιρεθείσα, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΟλΑΠ 4/1996 ΕλΔνη 1996, 1041, ΑΠ 816/2022, ΑΠ 686/2022, ΑΠ 412/2021, ΑΠ 682/2014, ΑΠ 15/2014, ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012, 248, ΑΠ 2274/2009 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 805/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 35/1171, ΑΠ 129/2004 Δ 35/804, ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΠειρ 548/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του Δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα Δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν (ΑΠ 686/2022, ΑΠ 412/2021, ΑΠ 1613/07 Δ 38, 1234, ΑΠ 1145/05 ΕλΔνη 48, 1658). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28/857, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013/1111, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΑιγ 207/2008, ΕφΔωδ 165/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ 2007, § 121, αρ.35, σελ.565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ.342) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, καθόσον αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της Ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004/1553), που οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των Δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 1983, § 14, σελ. 167). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτοι ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 674/1988 Συμπλ. Βασ. Νομ. 2 [1993]/151, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κ.Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 513, σελ.763, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ.10). Η κρίση, που εκφέρεται με την αναιρετική απόφαση ότι η αγωγή είναι νομικά βάσιμη, ενόψει του ότι εμπεριέχει αναγκαίως την κρίση ότι αυτή είναι και ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα από το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ στοιχεία, συνεπάγεται δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής και ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το οποίο δεν υπόκειται σε επανεξέταση από το δικαστήριο αυτό (ΑΠ 816/2022, ΑΠ 1499/2014, ΑΠ 2017/2007).

II. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 3.8.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../5.10.20121 κλήση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, επαναφέρεται προς εκδίκαση η υπόθεση της έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθμό 477/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε, κατά το μέρος, που αφορά την απόρριψη, ως μη νόμιμης, της από την αδικοπραξία επικουρικής βάσης της από 4.12.2014 αγωγής, γενόμενου δεκτού του σχετικού λόγου αναιρέσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό της, η υπ’ αριθμό 437/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και αφού δέχθηκε, κατ’ουσίαν, την κρινόμενη από 20.10.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./25.10.2016 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………/28.12.2016 έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1558/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας τούτου, στο σύνολο της και ακολούθως, αφού κράτησε και δίκασε την από 4.12.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../4.12.2014 αγωγή, έκρινε αυτή νόμιμη μόνο, ως προς την κύρια βάση της από ενδοσυμβατική ευθύνη, απορρίπτοντας τις επικουρικές βάσεις της εξ αδικοπραξίας και αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως μη νόμιμες και ακολούθως, απέρριψε αυτήν κατ’ουσίαν. Κατόπιν τούτου, επανερχομένων των διαδίκων στην πριν την μερικά αναιρεθείσα απόφαση υφιστάμενη κατάσταση (άρθρ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η ένδικη έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ενάγουσας εταιρείας και ήδη εκκαλούσας, από το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, συγκροτούμενο από έτερους Δικαστές, μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (581 παρ.2 ΚΠολΔ). Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, μήτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση της [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ] και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 3, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), πρέπει, επομένως, αφού το εμπρόθεσμο και παραδεκτό της εφέσεως δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΛαρ 20/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των σχετικών με το αναιρεθέν κεφάλαιο λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1, 579 § 1, 580 § 3 και 4, 581 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ως προς το οποίο μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1145/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα λιβεριανή εταιρεία με εγκατεστημένα γραφεία στον … και την ….., με την προαναφερθείσα αγωγή της εξέθεσε ότι, δυνάμει της από 28.10.2014 συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της μη διαδίκου, εδρεύουσας στο …… των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων εταιρείας με την επωνυμία “…………”, με ρητό όρο περί υπαγωγής των εξ αυτής διαφορών στα δικαστήρια του Πειραιώς και εφαρμογής του ελληνικού δικαίου, ανέλαβε την υποχρέωση να εφοδιάσει το υπό σημαία Λιβερίας πλοίο M/T “BY”, πλοιοκτησίας της εναγομένης εταιρίας, ήδη εφεσίβλητης, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη …….., αλλά στην πραγματικότητα στο ……… των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με τις ποσότητες καυσίμων, που περιγράφονται ειδικότερα στην αγωγή, αντί του αναφερομένου συνομολογηθέντος τιμήματος για το πωληθέν είδος καυσίμου ανά μετρικό τόνο, που ορίσθηκε καταβλητέο εντός 30 ημερών από την παράδοση των καυσίμων και σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων παρέδωσε την παραγγελθείσα ποσότητα καυσίμων στις 5.11.2014 στο πλοίο, στον λιμένα Φουτζάϊρα (Fujairah) των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που παρελήφθησαν από τον πλοίαρχο τούτου, ο οποίος υπέγραψε την σχετική απόδειξη παραλαβής, αποδεχόμενος έτσι, τους αναγραφόμενους ρητά σ’αυτήν γενικούς όρους πώλησης, μεταξύ άλλων, περί ευθύνης και των πλοιοκτητών για την πληρωμή των παραδοθέντων καυσίμων και παρακράτησης της κυριότητας τους από την προμηθεύτρια μέχρι την εξόφληση του εκδοθέντος και στο όνομα της πλοιοκτήτριας εναγομένης, οικείου τιμολογίου, συνολικού ποσού 491.780,17 δολαρίων Η.Π.Α., καταβλητέου έως τις 5.12.2014, καθώς επίσης περί επίλυσης των αναφυομένων διαφορών από τα ελληνικά Δικαστήρια, συνομολογηθείσης έτσι μεταξύ αυτής και της εναγομένης, αφενός σύμβασης εγγυοδοσίας, με την οποία η τελευταία ανέλαβε την ανεξάρτητη και αυτοτελή υποχρέωση να της καταβάλει το συνομολογηθέν τίμημα της πώλησης, σε περίπτωση που δεν κατέβαλε τούτο ο, ως άνω, ενδιάμεσος έμπορος, το οποίο τελικά δεν εξοφλήθηκε και αφετέρου, συμφωνία παρεκτάσεως αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των μελλοντικών διαφορών τους από τη συγκεκριμένη σύμβαση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 491.780,17 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το ισάξιο σε ευρώ, κατά τον χρόνο πληρωμής, άλλως κατά τον χρόνο ασκήσεως και συζητήσεως της αγωγής, με τον νόμιμο τόκο από 6.12.2014, που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, κυρίως με βάση την ευθύνη της, ως εγγυοδότρια, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση της ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της αντιδίκου της, η οποία, με πρόθεση ενεργώντας, ιδιοποιήθηκε, δια της άνευ δικαιώματος ανάμιξης και ανάλωσης, την παραδοθείσα  σ’αυτήν ποσότητα καυσίμων για τις ανάγκες του πλοίου της, ένεκα της παρακράτησης από την ενάγουσα της κυριότητας των παραδοθέντων καυσίμων μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, δυνάμει σχετικού όρου, που περιλήφθηκε στην ανωτέρω απόδειξη παραλαβής των καυσίμων και γνώριζε η εναγομένη και έτι επικουρικότερα με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, διότι η εναγόμενη κατά το ποσό αυτό κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της δικής της περιουσίας.

Περαιτέρω, η εναγομένη της ανωτέρω αγωγής με την από 7.8.2015  ανακοίνωση δίκης, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και απηύθυνε προς την εταιρία με την επωνυμία “………” και την τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “…………” και το διακριτικό τίτλο “….”, ισχυρίσθηκε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενοπλοίου “ΒY”, τη διαχείριση του οποίου ασκεί για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπος της, η εταιρία με την επωνυμία “…………..”, η οποία, ενεργώντας υπό την ιδιότητα της αυτή, συνήψε με την πρώτη των ανωτέρω εταιριών σύμβαση πώλησης ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό του προαναφερθέντος πλοίου και η πετρέλευση πραγματοποιήθηκε από την εταιρία με την επωνυμία “………..”, από την οποία η εταιρία “………..” προμηθεύτηκε τα καύσιμα, που στη συνέχεια μεταπώλησε στη διαχειρίστρια του πλοίου της, ενώ το δελτίο παράδοσης καυσίμων της “…………” υπογράφηκε από τον πρώτο μηχανικό του ως άνω πλοίου, που τοιουτοτρόπως βεβαίωσε ότι πράγματι παραδόθηκαν και παραλήφθηκαν οι ποσότητες καυσίμων, που αναγράφονταν στο δελτίο αυτό, καθώς και ότι η πωλήτρια εταιρία “………….” εξέδωσε για την εν λόγω σύμβαση το αντίστοιχο τιμολόγιο για το ποσό των 492.659,27 δολαρίων Η.Π.Α., σε χρέωση της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, καταβλητέο μέχρι τις 4.12.2014, σε λογαριασμό, που τηρείτο στη δεύτερη των εταιριών τραπεζική εταιρεία, προς την οποία ομοίως απευθύνεται η ανακοίνωση δίκης. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι διαρκούντος του χρόνου πίστωσης του τιμήματος της πώλησης, η εδρεύουσα στη Δανία εταιρία με την επωνυμία “…………….”, μητρική εταιρία του ομίλου, στον οποίο ανήκει και η πωλήτρια των καυσίμων εταιρία, κατέθεσε αίτηση πτώχευσης, με αποτέλεσμα να πτωχεύσει και η ως άνω πωλήτρια, η δε ως άνω τραπεζική εταιρία “……………” ζήτησε από την ίδια (την εναγομένη) να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης, ως εκδοχέας της σε βάρος της απαίτησης της πωλήτριας, καθώς και ότι, λόγω της αμφισβήτησης από τους εκκαθαριστές της πτωχής της εγκυρότητας της εκχώρησης, δεν προέβη τελικά στην αποπληρωμή του οφειλομένου ποσού του τιμήματος, διότι δε γνώριζε μετά βεβαιότητας το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης αυτής, αφού δεν είχε αποσαφηνισθεί εάν τελικά δανειστής της ήταν η πτωχεύσασα εταιρία, από την οποία η διαχειρίστρια του πλοίου της αγόρασε για λογαριασμό της τα καύσιμα, ή η ως άνω τράπεζα, επιπροσθέτως δε και η εταιρία “…………………”, με την οποία ουδεμία συμβατική σχέση τη συνδέει,  ζήτησε να της καταβληθεί η  ίδια απαίτηση και στη συνέχεια, άσκησε σε βάρος της την προαναφερθείσα αγωγή, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε αυτούσιο στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης, διεκδικώντας με τη σειρά της το ποσό των 491.780,17 δολαρίων Η.Π.Α, πλέον τόκων, ισόποσο της αξίας του τιμολογίου, που η ίδια εξέδωσε προς την “…………….” για την πώληση προς την τελευταία της επίμαχης ποσότητας καυσίμων. Ενόψει τούτων, ζήτησε ακολούθως από τις ως άνω εταιρίες να παρέμβουν κυρίως στην εκκρεμή επί της σε βάρος της αγωγής δίκη, έχοντας προφανές έννομο συμφέρον, καθώς, όπως ισχυρίσθηκε, αντιποιούνται το αντικείμενο της, προκειμένου να υποστηρίξουν ότι αυτές, ή σε κάθε περίπτωση οιαδήποτε εξ αυτών, δικαιούνται να εισπράξουν το τίμημα της πώλησης των καυσίμων, και όχι η ενάγουσα, ώστε να δεσμευθούν από το δεδικασμένο της επί της αγωγής εκδοθησόμενης απόφασης και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής, ή και τριπλής πληρωμής από την ίδια του ποσού του τιμήματος.

IV. Επί των προαναφερθεισών αγωγής και ανακοίνωσης δίκης, κατά τη συζήτηση των οποίων στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι καθ’ων η ανακοίνωση δίκης εταιρείες δεν παραστάθηκαν και επομένως, δεν κατέστησαν διάδικοι με την άσκηση παρέμβασης στη δίκη, ώστε να απαιτείται κλήτευση τους κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της αγωγής, η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.1558/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν τα δικόγραφα αυτά, απορρίφθηκε η αγωγή, ως προς άπασες τις βάσεις, τις οποίες η ενάγουσα επικαλείται για τη νομική θεμελίωση της αξίωσης της σε βάρος της εναγομένης προς καταβολή του αναφερομένου στο δικόγραφο χρηματικού ποσού, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης. Ειδικότερα, έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων επί των διαφορών εκ της επίδικης πετρέλευσης, ούτε όμως και η επικαλούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της πώλησης ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό του πλοίου, που η ενάγουσα συνήψε με την εταιρία με την επωνυμία “………………..”, ως ενδιάμεσο της συναλλαγής έμπορο, ώστε να μπορεί να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων να επιληφθεί της υπόθεσης, λόγω του τόπου της πραγματικής έδρας της ενάγουσας, ως εκ της επικαλούμενης ιδιότητας της, της δανείστριας της επίδικης κομίσιμης χρηματικής οφειλής, διότι κρίθηκε ότι το δελτίο αποστολής και παράδοσης των πωληθέντων καυσίμων στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο δεν ήταν πλοιοκτησίας της εναγομένης, αλλά μόνο κυριότητας αυτής, καθώς την αποκλειστική εκμετάλλευση του είχε αναλάβει και ασκούσε, ως εφοπλίστρια του, η εταιρία με την επωνυμία “……………”, δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης ναύλωσης “γυμνού πλοίου”, υπογράφηκε, όχι από τον πλοίαρχο αυτού, αλλά από τον πρώτο μηχανικό του, ο οποίος είχε προσληφθεί από την εφοπλίστρια εταιρία και ουδεμία σχέση, συμβατική ή άλλη, τον συνέδεε με την εναγομένη, ούτε σε κάθε περίπτωση είχε εξουσιοδοτηθεί από την τελευταία, καθ’οιονδήποτε τρόπο, ώστε να την εκπροσωπεί νόμιμα και να συνάπτει έγκυρα, στο όνομα και για λογαριασμό της, συμβάσεις και συμφωνίες, δεσμευτικές γι’αυτήν, ως αντιπρόσωπος της. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι ούτε με βάση τον τόπο εκπλήρωσης της επίδικης παροχής της εναγομένης μπορεί να θεμελιωθεί τοπική αρμοδιότητα και, συνακόλουθα, διεθνής δικαιοδοσία αυτού προς εκδίκαση της αγωγής, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 321 ΑΚ, διότι το τίμημα της πώλησης μεταξύ της ενάγουσας και του ενδιάμεσου εμπόρου, το οποίο, κατά την ενάγουσα, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει και η εναγόμενη, δυνάμει σχετικής σύμβασης, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, διά της επικαλούμενης στο δικόγραφο της αγωγής υπογραφής από πρόσωπο, που εκπροσωπεί την εναγόμενη, του περιεχομένου στο δελτίο παράδοσης και παραλαβής της πωληθείσας ποσότητας καυσίμων, σχετικού όρου, προδιατυπωμένου και τεθέντος μονομερώς από την ενάγουσα, είχε συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη της πώλησης να καταβληθεί όχι στην έδρα της ενάγουσας, αλλά σε τραπεζικό λογαριασμό, που αυτή τηρούσε σε τράπεζα της Ολλανδίας. Περαιτέρω, όσον αφορά την πρώτη επικουρικά προβληθείσα βάση της αγωγής, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί η αξίωση της ενάγουσας, ήτοι τις διατάξεις των αδικοπραξιών, έγινε δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση ότι η επικαλούμενη στο δικόγραφο συμπεριφορά της εναγομένης, που χαρακτηρίζεται ως αδικοπρακτική, δεν συνδέεται τοπικά με την Ελλάδα, αλλά με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου, αφενός μεν παραδόθηκαν τα καύσιμα και έλαβε χώρα η αναφερόμενη στο δικόγραφο παράνομη ιδιοποίηση αυτών από την εναγόμενη διά της ανάλωσης/ανάμιξης τους για τις ανάγκες του πλοίου της, των οποίων η κυριότητα φέρεται ως παρακρατηθείσα από την ενάγουσα δυνάμει σχετικού όρου, περιληφθέντος στο εν λόγω δελτίο παράδοσης – παραλαβής  των πωληθέντων και, επομένως, εκδηλώθηκε το κατά την ενάγουσα ζημιογόνο γεγονός, αφετέρου δε  επήλθε στην ενάγουσα η πρωταρχική ζημία της, δηλαδή η παράνομη επέμβαση στο προστατευτέο έννομο αγαθό της και εν προκειμένω στην κυριότητα των πωληθέντων καυσίμων. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της αγωγής και ως προς την επικουρικότερα προβληθείσα στο δικόγραφο αυτής, προς θεμελίωση της αξίωσης της ενάγουσας, βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς δέχθηκε ότι για την εν λόγω αξίωση τοπικά αρμόδιο τυγχάνει το δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας της εναγομένης, η οποία, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή, εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Λιβερία, αλλά στην πραγματικότητα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δηλαδή σε κάθε περίπτωση εκτός της ελληνικής επικράτειας, όπως και για την αξίωση σε βάρος της εναγομένης ως κυρίας του πλοίου για απαιτήσεις από τον εφοπλισμό του, ως προς την οποία έγινε, επιπροσθέτως, δεκτό πρωτοδίκως ότι προβλήθηκε απαράδεκτα από την ενάγουσα το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων της, καθώς συνιστά ανεπίπρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής της. Ακολούθως, δέχθηκε, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, απορρίπτοντας, ως μη νόμιμη, την αντένσταση της ενάγουσας περί συναγομένης σιωπηρής συμφωνίας παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από την εκ μέρους της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ασκηθείσα με το ανωτέρω περιεχόμενο ανακοίνωση δίκης, με το σκεπτικό ότι τέτοια τεκμαίρεται μόνο επί ασκήσεως ανταγωγής και απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εκκαλούσα-ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττοντας την κρίση τούτου περί απόρριψης της αγωγής στο σύνολο της, ως απαράδεκτης, ελλείψει της διαδικαστικής προϋπόθεσης της διεθνούς δικαιοδοσίας του, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, να εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν.

Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμό 437/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, συντιθέμενου από έτερους Δικαστές, με την οποία, αφού το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχε η διαδικαστική προϋπόθεση της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθισταμένου τοπικά αρμόδιου, βάσει της δωσιδικίας της συνάφειας κατ’άρθρο 31 ΚΠολΔ, με σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας του δια της συμπεριφοράς της εναγομένης, που προηγήθηκε της με τις προτάσεις της επί της αγωγής προβληθείσας αμφισβήτησης της διεθνούς δικαιοδοσίας του και δη με την άσκηση απ’αυτήν της προαναφερθείσας μη επικουρικής ανακοίνωσης δίκης, στην οποία περιέλαβε και αμυντικούς επί της ουσίας της υπόθεσης ισχυρισμούς, προς απόκρουση της αγωγής, συναγομένης σιωπηρής αποδοχής της διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω Δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής, ως προς άπασες τις βάσεις αυτής, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης της ενάγουσας, ακολούθως, έκανε δεκτή την έφεση κατ’ουσίαν, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, κράτησε και δίκασε την αγωγή εξετάζοντας την από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, κρίνοντας αυτήν νόμιμη μόνο όσον αφορά την κύρια βάση της εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης από σωρευτική αναδοχή χρέους, κατ’ορθό νομικό χαρακτηρισμό από το δικάσαν Δικαστήριο και απορρίπτοντας τις επικουρικές βάσεις αυτής εκ της αδικοπραξίας και του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως μη νόμιμες και εν τέλει την κύρια βάση της αγωγής, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής η ηττηθείσα ενάγουσα-εκκαλούσα άσκησε την από 10.10.2018 αίτηση αναιρέσεως, κατ’άρθρο 559 αρ.5, 8, 12, 14, 1 και 19 ΚΠολΔ. Επ’αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 477/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η προσβαλλομένη δευτεροβάθμια απόφαση απορρίπτοντας την επικουρική βάση της αγωγής εκ της αδικοπραξίας, ως μη νόμιμη, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, διότι προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ, 6 παρ.1 ν.5422/1932 και 1 ν.2842/2000, τις οποίες παραβίασε ευθέως, ενώ πληρούνταν το πραγματικό τους και δικαιολογούνταν η εφαρμογή τους, δεχθείσα ότι δεν συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την θεμελίωση της αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής και ειδικότερα τα στοιχεία αυτής που προσδιορίζουν την ζημία της ενάγουσας, ως προς το ύψος της αιτούμενης αποζημίωσης σε ευρώ, εφόσον αυτή ζητείται με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων (δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ) κατά τον χρόνο της πληρωμής, άλλως συζήτησης, άλλως σύνταξης της αγωγής, ενώ θα έπρεπε να ζητηθεί με την ισοτιμία κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας, θεωρώντας έτσι εσφαλμένα ως αναγκαίο και απαιτούμενο αυτό το στοιχείο, ενώ η σχετική απαίτηση υφίσταται μόνο στην περίπτωση που έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της αιτούμενης θετικής ζημίας, που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν έχει λάβει χώρα τέτοια αποκατάσταση και ως εκ τούτου, ο υπολογισμός της ζημίας με βάση την αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος ορθά ζητείται στην αγωγή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της, ακολούθως  την αναίρεσε, κατά το μέρος, που αφορά την από την αδικοπραξία επικουρική βάση της ένδικης από 4.12.2014 αγωγής, γενόμενου δεκτού του σχετικού λόγου αναιρέσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό της και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, από το ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από έτερους Δικαστές από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.

V. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 σημείο 1, 4 σημείο 1, 5 σημεία 1 και 3 και 60 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (Κανονισμός Βρυξέλλες Ι), που εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση λόγω του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής (17.12.2014), καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους και περαιτέρω θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά σ’ αυτόν. Ενόψει όμως του σεβασμού που αποδίδεται από τον Κανονισμό στην αυτονομία των μερών μιας σύμβασης, όσον αφορά τον καθορισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση των μεταξύ τους διαφορών Δικαστηρίου (αιτιολογική σκέψη 14 στο Προοίμιό του), προβλέπεται ότι, με την επιφύλαξη των καταναλωτικών, ασφαλιστικών και εργασιακών συμβάσεων, στις οποίες η ασθενέστερη θέση του ενός συμβαλλομένου επιτρέπει περιορισμένη μόνον αυτονομία, η γενική και οι συντρέχουσες ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις που θεσπίζονται, υποχωρούν εφόσον η βούληση των μερών επιλέγει ως αρμόδιο Δικαστήριο άλλο από εκείνο που υποδεικνύεται κατ’ εφαρμογή του (ΑΠ 423/2018 ΧρΙΔ 2019, 204, ΔΕΕ 2019, 405). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 23 του Κανονισμού και υπό τον όρο (άρθρο 25) ότι δι’ αυτής δεν παρακάμπτεται η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία, που απονέμεται κατά το άρθρο 22 αυτού (Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 3, αρ. 108, σελ. 164), η επιλογή Δικαστηρίου μπορεί να γίνει με σύμβαση, καταρτιζόμενη κατά τις σ’αυτό οριζόμενες αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις, δια της οποίας τα μέρη παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του και αποφασίζουν έτσι να υποβάλουν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο της επιλογής τους, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 468/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και μόνο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων Δικαστηρίων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τις θετικές αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (ΔΕΚ 24.6.1986, C – 22/85, … κατά ….., Συλλογή 1986.1951, σκέψη 13). Η ίδια διάταξη έχει εφαρμογή μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τουλάχιστον ο ένας από τους συμβαλλομένους έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους και, αφετέρου, ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ως αρμόδιο ένα Δικαστήριο ή Δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους (ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ……. κατά …………, ΕΕμπΔ 2000/813, σκέψη 17, η οποία εφάρμοσε το αντιστοίχου περιεχομένου άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [468]), χωρίς να προσαπαιτείται οποιοσδήποτε άλλος σύνδεσμος της παραπεμπόμενης στο επιλεγόμενο Δικαστήριο υπόθεσης με το κράτος στο οποίο αυτό εδρεύει (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97, ……….. κατά …………, Συλλογή 1999.1597, σκέψη 50, ΔΕΚ 17.1.1980, C – 56/79,  ……. κατά ………., Συλλογή 1980.89, σκέψη 4, Ε. Σαχπεκίδου,  Συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 221). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, που έχει άμεσες, αποκλειστικά δικονομικές, συνέπειες, αφού αποκλείει ή θεμελιώνει την τοπική αρμοδιότητα και δι’ αυτής τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος Δικαστηρίου (ΑΠ 948/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014 ΧρΙΔ 2015, 205, Ν. Κλαμαρής – Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 32.3, σελ. 130), με αποτέλεσμα κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 14.12.1976, C – 24/76, …….. κατά ………., Συλλογή 1976.1851, σκέψη 6, ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, ………… κατά ………, ο.π., σκέψη 13), κάθε σχετική ρήτρα να ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (ΑΠ 468/2016, ο.π.). Η έννοια «συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας», υπό την οποία το ΔΕΚ αντιλαμβάνεται τη ρήτρα παρεκτάσεως, ερμηνεύεται από αυτό αυτόνομα, χωρίς δηλαδή παραπομπή στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάποιου από τα κράτη της κατοικίας ή της έδρας των συμβαλλομένων αλλά με αναγωγή στο σύστημα και τη γενικότερη τελολογία του Κανονισμού (ΔΕΚ 10.3.1992, C – 214/84, ………… κατά ……….., Συλλογή 1992.Ι.1745, σκέψη 13, Αθ. Καΐσης, Ζητήματα από την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25, 29 και 31 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, ΕφΑΔΠολΔ 2017/98 επομ.111). Περαιτέρω, ειδικότερη περίπτωση παρεκτάσεως, αναφερόμενη πια όχι στις αξιώσεις, που εμπίπτουν στα αντικειμενικά όρια της συμφωνημένης ρήτρας, αλλά στο σύνολο των αξιώσεων που καθίστανται επίδικες επειδή περιλαμβάνονται σε αγωγή, προβλέπεται στο επόμενο άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού, στο οποίο ορίζεται ότι «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 22». Η διάταξη αυτή επιτρέπει στον εναγόμενο να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία οποιουδήποτε Δικαστηρίου, έστω και αναρμόδιου, ενώπιον του οποίου ενάγεται με την απλή συγκατάθεση του να δικαστεί επί της ουσίας από αυτό (Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 221). Πράγματι, η συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος παριστάμενος ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η σε βάρος του αγωγή (περί του ότι επί ερημοδικίας του δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει λόγος για σιωπηρή παρέκταση, Ι. Δεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 9, σελ. 285, σημ. 9, Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 15, σελ. 430, ΔΕΕ 11.4.2019, C   464/18, … κατά ………, curia.europa.eu, σκέψη 40), παραλείπει να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, δημιουργεί τεκμήριο σιωπηρής παρεκτάσεως αυτής (ΔΕΚ 20.5.2010, C – 111/09, …….. κατά …., curia.europa.eu, ΕφΑΔ 2010/600 σκέψη 21, ΔΕΚ 7.3.1985, C – 48/84, …….. κατά  …….., Συλλογή 1985.787, σκέψη 15, ΤριμΕφΔυτΜακ 23/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 357/2008 Αρμ. 2012, 1901, ΕφΠειρ 416/2004 ΠειρΝ 2004, 444, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013, 2063 επομ. [2067]). Η σιωπηρή μάλιστα παρέκταση θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία ακόμη και αν προϋπήρξε ρητή παρέκταση κατά τους όρους του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, δηλαδή με συμφωνία υποδεικνύουσα άλλο Δικαστήριο (ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, …….. κατά ……., Συλλογή 1981.1671, σκέψη 11, Ν. Νίκας, Οι συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 95). Πάντως, ο εναγόμενος που θέλει να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος Δικαστηρίου δε χρειάζεται να περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στην αμφισβήτηση της, αφού, όπως και από το ΔΕΚ έχει κριθεί (ΔΕΚ 14.7.1983, C – 201/82, ………..κατά …………, Συλλογή 1983.2503, σκέψη 21, ΔΕΚ 31.3.1982, C – 25/81, …….. κατά …… Συλλογή 1982.1189, σκέψη 13, ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, …………. κατά …….., ο.π., σκέψεις 14 – 17, ΔΕΚ 22.10.1981, C – 27/81, ………. κατά ……….., Συλλογή 1981.2431, σκέψεις 7 – 8, που εκδόθηκαν όλες υπό την ισχύ του παρομοίου περιεχομένου άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών), έχει τη δυνατότητα να προβάλει ισχυρισμούς και επί της ουσίας της υποθέσεως. Ειδικότερα, όταν ο εναγόμενος όχι μόνο εγείρει αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας αλλά, για την πληρότητα της άμυνας του, προβάλει επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, επιχειρήματα και ισχυρισμούς για την ουσία της υποθέσεως, ο κανόνας του άρθρου 24 δεν έχει εφαρμογή ούτε αντιφατική συμπεριφορά του υπάρχει, υπό τον όρο, όμως, ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οποιασδήποτε πράξεως άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος Δικαστηρίου (ΑΠ 1542/2014 ο.π., ΑΠ 1697/2013 ΧρΙΔ 2014, 371, ΕφΠειρ 546/2006 ΔΕΕ 2007, 338, Αρμ. 2008, 437, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝαυτΔ 2011, 32, με σημ. Α. Μαρκάκη, ΕφΑθ 4467/2010 ΔΕΕ 2011, 218, ΕΠολΔ 2011, 358, ΕΕμπΔ 2011, 829, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2002, σελ. 395, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 225). Το κριτήριο εφαρμογής ή όχι του κανόνα του άρθρου 24 του Κανονισμού δεν είναι πάντως μόνον το εάν ο εναγόμενος διαρθρώνει τους ισχυρισμούς του σε επικουρική βάση, αμφισβητώντας πρωτίστως τη διεθνή δικαιοδοσία του δικάζοντος Δικαστηρίου, αλλά το εάν από το σύνολο των ισχυρισμών του ο ενάγων και το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν, από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγομένου, ότι αυτή αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας (ΔΕΕ 27.2.2014, C – 1/13, …….. κατά ………. κλπ, curia.europa.eu, σκέψη 37, ΔΕΕ 13.6.2013, C – 144/12, ……… κατά …….., curia.europa.eu, σκέψη 37, ΑΠ 1542/2014, ο.π., με την οποία κρίθηκε ότι κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο [άρθρο 263 εδαφ. α ΚΠολΔ] αρκεί ο σχετικός ισχυρισμός να προταθεί παραδεκτώς κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο).  Όταν ο ισχυρισμός περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας υποβάλλεται μαζί με την παράθεση του ιστορικού της υποθέσεως συνιστά κανονική αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας και όχι σιωπηρή παρέκταση, εφόσον βέβαια δεν προβάλλεται προηγουμένως άλλος ισχυρισμός επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 34, σελ. 435), με τον οποίο ο εναγόμενος να παρέχει την εντύπωση ότι αποβλέπει στο ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης, που θα εκδώσει το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ενάγεται για την επίλυση της διαφοράς του με τον ενάγοντα, καθόσον τότε είναι πρόδηλο ότι δεν παρίσταται με πρωταρχικό σκοπό να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του forum της εναγωγής του. Έτσι, η άσκηση ανταγωγής ενώπιον διεθνώς αναρμόδιου Δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς του δικαιοδοσίας, εφόσον δεν γίνεται απλώς επικουρικά. Αντιθέτως, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της αγωγής δεν θεμελιώνεται, αν η ανταγωγή ασκηθεί ρητά για την περίπτωση που το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο (Ε. Σαχπεκίδου, ο.π., αρ. 33, σελ. 435, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα [-Ν. Νίκας], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 42 αρ. 4, σελ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 18, αρ. 5, σελ. 134). Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εναγόμενος αποδέχεται την τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση τη διεθνή δικαιοδοσία του τοπικά και διεθνώς αναρμόδιου Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, όταν ενώπιον του ιδίου αυτού Δικαστηρίου ασκεί σε χρόνο προγενέστερο ή ταυτόχρονο της συζητήσεως της, εκτός από την ανταγωγή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα, με το οποίο σκοπείται κρίση επί της ουσίας της ήδη επίδικης διαφοράς, όπως είναι η ανακοίνωση της κύριας δίκης των άρθρων 91 – 92 ΚΠολΔ σε τρίτον μη διάδικο και η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, δια των οποίων ο εναγόμενος αποβλέπει συνήθως στην παρότρυνση του τρίτου να ασκήσει πρόσθετη υπέρ αυτού (σπανίως δε κύρια) παρέμβαση, εφόσον με την ανακοίνωση αυτή ή/και την προσεπίκληση, δεν αμφισβητείται η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία του ημεδαπού Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να επιληφθεί αυτών κυρίως και όχι επικουρικώς, όταν δηλαδή δεν ζητείται να επιληφθεί της σκοπουμένης παρεμβάσεως το Δικαστήριο της κύριας δίκης επικουρικώς και συγκεκριμένα, στην περίπτωση που θεωρήσει εαυτό αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής. Κατά το ημεδαπό δικονομικό δίκαιο η ανακοίνωση δίκης, ως διαδικαστική πράξη, δεν περιέχει αίτημα παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1012/1991 Δ 1992, 459, ΕΕΝ 1992, 611, Δνη 1993, 571, ΑΠ 1667/1980 ΝοΒ 1981, 1079) και δε διευρύνει μόνη αυτή, χωρίς την άσκηση παρέμβασης, τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΕφΠατρ 842/2007 ΑχΝομ 2008, 420, ΕφΑθ 2225/2000 ΕΔΠ 2001, 95), με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται υποχρέωση του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να ασχοληθεί με αυτήν (ΕφΑθ 11791/1987 ΑρχΝ 1989, 151, ΕΕΝ 1988, 58), αν ο προς ον η ανακοίνωση δεν μετάσχει στη δίκη με την άσκηση παρέμβασης, δια της οποίας αποκτά ιδιότητα διαδίκου (ΕφΑθ 990/1978 ΕλΔνη 1978, 277, Μ.Γεωργιάδου, σε Χ.Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2017, [10] Ανακοίνωση δίκης, αρ. 3 – 4, σελ. 146 – 147, Β.Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 1996, άρθρο 92, αρ. 5, σελ.624). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89 και 277 αριθ. 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, εάν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει εκείνον από τον οποίο έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του να παρέμβει στη δίκη προς υποστήριξή του, ο δε προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής δεν παρεμβαίνει παραδεκτά υπέρ του προσεπικαλούντος, αλλά εμφανίζεται στη δίκη, περιοριζόμενος στην απόκρουση της προσεπίκλησης και στην αμφισβήτηση της βασιμότητας της, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ των αρχικών διαδίκων, ούτε δημιουργείται αναγκαστική ομοδικία, κατά την έννοια του άρθρου 76 ΚΠολΔ, μεταξύ αυτού (προσεπικαλουμένου) και του προσεπικαλούντος – εναγομένου. Η υποχρέωση του τρίτου να αποζημιώσει τον προσεπικαλέσαντα διάδικο βασίζεται σε μία προϋπάρχουσα έννομη σχέση, η οποία συνδέει τα δύο αυτά πρόσωπα. Η έννομη αυτή σχέση μπορεί να προκύπτει, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση που θα δεσμεύει διάδικο και τρίτο, είναι δε, τόσο από υποκειμενικής, όσο και από αντικειμενικής άποψης, διαφορετική από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη, ενώ θα πρέπει για το ορισμένο της προσεπίκλησης να αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής. Μεταξύ των δύο αυτών εννόμων σχέσεων υπάρχει κοινότητα του ενός υποκειμένου, δηλαδή του προσεπικαλέσαντος. Από την εν λόγω έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον διάδικο με τον τρίτο, απορρέει η εξάρτηση της έννομης θέσης του τρίτου από την έννομη σχέση που κρίνεται στην κύρια δίκη. Η ήττα του προσεπικαλέσαντος διαδίκου αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της υποχρέωσης του τρίτου προς αποζημίωση. Έναν όρο που είναι απαραίτητος για τη δημιουργία της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικληθέντος (άρθρο 69 παρ. 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ). Στόχος της δημιουργίας της νέας αυτής έννομης σχέσης δίκης είναι η ταυτόχρονη επίλυση δύο ουσιαστικά συνδεόμενων μεταξύ τους διαφορών και συγκεκριμένα, αφενός της διαφοράς μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου του, που κρίνεται στην κύρια δίκη και αφετέρου αυτής που υφίσταται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του προσεπικληθέντος. Η ταυτόχρονη επίλυση των δύο αυτών διαφορών επιτυγχάνεται με την υπαγωγή της διαφοράς προσεπικαλέσαντος και προσεπικληθέντος στο Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς, που υφίσταται μεταξύ του προσεπικαλέσαντος και του αντιδίκου αυτού, κατ’άρθρο 31 παράγραφοι 1 και 2 ΚΠολΔ. Εάν στο δικόγραφο δεν περιέχεται αίτημα για την παροχή δικαστικής προστασίας, δεν θα πρόκειται για προσεπίκληση, αλλά για ανακοίνωση της δίκης στο δικονομικό εγγυητή, κατ` άρθρο 91 ΚΠολΔ. (ΑΠ 43/2020, ΑΠ 1105/2017, ΑΠ 1010/2017, ΑΠ 1823/2014, ΑΠ 1601/2014, ΑΠ 2077/2013, ΑΠ 1188/2007, ΑΠ 960/1999, ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΑθ 658/2018, ΕφΠειρ 185/2016, ΕφΠειρ 351/2015, ΤΝΠ «Νόμος», ΕφΑθ 2416/2010 ΕλΔνη 2011, 850, ΕφΘεσ 203/2011, ΕφΑθ 6465/2009, ΕφΑθ 6841/2008, ΕφΑθ 3321/2005, ΕφΑθ 2775/2003, ΕφΠειρ 1171/2000, ΕφΑθ 570/1997, ΕφΑθ 4803/1996 ΤΝΠ «Νόμος», Κουτσούκο, ό.π., σελ. 186 – 189, 196 σημ. 361, Νίκα σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. I 2000, άρθρο 88. παρ. 1, σελ. 200). Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι δια της ανακοινώσεως της δίκης και της προσεπικλήσεως προετοιμάζεται η ενδεχόμενη συμμετοχή του τρίτου στη δίκη με σκοπό τη δέσμευση αυτού, εφόσον δεν ασκήσει παρέμβαση, από το αποτέλεσμα της κύριας δίκης, υπό την έννοια της αδυναμίας του να αμφισβητήσει μεταγενέστερα την απόφαση που θα εκδοθεί, με την οποία θα επέλθει αναγνώριση ενός νομικού καθεστώτος μεταξύ των κυρίως διαδίκων, καθώς στερείται του δικαιώματος τριτανακοπής κατ’αυτής, δεσμευόμενος κατά τρόπο που προσομοιάζει με την αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 32, IV, αρ. 6, σελ. 410 επομ., Στ.Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1995, σελ. 111, Ν. Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, 1999, σελ. 32 – 33, Γ. Νικολόπουλος, Αι κατ’ άρθρον 92 του ΚΠολΔικ δικονομικαί συνέπειαι της ανακοινώσεως, Δ1974, 679 – 690), τέτοια δε δέσμευση του τρίτου θα είναι χρήσιμη για τον ανακοινώσαντα σ’ αυτόν τη δίκη εναγόμενο, μόνον αν εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, στην οποία με την ανακοίνωση προσανατολίζει το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο. Ενόψει των ανωτέρω, η άσκηση της μη επικουρικής ανακοινώσεως δίκης ή/και προσεπικλήσεως, συνιστά σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η κύρια αγωγή, δεδομένου ότι τότε η τοπική αρμοδιότητα του θεμελιώνεται κατά νομική αναγκαιότητα στις διατάξεις του άρθρου 31 §§ 1, 3 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθιερώνεται στο εσωτερικό δίκαιο αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της κύριας δίκης και για τις δίκες, που είτε ως παρεπόμενες της συναρτώνται με αυτήν ή, ούσες κύριες, είναι συναφείς προς αυτήν (ΕφΠειρ 61/2020, ΕφΠειρ 436/2018, ΕφΠειρ 437/2018, ΕφΘεσ 68/2015 Αρμ.2015, 1712, ΕφΛαρ 317/2015 Δικογραφία 2016, 92, ΕφΑθ 7371/1979 ΕλΔνη 1979, 683, Φ.Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 30).

Στην κρινόμενη περίπτωση η εναγομένη, προ της συζήτησης της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής, με τις προτάσεις της επί της οποίας προέβαλε ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προς εκδίκαση της, κατέθεσε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την ανωτέρω ανακοίνωση δίκης, με την οποία γνωστοποιούσε την εκκρεμή επί της αγωγής δίκη, το δικόγραφο της οποίας συμπεριέλαβε, άλλωστε, αυτούσιο στην ανακοίνωση, στα σ’αυτήν αναφερόμενα δύο νομικά πρόσωπα, προσκαλώντας τα να παρέμβουν κυρίως στην εν λόγω δίκη, διότι, όπως ισχυρίσθηκε, αντιποιούνται το αντικείμενο αυτής, ως πραγματικοί δικαιούχοι του ποσού του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, που η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί με την αγωγή και μάλιστα κυρίως και όχι επικουρικώς, δηλαδή όχι μόνον για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, την οποία, αντίθετα, ουδόλως αμφισβήτησε στο δικόγραφο της ανακοίνωσης δίκης. Από την συμπεριφορά της, όπως αυτή συνάγεται από την χρονική αλληλουχία των δικονομικών ενεργειών της και την συστηματική διάρθρωση των αμυντικών ισχυρισμών της στο εν λόγω προγενέστερο, μη τελώντας σε σχέση επικουρικότητας, δικόγραφο της και στις πρωτόδικες προτάσεις της, καταδεικνύεται ότι οι προσπάθειες της απέβλεψαν στην απόρριψη της αγωγής, που ασκήθηκε εναντίον της κυρίως για ουσιαστικούς λόγους και όχι για έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του δικάζοντος Δικαστηρίου. Ενόψει των προαναφερθέντων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η εναγομένη με την ανακοίνωση δίκης, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως Δικαστηρίου της κυρίας δίκης, κατ’άρθρο 31 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την διάρθρωση της άμυνας της ενώπιον τούτου με τις κατατεθείσες, κατά την συζήτηση της αγωγής, προτάσεις της, σιωπηρά αποδέχθηκε την κατά τόπον αρμοδιότητα του και κατ’επέκταση, τη διεθνή δικαιοδοσία του προς εκδίκαση της αγωγής, αποβλέποντας στο ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης, που θα εξέδιδε το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εναγόταν για την επίλυση της διαφοράς της με την ενάγουσα και αποσκοπώντας τούτο να δεσμεύσει και τις καθ’ων η ανακοίνωση της δίκης-προσεπίκληση, ούτως ώστε να καθίσταται πρόδηλο ότι δεν παρέστη με πρωταρχικό σκοπό να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του forum της εναγωγής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του προς εκδίκαση της, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης της εναγομένης και απορρίπτοντας την αντένσταση της ενάγουσας περί συναγομένης σιωπηρής παρέκτασης της, με την αιτιολογία ότι τέτοια συμφωνία τεκμαίρεται μόνον επί ασκήσεως ανταγωγής και όχι ανακοινώσεως δίκης, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, όπως βάσιμα υποστηρίζει η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης της, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χωρίς έρευνα των υπολοίπων λόγων της έφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, πρέπει να ερευνηθεί η αγωγή από πλευράς νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας, ως προς το αναιρεθέν κεφάλαιο, που αφορά την από την αδικοπραξία επικουρική βάση αυτής και δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται τα κεφάλαια που δεν αναιρέθηκαν, ως προς τα οποία πλέον η εν μέρει αναιρεσιβληθείσα εφετειακή απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη.

VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 του του ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1-1-2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα της πληρωμής. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που στηρίζονται απ’ ευθείας στο νόμο, όπως είναι εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αντίθετα, επί διεπομένων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, στις οποίες η αποζημίωση οφείλεται σε χρήμα με τη στενή έννοια (άρθρο 297 ΑΚ), δηλαδή σε ευρώ, με το οποίο θα μετρηθεί η ζημία του αδικηθέντος και θα πληρωθεί η αποζημίωση, συνάγεται ότι, αν πριν από την έγερση της αγωγής η προξενηθείσα ζημία αποκαταστάθηκε με δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, για τον υπολογισμό της ζημίας του αδικηθέντος και άρα για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης θα ληφθεί υπόψη η αξία σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της δαπάνης ή απώλειας των κερδών (Ολ ΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15/1996, ΟλΑΠ 9/1995, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 232/2002, ΑΠ 1595/2001, ΑΠ 698/2006). Τα παραπάνω ισχύουν σε περίπτωση που η θετική ζημία έχει ήδη αποκατασταθεί στο εξωτερικό από τον ίδιο το ζημιωθέντα πριν την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης. Αντίθετα, σε όσες περιπτώσεις δεν έχει μεσολαβήσει αποκατάσταση της θετικής ζημίας, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης είναι αυτός της παροχής έννομης προστασίας και ως εκ τούτου για τον προσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης ο υπολογισμός σε ευρώ της αξίας του αλλοδαπού νομίσματος γίνεται κατά το χρόνο της επ’ ακροατηρίω συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 477/2021). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 330, 297, 298 ΑΚ συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής, προκειμένου αυτή να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφορά οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας που προκλήθηκε (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 803/2019, ΑΠ 866/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρετική απόφαση κρίθηκε ότι με το ανωτέρω περιεχόμενο η αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, με την οποία η ενάγουσα ζήτησε και από την αιτία αυτή την καταβολή του ποσού των 491.780,17 δολαρίων ΗΠΑ νομιμοτόκως ή το αντίστοιχο σε ευρώ ποσό με την τιμή ισοτιμίας κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής και σε κάθε περίπτωση κατά την ημέρα άσκησης της, είναι νόμω βάσιμη, καθόσον αφορά την αιτούμενη αποζημίωση σε ευρώ με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, κατ’εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ, 6 παρ.1 του ν.5422/1932 και 1 του ν.2842/2000. Τα ανωτέρω κριθέντα από την αναιρετική και παραπεμπτική ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου δεσμεύουν, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα υπό στοιχείο  ΙΙ σκέψη, το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε στην ερμηνεία και το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω ουσιαστικών διατάξεων, καθόσον αφορά το επιλυθέν από αυτήν νομικό ζήτημα του προσδιορισμού της ζημίας, ως προς το ύψος της αιτούμενης αποζημίωσης σε εγχώριο νόμισμα. Για το λόγο αυτό οι αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων τούτων, που έχουν διατυπωθεί στον έκτο λόγο της αναίρεσης της ενάγουσας-εκκαλούσας, καθόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και εφόσον ο κρινόμενος λόγος έχει γίνει δεκτός, ως αναιρετικός λόγος, τότε το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον γίνεται επίκληση, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο και των λοιπών απαιτούμενων προϋποθέσεων της αδικοπρακτικής ευθύνης, δεσμεύεται να δεχθεί την νομική βασιμότητα της αδικοπρακτικής αξιώσεως της ενάγουσας για την αποκατάσταση της ζημίας της σε ευρώ, κατά την ισοτιμία του με το αλλοδαπό νόμισμα στο χρόνο συζήτησης της αγωγής, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της εναγομένης, ως αβασίμων. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω η από την αδικοπραξία επικουρική βάση της αγωγής, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

VII. Από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 914 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, σε περίπτωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας του παθόντος προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της ζημίας και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Προστηθείς δε είναι το πρόσωπο, το οποίο με τη βούληση κάποιου άλλου, που χαρακτηρίζεται ως προστήσας, παρέχει σ’αυτόν, διαρκώς ή ευκαιριακά, υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεων του και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του, εφόσον ενεργεί υπό τον έλεγχο του ή έστω υπό την επίβλεψη του, με την έννοια ότι δεν απαιτούνται οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει όμως μια γενική εποπτεία. Η σχέση πρόστησης δεν είναι αναγκαίο να είναι εμφανής στους τρίτους και ούτε απαιτείται η ύπαρξη δικαιοπρακτικής σχέσης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος, αλλά έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε να καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλων προσώπων και μπορεί να στηρίζεται σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής ή και σε μη δικαιοπρακτική σχέση, όπως σε de facto συμβατική σχέση, χωρίς να έχει ιδιαίτερη κρισιμότητα η τυχόν ιδιότητα του προστηθέντος ως αντιπροσώπου του προστήσαντος. Είναι δε αδιάφορο, αν η ανωτέρω σχέση, στην οποία βασίζεται η πρόστηση, είναι νόμιμη ή παράνομη ή αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι. Αδιάφορο, επίσης, είναι αν η αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος εκδηλώθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε ή κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, που συμβαίνει όταν η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη του τελέσθηκε μεν εντός των ορίων της υπηρεσίας του ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής αυτής, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που του δόθηκαν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον βέβαια μεταξύ της συμπεριφοράς του προστηθέντος και της υπηρεσίας του υπάρχει εσωτερική συνάφεια, δηλαδή πρέπει η υπηρεσία του να αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη του, η οποία δεν θα μπορούσε διαφορετικά να υπάρξει. Δικαιολογητικός λόγος καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια, την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμειξη του ενδιάμεσου προσώπου, το οποίο εντάσσει στο πεδίο δραστηριότητας του (επαγγελματικής, επιχειρησιακής κλπ). Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια διευρύνει και τη δυνατότητα των κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους, που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιούμενων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Άλλωστε με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν. Εφόσον η δραστηριότητα του ενδιάμεσου προσώπου εντάσσεται στον επιχειρησιακό, επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο δράσης του κυρίου της υπόθεσης, τότε δικαιολογείται να εμπίπτει και στο πεδίο κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ η μετάθεση της ευθύνης σ’ αυτόν. Η ανάπτυξη από τον προστηθέντα πρωτοβουλίας και δικής του σφαίρας δράσης μέσα στα πλαίσια του πεδίου δράσης του προστήσαντος δεν αποτελεί λόγο αποκλεισμού της ευθύνης του τελευταίου (ΟλΑΠ 20/2009, ΑΠ 866/2017, ΑΠ 22/2004, ΑΠ 411/2003). Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε σε τρίτους ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρον, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ (ΑΠ 472/2022, ΑΠ 698/2012). Η παραπάνω ευθύνη, κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, του προστήσαντος, δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε υφιστάμενη ενοχική σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και στους τρίτους, που ζημιώθηκαν από την παράνομη και υπαίτια πράξη του προστηθέντος.

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β` του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), όπως ίσχυε, ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 811/2021, ΑΠ 360/2020, ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 864/2009 ΕΝΔ 2009, 184, ΑΠ 1711 /2008 ΕΕμπΔ 2009, 875, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008, 880, ΑΠ 380/2008, ΑΠ 957/2003, ΑΠ 799/2001).

VIII. Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας, …………, που δόθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, την υπ’αριθμ………/5.11.2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος, …………….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …. η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’άρθρο 270 παρ.2 ΚΠολΔ (υπ΄αριθμ…………/30.10.2015 έκθεση επίδοσης του του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ.γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»)  και σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ανώνυμη εταιρία, με καταστατική έδρα τη ……., και εγκατεστημένη στην Ελλάδα κατά τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967, όπου διατηρεί γραφεία στον Πειραιά (…………), δραστηριοποιείται επιχειρηματικά επί σειρά ετών στον τομέα της εμπορίας καυσίμων για τον ανεφοδιασμό πλοίων, μέσω του δικτύου της σταθμών, που διατηρεί σε λιμένες ανά τον κόσμο, δυνάμει συμβάσεων πώλησης, τις οποίες καταρτίζει, είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες, ναυλωτές, ή τους καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενους πλοία, είτε μέσω ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων. Μεταξύ των ενδιάμεσων εμπόρων, με τους οποίους συνεργαζόταν επί μακρόν χρονικό διάστημα, υπήρξε και ο όμιλος εταιριών “”…………..”, στον οποίο ανήκει πλήθος εταιριών, που έδρευαν σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο και αναλάμβαναν την υποχρέωση να εφοδιάζουν, σε εκτέλεση συμβάσεων πώλησης, πλοία με καύσιμα, τα οποία είχαν προηγουμένως προμηθευτεί από την ίδια. Η πολυετής εμπορική συνεργασία της ενάγουσας με τις εταιρίες του ανωτέρω ομίλου ειδικότερα συνίστατο κάθε φορά στην πώληση απ’αυτήν σε μία από τις εν λόγω εταιρίες ορισμένης ποσότητας καυσίμων, αντί του συμφωνημένου τιμήματος, καταβληθησομένου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την παράδοση τους, υπό τον όρο διατήρησης από την ίδια της κυριότητας της πωλούμενης ποσότητας μέχρι την εξόφληση του τιμήματος. Τα καύσιμα, στα οποία έκαστη σύμβαση αφορούσε, συμφωνούντο πάντοτε παραδοτέα από την ενάγουσα συγκεκριμένη ημερομηνία, σε συγκεκριμένο λιμένα και σε συγκεκριμένο πλοίο και μεταπωλούντο στο μεσοδιάστημα από την εκάστοτε αντισυμβαλλόμενη της εταιρία του ανωτέρω ομίλου – αγοράστρια αυτών στον πλοιοκτήτη, εφοπλιστή, ναυλωτή, ή στον καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενο το εν λόγω πλοίο, για τον ανεφοδιασμό του οποίου προορίζονταν. Αποδείχθηκε επίσης ότι στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας η ενάγουσα κατήρτισε εγγράφως με την εδρεύουσα στο ……. των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, εταιρία του ανωτέρω ομίλου με την επωνυμία “………” σύμβαση πώλησης προς την τελευταία ποσότητας 1.050 μετρικών τόνων (+/ – 10%) καυσίμων (πετρελαίου τύπου Fueloil 380 – CST 3,5%), παραδοτέων την 4η.11.2014 στο λιμένα Φουτζάϊρα (Fujairah) των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο πλοίο M/T “BY”, σημαίας Λιβερίας, αντί τιμήματος 475,50 δολλαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, που συμφωνήθηκε καταβλητέο εντός χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ημερών από την παράδοση στο πλοίο της πωλούμενης ποσότητας, διά της αποστολής από την ανωτέρω εταιρία προς την ενάγουσα σχετικής παραγγελίας της με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στις 28.10.2014, όπου αναγράφονταν τα προαναφερθέντα, υπέχουσας θέση πρότασης προς αυτήν για την σύναψη σύμβασης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο και της στη συνέχεια αποσταλείσας στην ως άνω εταιρία, επίσης με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, επιβεβαίωσης από την ενάγουσα αυθημερόν της ληφθείσης παραγγελίας, υπέχουσας θέση δήλωσης αποδοχής από την τελευταία της πρότασης της εν λόγω εταιρίας, διά της περιέλευσης της οποίας (αποδοχής) στην εταιρία αυτή την ίδια ημέρα η μεταξύ τους σύμβαση συντελέσθηκε. Η εν λόγω σύμβαση μεταξύ των ανωτέρω νομικών προσώπων διέπεται, μεταξύ άλλων, από τους κάτωθι όρους, τους οποίους έθεσε η ενάγουσα και οι οποίοι περιλαμβάνονται στους γενικούς όρους  πώλησης απ’αυτήν ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών και αποδέχθηκε η προαναφερθείσα εταιρία – αγοράστρια, διά της κατάρτισης της πώλησης με τον τρόπο, που προαναφέρθηκε, περί: 1) υπαγωγής της σύμβασης στο ελληνικό δίκαιο, 2) αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων του Πειραιά για την εκδίκαση κάθε διαφοράς απορρέουσας απ’αυτήν, 3) ανάληψης υποχρέωσης, εκτός από την αγοράστρια και του πλοιοκτήτη, διαχειριστή, ναυλωτή και του καθ’οιονδήποτε τρόπο εκμεταλλευόμενου το πλοίο για την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης, όπως και του ιδίου του πλοίου, του τιμήματος συνιστώντος βάρος (lien) αυτού και 4) διατήρησης από την ενάγουσα της κυριότητας των καυσίμων μέχρι την εξόφληση του τιμήματος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η ενάγουσα παρέδωσε στις 5.11.2014 στο συγκεκριμένο πλοίο και στον προαναφερθέντα λιμένα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, κατά τα μεταξύ αυτής και της αγοράστριας των καυσίμων ειδικότερα συμφωνηθέντα, ποσότητα 1.034,238 μετρικών τόνων πετρελαίου, διά της εδρεύουσας στο …… θυγατρικής της εταιρίας με την επωνυμία «……..», η οποία εν προκειμένω ενεργούσε για λογαριασμό της, ως βοηθός εκπλήρωσης της αναληφθείσας υποχρέωσης της. Η εν λόγω ποσότητα καυσίμων πράγματι παραλήφθηκε για τον ανεφοδιασμό του  προαναφερθέντος πλοίου, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπό στοιχεία ……./5.11.2014 απόδειξη, που εξέδωσε η εταιρία «…………..» για λογαριασμό της ενάγουσας, όπως ρητά αναφέρεται σ’αυτήν, της παραλαβής της αναγραφομένης, ως παραδοθείσας στο πλοίο, ποσότητας πετρελαίου, ουδόλως αμφισβητουμένης εν προκειμένω από την εναγόμενη. Στην ανωτέρω απόδειξη παραλαβής έχουν, επιπροσθέτως, περιληφθεί προδιατυπωμένοι όροι, τεθέντες μονομερώς από την ενάγουσα,  σύμφωνα με τους οποίους, αφενός μεν οι πλοιοκτήτες και/ή οι εκμεταλλευόμενοι και/ή οι ναυλωτές του πλοίου, στο οποίο παραδόθηκε η σ’αυτήν αναφερόμενη ποσότητα καυσίμων, είναι, από κοινού και ξεχωριστά έκαστος, υπεύθυνοι για την αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης της, καθώς και ότι μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος αυτού η ενάγουσα διατηρεί την κυριότητα των πωληθέντων καυσίμων, αφετέρου δε ότι όλες οι διαφορές, που τυχόν αναφυούν από την επίμαχη πετρέλευση, θα επιλυθούν από τα ελληνικά Δικαστήρια. Για την εν λόγω σύμβαση η ενάγουσα εξέδωσε την ίδια ημέρα της παράδοσης της πωληθείσης ποσότητας καυσίμων το υπ’αριθμ. …./5.11.2014 τιμολόγιο της, συνολικού ποσού 491.780,17 ευρώ, σε χρέωση της αντισυμβαλλομένης της εταιρίας “…………”, αλλά και του πλοιάρχου/πλοιοκτήτη/ εφοπλιστή του ανωτέρω πλοίου, πλην όμως όλως γενικώς και αορίστως, χωρίς δηλαδή να κατονομάζονται σ’αυτήν συγκεκριμένα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, ως επιπλέον υπόχρεοι, εκτός από την ρητά αναφερόμενη αγοράστρια, για την καταβολή της αξίας των καυσίμων και ειδικότερα δεν αναγράφηκε ως οφειλέτρια του τιμήματος η εναγομένη. Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διά της υπογραφής της ανωτέρω απόδειξης παραλαβής, που περιέχει τους προαναφερθέντες όρους, από τον πλοίαρχο του εν λόγω πλοίου, ο οποίος κατά νόμο δεσμεύει την πλοιοκτήτρια αυτού εναγομένη, καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ τους σύμβαση, δυνάμει της οποίας  η τελευταία, υπό την συγκεκριμένη ιδιότητα της, ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το τίμημα της πώλησης αυτής. Σύμφωνα με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, που έχουν καταστεί αμετάκλητες, στην κρινόμενη περίπτωση την ως άνω απόδειξη παράδοσης και παραλαβής καυσίμων δεν υπέγραψε ο πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου, όπως αβάσιμα αναφέρεται στην αγωγή, αλλά ο πρώτος μηχανικός αυτού ………, κάτωθι της τεθείσας σφραγίδας του πλοίου, ο οποίος, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί, επόπτευσε τη διαδικασία της πετρέλευσης, λόγω της ειδικότητας του και των γνώσεων που διαθέτει, όπως σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας προκύπτει, πέραν της εκτός δίκης ενώπιον Συμβολαιογράφου δοθείσης ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος της εναγομένης, επιπροσθέτως και ιδίως και από την αντιπαραβολή των υπογραφών, που έχουν τεθεί στην απόδειξη αυτή και στην προσκομιζόμενη από την ανωτέρω διάδικο σύμβαση ναυτικής εργασίας του προαναφερθέντος, σύγκριση, που καταδεικνύει ότι και οι δύο υπογραφές έχουν προφανώς τεθεί από το ίδιο φυσικό πρόσωπο, καθώς οφθαλμοφανώς προσομοιάζουν σε σημαντικό βαθμό και σε κάθε περίπτωση τούτο δεν αναιρείται πειστικά από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, εξ αυτών, που τέθηκαν στην κρίση του παρόντος Δικαστηρίου κυρίως από την ενάγουσα, η οποία φέρει και το βάρος απόδειξης της βάσης της αγωγής της. Περαιτέρω, έχει γίνει δεκτό αμετάκλητα, ότι η εναγομένη εταιρεία δεν ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, όπως επίσης αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα στο δικόγραφο της αγωγής της για την στοιχειοθέτηση της ιστορικής της βάσης και την κατά νόμο θεμελίωση της υποχρέωσης της αντιδίκου της, να της καταβάλει το αιτούμενο ποσό του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, που αναμφίβολα παραδόθηκαν στο συγκεκριμένο πλοίο για τον ανεφοδιασμό του, αλλά απλή κυρία αυτού, ευθυνόμενη, επομένως, όχι απεριόριστα, όπως ο εφοπλιστής, αλλά περιορισμένα και πραγματοπαγώς με το εν λόγω πλοίο και μέχρι της αξίας του για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, κατά το άρθρο 106 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ,  όπως ίσχυε, καθώς την αποκλειστική εκμετάλλευση του για δικό της λογαριασμό και τη ναυτική διεύθυνση και διαχείριση, απολαμβάνοντας τα κέρδη και επωμιζόμενη παράλληλα τους κινδύνους από την επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα, ασκούσε κατά τον ίδιο χρόνο, η μη διάδικος εδρεύουσα στο …….. των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων εταιρία με την επωνυμία «……..» (εφεξής ……), ως εφοπλίστρια αυτού, δυνάμει σύμβασης χρονοναύλωσης «γυμνού πλοίου» ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους, με την παράδοση του πλοίου από το ναυπηγείο για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών,  με το προσκομιζόμενο από την εναγομένη από 15.12.2010 ναυλοσύμφωνο τύπου «BARECON 89». Ειδικότερα, με την ανωτέρω σύμβαση η εναγομένη έθεσε, έναντι ανταλλάγματος, στη διάθεση της εταιρίας ……., για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα το πλοίο κατάλληλο μεν για θαλασσοπλοΐα, αλλά χωρίς εξοπλισμό και επάνδρωση, ενώ η μισθώτρια – χρονοναυλώτρια εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να προσλάβει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα, όπερ και εγένετο, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη σύμβαση εργασίας του υπογράψαντος το δελτίο παραλαβής της επίμαχης ποσότητας καυσίμων πρώτου μηχανικού, στις εντολές της οποίας και αυτό υπάκουε αναφορικά με τη ναυτική και εμπορική διεύθυνση του πλοίου, δηλαδή η εναγομένη παραχώρησε τη χρήση του πλοίου της γυμνού στην εταιρία αυτή, η οποία και σε εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης, το εξουσίαζε, τόσο από την πλευρά της τεχνικής διεύθυνσης, όσο και απ’αυτή της εμπορικής του διαχείρισης, έχοντας τη βούληση να ασκεί, και πράγματι ασκούσε, για ίδιο λογαριασμό, την επιχείρηση της κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης του, με αποτέλεσμα να υφίσταται εν προκειμένω εφοπλισμός, που συνεπάγεται την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Μάλιστα, έχοντας αναλάβει την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου η χρονοναυλώτρια εταιρία επιμελείτο και μεριμνούσε για τον εφοδιασμό του με καύσιμα, ώστε να είναι κατάλληλο για την εκτέλεση της ναυτικής αποστολής του, όπως προβλέπεται στο ανωτέρω ναυλοσύμφωνο, κατά το σύνηθες, άλλωστε, συμβαίνον στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, με σχετικό όρο, που παγίως τίθεται από τα μέρη σε τέτοια συμφωνητικά γυμνής ναύλωσης πλοίου, διά συμβάσεων πώλησης, που κατήρτιζε η ίδια και για δικό της λογαριασμό, απευθείας με προμηθευτές, είτε με ενδιάμεσους εμπόρους, καταβάλλοντας το εκάστοτε συμφωνημένο τίμημα, χωρίς ουδεμία συμμετοχή, ανάμειξη, ή παρέμβαση της εναγομένης στα ζητήματα αυτά, όπως και στην εν γένει λειτουργία και εκμετάλλευση του πλοίου, την οποία ασκούσε η χρονοναυλώτρια αποκλειστικά. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται, εκτός από το προσκομιζόμενο ναυλοσύμφωνο και από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος ενώπιον Συμβολαιογράφου μάρτυρος της εναγομένης ……..,, ο οποίος έχει ίδιαν γνώση περί του είδους της σχέσης, που συνδέει τις δύο εταιρίες, εναγόμενη και …., ως αντιπρόεδρος του εμπορικού τμήματος της τελευταίας, ασχολούμενος με τα ζητήματα πετρελεύσεων, ναυλώσεων και πρακτορεύσεων των πλοίων, που αυτή διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται (κυρίως φορτηγά και δεξαμενόπλοια).  Επιπροσθέτως, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η ανωτέρω εταιρία χρονοναυλώτρια – εφοπλίστρια του πλοίου ……., ακριβώς λόγω της ιδιότητας της αυτής και της αναληφθείσας από τη σύμβαση της με την εναγομένη υποχρέωσης της, στο πλαίσιο της ναυτικής διεύθυνσης και τεχνικής διαχείρισης του εν λόγω πλοίου, να επιμελείται του εφοδιασμού του με καύσιμα, διατηρούσε, ήδη κατά τον επίδικο χρόνο, εμπορική συνεργασία με την εταιρία “………..”, η οποία δραστηριοποιείτο ως ενδιάμεσος έμπορος ναυτιλιακών καυσίμων, εξυπηρετώντας κυρίως τις εταιρίες, που εκμεταλλεύονταν πλοία στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και με την οποία η ενάγουσα συνήψε την επίμαχη σύμβαση πώλησης κατά τα προεκτεθέντα, αγοράζοντας καύσιμα από άλλες εταιρίες, που στη συνέχεια μεταπωλούσε. Ειδικότερα, προκειμένου η …. να εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατές τιμές  για τις πετρελεύσεις των πλοίων, που εκμεταλλευόταν, στους λιμένες Fujairah και Khorfakkan των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, συνήψε στις 5.8.2014 συμφωνία – πλαίσιο με την εταιρία “……….”, η οποία προέβλεπε τους γενικούς όρους, βάσει των οποίων θα αγόραζε κάθε φορά καύσιμα από την ανωτέρω εταιρία. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε – μεταξύ άλλων  – ότι η υπογραφή του δελτίου παράδοσης καυσίμων από τον πλοίαρχο του πλοίου δεν θα αποτελούσε αποδοχή των σ’αυτό αναγραφομένων όρων του φυσικού προμηθευτή των καυσίμων, ότι η κυριότητα των πωληθέντων θα μεταβιβαζόταν στην αγοράστρια ….. κατά την παράδοση τους, ότι το τίμημα θα καταβαλλόταν στην πωλήτρια εντός 30 ημερών από την παράδοση, ότι η σύμβαση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και ότι κάθε διαφορά εξ αυτής θα επιλύεται με διαιτησία στο Λονδίνο, δηλαδή επρόκειτο περί συμφωνίας, η οποία περιελάμβανε όρους ουσιωδώς διαφορετικούς από τους αναφερόμενους στην προαναφερθείσα απόδειξη παραλαβής της επίμαχης ποσότητας καυσίμων στο πλοίο M/T “BY”, αλλά και στη σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και  της εταιρίας “………”. Μάλιστα σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η ….. και όχι η εναγομένη, ήταν αυτή που προέβη στις 28.10.2014 στην υπό κρίση περίπτωση στην παραγγελία προς την εταιρία “O……….” ποσότητας 1.050 μετρικών τόνων καυσίμων για την πετρέλευση του εν λόγω πλοίου, που εκμεταλλευόταν αποκλειστικά και για δικό της λογαριασμό, στο λιμένα Fujairah, παραδοτέας στις 4.11.2014, διά της αποδοχής της οποίας, υπέχουσας θέση πρότασης, από την τελευταία αυθημερόν καταρτίσθηκε μεταξύ τους σύμβαση πώλησης, αντί τιμήματος ποσού 476,35 δολλαρίων Η.Π.Α. ανά μετρικό τόνο, διεπομένη από τους όρους της συγκεκριμένης σύμβασης – πλαίσιο. Εξάλλου, μετά την παράδοση των καυσίμων η εταιρία “…………..” εξέδωσε το υπ’αριθμ………./5.11.2014 τιμολόγιο για την επίμαχη πώληση, με χρέωση για την πληρωμή της αξίας των πωληθέντων, συνολικού ποσού 492.659,27 δολλαρίων Η.Π.Α., όχι της εναγομένης, η οποία δεν κατονομάζεται σ’αυτό ως οφειλέτρια και με την οποία, άλλωστε, ουδεμία συμβατική σχέση τη συνέδεε, αλλά της αντισυμβαλλομένης της …… Σημειωτέον, ότι η παραδοχή περί της ιδιότητας της εναγομένης ως κυρίας του  εν λόγω πλοίου και όχι ως πλοιοκτήτριας αυτού, όπως φέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, δεν αναιρείται από το γεγονός της μη καταχώρισης στην ένδικη υπόθεση κοινής περί εφοπλισμού του πλοίου αυτού δήλωσης της ανωτέρω και της …. στο λιμένα νηολόγησης του, καθόσον, ναι μεν η παράλειψη αυτή δημιουργεί τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, πλην όμως, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο, αλλά μαχητό, διότι μπορεί να αποδειχθεί, όπως εν προκειμένω, ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι στην πραγματικότητα ο εφοπλιστής του, αφού είναι ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος. Εξάλλου, επιχείρημα περί του αντιθέτου δε μπορεί να αντληθεί ούτε από το ότι αμφότερες οι ανωτέρω εταιρίες (εναγόμενη και ……) είναι ενταγμένες στον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο συμφερόντων, διότι πρόκειται περί αυτοτελών και ανεξάρτητων νομικών προσώπων, που πράγματι αναπτύσσουν δραστηριότητα, άλλωστε ισχυρισμός περί εικονικότητας της ……. ή περί κατάχρησης της νομικής της προσωπικότητας δεν προβάλλεται εν προκειμένω, αλλά και περί συνηθισμένης στη ναυτιλία επιχειρηματικής πρακτικής, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται, είτε οι ίδιες για δικό τους λογαριασμό, είτε άλλες εταιρίες τους, οι οποίες προϋπάρχουν ή ιδρύονται απ’αυτούς για το σκοπό αυτό. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η αναφορά στο δικόγραφο της προαναφερθείσας ανακοίνωσης δίκης, που άσκησε η εναγομένη, προκειμένου να προσκαλέσει τα σ’αυτήν αναγραφόμενα νομικά πρόσωπα να συμμετάσχουν στην επί της αγωγής εκκρεμή δίκη, περί της ιδιότητας της, ως πλοιοκτήτριας του εν λόγω πλοίου και της ….. ως διαχειρίστριας αυτού αντίστοιχα, συνιστά σε κάθε περίπτωση εξώδικη ομολογία της ανωτέρω διαδίκου, η οποία δεν αποτελεί πλήρη απόδειξη, αλλά εκτιμάται ελεύθερα, σε συνδυασμό με τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Επίσης, έχει γίνει δεκτό αμετακλήτως, ότι ο πρώτος μηχανικός του ανωτέρω πλοίου, διά της υπογραφής της εν λόγω απόδειξης, στην οποία η ενάγουσα είχε μονομερώς περιλάβει τον προδιατυπωμένο όρο περί ευθύνης και του πλοιοκτήτη/ναυλωτή/ εκμεταλλευόμενου το πλοίο προς αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης των καυσίμων, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, βεβαίωσε αυτό ακριβώς το γεγονός της παραλαβής της αγορασθείσης από τη χρονοναυλώτρια …… ποσότητας πετρελαίου και μόνο, για λογαριασμό της τελευταίας, αφού, παρασταθείς κατά τη διαδικασία της πετρέλευσης και της λήψης των δειγμάτων,  ήλεγξε τα καύσιμα, με βάση και τις ειδικές γνώσεις, που διαθέτει λόγω της ιδιότητας του, ώστε να παραδοθούν στο πλοίο τα συμφωνηθέντα από πλευράς ποιότητας και ποσότητας, όπως όφειλε, σε εκτέλεση των καθηκόντων του, που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, που είχε συνάψει με την ……, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής αποκλειστικά και μόνο κατά την παραλαβή των πωληθέντων και για την παραλαβή αυτή, εντός των ορίων της περιορισμένης, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, εξουσίας αντιπροσώπευσης της, χωρίς επιπροσθέτως, να του έχει χορηγηθεί η εντολή και πληρεξουσιότητα από το νόμο ή δυνάμει δικαιοπραξίας, να δεσμεύει επί οιουδήποτε άλλου θέματος την ανωτέρω εργοδότρια του, την οποία κατά νόμο εκπροσωπεί ο πλοίαρχος, πολλώ δε μάλλον την κυρία του πλοίου – εναγόμενη, με την οποία, άλλωστε, ουδεμία συμβατική ή άλλη σχέση τον συνέδεε, αφού δεν πρόκειται περί δικού της εργαζομένου και ιδίως να συνάπτει για λογαριασμό τους συμβάσεις, που συνεπάγονται την ανάληψη υποχρεώσεων. Ανεξαρτήτως των όσων προεκτέθηκαν, η εναγομένη, παρά το γεγονός ότι δεν είχε προσλάβει τον υπογράψαντα την ανωτέρω απόδειξη παραλαβής καυσίμων πρώτο μηχανικό, δεν αποδείχθηκε ότι είχε εξουσιοδοτήσει αυτόν, να την εκπροσωπεί και να συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπος της, ώστε να δεσμεύεται από την υπογραφή του στην εν λόγω απόδειξη και να υποχρεούται σε πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραδοθέντων στο πλοίο καυσίμων. Σημειωτέον, ότι η ενάγουσα απαραδέκτως το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεων της, που κατέθεσε ενόψει της συζήτησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό, ισχυρίσθηκε, αφενός μεν ότι η εναγομένη υποχρεούται σε καταβολή του αιτουμένου ποσού του τιμήματος,  ακόμη και υπό την ιδιότητα της κυρίας του πλοίου αυτού, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 106 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ, ως απαίτηση από τον εφοπλισμό του, αφετέρου ότι δεσμεύεται σε κάθε περίπτωση από την υπογραφή του πρώτου μηχανικού του πλοίου λόγω φαινόμενης ή σιωπηρής πληρεξουσιότητας αυτού να την εκπροσωπεί έγκυρα και να συνάπτει συμβάσεις στο όνομα και για λογαριασμό της, ως αντιπρόσωπος της, καθώς πρόκειται περί δικονομικά ανεπίπρεπτης μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής της, κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, ενώ, επιπροσθέτως, δεν πρόκειται περί νέων ισχυρισμών, που μπορούν παραδεκτά να προβληθούν για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγοι έφεσης, πολλώ δε μάλλον με τις προτάσεις της, εφόσον δεν εμπίπτουν σε μία εκ των περιοριστικά αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ περιπτώσεων. Και τούτο διότι, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 α και 224 ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παρα­δεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγω­γής. Μάλιστα γεγονός παραγωγικό του ασκουμένου με την αγω­γή δικαιώματος και άρα θεμελιωτικό κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος, δε μπορεί να προταθεί ούτε με συμπλήρωση της αγωγής κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, αλλά πρέπει να εκτίθεται στο αγωγικό δικό­γραφο σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, γεγονός, το οποίο δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, καθώς η ενάγουσα, ως εκκαλούσα, δε μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής της, ούτε να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ’αυτή (526 ΚΠολΔ). Υπό τις ως άνω παραδοχές, εφόσον η υπογραφή του πρώτου μηχανικού στην εν λόγω απόδειξη παραλαβής καυσίμων δεν δεσμεύει την εναγομένη, διότι ο ανωτέρω δεν την εκπροσωπεί κατά νόμο, ή δυνάμει δικαιοπραξίας, με την οποία να του έχει αυτή χορηγήσει την εντολή και την πληρεξουσιότητα να συνάπτει στο όνομα και για λογαριασμό της συμβάσεις, έχει γίνει δεκτό αμετάκλητα ότι δεν καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και της ενάγουσας σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, με την οποία ανέλαβε η εναγομένη την υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα της μεταξύ της ενάγουσας και της “……..” πώλησης ποσότητας καυσίμων, που παραδόθηκαν στο πλοίο κυριότητας  της, απορριπτομένης της κύριας βάσης της αγωγής εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, ως αβάσιμης κατ’ουσίαν.

Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, εφόσον ο πρώτος μηχανικός, κατά την παραλαβή των μεταπωληθέντων καυσίμων, δεν ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης, ούτε συνδεόταν μαζί της με κάποια δικαιοπρακτική σχέση, σύμβαση εργασίας ή εντολής, ή έστω de facto συμβατική σχέση, βάσει της οποίας η εναγομένη τον χρησιμοποιούσε στην διεκπεραίωση των υποθέσεων της, αντίθετα τελούσε υπό τον έλεγχο και τις οδηγίες της ανωτέρω εφοπλίστριας του πλοίου, στην οποία παρείχε τις υπηρεσίες του, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της από την εκμετάλλευση του πλοίου, δεν υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ του πρώτου μηχανικού του πλοίου και της εναγομένης κυρίας τούτου, ούτως ώστε μη συντρεχούσης της προϋπόθεσης αυτής, δεν θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη της εναγομένης, για τη ζημία, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε στην ενάγουσα η εφοπλίστρια εταιρεία «….» δια του προστηθέντος της, πρώτου μηχανικού, ιδιοποιούμενη άνευ ανταλλάγματος την ποσότητα των καυσίμων, της οποίας δεν κατέστη κυρία, ευρισκόμενη σε κακή πίστη κατά την παράδοση της νομής των καυσίμων, καθόσον γνώριζε ότι αυτά δεν ανήκαν στην πωλήτρια εταιρία “…………….”, αλλά στην προμηθεύτρια εταιρεία “….”, λόγω παρακράτησης της κυριότητας τους απ’αυτήν, όπως ρητά αναγραφόταν στην επίμαχη απόδειξη παραλαβής τους από τον προστηθέντα της πρώτο μηχανικό ενεργούντος για λογαριασμό της, ως προστήσασας αυτόν και όχι της εναγομένης. Σημειωτέον, ότι η έλλειψη κυριότητας του εκποιούντος κινητό πράγμα αποτελεί πραγματικό γεγονός, η γνώση ή η άγνοια του οποίου στοιχειοθετεί αντίστοιχα κακή ή καλή πίστη του αποκτώντος καθιστώντας τον μη κύριο ή κύριο αντιστοίχως και δεν τελεί υπό την προϋπόθεση της συμβατικής δέσμευσης τούτου και συνεπώς, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα μη δέσμευσης από τον εν λόγω όρο επειδή ο πλοίαρχος και όχι ο πρώτος μηχανικός είχε την εξουσία αντιπροσώπευσης της εναγομένης, όπως αλυσιτελώς διατείνεται η τελευταία, αφού το κύρος της συμφωνίας παρακράτησης της κυριότητας των καυσίμων από την προμηθεύτρια ανωτέρω εταιρεία, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της ενδιάμεσης ως άνω μεταπωλούσας εταιρείας, δεν εξαρτάτο από την αποδοχή της συμφωνίας αυτής από την τελική αγοράστρια εφοπλίστρια εταιρεία, παρά μόνο η γνώση τούτης ότι αποκτούσε από μη κύριο είχε έννομη επιρροή, εφόσον παρακώλυε την απόκτηση της κυριότητας των καυσίμων από την ίδια ούσας κακόπιστης. Τα ανωτέρω όμως δεν αφορούν την εναγομένη κυρία του πλοίου, που δεν συμβλήθηκε στην αγορά των καυσίμων, ούτε ασκούσε την εκμετάλλευση του πλοίου, ούτε είχε προσλάβει τον πλοίαρχο και το πλήρωμα τούτου, ούτε τους είχε προστήσει σε κάποια υπηρεσία και συνεπώς, δεν ευθύνεται για το πταίσμα των οργάνων και προστηθέντων της εφοπλίστριας εταιρείας, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ενόψει τούτων, η επικουρική βάση της αγωγής από την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη.

IX. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση της ενάγουσας, κατά τον προαναφερόμενο λόγο και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαια της (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό της παραπομπής, κατά το αναιρεθέν μέρος, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να απορριφθεί κατά την επικουρική βάση της από αδικοπραξία, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, τα δε δικαστικά έξοδα της εναγομένης-εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματος της (άρθρο 191 § 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της ενάγουσας-εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος για την άσκηση της έφεσης παραβόλου στην εκκαλούσα (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ όπως αντικαταστάθηκε το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Δέχεται αυτήν τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος για την κατάθεση της έφεσης παραβόλου.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1558/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 4.12.2014 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν.

Επιβάλλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης – εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 30.6.2023

       Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και μετάθεσης, της Προεδρεύουσας Εφέτη, Χαρίκλειας Σαραμαντή, αποτελούμενη από τους Δικαστές, Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Αναστάσιο Αναστασίου και Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  2.10.2023

          Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ