Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 678/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αριθμός     678/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

           Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 5-12-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……. κλήση του εκκαλούντος / ενάγοντος ……, η υπό κρίση από 7-8-2012 και με αριθ. έκθ. κατάθ ….. έφεσή του κατά της με αριθ. 6267/2011 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε, κατά την τακτική διαδικασία, την από 14-6-2010 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……… αγωγή του κατά του …….. (εναγομένου), ερήμην του τελευταίου. Η υπό κρίση έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 500, 511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ίσχυαν πριν τροποποιηθούν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, εφόσον ο εκκαλών δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και δεν παρήλθε έως την άσκηση αυτής (18-9-2012), σύμφωνα με τα άρθρα 495 και 500 Κ.Πολ.Δ, η προθεσμία των τριών (3) ετών από τη δημοσίευσή της (9-12-2011), σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, η έφεση, η οποία φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, μέσα στα καθοριζόμενα απ’ αυτήν όρια (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Η συζήτηση θα γίνει ερήμην του εφεσίβλητου, ο οποίος, αν και κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δεν παραστάθηκε, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το σχετικό  πινάκιο (άρθρο 233 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ.). Παρότι, όμως, ο εφεσίβλητος θα δικασθεί ερήμην, η  υπόθεση θα εξεταστεί σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, Εφ.Πειρ. 18/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με την από 14-6-2010 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ….. αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, ο ενάγων και ήδη εκκαλών εκθέτει ότι ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος υπέβαλε εναντίον του την από 6-10-2008 και με …… έγκληση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά και με την πράξη του αυτή διέπραξε σε βάρος του το ποινικό αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, τελώντας εν γνώσει του ψεύδους των περιγραφόμενων και αποδιδόμενων σ’ αυτόν (ενάγοντα) κατηγοριών της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ειδικότερα, ότι με την έγκλησή του αυτή ο εναγόμενος του αποδίδει ψευδώς ότι, με την ιδιότητα του εκδότη – διευθυντή της εβδομαδιαίας εφημερίδας «…….», ο ίδιος (ενάγων), τον εξύβρισε και τον δυσφήμισε συκοφαντικά με ψευδείς αναφορές στο υπ’ αριθ. ……  φύλλο της άνω εφημερίδας του, με θέμα τη διερεύνηση υπόθεσης ελλείμματος στο ταμείο της Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Δραπετσώνας. Ότι, πιο συγκεκριμένα, του αποδίδει ψευδώς ότι παρουσίασε άκριτα και χωρίς έλεγχο της δημοσιευθείσας ψευδούς πληροφορίας, ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι, κατά τη χρονική περίοδο 2005 – 2006, ο ίδιος (ενάγων) έχει ευθύνη για έλλειμμα 597.000,00 ευρώ από το ταμείο της άνω Δ.ΕΠ.Α (προερχόμενο κατά 378.000,00 ευρώ από επιδοτούμενα προγράμματα, κατά 120.000,00 ευρώ από παρακρατούμενες ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων και κατά το υπόλοιπο ποσό από παρακρατούμενες αποδοχές τους από 8 έως 22 μήνες κατά περίπτωση), σύμφωνα με πόρισμα διαχειριστικού ελέγχου Ορκωτών Λογιστών για τη Δ.Ε.Π.Α. Δραπετσώνας για τα έτη 2005 και 2006, το οποίο όμως (πόρισμα) στην πραγματικότητα δεν αναφέρει ότι κατά την άνω χρονική περίοδο υπήρξε έλλειμμα στο ταμείο της άνω Δ.ΕΠ.Α. Ότι, παρά ταύτα, με το άνω δημοσίευμα ο ίδιος (ενάγων), όχι μόνον αφήνει να εννοηθεί ότι το άνω συνολικό ποσό των 597.000,00 ευρώ έχει υπεξαιρεθεί ή τουλάχιστον έχει καταστεί αντικείμενο μη χρηστής διαχείρισης από τη διοίκηση της Δ.ΕΠ.Α. Δραπετσώνας, αλλά, επιπλέον, φωτογραφίζει συκοφαντικά τον εναγόμενο ως το άτομο που καρπώθηκε τη διαφορά των παραπάνω χρημάτων και καταχράστηκε έτσι δημόσιο χρήμα, αναφέροντας ότι ο τελευταίος, κατά την περίοδο 2005 – 2006, ήταν Πρόεδρος της Δ.ΕΠΑ. Δραπετσώνας και δημοτικός σύμβουλος του ………., χωρίς, μάλιστα, να έχει ζητήσει προηγουμένως την άποψή του για το θέμα αυτό που τον αφορούσε. Ότι συνεπεία των άνω σκόπιμα ψευδών αναφορών στην άνω έγκληση του εναγομένου, οι οποίες συνοδεύτηκαν από υβριστικούς – συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς που παρέπεμπαν σ’ αυτόν, όπως «μεγάλο φαγοπότι», «λαμόγια», κ.ά, ασκήθηκε σε βάρος του ιδίου (ενάγοντος) ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά. Ότι το τελευταίο αυτό Δικαστήριο τον αθώωσε πανηγυρικά με τη με αριθ. 7691-7966/2009 απόφασή του, η οποία κατέστη αμετάκλητη, ταλαιπωρηθείς ωστόσο, μειωθείς και διασυρθείς στο ενδιάμεσο διάστημα ενώπιον εισαγγελικών και δικαστικών αρχών, καθώς τα άνω ψευδή γεγονότα περιήλθαν σε γνώση αορίστου αριθμού προσώπων και δη δικαστών, εισαγγελέων, δικαστικών υπαλλήλων, αλλά και προσώπων του κοινωνικού και επαγγελματικού περιβάλλοντός του (ενάγοντος) και αναστατώθηκε η ζωή του και ανετράπη βάναυσα η καθημερινότητά του, ενόψει και του ότι είναι ιδιαίτερα γνωστός στην τοπική κοινωνία του Πειραιά, αφού είναι μακροχρόνιος εκδότης της δημοφιλούς εφημερίδας «…….», εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Δραπετσώνας, ενώ ήταν και πρόεδρος του Δ.Σ. της Δ.ΕΠ.Α. Δραπετσώνας, μέλος στον Αθλητικό Οργανισμό του Δήμου Δραπετσώνας, επιχειρηματίας με ανεπτυγμένη δραστηριότητα όχι μόνο στον Δήμο Δραπετσώνας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, επί επτά χρόνια πρόεδρος του ΔΣ δύο αθλητικών συλλόγων της περιοχής του και δη του αθλητικού συλλόγου Δραπετσώνας και της γυναικείας ποδοσφαιρικής ομάδας «………», πρόεδρος επί μία δεκαετία Δ.Σ. επαγγελματικού σωματείου, εκδότης πανελλαδικά της επαγγελματικής εφημερίδας «…..» και εκδότης δύο ακόμα εφημερίδων («…», αθλητική τοπική εφημερίδα και «…….», πολιτική τοπική εφημερίδα), ενώ είναι και οικογενειάρχης, με τρία παιδιά και εγγόνια. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος να του καταβάλει, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή και με απαγγελία προσωπικής κράτησης εναντίον του, λόγω της αδικοπραξίας, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, το συνολικό ποσό των 199.956,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία εναντίον του, ενώ επιφυλάχθηκε για περαιτέρω ποσό 44,00 ευρώ χρηματικής ικανοποίησης, προκειμένου να το ζητήσει από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου, η εκκαλουμένη, η οποία, αφού έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 346, 914, 932 Α.Κ, 229, 362, 363 Π.Κ, 176, 907, 908 παρ. 1δ’, 1047 παρ. 1, 1049 Κ.Πολ.Δ. και δέχθηκε ακολούθως ως ομολογημένους, κατά τα άρθρα 271 παρ. 3, 352 παρ. 1, 17 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, τους πραγματικούς ισχυρισμούς του ενάγοντος που περιέχονται στο δικόγραφό της, δέχθηκε στη συνέχεια εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε τον εναγόμενο και σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ενώ απέρριψε κατ’ ουσία το αίτημα να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του εναγομένου λόγω της αδικοπραξίας. Κατά της απόφασης αυτής και ειδικότερα κατά το μέρος της που απέρριψε το υπόλοιπο των αιτούμενων ποσών της αγωγής του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και για δικαστικά έξοδα, καθώς και το αίτημά του να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του εναγομένου λόγω της αδικοπραξίας, παραπονείται ο εκκαλών / ενάγων με την κρινόμενη έφεσή του για κακή εφαρμογή του νόμου και για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή του στο σύνολό της.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο εκκαλών παραπονείται ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και των άκρων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας κατά την εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 1 Συντάγματος και 932 Α.Κ, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδίκασε ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από την περιγραφόμενη στην αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου εναντίον του, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, που είναι όμως δυσανάλογα μικρό σε σχέση με αυτό που ζήτησε με την αγωγή του και προκύπτει από τις άνω συνθήκες της σε βάρος του αδικοπραξίας, οι οποίες με την εκκαλούμενη απόφαση έγιναν δεκτές στο σύνολό τους ως πλήρως αποδεδειγμένες, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου. Επί του παραπάνω λόγου έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου και από την αρχή της ισότητας, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Η αρχή αυτή επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ’ αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων. Ο δικαστής, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, οφείλει να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ως κριτήρια: το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 Α.Κ. εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις), αλλά κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Η κρίση του δικαστηρίου ουσίας, όσον αφορά στο ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα) με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας τους, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ, αναλόγως υπό τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ. Α.Π. 9/2015, Α.Π. 88/2018, Α.Π. 1747/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι η μη καλυπτόμενη από το τεκμήριο ερημοδικίας χρηματική ικανοποίηση που δικαιούται ο ενάγων για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπ’ όψη το είδος της προσβολής, την έκταση αυτής, το μέσο με το οποίο αυτή τελέσθηκε, τη βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας (όπως αναφέρονται στην αγωγή και θεωρούνται αποδειχθείσες, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου στον πρώτο βαθμό και της τεκμαιρόμενης απ’ αυτήν ομολογίας του, την οποία επικαλείται ο εκκαλών) και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών (Ολ.Α.Π. 9/2015, ό.α.), ανέρχεται στο ποσό των 3.000,00 ευρώ, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το ποσό για το οποίο επιφυλάχθηκε ο εναγόμενος, κατά τα ανωτέρω, να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου. Το άνω ποσό των 3.000,00 ευρώ, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι εύλογο (άρθρο 932 Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ.2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Επίσης, το άνω ποσό δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής  ευχέρειας του Δικαστηρίου, αφού, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, δεν υπολείπεται (και μάλιστα καταφανώς) του συνήθως επιδικαζόμενου σε περιπτώσεις διαφορών με όμοια πολιτισμικά στοιχεία. Τυχόν μεγαλύτερο ποσό θα αποτελούσε ακραία εκτίμηση και θα κατέληγε σε οικονομική εξουθένωση του εναγομένου και σε αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του ενάγοντος και σε παραβίαση, ως εκ τούτου, της προαναφερθείσας συνταγματικά κατοχυρωμένης δικαιϊκής αρχής της αναλογικότητας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθορίζοντας τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος στο παραπάνω ποσό, δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας. Κατόπιν αυτών ο πρώτος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (Α.Π. 22/2018, Α.Π. 260/2017, Α.Π. 476/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το Δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας του καθενός (άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ.). Στην περίπτωση εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίσει τα υπέρ του διαδίκου, που εν μέρει νικά και συνακόλουθα εν μέρει ηττάται, δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ, κατάλογος δαπανών και εξόδων (Εφ.Πειρ. 35/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 178, παρ. 13).

Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της έφεσής του o εκκαλών παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης που επιδίκασε σ’ αυτόν μέρος μόνο των δικαστικών εξόδων του (170,00 ευρώ), ισχυριζόμενος ότι το  επιδικασθέν ποσό υπολείπεται των δικαστικών εξόδων, στα οποία υποβλήθηκε, αφού μόνο η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του ανήλθε στα 769,00 ευρώ και το αναγκαίο τέλος δικαστικού ενσήμου για τη συζήτηση της αγωγής ανήλθε στα 1.400,00 ευρώ. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 Κ.ΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης (Α.Π. 76/2014, Α.Π. 617/2008, Εφ.Πειρ. 35/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ.Σαμουήλ, Η Έφεση, 2003, παρ.193, Α.Π. 1306/1990, ΕλλΔνη 33, 311), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, διότι, στην προκειμένη περίπτωση που ο εναγόμενος ηττήθηκε εν μέρει, συνέτρεχε λόγος επιβολής μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου, λόγω της εν μέρει νίκης του (ενάγοντος), κατά τις διατάξεις των άρθρων 178 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, ενώ το αντικείμενο της αγωγής δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων του ενάγοντος που νίκησε στο ποσό των 170,00 ευρώ, ενόψει και του ότι το ποσό χρηματικής του ικανοποίησης που έγινε δεκτό (3.000,00 ευρώ) ανέρχεται στο 1,5% του αιτηθέντος ποσού (200.000,00 ευρώ), το οποίο κρίνεται προφανώς εξογκωμένο (σημειωτέον ότι από τη σχετική κρίση του Δικαστηρίου εξαρτάται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ο καθορισμός του μεγέθους της απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης – β.λ. Κεραμέα/ Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 178, αριθ. 4, σ. 416). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου και προσδιόρισε αυτά στο ποσό των 170,00 ευρώ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσία.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ, προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως μπορεί να διαταχθεί και για απαιτήσεις από αδικοπραξία, ενώ κατά την παρ. 2 εδ. β’ του ίδιου άρθρου, όπως η διάταξη αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 62 παρ.2 του ν. 3994/2011, δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση μικρότερη των 1.500 ευρώ. Με την ως άνω διάταξη (άρθρο 62 παρ. 2 ν. 3994/2011) το εν λόγω χρηματικό όριο αυξήθηκε σε 30.000 ευρώ, ενώ κατά το άρθρο 72 παρ.12 του ίδιου νόμου (3994/2011), η τροποποιημένη παρ. 2 του άρθρου 1047 Κ.Πολ.Δ. εφαρμόζεται και σε αγωγές που εκκρεμούν κατά τη δημοσίευσή του, η οποία έγινε την 25-7-2011. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, το ως άνω όριο των 30.000 ευρώ, μέχρι του οποίου δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση, ισχύει και για τις εκκρεμείς αγωγές ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, εφόσον κατά το χρόνο δημοσίευσης του νόμου αυτού δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί αγωγής, με την οποία ζητείται προσωπική κράτηση για απαίτηση από αδικοπραξία (Α.Π. 26/2018, Α.Π. 308/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο ενάγων παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρά το νόμο, αν και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και επιδίκασε στον ίδιον ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 3.000,00 ευρώ λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου σε βάρος του, εντούτοις παρέλειψε να απειλήσει κατά του τελευταίου προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι δεν αμφισβητήθηκε η φερεγγυότητα του εναγομένου, παρότι, εκ του γεγονότος της ερημοδικίας του, προέκυπτε η αφερεγγυότητά του, καθώς επίσης και ο βαθμός πταίσματός του, οι εν γένει συνθήκες και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών. Ωστόσο, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή εκδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στις 30-11-2011, ήτοι μετά τη δημοσίευση του ν. 3994/ 2011 που έγινε στις 25-7-2011, δηλαδή ήταν εκκρεμής ενώπιον αυτού μετά την ισχύ του νόμου και την αύξηση του σχετικού ορίου. Επομένως, η επιδικασθείσα απαίτηση δεν ήταν δεκτική απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης και ο εξεταζόμενος τρίτος λόγος της έφεσης, που επιχειρεί θεμελίωση σε αφερεγγυότητα του εναγομένου που προκύπτει λόγω της ερημοδικίας του, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη. Επίσης, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, καθώς η ύπαρξη ή μη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από αυτόν που ερημοδικάστηκε εξετάζεται αποκλειστικά από το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή, ενόψει των λόγων αυτής και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος (Ολ.Α.Π. 15/2001). Δεν θα περιληφθεί όμως στην παρούσα απόφαση διάταξη περί επιβολής δικαστικών εξόδων, αφού ο εφεσίβλητος που νίκησε δεν παραστάθηκε και δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ     Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.     Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τον τελευταίο, στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290,00) ευρώ. Και     Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 7-8-2012 και με αριθ. κατάθ. ….. έφεση κατά της με αριθ. 6267/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).     Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  18 Οκτωβρίου 2018 και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, την 1η Νοεμβρίου 2018, χωρίς την παρουσία του εκκαλούντος και του πληρεξούσιου δικηγόρου του.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ