Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 402/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  402/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα T.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………, τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κοντοσέας [Γ.Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία “……..”, η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία “……”, η οποία ομοίως εδρεύει στην …….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Χαρίσης [ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία “……….”, η οποία εδρεύει στην ….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Χαρίσης [ΔΕ ΠΙΣΤΙΟΛΗΣ – ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κοντοσέας [Γ.Κοντοσέας & Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία].

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος ………., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 1.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……/17.12.2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθμό 2611/2021 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως προς την δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “………..” και  έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……………”.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων ………., με την από 6.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……./6-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………./6-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία “……….”, με την από 15.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ………/15-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………../15-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει  την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες α) από 6.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……./6-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……./6-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος [Α έφεση] και β) από 15.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ενδίκου μέσου ……./15-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../15-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της πρώτης εναγομένης της ανωτέρω αγωγής και εφεσιβλήτου, [Β έφεση], που στρέφονται κατά της υπ’ αριθμ. 2611/19.11.2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 1.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………../17.12.2020 αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων και δη του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος η πρώτη κρινόμενη έφεση, της πρώτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας η δεύτερη κρινόμενη έφεση εταιρείας με την επωνυμία “………” και της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “………”, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ), με την οποία  απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “………” και έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……….”, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο ετών από τη δημοσίευσή της στις 19.11.2021, ενώ για το παραδεκτό τους, μολονότι ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω Νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Εφόσον δε, οι ένδικες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄ του N.2172/1993), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ, πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Mε την ένδικη αγωγή του, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ο ενάγων …….., ισχυρίστηκε ότι, την 3-5-2019, κατόπιν συμβάσεων ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……….”, πλοιοκτήτρια του κάτωθι αναφερομένου πλοίου, ναυτολογήθηκε, με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε, στο υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά …….., επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο «ΝΧ» (το οποίο την 29.1.2020 μετονομάσθηκε σε “BSC”), 8.125,72 κ.ο.χ., υπό Διεθνές Διακριτικό Σήμα ……., αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) για τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, εφαρμοζομένης μέχρι την αντικατάστασή της από νεώτερη. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εν λόγω σύμβασης και δη την 25-5-2019, η πρώτη εναγομένη ανέθεσε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “……………..”, η οποία έκτοτε ανέλαβε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση αυτού. Η εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης λειτούργησε έως την 7-7-2019, οπότε ο ενάγων απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθως, δυνάμει νεώτερης σύμβασης που κατήρτισε ο ενάγων με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, καθόν χρόνο αυτή (πρώτη εναγομένη) είχε παραχωρήσει τον εφοπλισμό του πλοίου στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, η οποία διέθετε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση αυτού, ναυτολογήθηκε την 1-8-2019 στο ίδιο ως άνω πλοίο με την ίδια ειδικότητα και με τις ίδιες περί αμοιβής συμφωνίες. Η σύμβαση αυτή λειτούργησε έως την 4-10-2019, οπότε ο ενάγων απολύθηκε συνεπεία διακοπής των πλόων του ανωτέρω πλοίου, ένεκα ετήσιας επιθεωρήσεώς του. Επακολούθησε νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, ως πλοιοκτήτριας του πλοίου, δυνάμει της οποίας ναυτολογήθηκε την 23-10-2019 στο ίδιο ως άνω πλοίο με την αυτή ειδικότητα και τους ίδιους όρους συμφωνίας σχετικά με την αμοιβή του. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της τελευταίας αυτής σύμβασης ναυτολόγησης και δη την 4-2-2020, η πρώτη εναγομένη εταιρεία παραχώρησε εκ νέου τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, η οποία έκτοτε διέθετε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση αυτού. Και η σύμβαση αυτή λύθηκε την 16-2-2020, λόγω τραυματισμού του ενάγοντος. Τέλος, με τέταρτη σύμβαση ναυτικής εργασίας την οποία ο ενάγων κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο την 2-4-2020, καθόν χρόνο κυρία του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη και τον εφοπλισμό, την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, με την αυτή ως άνω ειδικότητα και με την ίδια συμφωνία ως προς τους όρους αμοιβής του. Η σύμβαση αυτή λειτούργησε έως την 25-6-2020, οπότε και λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου του εν λόγω πλοίου. Ο ενάγων περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι, ενόψει των ανωτέρω συμβάσεων, ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε καθόλα τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, καθόν χρόνο ίσχυε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας {ΣΣΕ} Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων 2019, ως μέλος του πληρώματος του ανωτέρω πλοίου, με την ειδικότητα του ναύτη, παρείχε δε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο, που εκτελούσε καθημερινά κατά τον ένδικο χρόνο, τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφο δρομολόγια μεταξύ ελληνικών λιμένων και στα οποία περιλαμβάνονται και τα επίσης αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια εξπρές, εργαζόμενος ημερησίως (α) καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγιο επί δεκαέξι [16] ώρες ημερησίως και (β) καθόν χρόνο σε αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές επί εννέα [9] ώρες ημερησίως και κατά τις καθημερινές επί ένδεκα [11] ώρες ημερησίως. Με βάση τα περιστατικά αυτά και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, στην αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές και χωρίς να λάβει το σύνολο των αναλογούντων στο χρόνο εργασίας του δώρων εορτών, τα οποία δικαιούται, ζητούσε ο ενάγων, δι’ αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των ευρώ 8.342,82, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 25-6-2020, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής που αφορά αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση, δρομολόγια εξπρές και αναλογία δώρων εορτών που προέκυψαν από την αναφερομένη στην αγωγή παρασχεθείσα από αυτόν εργασία στο ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο η εν λόγω πρώτη εναγομένη ετύγχανε πλοιοκτήτρια αυτού και (β) να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, να του καταβάλουν το ποσό των ευρώ 20.531,65, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 25-6-2020, άλλως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής που αφορά αμοιβή του για υπερωριακή απασχόληση, δρομολόγια εξπρές και αναλογία δώρων εορτών που προέκυψαν από την αναφερομένη στην αγωγή παρασχεθείσα από αυτόν εργασία στο ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο κυρία αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη και τον εφοπλισμό του και δη την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευσή του είχε η δεύτερη, της πρώτης εναγομένης ενεχομένης δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του. Τέλος, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 2611/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία αφού έγινε δεκτή, ως παραδεκτή, νόμιμη και ορισμένη η ένδικη αγωγή, απορριφθείσας ως αβασίμου στην ουσία της της, περί αοριστίας της αγωγής, ένστασης των εναγομένων, ακολούθως η ένδικη αγωγή (α) απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της ως προς την δεύτερη εναγομένη, διότι κρίθηκε ότι, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, η δεύτερη εναγομένη δεν έφερε την, κατά την αγωγή, ιδιότητα του εφοπλιστή του ανωτέρω πλοίου, εκ του λόγου ότι, η πρώτη εναγομένη πλοιοκτήτρια αυτού, είχε παραχωρήσει τη χρήση αυτού ομού μετά του πληρώματος στη δεύτερη εναγομένη, δυνάμει συμβάσεως χρονοναυλώσεως και (β) έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της ως προς την πρώτη εναγομένη, η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα (i) το ποσό των ευρώ 3.801,82, ως υπόλοιπο οφειλομένης αμοιβής του για υπερωριακή απασχόληση, διότι κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες, απορριφθείσας της αγωγής ως αβασίμου στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο στο πλοίο διενεργούντο εργασίες επισκευής και αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί μερικής καταβολής για το ποσό των ευρώ 11.904,27, καθώς επίσης και ως εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τον ισχυρισμό της εναγομένης περί συμβατικού συμψηφισμού (καταλογισμού) μέρους της εν λόγω απαίτησης του ενάγοντος με υπέρμετρες των νομίμων αποδοχών του, καταβολές της με αιτιολογία «έκτακτες παροχές» και δη κατά το ποσό των ευρώ 587,27, απορριφθείσας της ίδιας ενστάσεως κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ 676,10 που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με την ίδια αιτιολογία, καθώς επίσης και κατά το επιπλέον ποσό των ευρώ 1.210,70 που η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα με αιτιολογία «ρολόγια ναυτών», (ii) το ποσό των ευρώ 1.707,90 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019, αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί μερικής καταβολής της εν λόγω απαίτησης για το ποσό των ευρώ 2.139,21, το ποσό των ευρώ 494,70 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 και το ποσό των ευρώ 583,10 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020, αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί μερικής καταβολής της εν λόγω απαίτησης για το ποσό των ευρώ 857,59, συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό των εν λόγω δώρων εορτών και το επίδομα αδείας, (γ) το ποσό των ευρώ 6.933,77 για αμοιβή του ενάγοντος για 62,38 δρομολόγια εξπρές, μη συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος κατά τον υπολογισμό της εν λόγω αμοιβής την αναλογία των δώρων εορτών, όπως ο ενάγων ζητούσε με την ένδικη αγωγή και αφού δέχθηκε ως βάσιμο στην ουσία του ισχυρισμό της εναγομένης περί μερικής καταβολής της εν λόγω απαίτησης για το ποσό των ευρώ 2.526,30 και συνολικά υποχρέωσε την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 13.521,29, με το νόμιμο τόκο κατά την ακριβή διατύπωση αυτής «από την επομένη ημέρα εκάστης απολύσεώς του στις 25.6.2020 μέχρι εξοφλήσεως», πλην των ανωτέρω επιδικασθέντων ποσών που αφορούν αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 και Δώρων Χριστουγέννων των ετών 2019 και 2020, τα οποία επεδίκασε νομιμοτόκως, κατά την ακριβή διατύπωση της εκκαλουμένης αποφάσεως «από την 1η Μαΐου και την 1η Ιανουαρίου αντίστοιχα, του επομένου έτους, κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία καταβολής τους». Περαιτέρω, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ και επέβαλε σε βάρος της πρώτης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, τα οποία καθόρισε στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η πρώτη των εναγομένων, ως εν μέρει ηττηθέντες στον πρώτο βαθμό, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με τις συνεκδικαζόμενες με την παρούσα απόφαση εφέσεις τους. Ειδικότερα: 1) Ο ενάγων άσκησε κατά της ως άνω απόφασης την ανωτέρω υπό στοιχείο Α  έφεσή του, με την οποία πλήττει αυτήν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του α) επί της απόρριψης της ένδικης αγωγής στο σύνολό της καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, ως προς την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του ΚΙΝΔ και συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί της ιδιότητος της δεύτερης εναγομένης, κατά το ένδικο διάστημα, ως χρονοναυλώτριας και όχι εφοπλίστριας του ανωτέρω πλοίου, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, με αποτέλεσμα η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της κατά της εν λόγω  δεύτερης εναγομένης, β) του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής του για παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία και συγκεκριμένα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης (i) κατά το πρώτο σκέλος του, όσον αφορά τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως επί των ωρών της ημερήσιας απασχόλησής του στο πλοίο της εναγομένης, κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του σ’ αυτό, σύμφωνα με τα οποία εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] ώρες, καθόν χρόνο το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε πλόες, ενώ δεν εργάσθηκε υπερωριακά κατά το χρόνο που διενεργούντο σε αυτό επισκευές και όχι επί δεκαέξι [16] ώρες καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες και εννέα [9] ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής και ένδεκα [11] ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες, καθόν χρόνο διενεργούντο επισκευές σε αυτό, όπως ισχυρίσθηκε με την αγωγή του, με αποτέλεσμα το ως άνω κονδύλιο να γίνει εν μέρει δεκτό ως κατ’ ουσίαν βάσιμο, (ii) κατά το δεύτερο σκέλος του διότι, δια της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της ένσταση μερικής καταβολής της αναλογούσας σε αυτόν αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση κατά το επιμέρους ποσό των ευρώ 164,28, το οποίο έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι αυτό κατεβλήθη έναντι της εν λόγω απαίτησης, ενώ το ποσό αυτό είχε καταβληθεί σε αυτόν για άλλη αιτία την 11.3.2020 και δη ως αποζημίωση λόγω του τραυματισμού του, επικαλούμενος προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του τον από 11.3.2020 λογαριασμό μισθοδοσίας του και (iii) κατά το τρίτο σκέλος του, διότι εσφαλμένως έγινε δεκτό, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, ότι υπήρχε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί συμψηφισμού των απαιτήσεων του ενάγοντος για υπερωριακή του εργασία, με το ποσό το οποίο η εναγομένη του κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ποσού ευρώ 587,27, γ) επί των επίσης γενομένων εν μέρει δεκτών ως κατ’ ουσίαν βασίμων κονδυλίων δώρων εορτών ετών 2019 και 2020, με τον τρίτο λόγο έφεσης όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, το οποίο έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, επιπλέον δε διότι εσφαλμένως, αφού έκανε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της σχετική ένσταση μερικής καταβολής της εναγομένης, αφήρεσε από την εν λόγω απαίτησή του ποσό ευρώ 49,00 που κατεβλήθη την 11.3.2020 στον ενάγοντα από την εναγομένη όχι έναντι της ανωτέρω απαίτησής του, αλλά ως αποζημίωση τραυματισμού του, επικαλούμενος προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του τον από 11.3.2020 λογαριασμό μισθοδοσίας του, δ) επί του επίσης γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αμοιβής αυτού για δρομολόγια εξπρές, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, (i) όσον αφορά στον τρόπο υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του ποσού, που έγινε δεκτό ότι του οφείλεται ως τέτοια αμοιβή, διότι, όπως διατείνεται, τούτο υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει μικρότερων συνολικά τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, συμπεριληφθέντος σ’ αυτό, χαμηλότερου ποσού ως μέσου όρου της αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση σε σχέση με το πράγματι οφειλόμενο, (ii) δεν συμπεριελήφθησαν στις τακτικές αποδοχές του και η αναλογία των δώρων εορτών, (iii) εσφαλμένως απερρίφθη η ένδικη αγωγή του καθό μέρος ζητούσε αμοιβή για τα πέραν των πέντε δρομολογίων εξπρές που εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2019 έως 4-10-2019, (iv) εσφαλμένως έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της σχετική ένσταση μερικής καταβολής της πρώτης εναγομένης κατά το επιμέρους ποσό των ευρώ 24,40, διότι το εν λόγω ποσό του κατεβλήθη την 11-3-2020, ως αποζημίωση λόγω πλήρους προσκαίρου ανικανότητας αυτού προς εργασία, εκ του επισυμβάντος την 16-2-2020 εργατικού ατυχήματος και του συνεπεία τούτου τραυματισμού του, επικαλούμενος προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού του τον από 11.3.2020 λογαριασμό μισθοδοσίας του. Ζητείται δε, με την εν λόγω έφεση, η εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της ως άνω απόφασης, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής που βλάπτουν τον εκκαλούντα, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. 2) Η πρώτη εναγόμενη άσκησε την υπό στοιχείο Β έφεσή της, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση, για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται (i) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κρίση του (α) περί μη λήψεως υπόψη υπ’ αυτού, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, της με αριθμό …./2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα που εξετάσθηκε με επιμέλειά της, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ………., η οποία ελήφθη παραδεκτώς και προσκομίσθηκε με την προσθήκη των προτάσεων προς αντίκρουση της προσκομισθείσας με τις προτάσεις του ενάγοντος με αριθμό ……/2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος απόδειξης, (β) περί της απορρίψεως ως αβασίμου στην ουσία της της, υπ’ αυτής υποβληθείσας, ενστάσεως περί αποσβέσεως της απαίτησης του ενάγοντος για υπερωριακή αμοιβή του, κατά το ποσό των ευρώ 1.210,70, το οποίο η ίδια του κατέβαλε και με τη ρητή συμφωνία των διαδίκων, που περιείχετο στις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ότι οι εν λόγω υπέρτερες των νομίμων αποδοχές θα συμψηφίζονται με τυχόν απαίτηση του ενάγοντος για αμοιβή του από υπερωριακή του απασχόληση και (γ) περί απορρίψεως ως μη νόμιμης της, υπ’ αυτής υποβληθείσας, ενστάσεως περί καταχρηστικής άσκησης υπό του ενάγοντος των ενδίκων αξιώσεών του και (ii) σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με την κρίση του α) επί του κονδυλίου της αιτούμενης από τον ενάγοντα αμοιβής του για υπερωριακή του απασχόληση, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζει και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτει στην έφεση της, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, άλλως και σε κάθε περίπτωση ότι, για την όποια τυχόν υπερωριακή του απασχόληση για την αντιμετώπιση εξαιρετικών και έκτακτων αναγκών εκ της λειτουργίας του πλοίου, έχει πλήρως εξοφληθεί διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα, όπως συνάγεται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, β) επί των γενομένων δεκτών, ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βασίμων, κονδυλίων δώρων εορτών ετών 2019 και 2020, ως προς τα οποία (κονδύλια) με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκαν εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή αυτού απασχόληση, κονδύλια, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, επί των οποίων πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς τα οποία ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι στις τακτικές αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν, ελήφθη υπόψη και το επίδομα αδείας αυτού, γ) επί του γενομένου εν μέρει δεκτού ως κατ’ ουσίαν βασίμου κονδυλίου αμοιβής δρομολογίων εξπρές, ως προς το οποίο (κονδύλιο) με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσης ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, υπολογίσθηκε εσφαλμένα επί τη βάσει, συμπεριληφθέντος σ’ αυτά μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, ποσού ως μέσου όρου αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση, κονδύλιο, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης επί του οποίου πλήττονται και από πλευράς εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων της εν προκειμένω κριθείσας ως εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., ως προς το οποίο ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ότι στις τακτικές αποδοχές υπολογίζεται και το επίδομα αδείας. Ζητά δε με την έφεσή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η, σε βάρος της ασκηθείσα, ανωτέρω  αγωγή. Επιπλέον, η εκκαλούσα της Β έφεσης, υποβάλλει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ, που η εκκαλουμένη απόφαση του επιδίκασε προσωρινά, τα οποία ζητά νομιμοτόκως από της καταβολής, ήτοι από την 23-12-2021. Το τελευταίο αυτό αίτημα, ήτοι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, απόφασης δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση της, περιεχομένης στη με αριθμό ……../4-2-2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος … …., η οποία ελήφθη ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερμούπολης, ……., με επιμέλεια του ενάγοντος και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθμ. …. και ..… από 28-1-2021 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, . ……., της, περιεχομένης στη με αριθμό ……./31-5-2021 ένορκη βεβαίωση, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ………, η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ……./26-5-2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, ελήφθη με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης του αντιδίκου τους, με επίδοση της σχετικής κλήσεως στη Δικηγόρο Πειραιώς .. …., υπογράφουσας την ένδικη αγωγή (σχετικά άρθρο 96, 100 και 143 παρ.1  του ΚΠολΔ), έστω κι αν η επίδοση έλαβε χώρα πριν τη συζήτηση αυτής, εφόσον η ανωτέρω υπογράφουσα την αγωγή δικηγόρος, κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο, θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο πληρεξουσία και αυτοδικαίως αντίκλητος του ενάγοντος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στην ανοιγείσα με την αγωγή δίκη, στις οποίες περιλαμβάνεται και η κλήση των εναγομένων, για να παραστεί κατά τη λήψη ένορκης βεβαίωσης (ΑΠ 1330/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), της περιεχομένης στη με αριθμό …./4-6-2021 ένορκη βεβαίωση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……., η οποία ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς με την επιμέλεια των εναγομένων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης του αντιδίκου τους, δια δηλώσεως της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγομένων, μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 1-6-2021, με την οποία γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα δια της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγομένων ότι οι εναγόμενες προετίθεντο να εξετάσουν τον ανωτέρω μάρτυρα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η οποία (ένορκη βεβαίωση) παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη υπό του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, έστω κι αν δεν ελήφθη υπόψη υπό του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ως απαραδέκτως προσκομισθείσα με την προσθήκη των προτάσεων κατά την ενώπιόν του διαδικασία (ΑΠ 308/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων) σταθμίζονται, κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρος, χωρίς το γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος τυγχάνει αντίδικος των εναγομένων, εκ του λόγου ότι έχει ασκήσει εναντίον τους αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, όπως οι ίδιες διατείνονται, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν και αυτών που προσκομίζονται ενώπιόν μας για πρώτη φορά, σύμφωνα με την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει άτυπης συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε την 3-5-2019, μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία “………”, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «ΝΧ» (το οποίο ακολούθως και δη την 29.1.2020 μετονομάσθηκε σε  “BSC”), νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιά, με αριθμό 10.883, 8.125,72 κ.ο.χ., υπό το Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….. και του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό ….. ναυτικού φυλλαδίου της …. ναυτικής περιφέρειας, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε αυθημερόν, με την ειδικότητα του ναύτη, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό, ως μέλος του πληρώματός του, έως την 7η-7-2019, οπότε και απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του πλοιάρχου. Επαναυτολογήθηκε δε, κατόπιν εγγράφου συμβάσεως ναυτικής εργασίας που κατήρτισε ομοίως με την ίδια πρώτη εναγομένη, την 1-8-2019, για αόριστο χρόνο, με την αυτή ειδικότητα και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο έως την 4.10.2019, οπότε και απολύθηκε λόγω διακοπής των πλόων του για ετήσια επιθεώρηση. Επακολούθησε, η από 23-10-2019 άτυπη σύμβαση ναυτικής εργασίας, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ των αυτών προσώπων, δυνάμει της οποίας ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την 23-10-2019, στο οποίο και εργάσθηκε ως μέλος του πληρώματός του και με την αυτή ειδικότητα έως την 16-2-2020, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω τραυματισμού του. Τέλος, ο ενάγων, δυνάμει νέας συμβάσεως ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη, την 2-4-2020, ναυτολογήθηκε αυθημερόν εκ νέου με την ίδια ειδικότητα στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο παρείχε τις υπηρεσίες του, ως μέλος του πληρώματος αυτού, έως την 25-6-2020, οπότε απολύθηκε “αμοιβαία συναινέσει” αυτού και του πλοιάρχου. Από το έγγραφο της δεύτερης των ενδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας που προσκομίζεται, αποδεικνύεται ότι, μεταξύ των συμβαλλομένων, κατά τη δεύτερη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, συμφωνήθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του θα είναι «κλειστός», ανερχόμενος στο ποσό των ευρώ 3.294,74, ο οποίος θα περιελάμβανε τον βασικό μισθό, το επίδομα Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπήγετο το ανωτέρω πλοίο, ο δε ενάγων δεν θα εδικαιούτο άλλη «πληρωμή», πέραν του ως άνω ποσού του κλειστού μισθού του. Όμοιος όρος περιελήφθη και στο από 2-4-2020 έγγραφο ναυτικής εργασίας που αφορά την τέταρτη των ενδίκων ναυτολόγηση, οπότε ο «κλειστός» μισθός συμφωνήθηκε ότι θα ανέρχεται σε ευρώ 3.360,63, όπως αποδεικνύεται από το σε απόσπασμα προσκομιζόμενο από 2-4-2020 έγγραφο συμβάσεως ναυτικής εργασίας, σε συνδυασμό με την μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι πράγματι ενόψει της εν λόγω σύμβασης ναυτολόγησης καταρτίσθηκε η ανωτέρω έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 4-10-2019 και από 4-2-2020 έως 25-5-2020 των επιδίκων τεσσάρων ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, τον εφοπλισμό αυτού, ήτοι την εκμετάλλευση της ναυτιλιακής επιχείρησης που συγκροτούσε το ανωτέρω πλοίο, είχε παραχωρήσει η πρώτη εναγομένη εταιρεία “……..” στη δεύτερη εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία “………….” δια σχετικών δηλώσεων παραχώρησης του εφοπλισμού αυτού, οι οποίες καταχωρήθηκαν στο οικείο νηολόγιο που τηρείται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά, την 17-5-2019 και 3-2-2020, αντίστοιχα, όπως η πρώτη εξ αυτών τροποποιήθηκε ως προς το χρόνο διάρκειάς της με σχετική δήλωση, η οποία ομοίως καταχωρήθηκε στο ανωτέρω νηολόγιο την 25-5-2019 και όπως ο χρόνος αυτών παρατάθηκε, με σχετικές δηλώσεις, οι οποίες ομοίως καταχωρήθηκαν στο ανωτέρω νηολόγιο την 5-9-2019 και 30-9-2019 όσον αφορά την πρώτη των ανωτέρω χρονικών περιόδων και την 19-5-2020 όσον αφορά τη δεύτερη των ανωτέρω χρονικών περιόδων, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα με αριθμό πρωτ. …./28-4-2021 Πιστοποιητικό Κυριότητας Πλοίου του Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά. Ενόψει του ότι, ο αναφερόμενος στο νηολόγιο ως εφοπλιστής (κατόπιν γραπτής δήλωσης κατ΄ άρθρο 105 § 2 ΚΙΝΔ) δεν μπορεί να αντιτάξει στους τρίτους ότι δεν είναι στην πραγματικότητα αυτός ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, αλλά ο κύριος ή άλλος, διότι η προβολή του ισχυρισμού αυτού θα προσέβαλε την εμπιστοσύνη που η ως άνω δήλωσή του ενέπνευσε στους τρίτους (ΕΠ 133/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς), έσφαλε η εκκαλουμένη απόφαση περί την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΚΙΝΔ και περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του, κρίνοντας ότι, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα (από 25-5-2019 έως 4-10-2019 και από 4-2-2020 έως 25-6-2020), πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, δεχόμενη περαιτέρω ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε αναθέσει τον εφοπλισμό αυτού στη δεύτερη εναγομένη, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την ένδικη  αγωγή του, αλλά αυτή (πρώτη εναγομένη) είχε διαθέσει στη δεύτερη εναγομένη το ανωτέρω πλοίο, δυνάμει συμβάσεως χρονοναυλώσεως, έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρόνο, εξοπλισμένο μαζί με τις υπηρεσίες του πληρώματος, προκειμένου η δεύτερη εναγομένη να χρησιμοποιεί το πλοίο και τις υπηρεσίες του πλοιάρχου και του πληρώματος, διατηρώντας η ίδια (πρώτη εναγομένη) ως χρονοεκναυλώτρια την τεχνική (ναυτική) διαχείριση του πλοίου και ακολούθως, εκ του λόγου τούτου, απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εγείρει απαιτήσεις σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, που γεννήθηκαν κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 4-10-2019 και από 4-2-2020 έως 25-5-2020 από την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο. Πρέπει, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή του ενάγοντος σε βάρος της δεύτερης εναγομένης ως αβάσιμη στην ουσία της για τον ανωτέρω λόγο, αφού γίνει δεκτός ο ανωτέρω πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανισθεί, κατά το μέρος αυτό και το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την ένδικη αγωγή του ενάγοντος σε βάρος της δεύτερης εναγομένης στην ουσία της. Θα πρέπει δε, για την πληρότητα της παρούσας, ενόψει του αυτεπάγγελτου της έρευνας των στοιχείων του παραδεκτού της ένδικης αγωγής, να σημειωθεί ότι ορθώς, έστω και σιωπηρά, κρίθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως παραδεκτή από άποψη παθητικής νομιμοποίησης η ένδικη αγωγή, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της δεύτερης εναγομένης. Συγκεκριμένα, κατά την αγωγή, άπασες τις επίδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, κατήρτισε με τον ενάγοντα η πρώτη εναγομένη, εκ των οποίων την πρώτη και τρίτη εξ αυτών καθόν χρόνο αυτή (πρώτη εναγομένη) ήταν πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, διαρκούσης της οποίας (ναυτολογήσεως) τον εφοπλισμό απέκτησε η δεύτερη εναγομένη, τις δεύτερη και τέταρτη εξ αυτών κατήρτισε καθόν χρόνο ήταν απλά κυρία αυτού και τον εφοπλισμό είχε η δεύτερη εναγομένη, εφόσον για τις απαιτήσεις που αξιώνει ο ενάγων κατά της δεύτερης εναγομένης, αναφέρει στην αγωγή του ότι αυτές γεννήθηκαν καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Τούτο διότι, η σύμβαση ναυτολόγησης [η οποία διακρίνεται της ιδιότυπης θεμελιούμενης στο άρθρο 361 ΑΚ σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίζεται  μεταξύ  του  ναυτικού και του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου αυτών και αποσκοπεί στη  μέλλουσα  επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο για την παροχή εργασίας έναντι αμοιβής την οποία και ακολουθεί] η οποία (σύμβαση ναυτολόγησης) καταρτίζεται, όπως συνάγεται σαφώς από τη διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 53, 54 και 55 ΚΙΝΔ, μεταξύ  του  ναυτικού και του πλοιάρχου, που ενεργεί με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, για μεν τον ναυτικό είναι αυστηρώς προσωπική, για δε τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα, γιατί η εργασία προσφέρεται  στην εκμετάλλευση του πλοίου (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ. 1982 σελ. 138) και εμπίπτει στην έννοια της απαίτησης, που προέρχεται από τον εφοπλισμό (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΕΠ 51/2016, ΕΠ 603/2015, ΕΠ 192/2015, ΕΠ 395/2014, ΕΠ 328/2014, ΕΠ 86/2014, ΕΠ 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, άπασες δεχόμενες ευθύνη του εφοπλιστή του πλοίου προς καταβολή απαιτήσεων του πληρώματος κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού, παρά το γεγονός ότι παράλληλα δέχονται ότι τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα ναυτικό η πλοιοκτήτρια του πλοίου). Περαιτέρω, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται υπό τινός των διαδίκων, οι ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος διήποντο από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε την 8.7.2019, κυρώθηκε την 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) την 12.8.2019. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά την Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508 όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο που, κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ της ιδίας ΣΣΝΕ, υπολογίζεται ως πηλίκο της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης  = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξά-νεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2019 (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2) ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως: Ως μισθό ενεργείας του ναύτη το ποσό των 1.204,77 ευρώ, ως επίδομα Κυριακών ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας και δη το ποσό των 265,05 ευρώ, ως επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 36,64 ευρώ, ως επίδομα ιματισμού το ποσό των ευρώ 58,78,  ως αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας  το ποσό των 19,98 ευρώ την ημέρα και μηνιαίως το ποσό των 599,40 ευρώ (19,98 ευρώ Χ 30) και ως αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας, το ποσό των 433,95 ευρώ [(μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών  265,05 ευρώ: 22) =  66,81 + 19,98 ευρώ =) 86,79 Χ 5 ημέρες (ενόψει του ότι ο ενάγων είχε τουλάχιστον διετή θαλάσσια προϋπηρεσία)= 433,95 ευρώ].  Με την ίδια ΣΣΝΕ, το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε στο χρηματικό ποσό των 6,96 ευρώ και με τις προσαυξήσεις 25% και 50%, σε 8,70 ευρώ και σε 10,44 ευρώ, αντίστοιχα. Εξάλλου, όπως αποδεικνύεται από τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, η πρώτη εναγόμενη του κατέβαλε για κάθε μήνα απασχόλησής του, αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές, Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι για υπερωριακή αμοιβή, κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, του κατέβαλε τον μήνα Μάιο 2019 ποσό ευρώ 452,03, τον μήνα Ιούνιο 2019 ποσό ευρώ 467,62, τον μήνα Ιούλιο 2019 ποσό ευρώ 109,12, τον μήνα Αύγουστο 2019 ποσό ευρώ 467,61, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 ποσό ευρώ 476,97, τον μήνα Οκτώβριο 2019 ποσό ευρώ 206,69, καθώς επίσης και αναδρομικά για τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο 2019 το ποσό των ευρώ 29,89, τον μήνα Νοέμβριο 2019 ποσό ευρώ 476,96, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 ποσό ευρώ 476,96, τον μήνα Ιανουάριο 2020 ποσό ευρώ 476,97, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 ποσό ευρώ 254,38, τον μήνα Απρίλιο 2020 ποσό ευρώ 461,07, τον μήνα Μάιο 2020 ποσό ευρώ 476,96 και τον μήνα Ιούνιο 2020 ποσό ευρώ 397,47, Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι του κατέβαλε για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής τον μήνα Μάιο 2019 ποσό ευρώ 585,75, τον μήνα Ιούνιο 2019 ποσό ευρώ 605,95, τον μήνα Ιούλιο 2019 ποσό ευρώ 141,39, τον μήνα Αύγουστο 2019 ποσό ευρώ 605,95, τον μήνα Σεπτέμβριο 2019 ποσό ευρώ 551,02, τον μήνα Οκτώβριο 2019 ποσό ευρώ 174,10, καθώς επίσης και αναδρομικά για τους μήνες Μάιο έως Αύγουστο 2019, το ποσό των ευρώ 38,71, τον μήνα Νοέμβριο 2019 ποσό ευρώ 555,08, τον μήνα Δεκέμβριο 2019 ποσό ευρώ 618,06, τον μήνα Ιανουάριο 2020 ποσό ευρώ 600,97, τον μήνα Φεβρουάριο 2020 ποσό ευρώ 302,65, τον μήνα Απρίλιο 2020 ποσό ευρώ 597,45, τον μήνα Μάιο 2020 ποσό ευρώ 618,06 και τον μήνα Ιούνιο 2020 ποσό ευρώ 515,05. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών που εργάζονταν στο ανωτέρω πλοίο, ορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου, ορίζεται ότι, οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι, για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΧ, ήταν τακτικώς δρομολογημένο από 1-11-2018 έως 31-10-2019 στις τακτικές δρομολογιακές γραμμές: α) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος  – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ιός –Θήρα, (β) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Πάρος – Πειραιάς, (γ) Πειραιά – Θήρα – Ίος – Νάξος – Πάρος – Μύκονος – Τήνος – Άνδρος – Ραφήνα» (σχετικά με αριθμό πρωτ. ………/31-10-2019 ανακοίνωση δήλωσης τακτικής δρομολόγησης περιόδου 2018-2019 του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) και από 1-11-2019 έως 31-10-2020 στις τακτικές δρομολογιακές γραμμές: α) Πειραιάς – Πάρος  – Νάξος – (Ίος) – Θήρα, (β) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος  – Μύκονος – Πάρος – Νάξος – Ίος –Θήρα και (γ) Ραφήνα – Άνδρος – Τήνος – Μύκονος – Πάρος -Νάξος – Πειραιά (σχετικά με αριθμό πρωτ. ………/31-10-2019 ανακοίνωση δήλωσης τακτικής δρομολόγησης περιόδου 2019-2020 του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το ανωτέρω πλοίο, σε αντικατάσταση άλλων πλοίων, εξυπηρετούσε και άλλες δρομολογιακές γραμμές και δη: [Α] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 21-5-2019 έως 23-5-2019 και από 8-11-2019 έως 4-2-2020, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΝΜ στην εκτέλεση των δρομολογιακών γραμμών: (α) «Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Καρλόβασι και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ………./12-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, και (β) «Καβάλα – Λήμνος – Μυτιλήνη – Χίος – Βαθύ Σάμου και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ……/4-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά προσκομιζόμενες με αριθμό πρωτ. ……. /21-5-2019 και ……/31-10-2019 αποφάσεις του Υπουργείου Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής). [Β] Κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 10-9-2019, από 4-2-2020 έως 29-2-2020, από 1-3-2020 έως 31-5-2020 και από 2-6-2020 έως 7-9-2020, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΠ στις δρομολογιακές γραμμές: (α) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό ………./13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής, (β) «Πειραιάς ή Λαύριο – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό ……../13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (γ) «Πειραιάς ή Λαύριο –Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό ……../13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (δ) «Ρόδος – Καστελόριζο», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό ……./28-2-2019 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας και (ε) «Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος και Ρόδος Κάρπαθος – Ρόδος», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό ……./28-2-2019 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά με αριθμό πρωτ. ………/24-5-2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής και με αριθμό πρωτ. ……/4-2-2020, ………/28-2-2020, ……./27-3-2020, ……./21-5-2020 και ……./29-5-2020 απόφαση αντικατάστασης του Γενικού Γραμματέα Λ.Λ.Π.Ν.Ε.). [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2019 έως 1-10-2019, η οποία παρατάθηκε έως την 4-10-2019, αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΝ στις δρομολογιακές γραμμές: (α) «Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Δονούσα – Αιγιάλη – Αστυπάλαια», η οποία είχε ανατεθεί στο αντικατασταθέν πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ……../15-12-2009 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (β) «Πειραιάς – Πάρος – Νάξος – Ηρακλειά – Σχοινούσα – Κουφονήσια – Κατάπολα», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ………./15-12-2009 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (γ) «Νάξος – Αστυπάλαια», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό 101/2009 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας, (δ) «Πειραιάς ή Λαύριο – Νάξος – Δονούσα», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ……/13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας και (ε) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάρος – Νάξος – Ηρακλειά – Σχοινούσα – Κουφονήσια – Κατάπολα», η οποία είχε ανατεθεί στο ίδιο πλοίο με τη αριθμό πρωτ. ……./13-6-2018 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά με αριθμό πρωτ. ……../19/10-9-2019 και ……/30-9-2019 αποφάσεις του Αναπληρωτή Υπουργού του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής). Και [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 9-6-2020 έως 1-7-2020  αντικαθιστούσε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΠ, στη δρομολογιακή γραμμή «Πειραιάς ή Λαύριο – Θήρα – Ανάφη και επιστροφή», η οποία είχε ανατεθεί στο τελευταίο πλοίο με τη με αριθμό ……./5-6-2020 σύμβαση ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετικά με αριθμό πρωτ. ……./5-6-2020 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Λ.Λ.Π.Ν.Ε.). Σε εκτέλεση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, κατά τη διάρκεια των ενδίκων ναυτολογήσεων, όπως ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό των εναγομένων, το ανωτέρω πλοίο, παρεκτός του χρονικού διαστήματος από 23.10.2019 έως και 7.11.2019 και από 28.1.2020 έως και 3.2.2020, που αυτό είχε διακόψει τους πλόες του, διότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής εν όψει των ετήσιων επιθεωρήσεών του, εκτελούσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 3.5.2019 έως 24.5.2019: κάθε Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20) Εύδηλο, όπου κατέπλεε ώρα 23.40, κάθε Τρίτη απέπλεε από το λιμάνι του Ευδήλου ώρα 00.05 για Καρλόβασι (αφ. 01.20-αναχ. 01.50), Βαθύ (αφ. 02.35-αναχ.03.00), Καρλόβασι (αφ. 03.45-αναχ. 04.15), Εύδημο (αφ. 05.30-αναχ. 05.50), Μύκονο (αφ. 07.50-αναχ. 08.00), Σύρο (αφ. 08.50-αναχ. 09.00), Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 12.30 και απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20), Αγ. Κήρυκο, όπου κατέπλεε ώρα 23.55. Κάθε Τετάρτη αναχωρούσε από το λιμάνι του Αγίου Κηρύκου ώρα 00.15 για Φούρνους (αφ. 00.45-αναχ. 00.55), Καρλόβασι (αφ. 01.55-αναχ. 02.25), Βαθύ (αφ. 03.10-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.40-αναχ. 07.00), Μυτιλήνη (αφ. 09.40-αναχ. 10.45), Μύρινα (αφ. 15.15-αναχ. 15.30), Καβάλα (αφ. 19.00-αναχ. 21.30) και κατέπλεε στη Μύρινα ώρα 01.00 της Πέμπτης, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45), Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνοι (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.30-αναχ. 15.50), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.25. Κάθε Παρασκευή απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Μύκονο (αφ. 21.35-αναχ. 21.45), Εύδηλο (αφ. 23.40-αναχ. 23.55) κατέπλεε δε ώρα 00.45 της ημέρας του Σαββάτου στο λιμάνι των Φούρνων απ’ όπου απέπλεε για Καρλόβασι ώρα 00.55, Βαθύ (αφ. 03.00-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.20-αναχ. 06.40), Μυτιλήνη (αφ. 09.10-αναχ. 10.15), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.10) Καβάλα (αφ. 18.45-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της ημέρας Κυριακής στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου απέπλεε ώρα  01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45). Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνοι (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Εύδημο (αφ. 15.55-αναχ. 16.15), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.35. Ειδικά την Παρασκευή 24-5-2019. το δρομολόγιο διαμορφώθηκε ως εξής: Πειραιάς (αν. 17.00), Πάρος (αφ. 21.05 – αν. 21.30), Νάξος (αφ. 22.15 – αν. 22.40) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά, ώρα 03.00 της ημέρας του Σαββάτου 25.5.2019. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 14.6.2019: Κάθε Δευτέρα κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 00.45, απέπλεε δε ώρα 01.15 για Νίσυρο (αφ. 02.20-αναχ. 02.40), Τήλο (αφ. 03.30-αναχ. 03.50), Ρόδο (αφ. 05.35-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Τήλο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.40-αναχ. 20.00), Κω (αφ. 21.20-αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 22.50), απ’ όπου απέπλεε ώρα 23.10 και κατέπλεε ώρα 01.30 πρωινή της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 01.50, όπου κατέπλεε ώρα 10.20. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.10-αναχ. 22.30), Λειψούς (αφ. 22.55- αναχ. 23.15), Λέρο, όπου κατέπλεε ώρα 23.55, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.15 της ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.10-αναχ. 01.30), Κω (αφ. 02.15-αναχ. 02.45), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.30-αναχ. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 22.05-αναχ. 22.35), Κάλυμνο (αφ. 23.20-αναχ. 23.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Λέρου την επομένη ημέρα Πέμπτη και ώρα 00.50 πρωινή, απ’ όπου αναχωρούσε για Λειψούς (αφ. 01.55-αναχ. 02.10), Πάτμο (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Πειραιά (αφ. 10.10-αναχ. 14.00), Αγ Κήρυκο (αφ. 20.05-αναχ. 20.20), Φούρνους (αφ. 20.45-αναχ. 21.00),  Πάτμο (αφ. 22.20-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.05-αναχ. 23.20) και κατέπλεε ώρα 00.50 πρωινή της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Κω (αφ. 02.05-αναχ. 02.25), Νίσυρο (αφ. 03.30-αναχ. 03.45), Τήλο (αφ. 04.35-αναχ. 04.50), Σύμη (αφ. 06.15-αναχ. 06.35), Ρόδο (αφ. 07.35-αναχ. 08.30), Καστελόριζο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.05-αναχ. 17.25), Τήλο (αφ. 18.50-αναχ. 19.05), Νίσυρο (αφ. 19.55-αναχ. 20.10), Κω (αφ. 21.15-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.20- αναχ. 22.50), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Σάββατο στους Λειψούς απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.35 για Πάτμο (αφ. 01.05-αναχ. 01.20), Φούρνους (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Αγ. Κήρυκο (αφ. 03.20-αναχ. 03.35) με τελικό κατάπλου τον Πειραιά (αφ. 09.40) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 13.00 για Αστυπάλαια (αφ. 21.20-αναχ. 21.40), Κάλυμνο (αφ. 23.35-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε ώρα πρωινή 00.45 της Δευτέρα στη νήσο Κω και συνέχιζε το ταξίδι ως άνω. Το Σάββατο 25.5.2019 το πλοίο απέπλευσε για το λιμάνι του Πειραιά (αν. 17.30) – Αστυπάλαια (αφ. 02.00 της Κυριακής 26.5.2019 – αν. 02.20) – Κάλυμνο (αφ. 04.40 αν. 05.10) – Κω (αφ. 06.10 – αν. 06.30) – Νίσυρο (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Τήλο (αφ. 09.20 – αν. 09.40) – Ρόδο (αφ. 11.50 – 12.30) Καστελόριζο (αφ. 16.10 αν. 19.00) Ρόδο (αφ. 22.40 05.00 της Δευτέρας 27.5.2019) – Κάρπαθο (αφ. 08.40 – αν. 08.55) – Κάσο (αφ. 10.05 – αν. 10.20) – Ρόδο (αφ. 14.40) και ακολούθως απέπλευσε από το λιμάνι αυτό ώρα 16.00′ σύμφωνα με το πιο πάνω πρόγραμμα. Το Σάββατο 1.6.2019 εκτελέσθηκε δρομολόγιο ως εξής: Πειραιάς (αν. 16.00) – Αστυπάλαια (αφ. 00.30 της Κυριακής 2.6.2019 – αν. 00.50) – Κάλυμνος (αφ. 03.10 – αν. 03.40) – Κως (αφ. 04.40 – αν. 05.00) – Νίσυρος (αφ. 06.20 – αν. 06.40) – Τήλος (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Ρόδος (αφ. 10.20 αν. 12.00) Καστελόριζο (αφ. 15.40 – αν. 19.00) – Ρόδος (αφ. 22.40). Το Σάββατο 25.5.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 17.30) για Αστυπάλαια (αφ. 02.00 της Κυριακής 26.5.2019 – αν. 02.20) – Κάλυμνο (αφ. 04.40 αν. 05.10) – Κω (αφ. 06.10 – αν. 06.30) – Νίσυρο (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Τήλο (αφ. 09.20 – αν. 09.40) – Ρόδο (αφ. 11.50 – 12.30) Καστελόριζο (αφ. 16.10 αν. 19.00) Ρόδο (αφ. 22.40 05.00 της Δευτέρας 27.5.2019) – Κάρπαθο (αφ. 08.40 – αν. 08.55) – Κάσο (αφ. 10.05 – αν. 10.20) – Ρόδο (αφ. 14.40) και ακολούθως απέπλευσε από το λιμάνι αυτό ώρα 16.00, σύμφωνα με το πιο πάνω τακτικό πρόγραμμα. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από  15.6.2019 έως 7.7.2019: Κάθε Δευτέρα κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 00.45 και απέπλεε ώρα 01.15 για Νίσυρο (αφ. 02.20-αναχ. 02.40), Τήλο (αφ. 03.30-αναχ. 03.50), Ρόδο (αφ. 05.35-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Τήλο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.40-αναχ. 20.00), Κω (αφ. 21.20-αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 22.50), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 23.10 και κατέπλεε ώρα 01.30 πρωινή της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 01.50, όπου κατέπλεε ώρα 10.20. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.10-αναχ. 22.30), Λειψούς (αφ. 22.55-αναχ. 23.15), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.55, απ’  όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 π.μ. της ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.10-αναχ. 01.30), Κω (αφ. 02.15-αναχ. 02.45), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.30-αναχ. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 22.05-αναχ. 22.35), Κάλυμνο (αφ. 23.20-αναχ. 23.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Λέρου την επομένη ημέρα Πέμπτη και ώρα 00.50 πρωινή, απ’ όπου αναχωρούσε για Λειψούς (αφ. 01.55-αναχ. 02.10), Πάτμο (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Πειραιά (αφ. 10.10-αναχ. 14.00), Αγ Κήρυκο (αφ. 20.05-αναχ. 20.20), Φούρνους (αφ. 20.45-αναχ. 21.00),  Πάτμο  (αφ. 22.20-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.05-αναχ. 23.20) κατέπλεε δε ώρα 00.50 πρωινή της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Κω (αφ. 02.05-αναχ. 02.25), Νίσυρο (αφ. 03.30-αναχ. 03.45), Τήλο (αφ. 04.35-αναχ. 04.50), Σύμη (αφ. 06.15-αναχ. 06.35), Ρόδο (αφ. 07.35-αναχ. 08.30), Καστελόριζο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.05-αναχ. 17.25), Τήλο (αφ. 18.50-αναχ. 19.05), Νίσυρο (αφ. 19.55-αναχ. 20.10), Κω (αφ. 21.15-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.20- αναχ. 22.50), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας (Σάββατο) στο λιμάνι των Λειψών απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.35 για Πάτμο (αφ. 01.05-αναχ. 01.20), Φούρνους (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Αγ. Κήρυκο (αφ. 03.20-αναχ. 03.35), Πειραιά (αφ. 09.40) απ’ όπου απέπλεε ώρα 13.00 για Μεστά (αφ. 18.40-αναχ. 19.10), Σιγρί (αφ. 21.40-αναχ. 23.00), κατέπλεε δε ώρα 01.30 πρωινή της επομένης ημέρας Κυριακής στα  Μεστά απ’ όπου απέπλεε ώρα 02.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.40. Από το λιμάνι του Πειραιά απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 13.00 για Αστυπάλαια (αφ. 21.20-αναχ. 21.40), Κάλυμνο (αφ. 23.35-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε ώρα πρωινή 00.45 της Δευτέρας στη νήσο Κω και συνέχιζε το ταξίδι ως άνω. Το Σάββατο 25.5.2019, το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 17.30) για Αστυπάλαια (αφ. 02.00 της Κυριακής 26.5.2019 – αν. 02.20) – Κάλυμνο (αφ. 04.40 αν. 05.10) – Κω (αφ. 06.10 – αν. 06.30) – Νίσυρο (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Τήλο (αφ. 09.20 – αν. 09.40) – Ρόδο (αφ. 11.50 – 12.30) Καστελόριζο (αφ. 16.10 αν. 19.00) Ρόδο (αφ. 22.40 05.00 της Δευτέρας 27.5.2019) – Κάρπαθο (αφ. 08.40 – αν. 08.55) – Κάσο (αφ. 10.05 – αν. 10.20) – Ρόδο (αφ. 14.40) απ’ όπου απέπλευσε ώρα 16.00 συνεχίζοντας την ως άνω διαδρομή. Το Σάββατο 1.6.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 16.00) για Αστυπάλαια (αφ. 00.30 της Κυριακής 2.6.2019 – αν. 00.50) – Κάλυμνο (αφ. 03.10 – αν. 03.40) – Κω (αφ. 04.40 – αν. 05.00) – Νίσυρο (αφ. 06.20 – αν. 06.40) – Τήλο (αφ. 07.50 – αν. 08.10) – Ρόδο (αφ. 10.20 αν. 12.00) Καστελόριζο (αφ. 15.40 – αν. 19.00) – Ρόδο (αφ. 22.40). [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2019 έως 9.9.2019: Κάθε Δευτέρα το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 00.45 και αναχωρούσε ώρα 01.15 για Νίσυρο (αφ. 02.20-αναχ. 02.40), Τήλο (αφ. 03.30-αναχ. 03.50), Ρόδο (αφ. 05.35-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Τήλο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.40-αναχ. 20.00), Κω (αφ. 21.20-αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 22.50), απ’ όπου απέπλεε ώρα 23.10 και κατέπλεε ώρα 01.30 πρωινή της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου απέπλεε για Πειραιά ώρα 01.50, όπου κατέπλεε ώρα 10.20. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.10-αναχ. 22.30), Λειψούς (αφ. 22.55-αναχ. 23.15), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.55, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 00.15 της ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.10-αναχ. 01.30), Κω (αφ. 02.15-αναχ. 02.45), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.30-αναχ. 18.30), Σύμη (αφ. 19.35-αναχ. 19.55), Κω (αφ. 22.05-αναχ. 22.35), Κάλυμνο (αφ. 23.20-αναχ. 23.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Λέρου την επομένη ημέρα Πέμπτη και ώρα 00.50 πρωινή, απ’ όπου απέπλεε για Λειψούς (αφ. 01.55-αναχ. 02.10), Πάτμο (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Πειραιά (αφ. 10.10-αναχ. 14.00), Αγ Κήρυκο (αφ. 20.05-αναχ. 20.20), Φούρνους (αφ. 20.45-αναχ. 21.00), Πάτμο (αφ. 22.20-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.05-αναχ. 23.20) και κατέπλεε ώρα 00.50 πρωινή της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Κω (αφ. 02.05-αναχ. 02.25), Νίσυρο (αφ. 03.30-αναχ. 03.45), Τήλο (αφ. 04.35-αναχ. 04.50), Σύμη (αφ. 06.15-αναχ. 06.35), Ρόδο (αφ. 07.35-αναχ. 08.30), Καστελόριζο (αφ. 11.25-αναχ. 11.45), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.05-αναχ. 17.25), Τήλο (αφ. 18.50-αναχ. 19.05), Νίσυρο (αφ. 19.55-αναχ. 20.10), Κω (αφ. 21.15-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.20- αναχ. 22.50), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Σάββατο στο λιμάνι των Λειψών απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.35 για Πάτμο (αφ. 01.05-αναχ. 01.20), Φούρνους (αφ. 02.40-αναχ. 02.55), Αγ. Κήρυκο (αφ. 03.20-αναχ. 03.35), Πειραιά (αφ. 09.40) απ’ όπου απέπλεε ώρα 13.00 για Μεστά (αφ. 18.40-αναχ. 19.10), Σιγρί (αφ. 21.40-αναχ. 23.00), κατέπλεε δε ώρα 01.30 πρωινή της επομένης ημέρας Κυριακής στα Μεστά, απ’ όπου απέπλεε ώρα 02.00 για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 07.40. Από το λιμάνι του Πειραιά αναχωρούσε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 13.00 για Αστυπάλαια (αφ. 21.20-αναχ. 21.40), Κάλυμνο (αφ. 23.35-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε ώρα πρωινή 00.45 της Δευτέρα στη νήσο Κω και συνέχιζε το ταξίδι ως άνω. Την Τετάρτη 14.8.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Ρόδου (αν. 18.30) για Σύμη (αφ. 19.35 – αν. 19.55) – Νίσυρο (αφ. 21.30 – αν. 21.40) – Κω (αφ. 22.45 – αν. 23.15) – Κάλυμνο (αφ. 23.59 – αν. 00.20 της Πέμπτης 15.8.2019) – Λέρο (αφ. 01.20 – αν. 01.40) – Λειψούς (αφ. 02.20 – αν. 02.30) – Πάτμο (αφ. 03.00 – αν. 03.20) – Πειραιά (αφ. 10.45). [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4-10-2019, με έναρξη των δρομολογίων του εν λόγω χρονικού διαστήματος ως κατωτέρω από Πειραιά την 10-9-2019 ώρα 17.30: Κάθε Δευτέρα και Τετάρτη το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Ηρακλειάς ώρα 00.50 απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.05 για Σχοινούσα (αφ. 01.10 αν. 01.25), Κουφονήσι (αφ. 01.55 αν. 02.10), Κατάπολα (αφ. 02.50 αν. 06.00), Κουφονήσι (αφ. 06.40 αν. 06.55), Σχοινούσα (αφ. 07.25 αν. 07.40), Ηρακλειά (αφ. 07.45 αν. 08.00), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30), Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 17.30 για Πάρο (αφ. 21.45 αν. 22.00), Νάξο (αφ. 22.45 αν. 23.05) κατέπλεε δε το πρωί της επομένης ημέρας (αντίστοιχα Τρίτη και Πέμπτη) στο λιμάνι της Δονούσας ώρα 00.15, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.30 για Αιγιάλη (αφ. 01.10 αν. 01.25), Αστυπάλαια (αφ. 02.50 αν. 05.15), Αιγιάλη (αφ. 06.40 αν. 06.55), Δονούσα (αφ. 07.35 αν. 07.50), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30), Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45), Πειραιά (αφ. 15.00 αν. 17.30), Σύρο (αφ. 21.10 αν. 21.25), Πάρο (αφ. 22.30 αν. 22.50), Νάξο (αφ. 23.35 αν. 23.55), ακολούθως εάν η επομένη ημέρα ήταν Τετάρτη κατέπλεε στο λιμάνι της Ηρακλειάς ώρα 00.50 απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ως ανωτέρω, εάν δε η επομένη ημέρα ήταν Παρασκευή κατέπλεε στο λιμάνι της Δονούσας ώρα 01.05, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.20 της ίδιας ημέρας για Αιγιάλη (αφ. 02.00 αν. 02.15), Αστυπάλαια (αφ. 03.40 αν. 05.15), Αιγιάλη (αφ. 06.40 αν. 06.55), Δονούσα (αφ. 07.35 αν. 07.50), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30), Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45), Πειραιά (αφ. 15.00 αν. 17.30), Πάρο (αφ. 21.45 αν. 22.00), Νάξο (αφ. 22.45 αν. 23.05), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ηρακλειάς ώρα 00.00 της ημέρας Σαββάτου απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 00.15 για Σχοινούσα (αφ. 00.20 αν. 00.35), Κουφονήσι (αφ. 01.05 αν. 01.20), Κατάπολα (αφ. 02.00 αν. 06.00), Κουφονήσι (αφ. 06.40 αν. 06.55), Σχοινούσα (αφ. 07.25 αν. 07.40), Ηρακλειά (αφ. 07.45 αν. 08.00), Νάξο (αφ. 09.00 αν. 09.30),  Πάρο (αφ. 10.15 αν. 10.45) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή ώρα 17.30 για Σύρο (αφ. 21.10 αν. 21.25), Πάρο (αφ. 22.30 αν. 22.50), Νάξο (αφ. 22.35 αν. 23.55). Την Παρασκευή 13.9.2019, μετά κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, δεν εκτελέσθηκε έτερο δρομολόγιο. Το Σάββατο 14.9.2019 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 22.00) για Πάρο (αφ. 01.55 της Κυριακής 15.9.2019 – αν. 02.10) – Νάξο (αφ. 02.55 – αν. 03.15) – Ηρακλειά (αφ. 04.05 – αν. 04.15) – Σχοινούσα (αφ. 04.20 – αν. 04.30) – Κουφονήσι (αφ. 04.55 – αν. 05.10) – Καταπόλα (αφ. 05.45 – αν. 06.00) – Δονούσα (αφ. 06.45 – αν. 06.55) – Κουφονήσι (αφ. 07.35 – αν. 07.45) – Σχοινούσα (αφ. 08.10 – αν. 08.20) – Ηρακλειά (αφ. 08.25 – αν. 08.35) – Νάξο (αφ. 09.30 – αν. 09.50) – Πάρο (αφ. 10.35-αν. 10.55) – Πειραιά (αφ. 15.00). Την Τετάρτη 2.10.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 23.00) για Πάρο (αφ. 02.55 της Πέμπτης 3.10.2019 – αν. 03.10) – Νάξο (αφ. 03.55 – αν. 04.10) – Δονούσα (αφ. 05.10 – αν. 05.20) – Αιγιάλη (αφ. 06.00 – αν. 06.10) – Αστυπάλαια (αφ. 07.40 – αν. 08.00) – Αιγιάλη (αφ. 09.25 – αν. 09.35) – Δονούσα (αφ. 10.15-αν. 10.25) – Νάξο (αφ. 11.25- αν. 11.45) – Πάρο (αφ. 12.35-αν. 12.55) — Πειραιά (αφ. 16.45). Την Πέμπτη 3.10.2019 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 18.30) για Σύρο (αφ. 22.00 – αν. 22.15) – Πάρο (αφ. 23.15 – αν. 23.35) – Νάξο (αφ. 00.20 της Παρασκευής 4.10.2019 – αν. 00.40) -Δονούσα (αφ. 01.40 – αν. 01.50) – Αιγιάλη (αφ. 02.30 – αν. 02.40) – Αστυπάλαια (αφ. 04.10), και ακολούθως συνεχίσθηκε το ανωτέρω δρομολόγιο αφού απέπλευσε από το λιμάνι της Αστυπάλαιας 05.15′ πμ. [ΣΤ] Κατά το χρονικό διάστημα από 8.11.2019 έως 8.12.2019 κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά στις 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20), Εύδηλο, όπου κατέπλεε ώρα 23.40, κάθε Τρίτη απέπλεε από το λιμάνι του Ευδήλου στις 00.05 για Καρλόβασι (αφ. 01.20-αναχ. 01.50), Βαθύ (αφ. 02.35-αναχ. 03.00), Καρλόβασι (αφ. 03.45-αναχ. 04.15), Εύδηλο (αφ. 05.30-αναχ. 05.50), Μύκονο (αφ. 07.50-αναχ. 08.00), Σύρο (αφ. 08.50-αναχ. 09.00), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 12.30 και απέπλεε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 20.00-αναχ. 20.15), Μύκονο (αφ. 21.10-αναχ. 21.20), Αγ. Κήρυκο όπου κατέπλεε στις 23.55, κάθε Τετάρτη απέπλεε από το λιμάνι του Αγίου Κηρύκου στις 00.15 για Φούρνους (αφ. 00.45-αναχ. 00.55), Καρλόβασι (αφ. 01.55-αναχ. 02.25), Βαθύ (αφ. 03.10-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.40-αναχ. 07.00), Μυτιλήνη (αφ. 09.40-αναχ. 10.45), Μύρινα (αφ. 15.15-αναχ. 15.30), Καβάλα (αφ. 19.00-αναχ. 21.30) και κατέπλεε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 01.00 της Πέμπτης, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45), Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνους (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.30-αναχ. 15.50), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά, ώρα 23.25. Κάθε Παρασκευή απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Μύκονο (αφ. 21.35-αναχ. 21.45), Εύδηλο (αφ. 23.40-αναχ. 23.55) κατέπλεε δε ώρα 00.45 της ημέρας του Σαββάτου στο λιμάνι των Φούρνων απ’ όπου απέπλεε για Καρλόβασι ώρα 00.55, Βαθύ (αφ. 03.00-αναχ. 04.00), Χίο (αφ. 06.20- αναχ. 06.40), Μυτιλήνη (αφ. 09.10-αναχ. 10.15), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.10) Καβάλα (αφ. 18.45-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της ημέρας Κυριακής στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Μυτιλήνη (αφ. 05.50-αναχ. 06.45). Χίο (αφ. 09.15-αναχ. 09.30), Βαθύ (αφ. 12.00-αναχ. 12.45), Καρλόβασι (αφ. 13.35-αναχ. 14.00), Φούρνους (αφ. 14.50-αναχ. 15.00), Εύδηλο (αφ. 15.55-αναχ. 16.15), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.20), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.25) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.35. [Ζ] Κατά το χρονικό διάστημα από 9.12.2019 έως 12.1.2020, κάθε Δευτέρα το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05), Εύδηλο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Τρίτης στο Καρλόβασι απ’ όπου απέπλεε ώρα 01.20 για Βαθύ (αφ. 02.00-αναχ. 02.30), Καρλόβασι (αφ. 03.10-αναχ. 04.15), Εύδηλο (αφ. 04.45-αναχ. 05.05), Μύκονο (αφ. 07.15-αναχ. 07.25), Σύρο (αφ. 08.15-αναχ. 08.45) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 12.30 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05) Αγ. Κήρυκο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλεε δε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης στο λιμάνι των Φούρνων 00.15, απ’ όπου απέπλεε 00.25 για Καρλόβασι (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Βαθύ (αφ. 02.15-αναχ. 03.00), Χίο (αφ. 05.45-αναχ. 06.05), Μυτιλήνη (αφ. 08.30-αναχ. 09.30), Μύρινα (αφ. 14.35-αναχ. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.15-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 00.45 της Πέμπτης, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 06.10-αναχ. 07.00), Χίο (αφ. 09.25-αναχ. 09.40), Βαθύ (αφ. 12.25-αναχ. 13.10), Καρλόβασι (αφ. 13.50-αναχ. 14.15), Φούρνους (αφ. 15.05-αναχ. 15.15), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.05-αναχ. 15.15), Μύκονο (αφ. 18.20-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.45) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.30. Κάθε Παρασκευή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Σύρο (αφ. 20.45-αναχ. 21.00), Μύκονο (αφ. 21.50-αναχ. 22.05), κατέπλεε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Σάββατο στον Εύδηλο, απ’ όπου απέπλεε ώρα 00.45 για Φούρνους (αφ. 01.40-αναχ. 01.50), Καρλόβασι (αφ. 02.40-αναχ. 03.05), Βαθύ (αφ. 03.45-αναχ. 04.15), Χίο (αφ. 07.00-αναχ. 07.20), Μυτιλήνη (αφ. 09.40-αναχ. 10.20), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.10-αναχ. 21.30), κατέπλεε δε ώρα 00.45 της επομένης ημέρας Κυριακής στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα  01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 05.25-αναχ. 06.15), Χίο (αφ. 08.40-αναχ. 09.00), Βαθύ (αφ. 11.45-αναχ. 12.25), Καρλόβασι (αφ. 13.05-αναχ. 13.35), Φούρνους (αφ. 14.25-αναχ. 14.35), Εύδηλο (αφ. 15.30-αναχ. 15.55), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.45) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.35. Την Τετάρτη 8.1.2020 δεν εκτελέσθηκε δρομολόγιο. Την Κυριακή 22.12.2019, το πλοίο παρέμεινε στη Λέσβο λόγω απαγορευτικού. Τη Δευτέρα 23.12.2019, εκτελέσθηκε το δρομολόγιο της επιστροφής ως έξης: Μυτιλήνη (αν. 06.00) – Χίος (αφ. 08.20 – αν. 08.35) – Βαθύ (αφ. 11.00 – αν. 11.35) – Καρλόβασι (αφ. 12.25 – αν. 13.00) – Φούρνοι (αφ. 13.50 – αν. 14.00) – Εύδηλος (αφ. 14.50 – αν. 15.35) – Μύκονος (αφ. 17.40 – αν. 17.50) – Σύρος (αφ. 18.40 – αν. 18.50) -Πειραιάς (αφ. 22.20 – αναχ. 01.00 της 25.12.2019). Τις Τετάρτες 25.12.2019 και 1.1.2020, μετά την άφιξη στο λιμάνι της Καβάλας, δεν εκτελέσθηκε άλλο δρομολόγιο. Τις Πέμπτες 26.12.2019 και 2.1.2020 το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της  Καβάλας. 07.00 για Μύρινα (αφ. 10.30 – αν. 10.50) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 11.45 – αν. 11.55) – Μυτιλήνη (αφ. 15.55 – αν. 16.30) – Χίο (αφ. 19.00 – αν. 19.20) – Βαθύ (αφ. 22.00 – αν. 22.30) – Καρλόβασι (αφ. 23.15 – αν. 23.45) – Φούρνους (αφ. 00.35 της Παρασκευής 27.12.2019 και 3.1.2020 – αν. 00.45) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 01.15 – αν. 01.35) – Μύκονο (αφ. 03.55 – αν. 04.15) – Σύρο (αφ. 05.05 – αν. 05.25) – Πειραιά (αφ. 09.25). Την Πέμπτη 9.1.2020 απέπλευσε από Πειραιά (αν. 09.00) για Σύρο (αφ. 12.35 – αν. 12.50) – Μύκονο (αφ. 13.35 – αν. 13.50) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.55 αν. 16.20) – Φούρνους (αφ. 16.50 – αν. 17.00) – Καρλόβασι (αφ. 17.45 – αν. 18.10) – Βαθύ (αφ. 18.50 – αν. 19.30) – Χίο (αφ. 22.05 – αν. 22.25) – Μυτιλήνη (αφ. 00.40 της Παρασκευής 10.1.2020 – αν. 01.25) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 05.15 – αν. 05.25),  Μύρινα (αφ. 06.20 – αν. 06.40),  Καβάλα (αφ. 09.45 – 12.30) – Μύρινα (αφ. 15.35 – αν. 15.55) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 16.50 – αν. 17.00) – Μυτιλήνη (αφ. 20.50 – αν. 21.35) – Χίο (αφ. 23.50 – αν. 00.10 του Σαββάτου 11.1.2020) – Βαθύ (αφ. 02.45 – αν. 03.30) – Καρλόβασι (αφ. 04.10 – αν. 04.35) – Φούρνους (αφ. 05.20 – αν. 05.30) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 05.55 – αν. 06.15) – Μύκονο (αφ. 08.20 – αν. 08.30) – Σύρο (αφ. 09.15 – αν. 09.25) – Πειραιά (αφ. 13.00). Το Σάββατο 11.1.2020 απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (αν. 17.00) για Σύρο (αφ. 20.35 – αν. 20.50) – Μύκονο (αφ. 21.35 – αν. 21.50) – Εύδηλο (αφ. 23.55 – αν. 00.20 της Κυριακής 12.1.2020) – Φούρνους (αφ. 01.15 – αν. 01.25) – Καρλόβασι (αφ. 02.10 – αν. 02.35) – Βαθύ (αφ. 03.15 – αν. 03.45) – Χίο (αφ. 06.20 αν. 06.40) – Μυτιλήνη (αφ. 08.55 – αν. 09.35) – Μύρινα (αφ. 13.40 – αν. 14.00) – Καβάλα (αφ. 17.05 – αν. 22.45) – Μύρινα (αφ. 01.50 της Δευτέρας 13.1.2020). [Η] Κατά το χρονικό διάστημα από 13.1.2020 έως 19-1-2020: Την Δευτέρα 13-1-2010, το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 01.50 και αναχώρησε ώρα 02.10 για Μυτιλήνη (αν. 06.15 – αφ. 07.00) – Χίο (αφ. 09.15 – αν. 09.35) – Βαθύ (αφ. 12.10 – αν. 12.50) – Καρλόβασι (αφ. 13.30 – αν. 13.50) – Φούρνους (αφ. 14.35 – αν. 14.45) – Εύδηλο (αφ. 15.40 – αν. 16.05) – Μύκονο (αφ. 18.10 – αν. 18.20) – Σύρο (αφ. 19.05 – αν. 19.15) κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 22.50. Την Τρίτη (14-1-2020) αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.30 για Σύρο (αφ. 11.15 – αν. 11.30), Τήνο (αφ. 12.00 – αν. 12.15), Μύκονο (αφ. 12.45 – αν. 14.15), Τήνο (αφ. 14.45 – αν. 15.00), Σύρο (αφ. 15.30 – αν. 16.00) και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 19.45, απ’ όπου αναχώρησε την ίδια ημέρα ώρα 23.00 για Σύρο, όπου κατέπλευσε την επομένη ημέρα Τετάρτη 15-1-2020 ώρα 02.45 και αναχώρησε ώρα  03.00 για Μύκονο (αφ. 03.50 – αν. 04.05) – Αγ. Κήρυκο (αφ. 06.20 αν. 06.45) – Φούρνους (αφ. 07.15 – αν. 07.25) – Καρλόβασι (αφ. 08.15 – αν. 08.35) Βαθύ (αφ. 09.15 – αν. 10.00) – Χίο (αφ. 12.45 – αν. 13.05) – Μυτιλήνη (αφ. 15.30 – αν. 16.30) – Αγ. Ευστράτιο (αφ. 20.30 – αν. 20.40) – Μύρινα (αφ. 21.30 – αν. 21.50) κατέπλευσε δε ώρα 01.05 της επομένης ημέρας Πέμπτης 16-1-2020 στο λιμάνι της Καβάλας, απ’ όπου αναχώρησε ώρα 04.30 για Μύρινα (αφ. 07.45 – αν. 08.05), Αγ. Ευστράτιο (αφ. 09.00 – αν. 09.10), Μυτιλήνη (αφ. 13.10 – αν. 14.00), Χίο (αφ. 16.25 – αν. 16.40). Βαθύ (αφ. 19.25 – αν. 20.10), Καρλόβασι (αφ. 20.50 – αν. 22.15), Φούρνους (αφ. 22.05 – αν. 22.15), Αγ. Κήρυκο (αφ. 22.45 αν. 23.05), κατέπλευσε δε ώρα 01.20 της επομένης ημέρας Παρασκευή 17-1-2020 στο λιμάνι της Μυκόνου, απ’ όπου απεχώρησε ώρα 01.30 για Σύρο (αφ. 02.15 – αν. 02.35), κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 06.20, απ’ όπου αναχώρησε ώρα 17.00 για Σύρο (αφ. 20.45 – αν. 21.00), Μύκονο (αφ. 21.50 – αν. 22.05), κατέπλευσε δε στο λιμάνι του Ευδήλου την επομένη ημέρα Σάββατο 18-1-2020 ώρα 00.20 απ’ όπου αναχώρησε για Φούρνους (αφ. 01.40 – αν. 01.50), Καρλόβασι (αφ. 02.40 – αν. 03.05), Βαθύ (αφ. 03.45 – αν. 04.15), Χίο (αφ. 07.00 – αν. 07.20), Μυτιλήνη (αφ. 09.40 – αν. 10.20), Μύρινα (αφ. 14.40 – αν. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.10 – αν. 21.30), κατέπλευσε δε ώρα 00.45 της επομένης ημέρας Κυριακής 19-1-2020 στο λιμάνι της Μύρινας, απ’ όπου αναχώρησε για Μυτιλήνη (αφ. 05.25 – αν. 06.15), Χίο (αφ. 08.40 – αν. 09.00), Βαθύ (αφ. 11.45 – αν. 12.25), Καρλόβασι (αφ. 13.05 – αν. 13.35), Φούρνους (αφ. 14.25 – αν. 14.35), Εύδηλο (αφ. 15.30 αν. 15.55), Μύκονο (αφ. 18.10 – αν. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15 – αν. 19.45) και κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.30, απ όπου απέπλευσε την επομένη ημέρα ώρα 16.00. [Θ] Κατά το χρονικό διάστημα από 20.1.2020 έως 27.1.2020: Την Δευτέρα 20-1-2020, το πλοίο απέπλεσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05), Εύδηλο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλευσε δε ώρα 01.00 πρωινή της επομένης ημέρας Τρίτης (21-1-2020) στο Καρλόβασι απ’ όπου απέπλευσε ώρα 01.20 για Βαθύ (αφ. 02.00-αναχ. 02.30), Καρλόβασι (αφ. 03.10-αναχ. 04.15), Εύδηλο (αφ. 04.45-αναχ. 05.05), Μύκονο (αφ. 07.15-αναχ. 07.25), Σύρο (αφ. 08.15-αναχ. 08.45) Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 12.30 και απέπλευσε εκ νέου ώρα 16.00 για Σύρο (αφ. 19.45-αναχ. 20.00), Μύκονο (αφ. 20.50-αναχ. 21.05) Αγ. Κήρυκο (αφ. 23.20-αναχ. 23.45), κατέπλευσε δε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας Τετάρτης (22-1-2020) στο λιμάνι των Φούρνων, απ’ όπου αναχώρησε ώρα 00.25 για Καρλόβασι (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Βαθύ (αφ. 02.15-αναχ. 03.00), Χίο (αφ. 05.45-αναχ. 06.05), Μυτιλήνη (αφ. 08.30-αναχ. 09.30), Μύρινα (αφ. 14.35-αναχ. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.15-αναχ. 21.30) και κατέπλευσε στο λιμάνι της Μύρινας ώρα 00.45 της Πέμπτης (23-1-2020), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 06.10-αναχ. 07.00), Χίο (αφ. 09.25-αναχ. 09.40), Βαθύ (αφ. 12.25-αναχ. 13.10), Καρλόβασι (αφ. 13.50-αναχ. 14.15), Φούρνους (αφ. 15.05-αναχ. 15.15), Αγ. Κήρυκο (αφ. 15.05-αναχ. 15.15), Μύκονο (αφ. 18.20-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.45) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.30. Την Παρασκευή (24-1-2020), αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Σύρο (αφ. 20.45-αναχ. 21.00), Μύκονο (αφ. 21.50-αναχ. 22.05), κατέπλευσε δε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Σάββατο (25-1-2020), στο λιμάνι του Ευδήλου, απ’ όπου αναχώρησε ώρα 00.45 για Φούρνους (αφ. 01.40-αναχ. 01.50), Καρλόβασι (αφ. 02.40-αναχ. 03.05), Βαθύ (αφ. 03.45-αναχ. 04.15), Χίο (αφ. 07.00-αναχ. 07.20), Μυτιλήνη (αφ. 09.40-αναχ. 10.20), Μύρινα (αφ. 14.40-αναχ. 15.00), Καβάλα (αφ. 18.10-αναχ. 21.30) κατέπλευσε δε ώρα 00.45 της επομένης ημέρας Κυριακής (26-1-2020), στο λιμάνι Μύρινα απ’ όπου αναχώρησε ώρα 01.05 για Μυτιλήνη (αφ. 05.25-αναχ. 06.15), Χίο (αφ. 08.40-αναχ. 09.00), Βαθύ (αφ. 11.45-αναχ. 12.25), Καρλόβασι (αφ. 13.05-αναχ. 13.35), Φούρνους (αφ. 14.25-αναχ. 14.35), Εύδηλο (αφ. 15.30-αναχ. 15.55), Μύκονο (αφ. 18.10-αναχ. 18.30), Σύρο (αφ. 19.15-αναχ. 19.45) με τελικό κατάπλου το λιμάνι του Πειραιά ώρα 23.35. [Ι] Κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 16.2.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε ώρα 00.30 από το λιμάνι της νήσου Κω για Νίσυρο (αφ. 01.45-αναχ. 02.00), Τήλο (αφ. 03.00-αναχ. 03.15), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.05), Ρόδο (αφ. 06.10-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.10-αναχ. 17.30), Τήλο (αφ. 19.05-αναχ. 19.20), Νίσυρο (αφ. 20.20-αναχ. 20.35), Κω (αφ. 21.55-αναχ. 22.25), Κάλυμνο (αφ. 23.20 – αν. 23.50), κατέπλεε δε ώρα 02.10 της ημέρας Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 02.25, όπου κατέπλεε ώρα 10.50. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.15-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.00-αναχ. 23.20), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.59, απ’  όπου αναχωρούσε ώρα 00.20 της Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Κω (αφ. 02.20-αναχ. 02.50), Σύμη (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.20-αναχ. 11.40), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 18.40), Σύμη (αφ. 19.45-αναχ. 20.05), Κω (αφ. 22.25-αναχ. 22.55), Κάλυμνο (αφ. 23.45) απ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Πέμπτη)  για το λιμάνι της Λέρου (αφ. 01.20-αναχ. 01.40), Λειψούς (αφ. 02.20-αναχ. 02.35), Πάτμο (αφ. 03.05-αναχ. 03.25) κατέπλεε δε στον Πειραιά ώρα 11.10, απέπλεε δε την ίδια ημέρα ώρα 15.00 για Λειψούς (αφ. 23.40-αναχ. 23.55), κατέπλεε ώρα 01.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής στην Κάλυμνο απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.50 για Κω (αφ. 02.45-αναχ. 03.15), Νίσυρο (αφ. 04.35-αναχ. 04.55), Τήλο (αφ. 06.00-αναχ. 06.20), Σύμη (αφ. 07.55-αναχ. 08.10), Ρόδο (αφ. 09.20-αναχ. 10.00), Καστελόριζο (αφ. 13.40-αναχ. 14.00), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 19.00), Σύμη (αφ. 20.10-αναχ. 20.25), Τήλο (αφ. 22.00-αναχ. 22.15), Νίσυρο (αφ. 23.20-αναχ. 23.40), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Σαββάτου στο λιμάνι της νήσου Κω απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 για Κάλυμνο (αφ. 02.20- αναχ. 02.40), Λειψούς (αφ. 04.20-αναχ. 04.30) και κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά ώρα 13.10. Κάθε Κυριακή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.00 για Αστυπάλαια (αφ. 20.20-αναχ. 20.40), Κάλυμνο (αφ. 22.50-αναχ. 23.10) και κατέπλεε στο λιμάνι της Κω ώρα 23.59. [ΙΑ] Κατά το χρονικό διάστημα από 2.4.2020 έως 19.4.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε ώρα 00.30 από το λιμάνι της νήσου Κω για Νίσυρο (αφ. 01.45-αναχ. 02.00), Τήλο (αφ. 03.00-αναχ. 03.15), Σύμη (αφ. 04.45-αναχ. 05.05), Ρόδο (αφ. 06.10-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.10-αναχ. 17.30), Τήλο (αφ. 19.05-αναχ. 19.20), Νίσυρο (αφ. 20.20-αναχ. 20.35), Κω (αφ. 21.55-αναχ. 22.25), Κάλυμνο (αφ. 23.20 – αν. 23.50), κατέπλεε δε ώρα 02.10 της Τρίτης στη νήσο Αστυπάλαια, απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά ώρα 02.25, όπου και κατέπλεε ώρα 10.50. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 15.00 αναχωρούσε εκ νέου από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.15-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.00-αναχ. 23.20), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.59, απ’  όπου αναχωρούσε ώρα 00.20 π.μ. της Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Κω (αφ. 02.20-αναχ. 02.50), Σύμη (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο  (αφ. 11.20-αναχ. 11.40), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 18.40), Σύμη (αφ. 19.45-αναχ. 20.05), Κω (αφ. 22.25-αναχ. 22.55), Κάλυμνο (αφ. 23.45) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Πέμπτη)  για το λιμάνι της Λέρου (αφ. 01.20-αναχ. 01.40), Λειψούς (αφ. 02.20-αναχ. 02.35), Πάτμος (αφ. 03.05-αναχ. 03.25) κατέπλεε δε στον Πειραιά ώρα 11.10 απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου την ίδια ημέρα ώρα 15.00 για Λειψούς (αφ. 23.40-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε ώρα 01.30 της επομένης ημέρας (Παρασκευή) στην Κάλυμνο, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.50 για Κω (αφ. 02.45-αναχ. 03.15), Νίσυρο (αφ. 04.35-αναχ. 04.55), Τήλο (αφ. 06.00-αναχ. 06.20), Σύμη (αφ. 07.55-αναχ. 08.10), Ρόδο (αφ. 09.20-αναχ. 10.00), Καστελόριζο (αφ. 13.40-αναχ. 14.00), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 19.00), Σύμη (αφ. 20.10-αναχ. 20.25), Τήλο (αφ. 22.00-αναχ. 22.15), Νίσυρο (αφ. 23.20-αναχ. 23.40), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας (Σάββατο) στο λιμάνι της νήσου Κω απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 για Κάλυμνο (αφ. 02.20- αναχ. 02.40), Λειψούς (αφ. 04.20-αναχ. 04.30) Πειραιά όπου και κατέπλεε ώρα 13.10. Κάθε Κυριακή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 12.00 για Αστυπάλαια (αφ. 20.20-αναχ. 20.40), Κάλυμνο (αφ. 22.50-αναχ. 23.10) Κω όπου κατέπλεε ώρα 23.59. Την Τρίτη 7.4.2020 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο. Την Τετάρτη 8.4.2020 το πλοίο απέπλευσε από Πειραιά 15.00′ και κατέπλευσε στη Ρόδο 6.20′ της Πέμπτης (9.4.2020) απ’ όπου αναχώρησε στις 7.45′ για Κάρπαθο – Κάσο, επέστρεψε στη Ρόδο στις 17.40′ και απέπλευσε 18.40 για Πειραιά. Την Παρασκευή 10.4.2020, κατέπλευσε στον Πειραιά 11.10′ και αναχώρησε 15.00′ για Ρόδο. Το Σάββατο 11.4.2020, κατέπλευσε στη Ρόδο 9.20′ και αναχώρησε την 10.00′ για Καστελόριζο – Ρόδο, από όπου αναχώρησε και πάλι την 19.00′ για Πειραιά. Την Κυριακή 12.4.2020, κατέπλευσε στον Πειραιά την 13.10′ και αναχώρησε την 16.00′ για Ρόδο. Τη Δευτέρα 13.4.2020, κατέπλευσε στη Ρόδο την 10.55′ και αναχώρησε την 12.00′ για Καστελόριζο – Ρόδο, από όπου αναχώρησε και πάλι την 21.00′ για Πειραιά. Την Τρίτη, 14.4.2020, κατέπλευσε στον Πειραιά την 13.00′ και αναχώρησε την 15.00′ για Ρόδο. [ΙΒ] Κατά το χρονικό διάστημα από 20.4.2020 έως 14.6.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμάνι της Ρόδου ώρα 07.00 για Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Τήλο (αφ. 18.15-αναχ. 18.30), Νίσυρο (αφ. 19.30-αναχ. 19.45), Κω (αφ. 21.05-αναχ. 21.35), Κάλυμνο (αφ. 22.30 – αν. 22.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Αστυπάλαιας ώρα 01.15 της Τρίτης, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 της ίδιας ημέρας για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 10.40, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 15.00 της ιδίας ημέρας για Πάτμο (αφ. 22.15-αναχ. 22.35),  Λειψούς (αφ. 23.00-αναχ. 23.20), Λέρο όπου κατέπλεε ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας και αναχωρούσε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας Τετάρτης για Κάλυμνο (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Κω (αφ. 02.20-αναχ. 02.50), Σύμη (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο (αφ. 11.20-αναχ. 11.40), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 18.40), Σύμη (αφ. 19.45-αναχ. 20.05), Κω (αφ. 22.25-αναχ. 22.55), Κάλυμνο (αφ. 23.45) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Πέμπτη) για Λέρο (αφ. 01.20-αναχ. 01.40), Λειψούς (αφ. 02.20-αναχ. 02.35), Πάτμο (αφ. 03.05-αναχ. 03.25) και κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 11.10, απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα ώρα 15.00 για Λειψούς (αφ. 23.40-αναχ. 23.55), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Καλύμνου ώρα 01.30 της επομένης ημέρας (Παρασκευή), απ’ όπου αναχωρούσε 01.50 για Κω (αφ. 02.45-αναχ. 03.15), Τήλο (αφ. 06.00-αναχ. 06.20), Σύμη (αφ. 07.55-αναχ. 08.10), Ρόδο (αφ. 09.20-αναχ. 10.00), Καστελόριζο (αφ. 13.40-αναχ. 14.00), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 19.00), Σύμη (αφ. 20.10-αναχ. 20.25), Τήλο (αφ. 22.00-αναχ. 22.15), Νίσυρο (αφ. 23.20- αν. 23.40), κατέπλεε δε ώρα 01.00 της επομένης ημέρας Σάββατο στη νήσο Κω, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 της ίδιας ημέρας για Κάλυμνο (αφ. 02.20-αναχ. 02.40), Λειψούς (αφ. 04.20-αναχ. 04.30), Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 13.10 και αναχωρούσε εκ νέου ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας για Αστυπάλαια (αφ. 01.30-αναχ. 01.50), Κάλυμνο (αφ. 04.10-αναχ. 04.40), Κω (αφ. 05.20-αναχ. 05.50), Νίσυρο (αφ. 07.10-  αν. 07.30), Τήλο (αφ. 08.35-αναχ. 08.55), κατέπλεε δε στη νήσο Ρόδο ώρα 11.10 της ημέρας Κυριακής, απ’ όπου αναχωρούσε την επομένη ημέρα Δευτέρα ώρα 07.00 και συνέχιζε το δρομολόγιο ως ανωτέρω. Τέλος, [ΙΓ] κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2020 έως 25.6.2020: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από την Κάλυμνο ώρα 00.05 για Κω (αφ. 00.50-αναχ. 01.10), Νίσυρο (αφ. 02.15-αν. 02.30), Τήλο (αφ. 03.20-αναχ. 03.35), Σύμη (αφ. 04.55-αναχ. 05.15), Ρόδο (αφ. 06.15-αναχ. 07.00), Καστελόριζο (αφ. 10.40-αναχ. 11.00), Ρόδο (αφ. 14.40-αναχ. 16.00), Σύμη (αφ. 17.00-αναχ. 17.15), Τήλο (αφ. 18.35-αναχ. 18.50), Νίσυρο (αφ. 19.40- αν. 19.55), Κω (αφ. 21.00-αναχ. 21.30), Κάλυμνο (αφ. 22.30-αναχ. 22.50), κατέπλεε δε στο λιμάνι της Αστυπάλαιας ώρα 01.15 της επομένης ημέρας (Τρίτης) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 01.30 για Πειραιά, όπου κατέπλεε ώρα 10.40 της ίδιας ημέρας. Την ίδια ημέρα (Τρίτη) ώρα 15.00, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο (αφ. 22.15-αναχ. 22.35), Λειψούς (αφ. 23.00-αναχ. 23.20) κατέπλεε δε στο λιμάνι της Λέρου  ώρα 23.59 και αναχωρούσε ώρα 00.20 της επομένης ημέρας (Τετάρτης) για Κάλυμνο (αφ. 01.15-αναχ. 01.35), Κω (αφ. 02.20-αναχ. 02.50), Σύμη (αφ. 05.00-αναχ. 05.20), Ρόδο (αφ. 06.20-αναχ. 07.45), Κάρπαθο (αφ. 11.20-αναχ. 11.40), Κάσο (αφ. 12.55-αναχ. 13.10), Ρόδο (αφ. 17.40-αναχ. 18.40), Σύμη (αφ. 19.45-αναχ. 20.05), Κω (αφ. 22.25-αναχ. 22.55), Κάλυμνο (αφ. 23.45), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Πέμπτης) για Λέρο (αφ. 01.20-αναχ. 01.40), Λειψούς (αφ. 02.20-αναχ. 02.35), Πάτμο (αφ. 03.05-αναχ. 03.25) και κατέπλεε στον Πειραιά ώρα 11.10, απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 15.00 της ίδιας ημέρας (Πέμπτης) για Λειψούς όπου κατέπλεε ώρα 01.20 της επομένης ημέρας (Παρασκευής). Την ίδια ημέρα (Παρασκευή) αναχωρούσε ώρα 01.30 για Κάλυμνο (αφ. 03.20), Κω (αφ. 04.15-αναχ. 04.45), Νίσυρο (αφ. 06.05-  αν. 06.25), Τήλο (αφ. 07.30-αναχ.07.50), Σύμη (αφ.09.25-αναχ.09.40), Ρόδο (αφ.10.50-αναχ. 12.00), Καστελόριζο (αφ. 15.40-αναχ. 16.00), Ρόδο (αφ. 19.40-αναχ. 21.00), Σύμη (αφ. 22.10-αναχ. 22.25), Τήλο (αφ. 23.59), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 00.15 της επομένης ημέρας (Σάββατο) για Νίσυρο (αφ. 01.20- αν. 01.40), Κω (αφ. 03.00-αναχ. 03.30), Κάλυμνο (αφ. 04.20-αναχ. 04.40), Λειψούς (αφ.06.20-αναχ.06.30), απ’ όπου αναχωρούσε για Πειραιά όπου κατέπλεε ώρα 17.00. Κάθε Κυριακή αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.00 για Αστυπάλαια (αφ. 21.35-αναχ. 21.50), Κάλυμνο (αφ. 23,45) και συνέχιζε το δρομολόγιο ως ανωτέρω. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολογήσεώς του στο ανωτέρω πλοίο απασχολήθηκε υπερωριακά και συγκεκριμένα ότι εργαζόταν επί δεκαέξι [16] ώρες ημερησίως, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες, κατά δε τα χρονικά διαστήματα από 23-10-2019 έως 7-11-2019 και από 29-1-2020 έως 3-2-2020, οπότε το πλοίο είχε διακόψει τους πλόες και διενεργούντο σε αυτό εργασίες επισκευής επί ένδεκα [11] ώρες τις καθημερινές και επί εννέα [9] ώρες τις ημέρες Κυριακής και Σαββάτου. Οι εναγόμενες αρνούνται ότι ο ενάγων εργαζόταν τις ώρες που αυτός αναφέρει στην αγωγή του, ισχυρίζονται δε ότι, αυτός, κατά κανόνα εργαζόταν οκτώ [8] ώρες ημερησίως και σπάνια εννέα [9] ή δέκα [10] ώρες, εργασία για την οποία έχει εξοφληθεί. Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και ιδίως της ανωτέρω διάρκειας των δρομολογίων που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο για την εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, σε συνδυασμό με την οργανική του σύνθεση, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος που περιέχονται στην αγωγή του κρίνονται αβάσιμοι, για τις  ακόλουθες ημέρες εργασίας του στο ανωτέρω πλοίο, κατά τις οποίες κρίνεται ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου και συγκεκριμένα: (α) κατά τις ημέρες Δευτέρας και Παρασκευής του χρονικού διαστήματος από 3-5-2019 έως και 24-5-2019, από 8-11-2019 έως 8-12-2020, από 9-12-2019 έως 12-1-2019 (πλην της αργίας της 6-1-2020 για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω) και από 20-1-2020 έως 27-1-2020, διότι το ανωτέρω πλοίο την μεν ημέρα Δευτέρα απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 16.00, ήτοι ο ημερήσιος χρόνος πλεύσης του πλοίου διαρκούσε οκτώ (8) ώρες, τη δε ημέρα Παρασκευή απέπλεε από το ίδιο λιμάνι ώρα 17.00, ήτοι ο ημερήσιος χρόνος πλεύσης του πλοίου διαρκούσε επτά (7) ώρες, (β) κατά τις ημέρες Κυριακής της 22.9.2019 και 29.9.2019, διότι το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 17.30, ήτοι ο ημερήσιος χρόνος πλεύσης του διήρκησε επί 6,5 ώρες, γ) την 8-1-2020, διότι το ανωτέρω πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο, την 14.1.2020, διότι το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 07.30 και κατέπλευσε σε αυτό μετά από περίπου δέκα ώρες, αναχώρησε δε εκ νέου ώρα 23.00, την 28-1-2020 διότι διέκοψε το δρομολόγιό του ενόψει εργασιών επισκευής του, την 4.2.2020 οπότε, αφού ολοκληρώθηκαν οι εργασίες επισκευής του την 3-2-2020, απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά (την 4-2-2020) ώρα 15.00, την Κυριακή 5-4-2020 διότι το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά, στο οποίο είχε καταπλεύσει την προηγουμένη ημέρα, ώρα 12.00, την 7-4-2020 διότι το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγιο, την 8-4-2020 διότι το ανωτέρω πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, την Κυριακή 19.4.2020 διότι το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά, στο οποίο είχε καταπλεύσει την προηγουμένη ημέρα, ώρα 12.00, (δ) τις ημέρες Κυριακής 9.2.2020 και 16.2.2020, διότι το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά, στο οποίο είχε καταπλεύσει την προηγουμένη ημέρα, ώρα 12.00, (ε) τις ημέρες Κυριακής, του χρονικού διαστήματος από 20-4-2020 έως 14-6-2020, διότι το πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 11.10, δεν πραγματοποιούσε έτερο ταξίδι την ίδια ημέρα, αλλά απέπλεε την επομένη ημέρα και ώρα 07.00 πρωινή. Περαιτέρω, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, μεταξύ των οποίων και των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων και δη του μάρτυρα ……., ο οποίος εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος (σχετικά υπ’ αριθμ. ………/4-2-2021 ένορκη βεβαίωση), ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ως ναύκληρος, κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος σε αυτό και συγκεκριμένα από την 3.5.2019 έως την 20.2.2020, των μαρτύρων οι οποίοι εξετάσθηκαν με επιμέλεια των εναγομένων, ……………… και …… (σχετικά υπ’ αριθμ. …. από 31.5.2021 και ….. από 4.6.2021 ένορκες βεβαιώσεις), οι οποίοι υπηρέτησαν στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα, ο πρώτος εκ των οποίων ως Ύπαρχος αρχικώς και ακολούθως ως Πλοίαρχος, από μηνός Φεβρουαρίου έως μηνός Σεπτεμβρίου 2019 και ο δεύτερος άλλοτε ως Ύπαρχος και άλλοτε ως Υποπλοίαρχος κατά το χρονικό διάστημα από 8.3.2020 έως 1.9.2020, οι καταθέσεις των οποίων (μαρτύρων των διαδίκων) λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως εκάστου εξ αυτών και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, απεδείχθη ότι, στο ανωτέρω πλοίο, μήκους 141 μέτρων, το οποίο διαθέτει εννέα επίπεδα, εκ των οποίων τα πέντε αποτελούν χώρους στάθμευσης των επιβιβαζόμενων αυτοκινήτων (γκαράζ), με δυνατότητα μεταφοράς 1.800 επιβατών και 950 οχημάτων, κατά τον επίδικο χρόνο, ευρίσκετο σε πλήρη οργανική σύνθεση, διότι υπηρετούσαν σε αυτό ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ένας [1] ναύκληρος, δύο [2] υποναύκληροι, δώδεκα [12] ναύτες και δύο [2] ναυτόπαιδες. Κατά τον ίδιο χρόνο, εκ των δώδεκα [12] υπηρετούντων σε αυτό ναυτών, με εναλλαγή ανά δεκαπενθήμερο, οι έξι εκτελούσαν βάρδιες φυλακής και οι υπόλοιποι έξι εκτελούσαν υπηρεσία ημερεργάτη. Οι υπηρετούντες σε φυλακή γέφυρας ναύτες, απασχολούντο σε δύο τετράωρες βάρδιες, κατά τη διάρκεια των οποίων, πλην των εργασιών γέφυρας, οπότε εκτελούσαν χρέη είτε πηδαλιούχου είτε οπτήρα, μετείχαν και στις εργασίες φόρτωσης, εκφόρτωσης, κατάπλου και απόπλου του πλοίου. Οι υπηρετούντες ως ημερεργάτες ναύτες απασχολούνταν, όταν το πλοίο ήταν στο λιμάνι σε εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας του πλοίου, καθώς και σε εργασίες συντήρησης αυτού, ενώ εν πλω απασχολούνταν ομού μετά του ναυκλήρου και των δύο ναυτόπαιδων στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, τόσο στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, όσο και στους ενδιάμεσους λιμένες, καθώς επίσης και σε εργασίες καθαριότητας του πλοίου. Όμοια και ο ενάγων ανά δεκαπενθήμερο απασχολείτο είτε ως ημερεργάτης είτε εκτελούσε βάρδιες φυλακής. Ο ενάγων με την αγωγή του υποστηρίζει ότι, καθόν χρόνο εργαζόταν στις φυλακές γέφυρας, η εργασία του διαρκούσε αντί τεσσάρων ωρών, όπως προεβλέπετο, οκτώ ώρες, διότι μετείχε πέραν του οκταώρου της βάρδιάς του και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου. Οι εναγόμενες αρνούνται τον εν λόγω ισχυρισμό, ισχυριζόμενες περαιτέρω ότι οι ναύτες που εκτελούσαν φυλακή γέφυρας μετείχαν σε εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου μόνον όταν το πλοίο προσέγγιζε σε λιμένα, εντός της τετράωρης βάρδιάς τους. Οι ίδιες υποστηρίζουν ότι μόνο σε περιόδους αυξημένης κίνησης, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες και κατά την περίοδο των εορτών, ήταν αναγκαία η υπερωριακή απασχόληση των εν λόγω ναυτών, οπότε αυτοί εργάζονταν μισή με μία ώρα νωρίτερα από την βάρδιά τους, καθώς επίσης μισή με μία ώρα πέραν του τέλους της βάρδιάς τους, αλλά όχι και στις δύο τετράωρες βάρδιες, ήτοι όχι τέσσερις φορές, αλλά δύο φορές, με αποτέλεσμα και στις περιόδους αυτές, αυξημένης εργασίας λόγω επιβατικής κίνησης, η συνηθισμένη εργασία των ναυτών φυλακής γέφυρας να ανέρχεται σε οκτώ ώρες, κατ’ ανώτατο όριο σε εννέα ώρες και σπάνια συνολικά σε δέκα ώρες. Ο μάρτυρας του ενάγοντος, κατέθεσε ότι, καθόν χρόνο ο ενάγων εργαζόταν σε βάρδια γέφυρας, πέραν του νομίμου ωραρίου, εργαζόταν επί τέσσερις ώρες διότι, επί δίωρο πριν και μετά το τέλος της βάρδιάς του συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, απόπλου και φορτοεκφόρτωσης του πλοίου, είτε στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, είτε και σε όλα τα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο, μέσα στο δίωρο, πριν την έναρξη ή μετά τη λήξη της κάθε βάρδιάς του. Οι  μάρτυρες της εναγομένης κατέθεσαν ότι οι ναύτες που εκτελούσαν βάρδια γέφυρας δεν μετείχαν μετά το τέλος της βάρδιάς τους ή προ αυτής στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου, με εξαίρεση τις περιόδους αυξημένης κίνησης επιβατών και οχημάτων, καθώς επίσης και σε περίπτωση κακοκαιρίας, οπότε για λόγους ασφαλείας, εφαρμοζόταν το σύστημα «standby (σταντμπάι)», δηλαδή, κατά τις ίδιες καταθέσεις, ο ναύτης που υπηρετούσε στη φυλακή της γέφυρας μπορούσε να κληθεί μισή ή μία ώρα νωρίτερα από την έναρξη της βάρδιάς του ή να σχολάσει μισή ή μία ώρα αργότερα από τη λήξη της, ώστε να ενισχυθούν οι υπόλοιποι ναύτες, οι ημερεργάτες και το κατώτερο πλήρωμα στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου. Κατά τους ίδιους μάρτυρες, κατά τον χρόνο αυτό, η ημερήσια εργασία των ναυτών γέφυρας έφθανε τις εννέα και σπάνια τις δέκα ώρες, ουδέποτε δε υποχρεώθηκαν σε εργασία δύο ωρών «μπρος – πίσω» από τις βάρδιες. Περαιτέρω, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, καθόν χρόνο εργαζόταν ως ημερεργάτης, απασχολείτο με ημερήσιο ωράριο από ώρας 08.00 έως ώρας 17.00, οπότε εκτελούσε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας εξωτερικών χώρων του πλοίου και του γκαράζ, επιπλέον δε συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου, φορτοεκφόρτωσης και απόπλου του πλοίου σε όλα τα λιμάνια του εκάστοτε δρομολογίου. Μετά δε τον κατάπλου του πλοίου στον λιμένα του Πειραιά, καθώς επίσης και σε περίπτωση άφιξής του σε οποιοδήποτε λιμάνι προορισμού το πλοίο δεν απέπλεε άμεσα, αλλά παρέμενε σε αυτό  ορισμένες ώρες, με το πέρας της εκφορτώσεως αυτού, μετείχε στις εργασίες γενικής καθαριότητας των εξωτερικών χώρων και του γκαράζ του πλοίου, εργασίες που διαρκούσαν δύο ώρες. Οι εναγόμενες ήδη με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, υποστήριξαν ότι η εργασία των έξι ημερεργατών συνίστατο στη συμμετοχή τους στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια του δρομολογίου, καθώς επίσης και σε εργασίες καθαριότητας στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού. Οι ίδιες υποστήριξαν ότι και οι ημερεργάτες ήταν κατανεμημένοι σε βάρδιες, ώστε να ξεκουράζονται και δεν απαιτείτο όπως άπαντες οι ημερεργάτες απασχολούνται σε όλους του ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του πλοίου. Κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, καθόν χρόνο οι ναύτες εργάζονταν ως ημερεργάτες, είχαν ένα βασικό ωράριο απασχόλησης καθη­μερινά από ώρας 8.00 έως ώρας 17.00, εντός του οποίου απασχολούντο στις φορτοεκφορτώσεις του πλοίου κατά τους κατάπλους και απόπλους αυτού, καθώς επίσης και σε εργασίες συντήρη­σης και καθαριότητας, καθαρίζοντας τα καταστρώματα και τα γκα­ράζ, απασχολούμενοι και σε μικροεπισκευές του πλοίου, όπως γρασαρίσματα και καθαρισμούς, όταν δε το πλοίο δεν αναχωρούσε άμεσα, εκτελούσαν και εργασίες επισκευής. Ο εκ των μαρτύρων της εναγομένης …………. κατέθεσε ότι, οι έξι ναύτες οι οποίοι εργάζονταν ως ημερεργάτες – ντεϊμάνηδες στο εν λόγω πλοίο, απασχολούντο κυρίως, ομού μετά του ναυκλήρου, των υποναυκλήρων και των ναυτόπαιδων, στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια κατά τη διάρκεια του δρομολογίου και επιπλέον σε εργασίες καθαριότητας στα λιμάνια αφετηρίας και προορισμού, δίχως ο συνολικός χρόνος απασχόλησής τους να ξεπερνά ημερησίως τις οκτώ ώρες, διότι, κατά την ίδια κατάθεση, οι ημερεργάτες ήταν κατανεμημένοι σε βάρδιες, ώστε να αναπαύονται και δεν απαιτείτο να εργάζονται άπαντες οι ημερεργάτες σε όλα τα ενδιάμεσα λιμάνια, με εξαίρεση τα λιμάνια του Πειραιά, της Καβάλας και της Ρόδου, οπότε εργάζονταν άπαντες, λόγω της αυξημένης κίνησης. Ειδικά για τον ενάγοντα, ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι, εκάστη Δευτέρα και Παρασκευή, οπότε το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά, ώρα 16:00 για Σύρο, Μύκονο και Εύδηλο, όπου κατέπλεε ώρα 23:40, ο ενάγων απασχολείτο ως ημερεργάτης, ξεκινώντας με εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου εργασία στην οποία απασχολείτο επί τέσσερις ώρες περίπου, από ώρας 08:00 έως ώρας 12:00, ακολούθως δε αναπαύονταν και απασχολείτο εκ νέου, κατά την επιβίβαση στο λιμάνι του Πειραιά από ώρας 13:00 έως ώρας 16.30, ήτοι έως και μισή ώρα μετά την αναχώρηση του πλοίου, ακολούθως αναπαύονταν, χωρίς να μετέχει στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου στα λιμάνια της Σύρου και της Μύκονου, απασχολείτο δε εκ νέου περί τα δέκα λεπτά προ του κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι του Ευδήλου, όπου το πλοίο κατέπλεε ώρα 23.40 και απέπλεε ακολούθως ώρα 00.05, στις εργασία κατάπλου και απόπλου περί τα τριανταπέντε λεπτά και ακολούθως αναπαύονταν. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, δεν πραγματοποιούντο εργασίες συντήρησης και επισκευές στο πλοίο εν πλω, παρά μόνον περιορισμένες εργασίες καθαριότητας, που διαρκούσαν περί τη μία ώρα. Εργασίες καθαριότητας και ελαφρές συντηρήσεις του πλοίου εγίνοντο κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά επί τετράωρο. Ο εκ των μαρτύρων της εναγομένης…………….., ως προς την εργασία των ημερεργατών, κατέθεσε ότι, ο ένας εκ των έξι ημερεργατών εργαζόταν στην πρωινή βάρδια από ώρας 08:00 έως ώρας 17:00 με μία ώρα διάλειμμα, ο ίδιος δε ναύτης εργαζόταν στον κατάπλου και απόπλου του πλοίου μόνο κατά το ωράριο του και ότι όταν ο ενάγων ήταν στην εν λόγω πρωινή βάρδια, δεν απασχολείτο στα λιμάνια εκτός ωραρίου του. Κατά την ίδια κατάθεση, από τους υπόλοιπους πέντε ημερεργάτες, ένας διανυκτέρευε και οι υπόλοιποι τέσσερις απασχολούνταν μόνο στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου, οι οποίοι με τον απόπλου του πλοίου αποδεσμεύονταν και δεν εκτελούσαν άλλη εργασία εν πλω, ο δε συνολικός χρόνος εργασίας τους εντός του εικοσιτετραώρου δεν ξεπερνούσε τις οχτώ ή εννέα ή σπανιότερα τις δέκα ώρες κατά ανώτατο όριο, κατά μέσο όρο. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, εν πλω δεν πραγματοποιούντο εργασίες επισκευής και συντήρησης του πλοίου, παρά μόνον εργασίες καθαριότητας, χωρίς να καταθέτει περαιτέρω ποίος εκτελούσε αυτές. Ειδικώς για τον ενάγοντα, κατέθεσε ότι, κατά το χρόνο κατά τον οποίο συνυπηρέτησαν, ο ενάγων εργαζόταν κυρίως στη φυλακή γέφυρας, εκ του γεγονότος δε ότι «δεν έδειχνε πολύ πρόθυμος για τις λίγο πιο βαριές δουλειές», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Κατά τον ίδιο μάρτυρα, ο ενάγων συμμετείχε στις πιο εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας του πλοίου και στις εργασίες ελαφράς συντήρησης αυτού κάθε Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή επί δίωρο εντός του ωραρίου του και δη από ώρας 11:00 έως ώρας 13:00. Περαιτέρω, ως προς τις εργασίες που απαιτούντο κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου στους επιμέρους λιμένες των εκάστοτε δρομολογίων, ο μάρτυρας του ενάγοντος κατέθεσε ότι, σε κάθε κατάπλου και απόπλου του πλοίου, ο καθένας από τα μέλη του προσωπικού κα­ταστρώματος, είχε συγκεκριμένη εργασία σε συγκεκριμένο θέση στο πλοίο. Ειδικότερα, κατέθεσε ότι, μισή ώρα προ του κατάπλου του πλοίου όφειλαν να παρίστανται ναύτες στο γκαράζ, διότι άρχετο η απασφάλιση των οχημάτων που θα εκφορτώνονταν, ναύτες στην πλώρη και στην πρύμνη του πλοίου, οι οποίοι ελάμβαναν εντολές για το δέσιμο των κάβων και την πόντιση της άγκυρας, προκειμένου το πλοίο να δέσει στον προβλήτα, οι οποίοι ακολούθως μετέβαιναν στο γκαράζ του πλοίου και μετείχαν στην φορτοεκφόρτωση του πλοίου. Κατά την ίδια κατάθεση, ο ίδιος (μάρτυρας) ως ναύκληρος, αλλά και οι δύο υποναύκληροι που υπηρετούσαν στο πλοίο, κατά τον ίδιο χρόνο, παρίσταντο ένας στο γκαράζ του πλοίου, ένας στην πλώρη και ένας στην πρύμνη. Μετά την εκφόρτωση, οι υποναύκληροι μετά των ναυτών, υπό την επίβλεψή του, οδηγούσαν τους οδηγούς των οχημάτων που επιβιβάζοντο στο πλοίο σε συγκεκριμένη θέση στάθμευσης και τα οχήματα ασφαλίζονταν, εργασία η οποία στους μεγάλους λιμένες και δη στους λιμένες της Σάμου, της Ικαρίας, της Χίου, της Λέσβου, της Λήμνου, της Καβάλας και των Δωδεκανήσων, διαρκούσαν και μετά τον απόπλου του πλοίου από τα λιμάνια αυτά και εν πλω. Τέλος, κατά τον ίδιο μάρτυρα, έως ότου το πλοίο να απομακρυνθεί με ασφάλεια από το εκάστοτε λιμάνι, κανείς εκ των ναυτών δεν αποχωρούσε από τη θέση που είχε οριστεί. Σχετικά με την απασχόληση του ενάγοντος στις επισκευές του ανωτέρω πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 23.10.2019 έως 7.11.2019 και από 28.1.2020 έως 3.2.2020, οπότε το πλοίο διέκοψε τους πλόες του, ο μάρτυρας του ενάγοντος κατέθεσε ότι, στις εργασίες αυτές συμμετείχε και το προσωπικό καταστρώματος, εργαζόμενο καθημερινά, από ώρας 08.00 έως ώρας 19.00 και τα Σαββατοκύριακα από ώρας 08.00 έως ώρας 17.00, τις δε τελευταίες ημέρες των εργασιών επισκευής, εργάζονταν έως ώρας 10.00 μ.μ. Οι μάρτυρες της εναγομένης, δεν αρνήθηκαν ότι στις εν λόγω εργασίες απασχολείτο και το πλήρωμα καταστρώματος του εν λόγω πλοίου όπως επίσης δεν αρνήθηκαν ειδικώς ότι στις εν λόγω εργασίες μετείχε και ο ενάγων, σχετικά δε ο μάρτυρας ……….. κατέθεσε επ’ αυτού «…Την περίοδο δε από 23.10.2019 έως 07.11.2019 το πλοίο υποβλήθηκε σε γενική επισκευή οπότε δεν δικαιολογείτο σε καμία περίπτωση η εξαντλητική εργασία καθημερινά από τις 08:00 π.μ. έως τις 19:00 μ.μ. ή και περισσότερο και από τις 08:00 π.μ. έως τις 17:00 μ.μ. τα Σάββατα και τις Κυριακές, όπως αναφέρει στην αγωγή του…», δίχως να καταθέσει σχετικά με τις επισκευές του πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 28.1.2020 έως 3.2.2020. Ο μάρτυρας ……… επ’ αυτού κατέθεσε «…Γενικά από την εμπειρία μου γνωρίζω ότι όταν το πλοίο διακόπτει τα δρομολόγιά του και τίθεται σε επισκευή οι ναύτες εργάζονται μόνο σε δύο τετράωρες βάρδιες και σε καμία περίπτωση δεν δούλευαν από τις 08:00 το πρωί έως τις 10:00 τη νύχτα….». Από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και λαμβανομένων υπόψη (α) της σταθερής καταβολής στον ενάγοντα αμοιβής υπερωριακής εργασίας, ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας που προσκομίζονται, τα επιμέρους ποσά των οποίων αναλύονται ανωτέρω, (β) της παραδοχής υπό των εναγομένων ότι όταν, κατά τις περιόδους αυξημένης κίνησης και δη κατά τους θερινούς μήνες, καθώς και επίσης και κατά τη διάρκεια των εορτών, ο ενάγων καλούνταν να συνδράμει τους ναύτες βάρδιας και τους ημερεργάτες, ακόμα και αν ο ίδιος δεν είχε βάρδια, (γ) της κατάθεσης του μάρτυρος των εναγομένων …….  , κατά την οποία ο εκτελών φυλακή γέφυρας ναύτης καλούνταν να συνδράμει τους ναύτες βάρδιας και τους ημερεργάτες ακόμα και αν δεν είχε βάρδια και σε περιόδους κακοκαιρίας, άπαντες δε οι ημερεργάτες εργάζονταν στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια του Πειραιά, της Καβάλας και της Ρόδου, (δ) των απαιτούμενων εργασιών κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου στα λιμάνια προσέγγισης, όπως περί αυτών κατέθεσε ο μάρτυρας του ενάγοντος και δεν αντικρούστηκαν από τις εναγόμενες, επί των οποίων ουδέν κατέθεσαν οι μάρτυρες των εναγομένων και οι οποίες στην περιγραφή τους ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του νόμου, δεδομένου ότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960) “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία.», με βάση τις οποίες απαιτούνται ναύτες στο πρόστεγο, μετά του Υποπλοιάρχου και του Ναυκλήρου και ναύτες στο επίστεγο μετά του Ανθυποπλοιάρχου και του Ναυκλήρου, (δ) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω με λεπτομέρεια αναφερόμενες ακτοπλοϊκές γραμμές και εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα δρομολόγια που προαναφέρθηκαν αναλυτικά, του αριθμού των λιμένων που προσέγγιζε το πλοίο καθ’ εκάστη, του χρόνου παραμονής του σε κάθε ενδιάμεσο λιμένα προσέγγισης, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους (μειωμένη τη χειμερινή, σημαντικά μεγαλύτερη κατά τη θερινή και τις εορτές), της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στον ίδιο λιμένα, των χαρακτηριστικών του εν λόγω πλοίου (πρόκειται για μεγάλου μεγέθους επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο το οποίο διαθέτει πέντε επίπεδα χώρων σταθμεύσεως), (ε) της φύσεως και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, κρίνεται ότι ο ενάγων, απασχολούμενος με την ειδικότητα του ναύτη στο ανωτέρω πλοίο, καθόν χρόνο απασχολείτο σε δύο εναλλασσόμενες τετράωρες βάρδιες φυλακής γέφυρας ανά 24ωρο, απασχολείτο πέραν των δύο τετράωρων βαρδιών και πριν την έναρξη της βάρδιας του και μετά τη λήξη της, επί δίωρο με τις εργασίες που αφορούν την ως άνω ειδικότητα του, ήτοι την πρόσδεση και την απόδεση του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, στους λιμένες τους οποίους προσέγγιζε το εν λόγω πλοίο εντός του χρόνου αυτού. Καθόν χρόνο δε εκτελούσε εργασία ημερεργάτη, απασχολείτο στις εργασίες πρόσδεσης και την απόδεσης του πλοίου κατά τον κατάπλου και απόπλου, την φορτοεκφόρτωση, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων στους χώρους στάθμευσης (γκαράζ) αυτού, σε όλους τους λιμένες τους οποίους προσέγγιζε το εν λόγω πλοίο, επιπλέον δε απασχολείτο και με τις εργασίες καθαριότητας του χώρου τούτου, των καταστρωμάτων, των κλιμακοστασίων και εν γένει των εξωτερικών μερών του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και στο λιμάνι, όταν το πλοίο δεν αναχωρούσε άμεσα, οπότε ελάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού, οπότε επίσης ασχολούνταν σε μικρής εκτάσεως εργασίες συντήρησης και στο βάψιμο διαφόρων χώρων του πλοίου. Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, αργιών και Κυριακών (πλην των ανωτέρω ειδικώς αναφερομένων ημερών που δεν απεδείχθη ότι εκτελούσε υπερωριακή εργασία) πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που εκτελούσε το εν λόγω πλοίο και μάλιστα σε περισσότερες της μίας ακτοπλοϊκές γραμμές και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων, πλην των ημερών που ειδικά αναφέρονται ανωτέρω, κατά τις οποίες απεδείχθη ότι δεν πραγματοποίησε υπερωριακή εργασία, ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων αλλά επιπλέον και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι, καθόν χρόνο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες και δεν παρέμενε ακινητοποιημένο στο λιμάνι προς επισκευή, πλην των ανωτέρω ειδικώς μνημονευομένων ημερών κατά τις οποίες απεδείχθη ότι λόγω της μη εκτέλεσης δρομολογίων ή της μικρής διάρκειας πλεύσης αυτού, κατά περίπτωση, ο ενάγων δεν εκτέλεσε υπερωριακή εργασία, η ημερήσια εργασία του ενάγοντος, κατά μέσο όρο ανήλθε: (α) κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 14.6.2019 τις ημέρες Κυριακής σε εννέα (9) ώρες εκάστη και τις ημέρες Σαββάτου σε οκτώ (8) ώρες εκάστη, (β) την 13.9.2019 ημέρα Παρασκευή σε εννέα (9) ώρες, την 14.9.2019 ημέρα Σάββατο σε δέκα (10) ώρες, την 21.9.2019 και την 28.9.2019, ημέρες Σαββάτου και την 15.9.2019 ημέρα Κυριακής σε εννέα (9) ώρες, (γ) την 6-12-2019, ημέρα Παρασκευής (ημέρα αργίας), σε οκτώ (8) ώρες, (δ) την 8.2.2020 και 15.2.2020, ημέρες Σαββάτου και την 6-1-2020 (ημέρα αργίας) σε οκτώ (8) ώρες, (ε) Την 4.4.2020 και 18.8.2020, ημέρες Σαββάτου σε οκτώ (8) ώρες. Τις υπόλοιπες δε ημέρες [πλην αυτών κατά τις οποίες απεδείχθη ότι δεν εργάσθηκε υπερωριακά ως ανωτέρω αναλύεται και των ανωτέρω περιπτώσεων υπό στοιχεία από (α) έως και (ε)], καθημερινές, Κυριακές, ημέρες Σαββάτου και αργίας  σε δεκατρείς (13) ώρες και όχι δεκαέξι (16) ώρες, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Περαιτέρω, καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι και σε αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής, στις οποίες μετείχε και ο ενάγων, ο τελευταίος εργάσθηκε πέραν του ανωτέρω νομίμου ωραρίου. Επί της τελευταίας αναφερομένης περιπτώσεως, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, αποδεικνύεται ότι, κατά τον μήνα Οκτώβριο του 2019, για το χρονικό διάστημα από 23.10.2019 έως 31.10.2019, οπότε στο εν λόγω πλοίο εκτελούντο εργασίες επισκευής, κατεβλήθη στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 143,09 ως αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ποσό που αντιστοιχεί σε (143,09 δια 10,44=) 13,70 ώρες εργασίας σε αργίες και Σάββατα και ποσό ευρώ 104,46 ως αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές, ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε (104,46 δια 8,70=) 12,00 ώρες υπερωριακής εργασίας. Παράλληλα, αποδεικνύεται ότι, κατά το εν λόγω διάστημα, ο ενάγων εργάσθηκε στις εν λόγω επισκευές έξι ημέρες καθημερινές, μία ημέρα Σαββάτου και μία ημέρα Κυριακής, δεδομένου ότι δεν αξιώνει αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα αργίας της 28.10.2019. Ως εκ τούτου, από τη συνεκτίμηση των ιδίων ως άνω αποδείξεων, κρίνεται βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος ότι, κατά τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες διενεργούντο επισκευές στο εν λόγω πλοίο, ο ίδιος εργαζόταν κατά τις καθημερινές επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως και επί εννέα (9) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής. Η ανάγκη παροχής εργασίας, πέραν των νομίμων, κατά τα άνω, χρονικών ορίων, δεν αποκλείεται εκ του γεγονότος ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση όσον αφορά στο κατώτερο πλήρωμα, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η πρώτη εναγομένη με τον τρίτο λόγο εφέσεώς της και όπως αμφότερες οι εναγόμενες υποστηρίζουν με τις έγγραφες προτάσεις τους. Επομένως, η ημερήσια εργασία του ενάγοντος, απεδείχθη ότι ανήρχετο (α) κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 14.6.2019 σε εννέα (9) ώρες κατά τις ημέρες Κυριακής και σε οκτώ (8) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2019 έως 4.10.2019 σε εννέα (9) ώρες κατά την ημέρα Παρασκευή 13.9 2019, σε δέκα (10) ώρες την 14.9.2019 ημέρα Σάββατο, σε εννέα (9) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου 21.9.2019 και 28.9.2019 και Κυριακής 15.9.2019, γ) κατά την ημέρα αργίας 6-12-2019 ημέρα Παρασκευής, εργάσθηκε οκτώ (8) ώρες, (δ) κατά τις ημέρες Σαββάτου 8.2.2020 και 15.2.2020 και την αργία 6-1-2020 σε οκτώ (8) ώρες, (ε) κατά τις ημέρες Σαββάτου 4.4.2020 και 18.8.2020 σε οκτώ (8) ώρες και όχι σε δώδεκα (12) ώρες, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γενομένου δεκτού κατά τούτο, ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης της πρώτης εναγομένης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση καθό μέρος και για τις ανωτέρω ημερομηνίες, έγινε δεκτό ότι, ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, απορριπτομένων ως προς τις ανωτέρω ημέρες του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος καθό μέρος πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση διότι, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή του με την οποία υποστήριζε ότι η ημερήσια διάρκεια της απασχόλησής του ανήρχετο σε δεκαέξι (16) ώρες. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, πλην των αμέσως ανωτέρω αναφερομένων ημερομηνιών, καθώς επίσης και των ημερών κατά τις οποίες, ως αναλύεται ανωτέρω, ο ενάγων δεν εργάσθηκε υπερωριακώς, τις υπόλοιπες ημέρες καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, ο ενάγων εργαζόταν ημερησίως, κατά μέσο όρο, επί δεκατρείς (13) ώρες και όχι επί δεκαέξι (16) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται με την ένδικη αγωγή του και όχι δώδεκα (12) ώρες, όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, γενομένου, κατά τούτο, δεκτού ως εν μέρει βασίμου στην ουσία του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, κατά το σκέλος που πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος έγινε δεκτό υπ’ αυτής ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, απορριπτομένου όσον αφορά στις εν λόγω ημέρες του τρίτου λόγου έφεσης της πρώτης εναγομένης ως αβασίμου στην ουσία του, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων καθό μέρος δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακά επί δώδεκα ώρες, αν και η ημερήσια διάρκεια της απασχόληση του δεν ξεπερνούσε το νόμιμο ωράριο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που ξεπερνούσε κατ’ ελάχιστο αυτό και των αντίστοιχων ισχυρισμών της δεύτερης εναγομένης που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις της. Επιπροσθέτως, απεδείχθη ότι, καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι και σε αυτό εκτελούντο εργασίες επισκευής, στις οποίες μετείχε και ο ενάγων, ο τελευταίος εργαζόταν καθημερινά επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως τις καθημερινές και επί εννέα (9) ώρες κατά τις ημέρες Σαββάτου και Κυριακής. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απερρίφθη η ένδικη αγωγή καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση καθόν χρόνο διενεργούντο στο εν λόγω πλοίο επισκευές, αφού δέχθηκε ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε στις εν λόγω εργασίες επισκευής, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων κατά τις οποίες ο ενάγων δεν εργάσθηκε τις ώρες που αναφέρει στην αγωγή του. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εδικαιούτο την ακόλουθη αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση, έναντι της οποίας, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, έλαβε τα ακόλουθα ποσά: (Α) Για το χρονικό διάστημα από 3-5-2019 έως 7-7-2019, το συνολικό ποσό των 3.319,92 και συγκεκριμένα: (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 3-5-2019 έως 24-5-2019, το συνολικό ποσό των 929,10 και δη: α) Για 9 ημέρες καθημερινές και 3 ημέρες Κυριακής, το ποσό των ευρώ 522,00 (12 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 60 Χ 8,70 που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά καθημερινές και Κυριακές =) και (β) για 3 ημέρες Σαββάτου, το ποσό των 407,16 ευρώ (3 Σάββατα Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 39 ώρες Χ 10,44 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα και τις αργίες =), (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 25-5-2019 έως 14-6-2019, το ποσό των ευρώ 1.021,38 και δη: (ι) Για το χρονικό διάστημα από 25-5-2019 έως 31-5-2019, το συνολικό ποσό των ευρώ 309,72, ήτοι: α) Για 5 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 217,50 (5 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 25 Χ 8,70 ευρώ =), β) Για 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 8,70 (1 Κυριακή Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 1 Χ 8,70 ευρώ =) και (γ) για 1 Σάββατο, το ποσό των  83,52 ευρώ (1 Σάββατο  Χ 8 ώρες εργασίας του την ημέρα = 8 ώρες Χ 10,44 ευρώ =), (ιι) Για το χρονικό διάστημα από 1-6-2019 έως 14-6-2019 το ποσό των ευρώ 711,6 και δη: α) Για 9 ημέρες καθημερινές το ποσό των ευρώ 391,50 (9 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 45 Χ 8,70 ευρώ =), β) Για 2 ημέρες Κυριακής το ποσό των ευρώ 17,40 (2 ημέρες Κυριακής Χ 1 ώρα εργασίας του ημερησίως = 2 Χ 8,70 ευρώ =), (γ) για 2 Σάββατα, το ποσό των  167,04 ευρώ (2 Σάββατα  Χ 8 ώρες εργασίας του την ημέρα = 16 ώρες Χ 10,44 ευρώ =) και (δ) για 1 ημέρα αργίας της 6-6-2019, το ποσό των 135,72  ευρώ (1 αργία Χ 13 ώρες εργασίας του = 13 ώρες Χ 10,44 ευρώ =), (ΙΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 15-6-2019 έως 7-7-2019, το ποσό των ευρώ 1.369,38 και δη: α) Για 15 ημέρες καθημερινές και 4 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 826,50 (19 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 95 Χ 8,70 ευρώ =) και (β) για 4 Σάββατα, το ποσό των 542,88  ευρώ (4 Σάββατα Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 52 ώρες Χ 10,44 ευρώ=). Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, απεδείχθη ότι ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή του για την παροχή υπερωριακής εργασίας από την πρώτη εναγομένη κατά τον μήνα Μάιο 2019, το ποσό των ευρώ 452,03 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησής του κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 585,75 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ 1.037,78, επιπλέον δε έλαβε την 20-10-2019, αναδρομικά, για το χρονικό διάστημα από 3-5-2019 έως 31-8-2019, το ποσό των ευρώ 29,89, για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 38,71, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά έλαβε αναδρομικά το ποσό των ευρώ 68,60. Επομένως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ, εξοφλήθηκε πλήρως η αναλογούσα αμοιβή του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 3-5-2019 έως 24-5-2019, εκ ποσού ευρώ 929,16, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, καθώς επίσης και μέρος της οφειλόμενης εκ ποσού ευρώ 309,72 αμοιβής του για την ίδια αιτία του χρονικού διαστήματος από 25-5-2019 έως 31-5-2019, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, απομένει δε υπόλοιπο για την ίδια αιτία για το χρονικό διάστημα από 25-5-2019 έως 31-5-2019, το ποσό των ευρώ {υπερωριακή αμοιβή μηνός Μαΐου 2019 (929,16 κατά το χρονικό διάστημα από 3-5-2019 έως 24-5-2019 + 309,72 κατά το χρονικό διάστημα 25-5-2019 έως 31-5-2019 =) 1.238,88 μείον (1.037,78 +  68,60=) 1.106,38=} 132,50. Περαιτέρω απεδείχθη, ότι ο ενάγων έλαβε, κατά τον μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 467,62 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 605,95 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.073,57, κατά δε τον μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 109,12 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 141,39 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά το ποσό των ευρώ 250,51. Κατά τα άνω αποδειχθέντα, για το χρονικό διάστημα από 1-6-2019 έως 7-7-2019, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει ως αμοιβή, για την ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή απασχόλησή του, το ποσό των ευρώ (391,50 + 17,40 + 167,04 + 135,72 + 826,50 + 542,88=) 2.081,04, έλαβε δε, το ποσό των ευρώ (1.073,57 + 250,51=) 1.324,08 και, επομένως, απομένει υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ (2.081,04 – 1.324,08=) 756,96. Συνολικά, ως υπόλοιπο αμοιβής για υπερωριακή απασχόλησή του από 25-5-2019 έως 7-7-2019, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των ευρώ (132,50 + 756,96=) 889,46. (Β) Για το χρονικό διάστημα από 1-8-2019 έως 4-10-2019, στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει ως αμοιβή του για την υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο, το ποσό των ευρώ 3.478,26 και συγκεκριμένα: (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 1-8-2019 έως 9-9-2019, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2.385,54 και δη: α) Για 27 ημέρες καθημερινές και 6 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 1.435,50 (33 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 165 Χ 8,70 ευρώ =) και (β) για 6 Σάββατα και 1 αργία, το ποσό των 950,04 ευρώ (7 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα = 91 ώρες Χ 10,44 ευρώ =), (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 10-9-2019 έως 4-10-2019, εδικαιούτο  το ποσό των ευρώ 1.092,72 και δη: α) Για 18 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 783,00 (18 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 90 Χ 8,70 ευρώ=), β) Για την 13-9-2019, ημέρα καθημερινή, το ποσό των ευρώ 8,70 (1 καθημερινή Χ 1 ώρα εργασίας του = 1 Χ 8,70 ευρώ=), (γ) για 2 Σάββατα, το ποσό των 187,92 ευρώ (2 Σάββατα Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα= 18 ώρες Χ 10,44 ευρώ =), (δ) Για μία ημέρα αργίας την 14-9-2019 ημέρα Σάββατο, το ποσό των 104,40 ευρώ (1 αργία Χ 10 ώρες εργασίας του την ημέρα = 10 ώρες Χ 10,44 ευρώ =) και (ε) Για την Κυριακή 15-9-2019, το ποσό των ευρώ 8,70  (1 Κυριακή Χ 1 ώρα εργασίας του = 1 Χ 8,70 ευρώ =). Ο ενάγων έναντι της ανωτέρω εκ ποσού ευρώ 3.478,26 αμοιβής του για υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2019 έως 4-10-2019, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε το ποσό των ευρώ (467,61 + 476,97 + 63,60=) 1.008,18 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ (605,95 + 551,02 + 69,64=) 1.226,61 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ (1.008,18 + 1.226,61=) 2.234,79. Ως εκ τούτου, κατόπιν των ανωτέρω καταβολών, για το εν λόγω διάστημα του οφείλεται υπόλοιπο, εκ ποσού ευρώ (3.478,26 – 2.234,79=) 1.243,47. (Γ) Για το χρονικό διάστημα από 23-10-2019 έως 16-2-2020, ήτοι στα πλαίσια της τρίτης ένδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οπότε απεδείχθη ότι από 23-10-2019 έως 3-2-2020 η πρώτη εναγομένη ήταν πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, από δε 4-2-2020 και έως της αποναυτολογήσεως του την 16-2-2020 λόγω τραυματισμού του, τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά για αμοιβή του λόγω υπερωριακής απασχόλησής του στο ανωτέρω πλοίο, το ποσό των ευρώ 5.348,76. Ειδικότερα απεδείχθη ότι: (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 23-10-2019 έως 31-10-2019 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 259,26 και δη: α) Για 6 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 156,60 (6 καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 18 Χ 8,70 ευρώ =), (β) Για μία ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 8,70 (1 Κυριακή Χ 1 ώρες εργασίας του ημερησίως = 1 Χ 8,70 ευρώ=) και (γ) για 1 ημέρα Σαββάτου, το ποσό των 93,96  ευρώ (1 Σάββατο Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα = 9 ώρες Χ 10,44 ευρώ=) και συνολικά το ποσό των ευρώ (156,60 + 8,70 + 93,96 =) 259,26, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Οκτωβρίου 2019, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε το ποσό των ευρώ 143,09, για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 104,46, για αμοιβή υπερωριακής του εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ 247,55, απέμεινε δε υπόλοιπο οφειλής, το ποσό των ευρώ (259,26 – 247,55=) 11,71. (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 1-11-2019 έως 30-11-2019 εδικαιούτο το συνολικό ποσό των ευρώ 1.298,04 και δη: (ι) Για το χρονικό διάστημα από 1-11-2019 έως 7-11-2019 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 233,16 και δη: α) Για 5 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 130,50 (5 καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως= 15 Χ 8,70 ευρώ=), (β) Για μία ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 8,70 (1 Κυριακή Χ 1 ώρες εργασίας του ημερησίως= 1 Χ 8,70 ευρώ=), (γ) για 1 ημέρα Σαββάτου, το ποσό των 93,96 ευρώ (1 Σάββατο Χ 9 ώρες εργασίας του την ημέρα= 9 ώρες Χ 10,44 ευρώ=), (ιι) Για το χρονικό διάστημα από 8-11-2019 έως 30-11-2019 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.064,88: α) Για 9 ημέρες καθημερινές και 3 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 522,00 (12 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 60 Χ 8,70 ευρώ=) και (β) για 4 Σάββατα, το ποσό των 542,88  ευρώ (4 Σάββατα Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 52 ώρες Χ 10,44 ευρώ=). Συνολικά, για την εν λόγω αιτία, για τον μήνα Νοέμβριο 2019, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (130,50 + 8,70 + 93,96 + 522,00 + 542,88=) 1.298,04, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Νοεμβρίου 2019, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε, το ποσό των ευρώ 476,96 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 555,08 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.032,04, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο οφειλής για την εν λόγω αιτία, να ανέρχεται στο ποσό των ευρώ (1.298,04 – 1.032,04=) 266,00. (ΙΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 1-12-2019 έως 31-12-2020 εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.593,84 και δη: (ι) Για το χρονικό διάστημα από 1-12-2019 έως 8-12-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 436,74 και συγκεκριμένα: α) Για 3 ημέρες καθημερινές και 2 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 217,50 (5 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 25 Χ 8,70 ευρώ =), (β) για 1 ημέρα Σαββάτου, το ποσό των 135,72 ευρώ (1 Σάββατο Χ 13 ώρες εργασίας = 13 ώρες Χ 10,44 ευρώ=) και (γ) για μία ημέρα αργίας (6-12-2019), οπότε εργάσθηκε οκτώ (8) ώρες, το ποσό των 83,52  ευρώ (1 αργία Χ 8 ώρες εργασίας= 8 ώρες Χ 10,44 ευρώ=), (ιι) Για το χρονικό διάστημα από 9-12-2019 έως 31-12-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.157,10 και συγκεκριμένα: α) Για 8 ημέρες καθημερινές και 3 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 478,50 (11 καθημερινές και Κυριακές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 55 Χ 8,70 ευρώ=) και(β) για 3 Σάββατα και 2 αργίες της 25-12-2019 και της 26-12-2019, το ποσό των 678,60 ευρώ (5 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 65 ώρες Χ 10,44 ευρώ=). Συνολικά, για την εν λόγω αιτία, για τον μήνα Δεκέμβριο 2019, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (217,50  + 135,72 + 83,52  + 478,50  + 678,60=) 1.593,84, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Δεκεμβρίου 2019, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε, το ποσό των ευρώ 476,96 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 618,06 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.095,02, απέμεινε δε υπόλοιπο οφειλής εκ ποσού ευρώ (1.593,84 – 1.095,02=) 498,82. (ΙV) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 31-1-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 1.449,42 και δη: (ι) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 12.1.2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 708,18 και συγκεκριμένα: α) Για 3 ημέρες καθημερινές και 2 Κυριακές, το ποσό των ευρώ 217,50 (5 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 25 Χ 8,70 ευρώ=), (β) για 2 Σάββατα και 1 αργία της 1-1-2020, το ποσό των 407,16  ευρώ (3 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 39 ώρες Χ 10,44 ευρώ =) και (γ) για 1 αργία της 6-1-2020 ημέρα Δευτέρα, το ποσό των 83,52 ευρώ (1 αργία Χ 8 ώρες εργασίας του την ημέρα= 8 ώρες Χ 10,44 ευρώ=), (ιι) Για το χρονικό διάστημα από 13.1.2020 έως 19-1-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 353,22 και συγκεκριμένα: α) Για 4 ημέρες καθημερινές και 1 Κυριακή, το ποσό των ευρώ 217,50 (5 καθημερινές και Κυριακές  Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 25 Χ 8,70 ευρώ=) και (β) για 1 ημέρα  Σαββάτου το ποσό των 135,72  ευρώ (1 Σάββατο Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 13 ώρες Χ 10,44 ευρώ=), (ιιι) Για το χρονικό διάστημα από 20.1.2020 έως 27-1-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 309,72 και συγκεκριμένα: α) Για 3 ημέρες καθημερινές και 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 174,00 (4 καθημερινές και Κυριακές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 20 Χ 8,70 ευρώ=) και (β) για 1 ημέρα Σαββάτου, το ποσό των 135,72 ευρώ (1 Σάββατο Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα = 13 ώρες Χ 10,44 ευρώ =), (ιv) Για το χρονικό διάστημα από 29-1-2020 έως 31-1-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 78,30 και συγκεκριμένα: Για 3 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 78,30 (3 καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 9 Χ 8,70 ευρώ =). Συνολικά, για την εν λόγω αιτία, για τον μήνα Ιανουάριο 2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (217,50  + 407,16 + 83,52 + 217,50 + 135,72 + 174,00 + 135,72 + 78,30 =) 1.449,42, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Ιανουαρίου 2020, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε, το ποσό των ευρώ 476,97 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 600,07 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά, το ποσό των ευρώ 1.077,04 και απέμεινε υπόλοιπο οφειλής, το ποσό των ευρώ (1.449,42 – 1.077,04=) 372,38. (V) Για το χρονικό διάστημα από 1-2-2020 έως 16-2-2020, ο ενάγων εδικαιούτο το συνολικό ποσό των ευρώ 748,20 ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση και δη: (ι) Για το χρονικό διάστημα από 1-2-2020 έως 3-2-2020, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 128,76 και συγκεκριμένα: (α) Για 1 ημέρα καθημερινή, το ποσό των ευρώ 26,10 (1 καθημερινές Χ 3 ώρες εργασίας του ημερησίως = 3 Χ 8,70 ευρώ =), (β) Για 1 ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 8,70 (1 Κυριακή Χ 1 ώρα εργασίας= 1 Χ 8,70 ευρώ=) και (γ) για 1 ημέρα Σαββάτου το ποσό των 93,96 ευρώ (1 Σάββατο Χ 9  ώρες εργασίας του = 9 ώρες Χ 10,44 ευρώ=), (ιι) Για το χρονικό διάστημα από 4-2-2020 έως 16-2-2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 619,44 και συγκεκριμένα: α) Για 8 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 348,00 (8 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 40 Χ 8,70 ευρώ=) και (β) για 2 Σάββατα, το ποσό των 271,44 ευρώ (2 Σάββατο Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 26 ώρες Χ 10,44 ευρώ=). Συνολικά, για την εν λόγω αιτία, για τον μήνα Φεβρουάριο 2020, ο ενάγων εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (26,10+ 8,70  + 93,96 + 348,00 + 271,44=) 748,20, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Φεβρουαρίου 2020, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε, το ποσό των ευρώ 254,38 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 302,65 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά, το ποσό των ευρώ 557,03 και απέμεινε υπόλοιπο οφειλής το ποσό των ευρώ (748,20 – 557,03 =) 191,17, το οποίο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 422 ΑΚ αφορά την αναλογούσα αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης μετά την 4-2-2020 και έως την 16-2-2020, ήτοι καθόν χρόνο, τον εφοπλισμό του πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. (Δ) Για το χρονικό διάστημα από 2-4-2020 έως 25-6-2020, ήτοι στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση, συνολικά το ποσό των ευρώ 4.638,84 και συγκεκριμένα: (Ι) Για το χρονικό διάστημα από 2-4-2020 έως 19-4-2020, εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ 873,48 και δη: α) Για 9 ημέρες καθημερινές και την Κυριακή 12.4.2020, το ποσό των ευρώ 435,00 (10 καθημερινές και Κυριακές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως = 50 Χ 8,70 ευρώ=), (β) για 2 Σάββατα, κατά τις οποίες ο ενάγων εργάσθηκε επί οκτώ ώρες, το ποσό των 167,04 ευρώ (2 Σάββατα και αργίες Χ 8 ώρες εργασίας του την ημέρα = 16 ώρες Χ 10,44 ευρώ=) και (γ) για μία ημέρα Σαββάτου και δη την 11-4-2020 και μία ημέρα αργίας και δη την 17-4-2020, το ποσό των 271,44  ευρώ (2 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 26 ώρες Χ 10,44 ευρώ=), (ΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 20-4-2020 έως 14-6-2020, εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ 3.194,64 και δη: (ι) Για το χρονικό διάστημα από 20-4-2020 έως 30-4-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 711,66 και δη: α) Για 7 ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 304,50 (7 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 35 Χ 8,70 ευρώ=) και (β) για 1 Σάββατο και 2 ημέρες αργίας (20.4.2020, 23.4.2020), το ποσό των 407,16 ευρώ (3 Σάββατα και αργίες Χ 13  ώρες εργασίας του την ημέρα= 39 ώρες Χ 10,44 ευρώ=). (ιι) Για το χρονικό διάστημα από 1-5-2020 έως 14-6-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 2,482,98 και δη: α) Για 29  ημέρες καθημερινές, το ποσό των ευρώ 1.261,50 (29 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 145  Χ 8,70 ευρώ =) και (β) για 7 Σάββατα, μεταξύ των οποίων και η 6η-6-2020 η οποία ήταν ημέρα αργίας και 2 ημέρες αργίας (1.5.2020 και 28.5.2020), το ποσό των 1.221,48  ευρώ (9 Σάββατα και αργίες Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα = 117 ώρες Χ 10,44 ευρώ =), (ΙΙΙ) Για το χρονικό διάστημα από 15-6-2020 έως 25-6-2020, εδικαιούτο το ποσό των ευρώ 570,72 και δη: α) Για 9 ημέρες καθημερινές και μία ημέρα Κυριακής, το ποσό των ευρώ 435,00 (10 καθημερινές Χ 5 ώρες εργασίας του ημερησίως= 50 Χ 8,70 ευρώ=) και (β) για 1 Σάββατο, το ποσό των 135,72 ευρώ (1 Σάββατο Χ 13 ώρες εργασίας του την ημέρα= 13 ώρες Χ 10,44 ευρώ=). Συνολικά, για την προαναφερομένη υπερωριακή του εργασία κατά τη διάρκεια της τέταρτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, οπότε τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, ο ενάγων εδικαιούτο όπως λάβει το ποσό των ευρώ (435,00 + 167,04 + 271,44 + 304,50 + 407,16  +1.261,50 + 1.221,48 + 435,00 + 135,72 =) 4.638,84, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία δεν πλήττεται κατά τούτο από τον ενάγοντα, έλαβε, τον μήνα Απρίλιο 2020, το ποσό των ευρώ 461,07 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 597,45 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά, το ποσό των ευρώ 1.058,52, τον μήνα Μάιο 2020, το ποσό των ευρώ 476,96 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 618,06 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και συνολικά, το ποσό των ευρώ 1.095,02, και τον μήνα Ιούνιο 2020, το ποσό των ευρώ 397,47 για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 515,05 για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες και ημέρες Κυριακής και ήτοι ευρώ 912,52, και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ (1.058,52 + 1.095,02 + 912,52=) 3.066,06, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο της οφειλής για την εν λόγω αιτία να ανέρχεται σε ποσό ευρώ (4.638,84- 3.066,06 =) 1.572,78 ευρώ. Περαιτέρω, οι εναγόμενες δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, πέραν των ανωτέρω ποσών που απεδείχθη ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα έναντι της ένδικης απαίτησής του, η ίδια (πρώτη εναγομένη) κατέβαλε σε αυτόν (ενάγοντα) τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2020 και το ποσό των ευρώ 71,56 ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθώς επίσης και το ποσό των ευρώ 92,72 ως αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο οι εναγόμενες ανέπτυξαν προφορικά συνοπτικά, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπως ομοίως προκύπτει από τα εν λόγω πρακτικά, ο ενάγων αρνήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περαιτέρω, δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε μετά τη συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού αρνήθηκε εκ νέου ότι τα εν λόγω ποσά κατεβλήθησαν υπό της πρώτης εναγομένης έναντι της ένδικης απαίτησής του, ισχυρίσθηκε επιπλέον ότι, όπως προκύπτει από το σχετικό 15 που επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν οι εναγόμενες, τα εν λόγω ποσά κατεβλήθησαν υπό της πρώτης εναγομένης για άλλη αιτία και δη ως μέρος της αποζημίωσής του λόγω τραυματισμού του. Ο περί καταβολής ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του με την εκκαλουμένη απόφαση και για τα ανωτέρω επιμέρους ποσά των ευρώ 71,56 και 92,72, τον περί καταβολής δε ισχυρισμό επανέφερε παραδεκτώς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια των εγγράφων προτάσεών της και η δεύτερη εναγομένη (σελίδα 10). Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού, οι εναγόμενες προσεκόμισαν μετ’ επικλήσεως ως σχετικό 15β, το από 11.3.2020 αποδεικτικό εντολής της πρώτης εναγομένης σε τράπεζα προς κατάθεση του ποσού των ευρώ 1.181,93 σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, μεταφορά που δεν αμφισβητείται υπό του ενάγοντος ότι έλαβε χώρα, μετά των επισυναπτομένων σε αυτό το σχετικό, προσκομιζόμενων ως σχετικών 15 και 15α έντυπων ανυπόγραφων αποδείξεων πληρωμής, οι οποίες ομοίως φέρουν ημερομηνία εκδόσεως την 11.3.2020 και τις οποίες οι εναγόμενες επικαλέσθηκαν ως «εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας Φεβρουαρίου για την περίοδο 17.02.2020 έως 25.02.2020». Από την πρώτη εκ των εν λόγω σχετικών αποδείξεων, προκύπτει ότι, η πρώτη εναγομένη, κατά την καταβολή του ανωτέρω ποσού των 1.181,93 ευρώ, ποσό ευρώ 694,81 [το οποίο στην ίδια απόδειξη η πρώτη εναγομένη ανέλυσε σε επιμέρους ποσά μεταξύ των οποίων υπό του τίτλου «Σάββατα & αργίες» ανέφερε το ποσό των ευρώ 71,58 και υπό του τίτλου «Αμοιβή Υπερωριών» ανέφερε το ποσό των ευρώ 92,72] κατελόγισε μονομερώς σε αποζημίωση του ενάγοντος, λόγω τραυματισμού του, διότι στην προσκομιζόμενη ως σχετικό 15 ανυπόγραφη και συνταχθείσα υπ’ αυτής την 11.3.2020 απόδειξη πληρωμής, υπό της φράσεως «απόδειξη πληρωμής», η ίδια (πρώτη εναγομένη) περιέλαβε τη φράση «αποζημίωση τραυματισμού 17/02/2020 – 25/02/2020», δεδομένου ότι ο μονομερής καταλογισμός υπό του οφειλέτη, δύναται να γίνει και σιωπηρώς, ισχύει δε ακόμη κι αν δεν έλαβε γνώση αυτού ο δανειστής (σχετικά Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ τόμος Β, υπό του άρθρου 422, σελ. 507 παρ.7 και σελ. 506 παρ.2). Ο εν λόγω καταλογισμός του ποσού των ευρώ 694,81 και επομένως και των ανωτέρω επιμέρους ποσών που οι εναγόμενες, εν προκειμένω, ισχυρίζονται ότι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα, έναντι της ένδικης απαίτησής του υπό της πρώτης εναγομένης (κατά την καταβολή στον ενάγοντα την 11.3.2020 του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.181,93), προκύπτει και από το προσκομιζόμενο από τις ίδιες (εναγόμενες) ως σχετικό 20 έντυπο ανυπόγραφο έγγραφο με τίτλο «Αναλυτική Κατάστασης Μισθοδοσίας (Οριστικοποίηση) χρονικού διαστήματος Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2020». Τούτο διότι σε αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, με αιτιολογία «Αποζημίωση Ατυχήματος» καταβολή του ανωτέρω ποσού των ευρώ 694,81, ήτοι του αναφερομένου στην, προσκομισθείσα ως σχετικό 15 απόδειξη, ποσού. Ο περί (μερικής) καταβολής των ανωτέρω ποσών, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης έγινε δεκτός ως προς αυτήν υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία πλήττεται υπό του ενάγοντος – εκκαλούντος με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του με τον οποίο αυτός ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η ένσταση καταβολής της πρώτης εναγομένης για τα ανωτέρω επιμέρους ποσά, ενώ η καταβολή αυτών έλαβε χώρα, όπως αποδεικνύεται από την από 11.3.2020 απόδειξη μισθοδοσίας που προσεκόμισαν οι εναγόμενες, ως μέρος της αποζημίωσής του λόγω ανικανότητάς του προς εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 17.2.2020 έως 25.2.2020, συνεπεία τραυματισμού του εξαιτίας εργατικού ατυχήματος που έλαβε χώρα την 16.2.2020. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεών τους, ισχυρίζονται ότι, απαραδέκτως ο ενάγων προβάλει τον ανωτέρω ισχυρισμό του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διότι αυτόν δεν προέβαλε παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε, επιπλέον δε δεν επικαλείται, αλλά ούτε αποδεικνύει κάποιον από τους αναφερομένους στο άρθρο 527 ΚΠολΔ λόγους καθυστερημένης προβολής του. Πέραν του γεγονότος ότι ο ενάγων, ήδη με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του, αναφέρει ότι ο ισχυρισμός του αποδεικνύεται από την από 11.3.2020 προσκομιζόμενη από τις εναγόμενες απόδειξη μισθοδοσίας, η οποία εν τούτοις είναι ανυπόγραφη, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ως αιτιολογημένη άρνηση του περί καταβολής ισχυρισμού των εναγομένων και όχι ως αντένσταση (ότι δηλαδή η εν λόγω καταβολή αφορά έτερο, πλην του επιδίκου, χρέος). Ειδικότερα, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 416 ΑΚ, κατά την οποία η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, για να είναι ορισμένη η υποβαλλομένη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό, το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την παρεχομένη εργασία του, εκτός εάν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να διαλαμβάνονται και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθ. 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν 2112/1920. 8 παρ. 4 του Ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, με το άρθ. 18 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις [ΑΠ 1242/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ]. Και πράγματι, σε περίπτωση προβολής ισχυρισμού περί καταβολής, ο εναγόμενος εργοδότης οφείλει κατ’ αρχήν να αποδείξει μόνον την καταβολή, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται ότι αφορά το επίδικο χρέος, εφόσον η περί καταβολής ένσταση περιέχει ως εξυπακουόμενο τον ισχυρισμό ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος. Πλην όμως, ενόψει του ότι στοιχείο του ορισμένου της ενστάσεως καταβολής, αποτελεί και ο χρόνος της καταβολής [ο οποίος δεν είναι ασήμαντος, εφόσον μετά από αντένσταση του ενάγοντος ότι η καταβολή αφορά άλλο από το επίδικο χρέος, θα προκύψει θέμα καταλογισμού, οπότε και θα αποκαλυφθεί ότι η ένσταση καταβολής είναι αόριστη (σχετικά Κ. Παμπούκης, υπό της ΕΑ 6248/2001 Sakkoulas On line, Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου 2001 σελ. 984-991)], ο ενιστάμενος αρκεί αλλά και απαιτείται να αποδείξει την καταβολή, όπως την επικαλέσθηκε και δη ότι έλαβε χώρα στον χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος ως ενιστάμενος ισχυρίσθηκε ότι έλαβε χώρα και γνωστοποίησε παραδεκτώς κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον ενάγοντα, δίδοντάς του τοιουτοτρόπως τη δυνατότητα να αμυνθεί προβάλλοντας και σχετική αντένσταση. Επιπροσθέτως, ανεξάρτητα από την τυχόν παραδεκτή προβολή ισχυρισμού (αντένσταση) υπό του ενάγοντος ότι η εν λόγω καταβολή αφορά άλλο χρέος και όχι το επίδικο, εφόσον ο ενάγων – καθού προεβλήθη η ένσταση καταβολής, συσχετίζει την επικαλούμενη από τον εναγόμενο καταβολή με άλλο χρέος, γεγονός που ο ενάγων εν προκειμένω έπραξε ήδη με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, έστω κι αν δεν ανέπτυξε τον ισχυρισμό του αυτό και κατά τη συζήτηση της υπόθεσης προφορικά, αυτός δεν εμπλουτίζει το πραγματικό της διαφοράς, αλλά αρνείται αιτιολογημένα τον εξυπακουόμενο ισχυρισμό των εναγομένων ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος και επομένως ο εναγόμενος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα περιστατικά που συσχετίζουν τη γενόμενη καταβολή με το επίδικο χρέος (σχετικά Κ. Παμπούκης, ο.π.). Εν προκειμένω, όπως απεδείχθη από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα υπό των εναγομένων ως σχετικά 15 και 20 και ειδικώς μνημονευόμενα ανωτέρω τα οποία, αν και ανυπόγραφα επιπλέον δε το δεύτερο εξ αυτών, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι προέρχεται από τα εμπορικά βιβλία της εναγομένης σε απόσπασμα, χωρίς βεβαίωση της ακρίβειάς του από αρμόδιο προς τούτο υπάλληλο [αντίγραφα νοούνται και εκείνα που αποδίδουν μέρη συνολικών εγγράφων, όπως τα εμπορικά βιβλία και τα πολυσέλιδα έντυπα, συνιστάμενα σε σελίδες τους ή, προκειμένου για εμπορικά βιβλία τηρούμενα υπό μορφή φύλλων ή πινακίδων (καρτελών), τα αντίγραφα των επί μέρους φύλλων ή πινακίδων (ΕΠ 79/2022,  ΕφΑθ 1587/2013 ΝΟΜΟΣ)] παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη υπό του παρόντος Δικαστηρίου για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η πρώτη εναγομένη δεν κατέβαλε, όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενες και όπως ισχυρίζονται κατ’ αρχήν και με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος (σελ. 10), τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2020 τα ανωτέρω ποσά, αλλά την 11.3.2020 και μάλιστα όχι έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, αλλά η πρώτη εναγομένη κατελόγισε τα εν λόγω ποσά κατά την καταβολή τους στην αποζημίωση του ενάγοντος συνεπεία, του επελθόντος την 16.2.2020, τραυματισμού του. Επιπλέον, και οι ίδιες οι εναγόμενες με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν στη σελίδα 25 αυτών ότι, ορθώς η εκκαλουμένη απόφαση συνυπολόγισε και τα εν λόγω ποσά και τούτο παρά την αναφορά τους ως «αποζημίωση λόγω τραυματισμού» διότι, κατά την ακριβή διατύπωση των προτάσεών τους «… τα ως άνω κονδύλια συνίσταται στις αποδοχές που θα ελάμβανε ο αντίδικος κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, εφ’ όσον παρείχε πράγματι την εργασία του. Συνεπώς, κατ’ αντιστοιχία με τον μισθό ασθένειας, τα ως άνω ποσά δύνανται να συμψηφιστούν με τις τυχόν αξιώσεις του αντιδί­κου για τις επικαλούμενες απ’ αυτόν αιτίες…». Επομένως, δεν απεδείχθη ότι έναντι των ενδίκων απαιτήσεων η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται τον μήνα Φεβρουάριο 2020 το ποσό των ευρώ 71,56 για αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών και το ποσό των ευρώ 92,72 για αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών με την ένδικη έφεσή του με το να δεχθεί ως βάσιμη στην ουσία της, έναντι της πρώτης εναγομένης ως προς την οποία εν τέλει έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή, την υποβληθείσα υπ’ αυτής ένσταση μερικής καταβολής, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως αβάσιμη στην ουσία της. Πρέπει, επομένως, γενομένου δεκτού του δεύτερου σκέλους του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει,  την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η περί (μερικής) καταβολής, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, ένσταση των εναγομένων κατά το ποσό των ευρώ 71,56, το οποίο οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών κατέβαλε στον ενάγοντα τον μήνα Φεβρουάριο 2020 ως αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ημέρες Σαββάτου και αργιών, καθώς επίσης και κατά το ποσό των ευρώ 92,72, το οποίο οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι κατέβαλε η πρώτη εξ αυτών στον ενάγοντα τον μήνα Φεβρουάριο 2020 ως αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και Κυριακές. Περαιτέρω, απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της τυγχάνει και η, το πρώτον με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υποβληθείσα υπό τις εναγόμενες ένσταση συμψηφισμού των εν λόγω ποσών που η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα την 11.3.2020, με τις ένδικες απαιτήσεις αυτού, εκ του λόγου ότι, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται, τα ποσά αυτά δεν κατεβλήθησαν όπως αναφέρεται στις σχετικές, συνταχθείσες υπό τις πρώτης εναγομένης, αποδείξεις πληρωμής, ως αποζημίωση λόγω του τραυματισμού του ενάγοντος, αλλά αποτελούν τις αποδοχές τις οποίες ο ενάγων θα ελάμβανε εάν εργαζόταν κατά το αντίστοιχο διάστημα, ήτοι κατεβλήθησαν σε αυτόν (ενάγοντα) αχρεωστήτως, [διότι μόνον υπό την εκδοχή αυτή θα μπορούσε να κριθεί ο ισχυρισμός αυτός ως ορισμένη ένσταση συμψηφισμού, καθόσον στην περίπτωση που ήθελε εκτιμηθεί ότι με το ανωτέρω απόσπασμα των προτάσεών τους οι ίδιες ισχυρίζονται ότι το ποσό αυτό κατεβλήθη στον ενάγοντα ως αποζημίωση λόγω του τραυματισμού του ενάγοντος, δεν αναφέρουν ότι τούτο κατεβλήθη αχρεωστήτως]. Και τούτο διότι δεν απεδείχθη ότι η πρώτη εναγομένη την 11-3-2020, κατέβαλε στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, για εργασία που θα πραγματοποιούσε, κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στην απόδειξη, ήτοι από 17-2-2020 έως 25-2-2020, διότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε κατά το διάστημα αυτό συνεπεία τραυματισμού του που έλαβε χώρα την 16-2-2020, αντίθετα εκ του λόγου τούτου αποναυτολογήθηκε, η δε καταβολή των ανωτέρω ποσών έγινε μεταγενεστέρως του χρονικού αυτού διαστήματος, ήτοι σε χρόνο που οι εναγόμενες εγνώριζαν ότι ο ενάγων δεν εργάσθηκε και με αιτία καταβολής την αποζημίωση λόγω του τραυματισμού αυτού, ως αναλύεται ανωτέρω, τα δικαιοπαραγωγικά γεγονότα της απαίτησης του οποίου προς αποζημίωση, οι εναγόμενες δεν αμφισβήτησαν, με αποτέλεσμα η πρώτη εναγομένη να μην διατηρεί απαίτηση επιστροφής των εν λόγω ποσών. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η πρώτη εναγομένη, όπως απεδείχθη, κατά την καταβολή των ανωτέρω ποσών των ευρώ 71,56 και 92,72, κατελόγισε αυτά στο ποσό της αποζημίωσης του ενάγοντος λόγω του τραυματισμού του, με αποτέλεσμα η, από μέρους, αυτής άσκηση του προσδιοριστικού δικαιώματος που της παρέχει το εδάφιο α του άρθρου 422 ΑΚ, κατά το οποίο «Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει, κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί.» να είναι δεσμευτική γι’ αυτήν (ΑΠ 80/2023, ΑΠ 843/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση κρίνεται αβάσιμος στην ουσία του ο εν λόγω περί συμψηφισμού ισχυρισμός των εναγομένων, διότι δεν κρίνεται αληθής ο ισχυρισμός αυτών, ότι τα εν λόγω ποσά η πρώτη εναγομένη κατέβαλε αχρεωστήτως στον ενάγοντα την 11.3.2020, όπως αυτές ουσιαστικά ισχυρίζονται στα πλαίσια της εν λόγω ένστασης, ήτοι για εργασία που ο ενάγων δεν εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα 17.2.2020 έως 25.2.2020, αφού αποναυτολογήθηκε την 16.2.2020, λόγω του τραυματισμού του. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, από την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, του οφείλονται τα ακόλουθα ποσά: [α] για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο και ειδικότερα για την υπερωριακή του απασχόληση κατά το χρονικό διάστημα από 25-5-2019 έως 7-7-2019, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, του οφείλεται το ποσό των ευρώ 889,46, [β] για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια της δεύτερης  ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο (1.8.2019 έως 4.10.2019), οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, του οφείλεται το ποσό των ευρώ 1.243,47, [γ] για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια της τρίτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, για το επιμέρους χρονικό διάστημα από 23-10-2019 έως 3-2-2020, οπότε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, του οφείλεται το ποσό των ευρώ 1.148,91, για δε το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από 4-2-2020 έως 16-2-2020, οπότε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, του οφείλεται το ποσό των ευρώ 191,17, και [δ] για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τη διάρκεια της τέταρτης ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, οπότε τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, του οφείλεται το ποσό των ευρώ 1.572,78. Επομένως, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έχει απαίτηση από υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο για το ένδικο διάστημα σε βάρος της πρώτης εναγομένης καθόν χρόνο ετύγχανε πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου εκ ποσού ευρώ (11,71 + 266,00 + 498,82 +372,38=) 1.148,91 και σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, καθόν χρόνο η τελευταία εκμεταλλευόταν το ανωτέρω πλοίο ως εφοπλίστρια αυτού, εκ ποσού ευρώ (889,46 + 1.243,47 + 191,17 + 1.572,78=) 3.896,88, για το οποίο ποσό ενέχεται και η πρώτη εναγομένη δια του πλοίου και έως της αξίας του, ως κυρία αυτού, κατά το ίδιο διάστημα. Το ότι ο ενάγων δεν διαμαρτυρήθηκε για τη μη καταβολή του συνόλου της αμοιβής του για την υπερωριακή εργασία κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, δεν εξέφρασε ουδέποτε επιφύλαξη ως προς τις γενόμενες σε αυτόν καταβολές για την εν λόγω αιτία, μέσω κατάθεσης των αναλογούντων ποσών στον τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας του, όπως επίσης, κατά τη λήψη στο τέλος εκάστου ημερολογιακού μηνός των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών του, αλλά και το γεγονός ότι αυτός υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη ή χωρίς κάποια παρατήρηση τις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, όπως η πρώτη εναγομένη αναφέρει στον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής της και όπως αμφότερες οι εναγόμενες υποστηρίζουν στις έγγραφες προτάσεις τους, δεν μπορεί αυτό να αποτελέσει δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών  του – περί υπερωριακής εργασίας – (ΕΠ 716/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕΠ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012/381, ΕΠ 452/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), καθώς συμβαίνει συχνά οι εργαζόμενοι να υπογράφουν προκειμένου να μην αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους εργοδότες τους και να μην τίθεται σε κίνδυνο η εργασιακή τους  σχέση. Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων ή του βιβλίου υπερωριών δεν σημαίνει,  χωρίς άλλο, παραίτησή του  από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών, η μη αμφισβήτηση των εγγραφών επ’ αυτών, η μη αμφισβήτηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών και η μη έκφραση παραπόνων για τις αμοιβές που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) δεν έχει έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011 άπασες δημοσιευθείσες εις ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, EΠ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΕΠ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013/208). Οι εναγόμενες, περαιτέρω, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία υποστήριξαν ότι, στην από 01.08.2019 δεύτερη σύμβαση ναυτικής εργασίας, στην από 02.04.2020 τέταρτη των ενδίκων συμβάσεων εργασίας και στην από 08.11.2019 έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατήρτισε η πρώτη εναγομένη με τον ενάγοντα, περιελήφθη υπό τον τίτλο «Συμπληρωματικοί όροι» όρος, κατά την ακριβή διατύπωση του οποίου «Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Οι ίδιες περαιτέρω υποστήριξαν ότι, με τον όρο αυτό, συμπεριελήφθη στις ανωτέρω συμβάσεις, ρητή και σαφής συμφωνία ότι, κάθε ποσό που θα καταβάλει η ίδια (πρώτη εναγόμενη εταιρία) στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες (κατά την εφαρμοστέα ΣΣΝΕ),  αποδοχές του, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ενάγοντα ναυτικό υπερωρίες. Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα τις προβλεπόμενες από την οικεία ΣΣΝΕ, νόμιμες αποδοχές και δη κατέβαλλε α) το μισθό ενεργείας, β) το επίδομα Κυριακών 22%, γ) το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας δ) το επίδομα τροφής, (ε) την αμοιβή για την υπερωριακή του απασχόληση τις καθημερινές και τις Κυριακές, (στ) την αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες, (ζ) την αμοιβή του για τα διπλά δρομολόγια (εξπρές) και (η) το επίδομα άγονης γραμμής. Επιπλέον δε των νομίμων αποδοχών του, ισχυρίσθηκαν ότι, αυτή κατέβαλε στον ενάγοντα, χωρίς να έχει υποχρέωση ως «έκτακτες αμοιβές», τα ποσά των ευρώ 27,44 τον μήνα Μάιο 2019, ευρώ 41,26 τον μήνα Ιούνιο 2019, ευρώ 7,74 τον μήνα Ιούλιο 2019, ευρώ 42,47 τον μήνα Αύγουστο 2019, ευρώ 35,04 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, ευρώ 3,02 τον μήνα Οκτώβριο 2019, ευρώ 139,86 και 17,34 τον μήνα Νοέμβριο 2019, ευρώ 23,88 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, ευρώ 73,27 τον μήνα Ιανουάριο 2020, ευρώ 19,74 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, ευρώ 47,26 τον μήνα Απρίλιο 2020, ευρώ 60,29 τον μήνα Μάιο 2020 και ευρώ 48,66 τον μήνα Ιούλιο 2020 και επιπλέον ποσό ευρώ 676,10 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.263,37. Κατά τον ίδιο ισχυρισμό, τα ανωτέρω ποσά κατεβλήθησαν στον ενάγοντα ως επιμίσθιο, δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Από δε τον ανωτέρω όρο των ανωτέρω συμβάσεων που περιέχει συμφωνία περί συμψηφισμού των ποσών αυτών με την τυχόν οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, όπως η συμφωνία αυτή ερμηνεύεται κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, ισχυρίζονται ότι, αποδεικνύεται πως τα συμβληθέντα μέρη συμφωνήσαν να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με την πρόσθετη αμοιβή του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία. Διότι διαφορετικά, κατά τον ίδιο ισχυρισμό, δεν υπήρχε λόγος να τεθεί στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας τέτοιος όρος, αφού όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπήρχε άλλο ποσό που κατέβαλαν στον ενάγοντα πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του, ώστε να συμψηφίζεται με τις υπερωρίες, που τυχόν πραγματοποιούσε. Επιπλέον δε των νομίμων αποδοχών, οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι η πρώτη εξ αυτών,  κατέβαλε στον ενάγοντα, χωρίς να έχει υποχρέωση, με αιτιολογία «ωρολόγια ναυτών» και τα ποσά των ευρώ 128,02 τον μήνα Ιούλιο 2019, ευρώ 25,60 τον μήνα Ιούλιο 2019, ευρώ 128,02 τον μήνα Αύγουστο 2019, ευρώ 5,64 αναδρομικά 2019, ευρώ 130,58 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, ευρώ 13,06 τον μήνα Οκτώβριο 2019, ευρώ 100,11 τον μήνα Νοέμβριο 2019, ευρώ 130,58 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, ευρώ 117,52 τον μήνα Ιανουάριο 2020, ευρώ 70,31  τον μήνα Φεβρουάριο 2020, ευρώ 126,22 τον μήνα Απρίλιο 2020, ευρώ 130,58 τον μήνα Μάιο 2020 και ευρώ 104,46 τον μήνα Ιούλιο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.210,70, ποσό το οποίο για τους προαναφερομένους λόγους θα πρέπει να συμψηφισθεί σε τυχόν υπόλοιπο οφειλής αμοιβής υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος. Με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι πράγματι στις επίδικες συμβάσεις εργασίας περιελήφθη ο ανωτέρω όρος ακολούθως, κατόπιν ερμηνείας του όρου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, έγινε δεκτό ότι, τα συμβληθέντα μέρη πράγματι με τον ανωτέρω όρο συμφώνησαν να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» με την αξιούμενη αμοιβή του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία, δέχθηκε ακολούθως ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της την ανωτέρω ένσταση περί καταλογισμού των, υπέρτερων των νομίμων αποδοχών, καταβολών της πρώτης εναγομένης στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος, κατά το ποσό των ευρώ 587,27. Αντίθετα, ο ίδιος ισχυρισμός της πρώτης των εναγομένων, δηλαδή ο ισχυρισμός της περί μερικής καταβολής των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος για αμοιβή του για την υπερωριακή του εργασία κατά τον ένδικο διάστημα, δια συμβατικού συμψηφισμού κατ’ ακριβολογία καταλογισμού, δια του ανωτέρω όρου που περιείχετο στις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας, των εκ ποσού ευρώ 1.210,70 καταβολών, υπέρτερων των νομίμων, με αιτιολογία «ωρολόγια ναυτών», απορρίφθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ως αβάσιμος στην ουσία του, με την αιτιολογία ότι η καταβολή του ποσού αυτού αποτελούσε καταβολή αμοιβής για εργασία του ενάγοντος συνισταμένης στη ρύθμιση των ρολογιών πυρασφάλειας του πλοίου. Ήδη, ο ενάγων, με τον τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ένδικης εφέσεώς του, χωρίς να αμφισβητεί ειδικώς ότι είχε περιληφθεί τέτοιος όρος στις αναφερόμενες από τις εναγόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως ερμηνεύτηκε ο ανωτέρω όρος υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως και έλαβε χώρα συμψηφισμός του ανωτέρω ποσού των ευρώ 587,27, το οποίο η πρώτη εναγομένη του κατέβαλε με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» με την ένδικη απαίτησή του. Η πρώτη εναγομένη, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του, ισχυρίζεται ότι, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή, απορρίφθηκε υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως ο ανωτέρω ισχυρισμός της περί συμβατικού συμψηφισμού των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος για αμοιβή του για υπερωριακή απασχόλησή του με τις εκ ποσού ευρώ 1.210,70 υπέρτερες των νομίμων αποδοχών καταβολές της με αιτιολογία «ωρολόγια ναυτών», ενόψει του ανωτέρω όρου που περιελήφθη στις επίδικες συμβάσεις. Τέλος, αμφότερες οι εναγόμενες, με τις έγγραφες προτάσεις τους που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, επανέφεραν τον ανωτέρω ισχυρισμό τους περί καταλογισμού στις ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο, τόσο του ποσού των ευρώ 1.263,37 που κατά τους ισχυρισμούς τους κατεβλήθη στον ενάγοντα επιπλέον των νομίμων αποδοχών του με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» όσο και του ποσού των ευρώ 1.210,70 που κατεβλήθη στον ενάγοντα, επιπλέον των νομίμων αποδοχών του, με αιτιολογία «ρολόγια ναυτών» (σχετικά σελ. 10). Επί των ανωτέρω ισχυρισμών θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 3 § 1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο συνάψεως της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009/276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό, αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφιστεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016/1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012/397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011/257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010, ΕφΑΔ 2010/1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58/729, ΑΠ 142/2003, Δνη 44/1305, ΑΠ 737/2001, Δνη 43/723, ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999/465, ΕφΠειρ. 670/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Εν προκειμένω, από την προσκομιζόμενη από 01.08.2019, ήτοι δεύτερη των ενδίκων εγγράφων συμβάσεων εργασίας που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, αποδεικνύεται ότι, πράγματι σε αυτήν συμπεριελήφθη όρος κατά τον οποίο συμφωνήθηκε ότι «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρεία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες vόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Αντίθετα, τέτοια συμφωνία δεν επικαλούνται οι εναγόμενες ότι περιείχετο στην πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων. Οι εναγόμενες περαιτέρω, προσκομίζουν απόσπασμα και δη την πρώτη σελίδα δύο ακόμη συμβάσεων ναυτικής εργασίας με ημερομηνία 02.04.2020 και 08.11.2019, στο προσκομιζόμενο απόσπασμα των οποίων δεν περιέχεται αντίστοιχος όρος. Σε κάθε περίπτωση και υπό την εκδοχή ότι συνομολογήθηκε αντίστοιχος όρος με το αυτό περιεχόμενο και στην ανωτέρω από 2-4-2020 σύμβαση εργασίας, ενόψει του ότι η από 8-11-2019 σε απόσπασμα προσκομιζόμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν προκύπτει ποία ναυτολόγηση του ενάγοντος αφορά, ακόμη όμως και στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι και αυτή (από 8-11-2019 σύμβαση) αφορά κάποια από τις επίδικες ναυτολογήσεις του ενάγοντος, σύμφωνα προς όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον δι’ αυτού δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις των εναγομένων. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσόν οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις των εναγομένων προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …»), δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των ποσών που κατεβλήθησαν υπό της πρώτης εναγομένης με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» αλλά και «ρολόγια ναυτών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές» και «ρολόγια ναυτών», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος (ΕφΠειρ. 464/2021 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε εν μέρει σε αντίθετο συμπέρασμα, δεχόμενο ως βάσιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό της πρώτης των εναγομένων, ως προς την οποία έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της, κατά το πρώτο σκέλος του για το ποσό των ευρώ 587,27, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με τον τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσής του και κατά τούτο πρέπει, γενομένου δεκτού του αντίστοιχου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης περί καταλογισμού στης ένδικες απαιτήσεις του ενάγοντος για καταβολή υπολοίπου αμοιβής του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις ένδικες περιόδους ναυτολόγησής του, του ποσού των ευρώ 587,27 που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνεπεία του ανωτέρω όρου και το παρόν Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει και δικάσει τον εν λόγω ισχυρισμό στην ουσία του. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων περί καταλογισμού στις ανωτέρω αποδειχθείσες, εκ ποσού ευρώ (1.148,91 + 3.888,18 =) 5.037,09, απαιτήσεις του ενάγοντος για την υπερωριακή του απασχόληση στο ανωτέρω πλοίο κατά το ένδικο διάστημα, ως ανωτέρω αναλύεται, συνεπεία του ανωτέρω όρου των συμβάσεων ναυτικής εργασίας, του ποσού των ευρώ 587,27 που αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις ότι η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, πλέον των νομίμων αποδοχών, με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (1.263,37 μείον 587,27=) 676,10, το οποίο οι εναγόμενες ισχυρίζονται με τις προτάσεις του ότι κατέβαλαν στον ενάγοντα με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», ο ίδιος ισχυρισμός τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του και εκ του λόγου ότι αυτό το ποσό δεν απεδείχθη ότι κατεβλήθη στον ενάγοντα, δεδομένου ότι από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας αποδεικνύεται ότι με την εν λόγω αιτιολογία κατεβλήθη στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 587,27 και συγκεκριμένα ποσό  ευρώ 27,44 τον μήνα Μάιο 2019, ευρώ 41,26 τον μήνα Ιούνιο 2019, ευρώ 7,74 τον μήνα Ιούλιο 2019, ευρώ 42,47 τον μήνα Αύγουστο 2019, ευρώ 35,04 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, ευρώ 3,02 τον μήνα Οκτώβριο 2019, ευρώ (139,86 + 17,34 =) 157,20 τον μήνα Νοέμβριο 2019, ευρώ 23,88 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, ευρώ (58,00 + 15,27=) 73,27 τον μήνα Ιανουάριο 2020, ευρώ 19,74 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, ευρώ 47,26 τον μήνα Απρίλιο 2020, ευρώ 60,29 τον μήνα Μάιο 2020 και ευρώ 48,66 τον μήνα Ιούλιο 2020. Περαιτέρω, καμία απόδειξη δεν προσκομίζεται ότι, πλέον των ανωτέρω ποσών κατεβλήθη στον ενάγοντα για με αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές» και το ποσό των ευρώ 676,10. Περαιτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε ως προς την πρώτη εναγομένη, ως προς την οποία έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της, αντίστοιχο ισχυρισμό αυτής περί μερικής καταβολής δια συμβατικού συμψηφισμού μέρους της ένδικης, εκ ποσού ευρώ (1.148,91 + 3.888,18 =) 5.037,09, απαίτησης του ενάγοντος, για αμοιβή του από την υπερωριακή του απασχόληση, του ποσού των ευρώ 1.210,70 που η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, κατά τη λειτουργία των επιδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως, με αιτιολογία «ρολόγια ναυτών», έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Ο ίδιος ισχυρισμός ο οποίος παραδεκτά επαναφέρεται ενώπιόν μας από την δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη με τις προτάσεις που κατέθεσε (σχετικα σελ. 10), ως προς την οποία η ένδικη αγωγή είχε απορριφθεί στο σύνολό της με την εκκαλουμένη απόφαση, τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, ως αναλύεται ανωτέρω και εκ του λόγου τούτου, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/ 9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό τη μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού των επιδομάτων δώρων εορτών που εδικαιούτο ο ενάγων, προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την πρώτη εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης της πρώτης εναγομένη και οι συναφείς αντίθετοι ισχυρισμοί που περιέχονται στις προτάσεις των εναγομένων. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως βασίμων στην ουσία τους αμφότερων των ενδίκων εφέσεων ο, για τον ίδιο σκοπό, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, με τη σημείωση ότι αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) θα υπολογισθεί, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων, ανά ναυτολόγηση και επιπλέον, για τον υπολογισμό των Δώρων Χριστουγέννων 2019 και 2020 για τα διαστήματα απασχόλησης του ενάγοντος από 1.5 έως 31.12 κάθε έτους και του Δώρου Πάσχα 2020 για το χρονικό διάστημα από 1.1.2020 έως 30.4.2020 και όχι ο μέσος όρος αυτών ανά έτος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 σε συνδυασμό με την παρ. 2 του άρθρου 1 της ΥΑ 19040/1981 (ΑΠ 741/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ], γενομένων δεκτών ως προς τον υπολογισμό του Δώρου Χριστουγέννων 2019 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης, του Δώρου Πάσχα 2020 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του αντιστοίχου λόγου εφέσεως της πρώτης εναγομένης, ενόψει του ότι ο μέσος όρος αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος για τον υπολογισμό αυτού ανέρχεται σε ευρώ 1.350,48 και 1.402,74, αντίστοιχα και όχι σε 1.472,29, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και κατά τα λοιπά του αντιστοίχου λόγου εφέσεως του ενάγοντος, δεδομένου ότι ο μέσος όρος αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος για τον υπολογισμό του Δώρου Χριστουγέννων 2019 για τη πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, τη δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεων και του Δώρου Χριστουγέννων 2020 στα πλαίσια της τέταρτης των ενδίκων ναυτολογήσεων, καθώς και του Δώρου Πάσχα 2020 που αναλογεί στην τέταρτη των ναυτολογήσεων ανέρχεται σε 1.509,05, 1.605,35, 1635,91 και 1.639,80 αντίστοιχα και όχι σε 1.472,29, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Κατά δε τον υπολογισμό των εν λόγω Δώρων Εορτών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλονταν παγίως και τακτικώς κάθε μήνα, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αντιστοίχου λόγου εφέσεως της πρώτης εναγομένης εταιρείας, καθώς και επίσης και ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων εκ ποσού ευρώ 384,34, ο μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής εκ ποσού ευρώ 22,49, καθώς επίσης και ο μέσος όρος αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας εκ ποσού ευρώ 130,58, ενόψει του ότι τα εν λόγω ποσά συνυπολογίζονται υπό του ενάγοντος με την ένδικη αγωγή, έγιναν δεκτά υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν προσβάλλεται υπό της πρώτης εναγομένης, επιπλέον δε δεν αμφισβητείται υπό των εναγομένων ότι τα ανωτέρω ποσά αποτελούν μέρος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, αλλά ούτε ο μέσος όρος αυτών. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών τα ακόλουθα ποσά: (Α) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019: (i) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων κατά την πρώτη ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, η οποία διήρκησε από 3-5-2019 έως 7-7-2019: (α) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων από 3-5-2019 έως 24-5-2019: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 €+ μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.319,92 για υπερωριακή απασχόληση καθόλη τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος από 3-5-2019 έως 7 -7-2019 /66 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.509,05 =] 4.586,27 επί 2/25  επί (22 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 1,15 δεκαεννιαήμερα=} 421,94 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). (β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων από 25-5-2019 έως 7-7-2019: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 €+μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.319,92 για υπερωριακή απασχόληση από 3-5-2019 έως 7-7-2019 /66 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.509,05 =] 4.586,27 επί 2/25 επί (44 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 2,31 δεκαεννιαήμερα=} 847,54. (ii) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος που διήρκησε από 1-8-2019 έως 4-10-2019: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 €+μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.478,26 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2019 έως 4-10-2019/65  ημέρες εργασίας επί 30=) 1.605,35 =] 4.682,57 επί 2/25  επί (65 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 3,42 δεκαεννιαήμερα=} 1.281,15. (iii) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019 στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος (από 23-10-2019 έως 16-2-2020) για το διάστημα από 23-10-2019 έως 31-12-2019: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 €+ μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.151,14 για υπερωριακή απασχόληση εν λόγω διαστήματος από 23-10-2019 έως 31-12-2019/70 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.350,49 (κατόπιν στρογγυλοποίησης =] 4.427,71 επί 2/25 επί (70 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 3,68 δεκαεννιαήμερα=} 1.303,52 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά, ο ενάγων εδικαιούτο για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 το ποσό των ευρώ (421,94 +847,54 + 1.281,15 + 1.303,52=) 3.854,15, εκ του οποίου ποσού, η πρώτη εναγομένη όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα ως εργοδότρια αυτού και πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 3-5-2019 έως 24-5-2019 και από 23-10-2019 έως 31-12-2019 το ποσό των ευρώ (421,94 + 1.303,52=) 1.725,46. Το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (847,54 + 1.281,15=) 2.128,69, όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα η δεύτερη εναγομένη, ως εκμεταλλευόμενη το εν λόγω πλοίο και εφοπλίστρια αυτού, όπως αναλύεται ανωτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 7-7-2019 κατά την πρώτη ναυτολόγηση και από 1-8-2019 έως 4-10-2019 ως προς τη δεύτερη ναυτολόγηση. Ο ενάγων ήδη με την ένδικη αγωγή του, ανέφερε ότι, έναντι του αναλογούντος στα χρονικά διαστήματα από 3-5-2019 έως 24-5-2019 και από 23-10-2019 έως 31-12-2019 Δώρου Χριστουγέννων 2019 έλαβε το ποσό των ευρώ 964,65, έναντι δε του αναλογούντος στα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 7-7-2019 και από 1-8-2019 έως 4-10-2019 εν λόγω δώρου έλαβε το ποσό των ευρώ 1.102,32 και συνολικά ότι έναντι της εν λόγω απαίτησής του έλαβε ήδη το ποσό των ευρώ 2.066,97. Οι εναγόμενες, με τις ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις τους, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 2.139,21, όπως ειδικότερα αναλύουν αυτό στις προτάσεις τους, ισχυρισμό τον οποίο επαναφέρουν και ενώπιόν μας δια των εγγράφων προτάσεών τους (σελ. 10). Με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτή ως προς την πρώτη εναγομένη (ενόψει του ότι η αγωγή απερρίφθη στο σύνολό της ως προς την δεύτερη εναγομένη ως ανωτέρω αναλύεται) ως βάσιμη στην ουσία της η εν λόγω ένσταση μερικής καταβολής και δη ως προς όλο το ποσό των ευρώ 2.139,21, διάταξη ως προς την οποία δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, αποδεικνύεται, επομένως, ότι για την εν λόγω αιτία ,η πρώτη εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των ευρώ (1.725,46 μείον 1.036,89=) 688,57, η δε δεύτερη εναγομένη το ποσό των ευρώ (2.128,69 μείον 1.102,32=) 1.026,37. (Β) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020: (i) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 για την τρίτη ναυτολόγηση του ενάγοντος που διήρκησε κατά τα άνω από 23-10-2019 έως 16-2-2020, του οφείλεται για το διάστημα από 1-1-2020 έως 3-2-2020: (α) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 3-2-2020, οπότε πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 2.197,62 για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2020 έως της λήξεως της εν λόγω τρίτης σύμβασης ναυτολογήσεως την 16-2-2020/47 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.402,74 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 4.479,96 δια 2 επί 1/15  επί (34 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 4,25 οκταήμερα=} 634,66 ευρώ, (β) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 κατά το χρονικό διάστημα από 4-2-2020 έως 16-2-2020: {[ μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 €+ μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 2.197,62  για υπερωριακή απασχόληση από 1-1-2020 έως της λήξεως της σύμβασης ναυτολογήσεως την 16-2-2020/47 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.402,74  =] 4.479,96 δια 2 επί 1/15  επί (13 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 1,62 οκταήμερα=} 241,92 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ, (ii) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 για την τέταρτη ναυτολόγηση του ενάγοντος για το διάστημα από 2-4-2020 έως 30-4-2020 αυτός εδικαιούτο: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 1.585,14 για υπερωριακή απασχόληση από 2-4-2020 έως 30-4-2020/29  ημέρες εργασίας επί 30=) 1.639,80  =] 4.717,02 δια 2 επί 1/15  επί (29 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 3,62 οκταήμερα=} 569,19 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Συνολικά επομένως για αναλογία Δώρου Πάσχα 2019 ο ενάγων εδικαιούτο (α) από την τρίτη των ενδίκων ναυτολογήσεών του το ποσό των ευρώ (634,66 + 241,92 =) 876,58 και (β) από την τέταρτη ναυτολόγησή του το ποσό των ευρώ  569,19 και συνολικά για την εν λόγω αιτία εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (876,58 + 569,19 =) 1.445,77. Εκ του εν λόγω ποσού όφειλε να του καταβάλει, κατά τα άνω, η πρώτη εναγομένη ως εργοδότρια αυτού και  πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 3-2-2020, το ποσό των ευρώ 634,66 και το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (241,92 + 569,19=) 811,11 όφειλε να καταβάλει η δεύτερη εναγομένη, ως εκμεταλλευόμενη το εν λόγω πλοίο και εφοπλίστρια αυτού, όπως αναλύεται ανωτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα από 4-2-2020 έως 16-2-2020 κατά την τρίτη ναυτολόγηση και από 2-4-2020 έως 30-4-2020 κατά την τέταρτη ναυτολόγηση. Ο ενάγων ήδη με την ένδικη αγωγή του, ανέφερε ότι, έναντι του αναλογούντος στο χρονικό διάστημα από 1-1-2020 έως 3-2-2020 Δώρου Πάσχα 2020, έχει λάβει ποσό ευρώ 322,94 και επιπλέον για Δώρο Πάσχα 2020 έλαβε και το ποσό των ευρώ 414,77, ήτοι συνολικά για Δώρο Πάσχα 2020 έλαβε το ποσό των ευρώ (322,94 + 414,77=) 737,71. Περαιτέρω, οι εναγόμενες δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 857,59, και συγκεκριμένα, το ποσό των ευρώ 322,94 τον μήνα Ιανουάριο του 2020, το ποσό των ευρώ 170,88 το μήνα Φεβρουάριο 2020, επιπλέον τον ίδιο μήνα το ποσό των ευρώ 49,00 και τον μήνα Απρίλιο 2020 το ποσό των ευρώ 314,77. Τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο οι εναγόμενες ανέπτυξαν προφορικά συνοπτικά, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπως ομοίως προκύπτει από τα εν λόγω πρακτικά, ο ενάγων αρνήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περαιτέρω, δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε μετά τη συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού αρνήθηκε εκ νέου ότι το εν λόγω ποσό των ευρώ 49,00, το οποίο οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν ότι κατεβλήθη στον ενάγοντα υπό της πρώτης εναγομένης έναντι της ένδικης απαίτησής του, ισχυρίσθηκε επιπλέον ότι, όπως προκύπτει από το σχετικό 15 που επικαλέσθηκαν και προσεκόμισαν οι εναγόμενες, αυτό κατεβλήθη υπό της πρώτης εναγομένης για άλλη αιτία και δη ως μέρος της αποζημίωσής του λόγω τραυματισμού του. Ο περί καταβολής ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του  με την εκκαλουμένη απόφαση και για το ανωτέρω επιμέρους ποσό των ευρώ 49,00, τον περί καταβολής δε ισχυρισμό επανέφερε παραδεκτώς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια των εγγράφων προτάσεών της και η δεύτερη εναγομένη (σελίδα 10). Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού, οι εναγόμενες προσεκόμισαν μετ’ επικλήσεως ως σχετικό 15β, το από 11.3.2020 αποδεικτικό εντολής της πρώτης εναγομένης σε τράπεζα προς κατάθεση του ποσού των ευρώ 1.181,93 σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, μεταφορά που δεν αμφισβητείται υπό του ενάγοντος ότι έλαβε χώρα, μετά των επισυναπτομένων σε αυτό το σχετικό, προσκομιζόμενων ως σχετικών 15 και 15α έντυπων ανυπόγραφων αποδείξεων πληρωμής, οι οποίες ομοίως φέρουν ημερομηνία εκδόσεως την 11.3.2020 και τις οποίες οι εναγόμενες επικαλέσθηκαν ως «εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας Φεβρουαρίου για την περίοδο 17.02.2020 έως 25.02.2020». Από την πρώτη εκ των εν λόγω σχετικών αποδείξεων,  προκύπτει ότι, η πρώτη εναγομένη, κατά την καταβολή του ανωτέρω ποσού των 1.181,93 ευρώ, ποσό ευρώ 694,81 [το οποίο στην ίδια απόδειξη η πρώτη εναγομένη ανέλυσε σε επιμέρους ποσά μεταξύ των οποίων υπό του τίτλου «αποδοχές δώρων» ανέφερε το ποσό των ευρώ 49,00] κατελόγισε μονομερώς σε αποζημίωση του ενάγοντος, λόγω τραυματισμού του, διότι στην προσκομιζόμενη ως σχετικό 15 ανυπόγραφη και συνταχθείσα υπ’ αυτής την 11.3.2020 απόδειξη πληρωμής, υπό της φράσεως «απόδειξη πληρωμής» η ίδια περιέλαβε τη φράση «αποζημίωση τραυματισμού 17/02/2020 – 25/02/2020», με δεδομένο ότι όπως αναφέρεται και ανωτέρω, ο μονομερής καταλογισμός υπό του οφειλέτη, δύναται να γίνει και σιωπηρώς, ισχύει δε ακόμη κι αν δεν έλαβε γνώση αυτού ο δανειστής. Ο εν λόγω καταλογισμός του ποσού των ευρώ 694,81 και επομένως και του ανωτέρω επιμέρους ποσού των ευρώ 49,00, το οποίο  οι εναγόμενες εν προκειμένω ισχυρίζονται ότι κατεβλήθη στον ενάγοντα, έναντι Δώρου Πάσχα 2020, προκύπτει και από το προσκομιζόμενο από τις ίδιες (εναγόμενες) ως σχετικό 20 έντυπο ανυπόγραφο έγγραφο με τίτλο «Αναλυτική Κατάστασης Μισθοδοσίας (Οριστικοποίηση) χρονικού διαστήματος Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2020» στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, με αιτιολογία «Αποζημίωση Ατυχήματος» καταβολή του ανωτέρω ποσού των ευρώ 694,81, ήτοι του αναφερομένου στην προσκομισθείσα ως σχετικό 15 απόδειξη, ποσού. Ο περί (μερικής) καταβολής του ανωτέρω ποσού, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης έγινε δεκτός ως προς αυτήν υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία πλήττεται υπό του ενάγοντος – εκκαλούντος με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του. Ειδικότερα, με τον υπό κρίση (τρίτο) λόγο της ένδικης έφεσής του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι, εσφαλμένως και δη κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έγινε δεκτή, υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, η σχετική ένσταση μερικής καταβολής για το επιμέρους ποσό των ευρώ 49,00, το οποίο, κατά τις εναγόμενες, κατεβλήθη στον ενάγοντα τον μήνα Φεβρουάριο 2020 διότι, κατά τον ενάγοντα, όπως αποδεικνύεται από την από 11.3.2020 απόδειξη μισθοδοσίας που προσεκόμισαν οι εναγόμενες, το ποσό αυτό κατεβλήθη ως μέρος της αποζημίωσής του λόγω ανικανότητάς του προς εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 17.2.2020 έως 25.2.2020, συνεπεία τραυματισμού του που έλαβε χώρα την 16.2.2020. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεών τους ισχυρίζονται ότι απαραδέκτως ο ενάγων προβάλει τον ανωτέρω ισχυρισμό του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διότι αυτόν δεν προέβαλε παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε, επιπλέον δε δεν επικαλείται, αλλά ούτε αποδεικνύει κάποιον από τους αναφερομένους στο άρθρο 527 ΚΠολΔ λόγους καθυστερημένης προβολής του. Πέραν του γεγονότος ότι ο ενάγων, ήδη με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής του, αναφέρει ότι ο ισχυρισμός του αποδεικνύεται από την από 11.3.2020 απόδειξη μισθοδοσίας, η οποία εν τούτοις είναι ανυπόγραφη, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω στα πλαίσια αντίστοιχου ισχυρισμού των εναγομένων ως προς την αιτούμενη υπό του ενάγοντος αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ως αιτιολογημένη άρνηση του περί καταβολής ισχυρισμού των εναγομένων και όχι ως αντένσταση (ότι δηλαδή η εν λόγω καταβολή αφορά άλλο χρέος). Όπως απεδείχθη από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα υπό των εναγομένων ως σχετικά 15 και 20 και ειδικώς μνημονευόμενα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία, παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη, η πρώτη εναγομένη, δεν κατέβαλε όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενες και όπως ισχυρίζονται και με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος (σελ. 10), τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2020 το ανωτέρω ποσό των 49,00 ευρώ, αλλά την 11.3.2020 και μάλιστα όχι έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, αλλά απεδείχθη ότι η πρώτη εναγομένη κατελόγισε αυτό, κατά την καταβολή του, στην αποζημίωση του ενάγοντος συνεπεία τραυματισμού του που έλαβε χώρα την 16.2.2020. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών με την ένδικη έφεσή του με το να δεχθεί ως βάσιμη στην ουσία της, έναντι της πρώτης εναγομένης, ως προς την οποία εν τέλει έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή, την υποβληθείσα υπ’ αυτής ένσταση μερικής καταβολής για το εν λόγω επιμέρους ποσό των 49,00 ευρώ, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως αβάσιμη στην ουσία της. Πρέπει, επομένως, γενομένου δεκτού του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει, κατά τούτο, την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η περί (μερικής) καταβολής, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για καταβολή της ανωτέρω διαφοράς Δώρου Πάσχα 2020, ένσταση των εναγομένων κατά το ποσό των ευρώ 49,00. Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων για την εν λόγω αιτία έλαβε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των ευρώ 322,94 τον μήνα Ιανουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 170,88 τον μήνα Φεβρουάριο 2020 και το ποσό των ευρώ 314,77 τον μήνα Απρίλιο 2020 και συνολικά έλαβε το ποσό των ευρώ 808,59, ήτοι επιπλέον του ποσού των ευρώ 737,71 που ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του ποσό ευρώ 70,88. Ενόψει του ότι αποδεικνύεται βάσιμη στην ουσία της η ανωτέρω ένσταση των εναγομένων περί μερικής καταβολής της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος για καταβολή αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 για το ποσό των ευρώ 808,59 αφού απορρίφθηκε για το επιπλέον ποσό των 49,00 ευρώ, για την εν λόγω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα συνολικά το ποσό των ευρώ  (1.445,77 – 808,59 =) 637,18. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 422 ΑΚ, αποδεικνύεται επομένως ότι για την εν λόγω αιτία η πρώτη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (634,66 – 393,82=) 240,84 και η δεύτερη εναγομένη το ποσό των ευρώ (811,11 – 414,77=) 396,34. (Γ) Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020: (i) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων από την τέταρτη ναυτολόγηση του ενάγοντος και δη για το διάστημα εργασίας του από 1-5-2020 έως 25-6-2020: {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 €+μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.053,70 για υπερωριακή απασχόληση από 1-5-2020 έως 25 -6-2020 /56  ημέρες εργασίας επί 30=) 1.635,91  =] 4.713,13 επί 2/25  επί (56 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 2,94 δεκαεννιαήμερα=} 1.108,53 (κατόπιν στρογγυλοποιήσεως) έναντι του οποίου όπως ο ίδιος ο ενάγων αναφέρει στην αγωγή του και δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, διάταξη η οποία δεν πλήττεται από κανέναν των διαδίκων, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 575,36 και, ως εκ τούτου, συνεχίζει να του οφείλεται το ποσό των ευρώ (1.108,53 – 575,36 =) 533,19. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2019, που υπογράφηκε στις 8.7.2019, κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/56040/2019 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 3170/ 2019) στις 12.8.2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Εν τούτοις, δεν καθίσταται απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη η αγωγή του εργαζομένου, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους, με την οποία αυτός, έχοντας αξίωση λήψης πρόσθετης αμοιβής για πρόωρη αναχώρηση του πλοίου που εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως για περισσότερες της μίας εβδομάδας στα πλαίσια του χρόνου ναυτολόγησής του, υπολογίζει όλες τις ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου καθόλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, διότι εν τέλει και ο τρόπος αυτός υπολογισμού στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγει, εφόσον βάσει προσδιορισμού της πρόσθετης αμοιβής αποτελεί το πηλίκο της διαιρέσεως των ωρών πρόωρης αναχώρησης με τον αριθμό 8. Είτε οι ώρες πρόωρης αναχώρησης ληφθούν σε εβδομαδιαία βάση και ακολούθως, αφού διαιρεθούν με τον αριθμό 8, γίνει άθροιση του πηλίκου των διαιρέσεων όλων των επιμέρους εβδομάδων απασχόλησης του εργαζομένου, είτε απευθείας όλες οι ώρες πρόωρης αναχώρησης διαιρεθούν με τον αριθμό 8, οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στον ίδιο αριθμό δρομολογίων. Εξάλλου, ούτε οι εναγόμενες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι τυγχάνει νόμω αβάσιμη η αγωγή εάν στην εν λόγω περίπτωση δεν υπολογιστούν τα δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση ήτοι άθροιση των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου ανά εβδομάδα και ακολούθως διαίρεση με τον αριθμό 8, αναφέρουν ότι προκύπτει κάποια διαφορά και μάλιστα σε βάρος τους από τον ανωτέρω μαθηματικό υπολογισμό. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, κατά το οποίο «Αι κατά την διάταξιν του άρθρου 170 παρ. 1 περίπτ. α`του Κώδικος κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών καθορίζονται ως κάτωθι: 1. Κύριαι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 2. Δευτερεύουσαι  δρομολογιακαί γραμμαί:  Αι  συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα έτερον του Πειραιώς και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 3. Τοπικαί δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, υπό τας κατωτέρω διακρίσεις: α) Αι  εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και  επί αποστάσεως μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλλίων. β) Αι εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και επί αποστάσεως άνω των τριών (3) ναυτικών μιλλίων. γ) Αι  εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και  επί αποστάσεως  άνω  των  τριών  (3)  ναυτικών  μιλλίων,  υφισταμένης όμως παραλλήλως και κυρίας ή δευτερευούσης δρομολογιακής γραμμής, συνδεούσης εν όλω ή εν μέρει τους αυτούς λιμένας και δ) Η γραμμή Αργοσαρωνικού ήτοι η συνδέουσα  τον  Πειραιά  μετά  των λιμένων  Αιγίνης  –  Μεθάνων  –  Πόρου  –  Υδρας  – Ερμιόνης – Σπετσών- Π.Χελίου και Λεωνιδίου. 4.  Ομοίως  ως  τοπικαί  δρομολογιακαί   γραμμαί θεωρούνται αι συνδέουσαι  δύο  (2) χερσαίας οδικάς αρτηρίας διακοπτομενας δια λωρίδος θαλάσσης εύρους μέχρι τριων (3) ναυτικών μιλλίων ή σημεία των ακτών της Ηπειρωτικής Ελλάδος μετά των έναντι νήσων, της αυτής  ως  ανωτέρω  κατά μέγιστον  αποστάσεως  ανεξαρτήτως  της υπαγωγής των συνδεομένων σημείων εις τα όρια του αυτού Νομού, εξυπηρετούσαι δε, κυρίως,  την  διακίνησιν οχήματων.». Με βάση επομένως την εν λόγω διάταξη τοπική γραμμή είναι αυτή που δεν είναι κύρια ή δευτερεύουσα δρομολογιακή γραμμή και η οποία συνδέει δύο (2) τουλάχιστον λιμένες εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατά τον, επί σκοπώ καθορισμού της πρόσθετης αμοιβής που εδικαιούτο ο ενάγων για δρομολόγια «εξπρές», προσδιορισμό των τακτικών σε μηνιαία κλίμακα καταβαλλόμενων αποδοχών του, συνυπολόγισε το επίδομα αδείας, με την σαφώς υπονοούμενη παραδοχή της σταθερής καταβολής του από την πρώτη εναγομένη, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης της πρώτης εναγομένης και ο αντίστοιχος ισχυρισμός της δεύτερης εναγομένης που προβάλλεται ενώπιόν μας. Αντιθέτως, πλημμέλεια της εκκαλουμένης αποφάσεως αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, κατά παραδοχή ως βασίμων στην ουσία τους αμφότερων των ενδίκων εφέσεων ο, για τον ίδιο σκοπό, ενόψει των ανά μήνα διαφοροποιήσεων της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, συνυπολογισμός του μέσου όρου υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, με τη σημείωση ότι αυτός (μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής) θα υπολογισθεί, λόγω των διαφορετικών ναυτολογήσεων, ανά ναυτολόγηση, γενομένων δεκτών των αντίστοιχων λόγων αμφότερων των εφέσεων, δεδομένου ότι ο μέσος όρος αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος ανέρχεται σε 1.509,05 κατά την πρώτη των ενδίκων ναυτολογήσεων, σε ευρώ 1.605,35 κατά τη δεύτερη των ενδίκων ναυτολογήσεων, σε ευρώ 1.371,48 κατά την τρίτη ναυτολόγηση του ενάγοντος και σε ευρώ 1.637,24 κατά την τέταρτη των ενδίκων ναυτολογήσεων και όχι σε 1.472,29, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση. Κατά δε τον υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλονταν παγίως και τακτικώς κάθε μήνα στον ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, καθώς επίσης και ο μέρος όρος της μηνιαίας αναλογίας των δώρων εορτών, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αντιστοίχου λόγου εφέσεως της πρώτης εναγομένης εταιρείας, καθώς επίσης και ο μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων εκ ποσού ευρώ 384,34, ο μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής εκ ποσού ευρώ 22,49, καθώς επίσης και ο μέσος όρος αμοιβής για «κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας» εκ ποσού ευρώ 130,58, ενόψει του ότι τα εν λόγω ποσά συνυπολογίζονται υπό του ενάγοντος με την ένδικη αγωγή, έγιναν δεκτά υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν προσβάλλεται υπό της πρώτης εναγομένης, επιπλέον δε δεν αμφισβητείται υπό των εναγομένων ότι τα ανωτέρω ποσά αποτελούν μέρος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, αλλά ούτε ο μέσος όρος αυτών. Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο Α] κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.5.2019 έως 24.5.2019 και από 8.11.2019 έως 27.1.2020, κάθε Δευτέρα εκτελούσε δρομολόγιο της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς (ώρα αν. 16.00) – Σύρος – Μύκονος – Εύδηλος – Καρλόβασι – Βαθύ και επιστροφή μέσω των ίδιων νήσων με αντίστροφη φορά στον Πειραιά την Τρίτη (ώρ. αφ. 12.30), απ’ όπου αναχωρούσε την ίδια ημέρα Τρίτη ώρα 16.00, προ της συμπληρώσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεως από το αμέσως ανωτέρω δρομολόγιο, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς– Σύρος – Μύκονος – Αγ. Κήρυκος – Φούρνοι – Καρλόβασι – Βαθύ – Χίος – Μυτιλήνη – Μύρινα – Καβάλα και επιστροφή μέσω των ίδιων νήσων με αντίστροφη φορά στον Πειραιά την Πέμπτη (ώρ. αφ. 23.25). Κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα πραγματοποιούσε λιγότερα των πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα εκ των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες. Συγκεκριμένα, απεδείχθη ότι, (α) κατά τις ημερομηνίες 7.5.2019, 14.5.2019 και 21.5.2019, το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 12.30 και απέπλευσε προς εκτέλεση νέου δρομολογίου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας, πραγματοποιώντας συνολικά (2,5 Χ 3=) 7,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (7,5/8=) 0,93 δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, και ως εκ τούτου ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 € + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 € + αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.319,92  για υπερωριακή απασχόληση από 3-5-2019 έως 7-7-2019/66 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.509,05 + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εν λόγω χρονικού διαστήματος (1.269,48 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης δια /66 ημέρες εργασίας επί 30=) 577,36 =] 5.163,63 επί 1/30 επί 0,93 δρομολόγια =} 160,07. (β) Κατά τις ημερομηνίες 12.11.2019, 19.11.2019, 26.11.2019, 3.12.2019, 10.12.2019, 17.12.2019 και 31.12.2019, το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 12.30 και απέπλευσε προς εκτέλεση νέου δρομολογίου ώρα 16.00 της ίδιας ημέρας, πραγματοποιώντας συνολικά (2,5 Χ 7=) 17,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (17,5/8=) 2,18 δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, και ως εκ τούτου ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 € + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 5.348,76 για υπερωριακή απασχόληση κατά την τρίτη ναυτολόγηση/117 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.371,48 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εν λόγω χρονικού διαστήματος  (1.303,52 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης δια/70 ημέρες εργασίας επί 30=) 558,65 =] 5.007,35  επί 1/30 επί 2,18 δρομολόγια =} 363,87 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). (γ) Την 7.1.2020, το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 12:30 και απέπλευσε προς εκτέλεση νέου δρομολογίου  ώρα 16:00 της ίδιας ημέρας, την 11.1.2020 κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 13.00 και απέπλευσε εκ νέου ώρα 17.00, την 14.1.2020 κατέπλευσε στο λιμάνι αφετηρίας ώρα 19:45 και απέπλευσε εκ νέου  ώρα 23:00 και την 21.1.2020 κατέπλευσε στον Πειραιά ώρα 12:30 και απέπλευσε εκ νέου ώρα 16.00, πραγματοποιώντας συνολικά (2,5 + 2 + 2,75 + 2,5=)  9,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (9,75/8=) 1,21 δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών, και ως εκ τούτου ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή πρόσθετη αμοιβή ανερχόμενη σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 € + επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 5.348,76 για υπερωριακή απασχόληση κατά την τρίτη ναυτολόγηση/117 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.371,48 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 τρίτης ναυτολόγησης  (876,58 αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης δια/47 ημέρες εργασίας επί 30=) 559,52 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 5.008,22 επί 1/30 επί 1,21 δρομολόγια =} 202,00 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι, κατά τα άνω χρονικά διαστήματα από 3.5.2019 έως 24.5.2019 και από 8.11.2019 έως 27.1.2020, πλοιοκτήτρια του ενδίκου πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη, η τελευταία όφειλε να καταβάλει στον ενάγοντα για την εν λόγω αιτία του ποσό των ευρώ (160,07 + 363,87 + 202,00=) 725,94. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2019 έως 4-10-2019 το ανωτέρω πλοίο πραγματοποιούσε με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά έξι (6) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, διάρκειας άνω των 12 ωρών. Συγκεκριμένα, το πλοίο την 20-9-2019 ημέρα Τρίτη, απέπλευσε από το λιμάνι αφετηρίας του Πειραιά ώρα 15.00 προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Σύρος – Πάρος – Νάξος – Ηρακλειά – Σχοινούσα – Κουφονήσι – Κατάπολα, με επιστροφή από τα ίδια λιμάνια, με αντίστροφη φορά, στο λιμάνι αφετηρίας, την επομένη ημέρα Τετάρτη 21-9-2019 ώρα 15.00, απ’ όπου απέπλευσε ώρα 17.30 της ίδιας ημέρας προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πάρος -Νάξο –  Δονούσα – Αιγιάλη – Αστυπάλαια, με επιστροφή, με αντίστροφη φορά, στο λιμάνι αφετηρίας την επομένη ημέρα Πέμπτη 22-9-2019 ώρα 15.00, απ’ όπου απέπλευσε  αυθημερόν ώρα 17.30 για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής  Σύρος – Πάρος – Νάξος – Δονούσα- Αιγιάλη – Αστυπάλαια με επιστροφή, με αντίστροφη φορά, στο λιμάνι αφετηρίας την επομένη ημέρα Παρασκευή 23-9-2019 ώρα 15.00, απ όπου αναχώρησε αυθημερόν για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πάρος – Νάξος – Ηρακλειά – Σχοινούσα – Κουφονήσι – Κατάπολα με επιστροφή, με αντίστροφη φορά, στο λιμάνι αφετηρίας την επομένη ημέρα Σάββατο 24-9-2019 ώρα 15.00, απ’ όπου απέπλεσε εκ νέου την επομένη ημέρα Κυριακή 25-9-2019 και ώρα 17.30 για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Σύρος – Πάρος – Νάξος – Ηρακλεια – Σχοινούσα – Κουφονήσι – Κατάπολα, με επιστροφή, με αντίστροφη φορά στο λιμάνι αφετηρίας την επομένη ημέρα Δευτέρα, ώρα 15.00, απ’ όπου αναχωρούσε ακολούθως τις επόμενες ημέρες όπως την εν λόγω εβδομάδα που αναφέρεται αναλυτικά ανωτέρω έως την 4-10-2019, οπότε έληξε η ναυτολόγηση του ενάγοντος, ως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, στο διάστημα αυτό των τριών (3) εβδομάδων και τεσσάρων (4) ημερών το πλοίο, εκάστη των τριών πρώτων εβδομάδων, πραγματοποιούσε 6 καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι του Πειραιά και, εκ του λόγου τούτου, ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής για πρόσθετα δρομολόγια, κατά  τη διάταξη της § 5 του ως άνω άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, τρία δρομολόγια εξπρές. Αντίθετα, δεν δικαιούται επιπλέον 0,6 δρομολόγιο για τις καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι του Πειραιά τις τέσσερις τελευταίες ημέρες του εν λόγω χρονικού διαστήματος, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο ενάγων με την αγωγή του, αφού οι τέσσερις ημέρες υπολείπονται της εβδομάδας, παράλληλα δε ο ενάγων δεν αξιώνει αμοιβή για την πρόωρη ημερήσια αναχώρηση από τον λιμένα αφετηρίας κατά τις εν λόγω ημέρες. Ως εκ τούτου, ο ενάγων για την αμέσως ανωτέρω αιτία δικαιούται πρόσθετης αμοιβής ανερχόμενη σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.478,26  για υπερωριακή απασχόληση κατά τη δεύτερη ναυτολόγηση/65 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.605,35] + (1.281,15 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης δια/66 ημέρες εργασίας επί 30=) 582,34  =]  5.264,91  επί 1/30 επί (τρία) 3 δρομολόγια =} 526,49. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή σιωπηρά ως αβάσιμη στην ουσία της καθό μέρος ο ενάγων αξίωνε πρόσθετη αμοιβή για τα εν λόγω πρόσθετα δρομολόγια χρονικού διαστήματος από 10-9-2019 έως 4-10-2019, ήτοι καθόν χρόνο τον εφοπλισμό του πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο,  κατά τα χρονικά διαστήματα από 25.5.2019 έως 7.7.2019, 1-8-2019 έως 9-9-2019, 4.2.2020 έως 16.2.2020 , 2.4.2020 έως 19.4.2020 και 20-4-20-20 έως 14-6-2020 εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυκλικά) δρομολόγια, όπως περιγράφονται με λεπτομέρεια ανωτέρω και αναχωρούσε πρόωρα, ήτοι προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από την άφιξή του στο λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, και συγκεκριμένα [α] την 28.5.2019, 30.5.2019, 4.6.2019, 6.6.2019, 11.6.2019, 13.6.2019, 15.6.2019, 16.6.2019, 18.6.2019, 20.6.2019, 22.6.2019, 23.6.2019, 25.6.2019, 27.6.2019, 29.6.2019, 30.6.2019, 2.7.2019, 4.7.2019 και 6.7.2019, αναχώρησε πρόωρα κατά 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες και 2,66 ώρες, αντίστοιχα, και συνολικά κατά 33,56 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (33,56 δια 8=) 4,19 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.319,92  για υπερωριακή απασχόληση κατά τη διάρκεια της πρώτης ναυτολόγησης/66 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.509,05 + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εν λόγω χρονικού διαστήματος (1.269,48 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης δια/66 ημέρες εργασίας επί 30=) 577,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 5.163,31 επί 1/30  επί 4,19 δρομολόγια =} 721,14. [β] την 1.8.2019, 3.8.2019, 4.8.2019, 6.8.2019, 8.8.2019, 10.8.2019, 11.8.2019, 13.8.2019, 15.8.2019, 17.8.2019, 18.8.2019, 20.8.2019, 22.8.2019, 24.8.2019, 25.8.2019, 27.8.2019, 29.8.2019, 31.8.2019, 1.9.2019, 3.9.2019, 5.9.2019, 7.9.2019 και 8.9.2019, αναχώρησε πρόωρα κατά 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,75 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες, 0,66 ώρες, 1,33 ώρες, 2,16 ώρες, 2,66 ώρες και 0,66 ώρες, αντίστοιχα και συνολικά κατά 40,12 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (40,12 δια 8=) 5,01 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετη αμοιβή ανερχομένη σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 € + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 € + αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.478,26 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2019 έως 4-10-2019 /65  ημέρες εργασίας επί 30=) 1.605,35 + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εν λόγω χρονικού διαστήματος (1.281,15 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης δια/65 ημέρες εργασίας επί 30=) 591,30 =] 5.273,87 επί 1/30  επί 5,01 δρομολόγια =} 880,74 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ. [γ] την 6.2.2020, 11.2.2020 και 13.2.2020 αναχώρησε πρόωρα κατά 2,16 ώρες, 1,83 ώρες και 2,16 ώρες, αντίστοιχα, και συνολικά κατά 6,15 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (6,15 δια 8=) 0,76 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 5.348,76 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 23-10-2019 έως 16-2-2020/117  ημέρες εργασίας επί 30=) 1.371,48 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 τρίτης ναυτολόγησης  (876,58 αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης δια/47 ημέρες εργασίας επί 30=) 559,52 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 5.008,22  επί 1/30 επί 0,76 δρομολόγια =} 126,87. [δ] (ι) την 2.4.2020, 10.4.2020, 12.4.2020, 14.4.2020, 16.4.2020, 21.4.2020, 23.4.2020, 25.4.2020, 28.4.2020, 30.4.2020, αναχώρησε πρόωρα κατά 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 2,36 ώρες, 4,00 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες και 2,16 ώρες, αντίστοιχα και συνολικά κατά 22,64 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (22,64 δια 8=) 2,83 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 4.638,84 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του ενάγοντος /85 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.637,24 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 της τέταρτης ναυτολόγησης (569,19 αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 τέταρτης ναυτολόγησης δια/29 ημέρες εργασίας έως 30-4-2020 επί 30=) 588,82 (κατόπιν στρογγυλοποίησης =] 5.303,31  επί 1/30 επί 2,83 δρομολόγια =} 500,28 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). (ιι) την 2.5.2020, 5.5.2020, 7.5.2020, 9.5.2020, 12.5.2020, 14.5.2020, 16.5.2020, 19.5.2020, 21.5.2020, 23.5.2020, 26.5.2020, 28.5.2020, 30.5.2020, 2.6.2020, 4.6.2020, 6.6.2020, 9.6.2020, 11.6.2020, 13.6.2020, 16.6.2020, 18.6.2020 και 23.6.2020, αναχώρησε πρόωρα κατά 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες, 2,16 ώρες, 1,66 ώρες, 2,16 ώρες και 1,66 ώρες, αντίστοιχα και συνολικά κατά 43,52 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (43,52 δια 8=) 5,44 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 € + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 4.638,84 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του ενάγοντος /85 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.637,24 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020 της τέταρτης ναυτολόγησης (1.108,53 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 εν λόγω τέταρτης ναυτολόγησης δια/56 ημέρες εργασίας επί 30=) 593,85 =] 5.308,31 επί 1/30 επί 5,44 δρομολόγια =} 962,57. Ο ενάγων περαιτέρω με την ένδικη αγωγή του αξιώνει πρόσθετη αμοιβή για 39,68 δρομολόγια εξπρές διότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 7-7-2019, από 1-8-2019 έως 9-9-2019, από 4-2-2020 έως 13-2-2020 και από 2-4-2020 έως 25-6-2020, το ανωτέρω πλοίο, κατά τις ημέρες Δευτέρα και Παρασκευή, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου (έχοντας προηγούμενα αποπλεύσει προς εκτέλεση δρομολογίου από το λιμάνι του Πειραιά), δεν παρέμενε στο λιμάνι επί εξάωρο, αλλά πρόωρα αναχωρούσε προς εκτέλεση προσθέτου κυκλικού δρομολογίου και δη απέπλεε τις ώρες και ημέρες που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή, από το λιμάνι της Ρόδου, την ίδια ημέρα με την άφιξή του από τον Πειραιά με προορισμό το Καστελόριζο και επέστρεφε στη Ρόδο αυθημερόν, οπότε και αναχωρούσε αυθημερόν για το λιμάνι του Πειραιά, η δε διάρκεια του εν λόγω «παρένθετου», κατά την αγωγή, κυκλικού δρομολογίου ανήρχετο σε 7,40 ώρες. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι κάθε Τετάρτη,  το πλοίο, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου (έχοντας προηγούμενα αποπλεύσει προς εκτέλεση δρομολογίου από το λιμάνι του Πειραιά), δεν παρέμενε στο λιμάνι επί εξάωρο, αλλά πρόωρα αναχωρούσε προς εκτέλεση προσθέτου κυκλικού δρομολογίου και δη απέπλεε τις ώρες και ημέρες που αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή, από το λιμάνι της Ρόδου, την ίδια ημέρα με την άφιξή του, με προορισμό την Κάρπαθο και Κάσο, απ’ όπου επέστρεφε στη Ρόδο αυθημερόν, οπότε και αναχωρούσε αυθημερόν για το λιμάνι του Πειραιά, η δε διάρκεια του εν λόγω «παρένθετου», κατά την αγωγή, κυκλικού δρομολογίου ανήρχετο σε 9,45 ώρες. Πράγματι, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο, κατά τα χρονικά διαστήματα από 25-5-2019 έως 10-9-2019, από 4-2-2020 έως 29-2-2020, από 1-3-έως 31-5-2020 και από 2-6-2020 έως 7-9-2020, σε αντικατάσταση του Ε/Γ-Ο/Γ ΜΣΠ εκτελούσε δρομολόγια πέντε δρομολογιακών γραμμών, ήτοι: (α) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος», (β) «Πειραιάς ή Λαύριο – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος», (γ) «Πειραιάς ή Λαύριο –Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος», (δ) «Ρόδος – Καστελόριζο» και (ε) «Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος και Ρόδος Κάρπαθος – Ρόδος», όπως αναλύεται ανωτέρω (σχετικά με αριθμό πρωτ. ………./24-5-2019 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού του Υπουργού Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής, με αριθμό πρωτ. …………./4-2-2020, ……………………../28-2-2020  ………./27-3-2020, ……………/21-5-2020 και  ……………../29-5-2020 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Λ.Λ.Π.Ν.Ε.). Προς εξυπηρέτηση δε των εν λόγω (πέντε) δρομολογιακών γραμμών (α) κατά το χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 7.7.2019 και από 1-8-2019 έως 9-9-2019, κάθε Τρίτη και ώρα 15.00, αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά για Πάτμο – Λειψούς – Λέρο – Κάλυμνο – Κω – Σύμη – Ρόδο, όπου κατέπλεε ώρα 06.20 της Τετάρτης και αφού πραγματοποιούσε ένα τοπικό δρομολόγιο, με αναχώρηση από το λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και ώρα 06.20, προς Κάρπαθο – Κάσο, επέστρεφε την ίδια ημέρα Τετάρτη στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 17.30 και απέπλεε αυθημερόν ώρα 18.30, με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.10 της Πέμπτης. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη) και προ της συμπληρώσεως έξι ωρών στο εν λόγω λιμάνι, το πλοίο απέπλεε εκ νέου ώρα 14.00 προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αγ Κήρυκος – Φούρνοι –  Πάτμος – Λειψοί – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρο – Τήλος – Σύμη – Ρόδο, όπου κατέπλεε ημέρα Παρασκευή και ώρα 07.35 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ωρ.αν. 08.30) προς Καστελόριζο, επέστρεφε την ίδια ημέρα στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 14.40 και την ίδια ημέρα ώρα 16.00, απέπλεε από το λιμάνι της Ρόδου με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 09.40 του Σαββάτου. Την εν λόγω πλοίο (αφού εκτελούσε δρομολόγιο Πειραιάς – Μεστά – Σιγρί – Πειραιά) απέπλεε ημέρα Κυριακή και ώρα 13.00 από το λιμάνι του Πειραιά, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος –  Ρόδος, όπου έφθανε ώρα 05.35 της Δευτέρας και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 08.30) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 14.40, της ίδιας ημέρας και ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας, απέπλεε με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.20 της Τρίτης. (ΙΙ) κατά το χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 16.2.2020 και 2.4.2020 έως 19.4.2020, κάθε Τρίτη με έναρξη την 4-2-2020, απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος, όπου κατέπλεε ώρα  06.20 την Τετάρτη και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.45) προς Κάρπαθο – Κάσο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 17.40, της ίδιας ημέρας και ώρα 18.40 της ίδιας ημέρας, απέπλεε από το λιμάνι της Ρόδου για Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 11.10 της Πέμπτης. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη), το πλοίο ώρα 15.00 απέπλεε από το ανωτέρω λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς –Λειψοί – Κάλυμνος  – Κως  – Νίσυρο – Τήλο  – Σύμη – κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Παρασκευή ώρα 09.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 10.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 17.40 απ’ όπου απέπλεε ώρα 19.00 της ίδιας μέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 13.10 του Σαββάτου. Το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι του Πειραιά έως την επομένη ημέρα οπότε απέπλεε από το εν λόγω λιμάνι ώρα 12.00 προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κώς – Νίσυρος –  Τήλος – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Δευτέρα ώρα 06.10 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 14.40 απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00 της ίδιας μέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.50 την Τρίτη. (ΙΙΙ) Κατά το χρονικό διάστημα 20-4-20-20 έως 14-6-2020, κάθε Τρίτη απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Πάτμο – Λειψοί – Λέρος – Κως – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου την Τετάρτη ώρα  06.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.45) προς Κάρπαθο και Κάσο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 17.40, απ’ όπου απέπλεε ώρα 18.40 της ίδιας ημέρας με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 11.10 την Πέμπτη. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη), το πλοίο ώρα 15.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς –Λειψοί – Κάλυμνος  – Κως  – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Παρασκευή ώρα  09.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 10.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και ώρα 17.40, απ’ όπου απέπλεε, ώρα 19.00, της ίδιας μέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 13.10 του Σαββάτου. Και (ΙV) Κατά το χρονικό διάστημα 15-6-2020 έως 25.6.2020, κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμάνι του Πειραιά ώρα 15.00, για εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Πάτμο – Λειψοί – Λέρος – – Κως – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της Ρόδου την Τετάρτη, ώρα 06.20 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.45) προς Κάρπαθο και Κάσο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου, την ίδια ημέρα και  ώρα 17.40, απ’ όπου απέπλεε, ώρα 18.40, της ίδιας μέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 11.10 την Πέμπτη. Την ίδια ημέρα (Πέμπτη), το πλοίο ώρα 15.00, απέπλεε από το ανωτέρω λιμάνι του Πειραιά προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς –Λειψοί – Κάλυμνος  – Κως  – Νίσυρος – Τήλος  – Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου, την Παρασκευή ώρα 10.50 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο από Ρόδο (ώρα αναχ. 12.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και ώρα 19.40, απ’ όπου απέπλεε, ώρα 21.00, της ίδιας ημέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 17.00 του Σαββάτου. Το πλοίο παρέμενε στο εν λόγω λιμάνι και αναχωρούσε την επομένη ημέρα Κυριακή, ώρα 13.00, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Πειραιάς – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κώς – Νίσυρος –  Τήλος- Σύμη, κατέπλεε δε στο λιμάνι της  Ρόδου την Δευτέρα ώρα 06.15 και αφού πραγματοποιούσε την ίδια ημέρα ένα τοπικό δρομολόγιο, από Ρόδο (ώρα αναχ. 07.00) προς Καστελόριζο, επέστρεφε στο λιμάνι της Ρόδου την ίδια ημέρα και  ώρα 14.40, απ’ όπου απέπλεε ώρα 16.00, της ίδιας ημέρας, με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέπλεε, αφού προσέγγιζε τους ίδιους ως άνω λιμένες με αντίστροφη φορά, ώρα 10.40 της Τρίτης. Οι εναγόμενες, για πρώτη φορά με τις ένδικες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να αμφισβητούν την εκτέλεση των προαναφερομένων τοπικών δρομολογίων από Ρόδο προς Καστελόριζο με επιστροφή και από Ρόδο προς Κάρπαθο – Κάσο με επιστροφή, καθώς και τους χρόνους απόπλου και κατάπλου του πλοίου, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, για λήψη πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», από τον πρόωρο, ήτοι προ της παρέλευση έξι ωρών από τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι της Ρόδου, απόπλου προς εκτέλεση των ανωτέρω τοπικών δρομολογίων, ισχυριζόμενες ειδικότερα ότι, το εν λόγω κονδύλιο του ενάγοντος τυγχάνει μη νόμιμο, διότι δεν νοείται αυτοτελές δρομολόγιο με λιμάνι αφετηρίας τον λιμένα της Ρόδου, εφόσον εξ αρχής γίνεται αποδεκτός ως λιμένας αφετηρίας ο λιμένας του Πειραιά, βάσει του οποίου υπολογίζονται τόσο τα εβδομαδιαία δρομολόγια, όσο και η διάρκειά τους. Εφόσον, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας, ως δρομολόγιο νοείται αυτό που εκκινεί από το λιμάνι του Πειραιά και λήγει με τον κατάπλου στο ίδιο λιμάνι, ενώ τα υπόλοιπα λιμάνια ενσωματώνονται ως περισσότερα ενδιάμεσα λιμάνια στο μείζον δρομολόγιο, με λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά. Κατά τις ίδιες, δεν μπορεί να νοηθεί ύπαρξη δύο λιμένων αφετηρίας και προορισμού στην ίδια δρομολογιακή γραμμή, όπως τεχνηέντως επιδιώκει ο εκκαλών με την αγωγή του. Εν τούτοις, εν προκειμένω απεδείχθη ότι, κατά τα ένδικα χρονικά διαστήματα, στο ανωτέρω πλοίο είχαν ανατεθεί, με τις προαναφερόμενες διοικητικές πράξεις και αυτό εξυπηρετούσε, τρεις κύριες δρομολογιακές γραμμές, ήτοι γραμμές συνδέουσες δύο (2)  τουλάχιστον λιμένες,  έχουσες  ως αφετήριο λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμενες σε πλείονες του ενός Νομούς (άρθρο 2 περ. 1 του άρθρου 2 του ΠΔ 814/1974) και δη τις δρομολογιακές γραμμές (α) «Πειραιάς ή Λαύριο – Πάτμος – Λειψοί – Λέρος – Κάλυμνος – Κως – Σύμη – Ρόδος», (β) «Πειραιάς ή Λαύριο – Αστυπάλαια – Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Ρόδος», και (γ) «Πειραιάς ή Λαύριο –Κάλυμνος – Κως – Νίσυρος – Τήλος – Σύμη – Ρόδος», με λιμάνι αφετηρίας κατά τον ένδικο χρόνο το λιμάνι του Πειραιά και, επιπλέον, του είχαν ανατεθεί και εκτελούσε δύο τοπικές δρομολογιακές γραμμές, ήτοι γραμμές συνδέουσες δύο (2) τουλάχιστον λιμένες  εκτεινόμενες  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού (άρθρο 2 περ.3 ανωτέρω ΠΔ) και δη οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές (α) «Ρόδος – Καστελόριζο» και (β) «Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος και Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος». Μάλιστα, στις τρεις πρώτες κύριες δρομολογιακές γραμμές με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά και λιμάνι προορισμού τη Ρόδο, δεν περιλαμβάνονταν ως λιμάνια προσεγγίσεως τα λιμάνια των νήσων Καστελόριζου, Καρπάθου και Κάσου. Ως εκ τούτου, εφόσον ως δρομολόγιο, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία σκέψη της παρούσας, ορίζεται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας, το εν θέματι πλοίο εκτελούσε προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω δρομολογιακών γραμμών, πλείονα του ενός δρομολόγια, η αφετηρία των οποίων διέφερε ανάλογα με το ποία δρομολογιακή γραμμή εξυπηρετείτο κάθε φορά. Κατά συνέπεια, το δρομολόγιο Ρόδος – Καστελλόριζο ή Ρόδος – Κάρπαθος – Ρόδος ή Ρόδος – Κάσος – Κάρπαθος – Ρόδος, είχε ως λιμάνι αφετηρίας το λιμάνι της Ρόδου. Το γεγονός ότι τα ανωτέρω τοπικά δρομολόγια εκτελούντο, μετά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι προορισμού στα πλαίσια δρομολογίου προς εκτέλεση κάποιας από τις τρεις πρώτες, ανωτέρω αναφερόμενες, κύριες δρομολογιακές γραμμές και πριν την επιστροφή του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας αυτού του δρομολογίου, δεν καθιστούν τα λιμάνια των νήσων Καστελόριζου, Κάσου και Καρπάθου ενδιάμεσα λιμάνια, του δρομολογίου της κύριας δρομολογιακής γραμμής σε εκτέλεση της οποίας το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι προορισμού με λιμένα αφετηρίας τον Πειραιά, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενες διότι, όπως απεδείχθη και αναφέρεται ανωτέρω, οι εν λόγω λιμένες (Καστελόριζου, Κάσου και Καρπάθου) δεν περιλαμβάνονταν στις κύριες δρομολογιακές γραμμές. Εξάλλου, οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι δεν νοείται αυτοτελές δρομολόγιο με λιμάνι αφετηρίας τον λιμένα της Ρόδου, εφόσον εξ αρχής γίνεται αποδεκτός ως λιμένας αφετηρίας ο λιμένας του Πειραιά, βάσει του οποίου υπολογίζονται τόσο τα εβδομαδιαία δρομολόγια όσο και η διάρκειά τους, τυγχάνει παντελώς αόριστος, εφόσον δεν προσδιορίζουν από ποίον γίνεται αποδεκτός ως λιμάνι αφετηρίας ο λιμένας Πειραιώς και για τα ένδικα δρομολόγια προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω τοπικών γραμμών, δεδομένου ότι ο ενάγων σαφώς διακρίνει με την αγωγή του τις κύριες ανωτέρω δρομολογιακές γραμμές από τις δύο ανωτέρω τοπικές γραμμές, εφόσον σαφώς αναφέρει τη Ρόδο ως λιμένα αφετηρίας και αξιώνει πρόσθετη αμοιβή για την πρόωρη αναχώρηση του πλοίου με την άφιξή του σε αυτό σε εκτέλεση του εκάστοτε κυρίου δρομολογίου με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά, προς εκτέλεση των εν λόγω (τοπικών) δρομολογίων. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο, μετά την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου ως λιμάνι προορισμού του εκάστοτε δρομολογίου που εκτελείτο στα πλαίσια των τριών πρώτων δρομολογιακών γραμμών, δεν παρέμενε στο λιμάνι της Ρόδου, λιμάνι αφετηρίας, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, κατά την εξυπηρέτηση των ανωτέρω τοπικών δρομολογιακών γραμμών τουλάχιστον έξι ώρες πριν τον απόπλου για την εκτέλεση του τοπικού δρομολογίου προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αυτού ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας, αν και οι εναγόμενες δεν επικαλούνται ότι εν προκειμένω συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, το εν λόγω πλοίο δεν ήταν ημερόπλοιο, εφόσον, όπως απεδείχθη και αναλύεται ανωτέρω, έπλεε προς εκτέλεση διαφόρων δρομολογίων και νυχτερινές ώρες, ήτοι από ώρας 23.00 έως ώρας 07.00, αλλά ούτε πλοίο τοπικών γραμμών, εφόσον εκτελούσε και μη τοπικά δρομολόγια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα δρομολόγια που το πλοίο εκτελούσε προς εξυπηρέτηση των ανωτέρω τοπικών δρομολογιακών γραμμών το ανωτέρω πλοίο, εκτελούσε την ημέρα, ήτοι μετά την 7.00 πμ και τα οποία ολοκληρώνονταν πριν την 23.00 μ.μ., δεν δύνανται να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση, διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, η εξαίρεση από την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, αφορά στο εάν το πλοίο τυγχάνει ημερόπλοιο και όχι αν το δρομολόγιο εκτελείται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όμοια, το γεγονός ότι τα εν λόγω δρομολόγια ήταν τοπικά, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε κρίση ότι πρόκειται για περίπτωση εξαίρεσης κατά την παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου, διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 6 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, η εξαίρεση από την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης αφορά το εάν το πλοίο εκτελεί τοπικά δρομολόγια και όχι εάν τα εκτελούμενα δρομολόγια είναι τοπικά, εν προκειμένω δε απεδείχθη ότι το πλοίο εκτελούσε και άλλα μη τοπικά δρομολόγια. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής (όμοια ΕΠ 34/2018 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιά) η οποία θα πρέπει να υπολογισθεί, κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, όπως αξιώνει και ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, δεδομένου ότι εν προκειμένω δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, ήτοι το πλοίο δεν εκτελούσε τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας των εν λόγω δρομολογίων, ήτοι το λιμάνι της Ρόδου.  Κατόπιν των ανωτέρω, ορθώς υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, έγινε δεκτή ως νόμιμη η αγωγή και ως προς το εν λόγω κονδύλιο, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, τυγχάνουν αβάσιμοι, οι οποίοι σημειωτέον αφού βάλλουν κατά της νομιμότητας του εν λόγω κονδυλίου, παραδεκτώς προβάλλονται υπό των εναγομένων για πρώτη φορά με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθόσον ο εν λόγω ισχυρισμός δεν εμπίπτει στις απαγορεύσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, το εν λόγω πλοίο, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, αναχώρησε πρόωρα και δη προ της παρελεύσεως έξι ωρών από την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου προς εκτέλεση των ανωτέρω δρομολογίων τα οποία, όπως προελέχθη, είχαν διάρκεια μικρότερη των 12 ωρών: [α] την 27.5.2019, 29.5.2019, 31.5.2019, 3.6.2019, 5.6.2019, 7.6.2019, 10.6.2019, 12.6.2019, 14.6.2019, 17.6.2019, 19.6.2019, 21.6.2019, 24.6.2019, 26.6.2019, 28.6.2019, 1.7.2019, 3.7.2019 και 5.7.2019, κατά 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5.08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες και 5,08 ώρες, αντίστοιχα και συνολικά κατά 79,44 ώρες οι οποίες αναλογούν σε (79,44 δια 8=) 9,93 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 € + αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.319,92  για υπερωριακή απασχόληση από 3-5-2019 έως 7-7-2019/66 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.509,05 + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εν λόγω χρονικού διαστήματος (1.269,48 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω πρώτης ναυτολόγησης δια/66 ημέρες εργασίας επί 30=) 577,04 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 5.163,31 επί 1/60  επί 9,93 δρομολόγια =} 854,53. [β] την 2.8.2019, 5.8.2019, 7.8.2019, 8.8.2019, 9.8.2019, 12.8.2019, 14.8.2019, 16.8.2019, 19.8.2019, 21.8.2019, 23.8.2019, 26.8.2019, 28.8.2019, 30.8.2019, 2.9.2019, 4.9.2019, 6.9.2019 και 9.9.2019, αναχώρησε πρόωρα κατά 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες, 3,58 ώρες, 4,58 ώρες, 5,08 ώρες και 3,58 ώρες, αντίστοιχα και συνολικά κατά 74,86 ώρες οι οποίες αναλογούν σε (74,86 δια 8=) 9,35 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[ μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 3.478,26 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της δεύτερης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2019 έως 4-10-2019 /65  ημέρες εργασίας επί 30=) 1.605,35 + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων εν λόγω χρονικού διαστήματος (1.281,15 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 εν λόγω δεύτερης ναυτολόγησης δια/65 ημέρες εργασίας επί 30=) 591,30 =] 5.273,87 επί 1/60  επί 9,35 δρομολόγια =} 821,84 ευρώ. [γ] την 5.2.2020, 7.2.2020, 10.2.2020, 12.2.2020  και 14.2.2020 αναχώρησε πρόωρα κατά 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 5,16 ώρες, 4,56 ώρες  και 5,33 ώρες, αντίστοιχα, και συνολικά κατά 24,94 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (24,94 δια 8=) 3,11 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[ μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 5.348,76 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της τρίτης ναυτολόγησης του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα από 23-10-2019 έως 16-2-2020/117 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.371,48 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Πάσχα 2020 τρίτης ναυτολόγησης  (876,58 αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 εν λόγω τρίτης ναυτολόγησης δια/47 ημέρες εργασίας επί 30=) 559,52 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 5.008,22  επί 1/60 επί 3,11 δρομολόγια =} 259,59. [δ] την 3.4.2020, 6.4.2020, 9.4.2020, 11.4.2020, 13.4.2020, 15.4.2020, 17.4.2020, 22.4.2020, 24.4.2020, 29.4.2020, 1.5.2020, 6.5.2020, 8.5.2020, 13.5.2020, 15.5.2020, 20.5.2020, 22.5.2020, 27.5.2020, 29.5.2020, 3.6.2020, 5.6.2020, 10.6.2020, 12.6.2020, 15.6.2020, 17.6.2020, 19.6.2020, 22.6.2020 και 24.6.2020, αναχώρησε πρόωρα κατά 5,33 ώρες, 5,16 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,91 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες,  5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 5,33 ώρες, 4,56 ώρες, 4,83 ώρες, 5,25 ώρες, 4,56 ώρες, 4,83 ώρες, 5,25 ώρες και 4,56 ώρες, αντίστοιχα και συνολικά κατά 138,25 ώρες, οι οποίες αναλογούν σε (138,25 δια 8=) 17,28 δρομολόγια εξπρές και για την αιτία αυτή ο ενάγων εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.204,77 €+ επίδομα Κυριακών 265,05 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής 599,40 €+ επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας 433,95 €+ μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 384,34 €+ μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 22,49 €+ αμοιβής για κούρδισμα ρολογιών πυρασφάλειας 130,58 € + μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης [(ευρώ 4.638,84 για υπερωριακή απασχόληση στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του ενάγοντος /85 ημέρες εργασίας επί 30=) 1.637,24 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)] + μέσος όρος μηνιαίας αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2020 της τέταρτης ναυτολόγησης (1.108,53 αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 εν λόγω τέταρτης ναυτολόγησης δια/56 ημέρες εργασίας επί 30=) 593,85  =] 5.308,31  επί 1/60 επί 17,28 δρομολόγια =} 1.528,79. Επομένως, για την εν λόγω αιτία η πρώτη των εναγομένων όφειλε στον ενάγοντα ως πλοιοκτήτρια και εργοδότρια αυτού ως πρόσθετη αμοιβή για τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές το ποσό των ευρώ 725,94, έναντι του οποίου ο ενάγων ήδη με την αγωγή του ισχυρίζεται ότι έλαβε το ποσό των ευρώ 350.26. Για την ίδια αιτία η δεύτερη εναγομένη όφειλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (526,49 + 721,14 + 880,74 + 126,82 + 500,28 + 962,57 + 854,53 + 821,84 + 259,59 + 1.528,79=) 7.182,79, έναντι του οποίου ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του ισχυρίζεται ότι έλαβε το ποσό των ευρώ 2.067,71. Έναντι της εν λόγω απαίτησης, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε από την πρώτη εναγομένη το ποσό των ευρώ 114,78 τον μήνα Μάιο 2019, το ποσό των ευρώ 213,43 το μήνα Ιούνιο 2019, το ποσό των ευρώ 56,11 το μήνα Ιούλιο 2019, το ποσό των ευρώ 354,24 ευρώ τον μήνα Αύγουστο 2019, το ποσό των ευρώ 14,76 αναδρομικά την 20-19-2019 ποσό το οποίο, κατά την εν λόγω απόδειξη, αφορά αναδρομικά από 3-5-2019 έως 31-8-2019, το ποσό των ευρώ 755,25 τον μήνα Σεπτέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 53,88 τον μήνα Νοέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 132,58 τον μήνα Δεκέμβριο 2019, το ποσό των ευρώ 51,49 τον μήνα Ιανουάριο του 2020, το ποσό των ευρώ 70,47 τον μήνα Φεβρουάριο 2020, το ποσό των ευρώ 214,00 τον μήνα Απρίλιο 2020, το ποσό των ευρώ 304,51 τον μήνα Μάιο 2020 και το ποσό των ευρώ 166,40 τον μήνα Ιούνιο 2020 και συνολικά το ποσό των ευρώ 2.501,90. Πέραν των ανωτέρω καταβολών, οι οποίες συνομολογούνται υπό του ενάγοντος, οι εναγόμενες δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης, ο ενάγων έλαβε τον μήνα Φεβρουάριο 2020 και το ποσό των ευρώ 24,40. Τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο οι εναγόμενες ανέπτυξαν προφορικά συνοπτικά, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπως ομοίως προκύπτει από τα εν λόγω πρακτικά, ο ενάγων αρνήθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και περαιτέρω, δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε μετά τη συζήτηση αυτής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού αρνήθηκε εκ νέου ότι το εν λόγω ποσό κατεβλήθη υπό της πρώτης εναγομένης έναντι της ένδικης απαίτησής του, ισχυρίσθηκε επιπλέον ότι, το εν λόγω ποσό κατεβλήθη υπό της πρώτης εναγομένης για άλλη αιτία και δη ως μέρος της αποζημίωσής του λόγω τραυματισμού του. Ο περί καταβολής ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του  με την εκκαλουμένη απόφαση και για το ανωτέρω επιμέρους ποσό των ευρώ 24,40, τον περί καταβολής δε ισχυρισμό επανέφερε παραδεκτώς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δια των εγγράφων προτάσεών της και η δεύτερη εναγομένη (σελίδα 10). Προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού, οι εναγόμενες προσεκόμισαν μετ’ επικλήσεως ως σχετικό 15β, το από 11.3.2020 αποδεικτικό εντολής της πρώτης εναγομένης σε τράπεζα προς κατάθεση του ποσού των ευρώ 1.181,93 σε τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, μεταφορά που δεν αμφισβητείται υπό του ενάγοντος ότι έλαβε χώρα, μετά των επισυναπτομένων σε αυτό το σχετικό, προσκομιζόμενων ως σχετικών 15 και 15α έντυπων ανυπόγραφων αποδείξεων πληρωμής, οι οποίες ομοίως φέρουν ημερομηνία εκδόσεως την 11.3.2020 και τις οποίες οι εναγόμενες επικαλέσθηκαν ως «εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας Φεβρουαρίου για την περίοδο 17.02.2020 έως 25.02.2020». Από την πρώτη εκ των εν λόγω σχετικών αποδείξεων, προκύπτει ότι, η πρώτη εναγομένη, κατά την καταβολή του ανωτέρω ποσού των 1.181,93 ευρώ, ποσό ευρώ 694,81 [το οποίο στην ίδια απόδειξη η πρώτη εναγομένη ανέλυσε σε επιμέρους ποσά μεταξύ των οποίων υπό του τίτλου «διπλά δρομολόγια» ανέφερε το ποσό των ευρώ 24,40] κατελόγισε μονομερώς σε αποζημίωση του ενάγοντος, λόγω τραυματισμού του, διότι στην προσκομιζόμενη ως σχετικό 15 ανυπόγραφη και συνταχθείσα υπ’ αυτής την 11.3.2020  απόδειξη πληρωμής, υπό της φράσεως «απόδειξη πληρωμής» η ίδια περιέλαβε τη φράση «αποζημίωση τραυματισμού 17/02/2020 – 25/02/2020», δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται και ανωτέρω,  ο μονομερής καταλογισμός υπό του οφειλέτη, δύναται να γίνει και σιωπηρώς,  ισχύει δε ακόμη κι αν δεν έλαβε γνώση αυτού ο δανειστής. Ο εν λόγω καταλογισμός του ποσού των ευρώ 24,40 και επομένως και του ανωτέρω επιμέρους ποσού των ευρώ 24,20 το οποίο οι εναγόμενες εν προκειμένω ισχυρίζονται ότι κατεβλήθη στον ενάγοντα, έναντι της ένδικης απαίτησής του, υπό της πρώτης εναγομένης κατά την καταβολή στον ενάγοντα την 11.3.2020 του ανωτέρω ποσού των ευρώ 1.181,93, προκύπτει και από το προσκομιζόμενο από τις ίδιες (εναγόμενες) ως σχετικό 20 έντυπο ανυπόγραφο έγγραφο με τίτλο «Αναλυτική Κατάστασης Μισθοδοσίας (Οριστικοποίηση) χρονικού διαστήματος Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2020» στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, με αιτιολογία «Αποζημίωση Ατυχήματος» καταβολή του ανωτέρω ποσού των ευρώ 694,81, ήτοι  του αναφερομένου στην προσκομισθείσα ως σχετικό 15 απόδειξη, ποσού. Ο περί (μερικής) καταβολής του ανωτέρω ποσού, έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης έγινε δεκτός ως προς αυτήν υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως, διάταξη η οποία πλήττεται υπό του ενάγοντος – εκκαλούντος με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής του με τον οποίο ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εσφαλμένως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της η ένσταση καταβολής της πρώτης εναγομένης για το ανωτέρω επιμέρους ποσό των 24,40 ευρώ, ενώ η καταβολή αυτού έλαβε χώρα, όπως αποδεικνύεται από την από 11.3.2020 απόδειξη μισθοδοσίας που προσεκόμισαν οι εναγόμενες, ως μέρος της αποζημίωσής του λόγω ανικανότητάς του προς εργασία κατά το χρονικό διάστημα από 17.2.2020 έως 25.2.2020, συνεπεία τραυματισμού του που έλαβε χώρα την 16.2.2020. Οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεών τους ισχυρίζονται ότι απαραδέκτως ο ενάγων προβάλει τον ανωτέρω ισχυρισμό του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, διότι αυτόν δεν προέβαλε παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δια της προσθήκης επί των προτάσεων που κατέθεσε, επιπλέον δε δεν επικαλείται, αλλά ούτε αποδεικνύει κάποιον από τους αναφερομένους στο άρθρο 527 ΚΠολΔ λόγους καθυστερημένης προβολής του. Πέραν του γεγονότος ότι ο ενάγων, ήδη με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής του, αναφέρει ότι ο ισχυρισμός του αποδεικνύεται από την από 11.3.2020 απόδειξη μισθοδοσίας, η οποία εν τούτοις, δεν φέρει υπογραφή, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος, εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο, ως αιτιολογημένη άρνηση του περί καταβολής ισχυρισμού των εναγομένων και όχι ως αντένσταση (ότι δηλαδή η εν λόγω καταβολή αφορά άλλο χρέος), όπως διεξοδικά αναλύεται ανωτέρω, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα υπό των εναγομένων ως σχετικά 15 και 20 και ειδικώς μνημονευόμενα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία, αν και ανυπόγραφα, παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η πρώτη εναγομένη, δεν κατέβαλε όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενες και όπως ισχυρίζονται και με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επί της εφέσεως του ενάγοντος – εκκαλούντος (σελ. 10), τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2020 το ανωτέρω ποσό, αλλά την 11.3.2020 και μάλιστα όχι έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, αλλά η πρώτη εναγομένη κατελόγισε το εν λόγω ποσό κατά την καταβολή του στην αποζημίωση του ενάγοντος συνεπεία τραυματισμού του κατά την 16.2.2020. Επομένως, δεν απεδείχθη ότι έναντι των ενδίκων απαιτήσεων η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται τον μήνα Φεβρουάριο 2020 και το ποσό των ευρώ 24,40 για πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως υποστηρίζει ο ενάγων – εκκαλών με την ένδικη έφεσή του με το να δεχθεί ως βάσιμη στην ουσία της, έναντι της πρώτης εναγομένης ως προς την οποία εν τέλει έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή, την υποβληθείσα υπ’ αυτής ένσταση μερικής καταβολής κατά το ανωτέρω επιμέρους ποσό των 24,40 ευρώ, ενώ έπρεπε να απορρίψει αυτή ως αβάσιμη στην ουσία της. Πρέπει, επομένως, γενομένου δεκτού του τετάρτου λόγου της ένδικης έφεσης του ενάγοντος, κατά τούτο, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τούτο και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει και δικάσει, την ένδικη υπόθεση (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί η περί (μερικής) καταβολής, έναντι των ενδίκων απαιτήσεων του ενάγοντος, ένσταση των εναγομένων κατά το ποσό των ευρώ 24,40, ποσό το οποίο οι εναγόμενες, ισχυρίζονται ότι, κατέβαλαν στον ενάγοντα τον μήνα Φεβρουάριο 2020. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, η πρώτη των εναγομένων έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος περί καταβολής πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές οφείλει σε αυτόν, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου, το ποσό των ευρώ {(160,07 – 129,53 [ήτοι ποσό ευρώ 114,78 το οποίο κατεβλήθη στον ενάγοντα τον μήνα Μάιο 2020 πλέον ποσό ευρώ 14,76 το οποίο του κατεβλήθη τον μήνα Οκτώβριο ως άνω αναδρομικά μηνών Μάιου – Αυγούστου για την εν λόγω αιτία και τα οποία καταλογίζονται κατ’ άρθρο 422 ΑΚ στο παλαιότερο χρέος =) 30,54 ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές κατά τις ημερομηνίες 7.5.2019, 14.5.2019 και 21.5.2019 + (363,87 μείον 53,88 το οποίο κατεβλήθη τον μήνα Νοέμβριο 2019 και ποσό ευρώ 132,58 το οποίο κατεβλήθη το μήνα Δεκέμβριο 2019=) 177,41 ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές κατά τις ημερομηνίες 12.11.2019, 19-11-2019, 26.11.2019, 3.12.2019, 10.12.2019, 17.12.2019 και 31.12.2019+ (202,00 μείον 51,49 που κατεβλήθη τον μήνα Ιανουάριο 2020  =) 150,51 ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές κατά τις ημερομηνίες 7.1.2020, 11.1.2020, 14.1.2020 και 21.1.2020, και συνολικά για την εν λόγω αιτία οφείλει το ποσό των ευρώ 358,46. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έναντι της εκ ποσού ευρώ 7.183,79 υπόλοιπης, όπως ανωτέρω αναλύεται, οφειλομένης πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια εξπρές, έλαβε το ποσό των ευρώ 2.134,41 και επομένως, δικαιούται να λάβει από την δεύτερη εναγομένη, η οποία ήταν εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου, κατά τα ανωτέρω επιμέρους αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ (7.183,79 μείον 2.134,41=) 5.048,38. Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα υπό των εναγομένων αμυντικό ισχυρισμό τους ότι, η άσκηση της ένδικης αγωγής υπό του ενάγοντος, με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση των ενδίκων υπέρογκων αξιώσεών του που της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος, τυγχάνει καταχρηστική. Ειδικότερα, οι εναγόμενες, δια των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 26), ισχυρισμό που επαναφέρουν και ενώπιόν μας δια των εγγράφων προτάσεών τους, αφού ισχυρίσθηκαν, παραθέτοντας και σχετική νομολογία, ότι η άσκηση αξίωσης από εκτέλεση εργασίας πάνω από τα νόμιμα όρια, ελέγχεται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και επιπλέον ότι, δύναται να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική εργασία που εκτελέσθηκε, πέραν των νομίμων ορίων υπό του εργαζομένου, παρά τη ρητή προηγούμενη απαγόρευση του εργοδότη, ακολούθως ισχυρίσθηκαν ότι, με βάση ρητές εντολές της πρώτης εναγομένης, η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας στο ανωτέρω πλοίο, τελούσε υπό ορισμένη, απαρέγκλιτα τηρούμενη, διαδικασία, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε υπό του ενάγοντος. Επιπλέον, ισχυρίσθηκαν ότι, ο ενάγων με θετικές ενέργειές του, δημιούργησε σε αυτές την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα ασκήσει τις ένδικες απαιτήσεις του και δη (1) ο ενάγων ουδέποτε όχλησε την πρώτη εναγομένη ως προς την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων και ειδικότερα ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για δήθεν μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, αντίθετα ελάμβανε τις οικειοθελείς παροχές που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη, καθώς και την αμοιβή υπερωριακής του απασχόλησης, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα επιπλέον απαιτήσεων, (2) ο ενάγων παρέλαβε και υπέγραψε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις του, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή προσθέτων αμοιβών οι οποίες του καταβάλλονταν δια κατάθεσης σε τραπεζικό του λογαριασμό, (3) ο ίδιος (ενάγων) υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως της μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, με τη σύνταξη δε και υπογραφή υπ’ αυτού των μηνιαίων δελτίων ωρών εργασίας του, κατ’ ουσίαν αναγνώριζε και διαβεβαίωνε αυτήν (πρώτη εναγομένη) ότι δεν υπάρχουν ώρες εργασίας του που δεν περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, (4) ο ίδιος (ενάγων), ουδέποτε κατά την πολυετή εργασιακή σχέση τους, προέβαλε οιαδήποτε αξίωση, παρά οψίμως, αφού αποχώρησε από την εργασία του, άσκησε τις ένδικες αξιώσεις του, ως προς τις οποίες υπήρχε η ανά μισθολογική περίοδο άμεση και ρητή διαβεβαίωση της πρώτης εναγομένης υπό του ενάγοντος ότι δεν υφίστανται αξιώσεις σε βάρος της, και (5) καθόλη τη διάρκεια της συνεργασίας τους, η πρώτη εναγομένη κατέβαλε σε αυτόν αποδοχές ανώτερες των νομίμων. Τέλος, ισχυρίσθηκαν ότι, το ύψος των ενδίκων απαιτήσεων είναι υψηλό, με αποτέλεσμα να τους προκαλείται τεράστιο βάρος, σε μια περίοδο οικονομικά δυσχερή, τυχόν δε καταβολή των ποσών που αιτείται ο ενάγων, θα έχει δυσβάσταχτες συνέπειες για τις ίδιες και τους εργαζομένους τους. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί ως προς την πρώτη εναγομένη (ως προς την οποία και μόνον έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως), απερρίφθησαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τις σκέψεις ότι, το γεγονός ότι ο ενάγων δεν διατύπωσε διαμαρτυρία για τα οφειλόμενα, διαρκούσης της σύμβασης εργασίας του ή κατά την επαναυτολόγησή του, οφειλόταν στη βούλησή του να μη διαταράξει την εργασιακή του σχέση, καθόσον είχε συμφέρον να συνεχίσει να εργάζεται στην εναγομένη εταιρία, επιπλέον δε δεν δικαιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στην τελευταία περί μη διεκδίκησης υπό του ενάγοντος  των οφειλομένων σε αυτόν, αφού ουδέποτε αυτός (ενάγων) ρητά παραιτήθηκε από τις σχετικές αξιώσεις του. Με τον υπό κρίση λόγο της έφεσής της, η πρώτη εναγομένη διατείνεται ότι, ο ανωτέρω ισχυρισμός της, κατ’ εσφαλμένη του νόμου ερμηνεία και εφαρμογή, απερρίφθη υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, ο οποίος επαναφέρεται και από τη δεύτερη εναγομένη δια των εγγράφων προτάσεών της και ο οποίος ασκήθηκε επικουρικώς και δη υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση ότι θα γίνει δεκτή ως βάσιμη η ένδικη αγωγή, τυγχάνει μη νόμιμος. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο σκέλος του, ήτοι καθό μέρος οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν ότι, με βάση ρητές εντολές της πρώτης εναγομένης, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών τους, η εκτέλεση υπερωριακής εργασίας τελούσε υπό ορισμένη, απαρεγκλίτως τηρούμενη διαδικασία, η οποία ουδέποτε αμφισβητήθηκε υπό του ενάγοντος, τυγχάνει μη νόμιμος διότι, πέραν του γεγονότος ότι δεν παρατίθεται η ορισμένη αυτή διαδικασία η οποία έπρεπε να τηρείται προκειμένου να πραγματοποιηθεί υπερωριακή εργασία υπό του ενάγοντος, οι εναγόμενες δεν αναφέρουν ότι, εν προκειμένω, ρητώς απαγόρευσαν στον ενάγοντα, προ της παροχής υπ’ αυτού της ανωτέρω αποδειχθείσας υπερωριακής εργασίας, την παροχή αυτής. Τέτοια αναφορά, δεν δύναται να εκτιμηθεί ότι περιέχεται από την παράθεση υπ’ αυτών, νομολογίας των Δικαστηρίων [κατά την οποία, η παροχή υπερωριακής εργασίας παρά τη ρητή απαγόρευση της εργοδότριας προς παροχή αυτής δεν γεννά αξιώσεις στον εργαζόμενο], εφόσον οι ίδιες, δεν αναφέρουν, ως προεκτέθηκε, ότι εν προκειμένω ρητώς αυτές απαγόρευσαν στον ενάγοντα, προ της παροχής υπ’ αυτού της αποδειχθείσας ανωτέρω υπερωριακής εργασίας, την παροχή της αυτής και παρά ταύτα ο ενάγων αυτοβούλως επέλεξε να εκτελέσει εργασία πέραν του νομίμου ωραρίου. Κατά τα λοιπά, τα επικαλούμενα υπό των εναγομένων περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, διότι και υπό την εκδοχή ότι ο ενάγων ρητά διαβεβαιώνε την πρώτη εναγομένη ανά μισθολογική περίοδο ότι δεν διατηρεί αξιώσεις σε βάρος της, όπως οι εναγόμενες διατείνονται, αυτός (ενάγων), δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του έστω και αν υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας και τις καταστάσεις υπερωριών, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς οι απαιτήσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη σχέση εργασίας, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται, αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων  αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος και δη η μη όχληση των εναγομένων ως προς την εξόφληση των ενδίκων απαιτήσεών του, η μη διαμαρτυρία του για τη μη καταβολή της προσήκουσας αμοιβής του, η υπ’ αυτού (ενάγοντος) λήψη των οικειοθελών παροχών που του κατέβαλε η πρώτη εναγομένη, καθώς και της αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, η υπό του ιδίου (ενάγοντος) παραλαβή και ανεπιφύλακτη υπογραφή των αορίστως αναφερομένων αναλυτικών αποδείξεων, η μη διατύπωση υπ’ αυτού αντιρρήσεων ως προς το ύψος των αμοιβών του, που η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στον  τραπεζικό του λογαριασμό, η ανεπιφύλακτη υπ’ αυτού υπογραφή των μηνιαίων καταστάσεων της υπερωριακής του απασχόλησης, η άσκηση των ενδίκων αξιώσεών του με τη λήξη της συνεργασίας του με τις εναγόμενες, συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στις εναγόμενες της εύλογης πεποίθησης υπό του ενάγοντος ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό των εναγομένων, περί κατάχρησης δικαιώματος, θα συνιστούσε η υπογραφή του ενάγοντος σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του, η οποία θα τις ενέκρινε και ακολούθως εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού, συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικώς οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα, αμοιβές υπέρτερες των νομίμων, άνευ άλλου τινός δεν οδηγεί σε καταχρηστική εκ μέρους του αξίωση της αμοιβής του για την παρασχθείσα επ’ αυτού ανωτέρω αποδειχθείσα υπερωριακή εργασία. Τέλος, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στις εναγόμενες η ευδοκίμηση της ένδικης αγωγής, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της πρώτης εναγομένης (ως προς την οποία δέχθηκε την ένδικη αγωγή ως εν μέρει βάσιμη) και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως αυτής (εκκαλουμένης αποφάσεως), κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Ο ίδιος ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος προβάλλεται από τη δεύτερη εναγομένη ενώπιόν μας, ομοίως τυγχάνει απορριπτέος ως ανωτέρω αναλύεται. Η πρώτη εναγομένη δια του έκτου λόγου της ένδικης εφέσεώς της, ισχυρίζεται πέραν των ανωτέρω ότι, η συμπεριφορά του ενάγοντος και δη η από μέρους του διεκδίκηση των ενδίκων απαιτήσεών του, τυγχάνει καταχρηστική και εκ του λόγου ότι, αυτός προέβη σε θετικές ενέργειες, οι οποίες της δημιούργησαν την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν υφίστανται απαιτήσεις, όπως οι ένδικες, σε βάρος της και ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσει τις ένδικες απαιτήσεις σε βάρος της, διότι, όπως και ο ίδιος (ενάγων) συνομολόγησε, απασχολήθηκε από την πρώτη εναγομένη επί πολλά έτη, όπερ δεν θα έπραττε, αν υπήρχε το παραμικρό παράπονο εκ μέρους του. Ο ισχυρισμός, εν τούτοις, αυτός δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσει το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, διότι το γεγονός ότι ο ενάγων, ο οποίος εγείρει αξιώσεις από τη συνεργασία του και με την πρώτη εναγομένη από 3-5-2019 και εντεύθεν, συνέχισε να ναυτολογείται στο ανωτέρω πλοίο έως την 26-6-2020, δεν είναι ικανό να δημιουργήσει την πεποίθηση στην εναγομένη ότι αυτός (ενάγων) δεν επρόκειτο να ασκήσει τα τυχόν δικαιώματά του από την εργασιακή του σχέση, η δε περιγραφόμενη, με τον ισχυρισμό αυτό, συμπεριφορά του ενάγοντος – εργαζομένου, δεν κρίνεται ότι υπερβαίνει και δη προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος του ενάγοντος να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του. Κατόπιν των ανωτέρω αποδειχθέντων, η δεύτερη εναγομένη, εφοπλίστρια του ανωτέρω πλοίου, κατά τα ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενα χρονικά διαστήματα, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ 889,46 για υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα από 25.5.2019 έως 7.7.2019 της πρώτης ναυτολόγησής του, το ποσό των ευρώ 1.243,47  για υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο στα πλαίσια της δεύτερης σύμβασης ναυτολόγησής του, το ποσό των ευρώ 191,17 ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο κατά το επιμέρους χρονικό διάστημα από 4.2.2020 έως 16.2.2020 της τρίτης ναυτολόγησης του, το ποσό των ευρώ 1.572,78 ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή απασχόλησή του στο ανωτέρω πλοίο στα πλαίσια της τέταρτης ναυτολόγησης του, το ποσό των ευρώ 1.026,37 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 [που αντιστοιχεί στα χρονικά διαστήματα που η εν λόγω δεύτερη εναγομένη είχε την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου, ως έχουσα τον εφοπλισμό αυτού, ως αναλύεται ανωτέρω], το ποσό των ευρώ 396,34 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 [που αντιστοιχεί στα χρονικά διαστήματα που η εν λόγω δεύτερη εναγομένη είχε την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου ως έχουσα τον εφοπλισμό αυτού, ως αναλύεται ανωτέρω], το ποσό των ευρώ 533,19 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020 και το ποσό των ευρώ 5.048,38 για υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές [που αντιστοιχεί στα χρονικά διαστήματα που η εν λόγω δεύτερη εναγομένη είχε την εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου, ως έχουσα τον εφοπλισμό αυτού, ως αναλύεται ανωτέρω] και συνολικά το ποσό των ευρώ (889,46 + 1.243,47 + 191,17 + 1.572,78 + 1.026,37 + 396,34 + 533,19 + 5.048,38=) 10.901,16, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του ήτοι από την 26-6-2020, πλην του ποσού των ευρώ 533,19 που αφορά αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο πρέπει να καταβληθεί νομιμοτόκως από την επομένη της 31ης-12-2020, ήτοι από την 1-1-2021, καθόσον κατά το χρόνο λήξεως της τελευταίας των ενδίκων ναυτολογήσεων την 25-6-2020, που από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α Α.Κ., τόκους υπερημερίας (Ολ.Α.Π.39 και 40/2002), αυτό δεν είχε καταστεί απαιτητό. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 105, 106 του ΚΙΝΔ συνάγεται ότι, όταν υπάρχει απαίτηση από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά του εφοπλιστή, δηλαδή εναντίον εκείνου που εκμεταλλεύεται ξένο πλοίο, μπορεί ο δανειστής να στραφεί κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου, οπότε, κατά νομική κυριολεξία, δεν υπάρχει παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται, εκ του νόμου, για την απαίτηση αυτή μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και των παραρτημάτων αυτού, δίχως να υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του [κυρίου του πλοίου] είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη [νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή], εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού. Στην τελευταία περίπτωση, μπορεί ο δανειστής του εφοπλιστή να στραφεί και κατά του κυρίου του πλοίου, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού, ο κύριος δε του πλοίου είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων με αποτέλεσμα να ενάγεται και αυτός (ο κύριος) απλώς και μόνο για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός και κατ` αυτού (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436). Εν προκειμένω, ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, αξίωνε όπως για τις ένδικες απαιτήσεις του σε βάρος της δεύτερης  εναγομένης την οποία ενήγαγε υπό την ιδιότητά της ως έχουσα τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου, υποχρεωθεί στην καταβολή του δια του πλοίου της και έως της αξίας του και η πρώτη εναγομένη. Αφού έγινε δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, ως ανωτέρω αναλύεται, και περαιτέρω υποχρεώθηκε η δεύτερη εναγομένη στην καταβολή των ανωτέρω ποσών ως αφορώντα τα χρονικά διαστήματα που αυτή είχε τον εφοπλισμό του ανωτέρω πλοίου, ενόψει του ότι με την ένδικη έφεση ο ενάγων αξιώνει γενομένης δεκτής της ένδικης εφέσεώς του να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, πρέπει το ανωτέρω ποσό των ευρώ 10.901,16 και μάλιστα νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, ήτοι από την 26-6-2020, πλην του ποσού των ευρώ 533,19 που αφορά αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από την επομένη της 31ης-12-2020, ήτοι από την 1-1-2021, να υποχρεωθεί να καταβάλει και η πρώτη εναγομένη, με την ιδιότητά της ως κυρίας του πλοίου, κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα που τον εφοπλισμό αυτού είχε η πρώτη εναγομένη, δια του πλοίου και έως της αξίας του, όπως ο ενάγων αξίωσε με την αγωγή του. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ζήτημα χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος – ενάγοντος δεν τίθεται εν προκειμένω, υπό την έννοια ότι για τις ανωτέρω απαιτήσεις με την εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεώθηκε η πρώτη εναγομένη να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά ως πλοιοκτήτρια, ήτοι ενεχόμενη με όλη της την περιουσίας, διότι ο ίδιος ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του αξιώνει όπως για τα ανωτέρω ποσά υποχρεωθεί σε καταβολή η δεύτερη εναγομένη, διότι αυτή είχε τον εφοπλισμού του πλοίου, αξιώνοντας παράλληλα με την ίδια έφεσή του, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, όπως γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή του, με την οποία, για τις εν λόγω απαιτήσεις είχε στραφεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης ως κυρίας του εν θέματι πλοίου, αξιώνοντας ο ίδιος τον περιορισμό της ευθύνης αυτής (πρώτης εναγομένης) στο ανωτέρω πλοίο και έως της αξίας του. Περαιτέρω, η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου, κατά τα ανωτέρω ειδικώς μνημονευόμενα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.148,91 ως αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά την εργασία του στο ανωτέρω πλοίο στα πλαίσια της τρίτης ένδικης ναυτολόγησης και κατά το ειδικότερο χρονικό διάστημα από 23.10.2019 έως 3.2.2020, το ποσό των ευρώ 688,57 για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2019 [που αφορά το ένδικο χρονικό διάστημα που πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη], το ποσό των ευρώ 240,84 για αναλογία Δώρου Πάσχα 2020 [που αφορά το ένδικο χρονικό διάστημα που πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη] και το ποσό των ευρώ 358,46 για διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές [που αφορά το ένδικο χρονικό διάστημα που πλοιοκτήτρια του εν λόγω πλοίου ήταν η πρώτη εναγομένη]  και συνολικά το ποσό των ευρώ (1.148,91 + 688,57 + 240,84 + 358,46=) 2.436,78. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, αξίωσε τα αιτούμενα υπ’ αυτού ποσά για τις ανωτέρω αιτίες, όπως επιδικασθούν νομίμως εντόκως, από την τελευταία απόλυση του την 25.6.2020, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής. Με την εκκαλουμένη απόφαση, η πρώτη εναγομένη υποχρεώθηκε να καταβάλει στον ενάγοντα τα επιδικασθέντα με αυτήν ποσά, νομιμοτόκως σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της, όπου, κατά την ακριβή διατύπωσή της, δέχθηκε σχετικά «… με τον νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα εκάστης απολύσεώς του στις 25-6-2020 μέχρι εξοφλήσεως … εκτός από τα κονδύλια που αφορούν στη διαφορά επιδόματος εορτής Πάσχα και Χριστουγέννων πρέπει να επιδικασθούν νομιμοτόκως από την 1η Μαΐου και την 1η Ιανουάριου αντίστοιχα του επομένου έτους, κατά την οποία παρήλθε η νόμιμη προθεσμία καταβολής τους….». Με τις ένδικες εφέσεις, για τους διαλαμβανομένους σε αυτές λόγους, ο ενάγων και η πρώτη εναγομένη, ζήτησαν, γενομένων δεκτών των εφέσεών τους ο μεν ενάγων να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, η δε πρώτη εναγομένη να εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, επί τω τέλει όπως απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή. Εκτιμάται, επομένως, ότι με τις ένδικες εφέσεις, πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και δη και κατά το μέρος των επιδικασθέντων τόκων [ΑΠ 2185/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Ως εκ τούτου, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ αποδοχή αμφοτέρων των ενδίκων εφέσεων, να εξαφανισθεί και κατά τούτο και αφού το παρόν Δικαστήριο, κρατήσει και δικάσει την ένδικη υπόθεση, κατά τούτο στην ουσία της, πρέπει να γίνει δεκτό το σχετικό αίτημα περί καταβολής τόκων του ενάγοντος και να υποχρεωθεί αυτή (πρώτη εναγομένη) όπως καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό των ευρώ 2.436,78, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 26-6-2020.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να γίνουν δεκτές αμφότερες οι ένδικες εφέσεις ως εν μέρει βάσιμες στην ουσία τους, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον αρμοδίως (άρθρα 16, 25 παρ. 2, 33 Κ.Πολ.Δ., 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτώς εισήχθη στο Δικαστήριο τούτο, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στις προεκτεθείσες σχετικές μείζονες σκέψεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 53, 54, 60 εδ. α, 84 παρ. 1, 105, 106 ΚΙΝΔ, 648, 649, 655, 340, 341, 345 Α.Κ. και 1 της 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, πλην του κονδυλίου περί καταβολής της αναλογίας του επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2020, νομιμοτόκως από της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, το οποίο οφείλεται νομιμοτόκως από την επομένη της 31ης-12-2020, καθόσον κατά το χρόνο λήξεως της τελευταίας των ενδίκων σύμβασης ναυτικής εργασίας την 25-6-2020, που από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 παρ. 1 και 345 εδ. α Α.Κ., τόκους υπερημερίας (Ολ.Α.Π.39 και 40/2002), δεν είχε καταστεί απαιτητό, πρέπει  να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη δια του ανωτέρω πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 10.901,16, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεως του ενάγοντος, ήτοι από την 26-6-2020, πλην του ποσού των ευρώ 533,19 που αφορά αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο οφείλουν νομιμοτόκως από την επομένη της 31ης-12-2020, ήτοι από την 1η-1-2021. Επιπλέον των ανωτέρω, η πρώτη εναγομένη πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.436,78, νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα της τελευταίας αποναυτολογήσεώς του, ήτοι από την 26-6-2020.Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του, υποβληθέντος με το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης της πρώτης εναγομένης εταιρείας, αιτήματος αυτής [εκκαλούσας – πρώτης εναγομένης] για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 6.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ………/6-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……../6-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και την  από 15.7.2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. …../15-7-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ. ……/15-7-2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση.

Δέχεται αυτές τυπικά και εν μέρει στην ουσία τους, κατά το σκεπτικό της παρούσας.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 2611/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή κατά τα λοιπά.

Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων την πρώτη εναγομένη κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων εννιακοσίων ενός ευρώ και δεκαέξι λεπτών (ευρώ 10.901,16), εκ του οποίου νομιμοτόκως το ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα επτά ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (ευρώ 10.367,87) από την 26-6-2020 και το ποσό των ευρώ 533,19, νομιμοτόκως από την 1-1-2021.

Υποχρεώνει την πρώτη των εναγομένων, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (ευρώ 2.436,78), νομιμοτόκως από την 26-6-2020.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων εβδομήντα(670) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 26.07.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ