Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 12/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αριθμός Απόφασης 12/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαριάννα Μπέη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιά,  και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : …………, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Σταυρούλας Μπονάτσου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ …).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ………., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Πολυξένης Ράκκα του Δικηγορικού Συλόγου Πειραιά  (ΑΜ ΔΣΠ ….).

Η εκκαλούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 28-8-2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2023 έφεσή της κατά της 195/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δι-κηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα στρέφεται κατά της 195/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,  που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία. Η ένδικη έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 17-1-2022 και δεν επιδόθηκε, η δε κατάθεση της έφεσης έλαβε χώρα στις 28-8-2023 (άρθρα 495 επ., 511, 513§1, 516§1, 517, 518§2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), λαμβανομένου υπόψη ότι κατατέθηκε πριν τη συζήτηση αυτής και δη στις 17-10-2023 το υπ’ αρ. 4730 με κωδικό πληρωμής RF ………. και με κωδικό ………….. παράβολο ποσού 100 ευρώ, κατ’ άρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 523/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 16-10-2018 με αρ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2018 αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι τον Ιούλιο του 2018 ανέθεσε στην εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη, η οποία είναι Συμβολαιογράφος στη Σαλαμίνα,  τη σύνταξη ενός συμβολαίου αγοραπωλησίας και ότι στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής η εναγομένη με την αναλυτικά περιγραφόμενη στο δικόγραφο απατηλή συμπεριφορά αποκόμισε παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της ποσού 5.144,15 ευρώ, το οποίο παρά τις σχετικές οχλήσεις της, αρνείται να της αποδώσει.  Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και αφού έτρεψε παραδεκτά το αίτημά της εν μέρει από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (294, 295, 297 ΚΠολΔ),  η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως αποζημίωση εκ της αδικοπραξίας και δη της απάτης που τέλεσε σε βάρος της, το ποσό των 5.144,15 ευρώ καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο δικόγραφο, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει επιπλέον και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο επιδικίας απ’ τις 13-9-2018 που την όχλησε εξωδίκως, άλλως απ’ την επίδοση της αγωγής. Άλλως και επικουρικά, η ενάγουσα ζήτησε με τον αυτό τρόπο τα ίδια ως άνω ποσά και δη το ποσό των 5.144,15 ευρώ βάσει της αντισυμβατικής συμπεριφοράς που επέδειξε η εναγομένη, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο, παραβίασε τις διατάξεις περί εντολής αρνούμενη να αποδώσει στην ενάγουσα εντολέα το σχετικό ποσό που απέμεινε απ’ την εκτέλεση της εντολής που της είχε αναθέσει, και το ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (καταψηφιστικό αίτημα) και επιπλέον το ποσό των 10.000 ευρώ (με αναγνωριστικό αίτημα) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως απ’ την εξώδικη όχληση στις 13-9-2018, άλλως απ’ την επίδοση της αγωγής.  Επίσης η ενάγουσα ζήτησε να διαταχθεί σε βάρος της εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας έξι (6) μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, και να καταδικαστεί η τελευταία στη δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων και αφού την έκρινε αρκούντως ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 340, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 386 ΠΚ, 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος προσωπικής κράτησης, την απέρριψε κατ’ ουσία και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά  έξοδα της εναγομένης.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την ένδικη έφεσή της για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου,  ζητώντας να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή της.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ενάγουσας και της ανωμοτί εξέτασης της ιδίας, που λήφθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ’ όλα τα έγγραφα, που νόμιμα και εμπρόθεσμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, απ’ τις … και …./2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …. … και …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας … .., που λήφθηκαν με επιμέλεια της εναγομένης  μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας, όπως προκύπτει απ’ την …/21-1-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….., σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη κατ’ άρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ,  αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα είχε στην πλήρη νομή, κυριότητα και κατοχή της δύο αυτοτελείς, ανεξάρτητες και διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες τριώροφης οικοδομής σε οικόπεδο στη συνοικία «….» και στη θέση «………….» της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σαλαμίνας στη ……………. και συγκεκριμένα το διαμέρισμα του δεύτερου (Β) πάνω απ’ το ισόγειο ορόφου της άνω οικοδομής και τη μελλοντική προσθήκη του δεύτερου (Β) πάνω απ’ το ισόγειο ορόφου της ιδίας οικοδομής. Η ενάγουσα είχε αποκτήσει τα άνω ακίνητα από γονική παροχή της μητέρας της, …………., και ειδικότερα κατά την ψιλή κυριότητα με βάση το ……/5-11-1997 συμβόλαιο που είχε συντάξει η εναγομένη, η οποία ήταν κατά το χρόνο εκείνο  Συμβολαιογράφος Αθηνών, που νομίμως μεταγράφηκε, και κατά την επικαρπία με βάση το …../2-3-2011 συμβόλαιο της εναγομένης και πάλι, ως Συμβολαιογράφου πλέον Σαλαμίνας, που επίσης μεταγράφηκε νομίμως. Τον Ιούλιο του 2018 η ενάγουσα απευθύνθηκε στην εναγομένη, προκειμένου η τελευταία να συντάξει αγοραπωλητήριο συμβόλαιο των άνω ακινήτων της με  αγοράστρια την …………… Για τη σύνταξη του συμβολαίου απαιτείτο φορολογική ενημερότητα της ενάγουσας, πλην, όμως, η τελευταία είχε οφειλές στη ΔΟΥ Ε Πειραιά ανερχόμενες στις 9-7-2018 στο ποσό των 14.855,85 ευρώ. Επειδή δεν υπήρχε βεβαιότητα για το τελικό ύψος των οφειλών της, καθώς ενδέχετο να υπήρχαν προσαυξήσεις κλπ (όπως η ίδια η ενάγουσα ομολογεί στο από 13/8/2018 εξώδικο που επέδωσε στην εναγομένη, όπως παρακάτω θα εκτεθεί), ζήτησε απ’ την εναγομένη και η τελευταία συμφώνησε να παρακρατήσει απ’ το καταβληθέν τίμημα της αγοραπωλησίας το ποσό των 20.000 ευρώ, προκειμένου να αποδώσει στη ΔΟΥ Ε Πειραιά ό,τι ποσό απαιτείτο για να εξοφληθεί κάθε οφειλή της ενάγουσας. Στις 10-7-2018 συντάχθηκε και υπογράφηκε το ……./10-7-2018 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο των άνω ακινήτων της ενάγουσας με αγοράστρια την …………… και συμφωνηθέν τίμημα 50.000 ευρώ. Η εναγομένη παρακράτησε απ’ το τίμημα των 40.000 ευρώ που κατέβαλε στο γραφείο της σε μετρητά η αγοράστρια  στην ενάγουσα, το ποσό των 20.000 ευρώ και τις αμέσως επόμενες ημέρες απέδωσε στη ΔΟΥ Ε Πειραιά ποσό ύψους 14.855,85 ευρώ καθώς δεν υπήρχαν προσαυξήσεις, ως είχε συμφωνηθεί. Με τον τρόπο αυτό  ολοκληρώθηκε η διαδικασία του συμβολαίου. Λίγες μέρες αργότερα, η ενάγουσα μετέβη στο γραφείο της εναγομένης και της ζήτησε να της επιστρέψει το εναπομείναν απ’ τα 20.000 ευρώ, ποσό των 5.144,15 ευρώ. Η εναγομένη της είπε τότε ότι υπήρχε προηγούμενη οφειλή της από την αμοιβή της για τη σύνταξη του ……/2011 συμβολαίου γονικής παροχής-παραίτησης απ’ το δικαίωμα επικαρπίας με συμβαλλόμενες την ενάγουσα, τη μητέρα της και την αδελφή της, που παρέμενε εκκρεμής απ’ το 2011 λόγω των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε η εναγομένη με τη μητέρα της ενάγουσας, και της ζήτησε να κρατήσει το εν λόγω ποσό απ’ τα χρήματα που όφειλε να της επιστρέψει. Η ενάγουσα αφού επικοινώνησε απ’ το γραφείο της εναγομένης τηλεφωνικά με τη μητέρα της για το ύψος της οφειλής  στην εναγομένη, δέχθηκε να κρατήσει η τελευταία προς εξόφληση της σχετικής απαίτησής της απ’ το παραπάνω συμβόλαιο, το ποσό των 700 ευρώ και να  της επιστρέψει  4.444 ευρώ, που αποτελούσε το εναπομείναν ποσό απ’ τις 20.000 ευρώ μετά την αφαίρεση του ποσού των 14.855,90 ευρώ και αυτού των 700 ευρώ, όπως και έγινε. Υπό αυτές τις συνθήκες η ενάγουσα έλαβε απ’ την εναγομένη επιτόπου σε μετρητά το ποσό των 4.444 ευρώ και αποχώρησε απ’ το συμβολαιογραφικό γραφείο χωρίς να αναφέρει ότι διατηρούσε οποιαδήποτε περαιτέρω απαίτηση σε βάρος της εναγομένης. Παρά την ως άνω εξέλιξη όμως και παρότι έκτοτε δεν υπήρξε άλλη επικοινωνία ανάμεσα στην ενάγουσα και την εναγομένη, στις  11-9-2018 η ενάγουσα επέδωσε στην εναγομένη την από 13-8-2018 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, με την οποία διαμαρτυρόταν για την παράνομη παρακράτηση, όπως ανέφερε,  εκ μέρους της του ποσού των 5.358,35 ευρώ σε βάρος της, το οποίο την καλούσε να της αποδώσει εντός δύο (2) ημερών. Η εναγομένη παρότι αιφνιδιάστηκε απ’ την άνω συμπεριφορά της ενάγουσας,  δεν απάντησε στο εξώδικο, αλλά ανέμενε την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος της αγοραπωλησίας απ’ την αγοράστρια, που είχε οριστεί για το τέλος Σεπτέμβρη του 2018 με διαλυτική  αίρεση, και όταν αυτή έλαβε χώρα, στην ……./2-10-2018 συμβολαιογραφική πράξη ολοσχερούς εξόφλησης τιμήματος αγοραπωλησίας ακινήτου και άρσης διαλυτικής αίρεσης που συνέταξε η ίδια και που υπογράφηκε απ’ όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, περιέλαβε με παραπομπή που υπογράφηκε χωριστά απ’ την ενάγουσα και την αγοράστρια στο περιθώριο, ειδική μνεία (αρχή έγγραφης απόδειξης κατ’ άρ. 441 παρ. 2 ΚΠολΔ), περί ολοσχερούς εξόφλησης της οφειλής της στην ενάγουσα. Ειδικότερα στην εν λόγω παραπομπή περιεχόταν η ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση της ενάγουσας (πωλήτριας) ότι έχει εξοφληθεί από την εναγομένη συμβολαιογράφο, αφού έλαβε σε εύλογο χρονικό διάστημα το ποσό των 4.444 ευρώ, αφαιρουμένου απ’ το συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ του ποσού των 14.855,90 ευρώ που η εναγομένη είχε παρακρατήσει για να το αποδώσει στην Ε ΔΟΥ Πειραιά σύμφωνα με την ταυτότητα οφειλής που της είχε προσκομισθεί καθώς και 700 ευρώ που ήταν το υπόλοιπο της αμοιβής που της όφειλε η ενάγουσα  για τη σύνταξη και μεταγραφή του …../2011 συμβολαίου της.  Η ενάγουσα προσέβαλε παραδεκτά και νόμιμα την εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη ως πλαστή ως προς τη συγκεκριμένη παραπομπή, ισχυριζόμενη ότι η τελευταία και η υπογραφή της κάτωθι αυτής δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο που υπέγραψε αλλά τέθηκαν εν αγνοία της απ’ την εναγομένη σε μεγαγενέστερο χρόνο. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Ειδικότερα, ενώ στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τόσο η ενάγουσα ανωμοτί (σελ. 9 των πρωτοβάθμιων πρακτικών) όσο και ο μάρτυράς της ενόρκως, κατέθεσαν, προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της, ότι η ενάγουσα μέχρι να λάβει απ’ την εναγομένη το πρωτότυπο της …./2018 συμβολαιογραφικής πράξης εξόφλησης, είχε στα χέρια της την αρχική συμβολαιογραφική πράξη που δεν περιείχε καμία παραπομπή, ουδέποτε προσκόμισε το εν λόγω (αρχικό, δίχως παραπομπή) έγγραφο. Επιπλέον, η ενάγουσα στις πρωτόδικες προτάσεις της (σελ. 5) εκθέτει ότι όταν η εναγομένη παρακράτησε τα 20.000 ευρώ, της έδωσε μία επαγγελματική της κάρτα, στην οποία ανέγραψε το ποσό των 20.000 ευρώ,  ότι την κάρτα αυτή της τη ζήτησε πίσω η εναγομένη όταν της ζήτησε να της επιστρέψει τα χρήματα και ότι η ενάγουσα αρνήθηκε να της την επιστρέψει, αφού η απαίτησή της δεν είχε εξοφληθεί. Παρά ταύτα, ουδέποτε η ενάγουσα προσκόμισε στο Δικαστήριο την εν λόγω κάρτα προς απόδειξη του ισχυρισμού της, όπως θα αναμενόταν να πράξει, εάν συνέχιζε να την κρατάει ως αποδεικτικό στοιχείο της απαίτησής της. Περαιτέρω, ο μάρτυρας της ενάγουσας κατέθεσε ενόρκως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή της επίμαχης συμβολαιογραφικής πράξης εξόφλησης και ως εκ τούτου δεν έχει ιδία αντίληψη των γενομένων. Αντίθετα, η μάρτυρας της εναγομένης, …………, αγοράστρια του ακινήτου της ενάγουσας και παρούσα κατά την υπογραφή της άνω συμβολαιογραφικής πράξης εξόφλησης, στην …./2019 ένορκη κατάθεσή της κατέθεσε  ότι η εναγομένη διάβασε μεγαλόφωνα την πράξη σ’ αυτή και την ενάγουσα απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, ότι έκανε τις απαραίτητες διορθώσεις μπροστά τους, ότι τις ρώτησε εάν είχαν κάποια απορία και την ενάγουσα εάν είχε άλλη απαίτηση, ότι η ενάγουσα απάντησε αρνητικά και ότι τότε οι δυο τους υπογράψανε το κείμενο της εξόφλησης. Απ’ όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υπήρξε απατηλή συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος της ενάγουσας, όπως και αντισυμβατική συμπεριφορά της (όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής που ερευνάται απ’ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού κρίνεται απορριπτέα η κύρια βάση αυτής, 525 παρ. 1, 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 182/2015, ΝΟΜΟΣ), παρά τα όσα αβάσιμα η ενάγουσα ισχυρίζεται. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατέληξε  στο ίδιο συμπέρασμα απορρίπτοντας την αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ο πρώτος  λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ως νόμιμο το συμψηφισμό που της πρότεινε η εναγομένη με απαίτησή της απ’ τη σύνταξη συμβολαιογραφικών εγγράφων που έλαβε χώρα το 2011, και συνακόλουθα απέρριψε την αγωγή της, παρότι η σχετική αξίωση της εναγομένης έχει υποπέσει στην 5ετή παραγραφή κατ’ άρ. 250, 251 ΑΚ. Ο λόγος αυτός της έφεσης όμως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου τυγχάνει απορριπτέος, καθώς υπολαμβάνεται εσφαλμένα απ’ την εκκαλούσα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την υποβληθείσα ενώπιόν του ένσταση συμψηφισμού εκ μέρους της εναγομένης, πράγμα που, όμως, όπως προκύπτει απ’ το περιεχόμενο των προτάσεων-προσθήκης-αντίκρουσης της εναγομένης στο πρωτόδικο δικαστήριο, δεν συντρέχει. Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη στα πλαίσια απάντησής της στην αγωγή της ενάγουσας, την αρνήθηκε, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, ότι το καλοκαίρι του 2018 έλαβε χώρα εξώδικος μερικός συμψηφισμός της οφειλής της στην ενάγουσα με προυπάρχουσα απαίτησή της εναντίον της, κατόπιν συμφωνίας τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος έφεσης, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει η εκκαλούσα να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της  (άρθρα 183, 176, 191 § 2ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσία.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στις   11.1.2024   στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.                

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ