Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 21/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    21/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΕΚΚΑΛΩΝ: …………… και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη του Δ.Σ.Π. που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠολΔικ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ……….. με τον διακριτικό τίτλο ……….. που εδρεύει στον Πειραιά ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα ΓΚΙΟΥΛΙΣΤΑΝΗ του Δ.Σ.Π. που παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ 2 Κ.ΠολΔικ.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά την από 9-8-2022 αγωγή του με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………../2022 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 14-2-2023 κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών(άρθρα 591 και 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ)  και εκδόθηκε η με αριθ. 2190/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. εκθ. καταθ. ……../2023 έφεσή του ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………/2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/2023 έφεση κατά της με αριθμό 2190/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των  περιουσιακών-εργατικών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων επί της από με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../2022 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης. Η ως άνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον ενάγοντα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513 § 1 β, 516 και 518 § 2 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 6-7-2023 ενώ η έφεση του ασκήθηκε στις 24-7-2023 (βλ την με αριθμό  ………./2023 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ένδικου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιά) καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή του νόμιμου παράβολου κατ’ άρθρο 495 ΚΠΟΛΔ καθόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για εφαρμογή του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠΟΛΔ πρέπει να γίνει αυτή τυπικά δεκτή(άρθρο 533 ΚΠΟΛΔ και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της(άρθρο 524 παρ.1 ΚΠΟΛΔ).

Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν.2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «……….», που ιδρύθηκε με τον Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με τον Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «………», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 του ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 Α.Κ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ.3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ.3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας(ΟΛ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 247/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με την 45058/7/1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄579/22-7-1971) εγκρίθηκε ο κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιά (με τον προσαρτημένο σε αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3) με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμου και έκτακτου) που συνδέεται με τον ………………. πάντοτε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ.1). Ο κανονισμός αυτός που καταρτίστηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά την διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 όπως και στο προοίμιο του αναφέρεται έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ247/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα σχετικά με το ωράριο εργασίας με βάση το άρθρο 17 του ως άνω Κανονισμού Εργασίας των Εργατών Λιμένος Πειραιώς που εγκρίθηκε με την 45058/7/1971 ΚΥΑ των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας(ΦΕΚ Β΄579/1971) η κανονική εργασία ενεργείται από δύο επτάωρες βάρδιες, την πρωινή από 7.3014.30 και την απογευματινή από τις 14.30-21.30 η οποία παρετείνετο υποχρεωτικά για την εκτέλεση της υπερωριακής εργασίας κατά τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας(παρ.1α και β), ενώ προβλέπετο και η παροχή υπό προϋποθέσεις νυχτερινής εργασίας από τις 20.30 παρ.3. Στο επτάωρο αυτό συνεχές ωράριο εργασίας περιλαμβανόταν εξάωρη πραγματική φορτοεκφορτωτική εργασία ημίωρο που κάλυπτε τον χρόνο της προσέλευσης, το προσκλητήριο και την μεταφορά τους στους προκαθορισμένους χώρους εργασίας και ημίωρο καλύπτον τον χρόνο απασχόλησης των εργαζόμενων για την περισυλλογή των εργαλείων φορτοεκφόρτωσης και την μεταφορά τους εις την αποθήκη ως και τυχόν παράταση της εργασίας μη υπερβαίνουσα το 15΄της ώρας μετά την λήξη της ππραγματικής εξάωρης εργασίας (παρ.4α,β,γ). Επιπλέον κατ’ άρθρο 26 παρ.1 και 6 του κανονισμού για την παρεχόμενη πέραν των κανονικών ορίων εργασία προβλέπετο η καταβολή σε κάθε μόνιμο, δόκιμο ή ελεύθερο εργάτη και για κάθε ώρα απασχόλησης ή κλάσμα αυτής μεγαλύτερο των 15΄της ώρας πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/6 του βασικού ημερομίσθιου απασχόλησης (ΕΣΣΕ312-3-1976) μετά των συντρεχόντων για κάθε εργάτη επιδομάτων εμπειρίας σε ποσοστό 5% και μέχρι επτά τριετίες (άρθρο 24 παρ.3), ειδικών συνθηκών εργασίας σε ποσοστό 12% (παρ.5) και γάμου σε ποσοστό 10% (παρ.6) προσαυξανόμενη ως ακολούθως α) μέχρι και την 22 α ώρα και από 0.600 και μέχρι ώρα 0700 κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 50% και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες κατά ποσοστό 125%, β) Μετά την 22α και μέχρι την ώρα 600 της επόμενης κατά τις εργάσιμες ημέρες κατά ποσοστό 75% και τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες κατά ποσοστό  150% (άρθρο 26). Η έκτακτη εργασία πέραν της 24 ης ώρας εργασίμου ημέρας προς Κυριακή ή αργία, λογίζετο παρεχόμενη σε χρονικά όρια εργασίμων ημερών (άρθρο 26 αρ.4 και 5). Το βασικό ημερομίσθιο καθορίστηκε αρχικά στο άρθρο 23, ενώ τα προαναφερόμενα επιδόματα αναπροσαρμόστηκαν το μεν επίδομα ειδικών συνθηκών στο ποσοστό 30% από την 1-1-1994 με βάση την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ του …………, του Ελληνικού Δημοσίου και του Σωματείου των Εργαζομένων με την επωνυμία ……………, το επίδομα γάμου στο ποσοστό των 20% με βάση την από 10-9-1993 ειδική συλλογική σύμβασης εργασίας μεταξύ των ίδιων μερών και το επίδομα τριετίας στο ποσοστό 33%, 39%,45%< και 51% για την 12ετία, 15ετία, 18ετία και 21ετία αντίστοιχα με βάση την από 19-7-1996 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ των ίδιων ως άνω μερών αναπροσαρμογές που ισχύουν εκάστοτε με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών (βλ. ΕΦ.ΠΕΙΡ. 651/2022, ΕΦ.ΠΕΙΡ.680/2014, ΕΦ.ΠΕΙΡ. 45/2014, ΕΦ.(ΜΟΝ)203/2016Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αναπροσαρμογές επί τα βελτίω επήλθαν και στο βασικό ημερομίσθιο των λιμενεργατών με σχετικές αποφάσεις της διοίκησης της εναγόμενη και έτσι αυτό διαμορφώθηκε από την 1-1 -31-12-2003 στο ποσό των 18,55 ευρώ (υπ’ αριθμ. 48/17/2/2003 και 288/30/10/2003 αποφάσεις) από την 1-1-31-8-2004 στο ποσό των 19,29 ευρώ, από 1-9-2004-31-12-2004 στο ποσό των 19,68 ευρώ  (υπ.΄αριθμ.’ 213/3/9/2004 απόφαση), από την από την 1-1-31-8-2005 στο ποσό των 20,11 ευρώ, από την 1-9-30-11-2005 στο ποσό των 20,77 ευρώ (υπ΄ αρθμ.’ 224/4/8/2005 απόφαση) για τους λιμενεργάτες που απασχολούνται σε χύμα φορτίο τα αντίστοιχα βασικά ημερομίσθια διαμορφώθηκαν σε υψηλότερα ποσά ενώ με βάση την υπ. Αριθμ. 61/2005 διαιτητική απόφαση διαμορφώθηκαν για τους όρους αμοιβής και εργασίας του Λιμενεργατικού Προσωπικού της ………….. το βασικό τους ημερομίσθιο αναπροσαρμόστηκε από 1/12/2005 στο ποσό των 40 ευρώ (άρθρο 2) και το επίδομα γάμου μειώθηκε στο αρχικό ποσοστό 10% (άρθρο 3) (ΕΦ.ΠΕΙΡ. 651/2022 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του Κανονισμού διακρίνεται ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κ.λ.π., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις των λοιπών εν γένει εμπορευμάτων επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσης τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφορά των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και  σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Η αμοιβή για την επ’ αποδόσει εργασία έχει προβλεφθεί (άρθρο 27) και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομίσθιου του άρθρου 23 παρ.1. Εξάλλου, με το άρθρο 26 του του εν λόγω κανονισμού προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ’ αυτό έκτακτες αμοιβές για την επί ημερομισθίω εργασία ενώ με τα άρθρα 28 και 29 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την επί αποδόσει εργασία (ΑΠ 247/2020 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τα άρθρα τέταρτο παράγραφος 3 και πέμπτο εδ. ε` του ν. 2668/1999, με τον οποίο το μέχρι τότε ΝΠΔΔ με την επωνυμία …………… (που ιδρύθηκε με το ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον α.ν. 1559/1950 κλπ.) μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “………….” (………..), δηλ. την αναιρεσείουσα, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχάς, σε ισχύ και μετά την μετατροπή αυτήν, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών- Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 390/20- 6-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στα πλαίσια και κατ` εξουσιοδότηση των άρθρων τετάρτου, δωδεκάτου και δεκάτου τρίτου του ως άνω ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της …………. (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά την δημοσίευσή του στην ΕτΚ, αρθ. 83 αυτού) για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ` αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της αναιρεσείουσας (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (αρθ. 5§§1α, 2, 4α), δικαιούται αμοιβή για την υπερωριακή του εργασία σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΕΓΣΣΕ, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην εταιρεία και τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού (αρθ. 55§1)(ΟΛΑΠ 5/2011, ΑΠ417/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα στο άρθρο 51 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ορίζεται 1. Το προσωπικό εργάζεται με το σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. 2. Η πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία αρχίζει την Δευτέρα και λήγει την Παρασκευή. 3. Οι ώρες κανονικής εβδομαδιαίας εργασίας του προσωπικού ορίζεται σε 7,5 και κανονικής εβδομαδιαίας εργασίας σε 37,5 με την επιφύλαξη του παρακάτω εδαφίου….5. Το προσωπικό της εταιρίας είναι δυνατόν να εργάζεται κατά την κατά την ημέρα του Σαββάτου, την ημέρα της Κυριακής και λοιπές εξαιρετέες ημέρες για την εξυπηρέτηση του κοινού και προς τον σκοπό της αύξησης της παραγωγικότητας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας του λιμένος Πειραιά. Το δε άρθρο 54 παρ.1 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού παραπέμπει και στα ειδικότερα συμφωνηθέντα και τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ειδικότερα στην σ.σ. εργασίας και ειδικότερα στην συλλογική σύμβαση εργασίας του Υπαλληλικού Προσωπικού εφεξής … του … που ήδη ίσχυε και υπογράφτηκε στις 17-4-2000 μεταξύ της εναγόμενης και του σωματείου των εργαζόμενων της όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις μεταγενέστερες …. του …… που αφορούν τα έτη 2000-2003 (με την από 23-1-2002 ΣΣΕ), 2004-2005 (με την από 14-7-2004 ΣΣΕ), 2006( με την από 24-10-2006 ΣΣΕ) και 2007 (με την από 4-12-2007 ΣΣΕ καθώς και από το ν.2065/1992. Ειδικότερα το άρθρο 10 της …/…. του 2000 ορίζει ότι Οι ώρες της κανονικής ημερήσιας εργασίας του προσωπικού ορίζονται σε 7,5 και εβδομαδιαίας κανονικής εργασίας σε 37,5… Το ημερήσιο ωράριο εφαρμόζεται με σταθερές ή εναλλασσόμενες βάρδιες εργασίας, εφόσον αυτό επιβάλλει η ομαλή λειτουργία του λιμένα και οι ανάγκες της εταιρίας. Σύμφωνα δε με τον ν.515/1970 περί των χρονικών ορίων εργασίας μισθωτών όπως αυτός έχει συμπληρωθεί με το π.δ. 264/1973, σε συνδυασμό με το ν.2688/1999 περί μετατροπής του ……. σε ανώνυμη εταιρία, ο αρμόδιος για την έγκριση των υπερωριών του ……. φορέας είναι το Υπουργείο Εργασίας και οι κατά τόπον Επιθεωρήσεις του, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών, καθορίζονται ανά εξάμηνο τα ανώτατα όρια υπερωριακής εργασίας των εργαζόμενων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε οιανδήποτε φορέα για όλη την επικράτεια και τα οποία δεν υπερβαίνουν κατά άτομο τις 60 ώρες για τους διοικητικούς υπαλλήλους και τις 30 ώρες για το εργατοτεχνικό προσωπικό, για τις οποίες κάθε επιχείρηση πρέπει να ζητήσει σχετική άδεια από την Επιθεώρηση Εργασίας. Για τις πέραν των ορίων αυτών ώρες ζητείται η έγκριση από τον Υπουργό Εργασίας μετά από γνωμοδότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 12 της …/…. στην οποία παραπέμπει το άρθρο 54 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εναγόμενης Εργασία πέραν του κανονικού ωραρίου. Στο προσωπικό που απασχολείται πέρα του κανονικού ημερησίου και εβδομαδιαίου ωραρίου (συμβατικού) θα καταβάλλεται για κάθε ώρα πρόσθετης εργασίας και υπερεργασίας και υπερωρίας αμοιβή ίση με το βασικό ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για τον υπολογισμό του βασικού ημερομισθίου θα λαμβάνονται υπόψη ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου εργασίας. Ο υπολογισμός για την εξεύρεση του βασικού ωρομισθίου θα γίνεται ως εξής : Βασικό ωρομίσθιο = (βασικός μισθός + χρονοεπίδομα)*6/25:37,5 ώρες. Για  κλάσμα ώρας μεγαλύτερης των 30 λεπτών υπολογίζεται αμοιβή για ολόκληρη ώρα. Για κάθε ώρα πρόσθετης νυχτερινής εργασίας το βασικό ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 20%. Για τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της εναγόμενης παραπέμπει στο …../……. και ειδικότερα στο άρθρο 11 της …../……., το οποίο αναφέρει τα εξής: Στους απασχολούμενους πέρα από την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, κατά Σάββατο, Κυριακή ή εξαιρέσιμες ημέρες καταβάλλεται ειδική αμοιβή ίση με το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών ή χορηγείται μία ημέρα ανάπαυσης μέσα στην επόμενη εβδομάδα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 67 του ν. 2065/1992… Η αμοιβή αυτή αντιστοιχεί σε εργασία 7,5 ημερών. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος απασχοληθεί πέραν των 7,5 ωρών, καταβάλλεται για κάθε επιπλέον ώρα το 1/7,5 της αμοιβής αυτής. Για κλάσμα ώρας μεγαλύτερο των 30 λεπτών υπολογίζεται αμοιβή για ολόκληρη την ώρα. Υπολογίζεται αμοιβή για ολόκληρη την ώρα. Στο προσωπικό του ……. εφαρμόζεται το άρθρο 67 του ν.2067/1992 το οποίο κοινοποιήθηκε στην εναγόμενη με το υπ’ αριθμ.’ 4314.134/03/97/18/7/1997 έγγραφο του ΥΕΝ, οι διατάξεις του ν. 2065/1992 που αφορούν την εργασία της εναγόμενης και του ………… κατά τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, σκοπεύουν στην αύξηση της παραγωγικότητας και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των λιμένων της Ελλάδας, είναι απολύτως ειδικές και εξακολουθούν να ισχύουν και μετά το ν. 2470/1997, καθόσον προβλέπουν ειδική αμοιβή και ενέχει την μορφή ειδικής υπερωριακής αποζημίωσης που αποκλείει περαιτέρω υπερωριακή αποζημίωση ή προσαύξηση. Ακόμη στο πλαίσιο της κοινής εργατικής νομοθεσίας τα ανωτέρω ζητήματα της υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης κ.λ.π. ρυθμίζονται για το επίδικο χρονικό διάστημα με τους ν. 2874/2000 και ν. 3385/2005. Ειδικότερα με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000 (όπως ίσχυε μέχρι τις 30-9-2005) σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας 40 ωρών την εβδομάδα, καταργείται η κατά την κρίση του εργοδότη υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέραν των πέντε ωρών την εβδομάδα. Κατά συνέπεια καταργούνται ο ι 44,45,46,47 και 48 ώρες υπερεργασιακής απασχόλησης, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας ήταν μέχρι τις 31-3-2001 το 48. Στις ανωτέρω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης, εφόσον στις επιχειρήσεις αυτές ανώτατο νόμιμο ωράριο ήταν μέχρις τις 31-3-2001 το 48ωρο. Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις ώρες πέραν του συμβατικού του ωραρίου(41 η,42 η, 43 η ώρα) την εβδομάδα. Η τρίωρη αυτή απασχόληση πέραν των 40 ωρών από την 1-4-2001 ονομάζεται ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση. Η πέραν των 43 ωρών απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Συνεπώς για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας μετά την ισχύ του νόμου 2874/2000, ως υπερωριακή εργασία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως. Από 1-4-2000 οι μισθωτοί που απασχολούνται υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και μέχρι την συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών ετησίως υπερωριακή εργασία εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 435/1976. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης (παράνομης) υπερωριακής απασχόλησης, για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου. Για τις επιχειρήσεις που εφαρμόζεται μικρότερο ωράριο εργασίας από αυτό των 40 ωρών εβδομαδιαίως όπως στην ……., οι ώρες απασχόλησης μέχρι τις 40 ώρες συνιστούν πρόσθετη χρονικά εργασία. Επομένως οι ώρες εργασίας από το συμβατικό ωράριο (37,5 ώρες) μέχρι και τις 43 εβδομαδιαίως συνιστούν την πρόσθετη χρονικά εργασίας. Επομένως οι ώρες από το συμβατικό ωράριο (37,5 ώρες) μέχρι και τις 43 ώρες εβδομαδιαίως συνιστούν πρόσθετη χρονικά εργασία και δη οι 2,5 ώρες και ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση οι τρεις ώρες οι οποίες δεν υπόκεινται σε διατυπώσεις νομιμότητας(π.χ. άδεια της αρχής ή αναγγελία). Στη συνέχεια με το άρθρο 1 του ν. 3385/2005 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.2874/2000 η ισχύς του άρχισε από την 1-10-2005 ως εξής : Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως 40 ώρες την εβδομάδα ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται επί πέντε επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη(υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41 η, 42 η, 43 η, 44 η, 45 η ώρα αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόληση….(παρ.1). Η πέρα των σαράντα πέντε ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης…(παρ.2). Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι την συμπλήρωση των 120 ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των 120 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. Κάθε ώρα υπερωρίας για την πραγμάτωση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής ως κατ’ εξαίρεση υπερωρία(παρ.4). Για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75% του σχετικού υπολογισμού γενόμενου πάντοτε επί  των ελαχίστων ορίων θεσπισμένων μισθών και ημερομισθίων-ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας 25825/1951, ΑΠ 659/2003, ΕΛΛΔΙΚ 45,1640), ενώ η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 2 του νόμου 3755/1957 Περί αυξήσεως αναδρομικών των αποδοχών των μισθωτών, τροποποιήσεις και συμπληρώσεως του ν. 3239/1955 και άλλων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κ.λ.π., (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 ν. 435/1976) ορίζει, ως προς την προσαύξηση του  75% για παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, ότι αυτή οφείλεται ανεξάρτητα του κύρους της απασχόλησης τους, δηλαδή ακόμη και αν η απασχόληση είναι παράνομη. Περαιτέρω αν η υπερωριακή εργασία παρέχεται κατά την διάρκεια της νύχτας βάση του υπολογισμού της υπερωρίας είναι το ωρομίσθιο της Κυριακής, προσαυξημένο αρχικώς κατά 75% και ακολούθως κατά 25% επί δε του διττώς αυτού διττώς προσαυξημένου ωρομισθίου υπολογίζεται η προσαύξηση λόγω υπερωρίας (ΑΠ ΟΛ. 3-5/1999,ΕΛΛ.ΔΝΗ 40,273, ΑΠ 1349/2002, ΕΛΛ.ΔΝΗ 44,454, ΑΠ 10/2001, ΕΛΛ. ΔΝΗ 42,703, ΕΦ.ΑΘ. 3525/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει τα παρακάτω: Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης εταιρίας στον Πειραιά στις 14-6-1977 ο ενάγων προσλήφθηκε για να εργαστεί σ’  αυτήν με την ειδικότητα του λιμενεργάτη και απασχολήθηκε μέχρι την συνταξιοδότηση του στις 31-12-2005 οπότε και απολύθηκε λόγω της συνταξιοδότησης του. Ότι αυτός κατά τον χρόνο της πρόσληψης του ήταν έγγαμος με τρία τέκνα. Ότι οι όροι εργασίας και αμοιβής του, οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών ρυθμίζονται από τον κανονισμό Εργασίας Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος κυρώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του νδ 385/69 με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εργασίας και Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης (ΦΕΚ 579/1971 και 297/1973). Ότι από τις 1-3-2004 ισχύει και ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία …….., ο οποίος κυρώθηκε με την με αριθμό 5115.01/02/2004 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών και Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Κυβέρνησης. Ότι οι ειδικότεροι όροι εργασίας του και το βασικό του ημερομίσθιο του ρυθμίζονται με ειδικές επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που υπογράφονται μεταξύ των εκπροσώπων του εκπροσώπων του ……. και της Ένωσης Μονίμων και Δοκίμων Λιμενεργατών …….. Ότι από την 1-12-2005 εφαρμόζεται και ισχύει η με αριθμό 61/2005 Διαιτητική Απόφαση. Ότι ισχύουν τα  άρθρα 17, 4, 26 παρ.4,5,6 και 51 του Κανονισμού Εργασίας Λιμένος Πειραιώς. Ότι το βασικό του ημερομίσθιο προσδιορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και επί αυτού υπολογίζονται όλα τα επιδόματα τα οποία λαμβάνει κάθε λιμενεργάτης όπως ειδικότερα αναλυτικά εκθέτει στην αγωγή του. Ότι αυτός με την ένδικη αγωγή του παραιτείται από την με αριθμό έκθεση κατάθεσης δικογράφου …./28-2-2006 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ότι η ανωτέρω αγωγή ματαιώθηκε κατά την δικάσιμο που επρόκειτο να συζητηθεί πλην όμως αυτή επαναπροσδιορίστηκε εκ νέου στις μεταγενέστερες δικασίμους και με τις κλήσεις που αυτός αναλυτικά εκθέτει για την δικάσιμο της 6-12-2022 και ως εκ τούτου με τις παραπάνω διαδικαστικές πράξεις έχει διακοπεί η παραγραφή. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα ο ενάγων ζητεί να του καταβληθεί από την εναγόμενη το συνολικό ποσό των 29.751,92 ευρώ και δη ποσό 2.300,21 ευρώ για το έτος 2001, 5.667,02 ευρώ για το έτος 2003, 6.211,35 ευρώ για το 2003, 8.997,99 ευρώ για το 2004 και 6.575,35 ευρώ για το 2005, όπως αναλυτικά αναλύει στην αγωγή του και αφορούν υπερωρίες καθημερινών και Σαββάτων, Σαββάτων που ο ενάγων εργάστηκε διπλή βάρδια και νυχτερινή βάρδια, για υπερωρία της Κυριακής και αργιών, για υπερωρία Κυριακής που ο ενάγων εργάστηκε διπλή βάρδια και νυχτερινή βάρδια. Τα ανωτέρω ποσά τα ζητεί ο ενάγων είτε με βάση την σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου που είχε συνάψει με την εναγόμενη άλλως αν η σύμβαση του με την εναγόμενη εταιρία κριθεί ως άκυρη κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση καθώς επίσης να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική του δαπάνη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδικάζοντας την ένδικη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών την απέρριψε ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής με την από με αριθμ. Εκθ. Καταθ. ……./2023 έφεση του παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τον περιεχόμενο στην ανωτέρω έφεση του μοναδικό λόγο ο οποίος όπως εκτιμάται από το παρόν Δικαστήριο ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και όχι σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης έτσι ώστε να γίνει εν όλω δεκτή η αγωγή του. Με βάση το παραπάνω περιεχόμενο της ένδικης αγωγής του αυτή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Πιο συγκεκριμένα όπως αναλυτικά εκτίθενται στην μείζονα σκέψη της παρούσης η αμοιβή για την υπερωριακή απασχόληση σύμφωνα με τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένα Πειραιώς ο οποίος εγκρίθηκε με την 45058/7/1971 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας(ΦΕΚ Β 579/22-7-1971), υπολογίζεται κατά το άρθρο 26 με βάση το 1/6 του βασικού ημερομισθίου απασχόλησης, πλέον των επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών εργασίας και γάμου, οι δε προβλεπόμενες προσαυξήσεις ανέρχονται σε ποσοστό: α) 50% για τις εργάσιμες ημέρες, β)125% για τις Κυριακές και αργίες, γ) 75% για τις ώρες νυχτερινής εργασίας, δ) 150% για τις ώρες νυχτερινής εργασίας και για τις Κυριακές και αργίες, χωρίς να υπολογίζονται επί του ημερομισθίου του, βάσει του οποίου υπολογίζονται οι ανωτέρω προσαυξήσεις, οι επιπλέον προσαυξήσεις των Υ.Α. 8900/1946 και 1830/1946, ποσοστού 75% και 25% σε περίπτωση εργασίας κατά τις Κυριακές και κατά την νύχτα αντίστοιχα. Επίσης από τις 8-3-2004 που άρχισε να ισχύει ο Γενικός Κανονισμός της ……. που εγκρίθηκε με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας, η προσαύξηση της υπερωριακής απασχόλησης ορίστηκε σε ποσοστό 50% επί του βασικού ωρομίσθιου, προσαυξημένου κατά 50% για τον υπολογισμό του οποίου λαμβάνεται υπόψη ο βασικός μισθός και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας. Ειδικότερα ο υπολογισμός για την εξεύρεση του βασικού ωρομισθίου όπως και ειδικότερα αναλύθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσης ως εξής: Βασικό ωρομίσθιο= (Βασικός Μισθός + Χρονοεπίδομα)*6/25:37,5 ώρες). Για κάθε ώρα πρόσθετης νυχτερινής εργασίας και σε αντίθεση με τον παραπάνω προϊσχύσαντα Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιά, το παραπάνω βασικό ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 20%. Για κάθε ώρα πρόσθετης νυχτερινής εργασίας και σε αντίθεση με τον ανωτέρω προϊσχύσαντα Γενικό Κανονισμό της εναγόμενης καταβάλλεται ειδική αμοιβή ίση με το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών ενώ σε περίπτωση που ο εργαζόμενος απασχοληθεί πέραν των 7,5 ωρών καταβάλλεται για κάθε επιπλέον ώρα το 1/7,5 της αμοιβής αυτής. Ήτοι με τον τελευταίο για τις ώρες εργασίας κατά τις καθημερινές επιπλέον του από την σ.σ.ε. προβλεπόμενου ωραρίου των 7,5 ωρών καταβάλλεται προσαύξηση 50% επί του βασικού ωρομισθίου, υπολογιζόμενου ως ανωτέρω, με την πρόσθετη προσαύξηση 20% σε περίπτωση νυχτερινής υπερωριακής εργασίας, ενώ για την εργασία κατά τις Κυριακές και τις αργίες καταβάλλεται το 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του εργαζόμενου, τις οποίες δεν εκθέτει ο ενάγων όπως απαιτείται για το ορισμένο του σχετικού αιτήματος του με πρόσθετη αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες με την πρόσθετη προσαύξηση του 20% λόγω της νυχτερινής απασχόλησης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως ο ενάγων αναφέρει ότι ζητεί τα αιτούμενα κονδύλια βασικά με τον Κανονισμό Εργασίας των Εργατών Λιμένος Πειραιώς και επικουρικά με τις διατάξεις του εργατικού δικαίου, περιορίζει την απαίτηση του για προσαύξηση της υπερωριακής του απασχόλησης μόνο στο ποσοστό 50% τόσο κατά την υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές όσο και τις Κυριακές και αργίες αλλά και τις ώρες νυχτερινής του εργασίας, ώστε σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε να του επιδικαστεί ή κατά το προαναφερόμενο Κανονισμό και κατά τον χρόνο ισχύος του υψηλότατη προσαύξηση κατά τις αναφερόμενες παραπάνω διακρίσεις, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού του ωρομισθίου του το βασικό του ωρομίσθιο, προσαυξημένο  με το επίδομα τριετίας, επίδομα γάμου και επίδομα ειδικών συνθηκών, με βάση τα προβλεπόμενα στον ανωτέρω Κανονισμό πλην όμως μετέπειτα υπολόγισε επ’ αυτού σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του εργατικού δικαίου προσαυξήσεις 75% και 25% λόγω εργασίας του κατά τις Κυριακές και αργίες και λόγω της νυχτερινής του απασχόλησης προβαίνοντας έτσι στην πραγματικότητα κατά την σύγκριση των αποδοχών σε επιλεκτική εφαρμογή και των ρυθμίσεων του ανωτέρω Κανονισμού και των διατάξεων των ΥΑ 8900/1946 και 18310/1946. Όμως σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προαναφερόμενη νομική σκέψη για την εφαρμογή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά την συσχέτιση μεταξύ των περισσοτέρων πηγών ως ρυθμιστικών παραγόντων της εργασιακής σχέσης διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από την μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή γιατί δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από την μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή (ΑΠ 417/2017 ΤΝΠ. ΝΟΜΟΣ). Δεδομένου του ότι δεν είναι αποδεκτή η από του Δικαστηρίου επιλογή των ρυθμίσεων του παραπάνω Κανονισμού και η συνακόλουθη επιδίκαση της αιτούμενης προσαύξησης του 50% με βάση το 1/6 του βασικού ημερομισθίου απασχόλησης πλέον των επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών εργασίας και  γάμου χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μη αιτούμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προσαυξήσεις λόγω υπερωριακής απασχόλησης κατά τις Κυριακές και τις αργίες και κατά την νύχτα και δίχως την προσαύξηση του ωρομισθίου του ενάγοντος λόγω της νυχτερινής του απασχόλησης και κατά τις Κυριακές και αργίες κατά τις γενικές διατάξεις του εργατικού δικαίου. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω ο  ενάγων προβαίνει σε μια επιλεκτική εφαρμογή για την μεν προσαύξηση 50% των διατάξεων του ανωτέρω Κανονισμού για δε την βάση του υπολογισμού των διατάξεων τόσο του Κανονισμού όσο και της Εργατικής Νομοθεσίας και ως εκ τούτου η παραπάνω επιλογή είναι μη νόμιμη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ενάγων προβαίνει στον προαναφερόμενο υπολογισμό για όλο το αιτούμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα και δη για το χρονικό διάστημα ισχύος του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της ……. από τις 8-3-2004 και μετέπειτα σύμφωνα με τον οποίο κατά τα παραπάνω αναφερόμενα θα μπορούσε να αξιώσει την προβλεπόμενη από τον ίδιο τον Κανονισμό αυτό προσαύξηση 20% για την νυχτερινή του απασχόληση επί του ωρομίσθιου του υπολογιζόμενου με βάση τον βασικό του μισθό και το χρονοεπίδομα χωρίς τα επιδόματα γάμου και ειδικών συνθηκών και την προβλεπόμενη από αυτόν προσαύξηση και την επιπλέον ειδική αμοιβή για την εργασία του τις Κυριακές και τις αργίες. Όμως για το ορισμένο του σχετικού του αιτήματος και την εφαρμογή από το Δικαστήριο του τελευταίου Κανονισμού για το χρονικό διάστημα από τις 8-3-2004 και εντεύθεν θα έπρεπε αφενός ο ενάγων να διευκρινίζει τα αιτούμενα κονδύλια σύμφωνα με τον τελευταίο κανονισμό και όχι με τον προαναφερόμενο προγενέστερο σε συνδυασμό με την ανεπίτρεπτη κατά τα ανωτέρω επιλεκτική εφαρμογή ως προς την βάση του υπολογισμού όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς δημιουργείται αοριστία ως προς τις διεκδικούμενες αξιώσεις του ήτοι αν πέραν της προσαύξησης του 50% ζητεί την προσαύξηση του 20% η οποία υπολογίζεται στο 1/15 των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, για την νυχτερινή του εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες και την επιπλέον αμοιβή 1/7,5 για κάθε επιπλέον ώρα μετά τις αρχικές 7,5 ώρες με την πρόσθετη προσαύξηση του 20% λόγω της νυχτερινή του απασχόληση για την επιπλέον εργασία του κατά τις Κυριακές και αργίες σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού της ……., ενώ αφετέρου θα έπρεπε να αναφέρει για την βάση των σχετικών υπολογισμών τον βασικό του μισθό μετά του χρονοεπιδόματος καθώς και το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη ορθά εφάρμοσε τον νόμο. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος έφεσης που ως προελέχθη ανωτέρω συνίσταται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και η ένδικη έφεση στο σύνολο της. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους στο σύνολο τους (άρθρο 179 ΚΠΟΛΔ) λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ` ουσίαν την με αριθμό ……/2023 έφεση κατά της με αριθμό 2190/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συμψηφίζει εν όλω την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις  15-1-2024 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ