Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 1/2024

Αριθμός     1/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) Αλλοδαπού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «………..), το οποίο εδρεύει στη πόλη ……….. Γερμανίας (οδός ……….), με γερμανικό ΑΦΜ …….. (άνευ ελληνικού ΑΦΜ), 2) …….. 3) ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Ελένη Δημονίτσα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ναυτιλιακής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής (Ν.Ε.Π.Α.) με την επωνυμία «…….» και στην αγγλική γλώσσα «……….» που εδρεύει στην …… Αττικής (οδός …….) (ΑΦΜ …….), και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Φλωροπούλου- Μακρή.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από   23.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1340/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την από  15.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2021-………./2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η από 15.9.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 έφεση των ηττηθέντων κατά ένα μέρος εναγομένων αλλοδαπού νπιδ με έδρα τη Γερμανία και των ομοδίκων του φυσικών προσώπων, κατοίκων Πειραιώς και Γερμανίας αντίστοιχα, κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1340/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών από το Ναυτικό τμήμα κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγής της ήδη εφεσίβλητης ναυτιλιακής εταιρίας σκαφών αναψυχής, που εδρεύει στην ……….., έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός της 30ήμερης προθεσμίας δεδομένου ότι κατά τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων η εκκαλουμένη απόφαση του επιδόθηκε στις 3.9.2021 και η έφεση ασκήθηκε με κατάθεση στις 27.9.2021, ενώ μετά τον προσδιορισμό της κοινοποιήθηκε από την εφεσίβλητη κατ’άρθρο 143 του ΚΠολΔ στις 30.12.2022 στην πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ………………/2018 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2019 αγωγή της κατά των ήδη εκκαλούντων η ήδη εφεσίβλητη ενάγουσα εξέθετε ότι είναι  πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Π -Τ/Ρ πλοίου αναψυχής με την ονομασία «Φ» [“F”], με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ………., ενώ η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ουσιαστικοί ιδιοκτήτες, μέτοχοι, διευθυντές, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι είναι η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόμενων, δραστηριοποιείται στη ναυλομεσιτεία, πρακτόρευση και εκπροσώπηση ελληνικών τουριστικών πλοίων αναψυχής. Ακολούθως, ανέφερε ότι δυνάμει σύμβασης πρακτορείας που καταρτίσθηκε στις 10.5.2017 μεταξύ αυτής και της δεύτερης εναγόμενης, η οποία ενεργούσε ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε την πρακτόρευση του προαναφερθέντος πλοίου [“F”], με σκοπό τη ναύλωσή του σε τρίτους έναντι αμοιβής (προμήθειας) 5% επί του επιτευχθέντος μεικτού ναύλου, τον οποίο η πρώτη εναγόμενη είχε υποχρέωση να εισπράττει -πλέον της εκάστοτε οριζόμενης Προκαταβολής Ποσού Τροφοδοσίας (ΠΠΤ) και των εξόδων μεταφοράς- και να αποδίδει στην ενάγουσα, αφού προηγουμένως προέβαινε (η πρώτη εναγόμενη) στην αφαίρεση της προμήθειας, που είχε συμφωνηθεί να παρακρατεί. Επιπλέον ανέφερε ότι, σε συνέχεια της ως άνω σύμβασης, συνήφθησαν μεταξύ της ιδίας ως πλοιοκτήτριας, της πρώτης εναγόμενης η οποία εκπροσωπείτο νόμιμα από τη δεύτερη εκκαλούσα ως και των αναφερόμενων σ’ έκαστο ναυλοσύμφωνο ναυλωτών, οι από 21.2.2018, 19.2.2018, 4.6.2018, 24.5.2018, 21.5.2018, 1.2.2018 και 16.4.2018 συμβάσεις ναύλωσης, οι οποίες προσδιορίζονταν αναλυτικά στην αγωγή ως προς τη χρονική τους διάρκεια, το ποσό ναύλου και την προμήθεια της πρώτης εναγόμενης, και ότι εκτελέστηκαν οι εν λόγω συμβάσεις σύμφωνα με τους ειδικότερους σ’ αυτές όρους. Ότι αν και οι εναγόμενοι, εισέπραξαν συνολικά για ναύλους, και αφαίρεσαν τη συμφωνημένη αμοιβή για υπηρεσίες που είχαν παράσχει πλέον της προκαταβολής ποσού τροφοδοσίας και των εξόδων μεταφοράς κ.ά., το ποσό 185.059,91 ευρώ, της έχουν αποδώσει (τμηματικά) μόνο το συνολικό ποσό των 127.584,66 ευρώ και εξακολουθούν να της οφείλουν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της και κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης, το ποσό των 57.474,85 ευρώ, το οποίο συνιστά και τη ζημία της. Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενοι, παράνομα και υπαίτια, ως διαχειριστές αλλότριας περιουσίας και κατά κατάχρηση της προς αυτούς εμπιστοσύνης, υπεξαίρεσαν το ως άνω ποσό των 57.474,85 ευρώ, από τις εισπράξεις που έγιναν κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας, και αρνούνται να το αποδώσουν σ’ αυτήν, παρά το γεγονός ότι έχουν αναγνωρίσει την οφειλή τους από την προαναφερόμενη αιτία. Ακολούθως, αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με προσωπική κράτηση της δεύτερης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση της πρακτορείας καθώς και ως αποζημίωση εξ αδικοπραξίας, άλλως με βάση την αιτιώδη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 57.474,85 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας ισχυρισμό περί υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, έκρινε ότι έχει τοπική αρμοδιότητα και επομένως και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 παρ. 1 στοιχ. α, 2, 8 παρ. 1, 25 παρ. 1, 26 παρ. 1 και 63 αριθ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 3, 25 παρ. 2 και 22 του ΚΠολΔ, και ότι λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς έχει και υλική αρμοδιότητα (άρθρα 33, 35, 37 και 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β ε του Ν. 2172/1993). Αφού βεβαίωσε ότι , κατατέθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο το από 19.12.2019 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, έκρινε και ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο ότι πρέπει ως προς τη συμβατική βάση της αγωγής να εφαρμοστεί το ελληνικό (απορρίπτοντας ισχυρισμό περί εφαρμογής του αγγλικού δικαίου) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 που εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, αφενός λόγω της υφισταμένης στην σύμβαση πρακτορείας ρήτρας επιλογής του ελληνικού δικαίου και αφετέρου ως προς την επικαλούμενη αιτιώδη αναγνώριση χρέους σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008. Ως προς τις συρρέουσες εξωσυμβατικές βάσεις περί αδικοπραξίας και αδικαιολογήτου πλουτισμού, έκρινε εφαρμοστέο ως προς την πρώτη το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“Ρώμη ΙΙ”), λόγω του τόπου επέλευσης της ζημίας, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι η επικαλούμενη στην αγωγή αδικοπραξία συνδεόταν στενά με την ένδικη σύμβαση πρακτορείας, που διέπεται ομοίως από το ελληνικό δίκαιο, και ως προς τη δεύτερη αναφερόμενη εξωσυμβατική βάση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 και 10 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 864/2007 (“Ρώμη ΙΙ»), ως το δίκαιο που διέπει την ένδικη συμβατική σχέση, με την οποία ο αδικαιολόγητος πλουτισμός εμφανίζει στενό σύνδεσμο. Έκρινε ορισμένη την αγωγή απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό περί του αντιθέτου (ως προς τον τρίτο εναγόμενο μόνο ως προς τη βάση περί αδικοπραξίας και όχι από τη συμβατική σχέση) και απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτη τη σωρευμένη βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ακολούθως δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν και υποχρέωσε τους εναγόμενους με προσωρινή κράτηση της δεύτερης διάρκειας δύο μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, να καταβάλουν στην εφεσίβλητη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 33.873,76 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες εναγόμενοι με την κρινόμενη έφεση τους για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου (αοριστία) και κακή εκτίμηση αποδείξεων με τους αναγραφόμενους στο δικόγραφο της εφέσεως τους λόγους και ζητούν την παραδοχή τους ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.

Ο ναυλομεσίτης (sea broker), που είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος, συνήθως μεσολαβεί μόνο και δεν μετέχει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους φέρνει απλώς σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 ΝαυτΔικ 4 (2001).425). Ο ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι και αυτός ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος, όμως, κατ’ αντίθεση προς τον ναυλομεσίτη, καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπός του (ως προς τις εξωτερικές σχέσεις). Η σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρα 713 επ. του ΑΚ) (ΕφΠειρ 224/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 1/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010/339). Μερικές φορές, όμως, ο ναυλομεσίτης, που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της σύμβασης. Ενεργεί, δηλαδή, πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέως του (πλοιοκτήτη), όπως π.χ. όταν συμβάλλεται στο ναυλοσύμφωνο, εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν κλπ. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ’ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και γι’αυτό πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (ΕφΛαρ 460/2006 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2006.562, ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕΔ 2000.785, 793 επ. με παρατηρήσεις Αλ.Κιάντου – Παμπούκη). Ειδικότερα, αντικείμενο της σύμβασης ναυτικής πρακτορείας αποτελεί η εκ μέρους του ναυτικού πράκτορα, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ανεξάρτητος επιχειρηματίας, παροχή έναντι ανταλλάγματος υπηρεσιών σχετικών με τη θαλάσσια αποστολή, σε ορισμένη συνήθως γεωγραφική περιοχή και αναλόγως σε μόνιμη ή πρόσκαιρη βάση, που μπορούν να αφορούν έναν ή περισσότερους εφοπλιστές ή πλοιοκτήτες, για λογαριασμό των οποίων αυτός ενεργεί είτε στο όνομά τους είτε στο δικό του όνομα. Εφόσον η σύμβαση ναυτικής πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ’ αυτήν οι διατάξεις καταρχήν του ΑΚ για την εντολή (άρθρα 713 – 729, του ΑΚ βλ. σχετ. ΟλΑΠ 15/2013, ΑΠ 2219/2014 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη, απόδοση λογαριασμού κ.λπ. και του εκμισθωτή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αναφορικά με την αμοιβή του, την οποία δικαιούται να ζητήσει κατά τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ, αναλογικώς εφαρμοζομένων στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά στον ΑΚ (ΜΕφΠειρ 139/2023 και ΜΕφΠειρ 574/2022 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, με τις εκεί παραπομπές). Συνεπώς, εφόσον η σύμβαση πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση, τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ` αυτή οι διατάξεις κατ` αρχήν του ΑΚ, για την εντολή (άρθρ. 713-729), στις οποίες μάλιστα ρητά, ως προς τη σύμβαση παραγγελίας παραπέμπει το άρθρο 91 του ΕμπΝ, σε συνδυασμό με το άρθρ. 3 του ΕισΝΑΚ (ΟλΑΠ 15/2013, 16/2013, ΑΠ 159/2018, ΑΠ 2219/2014, ΑΠ 442/2012). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 του ΠΚ (ΑΠ 589/2017, ΑΠ 487/2017, 2049/2014 δημ. νόμος) και, βάσει των διατάξεων των άρθρων, 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ, ευθύνεται σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση του εντολέα, εφόσον βεβαίως υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εντολοδόχου και της ζημίας του εντολέα (ΑΠ 404/2020 δημ. νόμος). Ειδικότερα, κατά την άνω διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν το ν. 4619/2019, “όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους“. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι εν όλω ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον αστικό κώδικα, τέτοια δε περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου (ως εντολοδόχος, διαχειριστής ξένης περιουσίας κ.λπ.), β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη, δηλαδή, είτε με τη θέληση του ιδιοκτήτη που γίνεται, είτε με σύμβαση (εντολής, μίσθωσης, παρακαταθήκης, κ.λπ..), είτε χωρίς τη θέληση ή εν αγνοία αυτού, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του (ΑΠ 1424/2017 δημ. νόμος). Κατά δε την παρ. 2 της ίδιας διάταξης, “αν πρόκειται για αντικείμενο (της υπεξαίρεσης) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών“. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι, η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, την οποία εκτιμά το δικαστήριο της ουσίας με βάση τις συνθήκες της αγοράς από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων και επιπλέον ότι συντρέχει μία από τις περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστοσύνης, όπως είναι και εκείνη του εντολοδόχου. Στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άνω άρθρου (375 παρ. 2 ΠΚ), δεν περιλαμβάνεται και αυτή του θεματοφύλακα και επομένως, ο υπαίτιος που ιδιοποιείται παρανόμως το πράγμα το οποίο περιήλθε στην κατοχή του με σύμβαση παρακαταθήκης, δηλαδή, το κατέχει ως θεματοφύλακας, δεν διαπράττει κακουργηματική υπεξαίρεση (ΤρΕφΠειρ 498/2021 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Όταν, όμως, κατά τη σύμβαση, εισπράττει χρήματα σε εκτέλεση εντολής για πώληση αντικειμένων για λογαριασμό του εντολέα, τα οποία (χρήματα) κρατεί και φυλάσσει ο ίδιος, ως θεματοφύλακας, προκειμένου μετά την αφαίρεση ορισμένου ποσού συμφωνημένης προμήθειάς του, να αποδώσει το υπόλοιπο στον εντολέα του, η υποχρέωση για φύλαξη του υπολοίπου των εισπραττομένων χρημάτων μέχρι την απόδοσή τους, είναι συνέπεια της σύμβασης της εντολής, η δε πρόσθετη αυτή ευθύνη του εντολοδόχου κατά το χρόνο που έχει στην κατοχή του τα χρήματα που εισέπραξε για λογαριασμό του εντολέα του, δεν αναιρεί την ιδιότητά του ως εντολοδόχου ως προς την είσπραξη για λογαριασμό του εντολέα και την απόδοση σ` αυτόν του χρηματικού ποσού που εισέπραξε (ΑΠ 648/2022, ΑΠ 1520/2019, ΑΠ 1237/2018, ΑΠ 1309/2018, ΑΠ 24/2010  δημ. νόμος). Η σχετική δε συμφωνία, μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου, ο τελευταίος να παρακρατεί ένα ποσοστό του τιμήματος, δεν μετατρέπει την εντολή αυτή για το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος, σε ανώμαλη παρακαταθήκη, που αποκλείει την υπεξαίρεση (ΑΠ 24/2010, ΑΠ 1426/2004 δημ. νόμος). Ενόψει των ανωτέρω, όταν κατά τις περί εντολής, διατάξεις, ο εντολέας ζητεί από τον εντολοδόχο να του αποδώσει τα χρήματα που ο τελευταίος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, επικαλούμενος αδικοπρακτική ευθύνη του εντολοδόχου, τελεσθείσα με υπεξαίρεση των χρημάτων πρέπει, σύμφωνα με τις άνω διατάξεις, για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής, να αναφέρονται σ` αυτή τα προσδιοριστικά της σχέσης της εντολής, στοιχεία, ήτοι η σύμβαση της εντολής, το περιεχόμενό της και το είδος της υπόθεσης που ανατέθηκε στον εντολοδόχο, ειδικότερα δε ότι ο τελευταίος ενήργησε στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του, καθώς και ό,τι ο εντολοδόχος απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, όπως τα χρήματα που εισέπραξε με την υποχρέωση απόδοσής τους στον εντολέα, η μη απόδοση των οποίων και η ιδιοποίηση τους τους από τον τελευταίο συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του (υπεξαίρεση) και θεμελιώνει υποχρέωση αποζημίωσης από αδικοπραξία (ΑΠ 404/2020, ΑΠ 192/2016, ΑΠ 185/2015, ΑΠ 1675/2014 δημ. νόμος). Η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017), σε συνδυασμό, όμως, και με τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο (ΑΠ 141/2023, ΑΠ 1181/2021, ΑΠ 18/2018 δημ. νόμος). Τέλος ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, γι` αυτό αν το διατακτικό είναι ορθό οι δε αιτιολογίες εσφαλμένες ή ανύπαρκτες, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικαιούται στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να προβεί οίκοθεν, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε αντικατάσταση των αιτιολογιών της απόφασης, αν είναι εσφαλμένες και απορρίπτει την έφεση (ΑΠ 922/1996 ΕλΔνη 38.830, Σαμουήλ, Η Εφεση, 2003, παρ.1136). Να σημειωθεί ότι αλυσιτέλως με τον όγδοο λόγο εφέσεως πλήττεται η αιτιολογία της εκκαλουμένης απόφασης διότι, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, το Εφετείο αντικαθιστά τις εσφαλμένες αιτιολογίες με τις ορθές και απορρίπτει την έφεση.

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό τους περί αοριστίας της αγωγής, αφού ισχυρίζονται ότι δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής οι ειδικότερες συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων, ούτε οι ακριβείς όροι εκάστου ναυλοσυμφώνου, ούτε προσδιορίζεται η σύμβαση ναύλωσης στην οποία καταλογίζεται έκαστο επιμέρους καταβληθέν ποσό. Προσθέτουν δε ότι ενώ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτοί κατέβαλαν στην ενάγουσα ποσό ύψους 23.600,35 ευρώ το οποίο αχρεωστήτως διεκδικούσε η ενάγουσα με την αγωγή αφού της είχε καταβληθεί, απέρριψε τον ισχυρισμό τους ότι θα όφειλε η ενάγουσα για το ορισμένο της αγωγής της να αναλύσει ποιες υποχρεώσεις αυτή παρέλειψε η ενάγουσα να εκτελέσει με αποτέλεσμα να αναλάβει η πρώτη εκκαλούσα να εξοφλήσει για λογαριασμό της αυτές με την ειδικότερη συμφωνία να συμψηφιστούν στα οφειλόμενα ναύλα, ούτε ανέφερε αναλυτικά τα λειτουργικά έξοδα και τα έξοδα μετακίνησης που ισχυρίζεται ότι προέβη κατά την εκτέλεση του ναύλου. Όμως αβασίμως ισχυρίζονται ότι η αγωγή ήταν αόριστη για τον παραπάνω λόγο καθώς αυτή εμπεριείχε όλα τα παραπάνω στοιχεία. Εξάλλου οι επικαλούμενες στην αγωγή πράξεις ή παραλείψεις των εκκαλούντων εδώ εναγομένων μπορούν να νοηθούν και χωρίς τη σύμβαση της εντολής και δεν συνιστούν απλά αμελή εκπλήρωση της εντολής αυτής (άρθρα 713, 714 Α.Κ.), αφού όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό και γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης. Επομένως η αγωγή είχε το απαιτούμενο από το νόμο περιεχόμενο και συνεπώς το σχετικό περί του αντιθέτου πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως είναι αβάσιμο και απορριπτέο. Επιπλέον με το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου εφέσεως παραπονούνται διότι η αγωγή κρίθηκε ορισμένη ως προς τη βάση περί αδικοπραξίας ως προς τον τρίτο εναγόμενο ήδη εκκαλούντα. Όμως στην αγωγή εκτίθετο ότι οι δεύτερη, τρίτος που υποδείκνυαν αμφότεροι τις συμφωνίες όλων των ναυλοσυμφώνων στην ενάγουσα και ότι αμφότεροι δεν απέδωσαν στην ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη μέρος των εισπραχθέντων ποσών στα οποία δεν είχαν αποκτήσει κυριότητα. Επομένως η αγωγή είχε και ως προς τον τρίτο εκκαλούντα το απαραίτητο περιεχόμενο και είχε νομική βασιμότητα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 του ΑΚ και 375 του ΠΚ και όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο πρώτο σκέλος του έκτου λόγου εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία (Ολ. ΑΠ 14/2015, ΑΠ 1281/2019, 1292/2018, ΑΠ 360/2018, ΑΠ 358/2018, ΑΠ 355/2018, ΕφΑθ 2501/2017, ΕφΑθ 4830/2012 όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως γνήσια δικαιοδοτική πράξη, η διαιτητική απόφαση, από την έκδοσή της, παράγει δεδικασμένο υπό τις διαγραφόμενες στο άρθρο 896 του ΚΠολΔ, προϋποθέσεις, (εφαρμοζόμενων προς τούτο των διατάξεων των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334 τπθ ΚΠολΔ) και εξοπλίζεται με εκτελεστότητα κατ` άρθρο 904 παρ. 2 εδαφ. β` του ΚΠολΔ (ΑΠ 1281/2019 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία είναι αυτοτελής και διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν οι αξιώσεις που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται επίσης αξιώσεις που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για να κριθεί, αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία (ΑΠ1281/2019 όπ, ΑΠ 35/2019, ΑΠ 1219/2014, ΑΠ 539/2013, ΑΠ 543/2017 δημ. νόμος). Εκδήλωση της αυτοτέλειας της συμφωνίας διαιτησίας αποτελεί και το ενδεχόμενο να διέπεται από δίκαιο διαφορετικό από εκείνο που διέπει την κύρια σύμβαση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 869 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η συμφωνία για τη διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, χωρίς ωστόσο να καθίσταται έτσι και σύμβαση του ουσιαστικού δικαίου, αφού οι κύριες συνέπειές της, που προσδιορίζουν τη νομική φύση της, δηλαδή η θεμελίωση της δικαιοδοσίας των διαιτητών για ορισμένη διαφορά και αντίστοιχα ο αποκλεισμός της δικαιοδοσίας των τακτικών δικαστηρίων για την ίδια διαφορά, εκδηλώνονται στο χώρο του δικονομικού δικαίου και της προσδίδουν συνεπώς το χαρακτήρα δικονομικής σύμβασης, στην οποία απλώς εφαρμόζονται οι κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να καλυφθεί το σχετικό έλλειμμα στη ρύθμιση των δικονομικών συμβάσεων. Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΑΠ 1219/2014 δημ. νόμος). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εξάλλου, στη συμφωνία διαιτησίας μπορούν να υπαχθούν, κατά τη βούληση των μερών, οι υφιστάμενες ή μελλοντικές διαφορές εν σχέσει προς την ερμηνεία ή την εκτέλεση της σύμβασης, στην οποία αναφέρεται η διαιτητική συμφωνία, οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτήν, το κύρος ή η ακυρότητα της σύμβασης και οι συνέπειες της ακυρότητας, η λύση και οι συνέπειες αυτής και γενικώς κάθε διαφορά η οποία αφορά απαιτήσεις ή υποχρεώσεις οι οποίες έχουν σχέση με τη σύμβαση ή σχέσεις που αναφέρονται εις αυτήν σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται, ως και απαιτήσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, οι οποίες συρρέουν με απαιτήσεις αποζημίωσης από την σύμβαση, ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθ` όσον και αυτές συνάπτονται με την σύμβαση. Η συμφωνία διαιτησίας είναι έγκυρη ακόμη και αν έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως στην περίπτωση που υπάγεται μ` αυτή στη διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκόψει από τη βασική σύμβαση. Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια (βλ. σχετ. ΑΠ 1679/2018 δημ. νόμος). Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα, που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία ([βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Καθηγητή Α.Π.Θ., Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ. 2018 σελ. 1050 (1052), Καργάδος, ΝοΒ 1977/1421, 1428), ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 480 επ) μ’ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (Stein/Jonas/Schlosser, Kommentar zur ΖΡΟ, 2002, § 1029 αριθ. 33). Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία αναπτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της (βλ. Ν. Νίκα, ό.π., Κουσούλη, Δίκαιο Διαιτησίας, 2006, § 5 αριθ. 42). Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία (βλ. σχετ. Ν. Νίκα, ό.π.). Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι η εκκαλούμενη κατά δέχθηκε ότι : (α) έχει δικαιοδοσία για την επιδίκαση απαίτησης που πηγάζει από την αναφερόμενη στην εκκαλούμενη απόφαση υπό 3. ναύλωση, για την οποία υπήρχε ρήτρα διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς στο Λονδίνο, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο και τους όρους της London Maritime Arbitrators Association και, για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, διότι κρίθηκε ότι η πρώτη εκκαλούσα είχε οριστεί μεσεγγυούχος για τις πληρωμές στην εν λόγω σύμβαση. Ότι αντίθετα η συγκεκριμένη ναύλωση, διέφερε εμφανώς, τυπικά και ουσιαστικά, από τις προηγούμενες ναυλώσεις και ότι δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως ένα ενιαίο σύνολο με τις προηγούμενες. Ότι ήταν μία παντελώς διαφορετική σύμβαση, για την οποία, για λόγους που αφορούσαν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ναυλωτών και ότι γι’αυτό το λόγο συμφωνήθηκαν διαφορετικοί όροι, αφού για την επίμαχη ναύλωση υπεγράφη η από 22.03.2018 ειδικότερη σύμβαση ναύλωσης κατά τα πρότυπα ΜΥΒΑ. Στην εν λόγω σύμβαση και συγκεκριμένα στο άρθρο 23 αυτής περιλαμβάνεται αποκλειστική ρήτρα διαιτησίας με έδρα το Λονδίνο και εφαρμογή του αγγλικού δικαίου (Arbitration Act 1996). Επίσης, προβλέπεται ότι η διαιτησία θα διεξαχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης Διαιτητών Ναυτικού Δικαίου της Αγγλίας {London Maritime Arbitrators Association Terms – LΜΑΑ}. Όμως τα παραπάνω προτείνονται αλυσιτελώς από τους εκκαλούντες, διότι όπως εκτίθεται στον ίδιο το λόγο εφέσεως η συµφωνία περί διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς, στο Λονδίνο, σύµφωνα µε το αγγλικό δίκαιο και τους όρους της London Maritime Arbitrators Association, που περιλαµβάνεται στο άρθρο 23 του από 22.3.2018 ΜΥΒΑ συµφωνητικού για τη συγκεκριµένη ναύλωση, αφορούσε σε οποιαδήποτε διαφορά τυχόν προκύψει στο πλαίσιο της σύµβασης ναύλωσης μεταξύ πλοιοκτήτριας και ναυλώτριας και δεν αφορούσε τις απαιτήσεις της ενάγουσας από την από 10.5.2017 ως άνω σύµβαση πρακτορείας, διαφορά εκ της οποίας (και όχι εκ της ναυλώσεως) αφορά η ενώπιον του δικαστηρίου τούτου αχθείσα υπόθεση. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί από το περιεχόμενο της ρήτρας ότι η πρώτη εκκαλούσα είναι τρίτη που η έννομη θέση της ταυτίζεται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία για το συγκεκριμένο και μόνο ναυλοσύμφωνο. Επιπλέον ο ισχυρισμός ότι το 3ο ναυλοσύμφωνο ήταν μία παντελώς διαφορετική σύμβαση, για την οποία, για λόγους που αφορούσαν την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ναυλωτών και ότι γι’αυτό το λόγο συμφωνήθηκαν διαφορετικοί όροι, πέραν του ότι προτείνεται αλυσιτελώς, δεν επιβεβαιώνεται από το αποδεικτικό υλικό. Επομένως ο πέμπτος λόγος  εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθ. 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410 και 415 και 421 επ. ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι δεν μπορεί να είναι μάρτυρας, αφού δεν είναι τρίτος και δεν μπορεί γι` αυτό να έχει (καταρχήν τουλάχιστον) την αντικειμενικότητα του τρίτου, ο διάδικος και, για την ταυτότητα του λόγου, ο αντιπρόσωπος ανικάνου φυσικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος διαδίκου νομικού προσώπου ή το μέλος της διοίκησης αυτού. Τούτο συνάγεται κυρίως από το ως άνω άρθ. 415 ΚΠολΔ που προβλέπει ως αποδεικτικό μέσο την εξέταση των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων των εκ των διαδίκων νομικών προσώπων ή των μελών της διοίκησής τους, η εξέταση, όμως, αυτή δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά ίδιο (επώνυμο) αποδεικτικό μέσο, καθόσον υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως μάρτυρας και στην συνέχεια ως διάδικος ή ως εκπρόσωπος ή ως μέλος της διοίκησης διαδίκου νομικού προσώπου, λύση προδήλως άτοπη. Κατά συνέπεια, η ένορκη κατάθεση ως μάρτυρα του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 374/2011, ΑΠ 1335/2008, ΑΠ 615/2008, ΑΠ 329/2008 δημ. νόμος). Τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του λόγου, ισχύουν και επί ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες ο ενόρκως βεβαιών τρίτος καταθέτει ό,τι γνωρίζει για τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά. Άρα, ένορκη βεβαίωση ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου του ίδιου του διαδίκου ή του νομίμου εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο. Η έννομη αυτή συνέπεια προϋποθέτει την ύπαρξη της ιδιότητας του διαδίκου φυσικού προσώπου ή του εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου κατά τον χρόνο της ένορκης βεβαίωσης, που αποτελεί και τον κρίσιμο χρόνο για τον χαρακτηρισμό της ένορκης βεβαίωσης (ή κατάθεσης) ως ανυπόστατης (ΑΠ 1010/2009, ΑΠ 248/2009, ΑΠ 1492/2006, ΑΠ 1361/2005, ΑΠ 814/2005 νόμος). Επομένως, ένορκη βεβαίωση (ή κατάθεση) διαδίκου ή εκπροσώπου διαδίκου νομικού προσώπου εξακολουθεί να αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο και ανεπίτρεπτα λαμβάνεται υπόψη, όταν ο ενόρκως βεβαιών ήταν διάδικος κατά τον χρόνο της βεβαίωσης, έστω και αν απώλεσε μετά ταύτα την ιδιότητα αυτήν, στα πλαίσια της αυτής δίκης, καθόσον εξακολουθεί και τότε να υφίσταται ο δικαιολογητικός λόγος της απαγόρευσης λήψης υπόψη της ένορκης βεβαίωσης αυτού, η έλλειψη δηλ. αντικειμενικότητας αυτού κατά τον κρίσιμο εκείνον χρόνο (ΑΠ 2076/2017, 908/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίµηση των προσκομιζόμενων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκων βεβαιώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο παρ. 3 του ν. 4335/2015 (φεκ α’ 87), μόνο των εκκαλούντων δηλαδή του ελεύθερου επαγγελματία και κατοίκου Πειραιώς .. ……………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς …… (με αριθμούς …/20.3.2020 και …./8.10.2020 προς αντίκρουση) μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, όπως βεβαιώνεται στις ένορκες βεβαιώσεις και προκύπτει από τη με αριθμό …../17.9.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …….., τις με αριθμό …, … και …../20.3.2020 και .., … και …./5.10.2020 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………., από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν για συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, ενώ δεν θα ληφθεί υπόψη ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ως ανυπόστατη, σύμφωνα με την αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η ένορκη βεβαίωση του ναυτικού, κατοίκου … και νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν σχετικά με τις επτά συμβάσεις ναυλώσεως που καταρτίστηκαν από την εφεσίβλητη με υπόδειξη της πρώτης εκκαλούσας όπως εκπροσωπήθηκε σε αυτές από τη δεύτερη εκκαλούσα, και τέλος από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη είναι ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής, εδρεύει στον δήµο …… και έχει καταχωριστεί στα Βιβλία Μητρώου ΝΕΠΑ (Ν. 3182/2003) με αριθμό ……, και εκπροσωπείται νόμιμα τον ………, ο οποίος μετέχει στο τριμελές διοικητικό συμβούλιο αυτής (σύμφωνα με το προσκομιζόμεο σχετ. 1α), δυνάµει της από 10.5.2017 σύµβασης πρακτορείας, που συνήψε µε την πρώτη εναγόµενη εταιρεία «…………..» ως πράκτορα, ανέθεσε σ’ αυτήν (πρώτη εναγόµενη) την επί προµήθεια (αµοιβή), ανερχόµενη σε ποσοστό 5% επί του ακαθάριστου ναύλου (“gross charter income”), προώθηση στην αγορά µε σκοπό τη ναύλωση, µέσω παρουσίασης σε εκθέσεις, διαφηµίσεων κ.λπ., του υπό την πλοιοκτησία της, µε ελληνική σηµαία, Ε/Π- Τ/Ρ (professional touristic) µηχανοκίνητου ιστιοφόρου πλοίου µε το όνοµα «Φ» (“F”), υπ’ αριθ. νηολογίου Πειραιά …………, κοχ 120,34 και ολικού µήκους 23,90 µ. Να σημειωθεί ότι η πρώτη εναγομένη διαθέτει εγκατάσταση στον Πειραιά επί της οδού ………… εκπροσωπείται από τη δεύτερη εκκαλούσα που συμβλήθηκε στη σύμβαση πρακτορίας όχι ατομικά αλλά ως εκπρόσωπος της πρώτης – πράκτορα. Στους ιδιοκτήτες της περιλαμβάνεται ο τρίτος εκκαλών σύμφωνα με το σχετικό 4ε που προσκομίζεται από την εφεσίβλητη. Ακολούθως η πρώτη εναγόµενη, σε εκτέλεση της υπόψη σύµβασης, υπέδειξε στην ενάγουσα την ευκαιρία να καταρτιστούν τα επτά παρακάτω ναυλοσύμφωνα παρέχοντας κάποιες φορές έκπτωση 10% προκειμένου να καταρτιστεί η σύμβαση και γνωστοποιώντας τους όρους κατάρτισης στην εφεσίβλητη (βλ. ενδ. Σχετ. 12). Στη συνέχεια καταρτίσθηκαν οι σχετικές παρακάτω αναφερόμενες συµβάσεις ναύλωσης, που θεωρήθηκαν νόμιμα από την αρµόδια λιµενική αρχή, µε πλοιοκτήτρια την ενάγουσα και ναυλοµεσίτη/πράκτορα την πρώτη εναγόµενη, που εκπροσωπήθηκε από τη δεύτερη εναγομένη: 1) Το από 21.2.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλωτή τον ……………., για τη χρονική περίοδο 14.6.2018-21.6.2018, µε λιµένα παράδοσης την Κύµη και λιµένα επαναπαράδοσης τη Σκιάθο, έναντι συνολικού ναύλου 18.816,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%. Σύµφωνα µε το άρθρο 24 του συµφωνητικού ο συνολικός ναύλος των 18.816,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι καταβαλλόταν κατά το ήμισυ δηλαδή 8.400 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.016,00 ευρώ ένα µήνα πριν το ναύλο, όπως και το Α.Ρ.Α. 30% 5.040,00 ευρώ και τα έξοδα µεταφοράς 2.400,00 ευρώ. 2) Το από 19.12.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλωτή την   ………….., για τη χρονική περίοδο 23.6.2018-30.6.2018, µε λιµάνι παράδοσης και λιµάνι επαναπαράδοσης τη Μαρίνα Αθηνών, έναντι συνολικού ναύλου 16.279,20 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό ορίστηκε ότι ο συνολικός ναύλος των 16.279,20 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%, ότι θα καταβαλλόταν κατά το 40% (6.511,68 ευρώ) µε την υπογραφή του ναυλοσυµφώνου και κατά τα λοιπά (60% ναύλου, ήτοι 9.767,52 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 1.744,20 ευρώ) ένα µήνα πριν το ναύλο, όπως και το Α.Ρ.Α. 30% 4.883,76 ευρώ. 3) Το από 4.6.2018 ναυλοσύµφωνο, στο οποίο, πέραν της πρώτης  εναγόµενης, συνεβλήθησαν ως ναυλοµεσίτες και οι εταιρείες «…………..», «………» και «…………», µε ναυλωτή την «………….», για τη χρονική περίοδο 2.7.2018-8.7.2018, µε λιµάνι παράδοσης τη Μύκονο και λιµένα επαναπαράδοσης την Πάρο, έναντι ναύλου 19.208,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 2.304,96 ευρώ, ήτοι συνολικά 21.512,96 ευρώ. Η Προκαταβολή Ποσού Τροφοδοσίας ορίστηκε σε 7.320 ευρώ και ρητά εξουσιοδοτήθηκε η πρώτη εκκαλούσα να προβαίνεισε πληρωμές και εισπράξεις σχετικά με την εκτέλεση του ναυλοσυμφώνου. 4) Το από 24.5.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλώτρια την «…………», για τη χρονική περίοδο 14.7.2018-20.7.2018, µε λιµάνι παράδοσης και λιµάνι επαναπαράδοσης τη Μαρίνα Αθηνών, έναντι συνολικού ναύλου 19.200 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό τα ναύλα σύµφωνα µε το άρθρο 24 του συµφωνητικού ανερχόταν σε 19.200 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%, (και όχι 21.504 συμπεριλαμβανομένου φπα, όπως αναγράφεται στην εκκαλουμένη απόφαση) και ορίστηκε ότι θα καταβάλλονταν κατά το 50% (9.600,00 ευρώ) µε την υπογραφή του ναυλοσυµφώνου και κατά το υπόλοιπο (9.600,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.304,00 ευρώ) ένα µήνα πριν την έναρξη της ναύλωσης, όπως και το Α.Ρ.Α. 30% 4.800,00 ευρώ. 5) Το από 21.5.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλωτή τον …………, για τη χρονική περίοδο 20.7.2018-27.7.2018, µε λιµάνι παράδοσης και λιµάνι επαναπαράδοσης τη Μαρίνα Αθηνών, έναντι συνολικού ναύλου 25.088,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό ορίστηκε σύµφωνα µε το άρθρο 24 ότι ο συνολικός ναύλος ανερχόταν σε 25.088,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%, και ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (11.200,00 ευρώ) µε την υπογραφή του ναυλοσυµφώνου και κατά το υπόλοιπο (11.200,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.688,00 ευρώ) ένα µήνα πριν το ναύλο, όπως και το Α.Ρ.Α. 30% 6.720,00 ευρώ. 6) Το από 1.2.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλωτή τον ……………, για τη χρονική περίοδο 4.8.2018 – 11.8.2018, µε λιµάνι παράδοσης και λιµάνι επαναπαράδοσης την Πάτρα, έναντι συνολικού ναύλου 26.488,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό στο άρθρο 24 του συµφωνητικού ορίστηκε ότι ο συνολικός ναύλος των 26.488,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%, θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (11.825,00 ευρώ) µε την υπογραφή του ναυλοσυµφώνου και κατά το υπόλοιπο (11.825,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.838,00 ευρώ συν έξοδα µεταφοράς 3.100,00 ευρώ συν διελεύσεις Ισθµού Κορίνθου 900,00 ευρώ) ένα µήνα πριν το ναύλο, όπως και το Α.Ρ.Α. 30% 5.912,50 ευρώ. 7) Το από 164.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλωτή τον ……………, για τη χρονική περίοδο 11.8.2018-18.8.2018, µε λιµάνι παράδοσης και λιµάνι επαναπαράδοσης την Πάτρα, έναντι συνολικού ναύλου 22.410,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό ορίστηκε σύµφωνα µε το άρθρο 24 του συµφωνητικού, ότι ο συνολικός ναύλος των 22.410,00 ευρώ, συµπεριλαµβανοµένου ΦΠΑ 12%, θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (11.205,00 ευρώ) µε την υπογραφή του ναυλοσυµφώνου και κατά το υπόλοιπο (11.205,00 ευρώ) ένα µήνα πριν το ναύλο, όπως και το Α.Ρ.Α. 6.930,00 ευρώ. Όλα τα ναυλοσύμφωνα είχαν τους ίδιους έντυπους όρους και σύμφωνα με αυτούς: «Ο ναυλωτής βαρύνεται µε τα λειτουργικά έξοδα, τα οποία ειδικά ορίζονται κάτω από την επικεφαλίδα «Όροι» στη σελίδα 1 του παρόντος συµφωνητικού, για ολόκληρη την περίοδο ναύλωσης, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα μέλη της οµάδας του. Αφού καταβάλει την προκαταβολή ποσών τροφοδοσίας (advance provisioning allowance – Α.Ρ.Α.) µέσω του λογαριασµού του ναυλοµεσίτη, όπως απαιτείται από το παρόν συµφωνητικό, ο ναυλωτής λαµβάνει κατά διαστήµατα από τον κυβερνήτη γνωστοποίηση ως προς την εκάστοτε δαπάνη κάλυψη του Α.Ρ.Α. και ως προς την τυχόν ανεπάρκεια του εναποµένοντος υπολοίπου µε βάση την τρέχουσα κατανάλωση για την κάλυψη του υπολοίπου της περιόδου ναύλωσης. Ο ναυλωτής καταβάλλει στον κυβερνήτη, τοις µετρητοίς, ποσό, έτσι ώστε να διατηρείται στο σκάφος για λογαριασµό του επαρκές πιστωτικό υπόλοιπο. Κατά το τέλος της περιόδου ναύλωσης και πριν από την αποβίβαση, ο κυβερνήτης προσκοµίζει στον ναυλωτή λεπτοµερή λογαριασµό δαπανών µε όσο το δυνατόν περισσότερα δικαιολογητικά (αποδείξεις) και ο ναυλωτής καταβάλλει στον κυβερνήτη, τοις µετρητοίς, το υπόλοιπο των δαπανών ή ο κυβερνήτης επιστρέφει στον ναυλωτή, τοις µετρητοίς, οποιοδήποτε πλεονασµατικό υπόλοιπο, ανάλογα µε την περίπτωση. Είναι δυνατό, εκτός από τα ποσά του Α.Ρ.Α., να απαιτηθεί η εκ µέρους του ναυλωτή πληρωµή για ειδικές υποχρεώσεις ή εξοπλισµό, µεταφορικά στην ξηρά ή εκδροµές στην ξηρά ή οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες, οι οποίες συνήθως δεν θεωρούνται τµήµα των λειτουργικών εξόδων του σκάφους αναψυχής. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή πραγµατοποιείται προκαταβολικά µέσω του λογαριασµού του ναυλοµεσίτη ή στον κυβερνήτη κατά την επιβίβαση. Όλες οι πληρωµές για τις λειτουργικές δαπάνες κ.λπ. συµφωνούνται πραγµατοποιητέες τοις µετρητοίς στο ίδιο νόµισµα µε τον ναύλο, εκτός εάν έχει γίνει εκ των προτέρων διαφορετική συµφωνία εγγράφως. Η πληρωµή µε επιταγή, πιστωτική κάρτα ή άλλο αξιόγραφο, δεν είναι αποδεκτή, λόγω της φύσεως του σκάφους αναψυχής και ο ναυλωτής, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξασφαλίσει επαρκή µετρητά για να καλύψει όλες τις ευλόγως προβλεπόµενες δαπάνες ή θα πρέπει να καταθέσει πρόσθετο ποσό στον ναυλοµεσίτη» (άρθρο 8). Σηµειώνεται ότι τα λειτουργικά έξοδα του ως άνω άρθρου 8 περιελάµβαναν, όχι περιοριστικά, µεταφορές ξηράς, καύσιµα για τις κύριες µηχανές και γεννήτριες, καύσιµα για το βοηθητικό σκάφος και εξοπλισµό για θαλάσσια σπορ, τα τρόφιµα και ποτά για όλους από το µέρος του ναυλωτή, των επικοινωνιών και τη χρήση του διαδικτύου (εάν δεν είχε συµφωνηθεί διαφορετικά), µίσθωση, ασφάλιση ή το κόστος αγοράς του κάθε ειδικού εξοπλισµού που διατίθετο επί του σκάφους κατόπιν αιτήµατος του ναυλωτή (βλ. άρθρο 24 – «επιπλέον όροι»). Άλλωστε, σύµφωνα µε το άρθρο 21 του εν λόγω συµφωνητικού, «όλα τα χρήµατα, που εισπράττει ο ναυλοµεσίτης, ως ναύλο και λοιπές δαπάνες του άρθρου 1 του παρόντος, θα καταβάλλονται στον πλοιοκτήτη σύµφωνα µε τους όρους του παρόντος συµφωνητικού. Είναι αυτονόητο ότι η προκαταβολή ποσού τροφοδοσίας (Α.Ρ.Α.) θα πραγµατοποιείται προς τον πλοιοκτήτη νωρίτερα από την έναρξη του ναύλου και  πάντως σε χρόνο, που να επιτρέπει την εκ µέρους του τελευταίου υλοποιηση σχετικής εντολής του ναυλωτή». Ο ναυλοµεσίτης έπρεπε να καταβάλει το τίµηµα του ναύλου σε τραπεζικό λογαριασµό του ιδιοκτήτη (µετά την αφαίρεση των προµηθειών όλων των ναυλοµεσιτών), αφού λάµβανε τα ποσά εκκαθαρισµένα και σύµφωνα µε τις ηµεροµηνίες που είχαν συµφωνηθεί.

Από τις διατάξεις των άρθρων 416, 417, 211, 236, 361 και 424 εδ. α` ΑΚ συνάγεται ότι για να έχει αποσβεστικό αποτέλεσμα η καταβολή θα πρέπει: 1) να γίνει είτε στο δανειστή ή στο νόμιμο αντιπρόσωπο του δανειστή, που είναι εφοδιασμένος με έγγραφη πληρεξουσιότητα. 2) είτε στον έχοντα ειδική εξουσιοδότηση του δανειστή, ρητή ή σιωπηρή που προκύπτει από τη σχέση με το δανειστή, εξουσιοδοτημένο να λάβει την παροχή, που να ενεργεί μεν στο δικό του όνομα, αλλά για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου από αυτόν δανειστή, 3) είτε σε τρίτο δεκτικό καταβολής, που προσδιόρισε ο δανειστής κατόπιν συμφωνίας με τον οφειλέτη, παρέχοντας το δικαίωμα στον οφειλέτη να καταβάλλει με αποσβεστικό αποτέλεσμα την παροχή προς τον τρίτο, δεκτικό καταβολής (ΑΠ 134/2013, ΑΠ 285/2011, ΜΕφΠατρ 304/2020 ΝΟΜΟΣ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 § 1 ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτουμένων, κατά τα άρθρα 119 έως 120 του ιδίου Κώδικα στοιχείων, και τους λόγους έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλούμενη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις, που συνίστανται ως επί το πλείστον σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Οι παραδρομές αυτές είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1962/2006, ΤΝΠ Νόμος). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 104/2013, ΑΠ 297/2013, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 738/2013 ΑΠ 864/2010, ΑΠ 1608/2008, ΑΠ 305/2001, ΕφΠατρ 306/2018, ΕφΔωδ 119/2014, ΕφΘεσ 1191/2009, ΕφΔωδ 39/2004, ΕφΑΘ 15634/1988, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια (ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 1657/2002, ΕφΠατρ 306/2018, ΕφΔωδ 119/2014, ΕφΘεσ 1191/2009, ΕφΔωδ 39/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν όμως αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (ΑΠ 202/2019, ΑΠ 574/2018, ΑΠ 738/2013, ΑΠ 1709/2013, ΑΠ 297/2013, ΑΠ 1213/2013, ΑΠ 104/2013, ΑΠ 1608/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Οι εκκαλούντες επαναφέρουν με τους δεύτερο και τρίτο από τους λόγους εφέσεως τη ένσταση εξόφλησης που προέβαλαν πρωτοδίκως παραπονούμενοι ότι δεν λήφθησαν υπόψη καταβολές ποσών 261,73 ευρώ 382,39 ευρώ που αφορούσαν καταβολή στην cava …… επε, ποσό 31,50 ευρώ που αφορά αγορά εισιτηρίου για τη μεταφορά μέλους πληρώματος, ποσό 90 ευρώ που αφορά τη διαμονής του μέλους του πληρώματος, ποσό 248,83 ευρώ που αφορούσαν καταβολή στην cava … επε, ποσό 830 ευρώ που κατέβαλε για τη μεταφορά των ναυλωτών στο πρώτο ναυλοσύμφωνο, 1.942,68 ευρώ που κατέβαλε σε κατάστημα λευκών ειδών για τον εξοπλισμό του σκάφους, ενώ αν και προσκόμισε έγγραφη απόδειξη του κυβερνήτη του σκάφους και νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας ύψους 2.704,67 ευρώ της οποίας δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα, αυτή δε λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συναφώς παραπονείται με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ότι εκτιμήθηκε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό ότι τα λειτουργικά έξοδα καταβάλλονταν εκ μέρους της πρώτης εκκαλούσας στον κυβερνήτη της ενάγουσας τοις μετρητοίς πριν τον απόπλου και ότι σε κάθε περίπτωση οιαδήποτε αξίωση της ενάγουσας δεν έχει εξοφληθεί το συμψηφίζουν με τα ποσά που κατέβαλαν σε τρίτους για λογαριασμό της ενάγουσας. Το τελευταίο σκέλος του ισχυρισμού τους είναι πρωτίστως απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας τους, διότι οι εκκαλούντες αποφεύγουν σε όλο το δικόγραφο της εφέσεως να συγκεκριμενοποιήσουν τα ποσά που κατέβαλαν, πότε και σε ποιον για λογαριασμό της ενάγουσας ώστε να κριθεί ότι αυτή ωφελείται από την καταβολή αυτή και να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 417 του ΑΚ. Επί των λοιπών αιτιάσεων πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Οι μόνες αποδείξεις που προσκομίζουν οι εκκαλούντες είναι τα σχετικά 24 και 35 που αφορούν καταβολές την κάβα ……, που όμως έχουν προαφαιρεθεί από την ενάγουσα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής. Να σημειωθεί ότι η εφεσίβλητη αφαίρεσε κατά την άσκηση της αγωγής της το ποσό των 3.000 ευρώ που κατά τον αγωγικό ισχυρισμό καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες για κατασκευή και αγορά μαξιλαριών του εξοπλισμού της λινοθήκης του σκάφους, παρόλο που τέτοιο αποδεικτικό καταβολής έχει έχουν οι εκκαλούντες στην κατοχή τους (βλ. σελ. 42 των προτάσεων). Επιπλέον από το περιεχόμενο της επικαλούμενης απόδειξης του πλοιάρχου αποδεικνύεται ότι αυτός έλαβε σε μετρητά μόνο το ποσό των 1.000 ευρώ (αφού μέσα σε παρένθεση το αναγραφόμενο των 1.704,67 αφορά προηγούμενες πληρωμές και όχι μετρητά), το οποίο αναφέρει και ο ίδιος στην ένορκη βεβαίωση του το οποίο επίσης έχει συμπεριληφθεί στην αγωγή. Επιπλέον και αναφορικά με τα λειτουργικά έξοδα δηλαδή την προκαταβολή ποσού τροφοδοσίας που ο ……………. αναφέρει ότι τα έδιναν απευθείας στον κυβερνήτη χωρίς να πάρουν απόδειξη, το παρόν Δικαστήριο δεν κρίνει πειστική την παραπάνω ένορκη κατάθεση. Και τούτο διότι αφενός στους όρους των ναυλοσυμφώνων δεν αναγράφεται κάτι τέτοιο, και αφετέρου αν η πρακτική ήταν αυτή ο κυβερνήτης θα έπρεπε να δίνει μια πρόχειρη απόδειξη όπως έπραξε με το ποσό των 1.000 ευρώ το οποίο αποδέχεται ο ίδιος. Μάλιστα στο 1ο ναυλοσύμφωνο ορίστηκε ότι η προκαταβολή ποσών τροφοδοσίας θα καταβληθεί το αργότερο στον ιδιοκτήτη του τραπεζικού λογαριασμού (δηλαδή το λογαριασμό του ναυλομεσίτη σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 8) μέχρι τις 17.5.2018 δηλαδή ένα μήνα πριν τη ναύλωση, στο δεύτερο ναυλοσύμφωνο μέχρι τις 25.5.2018 δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν τη ναύλωση, στο 4ο μέχρι τις 17.5.2018 δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν τη ναύλωση, στο 5ο μέχρι τις 20.6.2018 δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν τη ναύλωση, στο 6ο μέχρι τις 6.7.2018, δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν τη ναύλωση και στο 7ο μέχρι τις 13.7.2018 δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν τη ναύλωση. Οι διαφορές στο έντυπο του 3ου ναυλοσύμφωνου αφορούν κυρίως την ύπαρξη και επιπλέον ναυλομεσιτών, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Ορίστηκε επίσης στην τελευταία σελίδα των ναυλοσυμφώνων ότι μόνο στην περίπτωση που τα έξοδα που απαιτούνται κατόπιν αιτήματος του ναυλωτή πριν ή κατά τη διάρκεια της περιόδου ναύλωσης υπερβαίνουν την προκαταβολή τροφοδοσίας θα καταβάλλονται είναι στον προαναφερόμενο λογαριασμό ή με μετρητά στον καπετάνιο, μόνο όμως αν αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια της περιόδου ναυλώσεως. Να σημειωθεί επίσης ότι κατά την εκφορά του ισχυρισμού τους περί εξοφλήσεως οι εκκαλούντες δεν έχουν υπολογίσει το φόρο προστιθέμενης αξίας τον οποίο εισέπραξαν και όφειλαν να αποδώσουν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ορθή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι δεν καταβλήθηκαν τα παραπάνω χρηματικά ποσά αφού δέχθηκε την καταβολή μόνο του ποσού των 127.585,4 ευρώ ως εξής: “1. Στον υπ’ αριθ. GR ………. τραπεζικό λογαριασµό που τηρεί η ενάγουσα στην «Τράπεζα ………», κατέβαλαν την 7.5.2018 5.730,00 ευρώ, την 17.5.2018 13.079,50 ευρώ, την 21.6.2018 3.746,00 ευρώ, την 21.6.2018 6.627,96 ευρώ, την 22.6.2018 8.023,50 ευρώ, την 29.6.2018 18.767,96 ευρώ (από τον τραπεζικό λογαριασµό της ναυλοµεσίτριας εταιρείας “…………”), την 12.7.2018 16.676,44 ευρώ, την 1.8.2018 5.000,00 ευρώ, την 1.8.2018 3.868,75 ευρώ, την 9.8.2018 7.313,50 ευρώ, την 10.8.2018 6.500,00 ευρώ, την 10.8.2018 6.500,00 ευρώ, την 10.8.2018 3.644,50 ευρώ, την 19.11.2018 1.720,20 ευρώ, ήτοι συνολικά 107.198,31 ευρώ, 2. Σε τρίτα πρόσωπα, κατ’ εντολή και για λογαριασµό της ενάγουσας, κατέβαλαν α. 11.500,00 ευρώ στην επιχείρηση εµπορίας σκαφών «………….», για την αγορά ενός φουσκωτού tender µετά κονσόλας και θέσης, β. 3.000,00 ευρώ για την κατασκευή και αγορά µαξιλαριών του εξοπλισµού λινοθήκης του πλοίου, γ. 4.887,09 ευρώ συνολικά προς εξόφληση τιµολογίων της εταιρείας «…………», αξίας αντιστοίχως 1.019,25,3-478,74 και 389,10 ευρώ, και, τέλος, 3: Στον Κυβερνήτη του πλοίου κατέβαλαν τοις µετρητοίς την 13.6.2018 1.000,00 ευρώ”. Λεκτέον δε ότι με την εκκαλουμένη απόφαση αφαιρέθηκε και η αμοιβή των ξένων μεσιτών που δεν περιλαμβανόταν στη αγωγή και ανερχόταν σε ποσοστό 9% έως και 20%, δηλαδή αφαιρέθηκε το ποσό των 23.600,35 ευρώ που αφορούσε αμοιβή ξένων μεσιτών, και το ποσό των 7.604,91 ευρώ που αφορούσε την αμοιβή της πρώτης εκκαλούσας. Ακολούθως απορρίπτοντας στη συνέχεια τη σχετική ένσταση εξόφλησης που υποβλήθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στους προαναφερόμενους τρεις συναφείς λόγους εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.  Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση το σύνολο των ναύλων με το φπα ανερχόταν σε 18.816 + 16.279,20+ 21.512,96 + 19.200 + 25.088+ 26.488 + 22.410 = 149.794,16 ευρώ και όχι σε 152.098,16 ευρώ όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση που στο 4ο από 24.5.2018 ναυλοσύµφωνο, µε ναυλώτρια την «…………….», για τη χρονική περίοδο 14.7.2018-20.7.2018 προσδιόρισε τα ναύλα σε 21.504 με το φπα και όχι σε 19.200 όπως είχε συμφωνηθεί. Η πλημμέλεια αυτή ελέγχεται με βάση το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως χωρίς ειδικό παράπονο από τους εκκαλούντες  διότι αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, και ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης κρίνεται η ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα της εφέσεως. Επομένως μετά την αφαίρεση των συνολικών προμηθειών ύψους 7.604,91 + 23.600,35 ευρώ οι εναγόμενοι εισέπραξαν και έπρεπε να αποδώσουν 149.794,16 – (7.604,91 + 23.600,35) = 118.588,90 ευρώ πλέον των λειτουργικών εξόδων που εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν που ορθά προσδιορίστηκαν στο ποσό των 40.566,26 ευρώ κατά την αγωγή και σύμφωνα με την παραδοχή της εκκαλουμένης, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 159.155,16 ευρώ. Όμως η πρώτη πράκτορας, η νόμιμη εκπρόσωπος και ιδιοκτήτης αυτής δεύτερη εναγομενη και ο τρίτος εναγόμενος απέδωσαν μόνο το ποσό των 127.585,40 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 31.569,76 ευρώ αφού το εισέπραξαν και δεν το απέδωσαν, η πρώτη ως είχε συµβατική υποχρέωση και, παράνοµα, παρακράτησαν, ιδιοποιηθέντες αυτό οι δεύτερη νόμιμη εκπρόσωπος και ιδιοκτήτης και τρίτος (εναγόµενοι) ως ιδιοκτήτης της πρώτης, ενεργούντες, ως άνω, µε τις προαναφερθείσες ιδιότητες του ως εντολοδόχοι και διαχειριστές ξένης περιουσίας ως προς την είσπραξη για λογαριασµό της πρώτης εναγόµενης και συνεπώς το σκέλος του έκτου λόγου εφέσεως με το οποίο υποβάλλεται παράπονο για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ακολούθως που έκρινε ότι η συνολική απαίτηση της ενάγουσας, κατά των εναγόµενων, για την παραπάνω αιτία, ανέρχεται στο ποσό των (161.459,16 – 127.585,4 =) 33.873,76 ευρώ, κατά το μέρος αυτό εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος στην ουσία της η κρινόμενη έφεση, να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο του τίτλου η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς τα παρεπόμενα κεφάλαια της και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει επί της ουσίας (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 11906/6006/2019 αγωγή που έχει κατά τα ανωτέρω νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 71, 361, 481, 713, 714, 719, 914, 926, 346 ΑΚ, 375 ΠΚ, 1047 του ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι παρέλκει μετά την εξαφάνιση η εξέταση του εβδόμου λόγου εφέσεως με τον οποίο παραδεκτώς υποβάλλεται το παράπονο ότι διατάχθηκε προσωπική κράτηση της δεύτερης εκκαλούσας ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο θα επανεξεταστεί.

Η διάταξή της επί του αιτήματος προσωπικής κρατήσεως του εναγομένου, ο σύνδεσμος του οποίου με την ουσιαστική αξίωση (αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας) απορρέει ομοίως από το δικονομικό δίκαιο, αφού αφορά σε μέσο δικονομικού καταναγκασμού προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαστική εκτέλεση της αδικοπρακτικής απαίτησης του δανειστή  αποτελεί αυτοτελές κεφάλαιο της απόφασης αποτελεί και (ΑΠ 798/2010, ΕΠολΔ 2010/862, βλ. σχετ. και Δ. Δημητρίου, Κεφάλαια αναγκαστικά συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, σε ΕΠολΔ 2014/569 επομ. [570]). Εμφανίζει δε το κεφάλαιο της προσωπικής κρατήσεως αδιάσπαστη σύνδεση με εκείνο της ενστάσεως συνυπαιτιότητας του ενάγοντος και αν αναιρεθεί το τελευταίο συναναιρείται και αυτό, παραπέμπεται δε μαζί του στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι η διάρκεια της προσωπικής κράτησης του  οφειλέτη εναγομένου συναρτάται [και] προς το ύψος της οφειλής του (ΑΠ 271/2015, Ε7 1131, ΑΠ 1846/2007, ΕΠολΔ 2008/2190 = ΔΕΕ 2008/342), που θα καθοριστεί μετά την κρίση περί τη συνυπαιτιότητα του δανειστή ενάγοντος (ΤρΕφΠειρ 290/2021 δημ. σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται με βάση το παρόν Δικαστήριο κρίνει με βάση το ύψος της απαίτησης συνεκτιμώντας και το βαθμό υπαιτιότητας της δεύτερης εναγομένης ότι με βάση την αρχή τη αναλογικότητας θα πρέπει να απαγγελθεί σε βάρος της προσωπική κράτηση διάρκειας 30 ημερών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 526 του Κ.Πολ.Δ. “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον”. Συνεπώς, ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της αγωγής. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής, ήτοι το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών), επί των οποίων θεμελιώνεται το αίτημα αυτής (Ολ. ΑΠ 2/1994), χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (βλ.σχ. Α.Π. 321/2020, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013 σεwww.areiospagos.gr). Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (βλ. σχ. Α.Π. 1238/2019, ΑΠ 1152/2017, ΑΠ 1183/2015 σεwww.areiospagos.gr). Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 522, 525 και 527 του ίδιου Κώδικα συνάγεται, εξάλλου, ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί ούτε να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός, που στηρίζει τη βάση της αγωγής, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών, με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στο δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων, οι οποίοι θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή, σε καταλυτικούς του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, οι οποίοι μπορούν να προταθούν στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι μεταβάλλουν την βάση της αγωγής (βλ. Ολ. ΑΠ 2/1994, ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 962/2012 δημ. σε Τ.Ν.Π. “NΟΜΟΣ”). Η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη των ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως είναι απαράδεκτη, εκτός εάν εμπίπτουν σε κάποια από τις εξαιρέσεις του παραδεκτού της βραδείας προβολής κατ` άρθρο 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 1185/1021, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 259/2014, ΑΠ 9/2014 ΤρΝομΠληρΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τα άρθρα 283 και 525 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, επιτρέπεται στην δευτεροβάθμια δίκη να υποβληθούν με τις προτάσεις αιτήσεις για παρεπόμενες απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την συζήτηση, κατά την οποία γεννήθηκε η προσβαλλόμενη από φάση. Ως “παρεπόμενη απαίτηση” νοείται εκείνη που αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της απαίτησης που ασκήθηκε με την αγωγή, η οποία αποτελεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο προϋπόθεση για την γένεση της πρώτης. Με την έννοια αυτήν παρεπόμενη είναι, μεταξύ άλλων, και η απαίτηση για τους τόκους του κεφαλαίου που ζητείται με την αγωγή, όχι όμως και η απαίτηση καταβολής τόκου επί του ποσού καθυστερουμένων τόκων, αφού τούτο δεν αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της απαίτησης από το κεφάλαιο και των τόκων της (ΕφΑθ 5759/2022 ΕφΛαρ 434/2015,δημ. νόμος)

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 341 του ΑΚ περί δήλης ημέρας ” Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα,  ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.”. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε  από 2 Απριλίου  2012, των άρθρων 2 και 113 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.14 Ν.4790/2021,ΦΕΚ Α 48/31.3.2021 κατά το οποίο “14. Για το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας.”, και του άρθρου 74 παρ.15  Ν.4690/2020, ΦΕΚ Α 104/30.5.2020 με το οποίο ορίστηκε ότι για το χρονικό διάστημα της αναστολής  λειτουργίας των δικαστηρίων (13.3.2020 -31.5.2020) δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας, περί τόκου επιδικίας : «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.». Με την έφεση τους για πρώτη φορά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, οι εκκαλούντες εναγόμενοι αιτούνται να μην επιδικαστούν τόκοι επιδικίας στην ενάγουσα, αλλά μόνο τόκοι υπερημερίας διότι αυτοί αιτιολογημένα αντιδίκησαν. Ο λόγος αυτός προτείνεται παραδεκτά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου το πρώτον, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, όμως κρίνεται απορριπτέος διότι με τη διάταξη αυτή αυξάνεται το ποσοστό των οφειλόμενων τόκων, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου, για αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει σε αυτές τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί και η κρίση αυτή είναι συνεπώς με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2012 καθώς οι εναγόμενοι δεν περιορίστηκαν σε αντιδικία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά άσκησαν και ένδικο μέσο κατά της αποφάσεως με αβάσιμους λόγους, όπως ήδη προεκτέθηκε. Ακολούθως των ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των 31.569,76 ευρώ εντόκως κατ’άρθρο 346 του ΑΚ και με προσωρινή κράτηση της δεύτερης εναγομένης διάρκειας είκοσι ημερών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης εκ της αδικοπραξίας. Θα πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου που καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες κατά την άσκηση της εφέσεως τους αφού το ένδικο μέσο γίνεται δεκτό έστω και κατά ένα μέρος (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και υπολογιζόμενα σύμφωνα με τα άρθρα 63, 68, 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από από 15.9.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1340/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε με παρόντες τους διαδίκους κατά την τακτική διαδικασία επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 αγωγής

Δέχεται τυπικά και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την έφεση

Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλουντες του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό ……………../2018 ποσού 100 ευρώ που καταβλήθηκε κατά την άσκηση της εφέσεως τους

Εξαφανίζει τη με αριθμό 1340/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της με αριθμό …………/2019 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα μιάς χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (31.569,76) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή

Απαγγέλει σε βάρος της δεύτερης εναγομένης προσωπική κράτηση διάρκειας τριάντα (30) ημερών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης τα οποία ορίζει συνολικά και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε χίλια πεντακόσια ογδόντα (1580) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    3 Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ