Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 9/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

 Αριθμός  9/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος στο ακροατήριο παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ευαγγελίας Ιωαννίδη και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Κεχαγιόπουλος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α] ο  εκκαλών – εφεσίβλητος …….. την από 24.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7.10.2021 αγωγή του [Α΄ αγωγή]  και β) ο εκκαλών – εφεσίβλητος …….. την από 23.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../24.11.2021 αγωγή του [Β΄ αγωγή], επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 902/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η Α΄ αγωγή και απορρίφθηκε στο σύνολό της η Β΄ αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότεροι οι αντίδικοι και, συγκεκριμένα, ο ενάγων της Β΄ αγωγής ………….. με την από 15.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./29.7.2022 έφεσή του (Α΄ έφεση) και ο ενάγων της Α΄ αγωγής ……… με την από 18.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./18.11.2022 έφεσή του (Β΄ έφεση), δικάσιμος για την εκδίκαση αμφοτέρων των οποίων ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος της Α΄ έφεσης, αφού έλαβε τον λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος της Β΄ έφεσης παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενώπιον του οποίου κατήχθησαν εκατέρωθεν αξιώσεις περιουσιακής φύσεως από την ανώμαλη εξέλιξη σύμβασης μισθώσεως κατοικίας που είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων, συνεκδικάστηκαν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών που προέρχονται από μίσθωση πράγματος (άρθρο 614 § 1 ΚΠολΔ) και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α] η από 24.9.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../7.10.2021 αγωγή του μισθωτή ……… (Α΄ αγωγή) και β] η από 23.11.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/24.11.2021 αγωγή του εκμισθωτή ……… (Β΄ αγωγή) και εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. …./22.3.2022 οριστική απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η Β΄ αγωγή και έγινε εν μέρει δεκτή η Α΄ αγωγή. Η απόφαση αυτή πλήττεται ήδη, αφενός, με την 15.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./29.7.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./29.7.2022 έφεση του καθ’ ολοκληρίαν πρωτοδίκως ηττηθέντος εκμισθωτή ……… (Α΄ έφεση) και, αφετέρου, με την από 18.11.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./18.11.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./22.11.2022 έφεση του εν μέρει πρωτοδίκως ηττηθέντος μισθωτή ……… (Β΄ έφεση). Οι εφέσεις αυτές, που συνοδεύονται από το νόμιμο παράβολο (βλ. όσον αφορά την Α΄ έφεση το με αριθμό ………. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 29.7.2022 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ» και όσον αφορά τη Β΄ έφεση το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομιών και την συνημμένη σ’ αυτό βεβαίωση επιτυχούς καταχωρήσεως συναλλαγής τα ιδίας δημόσιας Υπηρεσίας) και οι οποίες λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31, 246, 524 § 1 εδαφ. α΄ και 591 § 1 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικαστούν κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως ειδική διαδικασία, προκειμένου να διευκολυνθεί έτσι και να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, εντός της νόμιμης καταχρηστικής προθεσμίας που αφετηριάστηκε με τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, δεδομένου ότι ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει προηγούμενη επίδοσή της, αρμοδίως δε φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Επομένως, οι ένδικες εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων εκάστης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αμφότεροι οι αντίδικοι αναφέρθηκαν στη σύναψη της από 6.11.2019 μεταξύ τους συμβάσεως, δυνάμει της οποίας ο ……….. παραχώρησε στον ……… τη χρήση ενός διαμερίσματος της ιδιοκτησίας του, κειμένου στον έκτο όροφο πολυώροφης οικοδομής ευρισκόμενης στον Πειραιά και της αντίστοιχης θέσης στάθμευσης, στους ειδικότερους όρους αυτής, που αποτυπώθηκαν στο σχετικώς συνταχθέν ιδιωτικό συμφωνητικό και κατά τους οποίους η μίσθωση θα είχε ετήσια διάρκεια, αρχής γενομένης από την 1η.1.2020 και έως τις 31.12.2020, το δε μίσθωμα θα ανερχόταν σε μηνιαία βάση στο χρηματικό ποσό των χιλίων τριακοσίων ευρώ (1.300 €) και ετησίως σε δεκαπέντε χιλιάδες εξακόσια ευρώ (1.300 € Χ 12 μήνες = 15.600 €), ενώ η εγγύηση του μισθωτή για την προσήκουσα εκπλήρωσή της θα ήταν ίση προς δύο [2] μισθώματα, δηλαδή θα ανερχόταν στο χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2 Χ 1.300 € = 2.600 €), το οποίο και καταβλήθηκε κατά την υπογραφή του μισθωτηρίου, καθώς και στην εξέλιξη της ίδιας σύμβασης, εκθέτοντας ειδικότερα, με την αγωγή του ο καθένας, ότι ολόκληρο το ετήσιο μίσθωμα προκαταβλήθηκε στον εκμισθωτή στις 20.12.2019 εν μέρει μετρητοίς και εν μέρει με κατάθεση του μισθωτή σε τραπεζικό λογαριασμό του και ότι ο μισθωτής αποχώρησε από το μίσθιο το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2020, ενώ ο ενάγων μισθωτής υποστήριξε προσθέτως ότι η χρήση του μισθίου του παραδόθηκε την 1η.12.2019, δηλαδή πριν από τη συμβατική έναρξή της και για το λόγο αυτό κατέβαλε ένα [1] επιπλέον μίσθωμα. Περαιτέρω, ο μεν μισθωτής επικαλέστηκε στη συνέχεια ότι η μισθωτική σχέση λύθηκε με την εκ μέρους του παράδοση των κλειδιών του μισθίου και την ανεπιφύλακτη παραλαβή τους στις 12.1.2020 από τον εκμισθωτή, ο οποίος, όμως, αρνήθηκε να του αποδώσει την καταβληθείσα κατά την έναρξη της μίσθωσης εγγυοδοσία, μολονότι οχλήθηκε προς τούτο εξωδίκως στις 4.2.2021, ο δε εκμισθωτής ότι, παρά τη συμβατική πρόβλεψη, η ένδικη σύμβαση είχε τη νόμιμη τριετή διάρκεια και για το λόγο αυτό ο μισθωτής, που εγκατέλειψε πρόωρα και χωρίς δικαίωμα το μίσθιο, εξακολουθεί να ευθύνεται για την καταβολή των συμφωνημένων μισθωμάτων μέχρι και το μήνα Οκτώβριο του έτους 2021, όπως και για την καταβολή, αφενός, των κοινοχρήστων δαπανών του διαμερίσματος και της θέσης στάθμευσης για τους μήνες από τον Αύγουστο έως και τον  Οκτώβριο του έτους 2020 και, αφετέρου, της δαπάνης κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος του μίσθιου για τη χρονική περίοδο από 27.8.2020 έως 28.12.2020, τις οποίες ο αντίδικός του δεν είχε εξοφλήσει κατά την αποχώρησή του από αυτό. Με βάση αυτά τα περιστατικά ο μεν μισθωτής ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος της Α΄ αγωγής να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2.600 €), που αντιστοιχεί στην καταβληθείσα εγγυοδοσία, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της μίσθωσης άλλως της εκ μέρους του εξώδικης οχλήσεως του οφειλέτη άλλως της επίδοσης της αγωγής του, ο δε εκμισθωτής απαίτησε την καταβολή α] του χρηματικού ποσού των δεκατριών χιλιάδων ευρώ (13.000 €), που αντιστοιχεί στα μισθώματα των δέκα [10] μηνών μετά την αποχώρηση του μισθωτή από το μίσθιο, με το νόμιμο τόκο από τότε που το καθένα είχε συμφωνηθεί καταβλητέο άλλως από την επίδοση της αγωγής του, β] του χρηματικού ποσού των τετρακοσίων δεκαεννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (419,29 €), που αντιστοιχεί στις ως άνω ανεξόφλητες κοινόχρηστες δαπάνες, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής του και γ] του χρηματικού ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ (176 €), που αντιστοιχεί στην ως άνω ανεξόφλητη δαπάνη κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, νομιμοτόκως από το ίδιο αφετήριο χρονικό σημείο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο το τελευταίο αυτό κονδύλιο και στη συνέχεια, μετ’ αξιολόγηση των αποδείξεων, διαπίστωσε ότι η επίμαχη μίσθωση είχε λυθεί με αντίθετη σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων στις 12.1.2021 και ότι η ένδικη σύμβαση δεν περιελάμβανε όρο περί καταπτώσεως της καταβληθείσας εγγυοδοσίας σε περίπτωση πρόωρης λύσης της μίσθωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσής της και με αυτές τις παραδοχές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μισθωτής όφειλε μόνον το μίσθωμα του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2021, καθώς και το σύνολο των ανεξόφλητων κοινοχρήστων δαπανών, που ανέρχονταν στο συνολικό χρηματικό ποσόν των χιλίων επτακοσίων δεκαεννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (1.300 € + 419,29 € = 1.719,29 €), το οποίο ακολούθως συμψήφισε προς την αξίωση του μισθωτή προς απόδοση της καταβληθείσας εγγυοδοσίας, την οποία έκρινε βάσιμη, απορρίπτοντας μετά ταύτα την αγωγή του εκμισθωτή στο σύνολό της και κάνοντας δεκτή κατά ένα μέρος της και, συγκεκριμένα, κατά το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ογδόντα ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (2.600 € – 1.719,29 € = 880,71 €) την αγωγή του μισθωτή, υπέρ του οποίου και το επιδίκασε με το νόμιμο τόκο από την επομένη της σχετικής εξώδικης όχλησής του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες και, με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή εκάστου και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του αντιδίκου του.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Ν. 1703/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 5 του Ν. 2235/1994 και η οποία εξακολουθεί να ισχύει και μετά την παύση της ισχύος των λοιπών διατάξεων του νομοθετήματος αυτού (ΑΠ 1101/2002, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 6575/2009, Δνη 2010/555), η μίσθωση ακινήτου για κατοικία ισχύει για τρία τουλάχιστον έτη, ακόμα και αν έχει συμφωνηθεί για βραχύτερο χρονικό διάστημα ή για αόριστο χρόνο. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 574 και 596 ΑΚ, που ορίζουν, η μεν πρώτη ότι με τη σύμβαση μισθώσεως πράγματος ο εκμισθωτής αναλαμβάνει την  υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, η δε δεύτερη ότι ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο, συνάγεται ότι επί μισθώσεως ορισμένης διάρκειας ο μισθωτής, στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου, υποχρεούται στην καταβολή προς τον εκμισθωτή του συμφωνημένου μισθώματος ακόμα και αν αδυνατεί από λόγους που αφορούν τον ίδιο ή δεν θέλει να κάνει χρήση του μισθίου. Έτσι, αν ο μισθωτής εγκαταλείψει το μίσθιο πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου χωρίς νόμιμο ή συμβατικό δικαίωμα, η μίσθωση δεν λύνεται και ο μισθωτής εξακολουθεί να υποχρεούται στην καταβολή του μισθώματος καθ’ όλο το υπολειπόμενο μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης χρονικό διάστημα, έστω και αν δεν κάνει χρήση του μισθίου για λόγους που τον αφορούν, δεδομένου ότι το μίσθωμα οφείλεται ως αντάλλαγμα όχι της πραγματικής χρήσης αλλά της παροχής σ’ αυτόν της δυνατότητας χρήσης του μισθίου (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 1548/2018, ΑΠ 1469/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1730/2013, ΧρΙΔ 2014/277, ΑΠ 760/2000, ΑρχΝ 2001/111 = Δνη 2001/141 = ΕΕΝ 2001/840, ΑΠ 585/1997, Δνη 1998/113). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 185, 189, 192, 361, 574, 599 και 608 § 1 ΑΚ συνάγεται ότι η σύμβαση μισθώσεως κατοικίας, η διάρκεια της οποίας έχει συμφωνηθεί για χρόνο βραχύτερο του νόμιμου ή και για το νόμιμο χρόνο της τριετίας, μπορεί να λυθεί με νεότερη συμφωνία των μερών (αντισυμφωνία), η οποία υπάρχει και όταν, πριν από την παρέλευση του συμβατικού ή νόμιμου χρόνου, ο μισθωτής αποδίδει το μίσθιο στον εκμισθωτή και ο τελευταίος το παραλαμβάνει με σκοπό τη λύση της μισθώσεως, για την απόδειξη δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται έγγραφο. Κατάρτιση τέτοιας συμφωνίας, η οποία μπορεί να είναι και σιωπηρή, ενέχει η εκούσια παράδοση από τον μισθωτή των κλειδιών του μισθίου στον εκμισθωτή και η εκ μέρους αυτού παραλαβή τους (ΑΠ 2162/2013, ΝοΒ 2014/1128 = Ε7 2014/1282, ΜονΕφΑιγ. 8/2021, ΜονΕφΠειρ. 109/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η λύση της μίσθωσης δεν αποκλείεται έστω και αν η παράδοση των κλειδιών του μισθίου γίνει με δικαστικό επιμελητή, αρκεί η παραλαβή τους από τον εκμισθωτή να γίνει ανεπιφύλακτα, αφού και τότε στοιχειοθετείται το πραγματικό άτυπης αντισυμφωνίας (πρβλ ΕφΘεσ. 1509/2003, Αρμ. 2005/1589). Ο δε ισχυρισμός του μισθωτή ότι η μίσθωση λύθηκε με νεότερη συμφωνία αποτελεί ένσταση καταλυτική της αξιώσεως του εκμισθωτή για καταβολή μισθωμάτων μεταγενέστερων της συμφωνίας (ΑΠ 1086/2001, Δνη 2003/480, ΕφΠατρ. 206/2003, ΑχΝομ 2004/459, Ι. Κατράς, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, 2007, § 112, σελ. 443). Εξάλλου, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της διατάξεως του άρθρου 595 ΑΚ ως προς τον χρόνο καταβολής του μισθώματος ισχύουν καταρχήν οι συμφωνηθείσες προθεσμίες, δηλαδή τα χρονικά διαστήματα που ορίστηκαν με τη σύμβαση. Σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιας συμφωνίας ισχύουν οι τοπικές συναλλακτικές συνήθειες (λ.χ. προκαταβολή κατά μήνα). Αν ελλείπουν και αυτές ή ως προς την ισχύ τους υφίσταται αμφιβολία, τότε ισχύει ο συμπληρωματικός κανόνας του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 595 ΑΚ και το μίσθωμα είναι καταβλητέο κατά την λήξη της μισθώσεως, αν δε η καταβολή του συμφωνήθηκε κατά βραχύτερα διαστήματα, τότε είναι καταβλητέο κατά την λήξη αυτών (ΕφΑθ. 2988/2001, Δνη 2001/1402, Μ. Ραψομανίκης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 595, αρ. 2, σελ. 320, Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον [ερμηνεία κατ’ άρθρον], Ειδικόν Μέρος, τόμος Α΄, 1955, άρθρο 595, § 2, σελ. 267).

IV. Το Δικαστήριο επανεκτιμά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα …………., αδελφού του ενάγοντος της Β΄ αγωγής, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, όπως και το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με τις υπ’ αριθμ. …/17.1.2022 και …/1.2.2022 δύο [2] ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις τρίτων και, συγκεκριμένα, των ……….. και ………., αντίστοιχα, υιών του ενάγοντος της Α΄ αγωγής – μισθωτή, που ελήφθησαν με πρωτοβουλία του πατέρα τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη των ισχυρισμών του σε άλλη δίκη, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (ΟλΑΠ 8/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στις 6.11.2019 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο ενάγων της Β΄ αγωγής εκμίσθωσε στον ενάγοντα της Α΄ αγωγής το υπό στοιχεία ΣΤ1 διαμέρισμα του έκτου ορόφου, επιφανείας εκατόν δεκαέξι τετραγωνικών μέτρων (116 τ.μ.), προκειμένου ο μισθωτής να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία, μαζί με την υπό στοιχεία Π11 κλειστή θέση στάθμευσης υπογείου, επιφανείας δέκα τετραγωνικών μέτρων και δεκατριών τετραγωνικών εκατοστών (10,13 τ.μ.), που βρίσκονται σε πολυώροφη οικοδομή ανεγερθείσα επί της οδού ………….. στον Πειραιά και ανήκουν στην ιδιοκτησία του εκμισθωτή. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης υπογράφηκε το από 6.11.2019 έγγραφο «συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου», στο οποίο προβλέφθηκε ότι «οι επιμέρους λεπτομέρειες της μίσθωσης θα προσδιοριστούν στο μισθωτήριο συμβόλαιο», τέτοιο όμως έγγραφο δεν συντάχθηκε ποτέ, αφού κανείς διάδικος δεν επικαλείται κατάρτισή του ούτε το προσκομίζει. Στο συνοπτικό ως άνω συμφωνητικό ορίστηκε ειδικότερα, πρώτον, ότι η μίσθωση θα έχει ετήσια διάρκεια, θα αρχίσει την 1η.1.2020, θα ισχύσει μέχρι την 31η.12.2020 και μετά τη λήξη της τα μέρη θα «συζητήσουν για τη συνέχιση ή μη της μίσθωσης. Αν η μίσθωση συνεχιστεί τότε προβλέπεται αύξηση του μισθώματος κατά 8%», δεύτερον, ότι το συνολικό μίσθωμα συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων ευρώ (1.300 €) σε μηνιαία βάση και των δεκαπέντε χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (15.600 €) ετησίως (12 μήνες Χ 1.300 €) και ότι θα προκαταβληθεί στις 20.12.2019 εν μέρει, κατά το ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (4.800 €), με καταβολή σε τραπεζικό λογαριασμό του εκμισθωτή υποδεικνυόμενο από αυτόν και εν μέρει, κατά το υπόλοιπο ποσόν [των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (10.800 €)], τοις μετρητοίς, τρίτον, ότι «ο μισθωτής θα παραλάβει το ακίνητο την 01/12/2019 προς εγκατάστασή του» και ότι «Την 30/11/2019 θα καταβάλει το μίσθωμα του Δεκεμβρίου 2019» και, τέταρτον, ότι έναντι του συνολικού μισθώματος ο μισθωτής κατέβαλε κατά την υπογραφή του εν λόγω συμφωνητικού «ως εγγύηση μισθωμάτων» το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2.600 €). Το ποσό της εγγυοδοσίας όπως και το (πρόσθετο) μίσθωμα του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2019 δεν αμφισβητείται ότι καταβλήθηκαν στον εκμισθωτή, όπως δεν αμφισβητείται ότι στο μισθωτή παραδόθηκε ελεύθερη η χρήση του μισθίου, στο οποίο αυτός εγκαταστάθηκε. Όμως, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης οι σχέσεις τους διερράγησαν για λόγους που δεν ενδιαφέρουν την παρούσα αντιδικία, με αποτέλεσμα ο μισθωτής να κοινοποιήσει στις 3.12.2020 στον εκμισθωτή εξώδικη διαμαρτυρία του – δήλωση και πρόσκληση, με την οποία τον καλούσε να προσέλθει οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος από 23.12.2020 έως 29.12.2020 στο γραφείο των τότε πληρεξούσιων δικηγόρων του, προκειμένου να παραλάβει τα κλειδιά του μισθίου, ώστε να λυθεί η μεταξύ τους σύμβαση με τη συμπλήρωση ενός [1] έτους από την συμβατική έναρξη της μίσθωσης (βλ. την με αριθμό ……./3.12.2020 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, στην οποία βεβαιώνεται ότι η εξώδικη πρόσκληση παραδόθηκε στον ………., ενήλικο υιό και σύνοικο του εκμισθωτή). Πάντως, ο τελευταίος δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή, με αποτέλεσμα ο μισθωτής να του κοινοποιήσει εκ νέου στις 12.1.2021 νέα (την από 8.1.2021) εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση – παράδοση κλειδιών, με την οποία αποσκοπούσε να του παραδώσει τα κλειδιά του μισθίου, όπως και το τηλεχειριστήριο της θύρας της μισθωμένης κλειστής υπόγειας θέσης στάθμευσης. Η παράδοσή τους συντελέστηκε πράγματι από τον δικαστικό επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . …., ο οποίος συνέταξε σχετικώς τη με αριθμό ……/12.1.2021 έκθεση επιδόσεως, στην οποία πιστοποιείται ότι ανηύρε στην επί της οδού ………, στον Πειραιά, κατοικία του τον ίδιο τον εκμισθωτή και του προσέφερε «τα ανωτέρω περιγραφόμενα κλειδιά, τα οποία παρέλαβε και υπέγραψε την παρούσα έκθεση», χωρίς να διατυπώσει οποιαδήποτε αντίρρηση ή επιφύλαξη. Άλλωστε, η πρόθεση του εκμισθωτή να αποδεχθεί την πρόταση του μισθωτή για τη λύση της μεταξύ τους συμβάσεως επιβεβαιώνεται και από την εκ μέρους του ανάρτηση δύο [2] αγγελιών ενοικίασης του μισθίου στην ιστοσελίδα www.xe.gr στο Διαδίκτυο, οι οποίες δεν αμφισβητείται ότι έλαβαν χώρα στις 16.12.2020 και στις 21.12.2020. Το γεγονός ότι ο εκμισθωτής αναζητούσε νέο μισθωτή καταδεικνύει ότι είχε συγκατατεθεί στη λύση της ένδικης μίσθωσης, την επέλευση της οποίας γνώριζε ήδη από τις 3.12.2020. Επιπλέον, το γεγονός ότι στις αναρτήσεις γίνεται λόγος για άμεση «υπόδειξη» του ακινήτου [προδήλως εννοείται επίδειξη του μισθίου] υποδηλώνει με σαφήνεια ότι ο εκμισθωτής είχε τη δυνατότητα εισόδου στο μίσθιο και σε χρόνο προγενέστερο της παραλαβής των κλειδιών του μισθωτή, επειδή διατηρούσε άλλα δεύτερα κλειδιά, όπως και ο μισθωτής επισήμανε στην από 8.1.2021 ως άνω εξώδικη πρόσκλησή του. Αντίθετο συμπέρασμα δεν επιτρέπει η μεταγενέστερη επίδοση στον μισθωτή (στις 9.3.2021) της από 26.2.2021 εξώδικης απάντησης – διαμαρτυρίας – πρόσκλησης και δήλωσης με επιφύλαξη δικαιωμάτων του εκμισθωτή. Και τούτο διότι με αυτήν ο εκμισθωτής αποσκοπούσε σε απάντηση όχι της από 12.1.2021 εξώδικης πρόσκλησης που προαναφέρθηκε, με την επίδοση της οποίας συντελέστηκε η παράδοση των κλειδιών του μισθίου αλλά της από 4.2.2021 νέας εξώδικης διαμαρτυρίας – πρόσκλησης – δήλωσης του μισθωτή, με την οποία ο εξωδίκως ενεργών καλούσε τον εκμισθωτή, αφενός, να του επιστρέψει το ποσόν της καταβληθείσας κατά την υπογραφή του μισθωτήριου συμφωνητικού εγγυοδοσίας και, αφετέρου, να του αποδώσει το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων ευρώ (11.000 €), το οποίο ισχυρίστηκε ότι είχε καταβάλει στον εκμισθωτή για αγορά επίπλων για το μίσθιο, ζήτημα που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, καθώς έχει τεθεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, όπου ασκήθηκαν αντίθετες αγωγές των και εδώ αντιδίκων. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η ένδικη σύμβαση μίσθωσης κατοικίας λύθηκε στις 12.1.2021 με αντίθετη σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων και, συγκεκριμένα, με την ανεπιφύλακτη παραλαβή των κλειδιών των μίσθιων από τον εκμισθωτή τους, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως. Η λύση της μίσθωσης κατά την ως άνω ημεροχρονολογία είχε δύο [2] έννομες συνέπειες. Καταρχάς, την ανυπαρξία συμβατικής αξίωσης του εκμισθωτή για τα μισθώματα των μηνών πέραν του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2021, κατά τους οποίους ο μισθωτής δεν είχε πλέον τη χρήση του μισθίου κατά τη βούλησή του μεν αλλά και κατόπιν συμφωνίας του εκμισθωτή, με αποτέλεσμα ο δεύτερος λόγος της Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών εκμισθωτής επικαλείται ότι ο αντίδικός του αποχώρησε πρόωρα από το μίσθιο και μάλιστα χωρίς τη συγκατάθεσή του, να είναι αβάσιμος και απορριπτέος και, επιπλέον, την οφειλή ενός [1] ακόμα μισθώματος πέραν των όσων είχαν ήδη προκαταβληθεί και, συγκεκριμένα, του αντιστοιχούντος στον τελευταίο μήνα (Ιανουάριο 2021), κατά την πρώτη ημέρα του οποίου, οπότε και έπρεπε να το καταβάλει, ο μισθωτής διατηρούσε ακόμη τη δυνατότητα να κάνει χρήση του μισθίου, με αποτέλεσμα ως προς το μίσθωμα αυτό να μη συντρέχει νόμιμος λόγος απαλλαγής του, όπως αβασίμως ο μισθωτής υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσής του. Είναι, βέβαια, γεγονός ότι στο από 6.11.2019 συμφωνητικό μισθώσεως δεν καθορίστηκε δήλη ημέρα καταβολής του μηνιαίου μισθώματος, αφού τέτοια ανάγκη δεν ανέκυψε, καθώς το συνολικό ετήσιο μίσθωμα προκαταβλήθηκε. Ακόμα όμως και αυτός ο συμβατικός όρος, περί προκαταβολής του [ετήσιου] μισθώματος, φανερώνει ότι κοινή των διαδίκων βούληση ήταν η καταβολή του μισθώματος να προηγείται της συμφωνημένης περιόδου χρήσης του μισθίου από το μισθωτή. Το ίδιο, άλλωστε, ίσχυσε και όσον αφορά το πρώτο μίσθωμα (του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2019), το οποίο καταβλήθηκε και αυτό πριν την παράδοση του μισθίου στο μισθωτή και όχι κατά το πέρας της (πρώτης) μηνιαίας μισθωτικής περιόδου. Ομοίως αβάσιμος είναι και ο ειδικότερος (επικουρικός) ισχυρισμός του εκκαλούντος μισθωτή, με τον οποίο προβάλλει ότι σε κάθε περίπτωση ως οφειλόμενο έπρεπε να θεωρηθεί μόνον το μέρος του μηνιαίου μισθώματος που αντιστοιχούσε στις δώδεκα [12] ημέρες του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2021, που παρήλθαν μέχρι την εκ μέρους του παράδοση των κλειδιών του μισθίου στον εκμισθωτή και το οποίο ανερχόταν σε πεντακόσια δεκαεννέα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (1.300 € ÷ 30 ημέρες Χ 12 ημέρες = 519,96 €) και τούτο διότι με το ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως ως μισθωτική περίοδος ορίστηκε ο μήνας (και όχι μικρότερο αυτού σε διάρκεια χρονικό διάστημα), ανεξαρτήτως της προκαταβολής του μισθώματος που αντιστοιχούσε στη συνολική συμβατική διάρκεια της μίσθωσης.

V. Εξάλλου, το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο μισθωτής στον εκμισθωτή κατά την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης ως «εγγύηση», που αποτελεί στην πραγματικότητα εγγυοδοσία, διέπεται ως προς τη λειτουργία του και, ιδίως, την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων στα πλαίσια της αρχής της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ, βλ. και ΑΠ 496/2003, Δνη 2003/1339), είναι δε δυνατό να δοθεί για εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημίας από μη εκπλήρωση της σύμβασης κλπ), είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία (ΑΠ 394/2007, Δνη 2008/1059). Μετά τη λήξη της μίσθωσης η δοθείσα εγγύηση επιστρέφεται, εφόσον ο εκμισθωτής δεν έχει κάποια από τις αναφερθείσες απαιτήσεις κατά του μισθωτή (ΑΠ 836/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή δεν συντρέχει λόγος καταπτώσεώς της, όπως συμβαίνει όταν αυτή έχει συμφωνηθεί να λειτουργεί ως ποινική ρήτρα για παραβίαση συμβατικού όρου (ΕφΑθ. 769/2010, ΕΔΠ 2011/164). Πάντως, συνήθως το εν λόγω χρηματικό ποσόν δίδεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί, ειδικότερα, προκαταβολή του (ενδεχόμενου) οφειλέτη – μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σ’ αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας (ΑΠ 161/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 236/2010, Αρμ. 2010/1814, ΑΠ 1473/2004, Δνη 2005/813), ακόμα και αν οι απαιτήσεις του εκμισθωτή αντιστοιχούν σε οφειλόμενα ληξιπρόθεσμα μισθώματα (ΕφΑθ. 2199/2011, Δνη 2012/833, ΕφΑθ. 6017/2000, Δνη 2001/221, Στ. Ματθίας, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 463/1994, σε Δνη 1995/825).

Όπως προαναφέρθηκε, εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι στις 6.11.2019 συμφώνησαν ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού των δύο χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (2.600 €) από το μισθωτή στον εκμισθωτή έλαβε χώρα «ως εγγύηση μισθωμάτων», χωρίς καμία αναφορά στο ενδεχόμενο παρακρατήσεώς του από τον εκμισθωτή σε περίπτωση μη προσήκουσας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του μισθωτή και, συγκεκριμένα, σε περίπτωση πρόωρης (πριν τη συμπλήρωση της νόμιμης διάρκειας της σύμβασης) αποχώρησής του από το μίσθιο. Ούτε άλλωστε τέτοιο περιεχόμενο, που θα του προσέδιδε το χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, θα μπορούσε να έχει ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος, δεδομένου ότι ρητώς τα μέρη προσδιόρισαν από κοινού τη χρονική διάρκεια της μίσθωσης σε ένα [1] μόνον έτος και όρισαν ότι η «συνέχισή της» θα προϋπέθετε νέα συμφωνία τους. Επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της Α΄ έφεσης, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος.

VI. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 574, 595 και 597 ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 4 και 5 του Ν. 3741/1929 «Περί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», τα οποία ρυθμίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συνιδιοκτητών, συνάγεται ότι ως μίσθωμα, η καθυστέρηση καταβολής της οποίας ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυστέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινοχρήστων δαπανών της διεπόμενης από τις περί οροφοκτησίας διατάξεις οικοδομής όπου βρίσκεται το μίσθιο, οι οποίες βαρύνουν αυτό και, συνεπώς, το μισθωτή, μόνον εφόσον αυτός έχει με τη μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996, Δνη 1997/108 = ΕΕΝ 1998/142, ΑΠ 293/1989, Δνη 1990/348 = ΕΔΠ 1989/213 = ΕΕΝ 1990/70, ΑΠ 979/1988, ΑρχΝ 1989/603 = ΕΕΝ 1989/513, ΜονΕφΠειρ. 392/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 8882/2006, Δνη 2008/283 = ΕΔΠ 2007/170, ΕφΑθ. 8813/2002, Δνη 45/1502, ΕφΑθ. 1066/1995, ΕΔΠ 1997/348, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, § 7, σελ. 83, πρβλ ΕφΑθ. 172/1996, Δνη 1997/685, ΕφΑθ. 8813/2002, Δνη 2004/1502), ενώ το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τα τέλη καταναλώσεως ύδατος και ηλεκτρικού ρεύματος (ΑΠ 1133/1995, Δνη 1996/1586), τα τέλη αποχέτευσης (ΑΠ 859/1982, ΝοΒ 1983/816) και κάθε άλλο τέλος, εφόσον συμφωνήθηκε να βαρύνει το μισθωτή (ΑΠ 1708/1991, Δνη 1993). Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής διώκει την καταβολή της φερόμενης ως οφειλόμενης από το μισθωτή αναλογίας των κοινοχρήστων δαπανών ή των τελών κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, πρέπει στο δικόγραφό της να εκτίθεται η εκ μέρους αυτού του τελευταίου ανάληψη και αυτής της υποχρεώσεως με τη μισθωτική σύμβαση ή η με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο επιβάρυνση αυτού με την αντίστοιχη οφειλή (ΜονΕφΠειρ. 126/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με την Β΄ αγωγή ζητήθηκε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος μισθωτής στην καταβολή χρηματικών ποσών τετρακοσίων δεκαεννέα ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (419,29 €) και εκατόν εβδομήντα έξι ευρώ (176 €), που αντιστοιχούσαν στην αναλογία των κοινοχρήστων δαπανών και στην δαπάνη κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος του μισθίου για τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, χωρίς, όμως, να εκτίθεται ταυτόχρονα και η ανάληψη από αυτόν της σχετικής υποχρέωσης με τη σύμβαση της μίσθωσης. Επομένως, ως προς τα κονδύλια αυτά η Β΄ αγωγή ήταν αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη. Παρά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μόνον το κονδύλιο που αφορούσε στα τέλη ρευματοδότησης του μίσθιου απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, συνιστάμενης μάλιστα στην έλλειψη αναφοράς στο αγωγικό δικόγραφο όχι της συμβατικής ανάληψης της υποχρέωσης από το μισθωτή αλλά του ότι η δαπάνη αυτή είχε κατά την άσκηση της αγωγής εξοφληθεί από τον ενάγοντα εκμισθωτή, ενώ το έτερο απαράδεκτο κονδύλιο (της αναλογίας του μισθίου στις κοινόχρηστες δαπάνες της οικοδομής, για την οποία εκτέθηκε ότι είχε υπαχθεί στις περί της κατ’ ορόφους συνιδιοκτησίας ειδικές διατάξεις του Ν. 3741/1929) θεώρησε όχι μόνον ορισμένο αλλά και βάσιμο, μολονότι στην επίδικη μισθωτική σύμβαση, το περιεχόμενο της οποίας διαπίστωσε κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, δεν περιλαμβανόταν σχετικός όρος. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ορθή παρίσταται μόνον η απόρριψη του περί της δαπάνης κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος κονδυλίου της Β΄ αγωγής και τούτο μόνον κατ’ αποτέλεσμα. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η απορριπτική αιτιολογία της εκκαλουμένης από αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), θα απορριφθεί ο πρώτος λόγος της Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών εκμισθωτής παραπονείται σχετικώς, ως αβάσιμος. Αντιθέτως, βάσιμος κρίνεται ο δεύτερος λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών μισθωτής αιτιάται την εκκαλουμένη για τον κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου συμψηφισμό του ποσού της αναλογίας των κοινοχρήστων δαπανών του μισθίου στο ποσό της αποδοτέας εγγυοδοσίας, στον οποίο προέβη απορρίπτοντας τον αμυντικό ισχυρισμό που είχε προβάλλει πρωτοδίκως περί αοριστίας του επίμαχου κονδυλίου. Κατά παραδοχή, επομένως, του λόγου αυτού πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της, προκειμένου από το ποσόν της αποδοτέας στον ενάγοντα της Α΄ αγωγής εγγυοδοσίας (2.600 €) να αφαιρεθεί μόνον το ποσόν των χιλίων τριακοσίων ευρώ (1.300 €), που αντιστοιχεί στο οφειλόμενο από τον ίδιο (μισθωτή) ως άνω μίσθωμα (του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2021), κατ’ αποδοχή της σχετικής ένστασης συμψηφισμού που προέβαλε πρωτοδίκως ο εναγόμενος εκμισθωτής, ο οποίος, συνεπώς, πρέπει να υποχρεωθεί στην καταβολή προς τον αντίδικό του χρηματικού ποσού χιλίων τριακοσίων ευρώ (1.300 €), με το νόμιμο τόκο από της επομένη της εξώδικης οχλήσεως του δανειστή (που έλαβε χώρα στις 4.2.2021), όπως κρίθηκε πρωτοδίκως, χωρίς η διάταξη αυτή της εκκαλουμένης να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό. Για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160), η εκκαλουμένη θα εξαφανιστεί στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη ανατραπέν μέρος της, συμπεριλαμβανομένης και της διατάξεώς της περί επιβολής δικαστικών εξόδων, με αποτέλεσμα να παρέλκει πλέον η έρευνα του τρίτου λόγου της Β΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 189 § 2 ΚΠολΔ μη επιδίκαση υπέρ αυτού πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων μετά την απόρριψη της εναντίον του στραφείσας Β΄ αγωγής, για τα οποία και, συγκεκριμένα, για την αξία του γραμματίου προεισπράξεως της αμοιβής του πληρεξουσίου του δικηγόρου για την κατάθεση προτάσεων και την παράστασή του, κρίθηκε ότι δεν ανέκυπτε υποχρέωση του ενάγοντος, επειδή έγιναν από υπερβολική πρόνοια.

VII. Μετά την απόρριψη της Α΄ έφεσης, με την οποία δεν προβάλλεται έτερος λόγος προς έρευνα, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), ενώ μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά παραδοχή της Β΄ έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα. Ακολούθως, πρέπει οι αγωγές να κρατηθούν προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο και, ακολούθως, να απορριφθεί η από 23.11.2021 Β΄ αγωγή στο σύνολό της και να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή η από 24.9.2021 Α΄ αγωγή, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος της Α΄ και εναγομένου της Β΄ αγωγής σε βάρος του αντιδίκου του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικώς.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την Α΄ έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο

Δέχεται την Β΄ έφεση εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει τις από 24.9.2021 και 23.11.2021 αγωγές.

Απορρίπτει την από 23.11.2021 αγωγή στο σύνολό της.

Δέχεται την από 24.9.2021 αγωγή κατά ένα μέρος.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο ……. να καταβάλει στον ενάγοντα …….. το χρηματικό ποσόν των χιλίων τριακοσίων ευρώ (1.300 €), με το νόμιμο τόκο από την 5η.2.2021 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου αυτού μέρος των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε επτακόσια ευρώ (700 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ