Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 10/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός   10/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1] ………., 2] ……. και 3] …………, οι οποίες στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν όλες από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Μαζαράκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………. την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θωμάς Σταμόπουλος, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α] οι  εκκαλούσες την από 6.5.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../17.12.2020 αγωγή τους [Α΄ αγωγή] και β) η εφεσίβλητη την από 1.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2.6.2021 αγωγή της [Β΄ αγωγή], επί των οποίων εκδόθηκε, μετά από συνεκδίκασή τους, η με αριθμό 913/2022 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι αγωγές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγουσες της Α΄ και εναγόμενες της Β΄ αγωγής με την από 20.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.7.2022 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενώπιον του οποίου κατήχθησαν εκατέρωθεν αξιώσεις συνιδιοκτητριών από τη σχέση της οροφοκτησίας, συνεκδικάστηκαν κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 § 2 ΚΠολΔ και κατ’ αντιμωλία των διαδίκων α] η από 6.5.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../17.12.2020 αγωγή των εκκαλουσών (Α΄ αγωγή) και β] η από 1.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./2.6.2021 αντίθετη αγωγή της εφεσίβλητης (Β΄ αγωγή) και εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 913/23.3.2022 οριστική απόφαση του, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι αγωγές. Η απόφαση αυτή πλήττεται ήδη με την ένδικη από 20.7.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …/21.7.2022 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./27.7.2022 έφεση των εναγουσών της από 6.5.2020 αγωγής, που ηττήθηκαν εν μέρει πρωτοδίκως. Η έφεση αυτή, που συνοδεύεται από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό  ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την συνημμένη σ’ αυτό βεβαίωση επιτυχούς καταχωρήσεως συναλλαγής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ALPHA BANK AE»), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 στοιχ. β΄, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ. Εφόσον, επομένως, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, όπως και πρωτοδίκως, ειδική διαδικασία.

ΙΙ. Με τις αγωγές τους οι διάδικες, συγγενείς εξ αίματος (μητέρα και θυγατέρες) και κυρίες των περιγραφόμενων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) πολυώροφης οικοδομής, που κείται στην ………… στον ……….. Πειραιώς και διέπεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την οριζόντια κατ’ ορόφους ιδιοκτησία, καθώς και από το συνταχθέντα κανονισμό της, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, αναφέρθηκαν στις ενέργειες (πράξεις και παραλείψεις), στις οποίες κατά παράβαση του νόμου και του κανονισμού έχουν προβεί οι αντίδικες εκάστης ενάγουσας πλευράς διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία της συνιδιοκτησιακής σχέσης, την αποκατάσταση της οποίας υποστήριξαν ότι επιδιώκουν. Συγκεκριμένα, οι ενάγουσες της Α΄ αγωγής και ήδη εκκαλούσες επικαλέστηκαν ότι η εναγόμενη (θυγατέρα της πρώτης και αδελφή των λοιπών) έχει επέμβει στο κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου και στον ακάλυπτο χώρο της πυλωτής της οικοδομής, στον οποίο έχει εναποθέσει τα αναφερόμενα άχρηστα αντικείμενα, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του, του οποίου κάνει σχεδόν αποκλειστική χρήση, ενώ παράλληλα αρνείται να συμμετάσχει στις κοινόχρηστες δαπάνες της κοινής πολυκατοικίας, ενώ η ενάγουσα της Β΄ αγωγής υποστηρίζει ότι οι αντίδικές της την έχουν αποστερήσει παντελώς από τη χρήση του ανελκυστήρα και του δώματος της οικοδομής, ότι διατηρούν στα διαμερίσματά τους ζώα συντροφιάς (σκύλους και γάτες), τα οποία αυλίζουν στους ακάλυπτους κοινόχρηστους χώρους του ισογείου προκαλώντας έντονη δυσοσμία, ότι στη δεξιά πλευρά της κοινόχρηστης πυλωτής και στον ακάλυπτο χώρο του ισογείου έχουν εναποθέσει διάφορα αντικείμενα, αποκλείοντάς την από τη σύγχρησή τους, καθώς και ότι σε χώρο που η ίδια έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης έχουν σταθμεύσει μόνιμα ένα [1] αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες κυκλοφορίας, καθιστώντας έτσι αδύνατη την χρήση του από αυτήν (ενάγουσα). Με βάση τα περιστατικά αυτά ζήτησαν Α] οι μεν ενάγουσες της Α΄ αγωγής: α1] να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη κατέλαβε αυθαιρέτως σχεδόν ολόκληρο τον ακάλυπτο χώρο της πυλωτής και της κοινόχρηστης κλίμακας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ορόφου, α2] να υποχρεωθεί να τους αποδώσει ελεύθερους, αφαιρώντας ειδικότερα το σωλήνα του απορροφητήρα και τις απολήξεις καλωδίων κεντρικής θέρμανσης από το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο, α3] να υποχρεωθεί να καταβάλει σε καθεμία ενάγουσα και ως αποζημίωσή της για την αποθετική ζημία που υπέστη από την αυθαίρετη κατάληψη του κοινόχρηστου χώρου της πυλωτής το χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), που ισούται με την, ανερχόμενη σε διακόσια ευρώ (200 €) ανά μήνα, μισθωτική αξία της συγκεκριμένης επιφάνειας, εμβαδού άνω των είκοσι τετραγωνικών μέτρων (20 τ.μ.), της οποίας οι ενάγουσες στερήθηκαν από το έτος 2015 και εφεξής τη σύγχρηση, μολονότι κατά τον κανονισμό της πολυκατοικίας «πρέπει να είναι πάντοτε ελεύθερη», α4] να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απειλή χρηματικής σε βάρος της ποινής ύψους χιλίων ευρώ (1.000 €) για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως, να παραλείπει στο μέλλον οποιαδήποτε παρακωλυτική ή αναιρετική της κοινής χρήσης της πυλωτής και του κλιμακοστασίου ενέργεια και α5] να καταβάλει στην τρίτη ενάγουσα, που τυγχάνει διαχειρίστρια της πολυκατοικίας με απόφαση της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, πεντακόσια ενενήντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτά (597,30 €), που αντιστοιχούν στο ποσοστό συμμετοχής της στην οφειλή της οικοδομής για ληξιπρόθεσμα τέλη ηλεκτροδότησης, πλέον εκατόν πενήντα εννέα ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (159,75 €) που αντιστοιχούν στη συμμετοχή της στις δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος για το χρονικό διάστημα των πρώτων δέκα [10] μηνών του έτους 2020 και συντήρησης του ανελκυστήρα για το ίδιο έτος [2020] και εκατό ευρώ (100 €), που αντιστοιχούν στη συμμετοχή της στο αποθεματικό κεφάλαιο της συνιδιοκτησίας, Β] η δε ενάγουσα της Β΄ αγωγής να υποχρεωθούν οι αντίδικές της: β1] να επιτρέπουν στην ίδια και τα τέκνα της να χρησιμοποιούν ακώλυτα τον κοινόχρηστο ανελκυστήρα και το δώμα (ταράτσα) της οικοδομής, β2] να διατηρούν η δεύτερη και η τρίτη από αυτές από ένα [1] μόνο σκύλο και από μία [1] μόνο γάτα εντός των διαμερισμάτων τους και να μην αυλίζουν τα κατοικίδιά τους στους ακάλυπτους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, β3] να απομακρύνουν τα αντικείμενα που έχουν τοποθετήσει στην πυλωτή και στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου β4] να απομακρύνουν το όχημα που σταθμεύουν μόνιμα στον χώρο της αποκλειστικής της χρήσης στην πυλωτή και να υποχρεωθούν να μην τον χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο στο μέλλον, δι’ απαγγελίας προσωπικής κρατήσεώς τους ετήσιας διάρκειας και απειλής χρηματικής ποινής ύψους τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) για κάθε παραβίαση της εκδοθησομένης αποφάσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε το υπό στοιχ. α1 ανωτέρω αίτημα προδικαστικό των λοιπών καταψηφιστικών αιτημάτων της Α΄ αγωγής και το απέρριψε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο αυτοτελώς, ενώ, ακολούθως, αποδίκασε τα υπό στοιχ. α3 και α5 ανωτέρω αιτήματα της ίδιας αγωγής, το μεν πρώτο ως αόριστο, επειδή δεν προσδιορίστηκε με βάση συγκεκριμένα συγκριτικά στοιχεία η τρέχουσα μισθωτική αξία των καταληφθέντων από την εναγόμενη χώρων, προκειμένου να υπολογιστεί το διαφυγόν κέρδος των εναγουσών, που συνίσταται, όπως εκτιμήθηκε, στο μέσο μίσθωμα που θα εισέπρατταν από τη μίσθωσή τους σε τρίτους και το δεύτερο ως νομικά αβάσιμο, επειδή η τρίτη ενάγουσα είχε εναγάγει για την καταβολή των κοινοχρήστων δαπανών ατομικά και όχι με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της συνιδιοκτησίας, όπως, κατά την εκκαλουμένη, προέκυπτε από το εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της Α΄ αγωγής και από τα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεώς της. Κατά τα λοιπά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την Α΄ αγωγή ορισμένη και νόμιμη, όπως και τη Β΄ αγωγή στο σύνολό της και στη συνέχεια προέβη σε αξιολόγηση των αποδείξεων, με βάση τις οποίες διαπίστωσε, πρώτον, ότι ήδη από το έτος 1989 είχε, με μεταγενέστερη της σύστασης της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη, παραχωρηθεί μεν μία [1] θέση στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο του ισογείου της οικοδομής, χωρίς όμως να προβλεφθεί η αποκλειστική χρήση της από κανέναν συνιδιοκτήτη ούτε να τροποποιηθεί η πράξη σύστασης των οριζόντιων ιδιοκτησιών ή ο από το έτος 1988 υφιστάμενος κανονισμός της πολυκατοικίας, δεύτερον, ότι από το έτος 2013 είχε αποδοθεί στην ενάγουσα της Β΄ αγωγής ελεύθερη η χρήση του δώματος της οικοδομής και, τρίτον, ότι από το θέρος του 2021 είχε απομακρυνθεί το όχημα που στάθμευε στην πυλωτή της πολυκατοικίας στο χώρο της φερόμενης αποκλειστικής χρήσης της ιδίας ενάγουσας. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές απέρριψε ως άνευ πλέον αντικειμένου τα υπό στοιχ. β1 και β5 ανωτέρω αιτήματα κατά τα οικεία σκέλη τους, το δε δεύτερο και στο σύνολό του δηλαδή και κατά το μέρος του με το οποίο ζητήθηκε η καταδίκη των εναγομένων σε μελλοντική παράλειψη. Εν συνεχεία, έκρινε τις αγωγές βάσιμες και, αφού απέρριψε τις εκατέρωθεν υποβληθείσες ενστάσεις περί καταχρηστικής ασκήσεώς τους, υποχρέωσε, αφενός, την εναγόμενη της Α΄ αγωγής να αφαιρέσει από το χώρο της πυλωτής τα αντικείμενα που αναφέρονται στο διατακτικό της εκκαλουμένης, να καλύψει τις ευρισκόμενες στο κλιμακοστάσιο μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου ορόφου απολήξεις (αναμονές) των καλωδίων κεντρικής θέρμανσης που βρίσκονται εντός γλάστρας και να απομακρύνει από το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο τον σωλήνα του απορροφητήρα της ιδιοκτησίας της και, αφετέρου, τις εναγόμενες της Β΄ αγωγής να ανέχονται τη χρήση του ανελκυστήρα από την ενάγουσα και τα τέκνα της, να απομακρύνουν από την πυλωτή και τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής τα αναφερόμενα στο διατακτικό της εκκαλουμένης αντικείμενα και να μην αυλίζουν τα κατοικίδιά τους στους ακάλυπτους  κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, απειλώντας σε βάρος κάθε υποχρεούμενης σε παράλειψη ή ανοχή πράξης εναγόμενης χρηματική ποινή πεντακοσίων ευρώ (500 €) για κάθε παράβαση, απαγγέλοντας επιπλέον, προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγομένων της Β΄ αγωγής διάρκειας ενός [1] μηνός ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης και, συμψηφίζοντας, τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των αντιδίκων λόγω της συγγενικής τους σχέσης. Κατά της κρίσεως αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στρέφονται ήδη οι εκκαλούσες μεμφόμενες την εκκαλουμένη τόσο για τη μερική απόρριψη της δικής τους αγωγής όσον και για τη μερική παραδοχή της αντίθετης αγωγής εναντίον τους και, με την επίκληση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει συνολικά δεκτή η Α΄ αγωγή τους και να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή της αντιδίκου τους.

ΙΙΙ. Κατά τις περί κοινωνίας δικαιώματος διατάξεις των άρθρων 786 και 787 ΑΚ, ο κοινωνός που κάνει αποκλειστική χρήση του κοινού πράγματος υποχρεούται σε αποζημίωση των λοιπών κοινωνών. Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 1113 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζονται και ως προς τους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους οικοδομής που διέπεται από το Ν. 3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ (ΑΠ 1362/2010, Δνη 2011/1044). Επομένως, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης τέτοιου χώρου από έναν από τους συνιδιοκτήτες, παράγεται αξίωση καθενός από τους λοιπούς οροφοκτήτες να απαιτήσουν από το χρήστη μερίδα, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους, από το όφελος, δηλαδή τους καρπούς και γενικότερα τα ωφελήματα, που εκείνος αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της, επιπλέον της ιδανικής του μερίδας, χρήσης του κοινού πράγματος (ΑΠ 4/2022, ΑΠ 852/2019, ΑΠ 802/2017, ΑΠ 767/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 961 και 962 ΑΚ στην έννοια των κατ’ άρθρο 786 καρπών του κοινού πράγματος εντάσσονται τόσον οι φυσικοί ή άμεσοι καρποί όσον και οι πολιτικοί καρποί του αλλά και όλα τα εξ αυτού ωφελήματα, δηλαδή κάθε όφελος το οποίο παρέχει η χρήση του πράγματος (ΜονΕφΑθ. 506/2022, ΜονΕφΠατρ. 383/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΔυτΜακ 71/2020, Αρμ. 2021/767, ΕφΑθ. 238/2006, Δνη 2007/1716). Ειδικότερα, επί αστικού ακινήτου, δηλαδή ακινήτου που από την κατασκευή του είναι προορισμένο να χρησιμοποιείται για κατοικία ή γραφείο ή κατάστημα, το όφελος αυτό συνίσταται στην, κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσης κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 852/2019, ο.π., ΑΠ 802/2017, ο.π., ΑΠ 564/2012, ΝοΒ 2012/1722 = Ε7 2013/251) και προσδιορίζεται με βάση τη μισθωτική αξία του πράγματος, χωρίς να μεταβάλλεται σε αξίωση απόδοσης μισθωμάτων (ΑΠ 2348/2009, ΝοΒ 2010/1979 = ΧρΙΔ 2011/95 = ΕΔΠ 2010/322). Κατά τα λοιπά, ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του, το κοινό πράγμα, είναι, κατ’ αρχήν, αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή, προκειμένου για ακίνητο, διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο ή κατειλημμένο, εφόσον, με τον τρόπο αυτό αποκλείει, στην πράξη, τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί, κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 1199/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 276/2016, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 41/2023, ΜονΕφΑιγ. 121/2021, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, για την κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα του περιεχομένου της σχετικής αγωγής αποζημιώσεως αρκεί στο δικόγραφό της να μνημονεύεται το κοινό ακίνητο, η επ’ αυτού μερίδα του ενάγοντος, η εκ μέρους του εναγομένου αποκλειστική κατά τον επίδικο χρόνο χρήση του κοινού ακινήτου, ως και το κατά τον ίδιο χρόνο όφελος του εναγομένου συνιδιοκτήτη από την αποκλειστική χρήση του κοινόκτητου ή κοινόχρηστου πράγματος, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία, προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου, του εκτός χρήσης κοινωνού (ΑΠ 187/2015, Ε7 2016/1426, ΑΠ 362/2010, ΝοΒ 2010/2255, ΑΠ 1761/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλου στοιχείου η αναφορά και, συγκεκριμένα, συγκριτικών στοιχείων για την εξεύρεση της μισθωτικής αξίας του κοινού ακινήτου, δεν απαιτείται, αφού η αξία αυτή θα προκύψει από τις αποδείξεις (ΑΠ 1465/2006, ΜονΕφΑθ. 1682/2022, ΜονΕφΠειρ. 170/2020, ΜονΕφΠειρ. 771/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και για την εκτίμησή της θα ληφθούν υπόψη οι μισθωτικές συνθήκες της περιοχής όπου βρίσκεται το κοινό ακίνητο, σε συνδυασμό προς τη θέση και την κατάστασή του, εφόσον πρόκειται για οικοδόμημα (ΑΠ 1208/2018, ΧρΙΔ 2019/338, ΜονΕφΠειρ. 50/2021, ΜονΕφΠειρ. 106/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 60/2015, Δικογραφία 2015/408, ΕφΑθ, 6386/2009, Δνη 2010/554). Αίτημα της αγωγής αυτής μπορεί να είναι είτε η ανόρθωση της θετικής ζημίας των συνιδιοκτητών που υποβλήθηκαν σε δαπάνη, προκειμένου να εξασφαλίσουν άλλον χώρο για τη χρήση που άλλως θα μπορούσαν να κάνουν στον κοινόκτητο (λ.χ. προς αποθήκευση αντικειμένων) είτε η αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας που υπέστησαν επειδή στερήθηκαν τη χρήση του κοινόκτητου ή κοινόχρηστου πράγματος, δηλαδή η απόδοση του οφέλους, το οποίο, κατά το ποσοστό της αναγκαίας συγκυριότητάς τους επί του χώρου που κατέλαβε ο εναγόμενος, θα αποκόμιζαν από τη σύγχρησή του κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής χρήσης του από εκείνον και το οποίο (όφελος) προσδιορίζεται από τη μισθωτική αξία του χώρου, αποτελώντας για τους ενάγοντες διαφυγόν κέρδος κατά την έννοια του άρθρου 298 εδαφ. β΄ ΑΚ (ΑΠ 516/2007, Δνη 2007/843 = ΕΔΠ 2007/25, ΑΠ 231/2004, ΑΠ 74/2004, ΜονΕφΑθ. 2687/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 6150/2009, Δνη 2010/562 = ΕΔΠ 2011/131). Προϋπόθεση, όμως, σε κάθε περίπτωση, για τη νομιμότητα του αποζημιωτικού αιτήματος αποτελεί κατά την ίδια διάταξη η δυνατότητα του πράγματος να αποφέρει όφελος από την εκμετάλλευσή του από έναν ή από όλους τους συνιδιοκτήτες κατά τις ειδικές περιστάσεις, δηλαδή ανάλογα τόσον με τον κατά τη φύση του προορισμό του κοινού πράγματος προς εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή εκ μέρους τους χρήση του (ΑΠ 505/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) όσον και με το είδος της επωφελούς (επικερδούς) χρήσης του. Τέτοια δυνατότητα, βέβαια, δεν υφίσταται όταν περιορισμούς και απαγορεύσεις στη χρήση των κοινών πραγμάτων καθιερώνει είτε ο νόμος είτε ο κανονισμός της συνιδιοκτησίας,  ο οποίος έχει ισχύ νόμου (ΑΠ 1471/2003, ΕΔΠ 2004/103) και δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί παρά μόνο με τη συναίνεση όλων των αρχικώς συμβληθέντων ή των μετέπειτα συνιδιοκτητών της οικοδομής (με ομόφωνη απόφαση) και αφού η σχετική συμφωνία τους περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβληθεί σε μεταγραφή (ΑΠ 1655/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 551/2003, Δνη 2004/980 = ΝοΒ 2004/22, ΑΠ 395/1999, Δνη 1999/1568 = ΕΔΠ 1999/119 = ΕΕΝ 2000/506 = ΝοΒ 2000/953, ΜονΕφΑθ. 753/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τους ακάλυπτους χώρους της πυλωτής ή και τους λοιπούς κοινόχρηστους χώρους του οικοπέδου επί του οποίου ανηγέρθη η κοινή οικοδομή, τέτοιον περιορισμό συνιστά η νόμιμη, απορρέουσα από τις διατάξεις των άρθρων 5 και 13 του Ν. 3741/1929, απαγόρευση της παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης τους σε τρίτο, μη συνιδιοκτήτη ή μισθωτή οριζόντιας ιδιοκτησίας της οικοδομής αυτής, δυνάμει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, της μισθώσεως συμπεριλαμβανομένης, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από αυτόν ως χώρος στάθμευσης του οχήματός του (ΑΠ 547/2021, ΑΠ 1252/2011, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 31/2001, Δνη 2001/938 = ΕΔΠ 2002/102, ΑΠ 1604/1997, ΕΔΠ 1998/37, ΤριμΕφΠειρ. 624/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ. 89/2014, Δικογραφία 2014/828, ΕφΑθ. 4821/1998, Δνη 1999/1614, βλ. και ΟλΑΠ 23/2000, Δνη 2001/58 = ΕΔΠ 2000/292 = ΝοΒ 2001/604, ΟλΑΠ 5/1991, ΑρχΝ 1991/726 = Δνη 1991/750 = ΕΔΠ 1991/172 = ΕΕΝ 1992/199 = ΝοΒ 1991/1082). Παρόμοια απαγόρευση είναι δυνατό να θεσπίζει και ο κανονισμός στην περίπτωση κατά την οποία επιβάλλει οι ίδιοι χώροι να παραμένουν πάντοτε ελεύθεροι απαγορεύοντας στους συνιδιοκτήτες την εναπόθεση εκεί κινητών πραγμάτων ή τη χρήση τους ως χώρων στάθμευσης οχημάτων.

Υπό τα δεδομένα αυτά το αίτημα των εναγουσών της Α΄ αγωγής και ήδη εκκαλουσών να τους επιδικαστεί καταψηφιστικώς και ισομερώς το συνολικό χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων ευρώ (9.000 €) προς αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας που υπέστησαν επειδή η αντίδικός τους και ήδη εφεσίβλητη, εναποθέτοντας άχρηστα αντικείμενο σε επιφάνεια είκοσι τετραγωνικών μέτρων (20 τ.μ.) στον ακάλυπτο χώρο της πυλωτής της ένδικης οικοδομής, κατέλαβε τον, κατά τον κανονισμό της κοινόχρηστο, χώρο αυτόν και τις απέκλεισε από τη σύγχρησή του για τους τελευταίους εξήντα [60] μήνες πριν την έγερση της αγωγής τους, στερώντας τες ταυτόχρονα από το όφελος που θα αποκόμιζαν από τη σύγχρηση αυτήν, το οποίο υπολόγισαν με βάση το ποσοστό της συγκυριότητας εκάστης στο κοινόκτητο πράγμα και την, ανερχόμενη σε δέκα ευρώ (10 €) ανά τετραγωνικό μέτρο και σε διακόσια ευρώ (200 €) συνολικά ανά μήνα, μισθωτική αξία του είτε ως χώρου στάθμευσης οχημάτων είτε ως αποθηκευτικού χώρου, δεν είχε νόμιμη βάση. Και τούτο διότι οι συντρέχουσες στην κρινόμενη περίπτωση ειδικές περιστάσεις απέκλειαν τη δυνατότητα προσπορισμού εισοδήματος και επίτευξης κέρδους από τη χρήση του επίμαχου και υπό τα εκτιθέμενα κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου, ώστε η απώλειά του από τις ενάγουσες της Α΄ αγωγής να δύναται να αποζημιωθεί με τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους, καθόσον ειδικότερα η ακάλυπτη επιφάνεια της πυλωτής, την οποία φέρεται ότι κατέλαβε αυθαιρέτως η εναγόμενη δεν μπορούσε ούτε να παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστική χρήση ως χώρος στάθμευσης σε τρίτους, μη συνιδιοκτήτες, λόγω της προαναφερθείσας νόμιμης απαγόρευσης ούτε όμως και να  εκμισθωθεί ως αποθηκευτικός χώρος, ενόψει της εκτιθέμενης στην Α΄ αγωγή ρητής πρόβλεψης του κανονισμού της συνιδιοκτησίας, κατά την οποία όλοι οι κοινόκτητοι και κοινόχρηστοι χώροι της οικοδομής πρέπει να παραμένουν πάντοτε ελεύθεροι. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε το συγκεκριμένο αίτημα όχι ως νομικά αβάσιμο, όπως όφειλε αλλά ως απαράδεκτο λόγω της αοριστίας που ενείχε η έλλειψη αναφοράς συγκεκριμένων συγκριτικών στοιχείων προσδιοριστικών της τρέχουσας μισθωτικής αξίας των καταληφθέντων από την εναγόμενη χώρων, τα οποία θεώρησε ως αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο υπολογισμός του διαφυγόντος κέρδους των εναγουσών, το οποίο εκτίμησε ότι συνίσταται στο μέσο μίσθωμα που θα εισέπρατταν από τη μίσθωσή τους σε τρίτους, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των άρθρων 786, 787 ΑΚ και 216 ΚΠολΔ, αξιώνοντας για την πληρότητά της αγωγής περισσότερα στοιχεία από αυτά που ήταν κατά νόμο αναγκαία για την κατά τρόπο ορισμένο προβολή της απαιτήσεως των εναγουσών. Όμως, το σφάλμα του αυτό δεν μπορεί να διορθωθεί από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επειδή τούτο, δηλαδή η κατά παραδοχή της έφεσης εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το σχετικό κεφάλαιό της και η απόρριψη της αγωγής κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της ως νομικά αβάσιμης, θα οδηγούσε σε επιβλαβέστερο για τις εκκαλούσες αποτέλεσμα, μολονότι η εφεσίβλητη δεν έχει ασκήσει δική της έφεση ή αντέφεση (άρθρο 536 ΚΠολΔ). Πράγματι, η πρωτοβάθμια απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη δεν εξαφανίζεται αν αυτή κριθεί στο εφετείο ότι ήταν παραδεκτή μεν αλλά νομικά αβάσιμη, καθώς στην περίπτωση αυτή η θέση του εκκαλούντος – ενάγοντος επιδεινώνεται (ΑΠ 298/2010, ΝοΒ 2011/979, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 115, αρ. 21, σελ. 287, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 534, αρ. 14, σελ. 344), δεδομένου ότι το παραγόμενο στη δεύτερη περίπτωση δεδικασμένο είναι ευρύτερο από εκείνο που δημιουργείται από την απόρριψη της αγωγής για δικονομικούς λόγους (Σ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379], Σ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2004/265 επομ. [304], Π. Κολοτούρος, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

IV. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 62, 64 § 3 ΚΠολΔ και 4 §§ 1, 2 του Ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι, με την εξαίρεση αντίθετης ρύθμισης στον κανονισμό της, ο διαχειριστής της συνιδιοκτησίας εκπροσωπεί και ενώπιον των δικαστηρίων το σύνολο των συνιδιοκτητών, που αποτελούν ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, για τις υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείρισή της (ΑΠ 853/2001, ΕΔΠ 2002/112 = ΕΔΠ 2003/199, ΜονΕφΘεσ. 70/2013, Δνη 2014/176, ΕφΑθ. 7426/2005, Δνη 2006/176), επομένως δε και στις δίκες για την είσπραξη του ποσού της συμμετοχής κάθε συνιδιοκτήτη στα κοινά βάρη, μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με το άρθρο 5 εδαφ. β΄ και γ΄ του ιδίου Ν. 3741/1929, καταλέγονται οι κοινόχρηστες δαπάνες για τη συντήρηση της κοινής οικοδομής και για τη λειτουργία των κοινοχρήστων εγκαταστάσεων, όπως οι δαπάνες ηλεκτροδότησης και κεντρικής θέρμανσης (ΑΠ 1077/2001, Δνη 2003/484 = ΕΔΠ 2003/12, ΜονΕφΠειρ. 25/2019, ΜονΕφΠειρ. 556/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 7461/2003, Δνη 2004/1704). Από δε το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικόγραφο της αγωγής πρέπει, εκτός άλλων, να περιέχει ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, συνάγεται ότι για την πληρότητα της αγωγής που ασκεί ο διαχειριστής πολυκατοικίας υπαγόμενης στο καθεστώς της οροφοκτησίας κατά συνιδιοκτήτη για την καταβολή των κοινών δαπανών που βαρύνουν τη χωριστή ιδιοκτησία του εναγομένου πρέπει να μνημονεύονται στο δικόγραφό της α) η πράξη συστάσεως της οροφοκτησίας, o κανονισμός των σχέσεων μεταξύ των συνιδιοκτητών της οικοδομής και η μεταγραφή αυτών, β) ότι o ενάγων είναι διαχειριστής της οικοδομής, κατόπιν νόμιμης εκλογής ή διορισμού, γ) o τίτλος κτήσης της κυριότητας του εναγομένου επί της χωριστής ιδιοκτησίας του στην οικοδομή και η μεταγραφή του, δ) οι κοινόχρηστες δαπάνες κατ’ είδος και ποσό μηνιαίως κατά κατηγορίες και ε) τα ποσοστά συμμετοχής της ιδιοκτησίας του εναγομένου σε κάθε κατηγορία των δαπανών αυτών, ως και τα χρηματικά ποσά που του αναλογούν απ’ αυτές κατά μήνα, έτσι ώστε να προκύπτει το συνολικό ποσό του αγωγικού αιτήματος (ΑΠ 1489/1999, Δνη 2000/128 = ΕΔΠ 2000/316 = ΕΕΝ 2001/271, ΕφΑθ. 228/2005, Δνη 2005/579, ΕφΑθ. 5471/2005, Δνη 2006/933, Ι. Κατράς, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, § 288, σελ. 1056).

Με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης οι εκκαλούσες μέμφονται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής τους κατά το αίτημά της να υποχρεωθεί η εναγόμενη, που αρνείται την καταβολή τους, στην πληρωμή του ποσού της συμμετοχής της στις δαπάνες κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και συντήρησης του ανελκυστήρα του κοινού ακινήτου, καθώς και στο αποθεματικό κεφάλαιο της διαχείρισης. Η καταβολή, την οποία ζήτησε η τρίτη ενάγουσα με ρητή αναφορά της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας της συνιδιοκτησίας, νόμιμα εκλεγμένης από έκτακτη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών, που πραγματοποιήθηκε στις 20.9.2019, αφορούσε το ποσό της συμμετοχής της εναγομένης, πρώτον, στη ληξιπρόθεσμη οφειλή προς τη ΔΕΗ για την ηλεκτροδότηση της οικοδομής «όλα αυτά τα έτη», που οδήγησε «πριν ένα έτος και πλέον περίπου» στη διακοπή της και στη μεταφορά στην καθολική υπηρεσία του παρόχου (της ΔΕΗ) του χρέους, που ανέρχεται ήδη σε δύο χιλιάδες τριακόσια ογδόντα εννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (2.389,21 €), δεύτερον, «στους τρέχοντες λογαριασμούς ΔΕΗ», δηλαδή στις οφειλές της συνιδιοκτησίας για την κατανάλωση του κοινόχρηστου ρεύματος για τα πέντε [5] πρώτα δίμηνα του έτους 2020, που ανέρχονταν, αντιστοίχως, σε σαράντα τρία ευρώ (43 €), εξήντα οκτώ ευρώ (68 €), εκατόν σαράντα έξι ευρώ (146 €), ενενήντα επτά ευρώ (97 €) και εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ (175 €), συνολικώς δε σε πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ (529 €), τρίτον, στις δαπάνες της τελευταίας συντήρησης του ανελκυστήρα, ύψους εκατόν δέκα ευρώ (60 € + 50 € = 110 €) και, τέταρτον, στο αποθεματικό κεφάλαιο της συνιδιοκτησίας, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών. Τα επιμέρους ποσά της επίδικης οφειλής της εναγομένης οι ενάγουσες υπολόγισαν ακολούθως με βάση το ποσοστό της συγκυριότητάς της στο κοινό ακίνητο (250 ‰) και τα προσδιόρισαν σε πεντακόσια ενενήντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτά (2.389,21 €/4 = 597,30 €), εκατόν τριάντα δύο ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά (529 €/4 = 132,25 €), είκοσι επτά ευρώ και πενήντα λεπτά (27,50 €) και εκατό ευρώ (100 €) για κάθε αιτία αντίστοιχα. Σε σχέση με το κεφάλαιο αυτό της Α΄ αγωγής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι, «πέραν της προφανούς αοριστίας» του κονδυλίου των πεντακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτών (597,30 €), έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό του ως νομικά αβάσιμο και τούτο διότι η τρίτη ενάγουσα δεν είχε εναγάγει με την ιδιότητα της διαχειρίστριας της συνιδιοκτησίας αλλά ατομικά. Η κρίση αυτή ήταν εν μέρει ορθή και μόνον ως προς την επικουρική αιτιολογία της. Πράγματι, το κονδύλιο της αναλογίας συνεισφοράς της εναγομένης στη ληξιπρόθεσμη οφειλή της συνιδιοκτησίας προς τη ΔΕΗ ήταν κατά τα προαναφερθέντα αόριστο, αφού δεν εξειδικεύθηκε το ποσό του χρέους ανά μήνα ούτε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο έλαβε χώρα η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, από την οποία γεννήθηκαν οι αξιώσεις της ΔΕΗ, εσφαλμένα δε απορρίφθηκε, κατά την κύρια αιτιολογία της εκκαλουμένης, ως νομικά αβάσιμο. Αντιθέτως, τα λοιπά τρία [3] επιμέρους κονδύλια ήταν επαρκώς ορισμένα και συννόμως αναζητήθηκαν από την τρίτη ενάγουσα, νόμιμα, υπό τα εκτιθέμενα, εκλεγμένη διαχειρίστρια και εκπρόσωπο της στερούμενης νομικής προσωπικότητας συνιδιοκτησίας, εσφαλμένα δε απορρίφθηκαν πρωτοδίκως και αυτά ως νομικά αβάσιμα. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή του ερευνώμενου λόγου έφεσης να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το σχετικό κεφάλαιό της, που αφορά στα ανωτέρω τρία [3] αγωγικά κονδύλια και να ερευνηθούν οι αντίστοιχες απαιτήσεις της συνιδιοκτησίας κατ’ ουσίαν. Αντιθέτως, ως προς το κονδύλιο της των πεντακοσίων ενενήντα επτά ευρώ και τριάντα λεπτών (597,30 €) η Α΄ αγωγή πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη εξαιτίας της κατά τα ανωτέρω αοριστίας του, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 23/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, πρώτον, ότι ο αυτεπάγγελτος δευτεροβάθμιος έλεγχος των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης είναι απόρροια του κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεύτερον, ότι δεν εμποδίζεται από το άρθρο 536 του ιδίου Κώδικα, αφού η απορριπτική της αγωγής για τυπικό λόγο απόφαση δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, τρίτον, ότι σε περιπτώσεις, όπως η ένδικη, της απορρίψεως της αγωγής προηγείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164).

V. Με τους επόμενους λόγους της έφεσής τους οι εκκαλούσες πλήττουν τις διατάξεις της εκκαλουμένης, με τις οποίες έγινε εν μέρει δεκτή η εναντίον τους Β΄ αγωγή. Από αυτούς, όμως, οι δύο πρώτοι (υπό στοιχ. Δ1 και Δ2 στο εφετήριο), με τους οποίους επαναφέρεται ο και πρωτοδίκως προβληθείς και ως αβάσιμος απορριφθείς αμυντικός ισχυρισμός τους περί αοριστίας της αγωγής της αντιδίκου τους εξαιτίας της έλλειψης, αντιστοίχως, α] αναφοράς στο δικόγραφό της, αφενός, της διπλής μεταγραφής της συστατικής της οροφοκτησίας της επίδικης οικοδομής και κανονισμού πολυκατοικίας συμβολαιογραφικής πράξης τόσον ως ιδρυτικής της συνιδιοκτησίας πράξης όσον και ως κανονισμού και, αφετέρου, του τόμου και του αύξοντος αριθμού της μεταγραφής και β] προσδιορισμού της συγκεκριμένης εναγόμενης, στην οποία ανήκαν τα αντικείμενα με την εναπόθεση των οποίων στην πυλωτή της οικοδομής προσβλήθηκε το δικαίωμα σύγχρησης της ενάγουσας, είναι απορριπτέοι, ο μεν πρώτος ως απαράδεκτος, ο δε δεύτερος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, ο πρώτος στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι τα στοιχεία που οι εκκαλούσες θεωρούν ότι ελλείπουν από την Β΄ αγωγή περιέχονται στο δικόγραφο της δικής τους Α΄ αγωγής, το οποίο έχει ενσωματωθεί στο δικόγραφο της αγωγής της αντιδίκου τους, απαρτίζοντας ενιαίο σύνολο με τους δικούς της ισχυρισμούς. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή ιδιοκτήτη ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου πολυώροφης οικοδομής, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί ο εναγόμενος συνιδιοκτήτης της ίδιας οικοδομής να μην χρησιμοποιεί αποκλειστικά για τον εαυτό του κοινόχρηστο χώρο, εφόσον με την αποκλειστική αυτή χρήση βλάπτονται τα δικαιώματα χρήσης του ενάγοντος, δεν απαιτείται να γίνεται ειδικότερη περιγραφή της οριζόντιας ιδιοκτησίας εκάστου των διαδίκων ούτε μνεία του μεταβιβαστικού τίτλου και της μεταγραφής του ούτε αναφορά της μεταγραφής της πράξης σύστασης της οροφοκτησίας (ΑΠ 174/2003, Δνη 2004/793 = ΕΔΠ 2005/17, ΑΠ 406/1996, Δνη 1997/52 = ΕΕΝ 1997/614, ΜονΕφΔωδ. 27/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 288/2014, Δικογραφία 2016/216, ΕφΔωδ. 186/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2009/2001, ΕΔΠ 2004/220, ΕφΑθ. 7337/1999, ΕΔΠ 2001/211), πολύ δε περισσότερο του τόμου και του αριθμού της μεταγραφής στο οικείο υποθηκοφυλακείο (ΑΠ 186/1996, Δνη 1996/596 = ΕΔΠ 1996/29, ΕφΑθ. 4604/2011, ΕΔΠ 2012/122, ΕφΑθ. 530/2006, Δνη 2008/284). Ο έτερος ερευνώμενος λόγος της έφεσης είναι αβάσιμος επειδή στο δικόγραφο της Β΄ αγωγής με σαφήνεια αναφέρεται ότι τα κινητά που εναποτέθηκαν στην πυλωτή της οικοδομής ανήκουν στην ιδιοκτησία όλων των εναγόμενων, οι οποίες από κοινού παραβιάζουν τον κανονισμό της πολυκατοικίας, όπως ορθώς κρίθηκε και πρωτοδίκως.

VI. Απορριπτέοι ως απαράδεκτοι τυγχάνουν και οι επόμενοι δύο [2] λόγοι της ένδικης έφεσης (υπό στοιχ. Στ και Ζ), με τους οποίους οι εκκαλούσες αποδίδουν στην εκκαλουμένη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ισχυριζόμενες ειδικότερα, αφενός, ότι τα κινητά πράγματα που υποχρεώνονται με την προσβαλλόμενη απόφαση να απομακρύνουν από τον κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής (μεταλλικά δοχεία, ορθογώνιο πλαστικό επικάλυπτρο, χάρτινα κιβώτια και πλαστικό τελάρο) και από τον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, όπου βρίσκεται ο κήπος της πολυκατοικίας (μεταλλική ραφιέρα) στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν στους χώρους αυτούς και, αφετέρου, ότι τα κατοικίδιά τους, τα οποία το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τους υποχρεώνει να μην αυλίζουν στους ίδιους χώρους, στην πραγματικότητα παραμένουν στα διαμερίσματά τους και δεν αυλίζονται στους ακάλυπτους χώρους της οικοδομής. Το απαράδεκτο εδώ προκαλεί η έλλειψη εννόμου συμφέροντος των εκκαλουσών στην προβολή των λόγων αυτών, αφού αν αληθεύουν τα λεγόμενά τους η εκκαλούμενη απόφαση δεν μπορεί να εκτελεστεί [ούτε και με ενέργειες της αντιδίκου τους κατά το άρθρο 945 ΚΠολΔ (ΜονΕφΑθ. 664/2019, ΝοΒ 2019/1230, ΕφΑθ. 8510/2007, Δνη 2014/792, ΕφΑθ. 8394/2005, Δνη 2006/554, ΕφΑθ. 7978/2001, ΕΔΠ 2003/276), με αποτέλεσμα να μην επαπειλείται βλάβη τους από το διατακτικό της.

VII. Το Δικαστήριο επανεκτιμά τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ενός από κάθε πλευρά και συγκεκριμένα του ………….., υιού της ενάγουσας της Β΄ αγωγής και του ……. ……., υιού της τρίτης ενάγουσας της Α΄ αγωγής, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του, την υπ’ αριθμ. ………./9.2.2021 ένορκη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας βεβαίωσης της …….., θυγατέρας της ιδίας ενάγουσας, που ελήφθη με την επιμέλεια των εναγουσών της Α΄ αγωγής, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους να παραστεί κατ’ αυτήν (βλ. τη με αριθμό ……/4.1.2021 έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρεις του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….., που συντάχθηκε για την επίδοση της αγωγής αυτής, στο δικόγραφο της οποίας ενσωματώθηκε η γνωστοποίηση της λήψης της βεβαίωσης και η κλήση της εναγόμενης), οι οποίες όλες (καταθέσεις και ένορκη βεβαίωση) σταθμίζονται και εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, όπως και το σύνολο των εγγράφων που ο διάδικες επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικες, συγγενείς εξ αίματος, τυγχάνουν κυρίες οριζόντιων ιδιοκτησιών (διαμερισμάτων) της επί της οδού  ………. στον ….. κειμένης τριώροφης πολυκατοικίας, η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις της περί αυτοτελούς κατ’ ορόφους ιδιοκτησίας ειδικής αστικής νομοθεσίας και διέπεται από τους επιμέρους όρους της υπ’ αριθμ. …./19.5.1988 πράξεως περί συστάσεως οροφοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, που έχει συντάξει η Συμβολαιογράφος Πειραιώς …….. και έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς στον τόμο … υπ’ αύξοντα αριθμό εγγραφής …., όπως δεν αμφισβητείται.  Ομοίως δεν αμφισβητείται ότι η ενάγουσα της Β΄ αγωγής ………. είναι κυρία του υπό στοιχεία Β1 διαμερίσματος του δεύτερου πάνω από το ισόγειο ορόφου, το οποίο έχει επιφάνεια εκατόν έξι τετραγωνικά μέτρα και δέκα τετραγωνικά εκατοστά (106,10 τ.μ.), ενώ οι δεύτερη και τρίτη από τις ενάγουσες της Α΄ αγωγής αδελφές της είναι ιδιοκτήτριες των υπόλοιπων οροφοδιαμερισμάτων και, συγκεκριμένα, η μεν ……. είναι ψιλή κυρία του υπό στοιχεία Α1 διαμερίσματος του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, την επικαρπία του οποίου έχει παρακρατήσει η δικαιοπάροχος μητέρα της ………, η δε …… του υπό στοιχεία Γ1 διαμερίσματος του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, τα οποία έχουν επιφάνεια ίση με το εμβαδόν της οριζόντιας ιδιοκτησίας της αντίδικης και αδελφής τους ……… Κατά τη συστατική της οροφοκτησίας πιο πάνω συμβολαιογραφική πράξη σε κάθε μία από τις ιδιοκτησίες αυτές αντιστοιχεί ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο επί του οποίου οικοδομήθηκε η πολυκατοικία 250/1000 (το υπόλοιπο ¼ αντιστοιχεί στη μέλλουσα να οικοδομηθεί στο ισόγειο υπό στοιχεία Ι1 οριζόντια ιδιοκτησία επιφανείας δεκατριών τετραγωνικών μέτρων και δέκα τετραγωνικών εκατοστών (13,10 τ.μ.)) και έκαστη βαρύνεται με υποχρέωση συμμετοχής στις κοινόχρηστες δαπάνες κατά ποσοστό 310/1000 το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, 325/1000 το διαμέρισμα του δεύτερου και 340/1000 το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, ενώ τα υπόλοιπα 25/1000 αναλογούν στην υπό στοιχεία Ι1 οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου, που δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί. Κατά το άρθρο 8 του ιδίου κανονισμού στις κοινές επιβαρύνσεις των συνιδιοκτητών, στις οποίες η συμμετοχή τους είναι υποχρεωτική, περιλαμβάνονται και οι δαπάνες παροχής και κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων και εγκαταστάσεων της πολυκατοικίας, στους οποίους, κατά τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, καταλέγονται μεταξύ άλλων το κλιμακοστάσιο, η κεντρική θύρα και η ηλεκτρική εγκατάσταση των κοινοχρήστων χώρων, ενώ κατά το επόμενο (ένατο) άρθρο του κανονισμού κοινόκτητος και κοινόχρηστος είναι και ο ανελκυστήρας της οικοδομής. Από τη χρήση του ανελκυστήρα αυτού, που συνομολογείται ότι εγκαταστάθηκε στην πολυκατοικία το έτος 2010, η ενάγουσα της Β΄ αγωγής ισχυρίστηκε ότι έχει έκτοτε η ίδια όπως και τα τρία [3] ενήλικα άρρενα τέκνα της αποκλειστεί από τις αντιδίκους της και τον ισχυρισμό της αυτό έκρινε βάσιμο η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεώνοντας μετά ταύτα τις εναγόμενες της Β΄ αγωγής να ανέχονται τη χρήση του και από τα πρόσωπα αυτά, με την ειδικότερη παραδοχή ότι ο αποκλεισμός τους οφειλόταν στην άρνηση της …….. να συμμετάσχει στις δαπάνες εγκατάστασης του ανελκυστήρα αλλά και στις λοιπές κοινόχρηστες δαπάνες, ιδίως δε αυτές της συντηρήσεως του ανελκυστήρα και της κατανάλωσης του ηλεκτρικού ρεύματος των κοινοχρήστων χώρων της πολυκατοικίας. Η παραδοχή αυτή δεν ευσταθεί. Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει, βέβαια, η άρνηση της εναγόμενης της Α΄ αγωγής να καταβάλει το ποσό της συνεισφοράς της στις εκάστοτε κοινές δαπάνες συντηρήσεως και ρευματοδότησης της πολυκατοικίας. Δεν αποδεικνύεται όμως ότι η μη χρήση του ανελκυστήρα εκ μέρους αυτής και των μελών της οικογένειάς της ήταν η συνέπεια της αντίδρασης των λοιπών συνιδιοκτητριών στη συμπεριφορά της αυτή. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι επί τουλάχιστον δύο [2] έτη ο ανελκυστήρας δεν λειτουργούσε εξαιτίας διακοπής της ηλεκτροδότησης της οικοδομής λόγω ανεξόφλητων οφειλών της συνιδιοκτησίας προς την ΔΕΗ. Τούτο σημαίνει ότι η χρήση του δεν ήταν αποκλεισμένη για την ……… από τις εναγόμενες της Β΄ αγωγής αλλά αδύνατη για όλους τους συνιδιοκτήτες. Άλλωστε, η τελευταία (ενάγουσα της αγωγής αυτής) δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκε στην πράξη ο αποκλεισμός της από τη χρήση του ανελκυστήρα. Σε κάθε δε περίπτωση η ίδια συνομολογεί (βλ. την προσθήκη στις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ότι εξαιτίας της επισφαλούς και επικίνδυνης κατά τη γνώμη της εγκατάστασης του ανελκυστήρα η ίδια δεν ένιωθε ασφαλής να κάνει χρήση του. Επομένως, η αξίωσή της να της επιτρέπουν στο εξής οι εναγόμενες της Β΄ αγωγής την ακώλυτη χρήση του ανελκυστήρα αποδεικνύεται αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε το αντίθετο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και η Β΄ αγωγή κατά το αντίστοιχο αίτημά της πρέπει να απορριφθεί κατά παραδοχή του συναφούς (υπό στοιχ. Ε5) λόγου της ένδικης έφεσης. Βέβαια, η εκούσια αποχή της …… από τη χρήση του επίμαχου ανελκυστήρα δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση συμμετοχής της στη δαπάνη συντηρήσεώς του. Για τη συντήρηση αυτή η συνιδιοκτησία κατέβαλε στην ατομική επιχείρηση του ……. που διατηρεί τεχνικό γραφείο εγκαταστάσεως, συντηρήσεως και επισκευής ανελκυστήρων στον …….. Αττικής χρηματικά ποσά εξήντα ευρώ (60 €) στις 15.7.2020 και πενήντα ευρώ (50 €) στις 16.11.2020, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ……/15.7.2020 και ……./16.11.2020 αποδείξεις είσπραξης του συντηρητή και συνολικά το ποσόν των εκατόν δέκα ευρώ (60 € + 50 € = 110 €). Η συμμετοχή της εναγόμενης της Α΄ αγωγής στη δαπάνη αυτή, με βάση το ποσοστό συνεισφοράς της κοινόχρηστες δαπάνες που προσδιορίζεται στον κανονισμό ανέρχεται σε τριάντα πέντε ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτά (110 € Χ 325 ‰ = 35,75 €). Εξάλλου, η αξία της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος για την ηλεκτροδότηση των κοινόχρηστων χώρων της επίδικης οικοδομής κατά το πρώτο δεκάμηνο του έτους 2020 ανήλθε σε σαράντα τρία ευρώ (43 €) για το πρώτο δίμηνο, σε εξήντα οκτώ ευρώ (68 €) για το δεύτερο, σε εκατόν σαράντα έξι ευρώ (146 €) για το τρίτο, σε ενενήντα επτά ευρώ (97 €) για το τέταρτο και σε εκατόν εβδομήντα πέντε ευρώ (175 €) για το πέμπτο δίμηνο του έτους 2020, συνολικά δε σε πεντακόσια είκοσι εννέα ευρώ (43 € + 68 € + 146 € + 97 € + 175 € = 529 €), όπως δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε και από τα προσκομιζόμενα έντυπα ειδοποιητήρια πληρωμής της ΔΕΗ. Η συμμετοχή της ίδιας συνιδιοκτήτριας στη δαπάνη αυτή, με βάση την αυτή ως άνω αναλογία συνεισφοράς της, ανέρχεται σε εκατόν εβδομήντα ένα ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (529 Χ 325 ‰ = 171,93 €). Το συνολικό ποσόν των διακοσίων επτά ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (35,75 € + 171,93 € = 207,68 €), η ……… δεν αμφισβητεί ότι αρνείται να καταβάλει, επικαλούμενη την παράλειψη της διαχειρίστριας της συνιδιοκτησίας να της επιδείξει τα παραστατικά των δαπανών αυτών. Ο ισχυρισμός της δεν δικαιολογεί την άρνησή της, αφού δεν είναι σύννομος, δεδομένου ότι δεν επικαλείται ταυτόχρονα ότι ο κανονισμός της πολυκατοικίας της παρέχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή των κοινοχρήστων δαπανών, αν προηγουμένως δεν ικανοποιηθεί εκ μέρους του διαχειριστή η αξίωσή της προς επίδειξη και έλεγχο των δαπανών αυτών (ΜονΕφΠειρ. 483/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΛαρ. 156/2013, Δικογραφία 2013/363, ΕφΑθ. 6388/2007, ΕΔΠ 2008/122, ΕφΑθ. 7426/2005, Δνη 2006/606, ΕφΑθ. 5784/2001, Δνη 2002/837, ΕφΑθ. 2667/1997, Δνη 1998/195 = ΕΔΠ 1998/137, ΕφΑΘ. 127/1993, ΕΔΠ 1993/229), η οποία (επίδειξη), βέβαια, θα μπορούσε να επιδιωχθεί με αγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 902 επομ. ΑΚ και 450 επομ. ΚΠολΔ. Επομένως, κατά παραδοχή της (εξεταζόμενης κατ’ ουσίαν μετά την ευδοκίμηση του δεύτερου λόγου της έφεσης) Α΄ αγωγής πρέπει αυτή ως προς τα συγκεκριμένα κονδύλιά της να γίνει δεκτή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη στην καταβολή του πιο πάνω χρηματικού ποσού (των 207,68 €) στη διαχείριση της συνιδιοκτησίας, ατόκως ελλείψει σχετικού αιτήματος. Βέβαια, με την ίδια αγωγή επιδιώκεται η καταβολή επιπλέον χρηματικού ποσού, ύψους εκατό ευρώ (100 €), που αντιστοιχεί στην αναλογία της εναγόμενης στο αποθεματικό κεφάλαιο της συνιδιοκτησίας, όπως αποφασίστηκε από τους συνιδιοκτήτες στις 20.9.2019. Όμως, όσον αφορά το κονδύλιο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το προσκομιζόμενο έγγραφο πρακτικό που φέρει τις υπογραφές τις δεύτερης και της τρίτης από τις ενάγουσες της Α΄ αγωγής προκύπτει ότι στις 20.9.2019 πραγματοποιήθηκε όντως γενική συνέλευση των συνιδιοκτητριών, κατά την οποία, μετά την εκλογή της ……. ως διαχειρίστριας, αποφασίστηκε, χωρίς συμμετοχή της ………, μεταξύ άλλων, η «αύξηση του αποθεματικού της διαχείρισης προς αντιμετώπιση των αυξημένων τρεχουσών δαπανών της διαχείρισης του κτιρίου», ώστε «το ποσό του αποθεματικού που θα βρίσκεται στα χέρια του διαχειριστή ορίζεται σε 300,00 ευρώ συνολικά. Η διαφορά θα καταβληθεί από τους συνιδιοκτήτες προς το διαχειριστή…». Από τη διατύπωση της απόφασης της γενικής συνέλευσης στο ως άνω πρακτικό συνάγεται ότι αναφέρεται σε αύξηση και όχι σχηματισμό το πρώτον του αποθεματικού και ότι το ποσόν των τριακοσίων ευρώ (300 €) θα είναι το μετά την αύξηση υφιστάμενο στα χέρια του διαχειριστή χρηματικό κεφάλαιο. Το ποσό του αρχικού αποθεματικού κεφαλαίου, όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει, μολονότι είναι αναγκαίο για τον υπολογισμό της προκύπτουσας διαφοράς, προκειμένου αυτή εν συνεχεία να επιμεριστεί στις συνιδιοκτήτριες. Οι ενάγουσες της Α΄ αγωγής υποστηρίζουν ότι η αντίδικός τους οφείλει για την αιτία αυτή στη συνιδιοκτησία εκατό ευρώ (100 €), υπαινισσόμενες ότι δεν έχει συμβάλει όχι μόνο στην αύξηση αλλά ούτε στον αρχικό σχηματισμό του αποθεματικού, καθόσον μάλιστα ουδέποτε συνέβαλε και στις κοινόχρηστες δαπάνες. Ακόμα και υπό την εκδοχή αυτή, όμως, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν επιβεβαιώνεται από τις αποδείξεις, το ποσό της συμμετοχής της εναγόμενης θα έπρεπε να προσδιοριστεί με βάση είτε το ποσοστό της συγκυριότητας των διαδίκων στο κοινό οικόπεδο (250 ‰ έκαστη), οπότε η επιβάρυνση της εναγόμενης θα ανερχόταν σε εβδομήντα πέντε ευρώ (300 € Χ 250 ‰ = 75 €) είτε το ποσοστό συμμετοχής τους στις κοινόχρηστες δαπάνες, οπότε η ίδια εναγόμενη θα όφειλε ενενήντα επτά ευρώ και πενήντα λεπτά (300 € Χ 325 ‰ = 97,5 €) και όχι εκατό ευρώ (100 €), όπως οι ενάγουσες υποστηρίζουν επιμερίζοντας τη σχετική δαπάνη με βάση τον αριθμό των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας (300 € ÷ 3 = 100 €). Για τους λόγους αυτούς το ερευνώμενο κονδύλιο θα απορριφθεί ως αναπόδεικτο.

VIIΙ. Με τον τελευταίο λόγο της έφεσής τους (υπό στοιχ. Η και Θ) οι εκκαλούσες παραπονούνται για την εσφαλμένη, όπως υποστηρίζουν, απόρριψη ως νομικά αβάσιμου του από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμού περί καταχρηστικής άσκησης της Β΄ αγωγής, όσον αφορά το αίτημά της για την απομάκρυνση από τον ακάλυπτο χώρο του ισογείου της οικοδομής ενός [1] λυόμενου μεταλλικού οικίσκου, επικαλούμενες ειδικότερα ότι το δικαίωμα της αντιδίκου τους έχει αποδυναμωθεί, επειδή ο συγκεκριμένος οικίσκος υφίσταται στη σημείο εκείνο επί είκοσι πέντε (25) έτη τουλάχιστον, έχοντας εγκατασταθεί εκεί από τον σύζυγο και πατέρα των διαδίκων, χωρίς να έχει απομακρυνθεί για λόγους ηθικούς. Όμως, τα ανωτέρω περιστατικά, που οι εναγόμενες επικαλέστηκαν για να στηρί­ξουν τον εν λόγω ισχυρισμό τους και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν την έν­σταση του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον κάθε συνιδιοκτήτης, εφόσον από τις ενέργειες άλλου συνιδιοκτήτη παραβλάπτεται στη χρήση των κοινών πραγμάτων, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την άρση της προσβολής του δικαιώματος του και την επαναφορά των πραγμάτων στην προη­γούμενη κατάσταση, χωρίς η αγωγή αυτή να ενέχει άνευ άλλου καταχρηστικότητα, έστω και αν ασκείται μετά την πάροδο αρκετών ετών από τις βλαπτικές ενέργειες (ΑΠ 463/2003, Δνη 2003/1632). Ορθώς, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό με την παραδοχή ότι υπό τα εκτιθέμενα δεν θεμελιώνεται καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ και ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

ΙΧ. Μετά ταύτα και επειδή έτερος λόγος δεν προβάλλεται προς έρευνα πρέπει, κατά μερική παραδοχή της έφεσης κατά τους ευδοκιμήσαντες ανωτέρω λόγους της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις αντίθετες κρίσεις της και, αφού διακρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ ουσίαν, να απορριφθεί η Β΄ αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη μόνον κατά το αίτημά της που αφορά στη χρήση του ανελκυστήρα και να γίνει δεκτή η Α΄ αγωγή και κατά το αίτημά της περί καταβολής του ποσοστού συμμετοχής της εναγόμενης στις κοινόχρηστες δαπάνες κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Το κατατεθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί στις εκκαλούσες και τα   δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ των διαδίκων λόγω της συγγενικής τους σχέσης (άρθρα 176, 179, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 913/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στις εκκαλούσες.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της.

Κρατεί και δικάζει τις από 6.5.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/17.12.2020 και από 1.6.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2.6.2021 αγωγές.

Απορρίπτει την από 1.6.2021 αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

Δέχεται την από 6.5.2020 αγωγή κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό αίτημά της εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγόμενη ……….. να καταβάλει στην τρίτη ενάγουσα …….., υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της συνιδιοκτησίας, το συνολικό χρηματικό ποσόν των διακοσίων επτά ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών (207,68 €).

Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική τους δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ