Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 22/2024

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   22/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Λάζαρο Γιαπαλάκη Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών Πειραιά και από τη Γραμματέα  Δ.Π..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΚΑΛΛΟΥΝΤΕΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ: 1) έως και 27) ………….. και οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους ΕΥΜΟΡΦΙΑ ΡΗΓΑ του Δ.Σ.Α.

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟ: Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ-ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ που εδρεύει στη Νίκαια Αττικής, οδός …… με Α.Φ.Μ. ….. όπως νόμιμα εκπροσωπείται ως ειδικού και καθολικού διαδόχου του διασυνδεόμενου Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ και το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΗ του Δ.Σ.Α.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22-3-2012 αγωγή τους και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου αγωγής ……../28/3/2012 η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 29-10-2013 κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και εκδόθηκε η με αριθμό 162/2014 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την παραπάνω απόφαση πρόσβαλαν οι ενάγοντες ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με την από 24-6-2014 έφεση τους και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./2014 έφεσης η οποία εκδικάστηκε κατά την δικάσιμο της 5-2-2015 αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η με αριθμό  121/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά η οποία δέχτηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την ένδικη έφεση.

Την ανωτέρω απόφαση οι ενάγοντες πρόσβαλαν με την από 15-3-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../2018 αίτησης αναίρεσης η οποία συζητήθηκε ερήμην του καθ’ ου κατά την δικάσιμο της 10-12-2019 και εκδόθηκε η με αριθμό 452/2020 μη οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου δυνάμει της οποίας η συζήτηση της παραπάνω αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε μέχρι εκδόσεως οριστικής απόφασης από την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το αναφερόμενο στο σκεπτικό της νομικό ζήτημα.

Δυνάμει της από 7-7-2021 κλήσης η παραπάνω υπόθεση συζητήθηκε εκ νέου στις 22-2-2022 πλην όμως δεν δημοσιεύτηκε απόφαση. Δυνάμει της με αριθμό …./28-11-2022 πράξη της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ορίστηκε ως ρητή ημερομηνία εκδίκασης η 28-2-2023 οπότε η υπόθεση συζητήθηκε από το Β΄2 τμήμα του Αρείου Πάγου και εκδόθηκε η με αριθμό 829/2023 αμετάκλητη απόφαση του η οποία αναίρεσε την με αριθμό 121/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό στο σκεπτικό και διατακτικό της.

Δυνάμει της από 24-7-2023 κλήσης και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2023 ορίστηκε περαιτέρω εκδίκαση της από 24-6-2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ δικογράφου ……./2014 έφεσης κατά της με αριθμό 162/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου ως ανωτέρω και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση δυνάμει της από 24-7-2023 κλήσης και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./2023 η από 24-6-2014 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ/ δικογράφου ……./2014 έφεση κατά της με αριθμό 162/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών) κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό και στο διατακτικό.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 «Περί δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους», η οποία εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: “Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής”. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξειον σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη απ` αυτές ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ` αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής η γένεση της αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α` του ν.2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιοσδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου κ.λπ., από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α` ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006). Η προβλεπομένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου και τιον ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ` άρθρο 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ για παρόμοιες αξιώσεις των εργατών και υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (ΟλΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Δημοσίου και των ΟΤΑ, που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες ή δημότες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (πρβλ. ΟλΑΠ 38/2005, ΑΠ 702/2013, ΑΠ 2065/2013). Περαιτέρω, η διακοπή της παραγραφής των απαιτήσεων αυτών κατά του Δημοσίου ή ΟΤΑ επέρχεται μόνο με τους ειδικά προβλεπόμενους στο άρθρο 93 του ως άνω Ν.2362/1995 (και ήδη άρθρο 143 του Ν.4270/2014) τρόπους, μεταξύ των οποίων α. η υποβολή της υποθέσεως στο Δικαστήριο, με έγερση σχετικής αγωγής, οπότε αρχίζει νέα παραγραφή από τη τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου και β. η υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής, ενώ αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. Τέλος, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 261 του           ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 του Ν. 4139/2013 – ΦΕΚ Α` 74/20-3-2013), 106 και 262 του ΚΠΟΛΔ. συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξιώσεως κατά του Δημοσίου ή ΟΤΑ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων και η υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να τη λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο (ΟλΑΠ 11/2003. ΑΠ 593/2015, ΑΠ 766/2010, ΑΠ 1270/2003, ΕφΑιγ 1/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεωστήτως ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη”. Με την καθιέρωση της ενοχής από αδικαιολόγητο πλουτισμό επιχειρείται η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ δύο κοινωνών του δικαίου, που προκλήθηκε από αδικαιολόγητη περιουσιακή μετακίνηση. Προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατά την ως άνω διάταξη, είναι: ·α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Επομένως, η παροχή που γίνεται για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση ή στηρίζεται σε ειδική διάταξη νόμου, δεν γίνεται αναίτια, ώστε να μπορεί, να. αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση, κατά το άρθρο 361 του ΑΚ, ή ο νόμος, αποτελούν νόμιμη αιτία και μπορεί, έτσι, ο κάθε δικαιούχος να ασκήσει τα εξ αυτών δικαιώματά του. Αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης, μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι άκυρη ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο. Εξάλλου, πλουτισμό συνιστά κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του λήπτη, η οποία μπορεί να εμφανίζεται είτε ως αύξηση του ενεργητικού ή μείωση του παθητικού της περιουσίας του είτε, αντιστρόφως, ως αποφυγή αυξήσεως του παθητικού της ή μειώσεως του ενεργητικού της. Εφόσον η περιουσιακή μετακίνηση είχε το αποτέλεσμα τούτο, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου προήλθε, εφόσον η διατήρησή της δεν δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία. Αντίθετα, η ζημία εκείνου, από την περιουσία του οποίου προήλθε η ωφέλεια του λήπτη, δεν ερευνάται, καθόσον στόχος της αγωγής από το άρθρο 904 ΑΚ δεν είναι η αποκατάσταση της ζημίας του ενάγοντος αλλά η απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου, ο οποίος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 909ΑΚ, πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής. Από το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο νόμος αρκείται μόνο στο στοιχείο της αδικαιολόγητης περιουσιακής μετακίνησης για τη θεμελίωση της ευθύνης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση της σχετικής αξίωσης τη ζημία του δότη αλλά ούτε και την υπαιτιότητα του λήπτη, διαφαίνεται καθαρά, ότι ο θεσμός αυτός αποβλέπει στην αποκατάσταση της χωρίς νόμιμη αιτία περιουσιακής μετακίνησης. Συνεπώς, η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει ως περιεχόμενο την απόδοση της ωφέλειας του λήπτη σε εκείνον, από την περιουσία του οποίου, με θετική ή αποθετική μείωση αυτής ή με ζημία του οποίου, επήλθε η ωφέλεια αυτή. Η εν λόγω ωφέλεια είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια. Η ευθύνη δε του λήπτη περιλαμβάνει, κατ` αρχήν, την υποχρέωση αυτού προς απόδοση αυτούσιου – in natura – του πράγματος, που λήφθηκε αδικαιολόγητα και ως τέτοιο νοείται, εν προκειμένω, διασταλτικά, κάθε αντικείμενο ενσώματο, αντικαταστατό ή μη, ή ασώματο. Έτσι, η ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι, κατ` αρχήν, ενοχή είδους και ως είδος αναζητούνται τα δοθέντα, αυτούσια, εφόσον σώζονται στα χέρια του λήπτη, έστω κι αν πρόκειται για αντικαταστατά πράγματα. Σε περίπτωση που ο λήπτης δεν είναι σε θέση να αποδώσει αυτούσια τα ληφθέντα, είτε λόγω της φύσης τους (π χ. αχρεωστήτως παρασχεθείσες υπηρεσίες κλπ) είτε από άλλους λόγους (π.χ. ανάλωση των ληφθέντων, από την οποία, όμως, ο λήπτης εξοικονόμησε δαπάνες, στις οποίες θα προέβαινε κλπ), ο λήπτης πρέπει να αποδώσει την αξία τους. Η υποχρέωση αυτή δεν καθιερώνεται με ρητή διάταξη, προκύπτει, όμως, από το πνεύμα των διατάξεων των άρθρων 904 και 908 ΑΚ (βλ. ολΑΠ 1773/1981 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του Ν.765/1943(που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, έναντι της καταβολής μισθού, αδιαφόρως του τρόπου καθορισμού και καταβολής αυτού και εφόσον ο μισθωτός τελεί σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του μισθωτού να συμμορφώνεται στις δεσμευτικές γι` αυτόν εντολές ή οδηγίες του εργοδότη.

Εξάλλου, σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσια σύμβαση μαθητείας). Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται με σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του με το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη γνήσια σύμβαση μαθητείας, για την οποία δεν υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση, όταν ο μαθητευόμενος παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη σύμβαση εργασίας, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κλπ, οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας. Αντίθετα, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενού, ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, οπότε η εκμάθηση εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη. Στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται, τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευόμενου εργασίας έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Όμως, όπως κάθε σύμβαση, είναι δυνατόν και η σύμβαση εργασίας να πάσχει από ακυρότητα για διάφορους λόγους (άρθρ. 180, 184ΑΚ). Εφόσον η σύμβαση εργασίας είναι άκυρη, ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται σε παροχή της συμφωνημένης εργασίας ούτε και έχει συμβατική αξίωση κατά του εργοδότη για καταβολή της συμφωνημένης αμοιβής. Δεν αποκλείεται, όμως, παρά την ακυρότητά της, η σύμβαση να λειτουργήσει για ορισμένο χρονικό διάστημα και ο εργαζόμενος να παράσχει κατ` αυτό στον εργοδότη τη συμφωνηθείσα εργασία του. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας, που σημαίνει την πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή το κύρος της σύμβασης εργασίας, οπότε ο μισθωτός αποκτά αξίωση με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες, όπου, σύμφωνα με το νόμο και για λόγους προστασίας του εργαζόμενου, προβλέπεται ότι και επί άκυρης συμβάσεως εργασίας διατηρούνται δικαιώματα και υποχρεώσεις, που προβλέπει η εργατική νομοθεσία, με τη συνδρομή απλώς του πραγματικού γεγονότος της απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα, από το συνδυασμό όλων των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, επί παροχής εργασίας υπό άκυρη για οποιοδήποτε λόγο σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού), που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, ανεξαρτήτως της ζημίας του τελευταίου ή της από τον τελευταίο γνώσης της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας αυτού, με την επιφύλαξη τυχόν αντίθετης νομοθετικής ρύθμισης, που αποσυνδέει ορισμένες μισθολογικές αξιώσεις από το κύρος της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Τέτοια αντίθετη νομοθετική ρύθμιση διαλαμβάνεται στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας, 1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975 που κύρωσε την από 26.2.1975 Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, από τις οποίες προκύπτει ότι τα επιδόματα (δώρα) εορτών και αδείας και τις αποδοχές αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με άκυρη σύμβαση, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας. Επομένως, με την επιφύλαξη αυτή, στις περιπτώσεις απλής σχέσης εργασίας, λόγω ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας για οποιοδήποτε λόγο, για την αμοιβή του εργαζομένου λόγω της από αυτόν παροχής της εργασίας του προς τον εργοδότη δεν οφείλεται από τον τελευταίο μισθός, αλλά γεννάται υποχρέωση αυτού προς απόδοση της ωφέλειας (πλουτισμού) κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ. και, συγκεκριμένα, της ωφέλειας, που αυτός αποκόμισε από την παρασχεθείσα εργασία, αφού αυτή έγινε σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης και, επομένως, δεν υφίσταται νόμιμη αιτία, που να δικαιολογεί τη διατήρηση της ωφέλειας στο λήπτη της εργοδότη, στο βαθμό που αυτός έτσι καθίσταται πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του εργαζόμενου από αιτία μη αναγνωριζόμενη από το νόμο. Πλουτισμό, δηλαδή, του εργοδότη αποτελεί αυτή καθ` εαυτή η παρασχεθείσα από το μισθωτό εργασία, η οποία έχει οικονομική αξία, αποτιμώμενη κατά το χρόνο της παροχής της, είτε παρέχεται με έγκυρη είτε με άκυρη σύμβαση και μάλιστα ανεξάρτητα αν επέφερε το επιδιωκόμενο από τον εργοδότη επιθυμητό αποτέλεσμα. Όπως δε αναφέρθηκε, η υποχρέωση του λήπτη συνίσταται, κατ` αρχήν, στην απόδοση αυτούσιου του (ενσώματου ή ασώματου) αντικειμένου που λήφθηκε αδικαιολόγητα. Επειδή, όμως, η εργασία του μισθωτού, ως περιουσιακή αξία, ενσωματώθηκε κατά τρόπο μη διακριτό στην περιουσία του εργοδότη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί εξ αντικειμένου να αναζητηθεί, η ωφέλεια, την οποία ο εργοδότης υποχρεούται να αποδώσει στον ακύρως απασχοληθέντα εργαζόμενο, υπολογίζεται και είναι ίση με την αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε, εάν ήταν έγκυρη η σύμβαση εργασίας υπό τις επικρατούσες στον τόπο της παροχής συνθήκες για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος. Η ωφέλεια αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι τυχόν υπάρχουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις, σε περίπτωση δε έλλειψης τέτοιων, δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκείνη που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλο εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις. Η αναφορά στην ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την αποτίμηση της αξίας της εργασίας, ως στοιχείο για τον προσδιορισμό της έκτασης του πλουτισμού του εργοδότη και όχι για τη θεμελίωση αυτού (πλουτισμού), ο οποίος γεννάται από αυτή καθ` εαυτή την χωρίς νόμιμη αιτία παρασχεθείσα προς όφελος του εργασία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ωφέλεια (πλουτισμός) του εργοδότη απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών του μισθωτού στο πλαίσιο άκυρης σύμβασης εργασίας, ως προέχοντος στοιχείου για τη γένεση αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό και, κατά συνέπεια, είναι αδιάφορο, εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εργοδότης, από οικονομικούς ή άλλους λόγους, δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλου μισθωτού με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ο ως άνω γενικός κανόνας των άρθρων 904 επόμενα Α.Κ. ο οποίος απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και γενικότερα επί φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη. Εξαίρεση υπέρ αυτών δεν εισάγεται ούτε και με τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 6 του Συντάγματος, όπως ειδικότερα εκτίθεται κατωτέρω, που απαγορεύουν την πρόσληψη υπαλλήλου σε μη νομοθετημένη θέση ή εκείνων των πάρ. 7 και 8 του ιδίου άρθρου, που προστέθηκαν μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος από 18.4.2001 με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ως και εκείνων του Ν.2190/1994, που αφορούν το σύστημα προσλήψεων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ορίζοντας `τους τρόπους πρόσληψης προσωπικού από τους εν λόγω φορείς, και παράλληλα αποκλείουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Και τούτο, διότι η παρά την απαγόρευση αυτή ενέργεια, η οποία συνεπάγεται την ακυρότητα της πρόσληψης, κατά τα άρθρα 174 και 180 του Α.Κ. συνιστά απλά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, ένεκα της οποίας και, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ., το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και γενικότερα ο φορέας του Δημοσίου, στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία του ακύρως προσληφθέντος μισθωτού, ενέχεται σε απόδοση της ωφέλειας, που προήλθε από την εργασία, η οποία παρασχέθηκε σε αυτό και από την οποία αυτό κατέστη πλουσιότερο και δεν συνιστά αιτία αποκλεισμού αυτού που εργάστηκε από την αναζήτηση της ωφέλειας. Τα ανωτέρω τυγχάνουν εφαρμογής και στις συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου (μη γνήσιες συμβάσεις μαθητείας), στις περιπτώσεις που οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό να κριθούν ως έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, λόγω μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την πρόσληψη του μισθωτού, προς απόδοση της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή εργασίας εκ μέρους του μαθητευόμενου εργαζομένου (βλ. Ολ ΑΠ 4/2021 ΝΟΜΟΣ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠΟΛΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 117-118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως δώρα επιδόματα κλπ. είναι η σύμβαση (ή η σχέση) εργασίας, ο συμβατικός η νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα. (Α.Π. 802/2018, ΑΠ2016/2007,ΑΠ184/2007,ΑΠ66/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Με το προπαρατεθέν περιεχόμενο η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη ως προς τα αιτούμενα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας των εναγόντων σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη καθόσον δεν εξειδικεύεται κάθε μία απαίτηση επαρκώς διότι δεν αναγράφονται αναλυτικά τα οφειλόμενα για κάθε απαίτηση ξεχωριστά. Πιο συγκεκριμένα δεν αναγράφονται οι οφειλόμενες απαιτήσεις εκάστου των εναγόντων για κάθε μία αιτία αναλυτικά αλλά αντιθέτως αναγράφονται όλα τα οφειλόμενα ποσά από την παροχή εργασίας των εναγόντων στο εναγόμενο (διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα, επιδόματα αδείας) χωρίς να διευκρινίζεται το οφειλόμενο ποσό για ποια απαίτηση αφορά. Ακόμη το αίτημα με το οποίο η δέκατη τρίτη ενάγουσα (……………) ζητεί όπως της καταβληθεί μισθός για το χρονικό διάστημα (22-10-2010-16-11-2010) που αυτή βρισκόταν σε ετήσια άδεια αναψυχής καίτοι είχε λήξει η εργασιακή σχέση  που την συνέδεε με το εναγόμενο ΝΠΔΔ είναι μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο διότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη επιπρόσθετης απολαβής που αφορά μισθό για χρονικό διάστημα που η εργασιακή του σχέση με τον εργοδότη του έχει λήξει και ως εκ τούτου έχει χαρακτήρα ποινής απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφρός αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 1174/2014, ΑΠ 1240/2014, ΑΠ 434/2011, ΑΠ 455/2010 ΑΠ 1658/2010 Δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) γεγονός που δεν αναγράφεται στην ένδικη αγωγή αλλά αντιθέτως αναγράφεται απαίτηση της ως άνω ενάγουσας για καταβολή μισθού σε χρονικό διάστημα που η εργασιακή της σχέση με το εναγόμενο έχει λήξει.

Κατά τα λοιπά είναι νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, που έχει ως αίτημα να επιδικασθούν οι αιτούμενες μισθολογικές διαφορές κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον, με βάση τα σε αυτή εκτιθέμενα, εάν ήθελε κριθεί ότι η σύμβαση εργασίας των εναγόντων ήταν άκυρη, το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας των εναγόντων κατά τα ποσά, τα οποία θα κατέβαλλε σε οποιοδήποτε άλλο μισθωτό, που θα απασχολούσε στην ίδια θέση και ο οποίος θα παρείχε τις ίδιες με αυτούς υπηρεσίες υπό τις αυτές συνθήκες απασχόλησης απορριπτόμενου του περί αντιθέτου ισχυρισμού του εναγόμενου κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσης(βλ. ΟΛ.ΑΠ 4/2021, ΑΠ 126/2015, ΑΠ 885/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στα άρθρα 904 παρ.1 εδα, 908 εδ. α ΑΚ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τις με αριθμό …….., ……../24/10/2013 ένορκες βεβαιώσεις δύο μαρτύρων ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου …………… οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα κατ’ άρθρο 671 παρ.1 εδ γ. ΚΠΟΛΔ (ν3994/2011)που ίσχυε τότε, καθόσον προκύπτει νόμιμη κλήτευση του εναγόμενου όπως παραστεί σ’ αυτές(βλ. την με αριθμό ……../23/10/2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου ……….), όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Με την υπ’ αριθμ. 30391/5/3/2007 Κ.Υ.Α των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με θέμα “Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας (STAGE) σε φορείς του τομέα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδόθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/1998, καθώς και τις διατάξεις του ν.2434/1996 «μέτρα πολιτικής για την απασχόληση και την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και άλλες διατάξεις» και την από 14-12-2007 απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ), αποφασίσθηκε η κατάρτιση προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (Stage) σε Υπηρεσίες και Φορείς του Δημοσίου, του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον ΟΑΕΔ στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στις υπηρεσίες και φορείς του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημοσίου Τομέα  από το Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας το οποίο τους τοποθέτησε στις θέσεις απασχόλησης τους, όριζε και ήλεγχε μέσω των εκπροσώπων του τα καθήκοντα τους τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά τις δραστηριότητες του εναγόμενου.

Η πρώτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Τ.Ε. Διοικητικού-Λογιστικού επί 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από 19-12-2007-19-6-2009 και από τις 20-7-2009-19-1-2011. Η δεύτερη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Τ.Ε. Διοικητικού-Λογιστικού για 36,5 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 27-8-2007-13-3-2009 και από τις 27-4-2009-26-10-2010. Η τρίτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Τ.Ε. Διοικητικού-Λογιστικού για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 12-6-2007-12-12-2008 και από τις 22-4-2009-21-10-2010. Η τέταρτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. Διοικητικού για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 14-6-2007-13-12-2008 και από τις 21-4-2009-20-10-2010. Η πέμπτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Π.Ε. Διοικητικού-Λογιστικού για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 29-10-2007-28-4-2009 και από τις 27-5-2009-26-11-2010. Η έκτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. Διοικητικού-Λογιστικού για 36,5 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 16-7-2007-23-1-2009 και από τις 22-4-2009-21-10-2010. Η έβδομη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. Διοικητικού για 37 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-12-12-2008 και από τις 21-4-2009-16-11-2010. Η όγδοη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε.& Τ.Ε. Διοικητικού για 36 μήνες και 6 ημέρες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 6-8-2007-12-2-2009 και από τις 22-4-2009-21-10-2010. Η δέκατη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. ΒΡΕΦΟΚΟΜΟΥ για 36 μήνες και δέκα ημέρες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-24-12-2008 και από τις 22-4-2009-21-10-2010. Η ενδέκατη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. ΒΡΕΦΟΚΟΜΟΥ για 36 μήνες και 6 ημέρες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-19-12-2008 και από τις 22-4-2009-21-10-2010. Η δωδέκατη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. ΧΕΙΡΙΣΤΩΝ Η/Υ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 18-6-2007-17-12-2008 και από τις 23-4-2009-22-10-2010. Η δέκατη τρίτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Π.Ε. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ για 15,5 μήνες και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από τις 15-9-2009-31-12-2010. Η δέκατη τέταρτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-12-12-2008 και από το χρονικό διάστημα 22-4-2009-21-10-2010. Η δέκατη πέμπτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ για 36 μήνες και δέκα ημέρες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 7-12-2009-17-7-2009 και από τις 3-8-2009-31-2-2-2011. Η δέκατη έκτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-12-12-2008 και από τις 21-4-2009-20-10-2010. Η δέκατη έβδομη ενάγουσα  εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε ΓΕΝΙΚΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ για 27 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 12-5-2008-12-11-2009-20-1-2010-20-10-2010. Η δέκατη όγδοη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Π.Ε ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ-ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ για 36 μήνες και επτά ημέρες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 30-7-2007-6-2-2009 και από τις 12-5-2009-11-11-2010. Ο δέκατος ένατος ενάγων εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Τ.Ε ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ-ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 12-6-2007-12-12-2008 και από τις 18-5-2009-17-11-2010. Η εικοστή ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα της Δ.Ε ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ για 15 μήνες και ειδικότερα για το χρονικό διάστημα από τις 21-9-2009-21-3-2011.  Η εικοστή πρώτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΔΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 19-12-2007-18-6-2009 και από τις 7-7-2009-6-1-2011. Δεν αποδείχτηκε όμως ότι απασχολήθηκε στο εναγόμενο κατά τα χρονικά διαστήματα από 16/6/2006-16/5/2007 διότι δεν προσκομίζεται έγγραφη σύμβαση απασχόλησης της με το εναγόμενο για το παραπάνω χρονικό διάστημα. Η εικοστή δεύτερη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΔΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 18-6-2007-17-12-2008 και από τις 27-4-2009-26-10-2010 Η εικοστή τρίτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΔΕ ΝΟΣΗΛΕΥΤΡΩΝ για 35 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 7-1-2008-6-7-2009 και από τις 10-8-2009-9-2-2011. Η εικοστή τέταρτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΔΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις17-12-2007-16-6-2009 και από τις 28-7-2009-27-1-2011. Ο εικοστός πέμπτος ενάγων εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΔΕ ΧΕΙΡΙΣΤΗΣ-ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΣ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-12-12-2008 και από τις 27-4-2009-26-10-2010. Η εικοστή έκτη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΔΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΩΝ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 13-6-2007-12-12-2008 και από τις 22-4-2009-21-10-2010. Η εικοστή έβδομη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΤΕ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ για 36 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 18-6-2007-17-12-2008 και από τις 21-4-2009-20-10-2010. Η εικοστή όγδοη ενάγουσα εργάστηκε στο εναγόμενο με την ειδικότητα ΤΕ ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ για 35 μήνες και ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα από τις 19-12-1007-18-6-2009 και από τις 3-8-2009-2-2-2011. Συγκεκριμένα αμφότεροι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν ως διοικητικοί υπάλληλοι στον ανωτέρω ΝΠΔΔ με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στον τομέα γραμματειακής υποστήριξης, στο ακτινολογικό τμήμα, στο φαρμακείο, στη διοίκηση, στο λογιστήριο, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ως βρεφοκόμοι, ως παρασκευαστές παρέχοντας την εργασία τους επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, ήτοι από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί επτά ώρες ημερησίως, δηλαδή από ώρα 7:30 έως την 14:30, υπό την εποπτεία, τις εντολές και τις οδηγίες των προϊσταμένων τους , οι οποίοι καθόριζαν δεσμευτικά γι’ αυτούς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας τους, ελέγχοντας την επιμελή εκτέλεση της εργασίας στον εναγόμενο ΝΠΔΔ με αμοιβή είτε 35 ευρώ μικτά για τους πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ ανά ημέρα εργασίας, είτε 30 ευρώ μικτά για τους διπλωματούχους των ΙΕΚ,ΤΕΛ,ΕΠΛ και Λυκείου Γενικής Εκπαίδευσης. Η εν λόγω σύμβαση μαθητείας των εναγόντων ορισμένου χρόνου παρατάθηκε δύο φορές στα προαναφερόμενα ανωτέρω χρονικά διαστήματα πλην της 13 ης και της 20 ης των εκκαλουσών των οποίων η σύμβαση δεν παρατάθηκε. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες παρείχαν εργασία ίδια με αυτήν που παρείχαν στον εναγόμενο εργοδότη τους, τόσο οι εντασσόμενοι στο τακτικό προσωπικό αυτού, δηλαδή οι μόνιμοι υπάλληλοι, όσο και οι μισθωτοί με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου που εργάζονταν στο ίδιο αντικείμενο με το ίδιο ωράριο. Ο σκοπός των ανωτέρω συμβάσεων μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν επομένως η εκπαίδευση και η εξοικείωση των εναγόντων με το αντικείμενο του επαγγέλματος της γραμματέως, του βοηθού λογιστή, χειριστή ηλεκτρονικού υπολογιστή, βοηθού φαρμακοποιού, αλλά η παροχή εργασίας από τους μαθητευόμενους ενάγοντες προς το εναγόμενο το οποίο ωφελείτο από αυτή, με αποτέλεσμα να υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου ορισμένου χρόνου, η οποία τυγχάνει άκυρη λόγω μη τήρησης των προβλεπομένων εκ του νόμου διατυπώσεων (άρθρα 3, 5, 6, 7 του π.δ. 164/2004 και 180 ΑΚ) , πλην όμως λειτούργησε εν τοις πράγμασι ως απλή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου καθ` όλο το ένδικο χρονικό διάστημα των ετών 2007- 2011. Με βάση τα ανωτέρω οι ενάγοντες δικαιούται για την εργασία που παρείχαν, να λαμβάνουν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από τον εναγόμενο εργοδότη της, τις αποδοχές που θα κατέβαλε εκείνος σε άλλον εργαζόμενο, απασχολούμενο απ` αυτόν με έγκυρη σύμβαση εργασίας και υπό τις ίδιες συνθήκες , αφού για το ποσό αυτό που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο καθίσταται άνευ νόμιμης αιτίας πλουσιότερος ο εναγόμενος, ο οποίος υποχρεούται ως εκ τούτου να αποδώσει στους ενάγοντες την ωφέλειά του.  Για τον λόγο αυτό οι ενάγοντες άσκησαν κατά του εναγόμενου τις με αριθμό ……/24/11/2010 και ……………./24/11/2010 αγωγές τις οποίες επίδωσαν σ’ αυτό στις 1-12-2010 ενώ επ’ αυτών εκδόθηκαν οι με αριθμό 5159/2011 και 5160/2011 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 4-10-2011. Οι ενάγοντες επανέφεραν την αγωγική τους αξίωση με την άσκηση της από 22-3-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …/28/3/2012 αγωγής τους η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 2-4-2012 παραιτούμενοι κατ’ άρθρο 263 ΚΠΟΛΔ από τις με αριθμό ……/24/11/2010 και ……………./24/11/2010 αγωγές τους. Επομένως, εφόσον οι ένδικες αξιώσεις των εναγόντων υπόκεινται σε διετή παραγραφή, που αρχίζει από τη γένεση εκάστης, η οποία μπορεί να διακοπεί με την υποβολή σχετικής αίτησης στην αρμόδια δημόσια αρχή αλλά και με έγερση αγωγής σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αυτές έχουν παραγραφεί για το χρονικό διάστημα ετών 2007-Νοέμβριος 2008, κατά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 276 του Ν. 3463/2006 σε συνδυασμό με άρθρο 96 τελ. εδάφιο του ν.δ. 32111980, όπως ισχύει μετά το Ν.2362/1995). Η πρώτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 550,67 ευρώ(6.608,06:12 μήνες) για το έτος 2009 το ποσό των 6.413,71 ευρώ(3.859,33+2.554,38) και για το έτος 2010 το ποσό των 6.413,71 ευρώ και συνολικά το ποσό των 13.378,09 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως *24 μήνες= 35.280+ 14 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 19 ημέρες εργασίας της μηνός Ιουνίου 2009 ποσού 935,34(66,81*14) και συνολικά το ποσό των36.215,34 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 13.378,09 και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 22.837,25 ευρώ. Η δεύτερη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 571,49 ευρώ(6.857,95:12 μήνες) για το έτος 2009 το ποσό των 5.913,92 ευρώ(4.220,26+1693,66) και για το έτος 2010 το ποσό των 5.715 ευρώ και συνολικά το ποσό των 12.200,41 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως *21 μήνες=30.870+10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 13 ημέρες εργασίας της τον Μάρτιο του 2009 (66,81*10=668,10)και συνολικά το ποσό των 31.538,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 12.200,41 και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.337,69 ευρώ. Η τρίτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 και δη για 10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στο χρόνο εργασίας της τον ανωτέρω μήνα το ποσό των 260,80 ευρώ(6.885,71:12 μήνες=573,80:22=26,08 ευρώ*10=260,80) για το έτος 2009 το ποσό των 4.581,22 ευρώ(4.303,57+277,65) και για το έτος 2010 το ποσό των 5.738 ευρώ και συνολικά το ποσό των 10.580,02 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως *18 μήνες=26.460+10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 12 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο του 2008(1.470:22=66,81*10=668,10)και συνολικά το ποσό των 27.128,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 10.580,02 και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 16.548,08 ευρώ. Η τέταρτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της και δη για 10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 219,10 ευρώ(5.784,36:12 μήνες=482,03:22 ημερομίσθια=21,91*10=219,10) για το έτος 2009 το ποσό των 3.470,62 ευρώ(3.262,38+208,24) και για το έτος 2010 το ποσό των 4.338,28 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.208 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως *18 μήνες=26.460 + 10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 13 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008 ποσού 66,81 ευρώ(1470:22)*10=668,10 και συνολικά το ποσό των 27.128,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.028 και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.100,01 ευρώ. Η πέμπτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 569,18 ευρώ(6.830,18:12 μήνες) για το έτος 2009 το ποσό των 6.358,17 ευρώ(3.637,20+2.720,97) και για το έτος 2010 το ποσό των 6.358,17 ευρώ και συνολικά το ποσό των 13.285,52 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως *22 μήνες=32.340+20 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 28 ημέρες εργασίας της τον Απρίλιο του 2009 (1470:22=66.81*20=1.336,2)και συνολικά το ποσό των 33.676,2 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 13.285,52 και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 20.390,68 ευρώ. Η έκτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 476,24 ευρώ(5.714,95:12 μήνες) για το έτος 2009 το ποσό των 4.187,89 ευρώ(3.378,08+809,81) και για το έτος 2010 το ποσό των 4.187,89 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.852,02 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*19 μήνες+15 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Ιανουάριο του 2009=27.930+66,81 ευρώ*15=1.002,15)και συνολικά το ποσό των 28.932,15 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.852,02 και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 20.080,13 ευρώ. Η έβδομη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 219,1 ευρώ(5.784,36:12 μήνες=482,03:10 ημερομίσθια=21,91 ευρώ* 10 ημερομίσθια=219,1 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 3.771,41 ευρώ(3.563,17+208,24) και για το έτος 2010 το ποσό των 5.185,68 ευρώ και συνολικά το ποσό των 9.176,19 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως*19 μήνες =27.930 ευρώ + 10 ημερομίσθια μηνός Δεκεμβρίου 2010 ποσού 668,10 (66,81*10 ημερομίσθια) και συνολικά έπρεπε να λάβει ποσό 28.598,10 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά ποσού 19.421,91 ευρώ(28.598,10-9.176,19). Η όγδοη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 470,46 ευρώ(5.645,54:12 μήνες) για το έτος 2009 το ποσό των 5.317 ευρώ(4.136,98+1.180,02) και για το έτος 2010 το ποσό των 5.317 ευρώ και συνολικά το ποσό των 11.104,46 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως και της οφείλεται το ποσό των 1.470 ευρώ που αντιστοιχεί στον μήνα Δεκέμβριο 2008, καθώς επίσης το ποσό των 1470 ευρώ που αντιστοιχεί στον μισθό της για τον μήνα Ιανουάριο 2009 καθώς επίσης και για 10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα της εργασίας της τον μήνα Ιανουάριο 2009 ποσού (1470 ευρώ: 22=66,81*10 ημερομίσθια=681,10 ευρώ. Ακόμη της οφείλονται 18 μισθοί (1470*18=26.460+(1.740*2=2.940)+681,10) και συνολικά το ποσό των 30.081,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 11.104,46 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά ποσού 18.976,64 ευρώ. Η δέκατη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 470,46 ευρώ μηνιαίος μισθός(5.645,54:12 μήνες=470,46), για το έτος 2009 το ποσό των 4.049,06 ευρώ(3.632,58+416,48) και για το έτος 2010 το ποσό των 5.061,25 ευρώ και συνολικά το ποσό των 9.580,77 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*19 μήνες=27.930 υρώ. Έλαβε το ποσό των 9.580,77 ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 18.349,23 ευρώ. Η ενδέκατη ενάγουσα έλαβε για τις 19 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008(5.738,09:12 μήνες=478,17 ευρώ:22 ημερομίσθια=21,73 ευρώ*15 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 19 ημέρες εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008=325,95 ευρώ,  για το έτος 2009 το ποσό των 3.979,64 ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 4.974,55 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των  9.280,14. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=26.460+15 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 26.460 ευρώ+(1470:22= 66,81 ευρώ* 15 ημερομίσθια=1.021,5 και συνολικά το ποσό των  27.481,5 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 9.280,14 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 18.201,36 ευρώ. Η δωδέκατη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της και δη για 15 ημερομίσθια μηνός Δεκεμβρίου 2008 το ποσό των274,95 (5.252,20:12=437,68:22 ημερομίσθια=18,33*15=274,95 ευρώ)το έτος 2009 το ποσό των 3.563,17 ευρώ(3.285,52+277,65) και για το έτος 2010 το ποσό των 4.453,96 ευρώ και συνολικά το ποσό των  8.292,08 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=26.460+15 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο 2008 (1470 ευρώ:22 ημερομίσθια=66,81 ευρώ*15 ημερομίσθια=1.002,15 ευρώ) και συνολικά το ποσό των 27.462,15 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.292,08 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.170,07 ευρώ. Η δέκατη τρίτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της και δη από τις 15-9-2009-31-12-2010 ποσό 1.343,51 ευρώ για το έτος 2009 και ποσό 6.663,48 ευρώ για το έτος 2010 και συνολικά το ποσό των  8.006,99 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*15,5 μήνες=22.785 ευρώ.  Έλαβε το ποσό των 8.006,99 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 14.778,01 ευρώ. Η δέκατη τέταρτη ενάγουσα έλαβε για τις 12 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008(5.645,53:12 μήνες=470,46 ευρώ:22 ημερομίσθια=21,38 ευρώ*10 ημερομίσθια=213,80 ευρώ,  για το έτος 2009 το ποσό των 3.423,90(3.192,52+231,38) ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 4.028 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των 7.665,70 ευρώ.  Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=26.460+10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 668,10(1470:22= 66,81 ευρώ* 10 ημερομίσθια=668,10 ευρώ και συνολικά το ποσό των 27.128,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 7.665,70 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.462,40 ευρώ. Η δέκατη πέμπτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 379,83 ευρώ μηνιαίος μισθός(4,558,07 ευρώ:12 μήνες=379,83 για το έτος 2009 το ποσό των 4.951,43 ευρώ(3.331,81+1.619,62) και για το έτος 2010 το ποσό των 5.401,56 ευρώ και συνολικά το ποσό των 10.732,82 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*25 μήνες=36.500 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 10.732,82 ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 25.767,18 ευρώ. Η δέκατη έκτη ενάγουσα έλαβε για τις 12 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008(5.738,09:12 μήνες=478,17 ευρώ:22 ημερομίσθια=21,73 ευρώ*10 ημερομίσθια=217,3 ευρώ,  για το έτος 2009 το ποσό των 3.840,82 ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 4.518,61 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των 8.576,73 ευρώ.  Ο   μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=26.460+10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 26.460 ευρώ+668.10(1470:22= 66,81 ευρώ* 10 ημερομίσθια=668,10 ευρώ και συνολικά το ποσό των 27.128,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.576,73 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 18.551,37 ευρώ. Η δέκατη έβδομη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 262,22 ευρώ μηνιαίος μισθός(3.146,68 ευρώ:12 μήνες=262,22) για το έτος 2009 το ποσό των 5.460 ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 5.200 ευρώ και συνολικά το ποσό των 10.922,22 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από τον 12/2008-10/2009 και από τις 20-1-2010-20-10-2010 και συνολικά για 20 μήνες το ποσό των 29.400 ευρώ καθώς επίσης για δέκα ημερομίσθια που αντιστοιχούν σε δώδεκα ημέρες εργασίας της στο εναγόμενο τον μήνα Νοέμβριο του 2009(1470 ευρώ:22 ημερομίσθια= 66,81 ευρώ* 10 ημερομίσθια=668,10  και συνολικά το ποσό των 30.068,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 10.922,22 ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.145,88 ευρώ. Η δέκατη όγδοη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 569,18 ευρώ μηνιαίος μισθός(6.830,18 ευρώ:12 μήνες=569,18 ευρώ) για το έτος 2009 το ποσό των 4.997,69(3.887,09+1.110,60) ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 6.385,93 ευρώ και συνολικά το ποσό των 11.952,8 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ* 20 μήνες=29.400 ευρώ καθώς επίσης για έξι ημερομίσθια που αντιστοιχούν σε έξι ημέρες εργασίας της στο εναγόμενο τον Φεβρουάριο του 2.009(1470 ευρώ:22 ημερομίσθια= 66,81 ευρώ* 6 ημερομίσθια=400,86 ευρώ  και συνολικά το ποσό των29.800,86 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 11.952,8  ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 17.848,06 ευρώ. Ο δέκατος ένατος ενάγων έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας του τον Δεκέμβριο 2008 και δη για δέκα ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις 12 ημέρες εργασίας του τον Δεκέμβριο του 2008 το ποσό των  259,70 ευρώ, μηνιαίος μισθός(6.857,95 ευρώ:12 μήνες=571,49 ευρώ:22 ημερομίσθια=25,97 ευρώ* 10=259,70 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 4.081,45(3.803,80+277,65) ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 6.593,11 ευρώ και συνολικά το ποσό των 10.934,26 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτός θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας του στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ* 18 μήνες=26.460  ευρώ καθώς επίσης για δέκα ημερομίσθια που αντιστοιχούν σε δώδεκα ημέρες εργασίας του στο εναγόμενο (1470 ευρώ:22 ημερομίσθια= 66,81 ευρώ* 10 ημερομίσθια=668,10 ευρώ  και συνολικά το ποσό των  27.128,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 10.934,26  ευρώ  και του οφείλεται η διαφορά  ποσού 16.193,84 ευρώ. Η εικοστή ενάγουσα  έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της και δη από τις 21-9-2009-31-12-2010 ποσό 1.999,07 ευρώ για το έτος 2009 και ποσό 6.441,48 ευρώ για το έτος 2010 και συνολικά το ποσό των  8.440,55 ευρώ. Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.470 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1470 ευρώ μηνιαίως*15μήνες=22.050 πλέον δέκα ημερομισθίων που αντιστοιχούν στον χρόνο εργασίας της για το χρονικό διάστημα από τις 21-12-2010-31-12-2010(1470 ευρώ:22 ημερομίσθια= 66,81 ευρώ* 10 ημερομίσθια=668,10 ευρώ) και συνολικά ποσό 22.718,10 ευρώ.  Έλαβε το ποσό των  8.440,55 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 14.277,55 ευρώ. Η εικοστή πρώτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 569,18 ευρώ μηνιαίο μισθό(5.552,99 ευρώ:12 μήνες=462,74 ευρώ για το έτος 2009 το ποσό των 5.691,81(3.262,38+2.429,43) ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 6.209,24 ευρώ και συνολικά το ποσό των 12.363,79 ευρώ. Ο μισθός της διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ* 24 μήνες=36.192 ευρώ καθώς επίσης για δέκα τέσσερα ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις ημέρες εργασίας της στο εναγόμενο τον Ιούνιο του 2009(1508 ευρώ:22 ημερομίσθια= 68,54 ευρώ* 14 ημερομίσθια=959,56 ευρώ  και συνολικά το ποσό των  37.151,56 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 12.363,79   ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 24.787,77 ευρώ. Η εικοστή δεύτερη ενάγουσα έλαβε για τις 17 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008 στην οποία αντιστοιχούν 13 ημερομίσθια (5.691,81:12 μήνες=474,31 ευρώ:22 ημερομίσθια=21,55 ευρώ*13 ημερομίσθια=280,27 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 3.863,95 ευρώ(3.563,16+300,79) ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 4.829,94 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των 8.974,04 ευρώ.  Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=27.144+13 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 27.144 ευρώ+(1508:22= 68,54 ευρώ* 10 ημερομίσθια=891,02 ευρώ και συνολικά το ποσό των 28.035,02 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.974,04  ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.060,98 ευρώ. Η εικοστή τρίτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 483,95 ευρώ μηνιαίο μισθό(4.789,46 ευρώ:12 μήνες=399,12 ευρώ για το έτος 2009 το ποσό των 4.095,35(1.550,22+2.545,13) ευρώ και για το έτος 2010 το ποσό των 4.467,65 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.962,12 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ* 25 μήνες=37.700 ευρώ καθώς επίσης και πέντε ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις ημέρες εργασίας της στο εναγόμενο τον Ιούλιο του 2.009 (1508 ευρώ:22 ημερομίσθια= 68,54 ευρώ* 5 ημερομίσθια=342,70 ευρώ  και συνολικά το ποσό των  38.042,70 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.962,12    ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 29.080,58 ευρώ. Η εικοστή τέταρτη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 458,89 ευρώ μηνιαίο μισθό (5.506,71ευρώ:12 μήνες=458,89 ευρώ),  για το έτος 2009 το ποσό των 5.321,62 ευρώ(2.105,51+3.216,11), για το έτος 2010 το ποσό των 6.081,85 ευρώ και συνολικά το ποσό των 11.862,36 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ* 24 μήνες=36.192 ευρώ καθώς επίσης και δώδεκα  ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις ημέρες εργασίας της στο εναγόμενο για τον μήνα Ιούνιο του 2009 (1508 ευρώ:22 ημερομίσθια= 68,54 ευρώ* 12 ημερομίσθια=822,48 ευρώ  και συνολικά το ποσό των  37.014,48 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 11.862,36   ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 25.152,12 ευρώ. Ο εικοστός πέμπτος ενάγων έλαβε  για τις 10 ημέρες εργασίας του τον μήνα Δεκέμβριο 2008(5.807,50:12 μήνες=483,39 ευρώ:22 ημερομίσθια=21,97 ευρώ*10 ημερομίσθια=219,70 ευρώ, για το έτος 2009 το ποσό των 3.817,68 ευρώ(3.586,30+231,38) ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 4.772,10 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των 8.809,48 ευρώ.  Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτός θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας του στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=27.144+10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 27.144 ευρώ+(1508:22= 68,54 ευρώ* 10 ημερομίσθια=685,40 ευρώ και συνολικά το ποσό των 27.829,40 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.809,48 ευρώ και του οφείλεται η διαφορά  ποσού 19.019,92 ευρώ. Η εικοστή έκτη ενάγουσα έλαβε  για τις 10 ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008(5.807,49:12 μήνες=483,39 ευρώ:22 ημερομίσθια=21,97 ευρώ*10 ημερομίσθια=219,70 ευρώ,  για το έτος 2009 το ποσό των 3.887,09 ευρώ(3.655,71+231,38) ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 4.858,86 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των 8.965,65 ευρώ.  Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=27.144+10 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 27.144 ευρώ+(1508:22= 68,54 ευρώ* 10 ημερομίσθια=685,40 ευρώ και συνολικά το ποσό των 27.829,40 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 8.965,65ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 18.863,75 ευρώ.  Η εικοστή έβδομη ενάγουσα έλαβε  για τις  ημέρες εργασίας της τον μήνα Δεκέμβριο 2008(6.885,71:12 μήνες=573,80  ευρώ:22 ημερομίσθια=26,08ευρώ*13 ημερομίσθια=339,04 ευρώ,  για το έτος 2009 το ποσό των 4.775,56 ευρώ(4.414,62+360,94) ευρώ για το έτος 2010 το ποσό των 5.969,45 ευρώ και συνολικά έλαβε το ποσό των 11.084,05 ευρώ.  Ο  μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ μηνιαίως*18 μήνες=27.144+13 ημερομίσθια που αντιστοιχούν στον μήνα Δεκέμβριο  2008= 27.144 ευρώ+(1508:22= 68,54 ευρώ* 13 ημερομίσθια=891,01 ευρώ και συνολικά το ποσό των 28.035,02 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 11.084,05 ευρώ και της οφείλεται η διαφορά  ποσού  16.950,97 ευρώ. Η εικοστή όγδοη ενάγουσα έλαβε για το χρονικό διάστημα εργασίας της τον Δεκέμβριο 2008 το ποσό των 546,04ευρώ μηνιαίο μισθό(6.552,54 ευρώ:12 μήνες=546,04 ευρώ),  για το έτος 2009 το ποσό των 6.274,86 ευρώ(3.887,08+2.387,78),  το έτος 2010 το ποσό των 7.171,26 ευρώ και συνολικά το ποσό των 13.992,12 ευρώ. Ο μισθός του διοικητικού προσωπικού των νοσοκομειακών υπαλλήλων την παραπάνω χρονική περίοδο ανερχόταν στο ποσό των 1.508 ευρώ μηνιαίως. Επομένως αυτή θα λάμβανε για τον ανωτέρω χρόνο εργασίας της στο εναγόμενο το ποσό των 1508 ευρώ* 24 μήνες=36.192 ευρώ καθώς επίσης και δεκαπέντε ημερομίσθια που αντιστοιχούν στις ημέρες εργασίας της στο εναγόμενο τον μήνα Ιούνιο του 2.009(1508 ευρώ:22 ημερομίσθια= 68,54 ευρώ* 15 ημερομίσθια=1028,10 ευρώ  και συνολικά το ποσό των  37.220,10 ευρώ. Έλαβε το ποσό των 13.992,12  ευρώ  και της οφείλεται η διαφορά  ποσού 23.227,98 ευρώ. Θα πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός ο λόγος της ένδικης έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά παραδοχή της εφέσεως των τελευταίων, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, και να γένει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η αγωγή.  Πρέπει συνεπώς να  υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα (……….) το ποσό των 20.000 ευρώ  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του να καταβάλλει σ’ αυτή το ποσό των 2.837,25 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, να υποχρεωθεί να καταβάλλει στην δεύτερη ενάγουσα (………) το ποσό των 19.337,69 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην τρίτη ενάγουσα (………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 16.548,08 ευρώ με τον νόμιμο τόκο  από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην τέταρτη ενάγουσα (……….) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.100,01 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της  επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην πέμπτη ενάγουσα (………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της  καταβάλλει το ποσό  των 390,68 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην έκτη ενάγουσα (……..) να υποχρεωθεί να της καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ   με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να καταβάλλει  το ποσό  και το ποσό  των 80,13 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην έβδομη ενάγουσα (………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.421,91 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην όγδοη ενάγουσα (………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 18.976,64 ευρώ  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 10 ην ενάγουσα (………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 18.349,23 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 11 ην ενάγουσα(……….) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 18.201,36 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 12 ην  ενάγουσα (…………………….) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.170,07 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 13 ην ενάγουσα (…………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 14.778,01  ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 14 ην ενάγουσα  (………..) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.462,40 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 15 ην ενάγουσα (……………..) να υποχρεωθεί να της καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλλει το ποσό των 5.767,18 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 16 ην ενάγουσα (……………..), να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 18.551,37 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 17 ην ενάγουσα (……………..) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.145,88 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 18 ην ενάγουσα (…………….) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 17.848,06 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στον 19 ο ενάγοντα (……………..) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 16.193,84 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 20 ην ενάγουσα (…………..) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 14.277,55 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 21 ην ενάγουσα (……………..) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλλει το ποσό των 4.787,77 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό ……………./2010 αγωγής, στην 22 ην ενάγουσα (………………..), να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.060,98 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010,  στην 23 ην ενάγουσα (……………) να υποχρεωθεί να της καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλλει το ποσό των 9.080,58 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, στην 24 ην ενάγουσα (…………..) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλλει το ποσό των 5.152,12 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, στον 25 ον ενάγοντα (………….) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 19.019,92 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, στην 26 ην ενάγουσα (…………) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 18.863,75 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, στην 27 ην ενάγουσα (………….) να υποχρεωθεί να καταβάλλει το ποσό των 16.950,97  ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και στην 28 ην ενάγουσα (…………..) να υποχρεωθεί να της καταβάλλει το ποσό των 20.000 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλλει το ποσό των 3.227,98 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ τους λόγω του δυσερμήνευτου του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου(179ΚΠΟΛΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ………./2014 έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 162/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την με αριθμό εκθ. κατ. δικ. αγωγής ……./2012.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα (…………) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000)ευρώ  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……../2010 και  αναγνωρίζει ότι υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτή το ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εικοσιπέντε λεπτών (2.837,25) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ………/2010,   υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην δεύτερη ενάγουσα (………) το ποσό των (19.337,69)  δέκα εννέα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής …./2010,  υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην τρίτη ενάγουσα (………….) το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και οκτώ λεπτών (16.548,08) με τον νόμιμο τόκο  από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……/2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην τέταρτη ενάγουσα (……….) το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εκατό ευρώ και ενός λεπτού (19.100,01)με τον νόμιμο τόκο από της  επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην πέμπτη ενάγουσα (……..) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και αναγνωρίζει ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλλει σ΄ αυτή το ποσό  των τριακοσίων ενενήντα ευρώ και εξήντα οκτώ λεπτών(390,68) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010,  υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην έκτη ενάγουσα (……..) το ποσό των είκοσι χιλιάδων(20.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και αναγνωρίζει ότι υποχρεούται να καταβάλλει σ΄ αυτή το ποσό  των ογδόντα ευρώ και δέκα τριών λεπτών (80,13) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην έβδομη ενάγουσα (………..) το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων  τετρακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών(19.421,91) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010,  υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην όγδοη ενάγουσα (………..) το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ  και εξήντα τεσσάρων λεπτών(18.976,64)  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 10 ην ενάγουσα (………..) το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων τριακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και είκοσι τριών λεπτών(18.349,23) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 11 ην ενάγουσα (………) το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων διακοσίων ενός  ευρώ και τριάντα έξι λεπτών(18.201,36) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 12 ην  ενάγουσα (……..) το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εκατό εβδομήντα ευρώ και επτά λεπτών (19.170,07)  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, ) υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 13 ην ενάγουσα (……..) το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και ενός λεπτού (14.778,01) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 14 ην ενάγουσα  (……)  το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (19.462,40) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, στην 15 ην ενάγουσα (……………) υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010 και  αναγνωρίζει  ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλλει σ’ αυτή το ποσό των πέντε χιλιάδων επτακοσίων εξήντα επτά ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (5.767,18)με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 16 ην ενάγουσα (…………..),  το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα ενός ευρώ και τριάντα επτά λεπτών(18.551,37) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 17 ην ενάγουσα (……….)  το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εκατό σαράντα πέντε ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτών(19.145,88)με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 18 ην ενάγουσα (……….) το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και έξι λεπτών(17.848,06) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στον 19 ο ενάγοντα (…………. το ποσό δέκα έξι χιλιάδων εκατό ενενήντα τριών ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών(16.193,84)με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 20 ην ενάγουσα (……….)  το ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων ευρώ  διακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών(14.277,55) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 21 ην ενάγουσα (………) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000 ευρώ) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ………./2010 και αναγνωρίζει ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλλει σ ‘ αυτή το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα επτά ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών(4.787,77) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό ……………./2010 αγωγής, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 22 ην ενάγουσα (……….), το ποσό των δέκα εννέα χιλιάδων εξήντα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών(19.060,98)με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της από με αριθμ. Εκθ. κατκ. Δικ. αγωγής ……………./2010, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 23 ην ενάγουσα (…………) το ποσό των είκοσι χιλιάδων(20.000)ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και αναγνωρίζει ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλλει σ’ αυτή το ποσό των εννέα χιλιάδων ογδόντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (9.080,58) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, υποχρεώνει  το εναγόμενο να καταβάλλει στην 24 ην ενάγουσα (……….) το ποσό των είκοσι χιλιάδων(20.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και  αναγνωρίζει ότι υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτή  το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατό πενήντα δύο ευρώ και δώδεκα λεπτών(5.152,12)ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στον 25 ον ενάγοντα (….. .) ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων δέκα εννέα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών(19.019,92) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 26 ην ενάγουσα (…….) το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα τριών ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (18.863,75) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής, υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 27 ην ενάγουσα (………..) το ποσό των δέκα έξι χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών(16.950,97) με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στην 28 ην ενάγουσα (……….) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. ……………./2010 αγωγής και  αναγνωρίζει ότι υποχρεούται το εναγόμενο να καταβάλλει σ’ αυτή το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων είκοσι επτά ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών(3.227,98)με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της με αριθμό εκθ. κατ. δικ. …./2010 αγωγής.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ εν όλω την μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις  15-1-2024, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ