Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 603/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός   603/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1] εδρεύουσας στη …… Αττικής, επί της οδού ……. και νομίμως εκπροσωπούμενης υπό εκκαθάριση ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «………» και 2] ……….., τις οποίες στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Μιχαήλ Φαρσάρης, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………… η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αιμίλιο Χαρλαύτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και εναντίον των εκκαλουσών την από 19.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../19.11.2020 αγωγή της, η οποία έγινε κατά ένα μέρος δεκτή με την υπ’ αριθμ. 100/2023 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι εναγόμενες με την από 17.2.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./22.2.2023 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη έφεση πλήττεται η με αριθμό 100/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 19.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/19.11.2020 αγωγή της εφεσίβλητης ……….., με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις της από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την πρώτη εναγόμενη και από προσβολή της προσωπικότητάς της λόγω αδικοπραξίας, που στράφηκαν εναντίον και της δεύτερης εναγόμενης, που διαδέχθηκε την πρώτη στην εργασιακή σχέση χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας και εν αγνοία της. Η έφεση αυτή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 περ. α΄ ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομοτύπως (άρθρα 495 § 1, 511, 513 § 1 εδαφ. α΄, 516 § 1 και 517 ΚΠολΔ) με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου του άρθρου 495 § 3 του ιδίου Κώδικα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής, ανεξαρτήτως, βέβαια, του ότι συνοδεύτηκε, ως εκ περισσού, από το με αριθμό ………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, του οποίου η αξία καταβλήθηκε στις 22.2.2023, όπως προκύπτει από την επισυναφθείσα στο εφετήριο έγγραφη απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΕ» και εμπροθέσμως, εντός δηλαδή της νόμιμης γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με την επίδοση της εκκαλουμένης στις 23.1.2023 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……../2023 και …../2023 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείου Αθηνών ……..). Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία.

ΙΙ. Με την αγωγή της η ενάγουσα αναφέρθηκε, πρώτον, στους συμβατικούς όρους της συμφωνίας που συνήψε εγγράφως στις 12.11.2015 με τον …………, σύζυγο της δεύτερης από τις εναγόμενες, ο οποίος εκπροσωπούσε νόμιμα την πρώτη από αυτές,  που ασκούσε επιχείρηση προώθησης πωλήσεων μέσω του διαδικτύου και παροχής υπηρεσιών διαφήμισης από απόσταση (telemarketing) στη ….. Αττικής, δυνάμει της οποίας η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει εξαρτημένη την εργασία της ως υπάλληλος γραφείου σε πενθήμερη βάση εβδομαδιαίως και επί, κατά μεν τη γραπτή σύμβαση, τέσσερις [4] ώρες κάθε ημέρα, κατά δε την προφορική συμφωνία τους, οκτώ [8] ώρες ημερησίως, δηλαδή με πλήρες ωράριο, αντί καθαρών μηνιαίων αποδοχών ύψους καταρχάς τετρακοσίων ενενήντα ευρώ (490 €) και στη συνέχεια πεντακοσίων πενήντα ευρώ (550 €), δεύτερον, στις πραγματικές συνθήκες της εργασίας της, την οποία κατ’ απαίτηση της εργοδότριας παρείχε επί δέκα [10] ημέρες ημερησίως, εκτός από το μήνα Αύγουστο των ετών 2016 έως και 2019, οπότε για δεκαπέντε [15] ημέρες κάθε φορά εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, τρίτον, στην εν αγνοία της λύση της εργασιακής της σχέσης στις 31.1.2020, την οποία ακολούθησε, επίσης εν αγνοία της, η πρόσληψή της στις 3.2.2020 από την ατομική επιχείρηση της (συστεγαζόμενης με την πρώτη) δεύτερης εναγόμενης με τον ίδιο διακριτικό τίτλο και το αυτό επιχειρηματικό αντικείμενο, στην οποία μεταβιβάστηκε η επιχείρηση της πρώτης ως οργανωμένο σύνολο που περιελάμβανε τον πάγιο εξοπλισμό της, τα άυλα στοιχεία της (φήμη, πελατεία) και τις θέσεις εργασίας των απασχολούμενων υπαλλήλων, τέταρτον, στις ποινικώς κολάσιμες πράξεις τις οποίες ισχυρίζεται ότι μετήλθαν οι εναγόμενοι σύζυγοι ή τρίτος κατ’ εντολήν τους και, συγκεκριμένα, στη θέση της υπογραφής της ενάγουσας χωρίς τη συναίνεσή της στα έντυπα της από 31.1.2020 καταγγελίας της σύμβασής της και της από 3.2.2020 αναγγελίας πρόσληψής της, που κατατέθηκαν στην αρμόδια Αρχή και των οποίων η ενάγουσα έλαβε γνώση στις 23.7.2020 από την Επιθεώρηση Εργασίας Νίκαιας, στην οποία προσέφυγε μετά την αναίτια και με σκαιό τρόπο κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα απόλυσή της στις 22.5.2020 και την κοινοποίηση σ’ αυτήν στις 28.5.2020 εντύπου αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησής της από την εργασία της με αναληθές περιεχόμενο, πέμπτον, στην υπερημερία των εναγόμενων – εργοδοτριών της, από τις οποίες η μεν πρώτη μέχρι τις 31.1.2020 δεν της είχε καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαοκτώ χιλιάδων τριακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (18.314,37 €) για υπερεργασία (3.340,80 €), για παράνομες υπερωρίες (5.011,20 €), για αναλογία επιδόματος δώρων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2015 έως 2019 (2.521,11 €), για αναλογία επιδόματος δώρων Πάσχα των ετών 2015 έως 2020 (1.285,62 €), για επίδομα άδειας των ετών 2016 έως και 2019 (1.010 €), για αποδοχές άδειας των ιδίων ετών (1.010 €), για προσαύξηση αποδοχών επί εργασίας κατά τον Αύγουστο των εν λόγω ετών (1.010 €), για παράνομες υπερωρίες κατά το μήνα Αύγουστο των αυτών ετών (872,64 €) και για αποζημίωση απόλυσης στις 31.1.2020 (2.253 €),  η δε δεύτερη από τις 3.2.2020 μέχρι 22.5.2020 δεν της είχε καταβάλει χίλια οκτακόσια εξήντα τέσσερα ευρώ και δεκαεννέα λεπτά (1.864,19 €) συνολικά για υπερεργασία (297 €), για παράνομες υπερωρίες (445,50 €), για αναλογία δώρου Πάσχα 2020 (245,76 €), για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020 (50,93 €), για επίδομα άδεια 2020 (275 €) και για αποδοχές άδειας 2020 (550 €) και, έκτον, στην ηθική βλάβη που υπέστη επειδή οι εναγόμενες παραβίασαν τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας εις βάρος της και επειδή πλαστογραφήθηκε η υπογραφή της στα παραπάνω έγγραφα. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη κυρίως μεν την εργασιακή της σύμβαση και, επικουρικώς, τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, ζήτησε η ενάγουσα, η οποία παραδεκτώς μετέτρεψε το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό ως προς τα περιουσιακής φύσης κονδύλια που αξίωσε από την δεύτερη εναγόμενη και ως προς τα κονδύλια της ηθικής βλάβης στο σύνολό τους, Α] να υποχρεωθούν οι αντίδικές της να της καταβάλουν το χρηματικό ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων τριακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (18.314,37 €) με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που καθένα κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής, ενεχόμενες προς τούτο εις ολόκληρον λόγω της διαδοχής της πρώτης από την δεύτερη, Β] να αναγνωριστεί η υποχρέωση α] της δεύτερης εναγόμενης στην καταβολή χιλίων οκτακόσια εξήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (1.864,19 €) για τις αιτίες που προαναφέρθηκαν νομιμοτόκως κατά τις παραπάνω διακρίσεις και δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και β] της πρώτης εναγόμενης στην έντοκη από την ίδια αφετηρία και για την ίδια αιτία καταβολή ίσου χρηματικού ποσού (10.000 €) και Γ] να αναγνωριστεί η ακυρότητα 1] της από 31.1.2020 απόλυσης της ενάγουσας από την πρώτη εναγόμενη, 2] της από 3.2.2020 πρόσληψής της από την δεύτερη εναγόμενη και 3] της από 27.5.2020 αναγγελίας οικειοθελούς αποχώρησής της από την εργασία της, η οποία της κοινοποιήθηκε την επομένη (28.5.2020).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή αρχικώς μεν κατά την δικάσιμο της 13ης.4.2021, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, μετά την οποία όμως δεν κατέστη εφικτή η έκδοση απόφασης και, ακολούθως, κατ’ επανάληψη κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ της συζητήσεώς της στις 19.9.2022, οπότε οι διάδικες δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Μετά την επαναληπτική συζήτηση της αγωγής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία οι αντίδικες θεωρήθηκαν δικονομικώς παρούσες, αφού κατά την αρχική δικάσιμο είχαν παρασταθεί στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η μεν ενάγουσα μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου, οι δε εναγόμενες διά του δικαστικού τους παραστάτη. Με την ίδια (εκκαλούμενη) απόφαση η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως προς μεν τις αξιώσεις κατά της πρώτης από τις εναγόμενες με βάση την από 12.11.2015 εργασιακή σύμβαση και ως προς τις αξιώσεις κατά της δεύτερης από αυτές με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ενόψει της ακυρότητας της από 3.2.2020 σύμβασης, που υπό τα επικαλούμενα καταρτίστηκε χωρίς τη συναίνεση της ενάγουσας και με αξιόποινη πράξη [θέση πλαστής της υπογραφής της]), ενώ απορρίφθηκαν ως νομικά αβάσιμα, αφενός, άπαντα τα ανωτέρω αναγνωριστικά αιτήματά της και, αφετέρου, κάθε αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας κατά τη θεμελίωσή του στην παράβαση εκ μέρους των εναγομένων της εργατικής νομοθεσίας. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως νομικά αβάσιμους τους αμυντικούς ισχυρισμούς των εναγομένων α] περί έλλειψης νόμιμου ερείσματος των αγωγικών αξιώσεων ως προς τα επίδικα επιδόματα, για τα οποία έκρινε ότι νομίμως αναζητούνται με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού απορρέουν από ειδικές νομοθετικές διατάξεις που τα χορηγούν ανεξαρτήτως του κύρους της σύμβασης εργασίας, β] περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και γ] περί απαραδέκτου της προσβολής ως πλαστών των ανωτέρω υπό στοιχ. Γ 1- 3 αναφερόμενων εγγράφων, χωρίς την κατονομασία του πλαστογράφου και της προβολής του περί πλαστότητας ισχυρισμού χωρίς ειδική πληρεξουσιότητα του νομικού παραστάτη της ενάγουσας, δέχθηκε με την εκκαλούμενη απόφασή του την αγωγή εν μέρει κατ’ ουσίαν και επιδίκασε στην ενάγουσα, καταψηφιστικώς μεν, το χρηματικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων επτακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (15.729,24 €), για όλες τις ένδικες αιτίες, πλην της αποζημίωσης απόλυσης, που κρίθηκε αβάσιμη, επειδή ασκήθηκε μετά τη παρέλευση της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 § 1 του Ν. 3198/1955, ενώ ταυτόχρονα αναγνώρισε την υποχρέωση στην καταβολή προς την ενάγουσα, αφενός, καθεμίας από τις εναγόμενες του χρηματικού ποσού των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης, που προκλήθηκε από την πλαστογράφηση της υπογραφής της και, αφετέρου, της δεύτερης εναγόμενης του χρηματικού ποσού των επτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (742,50 €) για υπερεργασιακή και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, βάσει των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων και των εξακοσίων είκοσι έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (626,36 €) για επιδόματα εορτών και άδειας, βάσει του νόμου, συνολικώς δε των χιλίων τριακοσίων εξήντα οκτώ και ογδόντα έξι ευρώ (1.368,86 €), όλα δε τα ποσά αυτά εντόκως κατά τις αναφερόμενες στο διατακτικό της διακρίσεις. Την απόφαση αυτή μέμφονται ήδη οι εκκαλούσες για σφάλματα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και για πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής και τη συνολική απόρριψή της.

ΙΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 460, 461, 463 και 464 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η προβολή του περί πλαστότητας εγγράφου, αποδιδόμενης σε ορισμένο πρόσωπο ή και χωρίς την κατονομασία του πλαστογράφου, ισχυρισμού στην πολιτική δίκη τότε μόνον είναι απαράδεκτη επειδή δεν προσκομίζονται ταυτόχρονα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και δεν αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, όταν ο ισχυρισμός προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή και τούτο προκειμένου να αποτραπεί η στρεψοδικία και η παρέλκυση της εκκρεμούς ήδη διαδικασίας από τον ενιστάμενο εναγόμενο ή τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα. Αντιθέτως, ο εν λόγω αποδεικτικός περιορισμός και η υποχρέωση προαπόδειξης δεν ισχύουν όταν πρόκειται για αναγνωριστική της πλαστότητας αγωγή που εισάγεται με αυτοτελές δικόγραφο, οπότε εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες (ΟλΑΠ 23/1999, Δνη 2000/29 = ΕΕΝ 2000/28 = ΝοΒ 2000/474, ΑΠ 401/2019, ΝοΒ 2020/1286, ΑΠ 1277/2017, ΑΠ 914/2014, ΑΠ 714/2014, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 683/2013, ΧρΙΔ 2013/683), ενώ το ίδιο ισχύει και όταν το έγγραφο προσκομίζεται όχι ως γνήσιο αλλά ως πλαστό, με σκοπό να διαγνωστεί η τέλεση αδικοπραξίας και να θεμελιωθεί η εξ αυτής αστική ευθύνη του πλαστογράφου (ΑΠ 97/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1190/2003, Δνη 2005/391, ΑΠ 922/2002, Δνη 2003/1352, Α. Βαθρακοκοίλης, σε Π. Κατσιρούμπα [επιμ.] Η απόδειξη στην Πολιτική Δίκη, 2019, σελ. 489). Στην περίπτωση μάλιστα αυτή, κατά την οποία το έγγραφο δεν προσκομίζεται ως γνήσιο για να προσβληθεί ως πλαστό αλλά προσκομίζεται εξαρχής ως προϊόν πλαστογραφίας, δεν απαιτείται ούτε ειδική πληρεξουσιότητα του δικηγόρου του διαδίκου που το προσκομίζει για το παραδεκτό της προβολής του περί πλαστότητας αγωγικού ισχυρισμού (ΑΠ 97/2018, ο.π., contra ΑΠ 932/2014, ΑΠ 1787/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία, πάντως, (πληρεξουσιότητα) γίνεται κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 96 – 98 ΚΠολΔ δεκτό ότι υφίσταται όταν ο διάδικος εμφανίζεται στο ακροατήριο μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, αφού τότε θεωρείται ότι εγκρίνει τις ενέργειές του (ΤριμΕφΑθ. 2276/2020, Αρμ. 2021/938, ΜονΕφΠειρ. 320/2020, ΜονΕφΑθ. 97/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ. 192/2015, Δικογραφία 2016/567, ΕφΑθ. 3317/1990, Δνη 1991/150).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι με την ένδικη αγωγή έγινε επίκληση της πλαστότητας της από 31.1.2020 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της στην πρώτη των εναγομένων και της από 3.2.2020 αναγγελίας της πρόσληψής της από τη δεύτερη εξ αυτών, στις οποίες τέθηκε χωρίς δικαίωμα ή συγκατάθεσή της η υπογραφή της, προκειμένου να θεμελιωθούν οι αδικοπρακτικές αξιώσεις της και για το λόγο αυτό απέρριψε τους ισχυρισμούς των εναγομένων περί απαραδέκτου της προβολής της πλαστότητας εξαιτίας της έλλειψης, αφενός, προαποδείξεώς της και, αφετέρου, ειδικής πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της αντιδίκου τους. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, δεδομένου ότι τα ανωτέρω έγγραφα προσκομίστηκαν εξαρχής ως πλαστά και στην επίκλησή τους στηρίχθηκε η ευθύνη των εναγομένων, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται εδώ ο αποδεικτικός περιορισμός του άρθρου 463 ΚΠολΔ και να μην είναι αναγκαία η ύπαρξη ειδικής πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της ενάγουσας για το παραδεκτό της προβολής του περί πλαστότητας ισχυρισμού και τούτο ανεξαρτήτως του ότι κατά την δικάσιμο της 13ης.4.2021 η ενάγουσα παραστάθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μαζί με το νομικό της παραστάτη, εγκρίνοντας με τον τρόπο αυτό τις μέχρι τότε ενέργειές του, μεταξύ των οποίων και η προβολή του επίμαχου ισχυρισμού με το αγωγικό δικόγραφο. Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις που οι εκκαλούσες προβάλλουν με τον τρίτο λόγο της έφεσης τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

IV. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 του Ν. 1082/1980, 1 § 2 της υπ’ αριθμ. 19040/1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, 1 § 1 και 2 του ΑΝ 539/1945, 3 § 16 του Ν. 4504/1966, μόνου του Ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ συνάγεται ότι επιδόματα (δώρα) εορτών, άδεια, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους βάσει άκυρης συμβάσεως εργασίας με απλή σχέση εργασίας, των οποίων οι σχετικές αξιώσεις θεμελιώνονται ευθέως στο νόμο και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του εργοδότη. Τούτο καθίσταται σαφές από τη διατύπωση και το περιεχόμενο όλων των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες σε κανένα σημείο τους δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζόμενους αλλά και από το ότι – αντιθέτως – στις διατάξεις των άρθρων 1 § 1 του Ν. 1082/1980, 1 § 2 της Κ.Υ.Α. 19040/1981 και 3 § 16 του Ν. 4504/1996 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση και όχι για σύμβαση εργασίας. Επομένως, ο μισθωτός δικαιούται ευθέως εκ του νόμου και όχι βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού τις ως άνω αποδοχές και επιδόματα, ακόμα και σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας και, κατά συνέπεια, είναι νομικώς αδιάφορη η εγκυρότητα ή μη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας για την επιδίκαση των παροχών αυτών στο μισθωτό (ΑΠ 598/2019, ΑΠ 1245/2018, ΑΠ 131/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2003, ΧρΙΔ 2004/278).

Εν προκειμένω, με τον πέμπτο λόγο της έφεσής τους, κατά το πρώτο σκέλος του, οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προταθέντα και με τις πιο πάνω νομικές παραδοχές απορριφθέντα ισχυρισμό τους ότι μη νομίμως με την αγωγή αναζητήθηκαν δώρα και επιδόματα «επί ακύρου συμβάσεως εργασίας» και τούτο διότι ναι μεν οι αξιώσεις αυτές απορρέουν ευθέως από την εργατική νομοθεσία, όμως, η καταγγελία της άκυρης εργασιακής σύμβασης δεν καθιστά τον εργοδότη υπερήμερο οφειλέτη ως προς τους μισθούς υπερημερίας. Υπό τα δεδομένα αυτά ο ερευνώμενος λόγος είναι διττώς απαράδεκτος. Αφενός διότι δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν αμφισβητεί – αντιθέτως υιοθετεί τις νομικές της παραδοχές ως προς την ex lege ενοχή του εργοδότη στην καταβολή δώρων και επιδομάτων ακόμα και επί άκυρης σύμβασης εργασίας και, αφετέρου, επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι με την αγωγή δεν επιδιώχθηκε η καταβολή μισθών υπερημερίας αλλά δεδουλευμένων αποδοχών.

Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούσες αιτιώνται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που οδήγησε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην παραδοχή του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι στις 22.5.2020 εκδιώχθηκε από το χώρο της εργασίας της από το σύζυγο της δεύτερης εναγόμενης κατ’ εντολή της. Ο ερευνώμενος λόγος είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι και αν ο ισχυρισμός των εκκαλουσών περί του ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της στη δεύτερη εναγόμενη και δεν απολύθηκε αλήθευε, η παραδοχή του δεν θα βελτίωνε τη νομική τους θέση, αφού οι παραπάνω πραγματικές παραδοχές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν επιστήριξαν καμία διάταξη του διατακτικού της εκκαλουμένης, που δεν κλήθηκε να κρίνει επί αξιώσεων συναρτώμενων με την απόλυση της ενάγουσας στις 22.5.2020 αλλά επί απαιτήσεών της που είχαν γεννηθεί από την παροχή της εργασίας της σε προγενέστερο χρόνο.

Ομοίως απαράδεκτος παρίσταται και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούσες  μέμφονται την εκκαλουμένη για την κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εξαχθείσα πραγματική διαπίστωσή του ότι η ενάγουσα δεν είχε αντιληφθεί την αλλαγή του εργοδότη της και για αντίφαση των αιτιολογιών της απορρέουσα από την ταυτόχρονη παραδοχή της ότι στα εργασιακά της καθήκοντα περιλαμβανόταν και η συμπλήρωση των φορολογικών παραστατικών του εργοδότη της, από την οποία, όπως υποστηρίζουν, προκύπτει ότι η αντίδικός τους τελούσε με βεβαιότητα σε γνώση τόσο της μεταβολής του εργοδοτικού φορέα όσο και της απολύσεώς της από την πρώτη εναγόμενη, για την οποία έπρεπε, πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς τους, να κριθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι την αποδέχθηκε. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η γνώση του εργαζόμενου για τη μεταβίβαση της εργασιακής του σχέσης σε νέο εργοδότη, ακόμα και αν υποτεθεί υφιστάμενη, δεν συνεπάγεται άνευ ετέρου τη συγκατάθεσή του στη λύση της σύμβασης εργασίας που τον συνδέει με τον παλαιό, δεδομένων μάλιστα των δυσμενών συνεπειών που η συναίνεση αυτή συνεπάγεται για το μισθωτό, όπως θα εκτεθεί αμέσως κατωτέρω.

V. Α] Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2, 3 και 4 του ΠΔ 178/2002 «Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου» (ΦΕΚ Α΄ 162/12.7.2002), η μεταβίβαση κερδοσκοπικής, δημόσιας ή ιδιωτικής επιχειρήσεως, με σύμβαση ή εκ του νόμου, ως συνόλου, δηλαδή ως οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της ως οργανωμένης συνάρτησης πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής (κύριας ή δευτερεύουσας) δραστηριότητας από το μεταβιβάζον φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο λόγω αυτής χάνει την ιδιότητα του εργοδότη προς το διάδοχό του, δηλαδή εκείνο το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο λόγω της ίδιας μεταβίβασης αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη, επιφέρει αυτοδικαίως (ΑΠ 444/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) τη μεταβίβαση στο νέο εργοδότη της εργασιακής σχέσης του εργαζόμενου με τον παλαιό, ανεξαρτήτως μάλιστα είτε του τρόπου ή της μορφής της μεταβίβασης (ΑΠ 1369/2018, ΝοΒ 2019/1481), καθώς αρκεί ο διάδοχος να απέκτησε την επιχείρηση κατά κυριότητα ή μόνον προς εκμετάλλευση δυνάμει μισθώσεως ή άλλης ανάλογης σύμβασης ή και συνεπεία κληρονομικής διαδοχής (Κ. Μπακόπουλος, Ζητήματα ευθύνης λόγω διαδοχής στην επιχείρηση, ΔΕΕ 2005/556 επομ. [557] είτε του κύρους της αιτίας της μεταβίβασης, αφού εξετάζεται μόνον η συνδρομή του πραγματικού γεγονότος της μεταβολής του φορέα της επιχείρησης και αν αυτή, διατηρώντας την ταυτότητά της, συνεχίζει τη δραστηριότητά της μετά τη μεταβίβαση, άσχετα αν συνδυάζεται η αλλαγή του φορέα της επιχειρήσεως και με αλλαγή τίτλου, νομικής μορφής ή με άλλες μεταβολές (ΑΠ 1115/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 244/2012, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο) είτε της συναίνεσης οποιουδήποτε από τα εμπλεκόμενα τρία μέρη, δηλαδή του παλαιού και του νέου εργοδότη ως και του μισθωτού (ΑΠ 1116/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1835/2017, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Ακυρωτικού στο Διαδίκτυο). Συνέπεια της ex lege μεταβιβάσεως της εργασιακής σχέσης είναι η υπεισέλευση του διαδόχου στα υφιστάμενα δικαιώματα αλλά και στις υποχρεώσεις του προκατόχου του. Ο πρώτος συνεχίζει τις συμβάσεις εργασίας που είχε συνάψει ο προκάτοχός του, των οποίων οι όροι δεν θίγονται λόγω της μεταβίβασης και ο δεύτερος παύει του λοιπού να είναι συμβαλλόμενος και εξέρχεται εφεξής από το συμβατικό δεσμό. Παράλληλα, ο μεταβιβάζων εξακολουθεί να ευθύνεται και μάλιστα αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχό του για τις μέχρι τη μεταβίβαση υποχρεώσεις από τις συμβάσεις εργασίας, της ευθύνης του αυτής απορρέουσας πλέον εκ του νόμου και όχι από τη σύμβαση. Βέβαια, ο διάδοχος ενέχεται για την εκπλήρωση των υφιστάμενων κατά το χρόνο της μεταβίβασης συμβατικών υποχρεώσεων, που απορρέουν από ενεργείς συμβάσεις εργασίας (ΑΠ 1147/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 567/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), ενώ απαλλάσσεται από την ευθύνη για τα χρέη που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας που έχουν λήξει ή λυθεί νόμιμα κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 318/1998, ΕΕΔ 1999/355 = Δνη 1998/1579 = ΕπιθΙΚΑ 1999/19, ΜονΕφΑθ. 2484/2021, 2631/2020, 2647/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 833/2003, ΕΕΔ 2003/279), τα οποία εξακολουθούν να βαρύνουν μόνο τον μεταβιβάσαντα. Από τη συγκεκριμένη διαμόρφωση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου προκύπτει ότι επωφελέστερη, υπό οικονομικούς όρους, παρίσταται η μεταβίβαση της επιχείρησης απαλλαγμένης από ενεργείς συμβάσεις εργασίας τόσον για τον μεταβιβάζοντα, ο οποίος επιτυγχάνει αύξηση του τιμήματος της μεταβίβασης στο βαθμό που δεν μεταβιβάζει υφιστάμενες υποχρεώσεις, που βαρύνουν αυτόν, όσον και τον διάδοχό του, ο οποίος αναλαμβάνει λιγότερες υποχρεώσεις. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης, αποσκοπώντας, αφενός, στην διατήρηση της υπόστασης της σύμβασης εργασίας έναντι κινδύνων που ελλοχεύουν εξαιτίας της μεταβιβάσεως της εργοδότριας επιχείρησης και, αφετέρου, στην αποτροπή της καταστρατήγησης των προστατευτικών του εργαζόμενου ρυθμίσεών του, όρισε στο άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ως άνω ΠΔ/τος ότι «Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης…δεν συνιστά καθ’ αυτή λόγο απόλυσης εργαζομένων», περιορίζοντας έτσι το δικαίωμα καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης από τον παλαιό εργοδότη και απαγορεύοντας κατ’ ουσίαν τη μεταβίβαση της επιχείρησης χωρίς το εργατικό ή υπαλληλικό προσωπικό της (ΑΠ 317/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Μπακόπουλος, Εξαγορά επιχειρήσεως και εργασιακές σχέσεις, ΔΕΕ 2000/1191 επομ. [1196]). Υπό τα δεδομένα αυτά, απαλλαγή του νέου εργοδότη από τα προς τους εργαζομένους της χρέη της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης επέρχεται μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η εργασιακή σύμβαση έχει λυθεί με τη συναίνεση του εργαζόμενου σε χρόνο προγενέστερο της μεταβιβάσεώς της, καθόσον, τότε, ο τελευταίος στερείται της δυνατότητας να στραφεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του που γεννήθηκαν πριν το πέρας της εργασιακής του σχέσης (ΑΠ 322/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τη μεταβίβαση της επιχείρησης κατά του νέου εργοδότη, ο οποίος ευθύνεται αποκλειστικώς για τις μετά τη διαδοχή γεννώμενες αξιώσεις. Παρέπεται ότι οικονομικό συμφέρον στην συναινετική λύση της σύμβασης του εργαζομένου με την υπό μεταβίβαση εργοδότρια επιχείρηση έχουν μόνο ο παλαιός και ο νέος φορέας τους και όχι ο εργαζόμενος, ο οποίος μόνον βλάβη (ουσιαστική και δικονομική) των απαιτήσεών του θα υποστεί, εφόσον συγκατατεθεί στην απόλυσή του από το μεταβιβάζοντα εργοδότη πριν τη μεταβίβαση, ακόμα και αν εξακολουθήσει να παρέχει εξαρτημένη την εργασία του στο διάδοχό του. Την ίδια βλάβη θα υποστεί ο εργαζόμενος και αν συνεχίσει να παρέχει εργασία στο νέο εργοδότη του έχοντας αποδεχθεί τύποις την εκ μέρους του παλαιού καταγγελία της σύμβασης εργασίας του χωρίς να αντιλέξει και χωρίς να λάβει (ούτε να διεκδικήσει) τη νόμιμη αποζημίωσή του, αφού και τότε θα έχει κατ’ ουσίαν συναινέσει στην απαλλαγή του νέου εργοδότη του από την ευθύνη για τα χρέη του προκατόχου του.

Β] Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 ΚΠολΔ και 8 του Ν. 1599/1986 συνάγεται ότι η προσκομιδή από διάδικο στην πολιτική δίκη δήλωσης τρίτου – μη διαδίκου, που περιέχει μαρτυρία του και περιβλήθηκε τον τύπο της υπεύθυνης δήλωσης που ορίζεται στη δεύτερη των ανωτέρω διατάξεων, μπορεί να θεωρηθεί είτε ως ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, επειδή δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης ή για την κατάθεση μάρτυρα στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 8/1987, ΝοΒ 1988/75 = Δ 1987/530, ΑΠ 125/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε ως έγγραφο συνεκτιμώμενο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1583/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο). Το κριτήριο είναι υποκειμενικό και εδράζεται στο σκοπό της λήψης της υπεύθυνης δήλωσης. Έτσι, αν μεν αυτή δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί και στη δίκη στην οποία προσκομίζεται, αποκρούεται ως αποδεικτικό μέσο, επειδή δόθηκε επίτηδες και προς καταστρατήγηση των νομίμων όρων για την κτήση των εμμαρτύρων αποδείξεων, ενώ αν διαπιστώνεται η ανυπαρξία τέτοιου σκοπού, η υπεύθυνη δήλωση μπορεί να στηρίξει ως έγγραφο τη συναγωγή δικαστικών  τεκμηρίων, δηλαδή συμπερασμάτων του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία γεγονότων από την απόδειξη άλλων συμβάντων (ΟλΑΠ 8/1987, ο.π., ΑΠ 1076/2010, ΑΠ 410/2009, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2004 ΧΡΙΔ 2004/625, ΜονΕφΛαρ. 24/2020, Δικογραφία 2020/325).

VΙ. Στην υπόθεση που επανακρίνεται, το Δικαστήριο επανεκτιμά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης …………., υπαλλήλου απασχολούμενου αρχικώς στην πρώτη και ακολούθως στη δεύτερη εναγόμενη, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13ης.4.2021 και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του κατ’ εκείνη τη δικάσιμο, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη (ΜονΕφΑθ. 5077/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ. 3381/2021, Δνη 2022/830), τις με αριθμούς 564, 565 και 566/22.1.2021 τρεις [3] ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. βεβαιώσεις των ………, υπαλλήλου της πρώτης εναγόμενης από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2019 και απασχοληθείσας με την ειδικότητα της τηλεφωνήτριας, η οποία παραιτήθηκε από την εργασία της το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2020, ………., υπαλλήλου της πρώτης εναγομένης από το μήνα Ιούλιο του έτους 2017 και απασχοληθείσας με την ειδικότητα της τηλεφωνήτριας μέχρι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2020, οπότε παραιτήθηκε από την εργασία της  και …….., συντρόφου της ενάγουσας, αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλειά της μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς ……. και ………/19.1.2021 δύο [2] επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, την υπ’ αριθμ. ……./22.1.2021 ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορυδαλλού …….. βεβαιώσεως του …….., υπαλλήλου από το έτος 2016 της πρώτης και εν συνεχεία της δεύτερης εναγόμενης, που δόθηκε με την επιμέλεια των εναγόμενων μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./18.1.2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, οι οποίες άπασες (μαρτυρική κατάθεση και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικες νομότυπα με επίκληση επαναπροσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε αυτοτελώς ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικά, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, όχι, όμως, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και όσους θα εκτεθούν πιο κάτω, να λαμβάνει υπόψη τις υπεύθυνες δηλώσεις των ως άνω …….. και ………., που επαναπροσκομίζουν οι εκκαλούσες και οι οποίες περιβλήθηκαν τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986, από τις οποίες η πρώτη δεν φέρει χρονολογία, ενώ η δόση της δεύτερης χρονολογείται στις 11.12.2020. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τον κρίσιμο χρόνο (2015 – 2020) η πρώτη εναγόμενη έδρευε στη ……. Αττικής και, εκπροσωπούμενη από τον ομόρρυθμο εταίρο της ……., σύζυγο της δεύτερης εναγόμενης, δραστηριοποιούταν επιχειρηματικά στον τομέα της διαφήμισης επιχειρήσεων μέσω του διαδικτύου και της προώθησης υπηρεσιών πωλήσεως από απόσταση (telemarketing). Στην έδρα της πρώτης εναγόμενης κατά τον ίδιο χρόνο είχε την εγκατάστασή της και η ατομική επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης, ………., που είχε το ίδιο επιχειρηματικό αντικείμενο. Με συμφωνία που καταρτίστηκε στις 12.11.2015 μεταξύ της ενάγουσας και του ………., υπό την ως άνω ιδιότητά του, η πρώτη προσλήφθηκε στην πρώτη εναγόμενη εταιρία προκειμένου να παρέχει για αόριστο χρόνο εξαρτημένη την εργασία της ως υπάλληλος γραφείου και, συγκεκριμένα, ως γραμματέας, αντί μηνιαίου (καθαρού) μισθού ύψους τετρακοσίων ενενήντα ευρώ (490 €). Στα καθήκοντά της περιλαμβάνονταν η διαχείριση και καταγραφή των πελατών της εργοδότριάς της (υποψηφίων και μη), η σχετική ενημέρωση των απασχολούμενων τηλεφωνητριών, η αποστολή στην ηλεκτρονική διεύθυνση των υποψηφίων πελατών του υποδείγματος αίτησης που αυτοί έπρεπε να συμπληρώσουν, με την οποία ζητούσαν να τους παράσχει η πρώτη εναγόμενη τις υπηρεσίες της, η καταχώριση των ως άνω αιτήσεων, η αποστολή στην ηλεκτρονική διεύθυνση των πελατών του συμφωνητικού συνεργασίας τους, η συμπλήρωση των φορολογικών παραστατικών της εργοδότριας και η επιμέλεια της αποστολής τους στους πελάτες. Από δε την 1η.6.2018 τα καθήκοντα της ενάγουσας αναβαθμίστηκαν και περιέλαβαν την επίβλεψη, το συντονισμό και τον έλεγχο της εργασίας των τηλεφωνητριών που απασχολούσε η εργοδότριά της, ενώ από την 1η.2.2019 αυξήθηκε και ο (καθαρός) μισθός της που ανήλθε πλέον σε πεντακόσια πενήντα ευρώ (550 €) μηνιαίως. Περαιτέρω, από την ένορκη υπέρ των εναγομένων βεβαίωση του ……….. προκύπτει, αφενός, ότι όλοι οι απασχολούμενοι στην πρώτη από αυτές μισθωτοί, τουλάχιστον δεκαοκτώ [18] τον αριθμό, λάμβαναν την αντιπαροχή της εργασίας τους, δηλαδή το μισθό τους, σε μετρητά και όχι με την παρεμβολή αποκλειστικά του τραπεζικού συστήματος, όπως ήταν από την 1η.6.2017 υποχρεωτικό, σύμφωνα με το άρθρο 38 § 9 του Ν. 4387/2016 και την υπ’ αριθμ. οικ. 22528/430/2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών και, αφετέρου, ότι ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας δεν λάμβανε από κανέναν εργαζόμενο έγγραφη απόδειξη για την εξόφληση των αποδοχών του. Αυτός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, είναι και ο λόγος για τον οποίο ο . ….., όπως ο εν λόγω μάρτυρας βεβαιώνει, λάμβανε από κάθε εργαζόμενο που αποχωρούσε από την εργασία του υπεύθυνη δήλωση, με την οποία ο αποχωρών βεβαίωνε ότι δεν διατηρεί καμία απαίτηση από την εργοδότρια για οποιαδήποτε αιτία, της υπερωριακής ή υπερεργασιακής απασχολήσεώς του συμπεριλαμβανομένης. Την ίδια τακτική ακολούθησε και η σύζυγός του και δεύτερη εναγόμενη κατά το χρονικό διάστημα από τις 3.2.2020 και εφεξής, οπότε διαδέχθηκε τις εργασιακές συμβάσεις της πρώτης εναγόμενης, όπως προκύπτει από τη διατύπωση των υπεύθυνων δηλώσεων των υπαλλήλων …… και ……., που προσκομίζουν οι εκκαλούσες, στις οποίες οι εργαζόμενες σε χρόνο μεταγενέστερο της παραιτήσεώς τους βεβαιώνουν πανομοιότυπα ότι «1]ουδέποτε εργάστηκα στην εταιρία …… πέραν του νομίμου ωραρίου, 2] η εταιρία …….. μου έχει καταβάλει όλες τις νόμιμες αποδοχές σύμφωνα με τις ώρες εργασίας μου έως και τη μισθοδοτική περίοδο [αναφέρεται ο μήνας της εκάστης παραιτήσεως] και ουδεμία οικονομική ή άλλη απαίτηση έχω από την εταιρία». Από το περιεχόμενό τους, σε συνδυασμό προς την ανυπαρξία άλλων εγγράφων που να πιστοποιούν την καταβολή του μισθού των εργαζομένων σε τραπεζικό τους λογαριασμό, πείθεται το Δικαστήριο ότι οι υπεύθυνες αυτές δηλώσεις εδόθησαν προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως ανταποδεικτικά μέσα έναντι των απαιτήσεων που οποιοσδήποτε εργαζόμενος και όχι μόνον ο εκάστοτε δηλών ήθελε μελλοντικά ασκήσει κατά του εργοδότη του αναζητώντας τις ενδεχομένως μη καταβληθείσες νόμιμες αποδοχές του. Για το λόγο αυτό κρίνεται ότι οι επίμαχες υπεύθυνες δηλώσεις ελήφθησαν σκοπίμως για να χρησιμοποιηθούν και στην παρούσα αντιδικία, γεγονός που τις καθιστά ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα, επειδή παρήχθησαν επίτηδες προς καταστρατήγηση των νομίμων διατυπώσεων για την απόδειξη και την ανταπόδειξη των πραγματικών ισχυρισμών στην πολιτική δίκη και, συνακόλουθα, ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών  τεκμηρίων. Για τον ίδιο λόγο οι επίμαχες υπεύθυνες δηλώσεις δεν δύνανται να αναιρέσουν την αποδεικτική δύναμη των υπ’ αριθμ. …. και …./22.1.2021 ενόρκων υπέρ της ενάγουσας βεβαιώσεων των ιδίων υπαλλήλων της πρώτης και της δεύτερης εναγόμενης, που, κατά τρόπο ευθέως αντίθετο προς τις προηγούμενες δηλώσεις τους, μαρτυρούν ότι οι ίδιες οι βεβαιούσες, όπως και η ενάγουσα, απασχολούνταν ημερησίως επί ώρες περισσότερες από όσες είχαν συμφωνηθεί. Από τις βεβαιώσεις αυτές, που προέρχονται από πρόσωπα που δεν τελούν πλέον σε σχέση εργασιακής εξάρτησης προς τις εναγόμενες και δεν συναρτούν συμφέρον στη διατήρηση της θέσης εργασίας τους, συνδυαζόμενες με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν, συνάγει το Δικαστήριο ότι η ενάγουσα κατά το χρονικό διάστημα της απασχόλησής της στις εναγόμενες παρείχε εργασία επί δεκάωρο ημερησίως, χωρίς να λαμβάνει αμοιβή για την υπερεργασιακή και την παράνομη υπερωριακή απασχόλησή της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στις ίδιες πραγματικές διαπιστώσεις, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούσες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Να σημειωθεί εδώ και ότι με την έφεση δεν αντικρούονται οι παραδοχές της εκκαλουμένης, στις οποίες επιστηρίχθηκε προσθέτως το διατακτικό της, αφενός, περί του ότι η εργασία της ενάγουσας παρεχόταν επί δέκα [10] ώρες ανά εργάσιμη ημέρα, μολονότι η γραπτή συμφωνία της με την πρώτη εναγόμενη, όπως μάλιστα αναγγέλθηκε και στην αρμόδια διοικητική Αρχή, προέβλεπε μερική απασχόλησή της και, συγκεκριμένα, κατά το ωράριο 10:00 – 14:00 και, αφετέρου, περί του ότι κατά την προφορική συμφωνία της με τον …….. είχε αναλάβει την υποχρέωση να εργάζεται με πλήρες (οκτάωρο) ωράριο και, συγκεκριμένα, από 10:00 έως 18:00, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε από το ύψος των απολαβών της, που δεν αμφισβητούνται και είναι συμβατές μόνο με παροχή εργασίας πλήρους (οκταώρου) ωραρίου και όχι περιορισμένου, όπως οι εκκαλούσες ισχυρίζονται. Δεν αντικρούεται επίσης ούτε η παραδοχή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί του ότι με τον τρόπο αυτό (εμφάνιση της εργασίας της ενάγουσας υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης), η πρώτη εναγομένη επιτύγχανε την καταβολή μειωμένων εργοδοτικών εισφορών προς τον οικείο ασφαλιστικό φορέα (ΕΦΚΑ). Περαιτέρω, από την υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου ……/9.3.2021 ανακοίνωση της Υπηρεσίας Γενικού Εμπορικού Μητρώου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιώς προς καταχώρηση στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) προκύπτει ότι κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019 αποχώρησε (εξήλθε εκουσίως) από την πρώτη εναγόμενη εταιρία ο ετερόρρυθμος εταίρος της ………, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα τη λύση της, εφόσον δεν επιτυγχανόταν η είσοδος νέου εταίρου εντός τετραμήνου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 267 του Ν. 4072/2012, η οποία λύση και πράγματι επήλθε στις 23.4.2020, οπότε και τέθηκε σε εκκαθάριση, δεδομένου ότι τέτοια είσοδος δεν είχε μέχρι τότε πραγματοποιηθεί. Εξ αυτών συνάγεται ότι ο μοναδικός εναπομείνας εταίρος της πρώτης εναγόμενης . ….., έχοντας επίγνωση της επικείμενης λύσης της εταιρίας του, στις αρχές του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2020 γνωστοποίησε στους απασχολούμενους στην πρώτη εναγόμενη εταιρία μισθωτούς, μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα, ότι προτίθεται να παύσει τη λειτουργία της και να μεταβιβάσει την επιχείρησή της στη σύζυγό του, που ασκούσε την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα υπό το νομικό ένδυμα ατομικής επιχείρησης με έδρα στο ίδιο ακίνητο στη ….. Αττικής, στο οποίο μέχρι τότε συστεγαζόταν με την πρώτη εναγόμενη. Μάλιστα, στην από 28.5.2020 αίτησή της «για διενέργεια εργατικής διαφοράς», την οποία απηύθυνε προς το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη Αττικής του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η ενάγουσα ανέφερε ενυπογράφως ότι «στις 20.1.2020, αν θυμάμαι καλά, ο ……. μου είπε ότι η εταιρία του “……”, στην οποία εργαζόμουν “πέρασε στα χέρια” της συζύγου του …….., με αποτέλεσμα να μου δημιουργηθεί η εντύπωση ότι εκπρόσωπος της εταιρίας θα ήταν πλέον η . ….». Από αυτά αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα τελούσε σε γνώση της μεταβίβασης της επιχείρησης της μέχρι τότε εργοδότριάς της και πρώτης των εναγομένων στη δεύτερη από αυτές. Προκύπτει δε περαιτέρω ότι εξακολούθησε να παρέχει την εργασία της στην ατομική επιχείρηση της ………, στον ίδιο τόπο, με τα αυτά καθήκοντα και χωρίς μεταβολή των αποδοχών της, μολονότι είχε αντιληφθεί από την αναγραφή στα εταιρικά έγγραφα, των οποίων επιμελούταν την έκδοση, τη μεταβολή της επωνυμίας του εργοδότη της από «…….» σε «.. ……», όπως (……) ήταν το υποκοριστικό της δεύτερης εναγόμενης. Η μεταβολή αυτή, που επήλθε στις 3.2.2020, όπως δεν αμφισβητείται, σε τίποτα, βέβαια, δεν θα επηρέαζε τις γεννημένες ήδη τότε απαιτήσεις της ενάγουσας έναντι της πρώτης εναγόμενης για την καταβολή των νόμιμων δεδουλευμένων αποδοχών της, αφού η τελευταία θα εξακολουθούσε νομίμως να ευθύνεται για την ικανοποίησή τους, ενεχόμενη μάλιστα στο εξής εις ολόκληρον με τη διάδοχό της δεύτερη εναγόμενη, δεδομένου ότι η ταυτότητα και η οργανική ενότητα της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε παρέμεινε αναλλοίωτη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα παρέμενε ενεργής η εργασιακή της σύμβαση, χωρίς να λυθεί ή να λήξει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο μέχρι το χρονικό σημείο της μεταβίβασης. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν είχε κανένα λόγο ούτε και συμφέρον να συμφωνήσει σε οικειοθελή αποχώρησή της (παραίτηση) από την πρώτη εναγόμενη και επαναπρόσληψή της από τη δεύτερη ούτε και επιβεβαιώνεται ότι κάτι τέτοιο της προτάθηκε και το αποδέχθηκε ή το απέρριψε, όπως άλλωστε θα αναμενόταν να πράξει οποιοσδήποτε εργαζόμενος στη θέση της, έχοντας επίγνωση του ότι ενδεχόμενη παραίτησή του πριν την μεταβίβαση της εργοδότριάς του επιχείρησης και πριν την επαναπρόσληψή του από το διάδοχό της θα τον αποστερούσε από τα πλεονεκτήματα που του εξασφαλίζει η κείμενη εργατική νομοθεσία, για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω. Για τους ίδιους λόγους δεν θα ήταν εύλογο ούτε αναμενόμενο από έναν εργαζόμενο να αποδεχθεί (χωρίς αντίδραση) την εργοδοτική καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης από τον μεταβιβάζοντα την επιχείρησή του και την επαναπρόσληψή του από το διάδοχό του, αφού και τότε η ενέργειά του θα τον αποστερούσε από τη δυνατότητα επιδίωξης των γεννημένων πριν την μεταβίβαση της εργοδότριας επιχείρησης απαιτήσεών του από τον προς ον η μεταβίβαση νέο εργοδότη. Παρά ταύτα, εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι στις 31.1.2020 συμπληρώθηκε και υποβλήθηκε στο κατάστημα ΚΠΑ2 Νίκαιας του ΟΑΕΔ έντυπο καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, το οποίο εμφάνιζε την πρώτη εναγόμενη να έχει καταγγείλει τη σύμβαση της ενάγουσας, φέρον την υπογραφή της κάτω από την ένδειξη «έλαβα γνώση της απόλυσής μου χωρίς προειδοποίηση» και ότι στις 3.2.2020 συμπληρώθηκε και υποβλήθηκε στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νίκαιας έτερο έντυπο (αναγγελίας πρόσληψης), το οποίο εμφάνιζε την ενάγουσα να έχει προσληφθεί από την ατομική επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης, φέρον την υπογραφή της κάτω από την ένδειξη «έλαβα γνώση των ανωτέρω και παρέλαβα αντίγραφο». Οι υπογραφές αυτές πείθεται το Δικαστήριο ότι δεν τέθηκαν από την ενάγουσα, η οποία δεν είχε κανένα λόγο να αποδεχθεί ούτε την καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, δεδομένου ότι δεν είχε εξοφληθεί ως προς τις ληξιπρόθεσμες τότε δεδουλευμένες αποδοχές της και δεν έλαβε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως ούτε την επαναπρόσληψή της από τη δεύτερη εναγόμενη, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό θα την απάλλασσε από την εις ολόκληρον ευθύνη της για τις προς αυτήν οφειλές της προκατόχου της. Οι ίδιες υπογραφές τέθηκαν από το …… ή τη δεύτερη εναγόμενη σύζυγό του, που είχαν κάθε συμφέρον προς τούτο ή από τρίτο πρόσωπο κατ’ εντολήν τους και, πάντως, χωρίς την άδεια, τη συγκατάθεση ή την έγκριση της ενάγουσας. Η ίδια μεθόδευση ακολουθήθηκε άλλωστε και στην περίπτωση της μάρτυρα . …., όπως προκύπτει από τα αντίστοιχα έντυπα με ημερομηνίες 31.1.2020 και 3.2.2020, που φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή της, την γνησιότητα της οποίας η ίδια αρνείται στην υπ’ αριθμ. ………/22.1.2021 ένορκη βεβαίωσή της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, έστω με ελλιπέστερες αιτιολογίες, οι οποίες πάντως συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και το νόμο εφάρμοσε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, της ένδικης έφεσής τους είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

VII. Περαιτέρω, οι εκκαλούσες δεν αποδίδουν άλλο σφάλμα στην εκκαλούμενη απόφαση, καθώς δεν αμφισβητούν την ορθότητα των αριθμητικών υπολογισμών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσον αφορά τα περιουσιακής φύσεως κονδύλια της αγωγής ούτε προσβάλλουν την κρίση του ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε στην ενάγουσα για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία των αντιδίκων της. Επειδή, επομένως, έτερος λόγος προς έρευνα δεν προβάλλεται, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, σε βάρος των εκκαλουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Σημειώνεται ότι το κατατεθέν παράβολο δεν θα αποδοθεί, παρά το αχρεώστητο της πληρωμής της αξίας του, ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και την απορρίπτει κατ’ ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Οκτωβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ