ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 58/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————————–
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση του εν όλω ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 4661/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολό της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας η σε βάρος της εφεσίβλητης – ναυτικής εταιρίας – ασκηθείσα από 16.5.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγή του, διώκουσα την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών από προφορικά καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση της οποίας ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε, με την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού, σε πλοίο, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, κατά το εκτιθέμενο στο αγωγικό δικόγραφο χρονικό διάστημα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 21.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …..) προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 25.10.2017 (όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 21.11.2017, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015), και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με την από 16.5.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του φορτηγού – οχηματαγωγού πλοίου «Τ», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.631,02 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, οφείλεται σ’αυτόν, λόγω της απασχόλησής του επί 12 ώρες ημερησίως (καθημερινές, αργίες, Σάββατα και Κυριακές) σε δύο εξάωρες φυλακές, στο ανωτέρω πλοίο, που εκτελούσε πλόες μεταξύ διαφόρων λιμένων εσωτερικού, μεταφέροντας φοργηγά οχήματα, υπό την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού, σε εκτέλεση μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, κατά το χρονικό διάστημα από 18.3.2015 έως 16.11.2015, όταν και λύθηκε η εργασιακή του σύμβαση «αμοιβαία συναινέσει», αντί των καθοριζομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων που ορίσθηκε εφαρμοστέα εν προκειμένω κατά τη σύναψη της σύμβασης, αποδοχών και όρων, ως 1) μισθό ενεργείας της ειδικότητάς του, 2) επίδομα Κυριακών, 3) επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, όπως καθορίζονται από την τότε ισχύσασα Σ.Σ.Ν.Ε., 4) ειδικό επίδομα του άρθρου 8 παρ.2 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε., 5) ειδικό επίδομα συντήρησης ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού του άρθρου 8 παρ.14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., 6) αποζημίωση μη πραγματοποιηθείσης αδείας, 7) αντίτιμο τροφής, 8) αμοιβή υπερωριακής του απασχόλησης επί 166 καθημερινές και επί 35 Κυριακές του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, ήτοι επί 201 ημέρες, κατά 4 ώρες καθημερινά πλέον του καθοριζομένου από την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. ημερησίου ωραρίου των 8 ωρών, και συνολικά κατά 804 ώρες, 9) αμοιβή υπερωριακής εργασίας του κατά 12 ώρες επί 34 Σάββατα και 9 αργίες του ως άνω χρονικού διαστήματος, ήτοι κατά 516 ώρες συνολικά, επί 43 ημέρες, 10) αναλογία δώρου Πάσχα του έτους 2015 και 11) αναλογία δώρου Χριστουγέννων του ιδίου έτους, κατόπιν αφαίρεσης από το ποσό των 40.456,02 ευρώ, το οποίο δικαιούται συνολικά για τις προεκτεθείσες αιτίες, του συνολικού ποσού των 18.825 ευρώ, που έχει ήδη εισπράξει από την εναγόμενη έναντι της σε βάρος της ως άνω απαίτησής του από τη σύμβαση ναυτολόγησής του, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η προκύπτουσα διαφορά των 21.631,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, από τότε που έκαστο των επιμέρους κονδυλίων της αξίωσής του, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την απόλυσή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 4661/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθώς, όπως έγινε δεκτό, διά του τρόπου που εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής η επίδικη απαίτηση, και συγκεκριμένα διά της αφαίρεσης από το ποσό των αποδοχών, που φέρεται ότι συνολικά δικαιούται ο ενάγων για το χρονικό διάστημα της εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, του συνολικού χρηματικού ποσού, το οποίο συνομολογείται ότι έχει ήδη λάβει από την αντίδικό του, με αποτέλεσμα να ζητείται να του καταβληθεί η διαφορά των 21.631,02 ευρώ, δεν προκύπτει ποια είναι τα χρηματικά ποσά, που έχει καταβάλει στον ενάγοντα η εναγόμενη «για καθένα από τα επιμέρους αγωγικά κεφάλαια (τακτικές μηνιαίες αποδοχές, αμοιβή υπερωρίας, δώρα εορτών), χωριστά, και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολό τους, ώστε όχι μόνο η εναγόμενη να μη δύναται να αμυνθεί κατά των αξιώσεων αυτών, αλλά ούτε από την απόφαση του Δικαστηρίου, που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς, κατ’είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιόν του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή και ποιες κατ’είδος απαιτήσεις έχουν εξοφληθεί με τις ανωτέρω καταβολές». Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων, έχοντας έννομο συμφέρον ως εν όλω ηττηθείς στον πρώτο βαθμό διάδικος, με την κρινόμενη έφεσή του, ζητώντας με το μοναδικό λόγο αυτής, που στο σύνολό του εκτιμώμενος, ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του περί της απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, και συνακόλουθα, απαράδεκτης, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή η αγωγή του ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, για να είναι ορισµένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117- 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεµελιώνουν σύµφωνα µε τον νόµο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγοµένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειµένου της διαφοράς και γ) ορισµένο αίτηµα. Ειδικότερα, για να είναι ορισµένη η αγωγή του απασχολούμενου µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου µισθωτού, µε την οποία ζητούνται διαφορές µεταξύ των αποδοχών τις οποίες ο εργαζόµενος δικαιούται, κατ’ εφαρµογή ΣΣΕ ή ΔΑ ή µε βάση τον νόµο και εκείνων που του καταβλήθηκαν, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην άλλων, οι αποδοχές που αυτός δικαιούται με χωριστή αναφορά στον βασικό μισθό και τα τυχόν επιδόματα που αυτός δικαιούται κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και εκείνες τις οποίες αυτός έλαβε, ώστε να προκύπτει υπέρ αυτού η αιτούμενη διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστηµα. Δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής η αναγραφή των ποσών που ο ενάγων μισθωτός έλαβε από τον εναγόμενο εργοδότη του χωριστά για κάθε ένα επί μέρους αγωγικό κονδύλιο (βασικός μισθός, επιδόματα κλπ), διότι οι καταβολές αυτές θεμελιώνουν κατά το άρθρο 416 του ΑΚ ένσταση εξόφλησης του εναγόμενου εργοδότη. Η δε αναφορά στο δικόγραφο της αγωγής του συνόλου του ποσού που λήφθηκε, ενέχει καθ’ υποφοράν άρνηση του ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου εργοδότη περί περαιτέρω καταβολών και δεν καθιστά αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη την αγωγή, στην οποία αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι των αγωγικών αξιώσεων, χωρίς επιμερισμό των καταβολών κατά κονδύλιο. Και τούτο διότι οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του μισθωτού από διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεων του ενάγοντος που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ότι καταβλήθηκε και κατά συνέπεια δε ζητείται από τον ενάγοντα (ΑΠ 424/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα από τα άρθρα 111 παρ.2,118 εδ.4 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται σαφώς ότι σε κάθε αγωγή το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων στοιχείων με ποινή απαραδέκτου, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η περιγραφή αυτή συντελείται με την έκθεση όλων εκείνων των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά το νόμο το αγωγικό δικαίωμα και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Εξάλλου κατά το άρθρο 338 παρ.1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Κατά δε το άρθρο 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους, αν προβάλει απόσβεση αυτού με καταβολή φέρει το βάρος απόδειξης της καταβολής αυτής, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, καθόσον αυτό εξυπακούεται, αφού γι’ αυτό μόνον είναι η διαφορά. Μόνο αν ο δανειστής ενάγων αντιλέγει με αντένσταση ότι η προβαλλόμενη από τον εναγόμενο οφειλέτη καταβολή αφορά όχι το επίδικο, αλλά άλλο χρέος του προς αυτός, τότε υποχρεούται ο μεν δανειστής ενάγων να αποδείξει, αν αρνείται ο εναγόμενος οφειλέτης την ύπαρξη του άλλου χρέους, τα παραγωγικά αυτού γεγονότα, ο δε εναγόμενος οφειλέτης να αποδείξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επίδικου χρέους, είτε βάσει μονομερούς προς αυτόν καθορισμού του εξοφλητέου από τα περισσότερα χρέη προς το δανειστή, είτε βάσει της διάταξης του άρθρου 422 εδαφ.α του ΑΚ. Από τα παραπάνω συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι εφόσον ο εναγόμενος οφειλέτης φέρει το βάρος για την απόδειξη της καταβολής της παροχής κατ’ ένσταση, δεν απαιτείται η μνεία αυτής στην αγωγή. Εάν όμως γίνει ως εκ περισσού, ενέχει καθ’υποφορά άρνηση άλλων περαιτέρω καταβολών. Έτσι η αγωγή, στην οποία τυχόν αναφέρονται συνολικές μόνο καταβολές έναντι της αγωγικής αξίωσης, χωρίς επιμερισμό τους κατά κονδύλιο, δεν πάσχει από αοριστία (ΑΠ 1171/2007 ΕΕργΔ 2009.258, ΑΠ 1405/2006, ΑΠ 895/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 965/1998 ΕλλΔνη 1999.315). Κατά συνέπεια η παράλειψη της μνείας του ύψους των εν λόγω καταβολών χωριστά για κάθε κονδύλιο, δεν επάγεται αδυναμία άμυνας του εναγομένου εργοδότη, αφού οι καταβολές αυτές στηρίζουν ισχυρισμό αυτού περί ολικής ή μερικής εξόφλησης (άρθ. 416 και 422 εδαφ.α΄του ΑΚ) και όχι ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο του είδους και ποσού της διαφοράς που κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου σε τυχόν νέα δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων που προφανώς αφορά τις αυτές κατ’ είδος αξιώσεις της ιδίας χρονικής περιόδου, αφού το δεδικασμένο καλύπτει και την ύπαρξη του σχετικού δικαιώματος που καταλύθηκε με την καταβολή, οπότε η σχετική σύγκριση θα γίνει με βάση το είδος και το ύψος των επί μέρους απαιτήσεων, πριν την πιο πάνω αφαίρεση. Η ως άνω αναφορά όμως στο συνολικώς καταβληθέν ποσό καθιστά αόριστο το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επί μέρους οφειλή κατέστη απαιτητή κατ’άρθρο 341 του ΑΚ, αφού μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν είναι πλέον εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, επί της οποίας γεννώνται τόκοι από τότε που αυτή κατέστη απαιτητή, χωρίς βεβαίως τούτο να αποκλείει την σε κάθε περίπτωση εμπεριεχομένη στο ως άνω παρεπόμενο αίτημα επιδίκαση τόκων από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 του ΑΚ) ή από την τυχόν προηγηθείσα αυτής όχληση για την καταβολή των διαφορών (άρθρο 340 του ΑΚ) ή από το τέλος κάποιου χρονικού σημείου (πχ. από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν οι διαφορές αποδοχών), εφόσον τούτο καθίσταται εφικτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1004/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (Βερνάρδος, Το Δίκαιο της Ναυτικής Εργασίας, σελ. 99, ΕφΠειρ 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Δεν αποτελεί, όμως, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών, είτε υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση ναυτικού κατά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωρίας κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002 ΠειρΝομ 2002.479), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος), ούτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών και των ωρών της ημέρας, κατά τις οποίες ο ναυτικός απασχολήθηκε υπερωριακά, ούτε ο αριθμός των ημερών αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, (ΑΠ 1600/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016, 321/2016, 218/2016, 369/2016, 22/2015, 28/2015, 191/2015, 323/2015, 376/2015, 442/2015, 528/2015, 553/2015, 739/2015, 590/2014, 168/2014 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2007.385). Σε κάθε άλλη περίπτωση αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας κατά μήνα ή κατά μέσο όρο ανά μήνα (ΕφΠειρ 901/2002 ΠειρΝομ 2003.70). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των ως άνω γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 655 και 341 του ΑΚ ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαρκούσης της συμβάσεως διαστήματα, καταβάλλεται στο τέλος κάθε διαστήματος, εντόκως από τη δήλη αυτή ημέρα. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη της. Συνεπώς δήλη ημέρα καταβολής, με μόνη την πάροδο της οποίας ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρο 345 εδαφ. α΄του ΑΚ), τάσσεται από τον νόμο σε κάθε περίπτωση ο χρόνος λύσης και της σύμβασης ναυτικής εργασίας, και η 21/12 για το επίδομα Χριστουγέννων εάν η σύμβαση ναυτικής εργασίας λυθεί ενωρίτερα (άρθρο μόνο παρ.11 της υπ’αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς», ΦΕΚ Β΄ 1/07.01.1982, βλ.σχετ. ΜονΕφΠειρ 138/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση η αγωγή με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένη και περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση του ενάγοντος να αναφέρει τα ποσά που έλαβε από την εναγομένη χωριστά για κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο, διότι οι εν λόγω καταβολές θεμελιώνουν ένσταση εξόφλησης εκ μέρους της εναγομένης, η δε αναφορά του συνολικά καταβληθέντος στον ενάγοντα για τις αιτίες αυτές ποσού ενέχει καθ’υποφοράν με το αγωγικό δικόγραφο άρνηση του ισχυρισμού της εναγομένης περί άλλων περαιτέρω καταβολών, και δεν καθιστά αόριστη, και ως εκ τούτου, απαράδεκτη την αγωγή, αφού οι καταβολές αυτές αποτελούν μέρος του συνόλου των αξιώσεων του ενάγοντος από τις διάφορες αιτίες, που θεμελιώνουν και την ιστορική βάση της αγωγής του, από το άθροισμα δε όλων των επίδικων απαιτήσεών του, που θα προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία και αποτελούν το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, θα αφαιρεθεί το συνολικό ποσό που στην αγωγή αναγράφεται ως καταβληθέν, και, επομένως, δε ζητείται απ’αυτόν, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε με την εκκαλούμενη απόφασή του την ένδικη αγωγή για το λόγο αυτό ως αόριστη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, ως εκ τούτου και ο λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι η ανωτέρω κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν είναι ορθή, πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, και, συνακόλουθα, και η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής στην ουσία της η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ). Σημειωτέον ότι εν προκειμένω, η αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο φορτηγό/οχηματαγωγό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως Γ΄Μηχανικός, αντί των καθοριζομένων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ όρων και αποδοχών για τα μέλη των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες του επί 12 ώρες καθημερινά κατά το ειδικότερα αναφερόμενο χρονικό διάστημα, και με την οποία ζητεί να του καταβληθούν, μεταξύ άλλων, αμοιβή για υπερωριακή εργασία του κατά συνολικά 166 καθημερινές και 35 Κυριακές του ανωτέρω διαστήματος επί 4 ώρες πλέον του καθοριζομένου στην συμφωνηθείσα με την εναγόμενη ως εφαρμοστέα στη σύμβαση ναυτολόγησής του ΣΣΝΕ ημερησίου ωραρίου των 8 ωρών, και συνολικά για 804 ώρες υπερωριακής απασχόλησης, καθώς και επί 12 ώρες κατά 34 Σάββατα και 9 αργίες του επίδικου χρονικού διαστήματος, και συνολικά για 516 ώρες υπερωριακής εργασίας, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ειδικώς δε, εκτίθενται σαφώς οι ώρες απασχόλησης του ενάγοντος στην εργασία της ειδικότητάς του στο αναφερόμενο φορτηγό πλοίο, από τις οποίες, σε αντιπαραβολή με τα νόμιμα όρια εργασίας του, συνάγεται ευθέως η υπερωριακή εργασία του, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής όσον αφορά το εν λόγω κονδύλιο εκτίθεται ο συνολικός αριθμός των ωρών υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ως το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του αριθμού των ωρών, που αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά, επί του συνολικού αριθμού των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, κατά τις οποίες παρείχε υπερωριακή εργασία εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν κατά τη διάρκεια της υπερωριακής απασχόλησής του, ούτε ειδικότερος προσδιορισμός των συγκεκριμένων ημερών και ωρών της ημέρας, κατά τις οποίες αυτός απασχολήθηκε υπερωριακά, του προσώπου, που του έδωσε τη σχετική εντολή, των δρομολογίων, που εκτέλεσε το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, καθώς και των ημερών, κατά τις οποίες το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, τα οποία δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο αγωγής ναυτικού, διώκουσας την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων της εναγομένης απορριπτομένων ως αβασίμων. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 54,και 60 του ΚΙΝΔ, 341,345,346,648,655 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.5./1/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ υπ’αριθμ. 1664/24.6.2014, τεύχος Β΄), που, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή συμφωνήθηκε με την εναγόμενη να διέπει τους όρους και τις αποδοχές της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, όπερ συνομολογείται και από την εναγόμενη, και ισχύει για το επίδικο χρονικό διάστημα, στις δατάξεις του άρθρου μόνου της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7.01.1982), καθώς και στα άρθρα 176 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, το οποίο απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο, διότι, μετά την αφαίρεση του συνολικά καταβληθέντος ποσού από το άθροισμα των επί μέρους διαφορετικών αξιώσεων του ενάγοντος, δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του ύψους της κάθε επί μέρους οφειλής της εναγομένης κατά κεφάλαιο, αναλόγως της αιτίας αυτής, ώστε να μπορούν να υπολογισθούν τόκοι από τότε που έκαστο κονδύλιο κατέστη απαιτητό, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ενώ νόμιμα είναι το επικουρικό αίτημα περί τοκοφορίας της απαίτησης του ενάγοντος ως προς το σύνολο των αιτουμένων κονδυλίων από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας του, που, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, έλαβε χώρα στις 16.11.2015, καθώς και το επικουρικότερο από την επίδοση της αγωγής, με την επισήμανση ότι η αξίωση του ενάγοντος για την επιδίκαση του αναλογούντος στο χρόνο, που διήρκησε η ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγομένης, τμήματος από το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015 καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και, επομένως, τοκοφόρα στις 21.12.2015, που ορίζεται στην προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 70109/ 8008/14.12.1982 Υπουργική Απόφαση ως δήλη ημέρα καταβολής του, μετά την παρέλευση της οποίας οφείλονται τόκοι υπερημερίας, εφόσον η εργασιακή του σύμβαση φέρεται στην αγωγή ότι λύθηκε ενωρίτερα, σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πρέπει, επομένως, η αγωγή κατά τα λοιπά, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενόψει του ότι έχει καταβληθεί από τον ενάγοντα το προσήκον στο αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ΣΣΝΕ, των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.5./1/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου (ΦΕΚ υπ’αριθμ.1664/24.6.2014, τεύχος Β΄), και τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 735/2006, ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ. 567/2005, ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 της εν λόγω ΣΣΝΕ. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 της ιδίας ΣΣΝΕ εξευρίσκεται δια της διαιρέσεως του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Επίσης,από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β` 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων εορτών λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα του χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004.212 = ΕΝαυτΔ 2003.345, ΜονΕφΠειρ 430/2014, ΜονΕφΠειρ 361/2014, ΜονΕφΠειρ 56/2014, ΜονΕφΠειρ 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝαυτΔ 2009.273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 647/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 412/2014, ο.π.) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΕφΠειρ 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ 57/2015, 442/2015, 603/2015, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης ………….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, απομαγνητοφωνηθείσα, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) την προσκομιζόμενη κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, εξετασθέντος μάρτυρος …………, η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί, σύμφωνα με την ωσαύτως προσαγόμενη υπ’αριθμ…… έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……., περιέχεται δε στην υπ’ αριθμ………ένορκη βεβαίωση, δοθείσα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και την επίσης προσκομιζόμενη κατάθεση κατάθεση του εκτός δίκης, με πρωτοβουλία της εναγομένης, εξετασθέντος μάρτυρος ………., η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί, σύμφωνα με την προσαγόμενη υπ’αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή …………, περιέχεται δε στην υπ’αριθμ…… ένορκη βεβαίωση, δοθείσα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Σε εκτέλεση προσυμφώνου εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε προφορικά μεταξύ του ενάγοντος, ο οποίος τυγχάνει Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος ναυτικού φυλλαδίου με αριθμό μητρώου ……, στις 18.3.2015, στον Πειραιά, και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού/οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «Τ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., καθαρής ολικής χωρητικότητας 1.517.80 κόρων, ο ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο και ναυτολογήθηκε μέσω του πλοιάρχου του με την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων όρων και αποδοχών, όπερ συνομολογείται από την εναγόμενη, απασχολήθηκε δε συνεχώς σ’αυτό έκτοτε και μέχρι την 1η.4.2015, όταν και απολύθηκε λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο. Αποδείχθηκε επίσης ότι αυθημερόν (την 1η.4.2015) ναυτολογήθηκε εκ νέου στον Πειραιά στο ανωτέρω πλοίο με τους ίδιους όρους και εργάσθηκε συνεχώς σ’αυτό μέχρι και τις 30.9.2015, όταν και απολύθηκε για το λόγο, που έχει ήδη αναφερθεί, καθώς και ότι την ίδια ημέρα επαναναυτολογήθηκε στον Πειραιά και πάλι με τους αυτούς όρους και συνθήκες στο εν λόγω πλοίο, στο οποίο και υπηρέτησε με την ίδια ειδικότητα μέχρι τις 16.11.2015, οπότε και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου. Καθόλη τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο προαναφερθέν πλοίο οι αποδοχές και οι όροι της εργασίας του διέπονταν, κατά τα μεταξύ αυτού και της εναγομένης συμφωνηθέντα, από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.5./1/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ. υπ’αριθμ. 1664/24.6.2014, τεύχος Β΄). Αποδείχθηκε επίσης ότι το εν λόγω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα, που ο ενάγων ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε σ’αυτό ως Γ΄Μηχανικός, εκτελούσε σχεδόν καθημερινά, συνεχώς και ανελλιπώς, μακρινούς πλόες, συνολικής διαρκείας 48 ωρών, που εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας, πάντοτε με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά και προορισμό διάφορους λιμένες του εσωτερικού, και δη της Κρήτης, των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων (Ρέθυμνο, Χανιά, Ρόδο, Θήρα), με προσέγγιση κατά τη διάρκεια του εκάστοτε δρομολογίου του διαφόρων ενδιάμεσων λιμένων, και με επιστροφή στη συνέχεια στο λιμένα του Πειραιά, μεταφέροντας φορτηγά οχήματα, με σύντομα διαστήματα παραμονής μεταξύ των πλόων στον ανωτέρω λιμένα της αφετηρίας του, συνήθως άπαξ εβδομαδιαίως, που σπανίως υπερέβαιναν τις 48 ώρες, και ως επί το πλείστον διαρκούσαν σχεδόν ένα 24ωρο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών του μηχανοστασίου του πλοίου, το οποίο, έχοντας ναυπηγηθεί το έτος 1971, και κατασκευασθεί ώστε να μεταφέρει μεγάλο αριθμό οχημάτων βαρέως τύπου (50 φορτηγά), αλλά και να ταξιδεύει κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, πραγματοποιούσε συνεχώς δρομολόγια, με προσέγγιση πολλών λιμένων στο ενδιάμεσο προ του κατάπλου του στον εκάστοτε λιμένα προορισμού, εκτελούσε καθημερινά στο χώρο του μηχανοστασίου, εναλλάξ με το Β΄Μηχανικό, ως αξιωματικός μηχανής, ομού μετά του εκάστοτε μηχανοδηγού, που τον συνεπικουρούσε, ως μέλος του κατώτερου πληρώματος της μηχανής, για να ανταποκρίνεται στο φόρτο εργασίας, δύο υπηρεσίες φυλακής (βάρδιες), διάρκειας εκάστης 6 ωρών, είτε το πλοίο βρισκόταν εν πλω, είτε ήταν ελλιμενισμένο, οπότε πραγματοποιούτο σ’αυτό εργασίες συντήρησης και επισκευής των μηχανών του, ώστε να παραμένει αξιόπλοο, λόγω της ηλικίας του, αλλά και των συχνών πλόων, με αποτέλεσμα η ημερήσια απασχόλησή του να ανέρχεται σε 12 ώρες. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις, τόσο του εξετασθέντος εκτός δίκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς μάρτυρος του ενάγοντος …………, όσο και του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μάρτυρος της εναγομένης ………., αμφότεροι οι οποίοι, έχοντας ίδιαν αντίληψη και γνώση περί του ημερησίου ωραρίου εργασίας του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, καθώς κατά το επίδικο χρονικό διάστημα είχαν επίσης ναυτολογηθεί και απασχολούντο σ’αυτό, και μάλιστα ως μέλη του πληρώματος της μηχανής του, με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄και του Α΄Μηχανικού αντίστοιχα, αναφέρουν, ο μεν πρώτος ρητώς και κατηγορηματικώς, ο δε δεύτερος εμμέσως, πλην σαφώς, ότι ο ενάγων, όπως και ο Β΄Μηχανικός, εκτελούσαν σε καθημερινή βάση δύο εξάωρες βάρδιες ο καθένας στο μηχανοστάσιο του πλοίου, αφού ο εκ των μαρτύρων Α΄Μηχανικός δε πραγματοποιούσε τέτοια υπηρεσία, όπερ, άλλωστε, κατέθεσε και ο ίδιος, και δεν αναιρείται πειστικά από τα όσα επί της υπόθεσης αναφέρει ο επίσης εξετασθείς εκτός δίκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά μάρτυρας της εναγομένης . .. ., ο οποίος καταθέτει λόγω της ιδιότητάς του ως υπεύθυνος πληρωμάτων της πλοιοκτήτριας εταιρίας και δε γνωρίζει εξ ιδίων τα των συνθηκών εργασίας των ναυτικών του μηχανοστασίου του συγκεκριμένου πλοίου. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι στο εν λόγω πλοίο κατά την ίδια χρονική περίοδο είχαν ναυτολογηθεί και υπηρετούσαν ως αξιωματικοί μηχανής τρεις μηχανικοί με την ειδικότητα του Α΄, Β΄ και Γ΄ Μηχανικού, αλλά και τρεις μηχανοδηγοί ως κατώτερο πλήρωμα μηχανής, όπερ καταδεικνύει και τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες του σε ναυτικούς του μηχανοστασίου του, δικαιολογεί διαφορετική κρίση περί του ημερησίου ωραρίου εργασίας του ενάγοντος, καθόσον ο Α΄Μηχανικός, ως Προϊστάμενος Αξιωματικός του μηχανοστασίου δεν εκτελούσε υπηρεσία φυλακής, ούτε οι μηχανοδηγοί μόνοι τους, χωρίς αξιωματικό μηχανικό παρόντα, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Επομένως, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά στο πλοίο της εναγομένης υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, με αποτέλεσμα να δικαιούται αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων για το χρονικό διάστημα από 18.3.2015 έως 16.11.2015, ήτοι των 244 ημερών, ή των 8,13 μηνών, (244:30=8,13) της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο δικαιούται να λάβει από την πλοιοκτήτρια αυτού – εναγόμενη: 1) Για βασικό μηνιαίο μισθό ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ.1 και στο στοιχείο Β.Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου της εν προκειμένω εφαρμοστέας ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού, το συνολικό ποσό των 11.969,14 ευρώ (1.472,22 ευρώ ο προβλεπόμενος μηνιαίος μισθός ενεργείας της συγκεκριμένης ειδικότητας Χ 8,13 μήνες =11.969,14 ευρώ). 2) Ως ιδιαίτερη μηνιαία αμοιβή του για τις Κυριακές του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 1παρ.3, ειδικότερα για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού στο στοιχείο Β.Β.αριθμ.4 του ιδίου άρθρου και στο άρθρο 6 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε., και καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα του πλοίου και για όλες τις Κυριακές του μήνα για την μέχρι του οκταώρου εργασία, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, ανεξαρτήτως της παροχής εκ μέρους του πληρώματος ή μη υπηρεσίας κατά τις ημέρες αυτές στο συνολικό ποσό των 2.633,22 ευρώ (323,89 ευρώ η προβλεπόμενη μηνιαία ιδιαίτερη αμοιβή των Κυριακών Χ 8,13 μήνες =2.633,22 ευρώ). 3) Ως ειδικό μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 8 αριθμ.13 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., για όλο το πλήρωμα του πλοίου, το συνολικό ποσό των 286,33 ευρώ (35,22 ευρώ, όπως το ύψος του επιδόματος αυτού καθορίζεται ανά μήνα στο εν λόγω άρθρο Χ 8,13 μήνες =286,33 ευρώ). 4) Ως ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ.2 στοιχείο δ΄της ανωτέρω ΣΣΝΕ, και ανέρχεται στο ποσό των 29,60 ευρώ μηνιαίως το συνολικό ποσό των 240,65 ευρώ (29,60 ευρώ Χ 8,13 μήνες =240,65 ευρώ). 5) Ως ειδικό μηνιαίο επίδομα, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 8 αριθμ.14 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. χορηγείται στους αξιωματικούς μηχανής των σ’αυτό αναφερομένων ειδικοτήτων, μεταξύ δε τούτων και στο Γ΄Μηχανικό, για τη συντήρηση του ξενοδοχειακού και υδραυλικού εξοπλισμού και την εκτέλεση των σωληνουργικών εργασιών του πλοίου, και καθορίζεται σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 παρ.1 της ιδίας ΣΣΝΕ, το συνολικό ποσό των 837,88 ευρώ (1.472,22 ο προβλεπόμενος μισθός ενεργείας γα την ειδικότητα του ενάγοντος Χ 7% =103,06 ευρώ μηνιαίως Χ 8,13 μήνες = 837,88 ευρώ). 6) Ως αποζημίωση λόγω του γεγονότος της μη χορήγησης στον ενάγοντα εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του των ημερών αδείας, που εδικαιούτο (5 για κάθε μήνα υπηρεσίας), κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., υπολογιζόμενη επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας του, πλέον του μηνιαίου επιδόματος Κυριακών, το συνολικό ποσό των 3.318,75 ευρώ (1.472,22 ευρώ ο μηνιαίος μισθός ενεργείας της ειδικότητας του Γ΄Μηχανικού + 323,89 ευρώ το μηνιαίο επίδομα Κυριακών = 1.796,11 ευρώ Χ 1/22 Χ 5 ημέρες =408,21 ευρώ μηνιαίως Χ 8,13 μήνες). 7) Ως αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας (5 μηνιαίως) του χρονικού διαστήματος, κατά το οποίο ο ενάγων εργάσθηκε στο πλοίο της εναγομένης, δυνάμει καταρτισθείσης μεταξύ τους σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, το οποίο (αντίτιμο τροφής) περιλαμβάνεται στην αποζημίωση της μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 παρ.2, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., εκ των οποίων στο άρθρο 3 το ημερήσιο αντίτιμο τροφής των ναυτικών καθορίζεται στο ποσό των 19,21 ευρώ το συνολικό ποσό των 780,89 ευρώ (19,21 ευρώ Χ 5 ημέρες αδείας το μήνα = 96,05 ευρώ Χ 8,13 μήνες=780,89 ευρώ). 8) Βάσει των σχετικών ρυθμίσεων της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (άρθρα 11, 13 και 18), ο ενάγων για την προαναφερθείσα υπερωριακή απασχόλησή του, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, μη συνυπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος από την 1η έως την 6η Νοεμβρίου του έτους 2015 (που περιλαμβάνει 1 Κυριακή και 5 καθημερινές), κατά το οποίο δεν εργάσθηκε λόγω συμμετοχής του στην προκηρυχθείσα απεργία της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.), δικαιούται να λάβει ως πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής εργασίας: Α) Για τις καθημερινές και Κυριακές του χρονικού αυτού διαστήματος το συνολικό ποσό των 8.299,2 ευρώ (161 καθημερινές + 34 Κυριακές = 195 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωριακής (πέραν του 8ώρου) εργασίας ημερησίως = 780 ώρες Χ 10,64 ευρώ, που προβλέπεται από την εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του Γ΄Μηχανικού κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές = 8.299,2 ευρώ), και Β) για τα Σάββατα και τις αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος, όπως οι ημέρες αργίας καθορίζονται στο άρθρο 18 της αυτής ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., το συνολικό ποσό των 6.431,04 ευρώ (33 Σάββατα και 9 αργίες = 42 ημέρες Χ 12 ώρες εργασίας του ημερησίως = 504 ώρες Χ 12,76 ευρώ, που προβλέπεται από την λόγω ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του Γ΄ Μηχανικού των συγκεκριμένων πλοίων κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά τις οποίες η απασχόλησή του θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, κατά τα προεκτεθέντα = 6.431,04 ευρώ). 9) Για αναλογία επιδόματος Πάσχα του έτους 2015, κατά το οποίο η εργασιακή του σχέση δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου μέχρι και την 30η Απριλίου του ανωτέρω έτους, αλλά από την 18η.3.2015 έως την 30η.4.2015, ήτοι επί 44 ημέρες, άλλως επί 8,13 μήνες, κατά τα προεκτεθέντα, άλλως επί 5,5 οκταήμερα (44 : 8), δικαιούται το ποσό των 784,63 ευρώ [1.472,22 ευρώ ο μισθός ενεργείας του + 323,89 ευρώ το επίδομα Κυριακών + 35,22 ευρώ το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας + 29,60 ευρώ + 103,06 ευρώ τα ειδικά επιδόματα του άρθρου 8 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. για την ειδικότητα του Γ΄Μηχανικού + 408,21 ευρώ + 96,05 ευρώ οι αποδοχές μη χορηγηθείσης σ’αυτόν αδείας μετά του αντιτίμου τροφής 5 ημερών + 1.811,83 ευρώ ο μέσος όρος της αμοιβής των υπερωριών του (14.730,24 ευρώ το σύνολο της αμοιβής των υπερωριών του κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του {8.299,2 ευρώ η αμοιβή του για υπερωριακή του απασχόληση κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές + 6.431,04 ευρώ η αμοιβή του για την εργασία του επί 12ωρο κατά τα Σάββατα και τις αργίες κατά τα προεκτεθέντα} : 8,13 μήνες διάρκειας της σύμβασης ναυτολόγησής του) = 4.280,08 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, μη συνυπολογιζομένου σ’αυτές του ποσού του ημερησίου αντιτίμου τροφής 30 ημερών, επειδή για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του, επί των οποίων πρέπει να υπολογισθούν τα οφειλόμενα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα), ούτε ο ίδιος ο ενάγων το επικαλείται στην αγωγή του και δεν το συνυπολογίζει (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 620/2014, ΜονΕφΠειρ 412/2014, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος) Χ 1/2 = 2.140,04 ευρώ Χ 1/15 = 142,66 ευρώ Χ 5,5 οκταήμερα, που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα =784,63 ευρώ]. 10) Για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2015 εφόσον η εργασιακή του σχέση εντός του έτους αυτού δε διήρκεσε καθ’όλο το χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αλλά από την 1η.5.2015 έως και την 16η.11.2015, ήτοι επί 200 ημέρες, άλλως επί 10,52 δεκαεννεαήμερα (200 : 19) δικαιούται το ποσό των 3.602,04 ευρώ (4.280,08 ευρώ οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του Χ 2/25 = 342,40 ευρώ Χ 10,52 δεκαεννεαήμερα, που αναλογούν στο ως άνω χρονικό διάστημα = 3.602,04 ευρώ). Επομένως, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης από την ανωτέρω σύμβαση ναυτικής εργασίας του, σε εκτέλεση της οποίας απασχολήθηκε συνεχώς στο πλοίο της αντιδίκου του με την ειδικότητα του Γ΄ Μηχανικού κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ανέρχεται στο ποσό των 39.183,77 ευρώ (11.969,14 ευρώ + 2.633,22 ευρώ + 286,33 ευρώ + 240,65 ευρώ + 837,88 ευρώ + 3.318,75 ευρώ + 780,89 ευρώ + 8.299,2 ευρώ + 6.431,04 ευρώ + 784,63 ευρώ + 3.602,04 ευρώ). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του εισέπραξε από την εναγόμενη έναντι των αποδοχών, που εδικαιούτο για την παροχή της εργασίας του, το συνολικό ποσό των 18.825 ευρώ, διά μηνιαίων καταβολών ποσού 2.500 ευρώ, αρχής γενομένης από την 1η.4.2015, όπως ο ίδιος καθ’υποφοράν αναφέρει στο δικόγραφο της αγωγής του, αφαιρώντας το καταβληθέν ποσό από το ποσό, το οποίο ζητά να του επιδικασθεί, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 20.358,77 ευρώ (39.183,77 ευρώ – 18.825 ευρώ). Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως κατ’ουσίαν βασιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 16.756,73 ευρώ, (όλα τα επιδικασθέντα κονδύλια των 20.358,77 ευρώ πλην του κονδυλίου του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2015 των 3.602,04 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, ήτοι από τις 17.11.2015, καθώς και το ποσό των 3.602,04 ευρώ, που αφορά το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2015, το οποίο δεν είχε καταστεί ληξιπρόθρεσμο, απαιτητό, και, συνεπώς, τοκοφόρο, έως την ημερομηνία απόλυσής του, με το νόμιμο τόκο από τις 22.12.2015, κατά τα προεκτεθέντα, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί κατά ένα μέρος σε βάρος της εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα 178, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 21.11.2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ….. και 1033/678/21.11.2017) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4661/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 16.5.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …..) αγωγής.ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αγωγή.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων τριακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών(20.358,77), εκ των οποίων το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων επτακοσίων πενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (16.756,73) με το νόμιμο τόκο από τις 17.11.2015, και το υπόλοιπο ποσό των τριών χιλιάδων εξακοσίων δύο ευρώ και τεσσάρων λεπτών (3.602,04) με το νόμιμο τόκο από τις 22.12.2015, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 25.1.2019
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ