Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 673/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός  673/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ –ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1] …………, 2] ………………, 3] ………, 4] ……….. 5] …………., 6] ………… 7] …………. υπό την ιδιότητα του κληρονόμου της αρχικής διαδίκου …….., κατοίκου εν ζωή ……, επί της οδού ………, 8] ……….. υπό την ιδιότητα του κληρονόμου της αρχικής διαδίκου ………., κατοίκου εν ζωή ……., επί της οδού ……….., 9] ………. υπό την ιδιότητα της κληρονόμου της αρχικής διαδίκου …………., κατοίκου εν ζωή ……, επί της οδού …………, νομίμως αντιπροσωπευόμενης, λόγω της ανηλικότητάς της, από τον ως άνω πατέρα της ……….., που ασκεί τη γονική της μέριμνα, 10] ………, 11] ………, 12] ……….., 13] ………., 14] ………, 15] ……….. 16] ………., 17] ………., .. 18] ………., 19] ………., ………. και 20] ……….., …, τους οποίους στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Σουλτάνα Δημκόνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΟΙΚΟΣ ΝΑΥΤΟΥ», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Σίνη.

Οι καλούντες υπήρξαν μεταξύ των εναγόντων της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 21.6.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./4.7.2011 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2116/2013 απορριπτική αυτής οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου άπαντες οι ενάγοντες, μεταξύ των οποίων και οι ήδη εκκαλούντες με την από 6.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./7.4.2015 έφεσή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 206/2017 οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγιναν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν τόσον η έφεση όσον και η αγωγή.

Την μερική αναίρεση της αποφάσεως αυτής ζήτησαν οι εκκαλούντες με την από 23.4.2019 αίτησή τους, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με τη με αριθμό 921/2022 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (Β1 Πολιτικού Τμήματος) και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο αυτό Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον Δικαστή.

Μετά ταύτα, η έφεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 9.2.2023 κλήση των καλούντων – εκκαλούντων, που έχει κατατεθεί με αριθμό σχετικής εκθέσεως …./21.3.2023, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε  η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καθ’ ου η κλήση – εφεσίβλητου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αφού έλαβε το λόγο από τον Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των καλούντων – εκκαλούντων δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο αλλά προκατέθεσε τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή της δήλωσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Μετά τη μερική αναίρεση της προηγούμενης υπ’ αριθμ. 206/2017 αποφάσεώς του με τη με αριθμό 921/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, νομότυπα (άρθρο 581 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ) φέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής, με την από 9.2.2023 κλήση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …../21.3.2023) των, εκ των εναγόντων – εκκαλούντων, καλούντων η από 6.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../7.4.2015 έφεσή τους κατά της υπ’ αριθμ. 2116/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και απέρριψε στο σύνολό της την από 21.6.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2011 αγωγή τους, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις από συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας.

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 § 1 εδαφ. α΄, 580 § 3 εδαφ. β΄ και 581 § 2 ΚΠολΔ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, ότι επί αναιρέσεως για οποιονδήποτε λόγο, πλην εκείνων της υπέρβασης δικαιοδοσίας και της παράβασης των διατάξεων για την υλική αρμοδιότητα, η υπόθεση παραπέμπεται για περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές και ότι στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται εντός των ορίων που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, συνάγεται ότι αν αναιρεθεί απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης (ΑΠ 963/1999, Δνη 2000/52), την οποία το δικαστήριο της παραπομπής, επιλαμβανόμενο μετά από κλήση (ΑΠ 1216/2020, ΑΠ 486/2018, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) είτε θα την δεχθεί και θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη είτε θα την απορρίψει επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 758/2018, ΧρΙΔ 2019/268 = ΕΕμπΔ 2019/361, ΑΠ 1421/2002, ΧρΙΔ 2003/145). Η δίκη στο δικαστήριο της παραπομπής διεξάγεται μεταξύ των διαδίκων που μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 116/2020, ΑΠ 808/2017, ΑΠ 1609/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 161/2013, ΕΠολΔ 2013/205, ΑΠ 1131/2012, ΧρΙΔ 2013/45) και η υπόθεση επανεξετάζεται κατά την έκταση της ανατροπής της προηγούμενης κρίσης του εφετείου, που επήλθε με την αναιρετική απόφαση, καθόσον η αναίρεση και, συνεπώς, η εξαφάνιση της αποφάσεως που προσβλήθηκε με αυτήν μπορεί να είναι ολική ή μερική, το δε εύρος της εξαφανίσεώς της εξαρτάται από τον αριθμό των κεφαλαίων της διαφοράς (αυτοτελών αιτήσεων παροχής έννομης προστασίας) που εθίγησαν επιτυχώς (ΑΠ 1150/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 493/2011, ΕΠολΔ 2012/447, ΑΠ 1220/2007, Δνη 2008/1625, ΑΠ 975/2000, Δνη 2001/81). Αν η αναίρεση είναι μερική και αναφέρεται σε ορισμένα μόνον από τα κεφάλαια της απόφασης που προσβλήθηκε, ο έλεγχος του δικαστηρίου της παραπομπής θα εκταθεί μόνο στα κεφάλαια αυτά, διότι ως προς τα υπόλοιπα η απόφαση του εφετείου έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 1479/2019, ΑΠ 1282/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009, ΕφΑΔ 2009/831, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 121, αρ. 29, σελ. 561) και κατά την μετ’ αναίρεση επανεκδίκαση της υπόθεσης οι διατάξεις της που δεν αναιρέθηκαν διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν με το δεδικασμένο τους, αφού αυτό δεν ανατράπηκε (ΑΠ 86/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 404/2018, ΧρΙΔ 2019/286), λαμβάνεται δε υπόψη από το δικαστήριο της παραπομπής και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1298/2018, ΑΠ 2072/2007, ΑΠ 1949/2007, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ. Έτσι, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο της παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά τα κεφάλαια τα οποία φορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα (ΟλΑΠ 6/2020, ΑΠ 1132/2022, ΑΠ 23/2022, ΑΠ 28/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1105/2019, ΧρΙΔ 2020/26, ΑΠ 561/2013, ΝοΒ 2013/1919), τα οποία συναναιρούνται (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 632/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1717/2002, ΝοΒ 2003/1223). Για τον προσδιορισμό της έννοιας της άρρηκτης σύνδεσης των συναναιρούμενων κεφαλαίων προς τα αναιρεθέντα αξιοποιείται η έννοια της αναγκαίας συνοχής, όπως προσδιορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 520 § 2, 523 § 1 και 569 § 2 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ για το παραδεκτό της αντέφεσης και των πρόσθετων λόγων έφεσης και αναίρεσης. Έτσι, ως αρρήκτως συνδεόμενα προς τα αναιρεθέντα κεφάλαια, στα οποία επεκτείνεται η αναίρεση, νοούνται όσα αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία και δεν μπορεί να γίνει αποχωρισμός τους (ΑΠ 1215/2021, ΑΠ 286/2020, ΑΠ 436/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 306/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 738/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 667/2009, Δνη 2011/454, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1144], Α. Παπαθεοδώρου, Πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι κατά τον ΚΠολΔ, 2013, σελ. 56, Δ. Κράνης, Η έννοια και η σημασία των κεφαλαίων στην πολιτική δίκη, σε ΕΠολΔ 2018/242 επομ. [245], Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 1998/749 επομ., βλ. και Δ. Δημητρίου, Κεφάλαια αναγκαστικά συνεχόμενα προς τα εκκληθέντα κεφάλαια και μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, σε ΕΠολΔ 2014/569 επομ. [570], αντίθετοι οι Κ. Μακρίδου, Οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 160 επομ. [167] και Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 509 – 517, κατά τους οποίους, με γνώμονα το σκοπό αποτροπής ασυμβίβαστων αποφάσεων, κρίσιμη για τη θεμελίωση της αναγκαίας συνοχής είναι μόνον η προέλευση των αυτοτελών κεφαλαίων από την ίδια ιστορική αιτία, δηλαδή από την ίδια έννομη σχέση ή από το αυτό βιοτικό συμβάν, ανεξαρτήτως της νομικής της θεμελιώσεως). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και, σε περίπτωση μερικής αναίρεσης, το δε εφετείο δεν επανεκδικάζει την έφεση συνολικά. Αντιθέτως, περιορίζεται στην έρευνα μόνον όσων λόγων έφεσης είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η προηγούμενη απόφασή του, ως προς τα οποία και μόνον η υπόθεση επανακρίνεται (ΑΠ 387/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1145/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να υφίσταται δυνατότητα εξέτασης των λοιπών κεφαλαίων ως προς τα οποία η απόφαση δεν αναιρέθηκε είτε διότι αυτά δεν προσβλήθηκαν με λόγο αναίρεσης είτε επειδή οι προβληθέντες συναφείς αναιρετικοί λόγοι απορρίφθηκαν (ΑΠ 86/2021, ο.π., ΑΠ 1094/2020, ΑΠ 105/2016, ΑΠ 740/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, εάν η εφετειακή απόφαση δεν αναιρέθηκε ολικά, δηλαδή και κατά τη διάταξή της με την οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η έφεση και εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση αλλά για λόγο σχετικό με την κατ’ ουσίαν έρευνα της αγωγής, σημείο εκκίνησης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής είναι η, μετά τη διακράτηση της υπόθεσης από αυτό και την εκδίκαση κατ’ ουσίαν της αγωγής, έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας αυτής, όπως και των προβαλλομένων από τον εναγόμενο αμυντικών ισχυρισμών (ΑΠ 72/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1105/2019, ΧρΙΔ 2020/26, ΑΠ 458/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Με την ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκηθείσα αγωγή τους οι καλούντες, καθώς και οι μη πλέον διάδικοι …………………, αναφέρθηκαν, πρώτον, στην πρόσληψη τους από το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δυνάμει συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκαν από 3.11.2005 έως και 29.6.2007, προκειμένου να απασχοληθούν στις διοικητικές υπηρεσίες του στα κεντρικά καταστήματά του στην Πάτρα, τη Χίο, τον Πειραιά, τον Βόλο, τη Σύρο, το Ηράκλειο, την Αθήνα και τη Λήμνο, δεύτερον, στο περιεχόμενο των συμβάσεών τους, που καταρτίστηκαν σε εκτέλεση προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) του ΟΑΕΔ, για αρχική χρονική διάρκεια δεκαοκτώ [18] μηνών, που παρατάθηκε και αντί αμοιβής, καθοριζόμενης στην επιμέρους σύμβαση εκάστου, που έληξε με σιωπηρή καταγγελία του εναγομένου, τρίτον, στον προσχηματικό χαρακτήρα της εργασιακής τους σχέσης, που χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση μαθητείας, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούσε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όπως προέκυπτε από το είδος και τη φύση των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν, από τις συνθήκες της απασχόλησής τους, κατά την οποία τελούσαν υπό τον έλεγχο, τις οδηγίες και την εποπτεία του εναγομένου, καθώς και από το γεγονός ότι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και, τέταρτον, στο ότι οι αποδοχές τους υπολείπονταν των νόμιμων αποδοχών των απασχολούμενων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπαλλήλων του εναγομένου, ενώ ουδέποτε τους καταβλήθηκαν τα εορταστικά επιδόματα και το επίδομα αδείας ούτε είχαν ασφαλιστική κάλυψη κλάδου συνταξιοδότησης. Με βάση τα περιστατικά αυτά οι ενάγοντες ζήτησαν, αφενός Α] να αναγνωριστεί α] ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο με ενιαία σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, β] η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας ορισμένων από αυτούς και γ] η υποχρέωση του εναγομένου να τους ασφαλίσει στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ για την παρασχεθείσα εργασία τους καταβάλλοντας και τις αναλογούσες εισφορές, που αντιστοιχούν σε πλήρη ασφαλιστική κάλυψη των υπαλλήλων του με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και, αφετέρου Β] να υποχρεωθεί το εναγόμενο δ] να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους εκατό ευρώ (100 €) για κάθε ημέρα αρνήσεως συμμορφώσεώς του και ε] να τους καταβάλει τα αναλυτικά αναφερόμενα για καθέναν τους χρηματικά ποσά, που αντιστοιχούν σε διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αδείας, νομιμοτόκως από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής και τούτο, κυρίως μεν, βάσει των εργασιακών τους συμβάσεων και, επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι αυτές ήταν άκυρες, κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά αντιστοιχούν στις νόμιμες τακτικές αποδοχές που το εναγόμενο θα κατέβαλε σε νεοδιόριστο υπάλληλο με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου κατηγορίας ανάλογης της δικής τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της, κρίνοντας αυτήν, αφενός ως προς τα ως άνω αναγνωριστικά αιτήματα της, ως νομικά αβάσιμη και, αφετέρου, ως προς τα λοιπά καταψηφιστικά αιτήματά της, τα οποία πρωτοδίκως τράπηκαν επιτρεπτώς σε εν μέρει αναγνωριστικά, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την παραδοχή ότι οι επίμαχες συμβάσεις είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων γνήσιας μαθητείας και επ’ αυτών δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 6.4.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../7.4.2015 έφεσή τους, με την οποία προσέβαλαν τις απορριπτικές κρίσεις της εκκαλουμένης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, απέδωσαν στην πρωτοβάθμια απόφαση δύο [2] σφάλματα, ένα νομικό, που οδήγησε στην απόρριψη των αναγνωριστικών αιτημάτων τους ως νομικά αβάσιμων και ένα πραγματικό, το οποίο εντόπισαν στην παραδοχή της ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν είχαν το χαρακτήρα ούτε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ούτε σύμβασης παρόμοιας εργασίας μαθητευόμενου, όπως οι ίδιοι υποστήριζαν. Το Δικαστήριο τούτο, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, διαπίστωσε ότι τα αναγνωριστικά αιτήματα των εναγόντων δεν εύρισκαν έρεισμα στη διάταξη του άρθρου 8 § 3 του Ν. 2112/1920, το οποίο, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001, οπότε προστέθηκαν οι §§ 7 και 8 στο άρθρο 103 αυτού, δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, έστω και αν με αυτές καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, ως τέτοιου νοουμένου όχι μόνον του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) αλλά και των λοιπών νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΝΠΔΔ και δημόσιες επιχειρήσεις) ούτε επιτρέπει τη μετατροπή τους από ορισμένου σε αορίστου χρόνου και με την πρόσθετη παραδοχή ότι δεν υφίστατο πεδίο εφαρμογής των μεταβατικών ρυθμίσεων του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας σε ενιαία σύμβαση αόριστης διάρκειας, αφού οι επίμαχες δεν ήσαν ενεργείς κατά την έναρξη της ισχύος του (19.7.2004) αλλά συνήφθησαν μεταγενέστερα, επικύρωσε με την υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφασή του την αντίστοιχη απορριπτική πρωτοβάθμια κρίση. Αντιθέτως, με την ίδια απόφασή του το Δικαστήριο αυτό δέχθηκε ότι καθεμία από τις επίδικες συμβάσεις κατ’ επίφαση μόνο χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση μαθητείας ορισμένου χρόνου, αφού στην πραγματικότητα υπέκρυπτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, όμως, με βάση τις προηγούμενες παραδοχές της, δεν μπορούσε να θεωρηθεί κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό ως σύμβαση αορίστου χρόνου και, επομένως, συνιστούσε απλή σχέση εργασίας, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να δικαιούνται τις πλήρεις αποδοχές που λάμβαναν οι λοιποί απασχολούμενοι στο εναγόμενο υπάλληλοι, που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με αυτούς. Μετά ταύτα το Δικαστήριο τούτο, κατά μερική κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης και της αγωγής και αντίστοιχη εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επιδίκασε καταψηφιστικώς σε όλους τους ενάγοντες τα αναφερόμενα στο διατακτικό της χρηματικά ποσά, στα οποία περιέλαβε τον βασικό μισθό, συμπεριλαμβανομένης της προσωπικής διαφοράς των άρθρων 2 § 3 του Ν. 3336/2005 και 24 §  2 του Ν. 2305/2003, το κίνητρο απόδοσης των άρθρων 12 § 1 του Ν. 3205/2003 και 6 § 1 του Ν. 3670/2008, την οικογενειακή παροχή, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα άδειας και τα οποία αντιστοιχούσαν στις απαιτήσεις τους για τα έτη 2009 και 2010, εκτός από τις δέκατη τέταρτη, δέκατη ένατη και εικοστή τέταρτη των αρχικώς εναγουσών, των οποίων τις αξιώσεις έκρινε ως συνολικώς παραγεγραμμένες κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 48 § 3 και 49 του ΝΔ 496/1974, επειδή είχαν γεννηθεί έως και την 31η.12.2008. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν με την από 23.4.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./25.4.2019 αίτησή τους οι ενάγοντες, με την οποία ζήτησαν την αναίρεσή της, επικαλούμενοι προς τούτο, αφενός, την, από πρόδηλη παραδρομή, παράλειψη του Δικαστηρίου τούτου να συνυπολογίσει στις επιδικασθείσες αποδοχές τους το κίνητρο απόδοσης, μολονότι το είχε θεωρήσει καταβλητέο (πρώτος αναιρετικός λόγος) και, αφετέρου, την εσφαλμένη, όπως υποστήριξαν, παραδοχή της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως περί της προθεσμίας παραγραφής των απαιτήσεών τους, που έπρεπε να θεωρηθεί πενταετής και όχι διετής, όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 48 §§ 1, 3, 49 και 51 του ΝΔ 496/1974, οι οποίες δεν έπρεπε να εφαρμοστούν επειδή αντίκεινται σε υπερκείμενες γενικές αρχές του δικαίου και σε υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις (δεύτερος αναιρετικός λόγος). Με την υπ’ αριθμ. 921/2022 απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία η συζήτηση της υπόθεσης χωρίστηκε ως προς τους εκ των αναιρεσειόντων ………, που δεν παραστάθηκαν νομότυπα στην αναιρετική δίκη, οι τελευταίες αυτές αιτιάσεις απορρίφθηκαν μεν ως αβάσιμες, με αποτέλεσμα να καταστεί αμετάκλητη η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της παραγραφής όσων από τις αξιώσεις των εναγόντων είχαν γεννηθεί μέχρι την 31η.12.2008, σημειώθηκε, όμως, και ότι «…οι προ της 14.7.2009 απαιτήσεις των αναιρεσειόντων πρέπει να θεωρηθούν παραγεγραμμένες κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου της ουσίας, καθ’ όσον ο Οίκος Ναύτου κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Ιδρυτικού του Νόμου από 1.3.1927 ΠΔ (ΦΕΚ Α’ 32/1927) “απολαύει πασών των ατελειών και προνομίων ως αυτό το Δημόσιον, ήτοι δικαστικών, διοικητικών, οικονομικών…” και συνεπώς έχει και ως προς αυτόν εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 Ν.2362/1995 … ». Αντιθέτως, ο πρώτος αναιρετικός λόγος έγινε δεκτός κατ’ ουσίαν, επειδή κρίθηκε ότι πράγματι το παρόν Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό των αποδοχών των εναγόντων παρέλειψε να συμπεριλάβει και το ποσό του κινήτρου απόδοσης, στο οποίο είχαν αυτοί δικαίωμα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 3205/2003.

IV. Από τις διατάξεις της αναιρετικής απόφασης και τις συναφείς αιτιολογίες της συνάγεται ότι η υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου αναιρέθηκε μερικώς και, συγκεκριμένα, μόνον κατά το κεφάλαιό της το σχετικό με το κίνητρο απόδοσης στο οποίο είχαν δικαίωμα οι ενάγοντες ως μέρος των νόμιμων αποδοχών τους αλλά δεν τους επιδικάστηκε. Αντιθέτως, η πρωτοβάθμια κρίση η απορριπτική της αγωγής κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της στη διάταξη του άρθρου 8 § 3 του Ν. 2112/1920 έχει ήδη τελεσιδικήσει, με αποτέλεσμα τα ως άνω υπό στοιχ. Αα, Αβ και Αγ αναγνωριστικά αγωγικά αιτήματα, όπως και το υπό στοιχ. Βδ καταψηφιστικό να έχουν ήδη απορριφθεί ως αβάσιμα κατά το νόμο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο επλήγη η εκκαλούμενη για εσφαλμένη απόρριψή τους, είναι πλέον απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να ερευνηθεί περαιτέρω, λόγω της ενδοδιαδικαστικής δέσμευσης που παράγεται από την αναιρετική απόφαση (ΟλΑΠ 12/2009, ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 962/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η οποία οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 14, σελ. 260 επομ.) και επιβάλλει την απόρριψη των παραπόνων που είχαν προβληθεί με το εφετήριο στην περίπτωση κατά την οποία, προβληθέντα και κατ’ αναίρεση, απορρίφθηκαν από το Ακυρωτικό (ΟλΑΠ 15/2011, ΧρΙΔ 2012/194 = ΕφΑΔ 2012/392, ΑΠ 251/2016, ΑΠ 1476/2012, ΑΠ 553/2008, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ. 10). Παρόμοια δέσμευση ανακύπτει και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λοιπών καταψηφιστικών αιτημάτων της αγωγής, που σχετίζονται με τις οφειλόμενες κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ νόμιμες αποδοχές των εναγόντων, στην έκταση που έγιναν δεκτές από την προσβληθείσα ενώπιον του Αρείου Πάγου απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι κατά της κρίσης του αυτής δεν ασκήθηκε αναίρεση από το εφεσίβλητο. Ως προς την έννομη αυτή συνέπεια έχει ήδη παραχθεί, κατά τα προαναφερθέντα, δεδικασμένο, το οποίο πρέπει να τεθεί ως βάση από το Δικαστήριο τούτο της παραπομπής κατά την εξέταση του κεφαλαίου που παραπέμφθηκε σ’ αυτό με την αναιρετική απόφαση και να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης (ΤριμΕφΠειρ. 212/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την κατ’ ουσία έρευνα του κεφαλαίου κατά το οποίο η προηγούμενη απόφασή του αναιρέθηκε. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ενάγοντες δικαιούνται τις μισθολογικές παροχές τις καταβαλλόμενες στο προσωπικό του εναγομένου το συνδεόμενο με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και, συγκεκριμένα, ότι δικαιούνται η πρώτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη πρώτη καλούσα ………… το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν σαράντα έξι ευρώ (9.146 €), η δεύτερη των αρχικώς εναγόντων και μη πλέον διάδικος ……… το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ (9.148 €), η τρίτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δεύτερη καλούσα ……….. το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων εκατόν τριάντα πέντε ευρώ (10.135 €), η τέταρτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη τρίτη καλούσα …………. το χρηματικό ποσόν των  εννέα χιλιάδων εκατόν επτά ευρώ (9.107 €), η πέμπτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη τέταρτη καλούσα ……. το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα ενός ευρώ (10.291 €), η έκτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη πέμπτη καλούσα …….. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν δεκαοκτώ ευρώ (9.118 €), η έβδομη των αρχικώς εναγόντων και ήδη έκτη καλούσα …….. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών ευρώ (9.153 €), η όγδοη των αρχικώς εναγόντων ………… και ήδη κληρονομηθείσα, όπως δεν αμφισβητείται, από τους έβδομο, όγδοο και ένατη των καλούντων …………., το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν δεκαοκτώ ευρώ (9.118 €), ο ένατος των αρχικώς εναγόντων και μη πλέον διάδικος ……….. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν δεκαοκτώ ευρώ (9.118 €), η δέκατη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη καλούσα ……… το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ (9.373 €), η ενδέκατη των αρχικώς εναγόντων και ήδη ενδέκατη καλούσα ………… το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ (9.148 €), η δωδέκατη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δωδέκατη καλούσα ………. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ (9.148 €), η δέκατη τρίτη των αρχικώς εναγόντων και μη πλέον διάδικος …….. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα εννέα ευρώ (9.659 €), η δέκατη πέμπτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη τρίτη καλούσα ………… το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων εκατόν οκτώ ευρώ (10.108 €), η δέκατη έκτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη τέταρτη καλούσα …….. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ (9.148 €), η δέκατη έβδομη των αρχικώς εναγόντων και μη πλέον διάδικος . – ……… το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ (11.025 €), η δέκατη όγδοη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη πέμπτη καλούσα ……… το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων εκατόν δεκαοκτώ ευρώ (9.118 €), η εικοστή των αρχικώς εναγόντων και μη πλέον διάδικος …….. το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων είκοσι πέντε ευρώ (11.025 €, η εικοστή πρώτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη έβδομη καλούσα ………. το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τριών ευρώ (11.733 €), η εικοστή δεύτερη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη όγδοη καλούσα ……… το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τριών ευρώ (11.733 €), η εικοστή τρίτη των αρχικώς εναγόντων και μη πλέον διάδικος …….. το χρηματικό ποσόν των ένδεκα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα τριών ευρώ (11.733 €), η εικοστή πέμπτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη ένατη καλούσα …….. το χρηματικό ποσόν των εννέα χιλιάδων διακοσίων εξήντα ευρώ (9.260 €) και η εικοστή έκτη των αρχικώς εναγόντων και ήδη εικοστή καλούσα ……. το χρηματικό ποσόν των δέκα χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός ευρώ (10.141 €), που πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει με το νόμιμο τόκο (δηλαδή με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, όπως έχει ήδη γίνει δεκτό από την υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η σχετική κρίση της οποίας δεν προσβλήθηκε με την αίτηση αναιρέσεως ούτε εξαφανίστηκε, καταστάσα έτσι τελεσίδικη. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο θα ερευνήσει μόνον την ύπαρξη των (επιπλέον των ήδη επιδικασθεισών) απαιτήσεων (όσων από τους ενάγοντες εξακολουθούν να μετέχουν της αντιδικίας, δηλαδή) των καλούντων, που μετείχαν και στην αναιρετική δίκη, οι οποίες σχετίζονται με το κίνητρο απόδοσης. Το επίδομα αυτό δεν δικαιούται, βέβαια, η δέκατη ένατη των αρχικώς εναγόντων και ήδη δέκατη έκτη καλούσα ……, για την οποία έχει ήδη κριθεί με την υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ότι όλες οι απαιτήσεις της έχουν υποπέσει σε παραγραφή, επειδή ο χρόνος γενέσεώς τους είναι προγενέστερος της 31ης.12.2008, καθώς η κρίση αυτή διήλθε αλώβητη τον αναιρετικό έλεγχο, αφού ο συναφής δεύτερος αναιρετικός λόγος απορρίφθηκε. Συνεπώς, ως προς τη συγκεκριμένη εκκαλούσα, ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ως προς τους λοιπούς καλούντες ο ίδιος λόγος θα ερευνηθεί, ειδικότερα, ως προς το ύψος του αξιούμενου επιδόματος καθώς και ως προς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τους οφείλεται, σύμφωνα με την υπόδειξη του Ακυρωτικού, που αναφέρεται στην επελθούσα παραγραφή των αξιώσεων του εναγόντων σύμφωνα με το άρθρο 90 § 3 του Ν. 2362/1995, σε συνδυασμό προς το άρθρο 17 του από 1ης.3.1927 ΠΔ. Βέβαια, η επισήμανση της αναιρετικής απόφασης περί παραγραφής των «απαιτήσεων των αναιρεσειόντων» με χρόνο γέννησης μέχρι και τις 14.7.2009, δηλαδή μία διετία πριν την επίδοση της αγωγής (14.7.2011) και περί υποχρεώσεως του Δικαστηρίου τούτου της παραπομπής σε σχετικό αυτεπάγγελτο έλεγχο, θα μπορούσε, λόγω της γενικότητας της διατυπώσεώς της, να έχει την έννοια ότι αφορά ακόμα και όσες από τις απαιτήσεις των εκκαλούντων γεννήθηκαν πριν την ανωτέρω ημεροχρονολογία, έστω και αν έχουν ήδη επιδικασθεί. Το ενδεχόμενο αυτό όμως θα πρέπει να αποκλειστεί. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί η ακόλουθη σειρά σκέψεων. Σύμφωνα με όσα ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ της παρούσας αναφέρθηκαν, ο αυτεπάγγελτος εκ μέρους του δικαστηρίου της παραπομπής έλεγχος της παραγραφής των απαιτήσεων που έχουν με την αγωγή καταστεί επίδικες προϋποθέτει ότι οι απαιτήσεις αυτές αντιστοιχούν σε κεφάλαια της αγωγής (και της επιτυχώς προσβληθείσας εκκαλούμενης απόφασης του εφετείου) που έχουν αναιρεθεί ή σε αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα συνδεόμενα κεφάλαια. Όμως, στις εργατικές διαφορές τα (σωρευόμενα) αιτήματα της αγωγής του εργαζομένου για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων, όπως των δώρων εορτών, του επιδόματος αδείας και κάθε άλλου που  συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των νόμιμων τακτικών αποδοχών του, είναι μεν συναφή αλλά και ανεξάρτητα μεταξύ τους, συνιστούν δε αυτοτελή κεφάλαια της αγωγής (Κ. Μακρίδου, ο.π., σελ. 66 επομ., Δ. Μπαμπινιώτης, ο.π., σελ. 356 επομ. [361 – 362], Β. Ρήγας, ο.π., σελ. 753, Α. Μπακόπουλος, ο.π., Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 520, αρ. 37, σελ. 931 και άρθρο 523, αρ. 27, σελ. 940). Μάλιστα δε, επειδή στηρίζονται σε εν μέρει διαφορετική αιτία και έχουν αυτοτελή νομική θεμελίωση, δεν εμφανίζουν ούτε αναγκαία συνοχή μεταξύ τους (ΑΠ 349/2004 Δνη 2005/1440, ΑΠ 1466/1977, ΝοΒ 1978/1189, ΜονΕφΠειρ. 427/2015, ΜονΕφΠειρ. 742/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 123/1993, ΕΝαυτΔ 1994/214, ΕφΑθ. 2053/1987, Δνη 1988/549, ΕφΑθ. 2154/1988, Δνη 1989/616, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 113, αρ. 42, σελ. 706, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 523, αρ. 23, σελ. 209, Κ. Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 532, σελ. 790), με αποτέλεσμα η αναίρεση της απόφασης ως προς ένα από αυτά να μη συνεπάγεται τη συναναίρεσή της και ως προς τα υπόλοιπα κεφάλαιά της, ως προς τα οποία, δεν παρέχεται στο δικαστήριο της παραπομπής καμία δυνατότητα έρευνας, αφού την  αποκλείει το δεδικασμένο που παρήχθη από τις διατάξεις της προηγούμενης απόφασης που δεν (επλήγησαν αναιρετικώς ή δεν) ανατράπηκαν. Τέτοια, μη αρρήκτως συνδεόμενα, κεφάλαια συγκροτούν, αφενός, οι δεδουλευμένες αποδοχές που οφείλονται σε υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δυνάμει των άρθρων 1, 2 § 1, 3, 4 και 7 §§ 1, 2, 3 του Ν. 3205/2003 και, αφετέρου, το κίνητρο απόδοσης του άρθρου 12 του ιδίου Νόμου, που θεμελιώνεται σε διάφορη νομική και εν μέρει ιστορική αιτία. Εν προκειμένω, κατά τις παραδοχές της αναιρετικής απόφασης, ναι μεν η υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ορθώς κατ’ αποτέλεσμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι (όλες) οι αξιώσεις των εναγόντων είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 § 3 του ΝΔ 496/1974, που αναφέρεται στην παραγραφή των αξιώσεων υπαλλήλων κατά των ΝΠΔΔ, αν και εφαρμοστέα ήταν η ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 90 § 3 του Ν. 2362/1995, έσφαλε, όμως, ως προς το χρόνο έναρξης της παραγραφής αυτής, για το οποίο έπρεπε να δεχθεί ότι αφετηριάστηκε από τη γέννησή τους και όχι από το τέλος του έτους εντός του οποίου παρήχθησαν και έγιναν δικαστικά επιδιώξιμες. Όμως, η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε από το εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου για εσφαλμένη (μη) εφαρμογή του άρθρου 90 § 3 του Ν. 2362/1995, με αποτέλεσμα η αντίστοιχη κρίση της να έχει τελεσιδικήσει (ΑΠ 66/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ad hoc) όσον αφορά τα μη αναιρεθέντα και μη αναγκαίως, κατά τα προαναφερθέντα, συνεχόμενα με το αναιρεθέν κεφάλαιά της, που αφορούν στις δεδουλευμένες αποδοχές των εναγόντων και στα επιδόματα δώρων εορτών και αδείας.

V. Σύμφωνα με το Ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 297/23.12.2003), το μισθολογικό κλιμάκιο των μόνιμων υπαλλήλων δημοσίου δικαίου εισόδου τους, είναι το 18ο (άρθρα 1, 2 § 1, 3, 4), μετά από υπηρεσία ενός έτους τους απονέμεται το αμέσως επόμενο μισθολογικό κλιμάκιο και για την απονομή όλων των επόμενων απαιτείται υπηρεσία δύο ετών σε κάθε μισθολογικό κλιμάκιο (άρθρο 5), ως τέτοια δε λογίζεται η υπηρεσία στο δημόσιο ή νπδδ με σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου (άρθρο 15 §§ 1, 2). Ο μηνιαίος βασικός μισθός επί του οποίου προστίθενται και τα προβλεπόμενα επιδόματα και παροχές, για τους εργαζόμενους υποχρεωτικής εκπαίδευσης του 18ου μισθολογικού κλιμακίου είναι 611 ευρώ (άρθρο 7 §§ 1, 2, όπως τροποποιήθηκε διαδοχικά με τα άρθρα 2 του Ν. 3336/2005 «Εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την Οδηγία 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2003 περί επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄96/20.4.2005) και 11 του Ν. 3453/2006 «Ρυθμίσεις στο φορολογικό καθεστώς των Συνδεδεμένων Εταιρειών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 74/7.4.2006), ορίζοντας τον βασικό μισθό σε εξακόσια ένδεκα ευρώ (611 €) από 1.1.2005 και σε εξακόσια είκοσι εννέα ευρώ (629 €) από 1.1.2006, αντίστοιχα) και ο βασικός μισθός των άλλων κατηγοριών των ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ προσδιορίζεται με βάση το βασικό μισθό του αντίστοιχου μισθολογικού κλιμακίου τη ΥΕ κατηγορίας, πολλαπλασιαζόμενο με τους παρακάτω συντελεστές, ΥΕ 1, ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) 1,17, ΤΕ (Τεχνολογικής εκπαίδευσης) 1,31 και ΠΕ (Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης) (άρθρο 7 § 3, που όπως και η § 2 καταργήθηκε από την 1η.1.2008 με το άρθρο 6 § 2 του Ν. 3670/2008 «Αύξηση συντάξεων του Δημοσίου, εισοδηματική πολιτική έτους 2008 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 117/20.6.2008). Επίσης, στους δημόσιους υπαλλήλους για την αύξηση της αποδοτικότητας, την ενίσχυση της προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες και απαιτήσεις, τη βελτίωση της εξυπηρέτησης των πολιτών, καθώς και για την πρόσθετη εργασία προς αντιμετώπιση υπηρεσιακών αναγκών, χορηγείται μηνιαίως κίνητρο απόδοσης, οριζόμενο από την 1η.1.2008, στο ποσό των ογδόντα ευρώ (80 €) για την κατηγορία ΤΕ χωρίς πτυχίο ανώτερης ή ανώτατης σχολής, εκατό ευρώ (100 €) για τον κατηγορία ΠΕ με πτυχίο πανεπιστημίου και εξήντα τεσσάρων ευρώ (64 €) για την κατηγορία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (άρθρο 6 § 3 του Ν. 3670/2008), ενώ με το άρθρο 6 § 2 του Ν. 3670/2008 οι §§ 2 και 3 του άρθρου 7 του Ν. 3205/2003, που όριζαν το συντελεστή διαμόρφωσης κάθε επόμενου μισθολογικού κλιμακίου, και τον συντελεστή διαμόρφωσης του βασικού μισθού ανά κατηγορία υπαλλήλου καταργήθηκαν και παράλληλα με το άρθρο 6 § 1 του Ν. 3670/2008 ορίστηκε ότι από την 1η.1.2008 στους βασικούς μισθούς των μισθολογικών κλιμακίων όλων των κατηγοριών του προσωπικού του άρθρου 1 § 1 του Ν. 3205/2003, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2007, ενσωματώνεται ποσό ίσο με το ένα τρίτο του κινήτρου απόδοσης της αντίστοιχης κατηγορίας της § 1 του άρθρου 12 του Ν. 3205/2003, οι δε νέοι βασικοί μισθοί, που προκύπτουν από την ανωτέρω ενσωμάτωση, αυξάνονται κατά 2,5% από την 1η.1.2008 και κατά 2% από την 1η.10.2008, με τα ποσά που προκύπτουν να στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ. Εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 90 § 3 του Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 147/1995), που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο και πριν την κατάργησή του με το άρθρο 177 § 1 του Ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 143/28.6.2014) από 1ης.1.2015 (άρθρο 181), ορίζεται ότι «η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Αντιστοίχου περιεχομένου ρύθμιση περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 140 § 3 του Ν. 4270/2014, με την οποία ορίζεται ότι «η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της». Με τις διατάξεις αυτές ορίζεται, ειδικά, για τις απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου η διετής παραγραφή με χρονικό σημείο έναρξης της συγκεκριμένης παραγραφής, τη γένεση της κάθε αντίστοιχης απαίτησης (ΑΠ 1444/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στην αναιρετική απόφαση, στην διάταξη του άρθρου 17 του ιδρυτικού Νόμου του εναγόμενου (ΠΔ της 1.3.1927) ορίζεται ότι αυτό «απολαύει πασών των ατελειών και προνομίων ως αυτό το Δημόσιον, ήτοι δικαστικών, διοικητικών, οικονομικών …». Εξάλλου, στην § 3 του άρθρου 48 του ΝΔ 496/1974 «Περί Λογιστικού ΝΠΔΔ» (ΦΕΚ Α΄ 204/19.7.1974) ορίζεται ότι «ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου, που συνδέονται με αυτό με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι δύο ετών» και στο άρθρο 49 του ιδίου νομοθετήματος ορίζεται ότι «η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής». Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι οι περί παραγραφής διατάξεις των πάσης φύσεως αποδοχών του προσωπικού του εναγόμενου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ρυθμίζονται από τη διάταξη του άρθρου 90 § 3 του Ν. 2362/1995 (πρβλ ΑΠ 575/2020, ΑΠ 313/2020, ΑΠ 515/2019, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μετά την έναρξη εφαρμογής του Ν. 4270/2014 (1.1.2015) από τη διάταξη του άρθρου 140 § 3 αυτού (ΑΠ 49/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VI. Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομότυπα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, όπως και των με αριθμούς ……/21.3.2013 και …/8.5.2015 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και ………… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………… και του Ειρηνοδίκη Αθηνών, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια των εκκαλούντων μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου τους, αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Όσες από τις αρχικώς ενάγουσες τυγχάνουν καλούσες, μεταξύ των οποίων και η ήδη αποβιώσασα ………, που κληρονομήθηκε από τους πιο πάνω καλούντες, προσλήφθηκαν μέσω του ΟΑΕΔ από το εναγόμενο και απασχολήθηκαν στην υπηρεσία του σε διάφορα υποκαταστήματά του (στην Πάτρα, τον Πειραιά, τη Χίο, το Βόλο, τη Σύρο, το Ηράκλειο, την Αθήνα και τη Λήμνο) ως εξής: η πρώτη καλούσα ……. του από τις 3.11.2005 έως τις 3.5.2008 και από τις 24.9.2008 έως τις 23.3.2010, η δεύτερη καλούσα ……………. από τις 29.6.2007 έως τις 20.1.2009 και από τις 2.2.2009 έως τις 18.6.2010, η τρίτη καλούσα ………. από την 1η.12.2005 έως τις 4.6.2008 και από τις 27.10.2008 έως τις 26.4.2010, η τέταρτη καλούσα ………. από τις 2.5.2007 έως τις 2.11.2008 και από τις 7.1.2009 έως τις 18.6.2010, η πέμπτη καλούσα ……… από τις 13.12.2005 έως τις 13.6.2008 και από τις 22.9.2008 ως τις 21.3.2010, η έκτη καλούσα ………. από την 1η.12.2005 έως τις 26.6.2008 και από τις 18.9.2008 έως τις 22.3.2010, η όγδοη των αρχικώς εναγόντων και δικαιοπάροχος των ως άνω καλούντων ……….. από τις 24.10.2005 έως τις 31.5.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 21.3.2010, η δέκατη καλούσα ………. από τις 24.10.2005 έως τις 19.5.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 6.4.2010, η ενδέκατη καλούσα ………… από τις 21.11.2005 έως τις 4.6.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 23.3.2010, η δωδέκατη καλούσα ……… από τις 24.10.2005 έως τις 9.5.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 26.4.2010, η δέκατη τρίτη καλούσα ………. από τις 29.6.2007 έως τις 28.12.2008 και από τις 16.1.2009 έως τις 18.6.2010, η δέκατη τέταρτη καλούσα ……… από τις 21.11.2005 έως τις 26.5.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 22.3.2010, η δέκατη πέμπτη καλούσα ………. από τις 23.11.2005 έως τις 18.7.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 21.3.2010, η δέκατη έβδομη καλούσα ………. και η δέκατη όγδοη καλούσα ……… από τις 29.6.2007 έως τις 24.12.2008 και από τις 16.1.2009 έως τις 18.6.2010, η δέκατη ένατη καλούσα …………. από τις 3.10.2005 έως τις 8.5.2008 και από τις 22.9.2008 έως τις 22.3.2010 και η εικοστή καλούσα ………….. από τις 16.1.2009 έως τις 18.6.2010, όπως άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς από το εφεσίβλητο και έγινε δεκτό με την υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που ως προς τις παραδοχές της αυτές δεν προσβλήθηκε με αναίρεση. Από τις καλούσες αυτές οι δύο [2] τελευταίες απασχολήθηκαν ως υπάλληλοι κατηγορίας ΤΕ (τεχνολογικής εκπαίδευσης), χωρίς να επικαλούνται ούτε να αποδεικνύουν ότι είναι κάτοχοι πτυχίου ΤΕΙ ή ισότιμου προς αυτό τίτλου, οι δύο [2] προηγούμενες ως υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ (πανεπιστημιακής εκπαίδευσης) και όλες οι υπόλοιπες, μεταξύ των οποίων και η ….. …., ως υπάλληλοι ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Κατ’ ακολουθίαν και με δεδομένο ότι η αξίωση εκάστης που γεννήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της 14ης.7.2009 έχει κατά τα προαναφερθέντα παραγραφεί, οι καλούσες, όσον αφορά το επίδικο επίδομα (κίνητρο απόδοσης), δικαιούνται: η πρώτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 23.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και δέκα [10] ημέρες Χ 64 € = 530,58 €), η δεύτερη καλούσα το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 18.6.2010, δηλαδή επί ένδεκα [11] μήνες και πέντε [5] ημέρες Χ 64 € = 714,32 €), η τρίτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 26.4.2010, δηλαδή επί εννέα [9] μήνες και δεκατρείς [13] ημέρες Χ 64 € = 602,83 €), η τέταρτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 18.6.2010, δηλαδή επί ένδεκα [11] μήνες και πέντε [5] ημέρες Χ 64 € = 714,32 €), η πέμπτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 21.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και οκτώ [8] ημέρες Χ 64 € = 528,51 €), η έκτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 22.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και εννέα [9] ημέρες Χ 64 € = 530,58 €), οι κληρονόμοι της όγδοης των αρχικώς εναγόντων και ήδη έβδομος, όγδοος και ένατη των καλούντων, το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 21.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και οκτώ [8] ημέρες Χ 64 € = 528,51 €), το οποίο θα επιμεριστεί ανάλογα με την κληρονομική τους μερίδα κατά το στάδιο της εκτέλεσης της παρούσας, αφού προσκομιστούν από αυτούς τα αναγκαία πιστοποιητικά (περί μη αποποιήσεως της κληρονομίας της θανούσης, συζύγου του εβδόμου και μητρός των λοιπών – ογδόου και ενάτης των καλούντων, αρχικής ενάγουσας και περί μη δημοσιεύσεως διαθήκης της), η δέκατη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 6.4.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και είκοσι τρεις [23] ημέρες Χ 64 € = 559,48 €), η ενδέκατη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 23.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και δέκα [10] ημέρες Χ 64 € = 530,58 €), η δωδέκατη καλούσα το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 26.4.2010, δηλαδή επί εννέα [9] μήνες και δεκατρείς [13] ημέρες Χ 64 € = 602,83 €), η δέκατη τρίτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 18.6.2010, δηλαδή επί ένδεκα [11] μήνες και πέντε [5] ημέρες Χ 64 € = 714,32 €), η δέκατη τέταρτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 22.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και εννέα [9] ημέρες Χ 64 € = 530,58 €), η δέκατη πέμπτη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 21.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και οκτώ [8] ημέρες Χ 64 € = 528,51 €), η δέκατη έβδομη καλούσα το χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν δεκαέξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (για τοι χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 18.6.2010, δηλαδή επί ένδεκα [11] μήνες και πέντε [5] ημέρες Χ 100 € = 1.116,13 €), η δέκατη όγδοη καλούσα το χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν δεκαέξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (για τοι χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 18.6.2010, δηλαδή επί ένδεκα [11] μήνες και πέντε [5] ημέρες Χ 100 € = 1.116,13 €), η δέκατη ένατη καλούσα το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων εξήντα τριών ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 22.3.2010, δηλαδή επί οκτώ [8] μήνες και εννέα [9] ημέρες Χ 80 € = 663,22 €) και η εικοστή καλούσα το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (για το χρονικό διάστημα από 14.7.2009 έως και 18.6.2010, δηλαδή επί ένδεκα [11] μήνες και πέντε [5] ημέρες Χ 80 € = 892,90 €). Όλα τα παραπάνω ποσά οφείλονται εντόκως με εναρκτήριο της τοκοφορίας χρονικό σημείο αυτό της επιδόσεως της αγωγής και επιτόκιο υπολογισμού ανερχόμενο σε ποσοστό 6% ετησίως και όχι ίσο προς το ισχύον στις οφειλές των ιδιωτών, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη γίνει δεκτά με την υπ’ αριθμ. 206/2017 προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ούτε ως προς το κεφάλαιό της αυτό έχει προσβληθεί ούτε, επομένως, ανατραπεί.

VII. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο ερευνώμενος πρώτος λόγος του εφετήριου και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το συναφές κεφάλαιό της. Ακολούθως δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση κατά το αντίστοιχο κεφάλαιο της αγωγής και αναδικαστεί κατ’ ουσίαν, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά το ερευνηθέν κεφάλαιό της και να επιδικαστεί σε καθέναν των καλούντων το αναφερόμενο πιο πάνω αλλά και στο διατακτικό χρηματικό ποσόν, επιπλέον όσων άλλων έχουν ήδη επιδικαστεί με την προηγούμενη υπ’ αριθμ. 206/2017 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, τα οποία δεν θίγονται με την παρούσα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί εκατέρωθεν αίτημα, πρέπει να συμψηφιστούν εν όλω μεταξύ τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας που ανέκυψε κατά την ερμηνεία των κανόνων που κρίθηκαν εφαρμοστέοι για την ουσιαστική επίλυση της διαφοράς (άρθρα 106 και 179 ΚΠολΔ), όπως επιβεβαιώθηκε από την ανάγκη προσφυγής στην κρίση του Ακυρωτικού.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη κατά το μέρος της με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 21.6.2011 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/4.7.2011 αγωγή.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή κατά το μέρος της αυτό.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή εν μέρει

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες, πέραν όσων έχει ήδη υποχρεωθεί να τους καταβάλει, τα ακόλουθα χρηματικά ποσά: στις πρώτη, έκτη, ενδέκατη και δέκατη τέταρτη από τις καλούσες το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων τριάντα ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (530,58 €) σε καθεμία, στις δεύτερη, τέταρτη και δέκατη τρίτη από τις καλούσες το χρηματικό ποσόν των επτακοσίων δεκατεσσάρων ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (714,32 €) σε καθεμία, στις τρίτη και δωδέκατη από τις καλούσες το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων δύο ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (602,83 €) σε καθεμία, στους πέμπτη και δέκατη πέμπτη από τις καλούσες και στους κληρονόμους της όγδοης των αρχικώς εναγόντων και ήδη έβδομου, όγδοου και ένατης των καλούντων, υπό τους όρους που εκτέθηκαν στο σκεπτικό, το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (528,51 €), στην δέκατη καλούσα το χρηματικό ποσόν των πεντακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (559,48 €), στις δέκατη έβδομη και δέκατη όγδοη από τις καλούσες το χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν δεκαέξι ευρώ και δεκατριών λεπτών (1.116,13 €) σε καθεμία, στην δέκατη ένατη καλούσα το χρηματικό ποσόν των εξακοσίων εξήντα τριών ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (663,22 €) και στην εικοστή καλούσα το χρηματικό ποσόν των οκτακοσίων ενενήντα δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (892,90 €), όλα δε τα παραπάνω χρηματικά ποσά εντόκως, με επιτόκιο 6% ετησίως, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5.12.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ