Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 585/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης       585 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(2Ο Τμήμα)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Α) Των εκκαλούντων:1) ……… και 2) ………… που δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο.

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «……….», νομίμως εκπροσωπούμενης που εδρεύει στην Αθήνα, ……… με αριθμό ΓΕΜΗ …, Α.Φ.Μ. …. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

(Β) Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στη ….. Αττικής, …….. νομίμως εκπροσωπούμενης, με ΑΦΜ ………. ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» (……….) με αριθμ. καταχώρισης στο μητρώο εταιριών της Ιρλανδίας ….., που εδρεύει στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, … (…………….), νομίμως εκπροσωπούμενης, δυνάμει της από 8-10-2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, που καταχωρίστηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στις 11-10-2021 με αριθ. πρωτ. ../11.10.2021 στον τόμο .. και α.α. …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2000 και του υπ’ αριθμ. …./8.10.2021 ειδικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., η οποία τελευταία αλλοδαπή εταιρία κατέστη ειδική διάδοχος της «……………» και τον δ.τ. «……..» με έδρα την Αθήνα, οδός ……., με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. …. και ΑΦΜ ….., νομίμως εκπροσωπούμενης, ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η. …. και ΑΦΜ …. , κατόπιν διάσπασης και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία-πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2515/1997,  σε συνδυασμό με τη υπ’ αριθμ. ……./7.4-.2021 Πράξη Διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών, …….. εγκριθείσας της διάσπασης με την με αριθμ. πρωτ. 45.089/16-4-2021 απόφασης της Δ/νσης Εταιριών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.Μ.Η. και δημοσιεύθηκε με τις με αριθμ. πρωτ……./16-4-2021 και ……./16-3-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα, δυνάμει της από 8.10.2021 Σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, καταχωρισθείσας νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, την 11.10.2021 με αριθμ. πρωτ. …./11.10.2021 στον τόμο .. και α.α…. σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 σε συνδ. με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου, Μαρίας Φράγκου ( Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ … που προσκόμισε το με αριθμ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, Δικηγορική Εταιρεία «ΧΑΡΑΚΤΙΝΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», με Α.Μ. Δ.Σ.Α. …..).

Της υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «………», νομίμως εκπροσωπούμενης που εδρεύει στην Αθήνα, ………. με αριθμό ΓΕΜΗ …., Α.Φ.Μ. ….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, η οποία δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Των καθ’ ων η πρόσθετη παρέμβαση: 1) …………….. και 2) …………. που δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο.

 Οι εκκαλούντες άσκησαν την από 20-12-2019  (αριθ. καταθ. Πρωτ. Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019, αριθ. κατ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019) έφεσή κατά της με αριθμ. 4678/2018 οριστικής απόφασης τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η  19η-11-2020, κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 25-11-2021 και ακολούθως, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε την από 24-11-2021 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2021) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση για τη συζήτηση των οποίων ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελής προσθέτως παρεμβαίνουσας που παραστάθηκε όπως ανωτέρω εκτίθεται, κατέθεσε παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενη να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του παρόντος Δικαστήριο νόμιμα φέρονται προς συζήτηση: α) Η από 20-12-2019  (αριθ. καταθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019) έφεση κατά της με αριθμ. 4678/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και β) η από 24-11-2021 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατά των εκκαλούντων και υπέρ της εφεσίβλητης,  οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους σχέσης κυρίου και παρεπομένου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 80, 83, 246, 285 παρ.1 και 524 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. (α) Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 3 και 272 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί ερημοδικίας του εκκαλούντος στην κατ’ έφεση δίκη εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις που ισχύουν επί ερημοδικίας του ενάγοντος κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συνεπώς, το Δικαστήριο ερευνά εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νομίμως γι’ αυτή. Ειδικότερα, εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο εφεσίβλητος ερευνάται εάν ο απολειπόμενος εκκαλών κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και στη μεν αποφατική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση και διατάσσεται νέα κλήτευση (άρθρα 524 παρ. 1 και 3, 272 παρ. I και 2, 271 του Κ.Πολ.Δ.) στην καταφατική δε, περίπτωση απορρίπτεται η έφεση ως ανυποστήρικτη, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της έφεσης είναι η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, έρευνα της νόμιμης κλήτευσης του απολειπόμενου διαδίκου ή της επίσπευσης της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο, αλλιώς είναι απαράδεκτη η συζήτηση. Από την τελευταία διάταξη, προκύπτει ότι αν ερημοδικεί ο εκκαλών κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του ίδιου, ή αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εφεσίβλητο απορρίπτει την έφεση, χωρίς έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων της, γιατί κατά πλάσμα του νόμου ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το ασκηθεί ένδικο μέσο της έφεσης (ΑΠ 1500/2013, ΝοΒ 2014/353, ΑΠ 314/2011, ΝοΒ 2011/1896, 2161). Στην περίπτωση αυτή, η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ’ ουσίαν. Και τούτο γιατί, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν δίδεται στο δικαστήριο η δυνατότητα εκδόσεως αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (βλ Ολ. ΑΠ 16/1990, ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1719/2013, ΝοΒ 2014/623 , ΑΠ 1506/2013, o.π., ΑΠ 654/2008, ΕλλΔ/νη 2010/35, Σ. Σαμουήλ. «Η έφεση», εκδ. 2003, παρ. 1050 επ.). Συνεπώς, πριν από την πιο πάνω έρευνα, πρέπει να προηγηθεί από το δικαστήριο η διακρίβωση του ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, γιατί αν επισπεύδων είναι ο απολειπόμενος διάδικος, τότε δεν απαιτείται κλήτευση του ενώ αντίθετα απαιτείται τέτοια κλήτευση, όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο παριστάμενος διάδικος. (β) Περαιτέρω, σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 80 του  ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του  ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 δημ. σε Τρ. Νομ . Πληρ. «Νόμος»). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2  του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2  του ΚΠολΔ. (γ) Επίσης,  σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ.

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμ. 4678/2018 οριστικής απόφασης τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε από στοιχεία του φακέλου προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στους εκκαλούντες, ενώ δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής στις 22-10-2018 μέχρι την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23-12-2019 (άρθρα 495 επ. 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και έχει εφαρμογή λόγω του χρόνου έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, καθότι οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου για τα ένδικα μέσα, κατ’ αρθρ. 1 άρθρο ένατο παρ. 2 αυτού έχουν έναρξη εφαρμογής την 1.1.2016). Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου οι εκκαλούντες κατέβαλαν το νόμιμο παράβολο σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ποσού 100 ευρώ (βλ. το υπ’ αριθμ ………….. ηλεκτρονικό παράβολο και το από 20-12-2019 έγγραφο εξόφλησης αυτού). Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση επισπεύσθηκε προς συζήτηση με επιμέλεια των εκκαλούντων (βλ. την από 23-12-2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου στο Εφετείο Πειραιώς, την από 16-2020 παραγγελία προς επίδοση και την από  12-6-2020  σημείωση επίδοσης της κρινόμενης έφεσης) για τη δικάσιμο της 19-11-2020, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 25-11-2021 και ακολούθως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Περαιτέρω, στο παρόν Δικαστήριο ασκείται το πρώτον η με αριθ. κατ. ΓΑΕΚ/ΕΑΚ/………/2021 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης και κατά των εκκαλούντων, μετά τη αναβίωση της εκκρεμοδικίας με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, με την οποία παρέμβαση, η εταιρεία με την επωνυμία «………..» ισχυρίζεται ότι είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με τη  επωνυμία «……….», ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» ύστερα από διάσπαση της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία-πιστωτικό ίδρυμα σύσταση, όπως ειδικότερα εκτίθεται. Επικαλούμενη δε, έννομο συμφέρον, της εκπροσωπούμενης από αυτήν ειδικής διαδόχου, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη, κατ’ άρθρο 325 του ΚΠολΔ, ζητεί να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες-καθ’ων η πρόσθετη παρέμβαση στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση,  επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τόσον στους καθ’ ων, όσον και στην υπέρ ης η παρέμβαση για  την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (βλ. σχετ. τις με αριθμ. ../20-12-2021, … Ι/ 20-12-2021 και …/20-12-2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………… αντίστοιχα). Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, τόσον οι εκκαλούντες, όσο και η εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………», δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, δημιουργείται μεταξύ αυτής και της κυρίας διαδίκου-εφεσίβλητης, σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, η τελευταία, η οποία όπως προαναφέρεται καίτοι κλήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο, ούτε έλαβε μέρος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, λογίζεται ως αντιπροσωπευόμενη από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα,  σύμφωνα με τα αναφερόμενα  στο δεύτερο τμήμα της ως άνω νομικής σκέψης. Εντούτοις, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο πρώτο μέρος της νομικής σκέψης της παρούσας, δεδομένου  ότι η εγγραφή στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 226 παρ. 5 του ΚΠολΔ) και του γεγονότος ότι ερημοδικούν οι εκκαλούντες, οι οποίοι επέσπευσαν τη συζήτηση του ένδικου μέσου, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο εξαιτίας της ήττας των εκκαλούντων, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι, ως προς την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό της παρούσας, καθότι αυτή ως διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, δεν διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης, αλλά την έννομη σχέση αυτής και δεν διατυπώνει ιδιαίτερο αίτημα, το οποίο θα έπρεπε να δεχθεί ή να απορρίψει, έστω και σιωπηρά το Δικαστήριο (ΑΠ 666/2015 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα «Areiospagos.gr», ΕφΑθ 121/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Τα δικαστικά έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης που νίκησε για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν επιδικάζονται, ελλείψει σχετικού αιτήματος ως συνέπεια της ερημοδικίας της, ενώ ύστερα από σχετικό αίτημα, τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω ήττας τους (άρθρα 106, 183 και 191 παρ.2  του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που οι ερημοδικαζόμενοι διάδικοι, ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας, (η δε, εφεσίβλητη-υπέρ η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση παρότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, έχει δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, έστω και αν θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την παριστάμενη αναγκαία ομόδικο της, βλ. ΑΠ 338/2017, ΕφΑθ 121/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2019 έφεση και τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ερήμην των εκκαλούντων- καθ’ ών η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και λογιζομένης της εφεσίβλητης-υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ως αντιπροσωπευόμενης από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε τριακόσια (300,00) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, εκ μέρους καθενός από τους ερημοδικαζόμενους διαδίκους

Απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παράβολου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο και

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για το παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις  17  Οκτωβρίου 2023, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ