Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 595/2023

Αριθμός     595/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) ……… και 2) …………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Θωμά Σταμόπουλο  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (……..),  η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός …….) (ΑΦΜ ……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε  από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευαγγελία Τύραλη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  21.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 128/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από  18.2.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2022-……../2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 18.2.2022 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ………../03.03.2022  και με αριθ. εκθ. κατάθ. Εφ.  ……./08.03.2022) έφεση των  ηττηθέντων εναγόντων  και ήδη εκκαλούντων η  οποία  στρέφεται, κατά της με αριθμό 128/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 21.10.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή των εναγόντων κατά της εναγομένης η οποία έχει  ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016 , 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β , 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 15.01.2021, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 03.03.2022.  Αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την ως άνω έκθεση κατάθεσης ενδίκων μέσων  του Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί  από τους  εκκαλούντες το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α΄ ΚΠολΔ ήτοι το με αριθμό παραβόλου  …………./2022  e παράβολο . Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ.

Δυνάμει της υπ’ αριθ. 4524/2001 Υπουργικής Απόφασης θεσπίστηκε για πρώτη φορά βάσει του Ν. 2773/1999 ο Κώδικας Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας, ο οποίος ρυθμίζει τα δικαιώματα  και τις υποχρεώσεις των πελατών και προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και της σύναψης της μεταξύ τους σύμβασης, όσο και κατά την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Ο ως άνω κώδικας Προμήθειας καταργήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του νέου Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες, που θεσπίστηκε δυνάμει της από 29-3-2013 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β΄32/9.4.2013) θεσπίστηκε και τέθηκε ο νέος κώδικας Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε Πελάτες. Με το άρθρο 6 παρ. 1 του ισχύοντος Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας σε  Πελάτες ορίζεται ότι: «Για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας απαιτείται σύναψη Σύμβασης Προμήθειας μεταξύ του Προμηθευτή και του Πελάτη. Η Σύμβαση συνάπτεται στη βάση Προσφοράς Προμήθειας που υποβάλλει ο Προμηθευτής στον Πελάτη μετά από αίτηση του τελευταίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα όταν παρόντα Κώδικα», περαιτέρω κατά το άρθρο 18 του ίδιου Κώδικα: «1. Η Σύμβαση Προμήθειας περιέχει και  ελάχιστο τα στοιχεία και τούς όρους που αναφέρονται στο Κεφάλαιο αυτό. Ανάλογος της Κατηγορίας στην οποία εντάσσεται ο Πελάτης, εφαρμόζονται επιπροσθέτως οι διατάξεις του έκτου και του έβδομου Κεφαλαίου του παρόντος Κώδικα. 2. Η Σύμβαση Προμήθειας καταρτίζεται εγγράφως και έχει και ελάχιστο το ακόλουθο περιεχόμενο… 5. Όροι της Σύμβασης Προμήθειας που αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα είναι άκυροι. Η ακυρότητα ενός όρου της Σύμβασης δεν επηρεάζει την εγκυρότατα του συνόλου αυτής…. 7. Εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την υπογραφή της Σύμβασης Προμήθειας και εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που σχετίζονται με την ενεργοποίηση της σύνδεσης και την καταβολή της εγγύησης, ο Προμηθευτής ενημερώνει τον Πελάτη σχετικά με το προβλεπόμενο χρόνο ενεργοποίησης της σύνδεσης και την έναρξη προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Περαιτέρω, με το άρθρο 21 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι : << Ο Πελάτης δύναται οποτεδήποτε και αναίτια να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 42. Η καταγγελία της Σύμβασης Προμήθειας από Πελάτη του δε μία συνέπεια, οικονομική ή άλλης φύσεως επιφέρει σε βάρος του Πελάτη, με εξαίρεση την περίπτωση που η Σύμβαση Προμήθειας περιλαμβάνει ειδικούς όρους σχετικά με τον ελάχιστο χρόνο ισχύος και την οφειλόμενη αποζημίωση αν η Σύμβαση καταγγελθεί από τον Πελάτη, ή από τον Προμηθευτή αποκλειστικά λόγω υπερημερίας του Πελάτη ως προς την εξόφληση οφειλών ίου, πριν την παρέλευση του ελάχιστου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση  ο Προμηθευτής δεν δικαιούται αποζημίωση αν η Σύμβαση καταγγελθεί από τον Πελάτη εντός τριάντα (30) ημερών από την ειδοποίηση του Προμηθευτή για τροποποίηση όρου της Σύμβασης ή τη γνώση της τροποποίησης Χρεώσεων Προμήθειας, ακόμη και αν η εν λόγω καταγγελία λάβει χώρα κατά τη διάρκεια ταυ ελάχιστου χρόνου ισχύος της Σύμβασης. 2. Η καταγγελία της Σύμβασης Προμήθειας από Πελάτη γίνεται εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 42 του παρόντος, τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την  ημερομηνία αποστολής αυτής στον Προμηθευτή. 3. Με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων που ισχύουν για τους Ευάλωτους Πελάτες, ο Προμηθευτής δύναται να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας και να προβεί στις  προβλεπόμενες ενέργειες προς τον αρμόδιο Διαχειριστή για την παύση εκπροσώπησης μετρητή Πελάτη του, τον οποίο έχει καταστήσει υπερήμερο ως προς την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 6 του άρθρου 39 του παρόντος. Τα αποτελέσματα της κατά τα ανωτέρω καταγγελίας επέρχονται άμεσα. 4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, καθώς και της παραγράφου 7 του άρθρου 39. αν ο Πελάτης παραβαίνει όρους της Σύμβασης Προμήθειας, οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί από τα μέρη ως ουσιώδεις, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα (30) ημερών, ο Προμηθευτής ειδοποιεί σχετικά τον Πελάτη, θέτοντας προθεσμία τουλάχιστον (30) ημερών για την άρση της παράβασης και τον ενημερώνει για τις συνέπειες της τυχόν μη συμμόρφωσής του εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Αν η ανωτέρω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, ο Προμηθευτής δικαιούται να καταγγείλει τη Σύμβαση Προμήθειας και να προβεί στις προβλεπόμενες ενέργειες προς τον αρμόδιο Διαχειριστή για την παύση εκπροσώπησης του μετρητή του Πελάτη, Τα αποτελέσματα της κατά ία ανωτέρω καταγγελίας επέρχονται άμεσα, 5. Οι ειδοποιήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο αποστέλλονται από τον Προμηθευτή είτε με συστημένη επιστολή είχε με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέσα, κατά τρόπο που να προκύπτει η βεβαία ημερομηνία αποστολής ιούς. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο άρχονται από την επομένη της ημέρας αποστολής  των σχετικών ειδοποιήσεων, όπως αυτή βεβαιώνεται από ας υπηρεσίες ή τα μέσα διαβίβασης τους ………………Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του ίδιου Κώδικα που φέρει τον τίτλο “Λύση σύμβασης λόγω αποχώρησης από την εγκατάσταση” προβλέπεται  ότι : « Ο Πελάτης γνωστοποιεί στον Προμηθευτή του την πρόθεση αποχώρησης από την εγκατάσταση  τριάντα (30) ημέρες τουλάχιστον πριν τη σκοπούμενη ημερομηνία αποχώρησης, εφόσον δεν επιθυμεί την τροποποίηση της Σύμβασης Προμήθειας λόγω μετεγκατάστασης. Στην περίπτωση αυτή, η Σύμβαση Προμήθειας λύεται αυτοδικαίως κατά το χρόνο που δηλώνεται στην γνωστοποίηση του Πελάτη. 2. Ο Πελάτης προβαίνει, αμέσως μετά την ως άνω γνωστοποίηση, στις ενέργειες που προβλέπονται στους Κώδικες Διαχείρισης Δικτύων, για την παύση εκπροσώπησης του μετρητή και τη διακοπή της ηλεκτροδότησης του κατά την επιθυμητή ημερομηνία αποχώρησης από την εγκατάσταση. Ο Πελάτης δύναται  να εξουσιοδοτεί τον Προμηθευτή του, προκειμένου  να προβεί ο τελευταίος στις ως άνω ενέργειες για την παύση εκπροσώπησης του μετρητή και τη διακοπή ηλεκτροδότησης. Η εν λόγω εξουσιοδότηση θεωρείται νομίμως για το γνήσιο υπογραφής του Πελάτη. 3. Σε περίπτωση που ο Πελάτης δεν γνωστοποιήσει την αποχώρηση του ή δεν την γνωστοποιήσει εμπροθέσμως, η Σύμβαση Προμήθειας εξακολουθεί να ισχύει μέχρι να λάβει χώρα η παύση της εκπροσώπησης του μετρητή του Πελάτη. Στην περίπτωση αυτή, ως ημερομηνία αυτοδίκαιης λύσης της Σύμβασης Προμήθειας λαμβάνεται η ημερομηνία παύσης της εκπροσώπησης του μετρητή του Πελάτη, όπως αυτή καθορίζεται από τον αρμόδιο Διαχειριστή, κατά τα οριζόμενα στους Κώδικες Διαχείρισης Δικτύων».

Περαιτέρω, αδικοπρακτική ευθύνη μπορεί να θεμελιωθεί και στο άρθρ. 919 ΑΚ, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του. Το άρθρο αυτό, που ορίζει ότι όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συμπληρώνει τη ρύθμιση του άρθρ. 914 ΑΚ, επεκτείνοντας την αδικοπρακτική ευθύνη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υφίσταται από τη συμπεριφορά προσώπου προσβολή δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος άλλου ούτε παραβίαση συγκεκριμένης διάταξης νόμου, ωστόσο το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας. Ανάγεται έτσι σε αυτοτελή αδικοπραξία, που γεννάει υποχρέωση προς αποζημίωση, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, η αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά, εφόσον αυτή έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας σε άλλον (ΟλΑΠ 10/1991, Α.Π 462/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα προϋποθέσεις της ευθύνης κατά το άρθρ. 919 ΑΚ είναι η ύπαρξη ανθρώπινης συμπεριφοράς, δηλαδή πράξης ή παράλειψης, αντίθετης προς τα χρηστά ήθη, η οποία έγινε με πρόθεση επαγωγής ζημίας και προκάλεσε πράγματι σε αιτιώδη μ’ αυτή συνάφεια ζημία σε άλλον, δηλαδή πρέπει η συμπεριφορά του δράστη, κατά το χρόνο και τις συνθήκες που έλαβε χώρα, να ήταν ικανή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει και πράγματι επέφερε τη συγκεκριμένη ζημία κατά τρόπο αντίθετο προς τις επιταγές της κυρίαρχης κοινωνικής και συναλλακτικής ηθικής. Αδιάφορο είναι αν ο δράστης είχε ή όχι συνείδηση του παράνομου ή ανήθικου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του, είναι όμως αναγκαίο για την ύπαρξη ευθύνης του κατά το άρθρ. 919 ΑΚ να ενήργησε με πρόθεση βλάβης, που σημαίνει ότι πρέπει να γνώριζε ότι με τη συμπεριφορά του θα ζημιωνόταν κάποιος άλλος και να ήθελε την πρόκληση της ζημίας, έστω και αν αυτός δεν ήταν ο αποκλειστικός σκοπός του, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος του, όπως συμβαίνει όταν γνώριζε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά προχώρησε στην επιζήμια συμπεριφορά του (ΑΠ 55/2003,  1652/2006  900/2011, 43/2013,  1664/ 2014 Α.Π 2027/2014 ΝΟΜΟΣ ).

Με την από 21.10.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγή τους  οι ενάγοντες εκθέτουν ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας που είχε συναφθεί στον Πειραιά μεταξύ της ομόρρυθμης εταιρίας, της οποίας αυτοί ήταν εταίροι και της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία << ……………. >>, η τελευταία τροφοδοτούσε με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω της με αριθμό ……. παροχής την επιχείρηση των εναγόντων, η οποία στεγαζόταν σε ισόγειο κατάστημα κείμενο επί της οδού …… στον Πειραιά, το οποίο είχαν μισθώσει από τον ……….. Ότι την 14-12-1999 εξόφλησαν ολοσχερώς τον τελευταίο εκκαθαριστικό λογαριασμό που τους είχε αποστείλει η εναγόμενη κι ότι  ακολούθως την 21-12-1999 η επιχείρησή τους διέκοψε τη λειτουργία της στο ως άνω μίσθιο οίκημα, για το λόγο δε αυτό κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία παρέδωσαν  ελεύθερη τη χρήση του στον παραπάνω εκμισθωτή τους,   και δήλωσαν την διακοπή των εργασιών της επιχείρησης της προς την αρμόδια Δ΄ΔΟΥ Πειραιά την 8.2.2000, ενώ παρέδωσαν προς το τμήμα κωδίκων βιβλίων και στοιχείων τα φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης την 22.12.1999. Ότι  η εναγόμενη τούς κοινοποίησε την επισυνημμένη στο δικόγραφο της αγωγής υπό αριθ. ………./14-6-2019 ειδοποίηση, δια της οποίας τούς γνωστοποιούσε ότι από την προαναφερθείσα σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας εκκρεμούσε  οφειλή τους προς αυτήν ύψους 2,455,92 ευρώ, την οποία υποχρεούντο να εξοφλήσουν. Ότι το παραπάνω ποσό  το οποίο αφορά περίοδο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος από 7-1-2000 έως 29-5-2015, έχει αχρεωστήτως καταλογιστεί  σε βάρος τους, αφού οι ενάγοντες είχαν αποχωρήσει από το μίσθιο κατάστημα ήδη από την 21-12-1999. Ότι μετά την κοινοποίηση της ως άνω ειδοποίησης απευθύνθηκαν στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες της εναγομένης και αφού ενημέρωσαν ότι δεν έκαναν  χρήση της συγκεκριμένης παροχής ηλεκτρικού ρεύματος το επίδικο χρονικό  διάστημα ζήτησαν την απαλλαγή τους από αυτή, πλην όμως η εναγομένη δια των αρμοδίων  υπηρεσιών της, επέμεινε στον καταλογισμό της  οφειλής. Ότι πληροφορήθηκαν από τον πρώην εκμισθωτή τους ότι η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος εξακολουθούσε να είναι στο όνομά τους κι ότι μετά την αποχώρησή τους, το ισόγειο κατάστημα, στο οποίο στεγαζόταν η επιχείρησή τους, είχε μισθωθεί δυνάμει του από 31-3-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης στον ………….., ο οποίος αποβλήθηκε από τη χρήση του μισθίου το έτος 2010, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2347/2010 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία μισθωτικών διαφορών).  Ότι υπόχρεος προς εξόφληση της επίδικης οφειλής προς την εναγόμενη είναι ο παραπάνω ιδιόκτητης του μίσθιου ακινήτου, ο οποίος παρότι είχε συμφωνήσει με τους ενάγοντες ότι θα διακόψει την παροχή ρεύματος που ήταν επ΄ ονόματί τους, αμέσως μετά την αποχώρησή τους, ουδέν έπραξε. Ότι η εναγόμενη τους κατέστησε αδικαιολογήτως και παρανόμως χρεοφειλέτες της κι ότι από την αντισυναλλακτική και αντικείμενη στην έννοια των χρηστών συναλλακτικών ηθών συμπεριφορά της, βιώσαν συναισθηματική αναστάτωση,  διότι παρόλο που  είναι  νομοταγείς πολίτες, κατέστησαν οφειλέτες ανύπαρκτης οφειλής, εξαιτίας της οποίας επαπειλείται διακοπή της ηλεκτροδότησης στην οικία τους από την εναγομένη  και συνεπώς υπέστησαν ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας καθένας από αυτούς δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο είναι εύλογο και δίκαιο.  Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού, με τις έγγραφες προτάσεις τους, περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, στο σύνολό του από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, οι ενάγοντες ζήτησαν: 1) να αναγνωριστεί ότι δεν οφείλουν στην εναγόμενη το ποσά των 2.455,92 ευρώ και να απαλλαγούν με την παρούσα απόφαση από κάθε τυχόν υφιστάμενη οφειλή τους έναντι της εναγομένης προερχόμενη από την ιστορούμενη στην αγωγή συναλλακτική αιτία και 2) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της  εναγόμενης να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της ένδικης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ως προς το δεύτερο αίτημα της και ως μη νόμιμη ως προς το  πρώτο αίτημα της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  με την υπό κρίση έφεση τους  του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου  και ζητούν  την εξαφάνισή της,  ώστε να γίνει δεκτή  η ως άνω αγωγή   ως προς  όλα τα αιτήματα της.

Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, διότι απέρριψε ως μη νόμιμο το πρώτο  αίτημα της υπό κρίση αγωγής περί αναγνώρισης της μη ύπαρξης οφειλής προς την εναγόμενη ποσού   2.455,92 ευρώ, ενώ αν είχε ερμηνεύσει ορθά το νόμο θα το είχε κρίνει ως νόμιμο, διότι κατά το χρόνο κατάρτισης του μεταξύ τους συμβολαίου παροχής ηλεκτρικού ρεύματος το μήνα Ιούλιο του έτους 1986 δεν ίσχυε ο κώδικας προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, με βάση το άρθρο 22 παρ. 3 του οποίου απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το ως άνω αγωγικό αίτημα. Επί του  λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι την 14-12-1999 εξόφλησαν ολοσχερώς τον τελευταίο εκκαθαριστικό λογαριασμό που τους είχε αποστείλει η εναγόμενη κι ότι ακολούθως την 21-12-1999 η επιχείρησή τους διέκοψε τη λειτουργία της στο ως άνω μίσθιο οίκημα, για το λόγο δε αυτό κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία παρέδωσαν ελεύθερη τη χρήση του στον εκμισθωτή τους και δήλωσαν την διακοπή των εργασιών της επιχείρησης της προς την αρμόδια Δ΄ΔΟΥ Πειραιά την 8.2.2000, ενώ παρέδωσαν προς το τμήμα κωδίκων βιβλίων και στοιχείων τα φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης την 22.12.1999. Επομένως, με τα όσα επικαλούνται οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή τους, το συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος είχε καταρτιστεί μεταξύ  αυτών ως πελατών και της εναγομένης Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού σε κάθε περίπτωση πριν το έτος 1999. Συνεπώς στην υπό κρίση περίπτωση δεν είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του κώδικα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε Πελάτες, που θεσπίστηκε δυνάμει της από 29-3-2013 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β΄32/9.4.2013) και δη τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ. 3 του κώδικα αυτού ο οποίος κατήργησε τον προ ισχύσαντα κώδικα ο οποίος δυνάμει της υπ’ αριθ. 4524/2001 Υπουργικής Απόφασης θεσπίστηκε για πρώτη φορά το έτος 1999, βάσει του Ν. 2773/1999. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει ο δεύτερος  λόγος της  ως άνω έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, ακολούθως, να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η αγωγή,  και εφόσον είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 287, 288, 361,  Α.Κ , 22 ΕμπΝ και 249 παρ.1 του Ν. 4072/2012, 71 και 176 του ΚΠολΔ, να δικασθεί και κατ’ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο.

Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο , διότι απέρριψε ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας το δεύτερο αίτημα της υπό κρίση αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ενώ αν είχε ερμηνεύσει ορθά το νόμο θα το είχε κρίνει ορισμένο και νόμιμο και θα το είχε κάνει δεκτό βάσιμο κατ΄ουσίαν. Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Οι ενάγοντες εκθέτουν στην ως άνω αγωγή τους ότι η εναγόμενη τους κατέστησε αδικαιολογήτως και παρανόμως   χρεοφειλέτες της κι ότι από την αντισυναλλακτική και αντικείμενη στην έννοια των χρηστών συναλλακτικών ηθών συμπεριφορά της, βιώσαν συναισθηματική αναστάτωση,  διότι παρόλο που  είναι  νομοταγείς πολίτες, κατέστησαν οφειλέτες ανύπαρκτης οφειλής, εξαιτίας της οποίας επαπειλείται διακοπή της ηλεκτροδότησης στην οικία τους από την εναγομένη και συνεπώς υπέστησαν ηθική βλάβη. Με αυτό το περιεχόμενο το εν λόγω κονδύλι είναι επαρκώς ορισμένο, διότι οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν τα περιστατικά που συνιστούν παράνομη και υπαίτια πράξη της εφεσίβλητης και υπό τα οποία, κατ’ αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, εκδηλώθηκε η θέληση της για επαγωγή συγκεκριμένης ζημίας στους εκκαλούντες  υπό την έννοια της πρόσφορης μεταξύ τους αιτιότητας, ώστε να είναι εφικτή η θεμελίωση της αγωγής στις περί αδικοπραξιών διατάξεις υπό την ειδικότερη μορφή της καταχρηστικής και αντίθετης στα χρηστά ήθη. Συγκεκριμένα κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα καταλογίστηκε σε  βάρος τους ποσό ύψους 2,455,92 ευρώ, το οποίο δεν οφείλουν, διότι αφορά περίοδο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, μετά την αποχώρηση τους από το μίσθιο και συνεπώς έχει αχρεωστήτως καταλογιστεί σε βάρος τους, δεδομένου ότι παρόλο που γνωστοποιήσαν  στην εναγόμενη, όταν έλαβαν γνώση της οφειλής τους, ότι δεν τους βαρύνει  η  οφειλή  του ποσού  αυτού, αυτή αρνήθηκε να τους απαλλάξει από την οφειλή αυτή,  με σκοπό τη βλάβη των εκκαλούντων ήτοι τον καταλογισμό σε βάρος τους οφειλής που δεν οφείλουν. Με την επίκληση αυτής της  συγκεκριμένης  αδικοπρακτικής και αντίθετης προς τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις συμπεριφοράς καθίσταται καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη η εκ μέρους της εναγομένης ενέργεια του καταλογισμού σε βάρους τους μη οφειλόμενου ποσού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το συγκεκριμένο αίτημα  αόριστο εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να δικάσει την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό (άρθρο 535 και του ΚΠολΔ) και εφόσον είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων  914, 919, 932, 178 Α.Κ να δικαστεί κατ’ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο.

Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (βλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004. 723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 1987 η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> της οποίας οι  ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ήταν εταίροι είχε υπογράψει στον Πειραιά με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη,  ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία <<…….>>  το από 8.1.1987 συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, δυνάμει του οποίου  η τελευταία τροφοδοτούσε με ηλεκτρικό ρεύμα μέσω της με αριθμό ………………. παροχής την ως άνω  ομόρρυθμη εταιρία,  η οποία στεγαζόταν σε ισόγειο κατάστημα κείμενο επί της οδού   …. στον Πειραιά, το οποίο οι ενάγοντες είχαν μισθώσει από τον ………….. Στο άρθρο 3 του ανωτέρω συμβολαίου ορίζονταν ότι το συμβόλαιο θα παραμένει σε ισχύ για διαδοχικές περιόδους ενός έτους, εκτός αν ένας από τους συμβαλλόμενους ενημερώσει με έγγραφο του και μέσα σε τριάντα ημέρες όχι όμως λιγότερο από δέκα ημέρες πριν να λήξει κάθε μία περίοδος ότι θέλει να λυθεί το  Συμβολαίου. Οι ενάγοντες την 14-12-1999 εξόφλησαν  τον τελευταίο εκκαθαριστικό λογαριασμό που τους είχε αποστείλει η εναγόμενη  που αφορούσε το χρονικό διάστημα μέχρι την 04.11.1999 κι ακολούθως την 21-12-1999 η επιχείρησή τους  διέκοψε τη λειτουργία της στο ως άνω μίσθιο οίκημα, για το λόγο δε αυτό κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία παρέδωσαν ελεύθερη τη χρήση του στον παραπάνω εκμισθωτή και δήλωσαν την διακοπή των εργασιών της επιχείρησης της προς την αρμόδια Δ΄ΔΟΥ Πειραιά την 8.2.2000, ενώ παρέδωσαν προς το τμήμα κωδίκων βιβλίων και στοιχείων τα φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης την 22.12.1999. Η εναγόμενη κοινοποίησε προς την ως άνω ομόρρυθμή εταιρεία την υπό αριθ. …………/14-6-2019 ειδοποίηση, δια της οποίας  γνωστοποιούσε ότι μετά τη λύση της μεταξύ τους σύμβασης προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας για το ακίνητο που βρίσκεται επί της οδού ………. στον Πειραιά με λογαριασμό συμβολαίου ……….. η συνολική οφειλή ανέρχεται στο ποσό των  2,455,92 ευρώ. Το ως άνω ποσό αφορά περίοδο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος μεταγενέστερο της 04.11.1999 – οπότε είχαν εξοφλήσει τα οφειλόμενα με τον προαναφερόμενο εκκαθαριστικό λογαριασμό – έως την  18.3.2015, όπως προκύπτει από τον τελικό λογαριασμό που εξέδωσε η εναγομένη  και  αφορά την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας (και όχι τις ρυθμίσεις που αφορούν χρεώσεις τρίτων ήτοι δημοτικά τέλη, και φόροι, ΠΑΠ και ΕΡΤ που έχουν μεταφερθεί στις αντίστοιχες υπηρεσίες), όπως προκύπτει από το με αρ. ΔΠΕ/Ε,Κ ………/31.8.2021 έγγραφο – απάντηση της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης στην εξώδικη καταγγελία των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων. Η λύση της ως άνω σύμβασης πραγματοποιήθηκε την 17.3.2015, σύμφωνα με  το προαναφερόμενο έγγραφο – απάντηση, χωρίς να προκύπτει ποιος  προέβη στη λύση της ως άνω σύμβασης.  Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ως άνω παροχή ηλεκτρικού ρεύματος εξακολουθούσε να είναι στο όνομά των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων και μετά την αποχώρηση τους από το μίσθιο και μέχρι  την 17.3.2015, όποτε λύθηκε η ως άνω σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο ακίνητο που στεγάζονταν η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία και ότι στη συνέχεια ακολούθησε η έκδοση του τελικού λογαριασμού  με συνολικό ποσό 9.443,54 ευρώ. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η ένδικη σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας που οι ενάγοντες είχαν συνάψει με την εναγομένη παρέμεινε σε ισχύ και μετά την αποχώρηση των εναγόντων από το μίσθιο κατάστημα, διότι ανανεώνονταν αυτομάτως μετά την παρέλευση εκάστου έτους, εφόσον δεν είχε λάβει χώρα  έγγραφη γνωστοποίηση εκ μέρους τους  προς την εναγομένη εντός τριάντα ημερών πριν τη λήξη περί του ότι οι ενάγοντες ως καταναλωτές επιθυμούσαν τη λύση της.  Συνεπώς, η εναγομένη νομίμως καταλόγισε σε βάρος των εναγόντων την οφειλή ποσού 2,455,92 ευρώ,  που αντιστοιχεί στην αξία του ηλεκτρικού ρεύματος  που καταναλώθηκε κατά την ως άνω χρονική περίοδο, διότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα η αντισυμβαλλομενη ομόρρυθμη εταιρεία ήταν οφειλέτρια της της συγκεκριμένης παροχής αφού η ένδικη σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας παρέμεινε σε ισχύ. Ο ισχυρισμός των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων περί του ότι συμφώνησαν καλοπίστως ενεργούντες με τον εκμισθωτή του ακινήτου,  όπου στεγάζονταν η επιχείρηση τους να προβεί αυτός στη διακοπή ένδικης της παροχής βιομηχανικού ρεύματος, επειδή η σύνδεση νέων παροχών βιομηχανικού ρεύματος στη συγκεκριμένη περιοχή ήταν μετά την μεταβολή της σχετικής νομοθεσίας εξαιρετικά δυσχερής, πλην όμως ο εκμισθωτής του ακινήτου, παρέλειψε αν και όφειλε να διακόψει την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, όπως έπραξε και ο επόμενος μισθωτής του ακινήτου,  είναι αντιφατικός, διότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εναγόντων, εφόσον ο εκμισθωτής του ακινήτου θα αντιμετώπιζε δυσχέρεια στην εκ νέου σύνδεση νέας παροχής βιομηχανικού ρεύματος για το ακίνητο του δεν θα είχε λόγο να προβεί στη διακοπή της υφιστάμενης παροχής, οι δε ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι επιβεβαίωσαν την τήρηση της επικαλούμενης συμφωνίας, απευθυνόμενοι στην εναγομένη προμηθεύτρια, στην οποία, κατά τα εκτιθέμενα απευθύνθηκαν το πρώτον, μετά τον καταλογισμό σε βάρος τους του προαναφερόμενου ποσού και τυγχάνει απορριπτέος. Σε κάθε περίπτωση η επικαλούμενη συμφωνία, δεν αναιρεί τη συμβατική δέσμευση της αντισυμβαλλόμενης ομόρρυθμής εταιρείας  της οποίας οι ενάγοντες ήταν μέλη να προβεί σε σχετική έγγραφη γνωστοποίηση προς την προμηθεύτρια εταιρεία της πρόθεσης της  να διακοπεί η παροχή  και εν τέλει δεν απαλλάσσει τους ενάγοντες από την ανωτέρω συμβατικά αναληφθείσα υποχρέωση τους. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων περί του ότι δεν ήταν αυτοί οι οφειλέτες της ένδικης οφειλής, αφού μετά την αποχώρηση τους από το μίσθιο ισόγειο κατάστημα, στο οποίο στεγαζόταν η επιχείρησή τους, αυτό είχε μισθωθεί δυνάμει του από 31-3-2000 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης στον ………….., ο οποίος αποβλήθηκε από τη χρήση του μισθίου το έτος 2010, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2347/2010 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία μισθωτικών διαφορών) και συνεπώς δεν έκαναν οι ενάγοντες χρήση της ως άνω παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, τυγχάνει απορριπτέος. Τούτο διότι κατά τα προαναφερθέντα δεν είχαν δηλώσει εγγράφως την πρόθεση τους να λυθεί η σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας προς την εναγόμενη προμηθεύτρια και έτσι αυτή (σύμβαση) εξακολουθούσε ισχύει και να τους δεσμεύει και η τελευταία (προμηθεύτρια) δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει τον εκάστοτε πραγματικό χρήστη της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να καταλογίσει σε βάρος του τυχόν οφειλή αντί του αντισυμβαλλομένου της. Άλλωστε υφίσταται   δικαίωμα  αναγωγής του καταβάλλοντος χρήματα που δεν οφείλει κατά του πραγματικού οφειλέτη.  Συνεπώς ο καταλογισμός του ανωτέρω ποσού σε βάρος των εναγόντων δεν συνιστά αδικοπρακτική ως  αντίθετη προς τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις συμπεριφορά, ούτε ελέγχεται καταχρηστική και αντίθετη στα χρηστά ήθη.  Συνεπώς   δεν αποδείχθηκε ότι ο καταλογισμός του ως άνω  ποσού στην ομόρρυθμη εταιρεία της οποίας οι ενάγοντες ήταν  μέλη είναι παράνομος,  ούτε ότι η εναγομένη με τον εν λόγω καταλογισμό είχε σκοπό να διαταράξει την ψυχική  ηρεμία των εναγόντων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και κατ’ ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 128/2021  οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της, να διακρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να απορριφθεί  ως  ουσιαστικά αβάσιμη η από 21.10.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή.  Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179,  του ΚΠολΔ,)  όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους εκκαλούντες του παραβόλου των 100,00 ευρώ, λόγω της νίκης τους  κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων  την από 18.2.2022 (με αριθ. εκθ. κατάθ. Πρωτ. ……../03.03.2022 και με αριθ. εκθ. κατάθ. Εφ.  ………../08.03.2022) έφεση η  οποία  στρέφεται, κατά της με αριθμό 128/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 128/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την από 21.10.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019 αγωγή.

Απορρίπτει  την αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή στους  εκκαλούντες – ενάγοντες  του  παραβόλου που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 19 Οκτωβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ