Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 696/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης    696/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………… για να δικάσει τις κάτωθι αναφερόμενες υποθέσεις μεταξύ:

Α. Της εκκαλούσας εναγομένης: Της εδρεύουσας στην ……….. Αττικής (οδός ………..) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «………….» και με το διακρικτικό τίτλο «………..»,  η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Β. Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κοντοσέα με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας στην …. Αττικής (οδός ………) και νόμιμα εκπροσωπουμένης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και με το διακρικτικό τίτλο «………»,  η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../27.12.2019) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 1804/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη μονοπρόσωπη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρεία με την από 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……./4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογραφ. ………../7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 1.4.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……./4.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου έφεσή του, η οποία επίσης προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, προσβάλλει την αυτή ως άνω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι προαναφερθέντες πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  τα κάτωθι αναφερόμενα δικόγραφα: α) Η από 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογραφ. ……../7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της από  20.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/27.12.2019) αγωγής του εφεσιβλήτου και β) η από 1.4.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……../4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../4.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής υπ’αριθμ. 1804/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, τα οποία (ανωτέρω δικόγραφα, που κατάγονται προς κρίση) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246, 524 παρ.1 εδαφ.α΄και 591 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη από 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………../4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογραφ………./7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης μονοπρόσωπης ναυτιλιακής ανώνυμης εταιρείας κατά της υπ’αριθμ. 1804/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αριθμ.3, 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της ασκηθείσας σε βάρος της εκκαλούσας από 20.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./27.12.2019) αγωγής του εφεσιβλήτου, απογεγραμμένου ναυτικού, διώκοντος με αυτήν την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 26.645,18 ευρώ, πλέον τόκων, απορρεουσών από πλείονες συμβάσεις ναυτολόγησής του σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύτη, σε εκτέλεση των οποίων παρείχε εξαρτημένη ναυτική εργασία στο εν λόγω πλοίο κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα και με την οποία (πρωτόδικη απόφαση) έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.356,49 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ, επιπροσθέτως, καταδικάσθηκε και σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, ποσού 450 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……/4.4.2022), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στην εναγόμενη της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα με την επιμέλεια του ενάγοντος στις 3.3.2022, όπως προκύπτει από την προκομιζόμενη από τον τελευταίο υπ’αριθμ……./3.3.2022 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….. και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Η έτερη εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 1.4.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……./4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/4.4.2022) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος ενάγοντος της ανωτέρω αγωγής έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 4.4.2022 με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. δικογρ………../4.4.2022), ήτοι εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση στην εναγόμενη της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα με την επιμέλεια του ενάγοντος στις 3.3.2022 κατά τα προεκτεθέντα και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό της, μολονότι ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του ν. 4055/2012, δεν απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου της παρ.4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσης της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών/εργατικών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 § 1 και 591 § 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι ναυτολογήθηκε διαδοχικά τέσσερις (4) φορές με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα εντός της χρονικής περιόδου από 6.10.2017 έως 12.12.2019 στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίο με την ονομασία «Α», ολικής χωρητικότητας 30.882 κόρων, της πλοιοκτησίας της εναγομένης, που πραγματοποιούσε τα επίσης αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια μεταξύ διαφόρων λιμένων της αλλοδαπής εντός του Μεσογειακού χώρου, αντί των προβλεπομένων από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2018 και 2019 μηνιαίου μισθού, επιδομάτων και εργασιακών όρων εν γένει, παρείχε δε προσηκόντως τις υπηρεσίες του στο πλοίο αυτό επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, όντας επιφορτισμένος με την εκτέλεση των καθηκόντων της ειδικότητάς του, που αναλυτικά παραθέτει στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό και υποστηρίζοντας περαιτέρω ότι απασχολήθηκε χωρίς να λάβει το σύνολο της αμοιβής, που αντιστοιχούσε στις ώρες της παρασχεθείσας εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, η οποία, με βάση τις ανωτέρω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, καθώς και την πρόσθετη αμοιβή για τις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων παντός τύπου, που μεταφέρονταν με το πλοίο, στις οποίες και ο ίδιος συμμετείχε ως μέλος του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, το μηνιαίο επίδομα ιματισμού για τη φθορά των ενδυμάτων του και το μηνιαίο αντίτιμο τροφής, καθόσον η τροφή που παρεχόταν στα μέλη του πληρώματος ήταν υποτυπώδης, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να προμηθεύεται εξ ιδίων τα χρειώδη για τη διατροφή του, ενώ κατά το διάστημα από 5 έως 31.3.2018, κατά το οποίο εκτελούντο στο πλοίο εργασίες επισκευής, δεν χορηγείτο τροφή στο πλήρωμα, άπαντα τα οποία επίσης προβλέπονται στις ανωτέρω ΣΣΝΕ και ανάγονται στα ίδια χρονικά διαστήματα, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 26.645,18 ευρώ για διαφορές αμοιβών υπερωριακής του απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2018, καθώς και ως πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων με το πλοίο οχημάτων, ως επίδομα ιματισμού και ως αντίτιμο τροφής των ιδίων ετών, όπως έκαστο κονδύλιο αναλυτικά εκτίθεται στο δικόγραφο, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων του ενάγοντος, ακολούθως, με τις παραδοχές, μεταξύ άλλων, ότι η ημερήσια απασχόληση του ανωτέρω στο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη ανήλθε κατά μέσο όρο σε δώδεκα (12) ώρες, ότι αυτός δε συμμετείχε στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των φορτηγών οχημάτων στους διάφορους λιμένες των δρομολογίων του πλοίου, οι οποίες εκτελούντο αποκλειστικά από λιμενεργάτες υπό τις οδηγίες του ‘Υπαρχου, ότι το αντίτιμο τροφής αποτελεί μέρος των πάγιων και σταθερών μηναίων αποδοχών του ναυτικού, είτε η τροφή παρέχεται σ’αυτόν σε χρήμα είτε του χορηγείται αυτούσια σε είδος, καθώς και ότι το μηνιαίο επίδομα ιματισμού καταβάλλεται στο ναυτικό σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως εάν του παρέχεται ο κατάλληλος ιματισμός από τον πλοιοκτήτη εξ ιδίων ή όχι, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρεώθηκε η εναγόμενη, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των 4.000 ευρώ, στην καταβολή στον ενάγοντα του συνολικού ποσού των 14.356,49 ευρώ, ως υπόλοιπο αμοιβής του για την υπερωριακή του απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, ως αμοιβή του για εργασίες φορτοεκφόρτωσης και έχμασης μόνον των μεταφερομένων ιδιωτικής χρήσης επιβατηγών αυτοκινήτων και των δικύκλων στους χώρους στάθμευσης του πλοίου, ως επίδομα ιματισμού και ως αντίτιμο τροφής των ιδίων ετών και του ποσού των 450 ευρώ ως μέρους της δικαστικής του δαπάνης, ενώ απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη η ένσταση της ιδίας περί συμψηφισμού του συνολικού ποσού των 2.253,56 ευρώ, που καταβλήθηκε στον ενάγοντα ως “επίδομα εταιρείας”, στο κριθέν ως οφειλόμενο σ’αυτόν ποσό της αμοιβής του για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι και, αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την ουσιαστική παραδοχή των εφέσεών τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη ή παραδοχή της αγωγής αντίστοιχα.

Aπό την επανεκτίμηση α) της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος της εναγομένης …………….., ο οποίος απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με τον ενάγοντα ως Ύπαρχος κατά το χρονικό διάστημα από 22.2.2018 έως και τον 9ο του 2018 και εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, της κατάθεσής του αυτής, κατόπιν της απομαγνητοφώνησής της, περιληφθείσης στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης της δικασίμου της 9ης.6.2020, β) της υπ’αριθμ…./17.2.2020 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς του μάρτυρος του ενάγοντος …………, που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο ως ναύτης από 30.10.2017 έως 11.12.2018 και από 28.3.2019 έως 12.12.2019, η οποία λήφθηκε και προσκομίσθηκε με επιμέλεια του ανωτέρω διαδίκου στον πρώτο βαθμό μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 421, 422 και 591 παρ.1 α΄του ΚΠολΔ (βλ.σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …../11.2.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..), γ) της παραδεκτά (άρθρο 529 του ΚΠολΔ, βλ. επίσης ΑΠ 1538/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) προσκομιζομένης από τον ενάγοντα το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υπ’αριθμ……/15.2.2023 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ξάνθης ………… μάρτυρός του ………., που εργάσθηκε στο ίδιο πλοίο ως υποναύκληρος κατά διαστήματα από το έτος 2018 έως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020, η οποία λήφθηκε επίσης μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (βλ.σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……./8.2.2023 έκθεση επίδοσης της αυτής ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας), άπασες οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι ανωτέρω εξετασθέντες μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγομένης, διότι έχουν ασκήσει εναντίον της άλλες, δικές τους, αγωγές με το ίδιο αντικείμενο, να αποκλείει αυτό και μόνο την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΕφΑθ 3879/2012 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, στα οποία περιλαμβάνεται και η υπ’αριθμ…../12.5.2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς του μάρτυρος ………., που απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του Ύπαρχου από τις 12.1.2020 έως και τον 9ο του ίδιου έτους, η οποία προσκομίσθηκε από την εναγόμενη σε αντίκρουση της ασκηθείσης σε βάρος της από 27.12.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ………/2021) αγωγής του ανωτέρω ……….. ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς και λήφθηκε κατόπιν κλήτευσης του αντιδίκου της, όπως αναφέρεται στην ίδια την ένορκη βεβαίωση, λαμβάνεται δε υπόψη για τη συναγωγή τεκμηρίων και επίσης εκτιμάται ελεύθερα κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας του εν λόγω μάρτυρος (βλ. σχετ. ΑΠ 276/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, σύμφωνα  με την οποία ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, έστω και αν αυτές λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη), των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα/εφεσίβλητο απορριπτομένων ως αβασίμων, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ.β΄, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Ο ενάγων είναι Έλληνας επαγγελματίας ναυτικός, απογεγραμμένος από το έτος 1998,  κάτοχος του υπ’αριθμ. … ναυτικού φυλλαδίου της ….΄ ναυτικής περιφέρειας και της υπ’αριθμ……./6.2.2001 άδειας ναύτη και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών του Εμπορικού Ναυτικού, η οποία αποτελεί μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας. Με διαδοχικές συμβάσεις, τέσσερις (4) συνολικά τον  αριθμό, παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν όλες μεταξύ αυτού και των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, μονοπρόσωπης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, μέλους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου με την ονομασία “Α”, νηολογημένου στο λιμένα του Πειραιώς, με αύξοντα αριθμό εγγραφής …, ολικής χωρητικότητας 30.882 κόρων και με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….., ναυτολογήθηκε κάθε φορά από τον Πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου και απασχολήθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναφερόμενα. Συγκεκριμένα, η πρώτη των ενδίκων σύμβαση καταρτίσθηκε στο λιμένα του Πειραιώς στις 6.10.2017 και δυνάμει αυτής ο ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του στο εν λόγω πλοίο μέχρι και τις 8.2.2018, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα με κοινή συναίνεση αυτού και του Πλοιάρχου του πλοίου. Επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 5.3.2018 στο λιμένα του Περάματος Αττικής και απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα έως και τις 12.7.2018, οπότε και απολύθηκε στο λιμένα της Νάπολης της Ιταλίας για τον ίδιο λόγο. Επακολούθησε μία (1) ακόμη ναυτολόγησή του στο ίδιο πλοίο και με την αυτή ειδικότητα στο λιμένα της Νάπολης, που διήρκεσε από τις 31.8.2018 έως και τις 21.2.2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στον ίδιο λιμένα και για τον ίδιο λόγο. Τέλος, προσλήφθηκε εκ νέου στις 30.5.2019 στο λιμένα της Νάπολης, προκειμένου να εργασθεί με την ίδια ειδικότητα στο ίδιο πλοίο, στο οποίο και απασχολήθηκε, σε εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, έως και τις 12.12.2019, όταν και η σύμβαση εργασίας του λύθηκε στον ίδιο λιμένα και για τον ίδιο λόγο. Η διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο και ο λόγος της απόλυσής του, που άλλωστε σαφώς προκύπτουν από τις αντίστοιχες εγγραφές στο ναυτικό του φυλλάδιο, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, συνιστούν δε παραδοχές και της εκκαλουμένης απόφασης, που δεν πλήττονται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους. Για τρεις (3) από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του και, συγκεκριμένα για τις από 6.10.2017, από 5.3.2018 και 30.5.2019, τηρήθηκε έγγραφος τύπος και από τις συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται, προκύπτει ότι ο μηνιαίος μισθός του συνομολογήθηκε κλειστός, ανερχόμενος στο συνολικό (μικτό) χρηματικό ποσό, με τη μεν πρώτη των 2.756,47 ευρώ, με τη δεύτερη των 2.302,27 ευρώ και με την τρίτη των 3.329,50 ευρώ αντίστοιχα. Στις ίδιες συμβάσεις περιελήφθησαν όροι, που, όπως δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους, διέπουν και την έτερη σύμβαση ναυτολόγησής του, που συνήφθη ατύπως, κατά τους οποίους ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος καθορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο, στον εν λόγω κλειστό μηνιαίο μισθό συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα άδειας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρείας καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς και ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τη μέλη των Πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2018, αφού δεν προβάλλονται  απαιτήσεις επό την εργασία του, γεννηθείσες προγενέστερα, τυγχάνει εφαρμογής, όσον αφορά τις αποδοχές και τους εν γένει όρους παροχής της εργασίας του,  η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2018, η οποία υπογράφηκε στις 4.9.218 και κυρώθηκε στις 2.11.2018 με την υπ’αριθμ. 2242.5-1.10/81307/2.11.2018 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 15.11.2018 (ΦΕΚ Β΄5124/15.11.2018), ενώ επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ιδίου στο ανωτέρω πλοίο, που ανάγονται στο έτος 2019, τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων της ιδίας κατηγορίας πλοίων του επομένου έτους 2019, η οποία υπογράφηκε στις 8.7.2019 και κυρώθηκε στις 24.7.2019 με την υπ’αριθμ.2242.5-1.10/56166/24.7.2019 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1η.8.2019 (Φ.Ε.Κ. τεύχος Β΄, υπ’αριθμ.3097/1.8.2019), όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η σχετική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται από τους διαδίκους με τις εφέσεις τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 των ως άνω εφαρμοζομένων ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 εδαφ.α΄του άρθρου 5, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με τη διάταξη του εδαφίου α΄της ίδιας παραγράφου του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50%. Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 10 και 13 παρ. 1), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 10). Στο άρθρο 20 των ιδίων ΣΣΝΕ προβλέπονται τα κάτωθι:”1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν δύναται όμως η πρόσθετος αυτή εργασία να υπερβαίνει τις τέσσαρες ώρες εντός του 24ώρου. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία ο εκτελέσας αυτήν ναυτικός δικαιούται σε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ.1 διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου (4,33) επί τας ώρας της εκάστοτε ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού οι ώρες μηνιαίας υποχρεωτικής απασχολήσεως ανέρχονται εις (173). 3. Για κάθε πρόσθετη εργασία πέραν δηλαδή των κεκανονισμένων ωρών, η υπερωριακή αμοιβή των ναυτικών που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, προσαυξάνεται κατά ποσοστό 25%. 3α. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα, και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρο 10 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%, για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες”. Με την ανωτέρω ΣΣΝΕ του έτους 2018 το ωρομίσθιο του ναύτη καθορίσθηκε με τις προσαυξήσεις του 25% και του 50% σε 7,71 ευρώ και σε 9,26 ευρώ αντίστοιχα, ενώ τα αντίστοιχα ποσά με βάση τη ΣΣΝΕ του επόμενου έτους ανήλθαν σε 7,88 ευρώ και σε 9,45 ευρώ. Περαιτέρω κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης ως κατώτερο πλήρωμα κταστρώματος απασχολείτο προσωπικό, που, όπως δεν αμφισβητείται, αποδεικνύεται άλλωστε και εγγράφως, πέραν των όσων κατέθεσαν σχετικώς οι περισσότεροι μάρτυρες των διαδίκων, αριθμούσε έναν (1) ναύκληρο, έναν (1) υποναύκληρο και εννέα (9) ναύτες. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι οι εργασίες αποσκοριώσεως (ματσακόνι) και χρωματισμού των εξωτερικών ελασμάτων του πλοίου δεν επιτρέπεται να εκτελούνται εν πλω, δεύτερον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, τρίτον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 των ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος σ’αυτό εντός των ετών 2018 και 2019, στα οποία ανάγονται οι απαιτήσεις του σε βάρος της εναγομένης, εκτελούσε καθημερινά πολύωρα δρομολόγια μεταξύ διαφόρων λιμένων της αλλοδαπής εντός του χώρου της Μεσογείου. Ειδικότερα: 1) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 5.2.2018 πραγματοποιούσε δρομολόγια από το λιμένα της πόλης Τσιβιταβέκια της Ιταλίας προς το λιμένα της πόλης Τέρμινι Ιμερέζε της Σικελίας και από το λιμένα του Παλέρμο της Σικελίας προς το λιμένα της πόλης Λα Γκουλέτ της Τυνησίας. Συγκεκριμένα, κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμένα της Τσιβιταβέκια περί ώρα 9.10, κατέπλεε στο λιμένα του Τέρμινι περί ώρα 23.00 της ίδιας ημέρας, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 2.30 της Τετάρτης με προορισμό την Τσιβιταβέκια, όπου κατέπλεε περί ώρα 16.30 της ίδιας ημέρας. Την Πέμπτη απέπλεε από το λιμένα της Τσιβιταβέκια περί ώρα 9.10 και κατέπλεε στο λιμένα του Τέρμινι περί ώρα 23.00 της ίδιας ημέρας, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 2.30 της Παρασκευής για το λιμένα της Τσιβιταβέκια, όπου κατέπλεε περί ώρα 16.30 της ίδιας ημέρας. Στη συνέχεια αναχωρούσε από το λιμένα της Τσιβιταβέκια περί ώρα 19.10 της ίδιας ημέρας για το λιμένα του Παλέρμο, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 8.30 του Σαββάτου και από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 12.05 της ίδιας ημέρας για το λιμένα της Λα Γκουλέτ, όπου κατέπλεε περί ώρα 22.00 της ίδιας ημέρας. Από το λιμένα της Λα Γκουλέτ απέπλεε περί ώρα 2.25 της Κυριακής με προορισμό το Παλέρμο της Σικελίας, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 13.00 της ίδιας ημέρας και από τον οποίο απέπλεε περί ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας με προορισμό το λιμένα της Τσιβιταβέκια, όπου κατέπλεε περί ώρα 7.00 της Δευτέρας. 2) Κατά το χρονικό διάστημα από 6.2.2018 έως 4.4.2018 δεν εκτέλεσε δρομολόγια αλλά παρέμεινε ελλιμενισμένο στο Πέραμα Αττικής για τη διενέργεια εργασιών επισκευής. 3) Κατά τα χρονικά διαστήματα από 5.4.2018 έως 12.7.2018, από 12.9.2018 έως 21.2.2019, από 30.5.2019 έως 16.7.2019 και από 16.9.2019 έως 12.12.2019 εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα του Κάλιαρι της Σαρδηνίας προς τους λιμένες της Νάπολης της Ιταλίας και του Παλέρμο της Σικελίας. Συγκεκριμένα κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από το λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 19.00 και κατέπλεε στο λιμένα της Νάπολης περί ώρα 9.30 της Τρίτης. Την Τρίτη απέπλεε από το λιμένα της Νάπολης περί ώρα 19.00 και κατέπλεε στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 9.30 της επόμενης ημέρας (Τετάρτης), από τον οποίο απέπλεε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα της Νάπολης περί ώρα 9.30 της επόμενης ημέρας (Πέμπτης), από τον οποίο απέπλεε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας με προορισμό το λιμένα του Κάλιαρι, όπου κατέπλεε περί ώρα 9.30 της Παρασκευής. Περί ώρα 19.30 της Παρασκευής απέπλεε από το λιμένα του Κάλιαρι με προορισμό το λιμένα του Παλέρμο της Σικελίας, στον οποίο κατέπλεε περί ώρα 8.30 του Σαββάτου και από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 19.30, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 8.30 της Κυριακής. 4) Τέλος και κατά τα χρονικά διαστήματα από 31.8.2018 μέχρι 11.9.2018 και από 17.7.2019 μέχρι 15.9.2019 εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα του Κάλιαρι της Σαρδηνίας προς τους λιμένες της Νάπολης της Ιταλίας και του Παλέρμο της Σικελίας. Συγκεκριμένα αναχωρούσε από το λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 19.00 της Δευτέρας και κατέπλεε στο λιμένα της Νάπολης περί ώρα 9.30 της Τρίτης, από τον οποίο απέπλεε περί ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 8.00 της Τετάρτης. Ακολούθως απέπλεε από το λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 10.30 της Τετάρτης και κατέπλεε στο λιμένα του Παλέρμο περί ώρα 22.30 της ίδιας ημέρας, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 23.59 της ίδιας ημέρας με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 12.00 της Πέμπτης. Την Πέμπτη απέπλεε περί ώρα 19.00 από το λιμένα του Κάλιαρι και κατέπλεε στο  λιμένα  της Νάπολης περί ώρα 9.30 της Παρασκευής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 19.00 της ίδιας ημέρας, με άφιξη στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 9.30 του Σαββάτου.  Το Σάββατο απέπλεε περί ώρα 19.30 από το λιμένα του Κάλιαρι και κατέπλεε στο λιμένα του Παλέρμο περί ώρα 8.30 της Κυριακής, από τον οποίο αναχωρούσε περί ώρα 19.30 της ίδιας ημέρας για να επιστρέψει στο λιμένα του Κάλιαρι περί ώρα 8.30 της Δευτέρας. Ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι απασχολήθηκε υπερωριακά κατά τις χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του στο πλοίο αυτό εντός του έτους 2018 επί 36 Σάββατα και επί 12 αργίες,  ήτοι συνολικά επί 48 ημέρες και κατά τις ναυτολογήσεις του εντός του έτους 2019 επί 34 Σάββατα και 7 αργίες, ήτοι συνολικά επί 41 ημέρες, όπως αναφέρει στην αγωγή του, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί ειδικά από την εναγόμενη και όπως άλλωστε έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η παραδοχή του αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τις κρινόμενες εφέσεις τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο η εργασία των ναυτικών μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, που υπηρετούσαν με την ειδικότητα του ναύτη, συνολικά εννέα (9) τον αριθμό κατά τα προεκτεθέντα, κατανεμόταν κατά τέτοιον τρόπο ώστε, αφενός μεν να εκτελούνται φυλακές (βάρδιες) στη γέφυρα του πλοίου και να διενεργούνται οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης αυτού και καθαριότητας των εξωτερικών του χώρων και του χώρου στάθμευσης των οχημάτων, αφετέρου δε να εξασφαλίζεται η συμμετοχή απάντων στις εργασίες κατάπλου και απόπλου, καθώς και φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων οχημάτων, σε όλους τους λιμένες των δρομολογίων του πλοίου. Συγκεκριμένα οι έξι (6) εκ των εννέα (9) ναυτών εκτελούσαν βάρδιες και οι υπόλοιποι τρεις (3) εργάζονταν ως ημερεργάτες ναύτες (daymen). O ενάγων ειδικότερα παρείχε τις υπηρεσίες του κατά κανόνα ως ημερεργάτης ναύτης (dayman) και σπανιότερα εκτελούσε βάρδιες (φυλακές) στη γέφυρα του πλοίου, παραδοχή ως προς την οποία ουσιαστικά ομονοούν οι διάδικοι. Περαιτέρω, ο μεν ενάγων ισχυρίζεται ότι κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της εναγομένης απασχολήθηκε υπερωριακά και συγκεκριμένα ότι εργαζόταν επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, όχι μόνον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αλλά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά τις οποίες η εργασία του ουδόλως διαφοροποιείτο, η δε εναγόμενη ότι λόγω της πληρότητας της οργανικής σύνθεσης του πλοίου, η οποία, όσον αφορά το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, αριθμούσε έναν ναύκληρο, έναν υποναύκληρο και εννέα ναύτες, όπως έχει ήδη αναφερθεί και της κατανομής των εργασιών μεταξύ τους, κατά τρόπον ώστε οι έξι εκ των ναυτών να απασχολούνται ανά ζεύγη στις φυλακές της γέφυρας, εναλλασσόμενοι εκ περιτροπής σε δύο τετράωρες βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου, ήτοι α) από ώρα 8.00 έως ώρα 12.00 και από ώρα 20.00 έως ώρα 24.00, β) από ώρα 12.00 έως ώρα 16.00 και από ώρα 24.00 έως 4.00 και γ) από ώρα 16.00 έως ώρα 20.00 και από ώρα 4.00 έως ώρα 8.00, με αποτέλεσμα η διάρκεια της ημερήσιας εργασίας τους να ανέρχεται σε οκτώ ώρες συνολικά και οι υπόλοιποι τρεις ημερεργάτες να απασχολούνται μόνον στις εργασίες κατάπλου και απόπλου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου και σε εργασίες καθαριότητας στους λιμένες αφετηρίας και προορισμού, σε συνδυασμό με το μικρό αριθμό των λιμένων, στους οποίους προσέγγιζε το πλοίο (δύο κατά κανόνα ή τρεις το μέγιστο) καθημερινά, δεν παρίστατο ανάγκη για παροχή από τους ναύτες εργασίας πέραν του προβλεπομένου οκταώρου ημερησίως. Επισημαίνεται ότι ο ενάγων ισχυρίζεται ότι όταν του ανατίθεντο καθήκοντα ναύτη βάρδιας έκαστη βάρδια παρατεινόταν επί δύο [2] ώρες πριν από την έναρξή της ή μετά τη λήξη της, με αποτέλεσμα να εκτελεί κατ’ουσίαν δύο [2] εξάωρες βάρδιες, απασχολούμενος με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων στους λιμένες προσέγγισης του πλοίου, με την ασφάλισή τους, με εργασίες καθαρισμού και συντήρησης και με εργασίες πρόσδεσης, αγκυροβολίας, απόδεσης και άπαρσης του πλοίου, καθώς και ότι ως ημερεργάτης ναύτης εργαζόταν καθημερινά συνήθως από ώρα 8.00 έως ώρα 20.00, συμμετέχοντας στις ανωτέρω εργασίες. Η καθημερινή διάρκεια της εργασίας του στο εν λόγω πλοίο, ως προς την οποία ερίζουν οι διάδικοι, δεν ήταν εκ των προτέρων επακριβώς καθορισμένη, ενόψει της εκ των πραγμάτων συνάρτησης αυτής με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου. Επισημαίνεται ότι οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εκάστου διαδίκου επί του θέματος αυτού επιβεβαιώνονται πλήρως από τα εμμάρτυρα αποδεικτικά μέσα που καθένας τους προσκομίζει, με αποτέλεσμα, αλληλοαναιρούμενοι, να μην παρέχουν βάση εξαγωγής ασφαλούς συμπεράσματος. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων σταθμίζεται και δεν είναι δεδομένη, αφού εξ αυτών οι υπέρ του ενάγοντος μαρτυρούντες διεκδικούν την ικανοποίηση παρομοίων αξιώσεων από την εναγόμενη διά της άσκησης σε βάρος της αγωγών, έχοντας ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία της, ενώ οι υπέρ της καταθέτοντες εξακολουθούν να απασχολούνται στο πλοίο και να μισθοδοτούνται απ’αυτήν. Εν προκειμένω και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ως ημερεργάτης ναύτης εργαζόταν καθημερινά κατά κανόνα από ώρα 8.00 έως ώρα 20.00, ενώ όταν εκτελούσε χρέη ναύτη βάρδιας πραγματοποιούσε 2 βάρδιες ανά 24ωρο, έκαστη των οποίων, αν και θα έπρεπε να διαρκεί 4 ώρες, σύμφωνα με τα ισχύοντα στο πλοίο, συνήθως διαρκούσε 6 ώρες, διότι παρατεινόταν κατά 2 ώρες, είτε προ της έναρξης είτε μετά τη λήξη της. Τα καθήκοντά του περιελάμβαναν ειδικότερα τη συμμετοχή του στις εργασίες κατάπλου και απόπλου (πρόσδεσης και απόδεσης) και φορτοεκφόρτωσης των μεταφερομένων οχημάτων, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους στους χώρους στάθμευσης, για τις τελευταίες εκ των οποίων θα γίνει αναλυτικά λόγος κατωτέρω, σε κάθε λιμένα προσέγγισης του πλοίου κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του, καθώς και στις εργασίες καθαρισμού των εξωτερικών του χώρων (καταστρωμάτων, κλιμάκων και διαδρόμων) και των χώρων στάθμευσης, αλλά και σε εργασίες συντήρησης, που εκτελούντο κατά κανόνα στους λιμένες αφετηρίας ή προορισμού.  Με βάση τις ως άνω παραδοχές συνάγεται και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου το συμπέρασμα ότι ο ενάγων, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, απαιτήθηκε να εργασθεί και πράγματι εργάσθηκε καθημερινά, για την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτού, που σχετίζονταν με την ειδικότητά του, πέραν του νομίμου ωραρίου του, που προβλέπεται από τις τότε ισχύσασες και εν προκειμένω εφαρμοστέες κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του στο συγκεκριμένο πλοίο ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., ήτοι αυτού των 8 ωρών ημερησίως, των Σαββάτων και αργιών συμπεριλαμβανομένων, ημέρες κατά τις οποίες η εργασία του θεωρείται στο σύνολό της υπερωριακή, επίσης σύμφωνα με τις ίδιες Σ.Σ.Ν.Ε. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί δωδεκάωρης κατά μέσο όρο ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης κάθε μέρα κατά τις ναυτολογήσεις του σ’αυτό και δη και κατά τα Σάββατα και τις αργίες των επίδικων χρονικών διαστημάτων, συνάγεται κατόπιν λήψης υπόψη των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν κατά την απασχόλησή του επί του πλοίου αυτού, το οποίο εκτελούσε τα συγκεκριμένα πολύωρα δρομολόγια, που αναφέρθηκαν ανά συγκεκριμένες περιόδους εντός των διαστημάτων των ναυτολογήσεών του, μεταξύ διαφόρων λιμένων της αλλοδαπής εντός του Μεσογειακού χώρου, του μικρού αριθμού των λιμένων, που προσέγγιζε το πλοίο σε κάθε δρομολόγιο, συνήθως δύο και ενίοτε τρεις το μέγιστο, του χρόνου παραμονής σε κάθε λιμένα, της συνολικής διάρκειας εκάστου δρομολογίου από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμένα της αφετηρίας του μέχρι τον κατάπλου του στο λιμένα προορισμού του, όπως αναλυτικά εκτέθηκε, της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης αναλόγως των περιόδων του έτους, κατά τις οποίες ο ενάγων ήταν ναυτολογημένος (σχετικά μειωμένη τη χειμερινή, περισσότερο αυξημένη κατά τη θερινή), της σταθερής και ανελλιπούς καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα από την εναγόμενη χρηματικών ποσών ως αμοιβή για την εκτέλεση υπερωριακής εργασίας τεσσάρων (4) ωρών ημερησίως κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές και όχι μόνον για την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, για τις οποίες του καταβαλλόταν αμοιβή για ημερήσια εργασία διάρκειας μόνον οκτώ (8) ωρών, όπως συνάγεται από τις προσκομιζόμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, όπερ εκ των πραγμάτων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αντίδικός του αναγνώριζε στην πράξη την ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου της για την εύρυθμη λειτουργία του, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του και των καθηκόντων της ειδικότητάς του, όπως αυτά επίσης εκτενώς περιγράφηκαν ανωτέρω, τα οποία δε διαφοροποιούντο κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως και η εναγόμενη συνομολογεί, του μεγέθους του πλοίου και των χώρων στάθμευσης αυτού και της μεταφορικής του ικανότητας (πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο πλοίο, ολικής χωρητικότητας 30.882 κόρων, μήκους 127 μέτρων και πλάτους 27 μέτρων, που διαθέτει δύο χώρους στάθμευσης, μήκους 160 μέτρων και πλάτους 25 μέτρων έκαστος, επιφανείας εκάστου 4.500 τ.μ., μεταφορικής ικανότητας 640 Ι.Χ.Ε. ή φορτηγών οχημάτων και πολλών δικύκλων), του αριθμού των ναυτικών που είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούντο στο πλοίο κατά τις ίδιες χρονικές περιόδους ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, σε συνάρτηση με τις οποίες θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του προϊσχύσαντος και εν προκειμένω εφαρμοστέου ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ.3η, σελ. 160), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων ουδέποτε απασχολήθηκε υπερωριακά, για τους λόγους, που έχουν ήδη εκτεθεί, κρίνεται ενόψει όλων των ανωτέρω ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το γεγονός, εξάλλου, ότι το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΚΔΝΔ, ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν υποδηλώνει ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΜονΕφΠειρ. 23/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 180/2008, ΕΝαυτΔ 2008/308 = ΠειρΝομ. 2009/197, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124). Επιπροσθέτως σημειώνεται ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μηνιαίων μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω λογαριασμών μισθοδοσίας του ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΜονEφΠειρ 698/2014 ΕλλΔνη 2015.504, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208), απορριπτομένων συνεπώς ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ειδικότερων ισχυρισμών της εναγομένης, που επαναφέρονται στα πλαίσια του δεύτερου λόγου της έφεσής της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην αυτή παραδοχή αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης κατά τα Σάββατα και τις αργίες των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το δεύτερο  λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Συνεπώς ο ενάγων δικαιούται ως πρόσθετη αμοιβή για την παρασχεθείσα (υπερωριακή) εργασία του: 1) Κατά την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018 το ποσό των 1.187,29 ευρώ, ενόψει του ότι εδικαιούτο το ποσό των 5.333,76 ευρώ [48 ημέρες (36 Σάββατα + 12 αργίες) Χ 12 ώρες εργασίας ημερησίως Χ 9,26 ευρώ (το ωρομίσθιο της ειδικότητας του ναύτη προσαυξημένο κατά 50%) = 5.333,76 ευρώ] και εισέπραξε το ποσό των 4.146,47 ευρώ, όπως συνομολογεί καθ’υποφοράν στο αγωγικό δικόγραφο. 2) Κατά την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2019 το ποσό των 1.127,2 ευρώ, ενόψει του ότι εδικαιούτο το ποσό των 4.649,4 ευρώ [41 ημέρες (34 Σάββατα + 7 αργίες)  Χ 12 ώρες εργασίας ημερησίως Χ 9,45 ευρώ (το ωρομίσθιο της ειδικότητας του ναύτη προσαυξημένο κατά 50%) = 4.649,4 ευρώ] και εισέπραξε το ποσό των 3.522,2 ευρώ. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι, εκτός από τις παραδοχές της εκκαλουμένης επί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης, η τελευταία δεν πλήττει με την έφεση που άσκησε, κατά τα λοιπά το μαθηματικό υπολογισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της αμοιβής του ανωτέρω για την παροχή τέτοιας εργασίας και δη τον αριθμό των Σαββάτων και αργιών, κατά τις οποίες έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη ότι εργάσθηκε αυτός στο πλοίο της κατά τις χρονικές περιόδους των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, το ποσό του ωρομισθίου της υπερωρίας για τους ναυτικούς της ειδικότητας του ναύτη της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων για την εργασία τους κατά τα Σάββατα και τις αργίες, που θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, όπως διαμορφώνεται με τις προβλεπόμενες στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. προσαυξήσεις, καθώς και τα ποσά, που έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εισέπραξε συνολικά από την εναγόμενη για την αιτία αυτή σε μερική εξόφληση της απαίτησής του κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του.

Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του Ν. 3239/1955 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής σύμβασης ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Εκ τούτων συνάγεται ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις πέραν των νομίμων καταβαλλόμενες, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες που θα θεσπιστούν μετά την κατάρτιση της ατομικής σύμβασης. Τα ανωτέρω ισχύουν ομοίως και για αξιώσεις από ναυτική εργασία, που θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 465/2009, ΕΝαυτΔ 2009.276). Μάλιστα, στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 του ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44.160 = ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008.106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Η έννοια του «κλειστού» μισθού, που προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου, περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού αυτών των τελευταίων (ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία ΣΣΝΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του εργοδότη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογιστεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Αντιθέτως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές στην περίπτωση, αλλά μόνον σ’ αυτήν, κατά την οποία υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή δεν έχει κάτι τέτοιο ειδικώς και ορισμένως συμφωνηθεί, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον εν λόγω συμψηφισμό, γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 213/2016, ΜονΕφΠειρ. 50/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 322/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 221/2015, Δνη 2016.1405, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ο.π., ΤριμΕφΠειρ 185/2012, ΕΝαυτΔ 2012.397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011, ΕΝαυτΔ 2011.257, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ. 326, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 205). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕφΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009, ΝοΒ 58.729, ΑΠ 142/2003, ΕλλΔνη 44.1305, ΑΠ 737/2001 ΕλλΔνη 43.723, ΑΠ 1700/1998 ΕΝαυτΔ 1999.465, ΕφΠειρ 670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 457/2000 ΔΕΕ 2000.895). Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη διαμαρτύρεται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά της να καταλογισθεί στο ποσό, που έγινε δεκτό ότι οφείλεται στον ενάγοντα ως αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, το συνολικό χρηματικό ποσό των 2.253,56 ευρώ, το οποίο ισχυρίσθηκε ότι του κατέβαλε και δεν αμφισβητήθηκε από τον τελευταίο, ως «έκτακτες αμοιβές» του εντός των ιδίων ετών, λόγω της συμφωνίας τους κατά την κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας του να συμψηφίζονται αυτές με τις υπερωρίες που θα πραγματοποιούσε, αιτιώμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Όπως προκύπτει από τον με αριθμό 1 συμπληρωματικό όρο καθεμίας από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ναυτικής εργασίας του, που καταρτίσθηκαν εγγράφως και δεν αμφισβητείται ότι διείπε και την έτερη ατύπως καταρτισθείσα σύμβασή του, με αυτόν ρητά συμφωνήθηκε ότι: «Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας». Όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον με αυτόν δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιούμενες υπερωρίες του ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριας. Δεν συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά κατά ποιόν και ποσό οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δε δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητώς ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν την οφειλόμενη υπερωριακή αμοιβή του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που κατέληξε στο ίδιο (απορριπτικό της ένστασης) συμπέρασμα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ερευνώμενος λόγος της ένδικης έφεσης.

Στη διάταξη του άρθρου 5 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2018 προβλέπονται τα εξής: «Εις τους επί των πλοίων του άρθρου 1 της παρούσης υπηρετούντας ναυτικούς καταβάλλονται και τα παρακάτω γενικά και ειδικά επιδόματα…11 Επίδομα Ιματισμού: Εις τα κάτωθι μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος και μηχανοστασίου παρέχεται μηνιαίο επίδομα ιματισμού για την φθορά των ενδυμάτων ως ακολούθως: α)…β)…ναύτης 50,95 ευρώ. Για το επόμενο έτος (2019) το ανωτέρω μηνιαίο επίδομα ανήλθε με βάση την αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους αυτού για την ειδικότητα του ναύτη στο ποσό των 51,97 ευρώ. Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 11 αμφοτέρων των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. ορίζονται τα κάτωθι: «Ιματισμός 1. Εις έκαστο Αξιωματικό και μέλος του κατωτέρου πληρώματος, περιλαμβανομένου και του προσωπικού Γενικών Υπηρεσιών, παρέχεται ο απαιτούμενος ιματισμός για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. 2. Εις έκαστο μέλος του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος χορηγείται επί πλέον ένας αδιάβροχος επενδύτης (νιτσεράδα) και ένα ζεύγος αδιάβροχων υποδημάτων εις δε το κατώτερο προσωπικό μηχανής φόρμες ή ανάλογος ιματισμός για την εκτέλεση της εργασίας των. 3. Σε όλους τους Αξ/κούς χορηγείται υπό του Πλοιοκτήτου μια στολή καθ’εκάστη τουριστική περίοδο, μετά δε τη λήξη της τουριστικής περιόδου (θερινής ή χειμερινής) η στολή αύτη ανήκει κατά κυριότητα στο ναυτικό». Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ανωτέρω προβλεπόμενο στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. για την ειδικότητα του ναύτη μηνιαίο επίδομα, το οποίο δεν του καταβαλλόταν από την εναγόμενη κατά τις ναυτολογήσεις του στο πλοίο της, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους από τους διαδίκους μηνιαίους λογαριασμούς μσθοδοσίας του, παρά το γεγονός ότι η τελευταία πράγματι του παρείχε τον απαιτούμενο για την εκτέλεση των καθηκόντων του ιματισμό, όπως και ο ίδιος εξάλλου ουδόλως αμφισβήτησε και προφανώς του χορηγούσε καινούριο ιματισμό σε περίπτωση φθοράς του. Το ανωτέρω μηναίο επίδομα οφείλεται στα μέλη του πληρώματος καταστρώματος και μηχανοστασίου της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων για τη φθορά των ενδυμάτων τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ.11 των εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε., ανεξαρτήτως εάν χορηγείται σ’αυτούς ιματισμός σε είδος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε., ή αντικαθίσταται ο τυχόν φθαρμένος ιματισμός τους. Επισημαίνεται ότι η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η καταβολή του ως άνω μηνιαίου επιδόματος δεν προϋποθέτει τη μη χορήγηση στα μέλη του πληρώματος του απαιτούμενου ιματισμού ή τη μη αντικατάσταση του φθαρμένου ιματισμού τους, επιρρωνύεται και από το εξ αντιδιαστολής επιχείρημα ότι αντίστοιχη διάταξη με αυτή του άρθρου 5 παρ.3 όλων των Σ.Σ.Ν.Ε., που αφορούν στα μέλη των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, σύμφωνα με την οποία εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται σ’αυτά το προβλεπόμενο στο ίδιο άρθρο επίδομα, δεν έχει περιληφθεί στις εν προκειμένω εφαρμοστέες επί των συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος Σ.Σ.Ν.Ε. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται ως επίδομα φθοράς ιματισμού: 1) Για το έτος 2018, κατά το οποίο απασχολήθηκε επί 8 μήνες και 11 ημέρες, το συνολικό ποσό των 426,19 ευρώ [407,6 ευρώ (50,95 ευρώ Χ 8 μήνες) + 18,59 ευρώ (50,95 ευρώ/30 ημέρες Χ 11 ημέρες)]. 2) Για το έτος 2019, κατά το οποίο απασχολήθηκε επί 8 μήνες και 2 ημέρες, το συνολικό ποσό των 420,48 ευρώ [415,76 ευρώ (51,97 ευρώ Χ 8 μήνες) + 4,72 ευρώ (51,97 ευρώ/30 ημέρες Χ 2 ημέρες)]. Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δε δικαιούται να λάβει το συγκεκριμένο επίδομα, διότι η ίδια χορηγούσε στους ναυτικούς του πλοίου της τον απαιτούμενο ιματισμό, τον οποίο και αντικαθιστούσε σε περίπτωση φθοράς του, κατόπιν αιτήματός τους, απορριπτέος τυγχάνει ως νόμω αβάσιμος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, ότι δηλ. ο ενάγων δικαιούται να λάβει το συγκεκριμένο επίδομα και ότι του οφείλονται για την αιτία αυτή τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, με τον οποίο δεν πλήττεται κατά τα λοιπά ο μαθηματικός υπολογισμός των επιδικασθέντων ποσών, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από την εκτίμηση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων προέκυψε ότι στο πλοίο της εναγομένης κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος σ’αυτό ήταν ναυτολογημένοι πέντε (5) μάγειρες και συγκεκριμένα τέσσερις (4) Ιταλοί και ένας (1) Έλληνας, στους οποίους είχε ανατεθεί η παρασκευή των τριών επαρκών, ποικίλων και θρεπτικών γευμάτων (πρωϊνού, μεσημεριανού και βραδινού), που παρέχονταν κάθε ημέρα στα μέλη του πληρώματος, ο τελευταίος εκ των οποίων ήταν επιφορτισμένος με τα γεύματα των Ελλήνων ναυτικών του πληρώματος. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος είχε εξασφαλισθεί επαρκής τροφοδοσία του πληρώματος από την εναγόμενη, διά της χορήγησης της προβλεπομένης ποιοτικά και ποσοτικά τροφής σε είδος, κατάλληλης ποιότητας, θρεπτικής αξίας, ποικιλίας και ποσότητας και της τήρησης του νομίμου εδεσματολογίου, σε εκτέλεση υποχρέωσής της, που πηγάζει από τις διατάξεις των άρθρων 101, 102 και 103 του Κ.Δ.Ν.Δ. του ν.4005/2029 και του ν.4078/2012, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη και του ότι ο ενάγων, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης της βασιμότητας του αιτουμένου αγωγικού κονδυλίου, ουδόλως απέδειξε ότι υποχρεώθηκε να προμηθεύεται εξ ιδίων τα αναγκαία για τη διατροφή του ή να παραγγέλνει έτοιμο παρασκευασμένο φαγητό εκτός πλοίου λόγω της επικαλούμενης με την αγωγή του χορήγησης στους ναυτικούς του πλοίου «υποτυπώδους» τροφής. Επισημαίνεται όμως ότι κατά το χρονικό διάστημα από 5.3.2018 έως 31.3.2018, κατά το οποίο το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγιά του, προκειμένου να εκτελεστούν εργασίες επισκευής, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί η κουζίνα του και να μην παρέχεται τροφή σε είδος στα μέλη του πληρώματος, καταβλήθηκε σ’αυτούς (του ενάγοντος συμπεριλαμβανομένου) το ημερήσιο αντίτιμο τροφής, που καθορίζεται στο άρθρο 3 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ για το έτος 2018 και ανέρχεται στο ποσό των 16,25 ευρώ (για το έτος 2019 το αντίστοιχο ποσό καθορίσθηκε σε 16,58 ευρώ), ήτοι συνολικά το ποσό των 537,88 ευρώ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής του. Συνεπώς, εφόσον στον ενάγοντα χορηγείτο καθημερινά τροφή σε είδος, επαρκής σε ποσότητα και ποιότητα για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του, δε δικαιούται αυτός για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του να λάβει το ανωτέρω προβλεπόμενο ημερήσιο αντίτιμο τροφής (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 202/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΑΥΔ 2009.267), όπως αβάσιμα ζητείται με την αγωγή. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το ότι το αντίτιμο τροφής έχει παγίως κριθεί ότι αποτελεί τμήμα των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ναυτικού, είτε η τροφή παρέχεται αυτούσια σε είδος είτε όχι, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων εορτών, της αποζημίωσης απόλυσης κ.ο.κ. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο ενάγων εδικαιούτο σε κάθε περίπτωση να λάβει κατά τις ναυτολογήσεις του το ανωτέρω προβλεπόμενο ημερήσιο αντίτιμο τροφής, είτε δηλαδή διατρεφόταν επαρκώς καθημερινά εντός του πλοίου είτε όχι, και του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 3.540,87 ευρώ για το έτος 2018, κατόπιν αφαίρεσης του καταβληθέντος ποσού των 537,88 ευρώ και το ποσό των 4.012,36 ευρώ για το έτος 2019 αντίστοιχα, κατά παραδοχήν της αγωγής ως νόμω και ουσία βάσιμης όσον αφορά το συγκεκριμένο κονδύλιο, εσφαλμένα τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, που πρέπει να γίνει δεκτός.

Στο άρθρο 28 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2018 προβλέπονται ειδικότερα τα κάτωθι: «Φορτοεκφόρτωση οχημάτων/ 1. Στα μέλη του πληρώματος των Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων που καλύπτονται από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των Τουριστικών και Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων, τα οποία είναι ναυτολογημένα στις ειδικότητες του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος και συγκεκριμένα στις ειδικότητες του ναύκληρου, υποναύκληρου, ξυλουργού, ναύτη και ναυτόπαιδα καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των ιδιωτικής και δημοσίας χρήσεως επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων παντός τύπου που μεταφέρονται με τα ως άνω οχηματαγωγά πλοία. 2. Για την διεκπεραίωση των εργασιών αυτών στις περιπτώσεις όπου το κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος αναλαμβάνει την εκτέλεσή τους, η πρόσθετη συνολική αμοιβή προσδιορίζεται κατά όχημα ως εξής: α. Για κάθε φορτηγό όχημα κάθε κατηγορίας δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσεως και για κάθε λεωφορείο ή πούλμαν (30) θέσεων και άνω ευρώ 2,73 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018. β. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως ή τροχόσπιτο ευρώ 0,82 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018. Διευκρινίζεται ότι για κάθε τροχόσπιτο ρυμουλκούμενο από επιβατηγό αυτοκίνητο ευρώ 2,42 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018 συνολικά δι’ αμφότερα τα οχήματα. γ. Για κάθε δίκυκλο ευρώ 0,62 από 1.1.2018 μέχρι 31.12.2018. δ. Οι ως άνω αμοιβές καταβάλλονται για όλες τις φορτοεκφορτώσεις οχημάτων που πραγματοποιούνται σε όλα τα λιμάνια εσωτερικού και εξωτερικού.3. Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε κάθε ένα από αυτούς. Ως προς το ναύκληρο και υποναύκληρο, το αναλογούν εις αυτούς ποσόν προσαυξάνεται κατά ποσοστόν 10% του απομένοντος υπολοίπου ανακατανεμωμένου εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος.Για το χρόνο υπηρεσίας ολιγότερο του μηνός καταβάλλεται στους δικαιούχους ανάλογο κλάσμα του αντίστοιχου ποσού. 4. Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό…». Όσον αφορά το επόμενο έτος (2019) οι ανωτέρω αμοιβές κατά όχημα καθορίζονται στην αντίστοιχη ΣΣΝΕ του έτους αυτού (άρθρο 28 παρ.2) ως εξής: «α. Για κάθε φορτηγό όχημα κάθε κατηγορίας δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσεως και για κάθε λεωφορείο ή πούλμαν (30) θέσεων και άνω 2,78 ευρώ από 01.01.2019 μέχρι 31.12.2019. β. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως ή τροχόσπιτο 0,84 ευρώ από 01.1.2019 μέχρι 31.12.2019. Διευκρινίζεται ότι για κάθε τροχόσπιτο ρυμουλκούμενο από επιβατηγό αυτοκίνητο 2,47 ευρώ από 01.01.2019 μέχρι 31.12.2019 συνολικά δι’αμφότερα τα οχήματα. γ. Για κάθε δίκυκλο 0,63 ευρώ από 01.01.2019 μέχρι 31.12.2019». Τέλος, κατά το άρθρο 416 του ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Η καταβολή για να έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της ενοχής πρέπει να είναι προσήκουσα, δηλαδή να λαμβάνει ο δανειστής, ότι πράγματι δικαιούται σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής και εκείνης του άρθρου 422 του ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, για την πληρωμή ορισμένου χρέους, εάν ισχυρισθεί κατ` ένσταση ότι αυτό έχει αποσβεσθεί με καταβολή, αρκεί να αποδείξει αυτήν την καταβολή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού σ’αυτό αναφέρεται η δίκη. Ο δανειστής, αμυνόμενος, δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυριστεί ότι η προβαλλόμενη από τον οφειλέτη καταβολή δεν αφορά στο επίδικο, αλλά σε άλλο χρέος του προς αυτόν. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον ο οφειλέτης αρνείται την ύπαρξη του άλλου χρέους, ο δανειστής είναι υποχρεωμένος ν’αποδείξει τα παραγωγικά του χρέους αυτού γεγονότα, ο δε οφειλέτης ν’αποκρούσει την αντένσταση προβάλλοντας, κατ’επανένσταση, και αποδεικνύοντας, ότι η καταβολή έγινε για την εξόφληση του επίδικου χρέους με βάση το μονομερή καθορισμό του εξοφλητέου (από τα περισσότερα) χρέους είτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 422 εδαφ. β΄του ΑΚ (ΑΠ 428/2023 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπωση αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, όπως και το σύνολο των ναυτών, συμμετείχε, υπό την επίβλεψη του ναύκληρου ή του υποναύκληρου, στη φόρτωση και ασφαλή ευθέτηση όλων των μεταφερομένων οχημάτων (επιβατηγών, φορτηγών και δικύκλων) στους δύο χώρους στάθμευσης του πλοίου, συμπεριλαμβανομένης της έχμασής τους, δηλαδή της σταθεροποίησής τους δια της πρόσδεσής τους στο κύτος του πλοίου σε ειδικές θέσεις με ιμάντες ή παρόμοια μέσα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αξιοπλοΐα του πλοίου και να αποτραπεί ο κίνδυνος μετακίνησής τους, καθώς και στην απέχμαση και εκφόρτωσή τους, σε κάθε λιμένα των δρομολογίων του πλοίου. Όσον αφορά ειδικότερα τα φορτηγά οχήματα, που μεταφέρονταν με το πλοίο και μόνον στους λιμένες της Ιταλίας, συνέδραμε, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες, στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και απέχμασης τους Ιταλούς λιμενεργάτες, που κάθε φορά επιβιβάζονταν προς τούτο στο πλοίο, καθοδηγώντας τους οδηγούς τους και υποδεικνύοντάς τους τις κατάλληλες για την ασφαλή εκτέλεση του πλου θέσεις στάθμευσης των φορτηγών στα γκαράζ του πλοίου, αλλά και μεταφέροντας εκεί από το χώρο αποθήκευσής τους, όπου μόνον τα μέλη του πληρώματος είχαν πρόσβαση, τα απαραίτητα μέσα πρόσδεσης για την ασφαλή στερέωση των φορτηγών, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι αλλοδαποί λιμενεργάτες με τη αρωγή των ναυτικών του πλοίου και τα οποία μετά την απέχμαση και την εκφόρτωση των εν λόγω οχημάτων συνέλεγε και επανατοποθετούσε στη θέση τους στην αποθήκη του πλοίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι οι ανωτέρω εργασίες φορτοεκφόρτωσης, έχμασης και απέχμασης των φορτηγών οχημάτων στους χώρους στάθμευσης του πλοίου, εκτελούντο αποκλειστικά στους λιμένες των δρομολογίων του, άπαντες στο εξωτερικό, από Ιταλούς λιμενεργάτες, χωρίς ουδεμία συμμετοχή των μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής του.  Όπως έχει ήδη αναφερθεί ο ενάγων, σύμφωνα με το άρθρο 28 των εν προκειμένω εφαρμοστέων ΣΣΝΕ, ως μέλος του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, με την ειδικότητα του ναύτη, δικαιούται κάθε μήνα για τις ανωτέρω εργασίες της προβλεπομένης στο ίδιο άρθρο πρόσθετης αμοιβής, η οποία καθορίζεται ανά μεταφερόμενο όχημα, διαφοροποιείται ανάλογα με την κατηγορία του οχήματος και καταβάλλεται αναλογικά στον καθέναν τους, το δε υπόλοιπο του συνολικού ποσού αυτής, μετά δηλαδή την αφαίρεση του αναλογούντος στο ναύκληρο και τον υποναύκληρο ποσού, προσαυξημένου κατά 10%, κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του πληρώματος. Στην κρινόμενη περίπτωση αποδείχθηκε ότι μεταφέρθηκαν από το εν λόγω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό εντός του έτους 2019 (από 1.1.2019 έως 21.2.2019 και από 30.5.2019 έως 12.12.2019) 22.822 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα, 14.968 φορτηγά αυτοκίνητα και 2.382 δίκυκλα συνολικά, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες αναφορές του Πλοιάρχου για το συγκεκριμένο έτος, στις οποίες αναγράφεται ανά ημέρα εκάστου μηνός ο αριθμός και των είδος των οχημάτων, που μετέφερε το πλοίο, ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του εντός του έτους 2018 (από 1.1.2018 έως 8.2.2018, από 5.3.2018 έως 12.7.2018 και από 31.8.2018 μέχρι 31.12.2018), για το οποίο αντίστοιχες μηνιαίες αναφορές δεν προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε κάθε δρομολόγιο μεταφέρονταν κατά μέρο όρο από το πλοίο 70 φορτηγά οχήματα, όπως κατατέθηκε από τους μάρτυρες αμφοτέρων των διαδίκων, 100 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα και 5 δίκυκλα, σύμφωνα με το μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάσθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς …………, χωρίς η κατάθεσή του αυτή να αναιρείται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, με την επισήμανση ότι κατά την εναγόμενη η κίνηση των οχημάτων κατά το έτος αυτό ήταν «ανάλογη» του επομένου έτους, εκτελέσθηκαν δε από το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος από 1.1.2018 έως 5.2.2018 (5 εβδομάδες) 40 δρομολόγια συνολικά (8 εβδομαδιαίως), κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του από 5.4.2018 έως και 12.7.2018 και από 12.9.2018 έως 31.12.2018 (31 εβδομάδες) 186 δρομολόγια συνολικά (6 εβδομαδιαίως) και κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 31.8.2018 έως 11.9.2018 13 δρομολόγια συνολικά. Συνεπώς, κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος εντός του έτους 2018 εκτελέσθηκαν συνολικά από το πλοίο 239 δρομολόγια. Επομένως, για το έτος 2018 η αμοιβή του ενάγοντος για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες υπολογίζεται ως ακολούθως:  Για κάθε δρομολόγιο η προβλεπόμενη αμοβή ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 276,20 ευρώ [82 ευρώ (100 Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητα  Χ 0,82 ευρώ έκαστο) + 191,10  ευρώ (70 φορτηγά αυτοκίνητα Χ 2,73 ευρώ έκαστο) + 3,10 ευρώ (5 δίκυκλα Χ 0,62 ευρώ έκαστο) και για το σύνολο των δρομολογίων στο ποσό των 66.011,80 ευρώ (276,20 ευρώ Χ 239 δρομολόγια). Το ανωτέρω ποσό θα κατανεμηθεί κατ’ίσα μέρη μεταξύ των 9 μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί απ’αυτό το ποσό της αναλογούσας αμοιβής του ναύκληρου και του υποναύκληρου προσαυξημένο κατά 10%. Συγκεκριμένα έκαστος εξ αυτών δικαιούται να λάβει το ποσό των 6.001,07 ευρώ (66.011,80 ευρώ : 11 = 6.001,07 ευρώ), το οποίο προσαυξημένο κατά 10% ανέρχεται στο ποσό των 6.601,17 ευρώ  [6.001,07 ευρώ + 600,1 (6001,07 Χ10%)] και για τους δύο (ανέρχεται) στο ποσό των 13.202,34 ευρώ. Συνεπώς, θα κατανεμηθεί μεταξύ των 9 ναυτών του πληρώματος το υπόλοιπο ποσό των 52.809,46 ευρώ (66.011,80 ευρώ – 13.202,34 ευρώ), με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών (και ο ενάγων) να δικαιούται να λάβει το συνολικό ποσό των 5.867,71 ευρώ (52.809,46 ευρώ : 9). Για το έτος 2019 η αμοιβή του ενάγοντος για τη συμμετοχή του στις ανωτέρω εργασίες υπολογίζεται ως ακολούθως: Η προβλεπόμενη αμοιβή για την έχμαση 22.822 Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 19.170,48 ευρώ (22.822 αυτοκίνητα Χ 0,84 ευρώ έκαστο),για την έχμαση 14.968 φορτηγών αυτοκινήτων στο ποσό των 41.611,04 ευρώ (12.254 φορτηγά Χ 2,78 ευρώ έκαστο) και για την έχμαση 2.382 δικύκλων στο ποσό των 1.500,66 ευρώ (2.382 δίκυκλα Χ 0,63 ευρώ έκαστο), ήτοι συνολικά στο ποσό των 62.282,18 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό θα κατανεμηθεί κατ’ίσα μέρη μεταξύ των 9 μελών του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος του πλοίου, αφού όμως προηγουμένως αφαιρεθεί απ’αυτό το συνολικό ποσό της αναλογούσας αμοιβής του ναύκληρου και του υποναύκληρου προσαυξημένο κατά 10%. Συγκεκριμένα έκαστος εξ αυτών δικαιούται να λάβει το ποσό των 5.662,01 ευρώ (62.282,18 ευρώ : 11 = 5.662,01 ευρώ), το οποίο προσαυξημένο κατά 10% ανέρχεται στο ποσό των 6.228,21 ευρώ  [5.662,01 ευρώ +566,2 (4.976,11 Χ10%)] και για τους δύο (ανέρχεται) στο ποσό των 12.456,42 ευρώ. Συνεπώς, θα κατανεμηθεί  κατά ίσα μέρη μεταξύ των 9 ναυτών του πληρώματος το υπόλοιπο ποσό των 49.825,76 ευρώ (62.282,18 ευρώ –  12.456,42 ευρώ), με αποτέλεσμα έκαστος εξ αυτών (και ο ενάγων) να δικαιούται να λάβει το ποσό των 5.536,19 ευρώ (49.825,76 ευρώ : 9). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την παραδοχή ότι ο ενάγων, όπως και οι υπόλοιποι ναύτες του πληρώματος, συμμετείχε στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης και έχμασης στους χώρους στάθμευσης του πλοίου μόνον των Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων και των δικύκλων στους λιμένες των δρομολογίων του και όχι και των φορτηγών οχημάτων, σε σχέση με τα οποία δέχθηκε ότι τις ανωτέρω εργασίες εκτελούσαν αλλοδαποί λιμενεργάτες αποκλειστικά, επιδίκασε στον ενάγοντα ως πρόσθετη προβλεπόμενη  αμοιβή για τις εργασίες αυτές, τα ποσά των 1.807,9 ευρώ και των 1.834,2 ευρώ αντίστοιχα, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε ο ενάγων με τον μοναδικό λόγο της έφεσής του, που πρέπει να γίνει δεκτός. Η ένσταση της εναγομένης περί εξόφλησης της ανωτέρω απαίτησης του ενάγοντος κατά το συνολικά καταβληθέν σ’αυτόν κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο πλοίο ποσό των 7.158,76 ευρώ, απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, λόγω παραδοχής και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας της αντένστασης του ενάγοντος ότι το εν λόγω ποσό του καταβλήθηκε μεν τμηματικά, πλην όμως σε εξόφληση άλλων οφειλών της εναγομένης, που αφορούσαν σε «bonus» και «έκτακτες αμοιβές» και όχι της προβλεπομένης στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ πρόσθετης αμοιβής για τη συμμετοχή του στις εργασίες φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων με το πλοίο οχημάτων, όπως άλλωστε εμφαίνεται στις προσκομιζόμενες μηνιαίες (αναλυτικές ως προς την αιτία καταβολής εκάστου ποσού) αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του, στην πλειοψηφία των οποίων ως τέτοια αμοιβή στο σχετικό πεδίο δεν αναφέρεται κάποιο χρηματικό ποσό (αντίθετα αναγράφεται ο αριθμός μηδέν), ενώ στις υπόλοιπες δεν έχει περιληφθεί καν αντίστοιχο πεδίο. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της, με τον οποίο πλήττεται η παραδοχή της εκκαλουμένης απόφασης περί του αριθμού των Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων και των δικύκλων, που μεταφέρονταν σε κάθε δρομολόγιο του πλοίου, ο οποίος λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό της επιδικασθείσης στον ενάγοντα αμοιβής και η απορριπτική  επί της ένστασής της εξόφλησης του σχετικού αγωγικού κονδυλίου κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, απορριπτέα τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, για να θεωρηθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006, Δνη 2006/1331 = Δ 2006/1151 = ΝοΒ 2006/1716, ΟλΑΠ 1/1997, Δνη 1997/534 = ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 17/1995, Δνη 1995/1531, ΟλΑΠ 62/1990, Δνη 1991/501 = ΕΕΝ 1991/320 = ΝοΒ 1991/389, ΟλΑΠ 2101/1984,  ΝοΒ 1985/648, ΟλΑΠ 88/1980, ΝοΒ 1980/1437, ΑΠ 38/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει ιδίως όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει εύλογα δημιουργηθεί στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΕΕΝ 2003.168 = ΝοΒ 2003.648, ΟλΑΠ 8/2001, ΝοΒ 49.1814 = Δνη 2001.382 = ΕπισκΕμπΔ 2002.392). Η ανωτέρω διάταξη, όμως, έχει εφαρμογή στην περίπτωση άσκησης δικαιώματος από το δικαιούχο, όταν δηλαδή αυτός επιδιώκει την παροχή έννομης προστασίας για να επιτύχει την πραγματοποίηση της κατάστασης που αρμόζει στο δικαίωμά του και όχι όταν ο αντίδικός του αρνείται, απλά ή αιτιολογημένα, να δεχθεί την ύπαρξη ή την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος (ΑΠ 764/2001, ΔΕΕ 2001.1013, ΑΠ 950/1989, ΕλλΔνη 1991.77, ΑΠ 84/1984, ΝοΒ 1985.239, ΜονΕφΔυτΣτερΕλ 34/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ.2243/2012, ΔΕΕ 2012.1031, ΕφΑθ. 8263/2007, ΔΕΕ 2008.1115, ΕφΔωδ. 122/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 871/2002, ΠειρΝομ. 2002.472, ΕφΠειρ. 470/1992, ΕΝαυτΔ 1993.256) ή όταν επικαλείται απλώς νομική αβασιμότητα του αγωγικού δικαιώματος, αποκρούοντας δηλαδή την εφαρμογή του ως μη αναγνωριζόμενου από το νόμο (ΑΠ 1119/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1255/1980, ΝοΒ 29.554, ΕφΔωδ. 171/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ. 221/2000, DIGESTA 2003.36, ΕφΠειρ. 13/1995, ΕλλΔνη 1996.423 = ΔΕΕ 1995.403), καθόσον, ειδικότερα, εάν μεν το δικαίωμα αυτό είναι νόμιμο, μπορεί να ενασκηθεί και εναντίον της βούλησης του υποχρέου, οπότε ελέγχεται βεβαίως ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της άσκησής του, εάν, όμως, είναι ανυπόστατο ή αντίκειται στο νόμο, δεν μπορεί εκ μέρους του αμφισβητούντος αυτό να γίνει λόγος περί κατάχρησης (ΑΠ 1417/1984, ΝοΒ 1985.1002, ΕφΘεσ. 727/2000, Αρμ.2000.806). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί καταχρηστικής άσκησης «υποτιθέμενου» δικαιώματος, σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί ένσταση από το άρθρο 281 του ΑΚ, αλλά άρνηση της αγωγής (ΕφΑθ 966/2010, ΕλλΔνη 2012.188), η δε διάταξη του άρθρου του 281 του ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 894/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, όπως και ανωτέρω σημειώθηκε, από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920, 5 § 1 ΑΝ 539/1945 και 8 § 4 Ν. 4020/1959 συνάγεται γενική αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και, επομένως, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των προβλεπομένων από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλες κανονιστικές διατάξεις ελαχίστων ορίων των αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων υπό μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 του ΑΚ, όπως άκυρη είναι και  η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως μάλιστα αν η αξίωση αυτή έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 166/2016, ο.π, ΑΠ 1340/2014, ΧρΙΔ 2015/225, ΑΠ 1554/2011, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 691/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτου, επειδή δηλαδή η συμφωνία που περιορίζει τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι για λόγους δημόσιας τάξης άκυρη, έπεται ότι η παρά την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας δικαστική επιδίωξή τους δεν μπορεί να αποκρουστεί με την επίκληση της από το άρθρο 281 του ΑΚ καταχρηστικότητας (ΜονΕφΠειρ. 71/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010.385, ΕφΠειρ. 901/2002, ο.π.). Σημειωτέον ότι μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νομίμων ελαχίστων των αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 670/2019, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 71/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με τον έκτο και τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα με την εκκαλουμένη ως νόμω αβάσιμο αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της αγωγής, της οποίας προηγήθηκε επανειλημμένη, άμεση και ρητή διαβεβαίωση του ενάγοντος περί ανυπαρξίας οικονομικών απαιτήσεών του κατ’αυτής, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, αυτός με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δε διατηρεί απαιτήσεις σε βάρος της, τις οποίες προτίθεται να διεκδικήσει στο μέλλον. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ο αντίδικός της, όχι μόνον επί σειρά ετών (σχεδόν δύο δεκαετίες) ναυτολογείτο σε διαφορετικά πλοία της και σε διαφορετικά δρομολόγια, όπερ προφανώς δεν θα έπραττε διαφορετικά, αλλά επιπροσθέτως παραλάμβανε και υπέγραφε όλες τις αναλυτικές αποδείξεις της μισθοδοσίας του, άνευ επιφύλαξης και αντίρρησης όσον αφορά το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του, που κατατίθεντο σε τραπεζικό λογαριασμό του και λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και χρηματικά ποσά ως «μπόνους» ή «έκτακτες αμοιβές» πέραν των νομίμων, χωρίς ουδέποτε να την οχλήσει για την εξόφληση οφειλομένων ή να εγείρει οιεσδήποτε αξιώσεις από τις συμβάσεις εργασίας του, ει μη μόνον το πρώτον μετά την αποχώρησή του με την άσκηση της αγωγής, με την οποία μάλιστα διεκδικεί απαιτήσεις μεγάλου ύψους, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση ευδοκίμησής της, την πρόκληση στην ίδια σημαντικής ζημίας, ενόψει και των επικρατουσών δυσμενών οικονομικών συνθηκών. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος, όχι μόνον διότι η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, εντούτοις αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτού του τελευταίου απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας στο πλοίο της, αλλά και επειδή τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ίδιας διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού ο ενάγων, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επίσης απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης ως νόμω αβάσιμο, ορθώς έκρινε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσής της είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι ένδικες εφέσεις ως και ουσιαστικά βάσιμες κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τα μη εκκληθέντα κεφάλαια αυτής για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των 14.565,06 ευρώ (1.187,29 ευρώ + 1.127,2 ευρώ +  426,19 ευρώ + 420,48 ευρώ + 5.867,71 ευρώ + 5.536,19 ευρώ), ως διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και τις αργίες των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του εντός των ετών 2018 και 2019, επίδομα φθοράς ιματισμού και πρόσθετη αμοιβή φορτοεκφόρτωσης και έχμασης οχημάτων, κατά τα προεκτεθέντα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, όπως και πρωτοδίκως κρίθηκε, χωρίς εναντίον της σχετικής διάταξης της εκκαλουμένης να εγείρεται από τους διαδίκους οιαδήποτε αντίρρηση. Κατόπιν αυτών, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του παραδεκτά υποβληθέντος με το δικόγραφο της έφεσης της εναγομένης στο Δικαστήριο τούτο αιτήματός της για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 4.000 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αριθμ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις α)  από 4.4.2022 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογραφ. ……./7.4.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και β) από 1.4.2022 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ………/4.4.2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου έφεση Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………../4.4.202 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1804/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 20.12.2019 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../27.12.2019) αγωγής κατ’ ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή κατά ένα μέρος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και έξι λεπτών (14.565,06) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 20.12.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις   20.12.2023, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχώρησης της Δικαστού Μαρίας Δανιήλ, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ