Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 83/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    83/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ. Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έχουν εισαχθεί προς συζήτηση α] η από 26.10.2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……….. έφεση [Α έφεση] των εναγόντων – εναγομένων  i) ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στο …. Αττικής, επί της οδού …. αριθμ. … και εκπροσωπείται νόμιμα, ii) …….., κατοίκου ομοίως, προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εκκαλούσας και iii) ……….., κατοίκου ομοίως, αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης εκκαλούσας, β] το δικόγραφο των από 18.4.2016 προσθέτων λόγων της Α έφεσης, που φέρει αριθμό εκθέσεως καταθέσεως του Εφετείου Πειραιώς …….. και γ] η από 18.4.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……. και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……. έφεση [Β έφεση] της εκ των εναγομένων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», που έχει την έδρα της στην …, επί της συμβολής των οδών ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, με τις οποίες πλήττεται η υπ’ αριθμ. 2022/2015 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και, αφού τις συνεκδίκασε, πρώτον, απέρριψε στο σύνολό της την από 31.12.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. αγωγή [Α αγωγή] της πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου Π., νηολογίου … Αττικής και υπό την ίδια επωνυμία ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής («………») και των μελών της διοικήσεώς της, ήδη εκκαλούντων της Α έφεσης, που στράφηκε εναντίον 1] της ως άνω ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας και απάντων των μελών της διοικήσεώς της, συγκεκριμένα δε κατά των 2] ………., προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου, 3] ……….., διευθύνοντος συμβούλου και γενικού διευθυντή της, 4] ………, 5] ……….., 6]…….., 7]………. και 8] ………, μελών του διοικητικού της συμβουλίου, με αίτημα την καταβολή, αφενός, ασφαλιστικής αποζημίωσης για τεκμαρτή ολική απώλεια του ως άνω σκάφους, συνεπεία ημιβυθίσεώς του άλλως για μερική απώλειά του και, αφετέρου, χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας των εναγόντων και, δεύτερον, δέχθηκε εν μέρει την από 2.6.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. αγωγή [Β αγωγή] της προαναφερόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, που στράφηκε καθ’ όλων των εναγόντων της Α αγωγής, με αίτημα την καταβολή, αφενός, δαπανών εντολοδόχου για την κανονική εκτέλεση της εντολής άλλως παροχής που καταβλήθηκε αχρεωστήτως και, αφετέρου, χρηματικής ικανοποίησης για προσβολή της πίστης και του επαγγέλματος της ενάγουσας με δυσφημιστικές διαδόσεις. Οι ως άνω εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι της πρώτης από αυτές εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατόπιν της εκδόσεως της υπ’ αριθμ. 265/2017 μη οριστικής αποφάσεώς του, με την οποία, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της Α έφεσης και των προσθέτων αυτής λόγων ως προς τους εκ των εφεσιβλήτων …………, προς τους οποίους δεν είχαν επιδοθεί τα εναντίον τους δικόγραφα ούτε είχαν κληθεί για τη συζήτησή τους και συνεκδικάστηκαν οι εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι, αναβλήθηκε ακολούθως η οριστική απόφαση, προκειμένου να συμπληρωθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΚΠολΔ και εντός της προθεσμίας που προς τούτο τάχθηκε, ελλείψεις ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ………. Ήδη, από την μετ’ επικλήσεως προσκομιδή των με αριθμούς …….. και …….. ειδικών πληρεξουσίων της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. προκύπτει ότι με το εξ αυτών πρώτο οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εκκαλούσας – εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…….» και με το εξ αυτών δεύτερο ο εκ των εφεσιβλήτων της Α έφεσης παριστάμενος ……διορίζουν πληρεξούσιο δικηγόρο τους τον τόσο κατά την παρούσα όσο και κατά την προηγούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου συζήτηση παραστάντα …………, δικηγόρο Πειραιώς και αναγνωρίζουν ως έγκυρες όλες τις πράξεις που αυτός ενήργησε προηγουμένως. Μετά ταύτα, οι ίδιες ως άνω εφέσεις και οι πρόσθετοι στην πρώτη αυτών λόγοι νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΚΠολΔ, επαναφέρονται προς συζήτηση με την από 26.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………. κλήση των εκκαλούντων της Α έφεσης, με την οποία οι καλούντες παραδεκτώς κατ’ άρθρο 75 ΚΠολΔ επισπεύδουν τη συζήτηση της Α έφεσης έναντι ορισμένων μόνων από τους εφεσιβλήτους αυτής και, συγκεκριμένα, κατά της πρώτης και του τρίτου από τους εφεσίβλητους «…….» και ……, δεδομένου ότι επί απλής ομοδικίας (δηλαδή υποκειμενικής σώρευσης σε κοινή διαδικασία περισσότερων αυτοτελών και ανεξάρτητων μεταξύ τους δικών, τόσων όσοι και οι ομόδικοι), όπως αυτής που παρήχθη εν προκειμένω εξαρχής με την κοινή εναγωγή όλων των προσώπων κατά των οποίων στράφηκε η Α αγωγή, ο κοινός αντίδικος μπορεί να επισπεύσει τη δίκη (και την έκκλητη) για ορισμένους μόνον από τους ομοδίκους (ΑΠ 83/2009, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, αρ. 13, σελ. 178, Ν. Κλαμαρή/Σ. Κουσούλη/Σ. Πανταζόπουλου, Πολιτική Δικονομία, 2016, § 15, σελ. 365, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2008, [7], § 4, σελ. 119, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 1996, άρθρο 75, αρ. 40, σελ. 508, βλ. και Σ. Πατεράκη, Προβλήματα ομοδικίας στην κατ’ έφεση δίκη, σε ΝοΒ 1989/545 επομ. [547]).

ΙΙ. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες της Α αγωγής επικαλέστηκαν ότι με σύμβαση ασφαλίσεως, που καταρτίστηκε στις 22.4.2012 μεταξύ της πρώτης από αυτούς, ναυτιλιακής εταιρίας πλοίου αναψυχής με την επωνυμία «……», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου Π., νηολογίου …. Αττικής, της οποίας οι λοιποί ενάγοντες τυγχάνουν μέτοχοι και μέλη της διοικήσεώς της με την ιδιότητα του αντιπροέδρου η τρίτη και του προέδρου του διοικητικού της συμβουλίου ο δεύτερος, ο οποίος, επιπλέον, την εκπροσωπεί νόμιμα, ανανεώθηκε για το χρονικό διάστημα έως τις 22.4.2013 η ασφαλιστική κάλυψη έως του ποσού των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €) συνολικά των ζημιών του εν λόγω σκάφους, των κύριων προωστήριων μηχανών του και του ειδικού εξοπλισμού του για την περίπτωση επέλευσης θαλάσσιου κινδύνου από τους αναφερόμενους στη σύμβαση, μεταξύ των οποίων και από κρύφια ελαττώματα στο σκάφος ή τις μηχανές του, η οποία (ασφαλιστική κάλυψη) είχε συμφωνηθεί με προηγούμενη, ετήσιας ομοίως διάρκειας, σύμβαση, αντί νέου αυξημένου ασφαλίστρου που προκαταβλήθηκε. Ακολούθως, υποστήριξαν ότι παρά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης (ημιβύθιση του πλοίου εν πλω λόγω κρυφίου ελαττώματος του αναφερομένου εξαρτήματος αυτού) στις 20.7.2012, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής καλύψεως και παρά την άσκηση εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας του δικαιώματος εγκατάλειψης του σκάφους στον ασφαλιστή, που δηλώθηκε αρχικά αμέσως μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και είχε ως συνέπεια την ανάληψη του κόστους της ανελκύσεώς του από την ασφαλίστρια και επαναλήφθηκε αργότερα με εξώδικη δήλωση της πλοιοκτήτριας, κοινοποιηθείσα δεόντως στις 19.7.2013, επειδή η πρώτη εναγόμενη, μέλη της διοικήσεως της οποίας υπήρξαν κατά τον κρίσιμο χρόνο οι λοιποί εναγόμενοι της ένδικης αγωγής,  καθυστερούσε την εκκαθάριση της ασφαλιστικής σχέσης, μολονότι είχε μεσολαβήσει η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης που κατέδειξε, πέραν της ως άνω αιτίας της ημιβύθισης και ότι το κόστος επισκευής των ζημιών του σκάφους θα υπερέβαινε την ασφαλιστική αξία, η πρώτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, επικαλούμενη και όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, που ήταν καταχρηστικοί και επομένως άκυροι κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, επειδή είχαν περιληφθεί στη σύμβαση χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενοι περαιτέρω, αφενός, ότι η πρώτη εναγόμενη δια των αρμοδίων υπαλλήλων της επέδειξε παράνομη, υπαίτια, καταχρηστική και αδικοπρακτική συμπεριφορά, επειδή δεν παρείχε την εύλογα προσδοκώμενη ασφάλεια κατά την παροχή των υπηρεσιών της αλλά αντιθέτως κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και τη συναλλακτική καλή πίστη αδιαφόρησε, καθυστέρησε αδικαιολόγητα και τελικώς αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, εμπαίζοντάς τους και επιδεικνύοντας συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του δεύτερου από τους ενάγοντες, κυβερνήτη του σκάφους κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, για τον οποίο στην από 30.7.2013 εξώδικη απάντησή της περιέλαβε ισχυρισμούς με τους οποίους αμφισβήτησε την επαγγελματική του επάρκεια και τις ναυτικές του ικανότητες και, αφετέρου, ότι η συμπεριφορά αυτή των εναγομένων ανάγκασε την πλοιοκτήτρια και ασφαλισμένη εταιρία να προσφύγει στο Συνήγορο του Καταναλωτή και στην Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, ζήτησαν οι ενάγοντες να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν εις ολόκληρον α] το χρηματικό ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €), με το νόμιμο τόκο από τα αναφερόμενα στην αγωγή αφετήρια χρονικά σημεία, ως αποζημίωσή τους κυρίως μεν λόγω τεκμαρτής ολικής απώλειας του ασφαλισμένου σκάφους και επικουρικώς λόγω μερικής απώλειάς του, δηλαδή για την επισκευή των ζημιών του, ενεχόμενοι συμβατικά και, επιπλέον, β] το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την απαξιωτική συμπεριφορά των εναγομένων, που προσέβαλε την προσωπικότητα, την τιμή και την επαγγελματική τους φήμη και συνιστά αδικοπραξία.

Εξάλλου, με την Β αγωγή της η ενάγουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία αναφέρθηκε στην ίδια ασφαλιστική σύμβαση, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της ως άνω πλοιοκτήτριας ναυτιλιακής εταιρίας, στο περιστατικό της ημιβύθισης του ασφαλισμένου σκάφους στις 20.7.2012, καθώς και στα γεγονότα που επακολούθησαν και περιγράφηκαν στην Α αγωγή και περαιτέρω υποστήριξε ότι, μολονότι δεν υπείχε νομική ούτε συμβατική υποχρέωση ανελκύσεώς του, εντούτοις, ύστερα από γραπτή εντολή της πλοιοκτήτριας κατέβαλε το χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (65.000 €) στην κατονομαζόμενη τρίτη – μη διάδικο εταιρία που ανέλαβε το έργο της ανελκύσεως, το οποίο ακολούθως αναζήτησε από την εντολέα της, η οποία, όμως, αρνήθηκε την απόδοσή του παρότι οχλήθηκε προς τούτο εξωδίκως. Για το λόγο αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη των εναγομένων στη νομιμότοκη από την καταβολή του άλλως από της ως άνω οχλήσεως άλλως από της επίδοσης της αγωγής πληρωμή του εν λόγω χρηματικού ποσού κατ’ εφαρμογή κυρίως μεν των περί συμβάσεως εντολής και επικουρικώς των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων του ΑΚ. Στην αγωγή της η ενάγουσα σώρευσε αντικειμενικά και αίτημα περί καταβολής σ’ αυτήν εκ μέρους όλων των εναγομένων του χρηματικού ποσού των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της εμπορικής φήμης, του κύρους και της αξιοπιστίας της στην ασφαλιστική αγορά, που επήλθε συνεπεία των εν γνώσει τους αναληθών και δυσφημιστικών γεγονότων που περιέλαβαν στο δικόγραφό της οι ενάγοντες της Α αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις αγωγές, απέρριψε την πρώτη από αυτές ως απαράδεκτη κατά το μέρος της που ασκήθηκε από τους δεύτερο και τρίτο των εναγόντων και κατά το μέρος της που στράφηκε καθ’ όλων των λοιπών, πλην της πρώτης αυτών ασφαλιστικής εταιρίας, εναγομένων λόγω αοριστίας του δικογράφου της και, συγκεκριμένα ελλείψει ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης ως προς τη συμβατική της βάση και εξαιτίας ελλιπούς εξειδικεύσεως των στοιχείων που ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων ως προς την αδικοπρακτική της βάση, κατά τα ειδικότερα στο σκεπτικό της αλλά και πιο κάνω αναφερόμενα. Ακολούθως, στα πλαίσια έρευνας της νομικής βασιμότητας της Α αγωγής έκρινε ως εφαρμοστέο δίκαιο, ως προς μεν το κύρος και την ισχύ της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως και τα εξ αυτής δικαιώματα της ενάγουσας το ελληνικό και ως προς την ερμηνεία των Ρητρών του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου, που περιελήφθησαν σ’ αυτήν, το αγγλικό, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων, απορρίπτοντας παράλληλα τον καθ’ υποφορά, όπως εκτιμήθηκε, προταθέντα ισχυρισμό των εναγόντων περί καταχρηστικής υπαγωγής της σύμβασης στο τελευταίο αυτό δίκαιο κυρίως μεν ως αβάσιμο και επικουρικώς ως αόριστο, καταρχάς λόγω της γενικόλογης περί υπέρμετρης διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας αναφοράς που έγινε στο αγωγικό δικόγραφο, στο οποίο παραλήφθηκε η προσβολή συγκεκριμένου γενικού συναλλακτικού όρου του οποίου έκανε χρήση η ασφαλίστρια προς απαλλαγή της από τη συμβατική της ευθύνη αλλά και ως αντιφατικό, όπως εκτιμάται, ενόψει του ότι στις ίδιες προσβαλλόμενες ρήτρες η πρώτη ενάγουσα στήριξε τις συμβατικές αγωγικές αξιώσεις της. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την Α αγωγή νόμιμη ως προς τη συμβατική βάση της, ερειδόμενη στις διατάξεις της ελληνικής ασφαλιστικής νομοθεσίας (άρθρα 4 και 7 § 1  του Ν. 2496/1997) αλλά απέρριψε ως νομικώς αβάσιμα, πρώτον, το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης, επειδή θεώρησε ότι η εκτιθέμενη άρνηση της ασφαλίστριας να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση αποτελούσε απλώς αθέτηση προϋφιστάμενης συμβατικής υποχρεώσεώς της και όχι αδικοπραξία και, δεύτερον, τη σωρευόμενη αγωγική (αποζημιωτική) βάση από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994, επειδή έκρινε ότι η μη καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης δε συνιστούσε αποκαταστατέα ζημία, εμπίπτουσα στη ρυθμιστική εμβέλεια της συγκεκριμένης διατάξεως της ημεδαπής προστατευτικής του καταναλωτή νομοθεσίας, αφού δεν αποτελούσε ζημία που προκλήθηκε υπαίτια κατά την παροχή των υπηρεσιών της ασφαλίστριας. Στη συνέχεια, η εκκαλουμένη έκρινε τη Β αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη ως προς το πρώτο μεν αίτημά της, περί αποδόσεως δαπανών εντολοδόχου, μόνο στις διατάξεις των άρθρων 713 επομ. ΑΚ, όχι δε και στις επιβοηθητικές διατάξεις των άρθρων 904 επομ. του ιδίου Κώδικα, ως προς δε το δεύτερο αίτημά της, περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης από δυσφημιστικές διαδόσεις, στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330, 481, 914, 922, 932 ΑΚ και 361 – 364 ΠΚ, για να αποφανθεί ακολούθως, μετά από έρευνα του αποδεικτικού υλικού, πρώτον, ότι η επίμαχη ασφαλιστική σύμβαση είχε καταρτισθεί σε ανανέωση προηγούμενης όμοιας με τους ίδιους όρους, που είχαν περιληφθεί σ’ αυτήν κατόπιν διαπραγμάτευσής τους με την πλοιοκτήτρια, για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε η εταιρία ασφαλειομεσιτών με την επωνυμία «……. ……….», στα πλαίσια της οποίας μάλιστα ορισμένοι από τους προδιατυπωμένους όρους διαγράφηκαν με συμφωνία των μερών, οι δε παραμείναντες ήταν επομένως γνωστοί στην ασφαλισμένη από την προηγούμενη περίοδο της ασφαλιστικής καλύψεως του σκάφους της, δεύτερον, ότι η ζημία αυτού από την ημιβύθισή του οφειλόταν σε μετασκευές που έγιναν χωρίς άδεια πριν το τελευταίο ταξίδι του κατά το θέρος του έτους 2012 και μετέβαλαν την αρχικά υπολογισμένη ευστάθειά του προκαλώντας το ανωτέρω δυσμενές αποτέλεσμα και όχι σε κρύφιο ελάττωμα εξαρτήματός του που, αντιθέτως, υπέστη φυσιολογική φθορά, οφειλόμενη σε κάθε περίπτωση στη μη επίδειξη εκ μέρους των εναγόντων της Α αγωγής της δέουσας επιμέλειας για την αποτροπή του ασφαλιστικού κινδύνου, τρίτον, ότι στην καταβολή των δαπανών ανελκύσεως του ημιβυθισθέντος σκάφους προέβη η ασφαλιστική εταιρία όχι σε εκπλήρωση υποχρέωσής της από την ασφαλιστική σύμβαση ούτε συνεπεία της εγκατάλειψης του πλοίου από την πλοιοκτήτρια στην ασφαλίστριά του αλλά σε εκτέλεση σύμβασης εντολής που καταρτίστηκε μεταξύ τους και, τέταρτον, ότι οι ισχυρισμοί που οι ενάγοντες της Α αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαίο για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων τους, περιέλαβαν στο δικόγραφό της, περί παράνομης, υπαίτιας, αντίθετης στα χρηστά ήθη και τη συναλλακτική καλή πίστη και καταχρηστικής συμπεριφοράς των εναγομένων αυτής, ήσαν εν γνώσει τους αναληθείς και έβλαψαν την εμπορική φήμη της ενάγουσας της Β αγωγής, την αξιοπιστία της στην ασφαλιστική αγορά και το επιχειρηματικό της μέλλον στο χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης. Με βάση τις παραδοχές αυτές η εκκαλουμένη απέρριψε στο σύνολο της την πρώτη και δέχθηκε εν μέρει τη δεύτερη από τις συνεκδικασθείσες αγωγές, επιδικάζοντας στην ενάγουσα της Β αυτών ασφαλιστική εταιρία το αιτηθέν χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (65.000 €), που δαπανήθηκαν για την ανέλκυση του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Π. με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής τους (19.1.2013) και το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), το οποίο έκρινε εύλογο, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της παθούσας με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και καταδικάζοντας τους ηττηθέντες διαδίκους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των νικητών, τα οποία προσδιόρισε στο χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) για την Α αγωγή και των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (2.800 €) για τη Β αγωγή.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις ένδικες εφέσεις τους και, με την επίκληση διαδικαστικών παραβάσεων της εκκαλουμένης, μη λήψεως υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προταθέντων ισχυρισμών τους αλλά και λόγων αναγομένων σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και σφαλμάτων κατά την επιβολή των δικαστικών εξόδων, υποβάλλει ο καθένας τους αίτημα καθολικής εξαφανίσεώς της, με σκοπό την αναδίκαση της υποθέσεως και τη συνολική παραδοχή της αγωγής του.

ΙΙΙ. Οι εφέσεις αυτές βάλλουν κατά εκκλητής αποφάσεως και έχουν ασκηθεί από διαδίκους που πρωτοδίκως ηττήθηκαν είτε εν όλω είτε εν μέρει, κατατέθηκαν δε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενες από το νόμιμο παράβολο (βλ., για την Α έφεση, τα με αριθμούς ………. παράβολα σειράς Α, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα υπόλοιπα και, για τη Β έφεση, τα υπ’ αριθμ. ……… όμοια, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα λοιπά), πριν από οποιαδήποτε επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των χρονικών ορίων του άρθρου 518 § 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, όσον αφορά την πρώτη και μετά την ισχύ του ιδίου νεαρού Νόμου, όσον αφορά τη δεύτερη από αυτές. Πρέπει, κατά συνέπεια, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 § 1 ΚΠολΔ, κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [τακτική] διαδικασία.

Αντίθετη προσήκει κρίση ως προς τους πρόσθετους στην Α έφεση, δύο [2] τον αριθμό, λόγους, που περιλαμβάνονται στο από 18.4.2016 δικόγραφο (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……..), των οποίων τη συνεκδίκαση με τις ένδικες εφέσεις έχει διατάξει ήδη το Δικαστήριο αυτό με οριστική διάταξη της προηγούμενης υπ’ αριθμ. 265/2017 μη οριστικής απόφασής του και με τους οποίους οι εκκαλούντες προσάπτουν στην εκκαλουμένη κατά σειρά α] σφάλμα στην επικουρική παραδοχή της που οδήγησε στην απόρριψη ως αόριστου του ισχυρισμού τους περί καταχρηστικής υπαγωγής της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο, που απορρίφθηκε κυρίως ως αβάσιμος και β] αντίφαση στις κρίσεις της ως προς την αιτία της ζημίας του σκάφους της, επειδή αρχικώς μεν αρνείται αλλά στη συνέχεια δέχεται το κρύφιο ελάττωμα ως τέτοια αιτία, υπάγοντάς το όμως στην εξαίρεση του όρου 9.2 της ασφαλιστικής συμβάσεως και τούτο για τους ακόλουθους λόγους.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 § 2 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν να ασκηθούν μόνο ως προς τα κεφάλαια της αποφάσεως που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, διαφορετικά απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, κατ’ άρθρο 532 του ιδίου Κώδικα, που εφαρμόζεται και επί των προσθέτων λόγων εφέσεως για την ταυτότητα του νομικού λόγου (ΑΠ 416/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως «κεφάλαιο», κατά την έννοια του νόμου θεωρείται κάθε οριστική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφαίνεται για το ορισμένο και παραδεκτό ή και τη βασιμότητα μιας αυτοτελούς αιτήσεως για παροχή έννομης προστασίας, η οποία εισάγει ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε ως προς την ιστορική του βάση είτε ως προς αμφότερους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 1958/2017, ΑΠ 1061/2015, ΑΠ 672/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 132/2004, ΝοΒ 2004/1547), καθώς και για τις τυχόν ενστάσεις, που προβλήθηκαν ως άμυνα κατά της αιτήσεως αυτής (ΑΠ 189/2016, ΑΠ 1543/2007, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κριτήριο για την οριοθέτηση της έννοιας του κεφαλαίου αποτελεί το αίτημα της εφέσεως για εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση συγκεκριμένης οριστικής διατάξεως της εκκαλουμένης, που αποφαίνεται επί αυτοτελούς αιτήσεως. Οι αιτιολογίες της απόφασης, δηλαδή η διάγνωση των κατ’ ιδίαν προϋποθέσεων επελεύσεως καθεμιάς από τις αιτούμενες έννομης συνέπειας, που μπορεί να συνίστανται σε ιδιαίτερα πραγματικά ή νομικά ζητήματα, τα οποία επιλύονται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εντάσσονται στο ίδιο ενιαίο κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο αποφαίνεται θετικά ή αρνητικά και με δύναμη δεδικασμένου για τη συγκεκριμένη έννομη συνέπεια (ΑΠ 249/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343, Χ. Τριανταφυλλίδης,  σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 11, σελ. 164, Β. Ρήγας, Ζητήματα εκ του δικαίου της εφέσεως, σε Δνη 1998/749 επομ. [752], Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1144], βλ. και Α. Παπαθεοδώρου, Πρόσθετοι αναιρετικοί λόγοι, 2013, σελ. 52) και παραδεκτώς προσβάλλονται με πρόσθετους λόγους, αφού δεν αποτελούν χωριστό κεφάλαιο (Κ. Μακρίδου, Οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 46). Εννοιολογικά πάντως οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης ταυτίζονται με τους λόγους που περιλαμβάνονται στο εφετήριο (Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 195, σελ. 124), με αποτέλεσμα ως πρόσθετος λόγος να μπορεί να προβληθεί μόνον εκείνος που θα ήταν παραδεκτός και ως κύριος λόγος έφεσης. Έτσι, είναι απαράδεκτος κάθε λόγος που δεν προσδιορίζει την επίδραση της επικαλούμενης πλημμέλειας στο διατακτικό της εκκαλουμένης (ΑΠ 155/1996, Δνη 1996/1347, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 169), όπως και εκείνος για την προβολή του οποίου ο εκκαλών δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον (για το ότι το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων πρέπει να διαπιστώνεται όχι μόνο για το ίδιο το ένδικο μέσο αλλά και για καθέναν από τους λόγους του βλ. ΑΠ 42/2015, ΧρΙΔ 2015/533 = ΔΕΕ 2015/1039, ΕφΠατρ. 366/2003, ΑχΝομ 2004/242, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτη], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 516, αρ. 17, σελ. 912, Κ. Παπαδόπουλο, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 28, σελ. 88), όπως συμβαίνει και όταν πλήττονται αιτιολογίες πλεοναστικές, μη δηλαδή αναγκαίες για τη δομή του υπαγωγικού συλλογισμού, ως προς τις οποίες δεν τίθεται ζήτημα σφάλματος της δικαστικής κρίσης, αφού δεν έχουν ισχύ δεδικασμένου (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 1114/2015, ΑΠ 1020/2006, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ. 7799/2013, ΕφΑΔ 2014/767, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2007, § 17, αρ. 4, σελ. 331, Αθ. Πανταζόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 534, αρ. 2, σελ. 334), ενώ, τέλος, είναι αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος ο (κύριος ή πρόσθετος) λόγος έφεσης, που στρέφεται κατ’ αποφάσεως με επάλληλες αιτιολογίες, όταν πλήττει μία μόνον από αυτές, εφόσον κάποια από τις υπόλοιπες, που δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, αρκεί για να επιστηρίξει αυτοτελώς το διατακτικό της (ΟλΑΠ 25/1996, ΝοΒ 1996/46, ΑΠ 439/2010, ΝοΒ 2010/2052, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009, 927, ΑΠ 265/1989, Δνη 31/769, ΑΠ 1390/1988, Δνη 31/95, ΑΠ 1530/1988, Δνη 31/518, ΕφΠειρ. 234/2010, ΠειρΝομ. 2010/404, ΕφΘεσ. 435/2010, ΕΠολΔ 2011/116 = Αρμ. 2011/472, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1189, ΕφΘεσ. 1312/2008, Αρμ. 2009/1181, ΕφΛαρ. 294/2008, ΑρχΝ 2010/208, ΕφΙωαν. 186/2007, Αρμ. 2008/71, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, § 542, σελ. 231).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού των εναγομένων της Α αγωγής, έκρινε ότι στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση επήλθε διαμελισμός του εφαρμοστέου δικαίου, υπό την έννοια της συμφωνημένης εφαρμογής διαφορετικού δικαίου σε διαφορετικά (διακριτά μεταξύ τους) τμήματα της ενιαίας δικαιοπραξίας, κατά τρόπον ώστε ως προς μεν το κύρος και την ισχύ της επίδικης ασφαλιστικής συμβάσεως και τα εξ αυτής δικαιώματα των μερών να εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο και ως προς την ερμηνεία των Ρητρών του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου, που περιελήφθησαν σ’ αυτήν, να εφαρμόζεται το αγγλικό δίκαιο, την υπαγωγή στο οποίο οποιασδήποτε σύμβασης ασφαλίσεως πλοίων, σκαφών και φορτίων θεώρησε, στις ορθές νομικές σκέψεις με τις οποίες αιτιολόγησε την επίμαχη παραδοχή του, εύλογη [για το νομικό περιεχόμενο του όρου «διαμελισμός της συμβάσεως» (dépeçage), που αποτελεί έννοια του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου και λογική απόρροια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές, θεμελιούμενη στη διάταξη του εδαφ. γ του σημείου 3 του Κανονισμού Ρώμη Ι (Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές»), βλ. γενικά ΕφΠειρ. 840/2000, ΔΕΕ 2000/1262, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, ερμηνεία κατ’ ιδίαν διατάξεων του Κανονισμού 593/2008 και της Σύμβασης Ρώμης 1980, κάτω από το άρθρο 25, αρ. 27 και 29, σελ. 470 επομ., Χ. Παμπούκη, Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε ΝοΒ 1992/1327 επομ. [1334], Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σελ. 308, την ίδια, Dépeçage – Μια νέα έννοια του κοινοτικού και του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, σε ΕΕΕυρΔ 1996/741 επομ., την ίδια, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια – Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ελλΑΚ, σε ΕπισκΕΔ 1998/297 επομ. [299 – 303], Δ. Τραυλό – Τζανετάτο, Εργασιακές σχέσεις με στοιχεία αλλοδαπότητας, σε ΕΕΔ 1991/443 επομ. [448], Χ. Ταγαρά, Η αυτονομία των συμβαλλομένων, dépeçage, και μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου, σε «Η Σύμβαση της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές. Δέκα χρόνια εφαρμογής της από τα Ελληνικά Δικαστήρια, 2003, σελ. 31 επομ.]. Ταυτόχρονα η εκκαλουμένη απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγόντων της Α αγωγής περί καταχρηστικής υπαγωγής της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο, ως προς τη ρύθμιση των ζητημάτων που προαναφέρθηκαν, επειδή τον θεώρησε προεχόντως αβάσιμο με την παραδοχή ότι οι επίμαχες, αμφισβητούμενου κύρους, ρήτρες ήσαν γνωστές στην ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια από την προηγούμενη περίοδο της ασφαλιστικής καλύψεως του σκάφους της, καθόσον είχαν καταστεί συμβατικό περιεχόμενο όχι μονομερώς από την ασφαλίστρια αλλά κατόπιν διαπραγμάτευσής τους, που πραγματοποιήθηκε πριν τη σύναψη της αρχικής ασφαλιστικής συμβάσεως, που καταρτίστηκε στις 22.4.2011 και ανανεώθηκε για την επόμενη ενιαύσια χρονική περίοδο με την επίδικη σύμβαση η οποία τους περιέλαβε αυτούσιους. Δέχθηκε ακόμα η εκκαλουμένη ότι στην εν λόγω διαπραγμάτευση για λογαριασμό των εναγόντων μετείχε η ασφαλειομεσιτική εταιρία με την επωνυμία «……..», δηλαδή τρίτος επαγγελματίας μεσίτης ασφαλειών, εξοικειωμένος με τους όρους που διέπουν τις συμβάσεις ασφαλίσεως σκαφών, καθώς και ότι η διαπραγμάτευση αυτή οδήγησε στη διαγραφή ορισμένων από τους προδιατυπωμένους και στερεότυπους όρους ασφαλίσεως. Την απορριπτική του, όπως εκτιμήθηκε, καθ’ υποφορά με την Α αγωγή προταθέντος ως άνω ισχυρισμού των ήδη εκκαλούντων της Α έφεσης κρίση της η εκκαλουμένη στήριξε επικουρικώς και στην, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο τους πληττόμενη, παραδοχή ότι αυτός ήταν διττώς απαράδεκτος και, συγκεκριμένα, επειδή ήταν αόριστος, αφού δεν προσδιορίστηκε συγκεκριμένος γενικός όρος, του οποίου έκανε χρήση η ασφαλίστρια προς απαλλαγή της από τη συμβατική της ευθύνη αλλά και αντιφατικός, ενόψει του ότι οι συμβατικές αγωγικές αξιώσεις τους στηρίζονταν σε έναν εξ αυτών ακριβώς των όρων και ειδικότερα σ’ εκείνον που της παρείχε το δικαίωμα να λάβει ασφαλιστική αποζημίωση για ζημία του ασφαλισμένου σκάφους οφειλόμενη σε κρύφια ελαττώματα αυτού ή των μηχανών του. Ακολούθως, κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της Α αγωγής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το εξάρτημα του σκάφους, στην αστοχία του οποίου αποδίδουν οι ενάγοντές της την ημιβύθισή του, δεν ήταν ελαττωματικό αλλά διαβρωμένο, έχοντας υποστεί φυσιολογική φθορά, πλην όμως, σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή και αν «η ύπαρξη τέτοιου [κρυφίου] ελαττώματος ήθελε γίνει δεκτή» συνέτρεχε λόγος απαλλαγής της ασφαλίστριας από την ευθύνη της, επειδή η πλοιοκτήτρια δεν επέδειξε την δέουσα επιμέλεια για την αποτροπή του ασφαλιστικού κινδύνου, κατ’ εφαρμογή της Ρήτρας με αριθμό 9.2.

Οι πρόσθετοι λόγοι, με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, είναι φανερό ότι πλήττουν μεν τις αιτιολογίες με τις οποίες επιλύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το νομικό ζήτημα του εφαρμοστέου στην επίδικη ασφαλιστική σύμβαση δικαίου, το οποίο αποτελούσε προϋπόθεση της βασιμότητας τόσο της Α αγωγής ως προς την νομική θεμελίωση του πρώτου αιτήματός της όσο και του αμυντικού ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης περί απαλλαγής της, δηλαδή για τη διάγνωση της γέννησης υποχρέωσης της τελευταίας στην καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ως έννομης συνέπειας της επικαλούμενης παραβιάσεως της ασφαλιστικής σύμβασης εκ μέρους της και, για το λόγο αυτό, εντάσσονται στο ίδιο, σχετικό με το συγκεκριμένο αγωγικό αίτημα, ενιαίο κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που έχει θιγεί και με κύριους λόγους έφεσης, είναι, όμως, απαράδεκτοι αμφότεροι, καθόσον, αντιστοίχως: Α] η προσβολή του επικουρικού λόγου απορρίψεως του ισχυρισμού των εναγόντων περί καταχρηστικής [μερικής και όχι καθολικής, όπως υπολαμβάνουν] υπαγωγής της ασφαλιστικής σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο, ακόμα και αν ευδοκιμούσε, δεν θα αρκούσε για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τη διάταξή της με την οποία αποδικάστηκε η δικονομική αξίωση της πλοιοκτήτριας για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αφού το απορριπτικό διατακτικό της επαρκώς στηρίζει η έτερη (κύρια) παραδοχή της ότι οι επίμαχες Ρήτρες περιελήφθησαν στη σύμβαση κατόπιν ειδικής συμφωνίας, η οποία δεν πλήττεται καθόλου, δεδομένου ότι οι εκκαλούντες παραλείπουν να αμφισβητήσουν την ορθότητα των ουσιαστικών διαπιστώσεων της εκκαλουμένης περί διαγραφής ενίων από τις προδιατυπωμένες ρήτρες της ασφαλιστικής κάλυψης στα πλαίσια της ατομικής διαπραγμάτευσης των όρων της σύμβασης που για λογαριασμό τους διεξήγαγε με την ασφαλίστρια η ως άνω εταιρία ασφαλειομεσιτών. Εξάλλου, Β] με δεδομένο ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι η ημιβύθιση του σκάφους Π… οφειλόταν σε μετασκευές στο κύτος του μη καλυπτόμενες ασφαλιστικά και ότι η φυσιολογική φθορά του επίμαχου εξαρτήματός του δεν αποτελούσε κρύφιο ελάττωμα, με τις παραδοχές δε αυτές απέρριψε την Α αγωγή ως αναπόδεικτη και όχι κατά παραδοχή ενστάσεως των εναγομένων, περί εξαιρέσεως του κρυφίου ελαττώματος από την ασφαλιστική κάλυψη επειδή δεν επεδείχθη από την πλοιοκτήτρια η δέουσα επιμέλεια, πρόδηλο καθίσταται ότι η περαιτέρω παραδοχή της, ότι και αν ακόμα υπήρχε τέτοιο ελάττωμα η αμέλεια της ασφαλισμένης θα οδηγούσε στην απαλλαγή της ασφαλίστριας, είναι πλεοναστική, αφού δεν ήταν αναγκαία για τη στήριξη του διατακτικού της. Επομένως, η επίκληση αντίφασης στις παραπάνω παραδοχές δε μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση ενδίκου μέσου ούτε να καταστεί αντικείμενο έρευνας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού και αν ακόμα τέτοια αντίφαση υπήρχε δεν θα αποτελούσε σφάλμα της εκκαλουμένης, δεκτικό προσβολής του με έφεση, επειδή το δυσμενές για τους εκκαλούντες δεδικασμένο δεν παράγεται από την πλεοναστική αλλά από την κύρια αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης, η οποία εν προκειμένω προσβάλλεται ως προς την ορθότητά της με κύριο λόγο έφεσης, η έρευνα της βασιμότητας του οποίου θα ακολουθήσει. Να σημειωθεί εδώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας και ότι ομοίως απαράδεκτες και για το λόγο αυτό απορριπτέες κρίνονται και οι ειδικότερες αιτιάσεις που στα πλαίσια του ίδιου (δεύτερου) πρόσθετου λόγου τους προβάλλουν οι εκκαλούντες της Α έφεσης αποδίδοντας σφάλμα στην κρίση της εκκαλουμένης περί εφαρμογής στη σύμβαση των ακατανόητων και ασαφών Ρητρών του αγγλικού δικαίου, επί των οποίων « … οι αντίδικοι ασφαλιστές επιχειρούν να θεμελιώσουν την άρνησή τους να καταβάλουν την οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση … », επικαλούμενοι ειδικότερα ότι η πρωτοβάθμια απόφαση οδηγήθηκε σε εσφαλμένο διατακτικό επειδή, παρά τις αντίθετες προβλέψεις του υπ’ αριθμ. 9.2.2.1 συμβατικού όρου, δέχθηκε ότι ο κίνδυνος από κρύφια ελαττώματα του σκάφους ήταν εξαιρετέα κάλυψη, ενώ αν είχε κρίνει άλλως, αν δηλαδή δεν θεωρούσε εφαρμοστέο το γενικό αυτό όρο, θα είχε γίνει δεκτή η Α αγωγή τους. Το απαράδεκτο εν προκειμένω, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν,  παράγεται και εξαιτίας του ότι οι εκκαλούντες δεν καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι αποδιδόμενες πλημμέλειες επέδρασαν στο διατακτικό της εκκαλουμένης και, ειδικότερα, δεν εξηγούν πώς θα γινόταν δεκτή η αγωγή τους, αν ο επίμαχος όρος κρινόταν ασαφής και επομένως μη εφαρμοστέος στην κρινόμενη υπόθεση, αφού επ’ αυτού στήριξαν το αίτημά τους προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι οι ίδιες αιτιάσεις στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθώς υπολαμβάνουν ότι η Α αγωγή απορρίφθηκε κατ’ ουσία επειδή το επικληθέν κρύφιο ελάττωμα κρίθηκε εξαιρετέος κίνδυνος, ενώ στην πραγματικότητα η απόρριψή της έλαβε χώρα επειδή κρίθηκε ότι άλλη και όχι αυτό ήταν η αληθής αιτία της ημιβυθίσεως του Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου Π.. Να σημειωθεί ακόμα ότι δικαστικά έξοδα για την απόρριψη των προσθέτων λόγων της Α έφεσης δεν θα επιδικαστούν με την παρούσα υπέρ των καθ’ ων οι λόγοι αυτοί στράφηκαν, επειδή οι εφεσίβλητοι δεν υποβλήθηκαν σε ιδιαίτερη δαπάνη για την απόκρουσή τους ούτε υπέβαλαν σχετικό αυτοτελές αίτημα.

  1. IV. Κατά την έννοια της διατάξεως της § 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 και τους λόγους της, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει το αποτέλεσμα του άρθρου 535 του ιδίου Κώδικα, συνεπάγεται δηλαδή την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Οι παραλείψεις του εκκαλούντος που μπορούν να διορθωθούν με την έφεση αναφέρονται στην ατελή υπεράσπισή του στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ τα αποδιδόμενα στην απόφαση σφάλματα μπορούν να εντοπιστούν σε οποιοδήποτε στάδιο του δικανικού συλλογισμού (Β. Ρήγας, ο.π., σελ. 751) και ανάγονται είτε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ουσιαστικού δικαίου είτε σε δικονομικές παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν κατά τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της εκκαλουμένης είτε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξ αιτίας της η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό είτε σε εγκατάλειψη ορισμένης αίτησης αδίκαστης (ΑΠ 19/2018, ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1003/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2014, ΕφΑΔ 2014/763, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΑΠ 408/2000, Δνη 2000/1335 = ΔΕΕ 2001/876 = ΕΕΝ 2001/630 = ΝοΒ 2001/811, ΑΠ 156/1996, Δνη 1996/1346, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 112, αρ. 72, σελ. 169, Α. Μπακόπουλος, ο.π., σελ 1137). Δεν αποτελεί, όμως, παραδεκτό λόγο έφεσης η εσφαλμένη αιτιολογία της απόφασης με ορθό διατακτικό, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 534 ΚΠολΔ, αν το αιτιολογικό της εκκαλουμένης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της άμεμπτο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση (ΜονΕφΛαρ. 33/2015, Δικογραφία 2015/565, Σ. Σαμουήλ, ο.π., αρ. 540, σελ. 227). Αντιθέτως, λόγο έφεσης συνιστά ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί εσφαλμένης εφαρμογής των κριτηρίων που θέτει ο νόμος για την εξειδίκευση κάποιας αόριστης νομικής έννοιας ή περί πλημμελούς υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών στο εύρος της, καθώς και η αιτίαση περί κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας (υπερβάσεως των ακραίων ορίων της) που ο νόμος αναγνωρίζει στο δικαστή κατά την αποτίμηση μεγεθών που δεν έχουν καταρχήν περιουσιακή αξία ή ο προσδιορισμός τους επαφίεται στην εχέφρονα, κυριαρχική κρίση του (Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 80, σελ. 176, πρβλ ΕφΠειρ. 670/2004, Δνη 2005/533, ΕφΠειρ. 548/2004, Δνη 2008/542, ΕφΑθ. 4418/2003, Δνη 2004/222). Πάντως, οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να αφορούν τη μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης συμπεριφορά του εφεσίβλητου (ΕφΑθ. 6040/1982, Δνη 1982/609 = ΑρχΝ 1982/367 = Αρμ. 1983/135, Χ. Τριανταφυλλίδης,  ο.π., άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054, σελ. 278, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 520, αρ. 9, σελ. 926), διότι η παράλειψη αξιολόγησης αυτής, που δεν είχε εκδηλωθεί μέχρι το χρόνο εκφοράς της πρωτοβάθμιας δικαστικής κρίσης, δε συνιστά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, σφάλμα της ούτε μπορούσε να επηρεάσει την ορθότητα του διατακτικού της, ο σχετικός δε ισχυρισμός του εκκαλούντος είναι απαράδεκτος. Αν μάλιστα στο εφετήριο δεν περιλαμβάνεται άλλος, τουλάχιστον ένας, παραδεκτός λόγος, η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη (ΕφΔωδ. 96/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, ο.π., αρ. 74, σελ. 171, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 184, σελ. 119). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299, 330 εδαφ. β, 914, 920 και 932 ΑΚ σαφώς συνάγεται, ότι σε περίπτωση οποιασδήποτε προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη άλλου, που διέδωσε ψευδείς και δυσφημιστικές για τον παθόντα ειδήσεις, μπορεί να επιδικαστεί σ’ αυτόν χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης (ΟλΑΠ 2/2008, ΕΕμπΔ 2009/898). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης, είναι ελεύθερη και σχηματίζεται με βάση τους ισχυρισμούς των διαδίκων, τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στην αγωγή και τα αποδεικτικά μέσα που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι (ΑΠ 464/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τον προσδιορισμό του ποσού που θα επιδικαστεί λαμβάνονται υπόψη κριτήρια αντικειμενικά, αντλούμενα από το σκοπό του κανόνα δικαίου που παρέχει στον ενάγοντα την αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως, δηλαδή από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, που επιτελούν αποκαταστατική και όχι προληπτική λειτουργία (Σ. Πατεράκης, Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σελ. 80 επομ. [92]), αποσκοπώντας στην επίτευξη μιας υπό ευρεία έννοια αποκαταστάσεως του παθόντος, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς ταυτόχρονα να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα (ΑΠ 448/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 76/2016, Ε7 2016/848). Πρόσφορα κριτήρια για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού αποτελούν κυρίως το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη, στο βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης, η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, καθώς και το σύνολο των ειδικότερων συνθηκών υπό τις οποίες προκλήθηκε η ηθική βλάβη (ΑΠ 270/2018, ΑΠ 8/2009, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ η δικαστική κρίση ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάζεται δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστή της ουσίας στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας, που αποτελεί γενική νομική αρχή, αυξημένης μάλιστα τυπικής ισχύος (ΟλΑΠ 10/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 9/2015, ΧρΙΔ 2015/575 = Ε7 2015/1575). Αν το δικαστήριο της ουσίας κατά την ενάσκηση της διακριτικής αυτής εξουσίας του συνεκτιμήσει για τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης γεγονότα που δεν μπορούν κατά νόμο να επηρεάσουν αντικειμενικά το ύψος του ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 13/2002, ΕπισκΕΔ 2002/1027 = ΝοΒ 2003/660, ΑΠ 808/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Πατεράκης, Αναιρετικός έλεγχος α) της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, β) της εφαρμογής της ΑΚ 932, σε ΕφΑΔ 2010/3 επομ. [7]). Εξ όσων προαναφέρθηκαν παρέπεται ότι λόγος έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη επειδή επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ελαττωμένη καθ’ ύψος έναντι της αιτηθείσας, είναι απαράδεκτος αν θεμελιώνεται στον ισχυρισμό ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τον καθορισμό της δεν έλαβε υπόψη του τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του εναγομένου και με τον τρόπο αυτό δεν απέτρεψε την υποτροπή του και την εξακολούθηση της προσβλητικής της προσωπικότητας του παθόντος συμπεριφορά του, που εκδηλώθηκε με την άσκηση έφεσης, στο δικόγραφο της οποίας επαναλήφθηκαν οι διαδόσεις που προηγήθηκαν της έναρξης της αντιδικίας ή επαναδιατυπώθηκαν οι ισχυρισμοί που περιελήφθησαν και στο αγωγικό δικόγραφο, των οποίων ο δυσφημιστικός χαρακτήρας αποτέλεσε το αντικείμενο της πρωτοβάθμιας δίκης.

Για τους λόγους αυτούς αβάσιμη και απορριπτέα παρίσταται η ένδικη Β έφεση, στην οποία διατυπώνεται μεν αίτημα καθολικής εξαφανίσεως της εκκαλουμένης, πλην όμως με το μοναδικό της λόγο η εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία πλήττει αυτήν μόνον κατά τη διάταξή της με την οποία, κατά μερική αποδοχή του συναφούς αιτήματος της Β αγωγής της, της επιδικάστηκε, προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τους περιληφθέντες στην Α αγωγή προσβλητικούς της εμπορικής της φήμης ισχυρισμούς που διέδωσαν οι αντίδικοί της, το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), επικαλούμενη ότι δια της επιδικάσεως ποσού υποπολλαπλάσιου του αιτηθέντος το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξάντλησε την επιείκειά του, απέτυχε να ανταποκριθεί στους σκοπούς της ειδικής προλήψεως και να αποτρέψει την εξακολούθηση της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους στο μέλλον και ότι θα έκρινε διαφορετικά αν γνώριζε την μελλοντική επανάληψη της ίδιας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, που εκδηλώθηκε με την επαναφορά των αυτών όπως και πρωτοδίκως δυσφημιστικών διαδόσεων, τις οποίες περιέλαβαν στο δικόγραφο της ένδικης Α έφεσής τους. Πράγματι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι αιτιάσεις της εκκαλούσας δε αποδίδουν σφάλμα στην εκκαλουμένη, ικανό να έχει επηρεάσει το διατακτικό της, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ούτε μπορούσε να προβλέψει τη μελλοντική συμπεριφορά των εναγομένων της Β αγωγής ούτε όφειλε να συνεκτιμήσει τον κίνδυνο επιγενόμενης υποτροπής τους, αφού τούτος δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αντικειμενικών στοιχείων που συνεκτιμώνται κατά τα άρθρα 59 και 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία επιτελεί αποκαταστατική και όχι προληπτική λειτουργία. Για την αποκατάσταση της φερόμενης ως επανατρωθείσας εμπορικής της φήμης, άλλωστε, η εκκαλούσα διατηρεί αξιώσεις, την ικανοποίηση των οποίων δύναται να επιδιώξει με νέα αγωγή. Αλλά και πέραν τούτων, ας σημειωθεί ακόμα και ότι η επίκληση προς θεμελίωση λόγου εφέσεως εκ μέρους του ενάγοντος περιστατικών που δεν εκτέθηκαν στο δικόγραφο της αγωγής και δεν τέθηκαν (ούτε θα μπορούσαν ως μεταγενέστερα της εκδόσεως της εκκαλουμένης να τεθούν) υπόψη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προσκρούει στο απαράδεκτο του άρθρου 526 εδαφ. α ΚΠολΔ, με το οποίο ο νομοθέτης επαναλαμβάνει στη δευτεροβάθμια δίκη την απαγόρευση μεταβολής της βάσης της αγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 224 του ιδίου Κώδικα (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 1867/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., άρθρο 526, αρ. 3, σελ. 244, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], ο.π., αρ. 10, σελ. 926, βλ. και ΕφΘεσ. 3261/1992, Αρμ. 1993/240), αφού διευρύνει τον πυρήνα των πραγματικών περιστατικών που συνθέτουν το βιοτικό συμβάν που ο ενάγων με την αγωγή του προσδιόρισε και υπέβαλε στη δικαστική κρίση (Α. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 108). Και τέτοια διεύρυνση συνιστά αναμφίβολα η το πρώτον με το δικόγραφο της εφέσεως προσθήκη νέων, οψιγενών, περιστατικών (ΟλΑΠ 2/1994, ΑρχΝ 1994/300 = Δνη 1994/352 = ΕΕΝ 1994/379, ΑΠ 470/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2017, Ε7 2017/715 = Αρμ. 2017/1535), που προσδιορίζουν την έκταση του προσβλητικού της προσωπικότητας του ενάγοντος αποτελέσματος της συμπεριφοράς του εναγομένου (Κ. Δεμερτζής, Δικονομικές συνέπειες της αποκαταστατικής φύσης της ικανοποίησης ηθικής βλάβης, σε ΧρΙΔ 2001/199 επομ. [205], βλ. και Κ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2012, § 34, αρ. 161, σελ. 269, Χ. Τριανταφυλλίδη, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [12], αρ. 11, σελ. 375). Μετά την απόρριψη της Β έφεσης, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για την επιδίκαση των οποίων έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η  εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

  1. V. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση (ΑΠ 40/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως και το έννομο συμφέρον, που σκοπό έχει την εξασφάλιση ελεύθερης πρόσβασης στο δικαστήριο όχι σε οποιονδήποτε αλλά μόνο σ’ εκείνον που δικαιολογεί ανάγκη για τη συνδρομή της πολιτείας, προκειμένου να προστατευθεί το ουσιαστικό δικαίωμα που ισχυρίζεται ότι έχει (ΑΠ 1941/2009, Δνη 2010/428 = ΧρΙΔ 2010/629), αποτελούν διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης (ΑΠ 75/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η συνδρομή των οποίων ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012/890, ΑΠ 691/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1016/2005, Δνη 2005/1088, Ν. Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 45). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (ΟλΑΠ 18/2005, Δνη 2005/706 = Δ 2005/703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Καλαβρός, ο.π., § 33, αρ. 84, σελ. 129, Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, φορείς των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων είναι τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία μετέχουν στην έννομη σχέση (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, Ι – I V, 1978 – 1986, § 199, σελ. 271, Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 18, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Γενικαί Αρχαί και κατ’ άρθρον ερμηνεία, τόμος Ια, άρθρα 1 – 105, άρθρο 68, ΙΙΙ, σελ. 358, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ. 66) ή, κατά τη νομολογία του Ακυρωτικού, στη διαχείριση της σχέσης αυτής (ΑΠ 1278/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 339/2010, ΧρΙΔ 2011/206 = Ε7 2012/638), όπως προσδιορίζονται από το ουσιαστικό δίκαιο, του οποίου οι ρυθμίσεις, επί νομικού προσώπου με ικανότητα δικαίου και ικανότητα διαδίκου, δεν διαφοροποιούνται ενόψει της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 64 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, κατά την οποία αυτό παρίσταται στο δικαστήριο με όποιον το εκπροσωπεί (ΕφΑθ. 1270/1985, ΕΕΝ 1985/188), αφού ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, που ενάγει ή ενάγεται, δεν ενεργεί στο δικό του όνομα ή έστω ως μη δικαιούχος ή μη υπόχρεος διάδικος αλλά στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ο ίδιος διάδικος νομιμοποιούμενος κατά κανόνα ή κατ’ εξαίρεση (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 22, αρ. 11, σελ. 303). Επομένως, η νομιμοποίηση του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, δηλαδή η εξουσία του φυσικού προσώπου να εκπροσωπεί επί δικαστηρίου το νομικό πρόσωπο, διαφέρει ουσιωδώς από τη νομιμοποίηση του διαδίκου (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιο Αστικού Δικονομικού Δικαίου, τόμος πρώτος, 1978, § 116, σελ. 249 και § 122, σελ. 269, βλ. και Λ. Σινανιώτη, ο.π., σελ. 179). Τούτο προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 67 εδαφ. α ΑΚ, που ορίζει ότι ο διοικητής του νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα και με την οποία καθορίζεται το φυσικό πρόσωπο που εκφράζει τη βούληση του νομικού προσώπου προς τους τρίτους (ΕφΑθ. 2579/2010, Δνη 2011/1661), χωρίς πάντως από τη δήλωση αυτής της βουλήσεως να γεννώνται δικαιώματα και υποχρεώσεις υπέρ και σε βάρος του φυσικού προσώπου (ΑΠ 649/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι οι συνέπειες της δικαιοπρακτικής δράσης της διοίκησής του, που παράγονται πρωτογενώς υπέρ και σε βάρος του (άρθρο 70 ΑΚ), αφορούν μόνον το νομικό πρόσωπο και δε δεσμεύουν ούτε ωφελούν προσωπικά το φυσικό πρόσωπο που κατάρτισε τη δικαιοπραξία ως εκπρόσωπός του (Κλ. Ρούσσος, σε Κλ. Ρούσσου, Δίκαιο Νομικών Προσώπων, 2010, § 7, IV, αρ. 2, σελ. 210). Τα ανωτέρω συμπορεύονται προς τις βασικές σταθμίσεις τόσο του αστικού δικαίου, που ως συνέπεια της αναγνώρισης της νομικής προσωπικότητας θεσπίζει την ικανότητα του νομικού προσώπου να αποκτά δικαιώματα και υποχρεώσεις (ικανότητα δικαίου, που του προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα) και να είναι φορέας περιουσίας αυτοτελούς και χωριστής από τις περιουσίες των μελών του (ΑΠ 781/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όσο και του δικονομικού δικαίου, που ως αντίκρισμα της ικανότητας δικαίου αναγνωρίζει στο νομικό πρόσωπο ικανότητα διαδίκου, δηλαδή ικανότητα να ενάγει και να ενάγεται στο όνομά του ως προς τις αξιώσεις και τα χρέη της περιουσίας του αυτής (ΑΠ 654/2010, Αρμ. 2011/1177) αλλά και του εμπορικού δικαίου, που, ιδίως στις κεφαλαιουχικές εταιρίες, εισάγει την αρχή του χωρισμού της ευθύνης της περιουσίας του νομικού προσώπου της εταιρίας από εκείνη των φυσικών προσώπων που την αποτελούν, υπό την έννοια, αφενός, ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως από την περιουσία του δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεων των ατομικών δανειστών των μελών του (ΑΠ 154/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, σε Αρμ. 1993/877 επομ. [878], Ι. Μάρκου, Ο χωρισμός της ευθύνης των περιουσιών στο ισχύον δίκαιο εταιριών, σε Δνη 2011/330 επομ. [342] = Τιμητικός Τόμος Ι. Σπυριδάκη, 2014, σελ. 617 επομ., Ε. Αλεξανδρίδου, Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών, Προσωπικές και Κεφαλαιουχικές Εταιρίες, 2016, § 3 ΙΙ, αρ. 12, σελ. 15) και, αφετέρου, ότι οι μέτοχοι ή οι διοικητές της εταιρίας δεν καθίστανται συνδικαιούχοι των ενοχικών απαιτήσεών της κατά των τρίτων (Ευαγ. Ποδηματά, Κατάχρηση του θεσμού της ανώνυμης εταιρίας και υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου έναντι των βαρυνομένων με την κατάχρηση μετόχων, σε ΧρΙΔ 2018/222 επομ. [225]). Τα ανωτέρω ισχύουν και επί της ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής (ΝΕΠΑ), η οποία κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3182/2003 (ΦΕΚ Α 220/12.9.2003), που την εισήγαγε (βλ. αυτήν σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) με σκοπό τη διευκόλυνση της εκμετάλλευσης και της διαχείρισης πλοίων αναψυχής που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά και φέρουν ελληνική σημαία (Ε. Τσουγκουζίδου, Ευέλικτα εταιρικά μορφώματα ως μοχλός ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής ναυτιλίας, σε ΕπισκΕΔ 2017/229 επομ. [243 – 244]), αποτελεί εταιρία ειδικού τύπου και, συγκεκριμένα, μορφή ανώνυμης εταιρίας με ευέλικτους μηχανισμούς και απλοποιημένες διαδικασίες λειτουργίας ανάλογες με τις προβλεπόμενες για τις ναυτικές εταιρίες του Ν. 959/1979. Η …. είναι πράγματι εταιρία εμπορική, αφού έχει ως αποκλειστικό σκοπό την κτήση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή τη διαχείριση πλοίων αναψυχής (άρθρο 1 §§ 1 και 3 του Ν. 3182/2003) και κεφαλαιουχική, δεδομένου ότι το κεφάλαιό της διαρθρώνεται κατά μετοχές (άρθρο 6), τα δικαιώματα των μετόχων είναι ανάλογα προς το ποσοστό του κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει η μετοχή τους και η ευθύνη τους περιορίζεται στην αξία των μετοχών εκάστου (άρθρο 4 § 8), η δε διοίκηση και εκπροσώπησή της ασκούνται καταρχήν συλλογικά από διοικητικό συμβούλιο απαρτιζόμενο από τρία [3] τουλάχιστον μέλη, μετόχους ή μη (άρθρο 9 § 1). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι η κατά κανόνα νομιμοποίηση επιτρέπει μόνο στη ….. και όχι στους μετόχους της ή στα μέλη της διοικήσεώς της να επιδιώκει την εκπλήρωση συμβάσεων που καταρτίστηκαν στο όνομά της ή την αποκατάσταση οποιασδήποτε ζημίας επήλθε στην περιουσία της (πρβλ, για τις ανώνυμες εταιρίες του ΚΝ 2190/1920, Κ. Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, 1986, IV, αρ. 55, σελ. 108, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, 2012, § 3, αρ. 3 – 4, σελ. 17 – 18 και § 26, αρ. 6, σελ. 181 – 182, Β. Αντωνόπουλο, Άσκηση από τους εταίρους αξιώσεων της εταιρίας έναντι τρίτων. Αποκατάσταση ζημίας των εταίρων από παράβαση ενοχικής υποχρέωσης απέναντι στην εταιρία, σε Αρμ. 1983/1170 επομ., βλ. και Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Ν. Νίκα], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 68, αρ. 3, σελ. 142), καθώς και ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της ……, που έχει καλύψει με ασφαλιστική σύμβαση τη ζημία που είναι δυνατό να επέλθει από τους θαλάσσιους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το σκάφος της κυριότητάς της ή την αστική της ευθύνη από τη λειτουργία του στα πλαίσια της τακτικής εκμετάλλευσής του, δεν είναι ο ίδιος υποκείμενο της έννομης σχέσης της ασφάλισης, που σημαίνει ότι, αν ο ασφαλισμένος κίνδυνος επέλθει, η αγωγή για την καταβολή του ασφαλίσματος δεν μπορεί να ασκηθεί στο δικό του ή και στο δικό του όνομα από αυτόν, που είναι ξένος ως προς τα αποτελέσματα της ασφαλιστικής σύμβασης, αφού αυτά επέρχονται αμέσως υπέρ της ασφαλισμένης εταιρίας (πρβλ ΑΠ 1595/2014, ΕΕμπΔ 2015/101 = ΔΕΕ 2015/166 = ΕπισκΕΔ 2014/358) και, αν τούτο συμβεί, η αγωγή θα απορριφθεί ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Αντίθετο συμπέρασμα δε συνάγεται ούτε από τη διάταξη του άρθρου 329 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του ως προς τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου, αφού η εφαρμογή της προϋποθέτει νέα δίκη μεταξύ του μέλους του νομικού προσώπου και του τρίτου και, επιπλέον, είτε ταυτότητα αντικειμένου των δύο δικών είτε σχέση προδικαστικότητας, που υφίστανται μόνον όταν, αντιστοίχως, είτε και το μέλος είναι κατά το ουσιαστικό δίκαιο φορέας του ιδίου δικαιώματος ή της αυτής υποχρεώσεως που κρίθηκε κατά την αντιδικία είτε το κριθέν δικαίωμα ή η υποχρέωση αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της έννομης σχέσης του μέλους προς τον τρίτο (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 29, αρ. 4, σελ. 570, Κ. Καλαβρός, Ζητήματα δεδικασμένου, διαπλαστικής ενέργειας και τριτανακοπής, σε Δνη 1987/1185 επομ. [1195], Π. Κολοτούρος, Υπερχειλείς εκφάνσεις του δεδικασμένου, σε Δνη 2005/975 επομ. [976]). Επειδή, όμως, τα δικαιώματα της κεφαλαιουχικής εταιρίας, που ως φορέας αυθύπαρκτης ικανότητας δικαίου διεξάγει το δικαστικό αγώνα για την ικανοποίηση δικών της αξιώσεων ως δικαιούχος διάδικος, δεν καθίστανται κατά το ουσιαστικό δίκαιο κοινά δικαιώματα και των μελών ή των διοικητών της, το δεδικασμένο από τη δίκη μεταξύ αυτής και του τρίτου (οφειλέτη της) δεν επεκτείνεται και στους μετόχους της (ΑΠ 812/2013, ΕΠολΔ 2013/665 = Αρμ. 2014/634 = Ε7 2014/1275 = ΕΕμπΔ 2013/443, ΑΠ 396/1990, ΕΕΝ 1990/737, ΑΠ 1184/1984, Δνη 1985/38 = ΝοΒ 1985/797, Χ. Απαλαγάκη, Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στα νομικά πρόσωπα και στα μέλη τους, 2001, σελ. 171 – 172, Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, αρ. 622, σελ. 913 επομ., Σ. Κουσούλης, Η δέσμευση τρίτων από το δεδικασμένο, 2007, § 4 ΙΙ 2, σελ. 116). Άλλωστε, η κατά την ως άνω διάταξη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και η δέσμευση από αυτό των μελών του νομικού προσώπου έχει την έννοια ότι το μέλος του νομικού προσώπου στη νέα δίκη αφενός δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου και αφετέρου ότι μπορεί να επικαλείται τα δικαιώματα του νομικού προσώπου, όπως αυτά διαγνώσθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση (ΜονΕφΠειρ. 623/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 97, αρ. 24, σελ. 713, Γ. Διαμαντόπουλος, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου και εκτελεστότητας. Έκταση ευθύνης των μελών ομόρρυθμης εταιρίας. Πλήρωση αιρέσεως πίνακα κατατάξεως, γνμδ σε Δ 2007/951 επομ. [953], Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, 1971, άρθρο 329, σελ. 1338). Δεν έχει όμως η δέσμευση αυτή την έννοια ότι βαρύνεται το ίδιο το μέλος προσωπικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, που κρίθηκαν ούτε ότι, αντίστοιχα, καθίσταται αυτό φορέας των δικαιωμάτων του νομικού προσώπου που επιδικάστηκαν (ΕφΑθ. 6844/1979, ΕΕμπΔ 1980/826 = ΕΝαυτΔ 1980/499, Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 121, σελ. 314, ο ίδιος, Όρια του δεδικασμένου και αστική ευθύνη των μελών της εκτελεστικής επιτροπής ενώσεως προσώπων, γνμδ, σε του ιδίου, Νομικές Μελέτες IV, 2006, κείμενο 265, σελ. 149 επομ. [151], Ν. Νίκας, Επέκταση του δεδικασμένου επί προδικαστικού ζητήματος και στο μέλος διαδίκου νομικού προσώπου, γνμδ σε ΕΠολΔ 2008/25 επομ. [26], ο ίδιος, Αναγκαστική εκτέλεση της εκδιδόμενης σε βάρος αστικού Συνεταιρισμού διαταγής πληρωμής και στα μέλη του, γνμδ σε ΔΕΕ 2014/748 επομ. [752], Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Σ. Κουσούλης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 329, αρ. 3, σελ. 662, Γ. Μητσόπουλος, Η ικανότης ως διαδίκων των ενώσεων προσώπων των μη κεκτημένων νομικήν προσωπικότητα, σε Δ 1970/433 επομ., Λ. Σινανιώτης, Υποκειμενικά όρια δεδικασμένου αποφάσεως εκδοθείσης κατά εμπορικής εταιρείας, ΕΕΝ 1962/260 επομ.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 299, 914, 919, 920 και 932 ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 68 και 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί προκλήσεως ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας φυσικού προσώπου ή της φήμης νομικού προσώπου νομιμοποιείται ενεργητικά το πρόσωπο που εθίγη κατά τρόπο άμεσο. Ο ενάγων νομιμοποιείται μόνον όταν η προσβολή είναι εξατομικευμένη σε βαθμό που να επιτρέπει την εκ των προτέρων (δηλαδή στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής) αναγνώριση του προσώπου εναντίον του οποίου στράφηκε η προσβλητική συμπεριφορά. Αντιστρόφως, παθητικά νομιμοποιείται κάθε πρόσωπο που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του ιδρυτικού της ευθύνης κανόνα, του οποίου η συμπεριφορά δηλαδή, όπως εκτίθεται στην αγωγή, προκάλεσε το βλαπτικό αποτέλεσμα και, εφόσον στην προσβολή συνέβαλαν περισσότεροι, η αποκαταστατική αγωγή θα στραφεί εναντίον όλων των υπαιτίων, ανεξάρτητα από το βαθμό της υπαιτιότητας καθενός και το είδος της συμμετοχής του. Αν η προσβολή συνίσταται σε διάδοση δυσφημιστικών ειδήσεων, νομιμοποιείται παθητικά οποιοσδήποτε διαδίδει τον προσβλητικό ισχυρισμό (ΤριμΕφΑθ. 1143/2016, ΔιΜΜΕ 2016/216, ΜονΕφΛαρ. 191/2014, Δικογραφία 2014/842). Περαιτέρω, επί αδικοπραξίας κατά νομικού προσώπου, που αποτελεί υποκείμενο δικαίου διάφορο των μελών ή των διοικητών του, μόνο αυτό νομιμοποιείται να ασκήσει τη σχετική αγωγή αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, γιατί μόνον αυτό ζημιώνεται αμέσως και όχι οι μέτοχοι, οι εταίροι ή οι διοικητές του (ΑΠ 1648/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1947/2006, ΔΕΕ 2007/446, ΜονΕφΠειρ. 264/2015, Δνη 2016/820 = ΔΕΕ 2015/856), οι οποίοι εμμέσως μόνον και αντανακλαστικώς βλάπτονται από την αδικοπραξία, εκτός, βεβαίως, αν η βλαπτική συμπεριφορά στράφηκε και προσωπικώς εναντίον τους, οπότε για τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησής τους πρέπει στην αγωγή να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα αντίστοιχα πραγματικά περιστατικά. Αν πάλι για την αποκατάσταση της ζημίας (υλικής ή ηθικής) που προκλήθηκε σε νομικό πρόσωπο από αδικοπραξία ενάγεται άλλο νομικό πρόσωπο, για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του πρέπει να εκτίθενται υπαίτιες και παράνομες πράξεις κάποιου φυσικού προσώπου, καταλογιστές αντικειμενικά στο εναγόμενο είτε ως δικές του είτε ως αλλότριες. Ευθύνη (συμβατική ή αδικοπρακτική) για αλλότριες πράξεις υπέχει το νομικό πρόσωπο, όταν η ζημία προκλήθηκε από υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά φυσικού προσώπου που βρίσκεται στην υπηρεσία του (είναι λ.χ. υπάλληλός του) ως βοηθός εκπληρώσεως ή ως προστηθείς, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 334 και 922 ΑΚ αντίστοιχα, ενώ περί ευθύνης για ίδιες πράξεις του νομικού προσώπου γίνεται λόγος όταν η ζημία προσκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη καταστατικών οργάνων του, που εκφράζουν τη βούλησή του (ΑΠ 16/1998, Αρμ. 1988/552, Κλ. Ρούσσος, Αιτιώδης συνάφεια και θεμελίωση ευθύνης κατ’ ΑΚ 914, 71 ή κατ’ ΑΚ 914, 922, σε Δνη 1994/1492 επομ. [1494]). Στην περίπτωση αυτή, αν η ζημιογόνος ενέργεια είναι υπαίτια και έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν αναταθεί, παράγεται υποχρέωση αποζημιώσεως και σε βάρος του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, ενώ και το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου εις ολόκληρον υποχρέωση ανεξάρτητη όμως αυτής του νομικού προσώπου (ΑΠ 625/2009, ΕπισκΕΔ 2009/953 = ΕΕμπΔ 2010/855 = Δνη 2011/385). Κατά τη σαφή έννοιά της η διάταξη αυτή, που αποτελεί κανόνα καταλογισμού της ευθύνης στο νομικό πρόσωπο, όταν τρίτος βλάπτεται από πράξη ή παράλειψη καταστατικού του οργάνου (ΑΠ 25/2000, Δνη 2000/712 = ΔΕΕ 2000/742 = ΕΕμπΔ 2000/320 = ΝοΒ 2001/29, Λ. Κιτσαράς, σε Κλ. Ρούσσου, Δίκαιο νομικών προσώπων, 2010, § 13, σελ. 306), δεν θεμελιώνει η ίδια υποχρέωση αποζημιώσεως αλλά προϋποθέτει ότι τέτοια υποχρέωση έχει ήδη γεννηθεί (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ι Α, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 71, αρ. 2, σελ. 957) από πράξη ή παράλειψη που κατά κανόνα είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 869/2000, Δνη 2001/75 = ΕΕΝ 2001/877) και συνιστά είτε αδικοπραξία (ΑΠ 641/2011, ΧρΙΔ 2012/114) είτε αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης, από την οποία παράγεται δευτερογενώς αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 1498/2004, Αρμ. 2006/78, Δνη 2005/819 = ΕΕΔ 2005/1352, ΑΠ 883/2003, Δνη 2005/126) ή που δημιουργεί αντικειμενική ευθύνη (Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2002, § 14, αρ. 34, σελ. 179). Η ΑΚ 71 ορίζει δηλαδή απλώς τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες επεκτείνεται και στο νομικό πρόσωπο η ευθύνη για ζημιογόνο πράξη που επιχειρήθηκε από καταστατικό όργανό του και ιδρύει, βάσει άλλων διατάξεων, υποχρέωση αποζημιώσεως, ώστε να ενισχύεται η θέση του ζημιωθέντος με την πρόσθεση της ευθύνης του νομικού προσώπου στην ενοχή του ζημιώσαντος φυσικού προσώπου. Αν στο πρόσωπο, από ενέργεια ή παράλειψη του οποίου ζημιώθηκε τρίτος, δε συντρέχει η ιδιότητα του οργάνου, δεν τίθεται ζήτημα ευθύνης του νομικού προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 71 ΑΚ αλλά κατά τις διατάξεις των άρθρων 334 ή 922 ΑΚ (Αθ. Κρητικός, ο.π., αρ. 12, 13, σελ. 960). Υπό την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη ευθύνη του νομικού προσώπου για το ίδιο φυσικό πρόσωπο τόσο βάσει της 71 ΑΚ όσο και βάσει της 922 ΑΚ (ΕφΘεσ. 393/1995, Δνη 1996/167), ενώ αν το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για αλλότριες πράξεις, η ευθύνη του αυτή δεν επεκτείνεται και στα καταστατικά του όργανα (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος IV, πρώτη έκδοση (1982), άρθρο 922, αρ. 9, σελ. 744). Σε κάθε περίπτωση, αν το καταστατικό όργανο δεν ευθύνεται αυτοτελώς προς αποζημίωση με βάση άλλη διάταξη (λ.χ. τα άρθρα 57, 59, 914, 919 ΑΚ), αποκλείεται η επέκταση της ευθύνης του νομικού προσώπου σ’ αυτό κατ’ εφαρμογή της ΑΚ 71. Τούτο συνάγεται και από το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής, κατά το οποίο προϋποτίθεται υπαιτιότητα του οργάνου για τη θεμελίωση της συνευθύνης του (Κλ. Ρούσσος, Αστική ευθύνη διαχειριστών εταιρίας, σε ΧρΙΔ 2010/673 επομ.). Η ευθύνη αυτή πρέπει ως προς τα παραγωγικά περιστατικά της να εκτίθεται στην αγωγή, η οποία άλλως πάσχει αοριστία και απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη. Έτσι, ο βλαπτόμενος τρίτος που επιθυμεί να εναγάγει το νομικό πρόσωπο με βάση το άρθρο 71 ΑΚ επιδιώκοντας από αυτό αποζημίωση έχει το βάρος να ισχυριστεί κατά τρόπο ορισμένο στην αγωγή του και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως από το νομικό πρόσωπο, να αποδείξει μεταξύ άλλων και ότι η ζημία του προκλήθηκε από πράξη ή παράλειψη συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, το οποίο είχε την ιδιότητα αντιπροσωπεύοντος οργάνου του νομικού προσώπου και ενήργησε κατά την ενάσκηση των ανατεθειμένων σ’ αυτό καθηκόντων ή καθ’ υπέρβαση τούτων ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του. Τέλος, στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ. 22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, ο.π., § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποιήσεως καθιστά δυνατή την έκδοση αποφάσεως επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋποθέσεως συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 112/2006, ΕπισκΕΔ 2006/520 = ΑχΝομ 2007/443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005/361, ΕφΑθ. 5685/1999, Δνη 2000/528, ΜονΕφΘεσ. 1221/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης, ο δε σχετικός έλεγχος γίνεται αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ και το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ελλείψεις του δικογράφου της αγωγής ως προς τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης των διαδίκων περιστατικά και χωρίς πρόταση από τον εναγόμενο. Εξάλλου, αν τα περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει, δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014, ο.π., Μ. Σταθόπουλος – Κ. Μπέης, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής, γνμδ σε Δ 1994/278 επομ.), ενώ αν τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποιήσεως επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ ουσία (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1157/2015, ΑΠ 60/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 12, αρ. 30, σελ. 397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι τα στοιχεία της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως έχουν εκτεθεί στο αγωγικό δικόγραφο με πληρότητα, ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι στην αντίθετη περίπτωση, αν οι ελλείψεις δεν συμπληρωθούν παραδεκτώς κατ’ άρθρα 224 και 227 ΚΠολΔ, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (ΑΠ 1278/2017, ΑΠ 77/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 632/2014, ΔΕΕ 2014/1066 = Ε7 2015/132 = ΕΕμπΔ 2015/350, ΑΠ 117/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 879/2004, Δ 2005/465 = Δνη 2006/1371, 1380, 1445). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 75/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1272/1999, Δνη 2001/430, ΑΠ 954/1997, Δνη 1999/339, ΕφΘεσ. 1151/2006, ΕπισκΕΔ 2006/818, ΕφΘεσ. 1857/2003, Αρμ. 2005/372), το βάρος αποδείξεως της οποίας φέρει τότε ο ενάγων (ΑΠ 1718/2012, Ε7 2013/1019, ΜονΕφΘεσ. 1221/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 424/2010, ΕΠολΔ 2011/109), ακόμα και αν ο εναγόμενος χαρακτηρίζει τους αμυντικούς ισχυρισμούς του ως ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, περί της οποίας θα πρόκειται μόνον όταν το προβαλλόμενο ελάττωμά της δεν σχετίζεται με τη διάγνωση του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος αλλά με τη συνδρομή ειδικού λόγου που αφαιρεί την εξουσία διεξαγωγής της δίκης από τους διαδίκους, που άλλως θα αποτελούσαν τα υποκείμενα ο μεν ενάγων του επιδίκου δικαιώματος, ο δε εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης (Στ. Κουταλιανός, σε Π. Κολοτούρου, Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [8], αρ. 4, σελ. 259, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ. 67).

Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης οι εκκαλούντες μέμφονται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 64 § 2, 68, 126 § 1, 216 § 1, 329 ΚΠολΔ, 67, 914, 919, 932 ΑΚ και των κανόνων του εμπορικού δικαίου, που οδήγησε στην απόρριψη ως απαράδεκτης της Α αγωγής τους κατ’ αμφότερες τις νομικές της βάσεις, κατά το μέρος της που ασκήθηκε από τους δεύτερο και τρίτο αυτών και κατά το μέρος της που στράφηκε εναντίον των λοιπών εναγομένων, πλην της πρώτης αυτών ασφαλιστικής εταιρίας. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των εναγόντων εκείνων να υποχρεωθούν αδιακρίτως οι εναγόμενοι, ασφαλιστική εταιρία και μέλη της διοικήσεώς της, στην καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης για την τεκμαρτή ολική απώλεια άλλως για την μερική απώλεια του σκάφους Π…. της πλοιοκτησίας της ασφαλισμένης πρώτης ενάγουσας (ομώνυμης …), της οποίας τυγχάνουν μέτοχοι και μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης, με την παραδοχή ότι η ιδιότητα του μετόχου, την οποία επικαλέστηκαν οι συγκεκριμένοι ενάγοντες δεν τους καθιστούσε δικαιούχους της απαιτήσεως της ασφαλισμένης εταιρίας και λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης των ως άνω εναγομένων φυσικών προσώπων, με την παραδοχή ότι δεν ευθύνονται προσωπικά για τα χρέη της ασφαλιστικής εταιρίας την οποία διοικούν. Επιπλέον, με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε και το αίτημα των ιδίων εναγόντων να υποχρεωθούν άπαντες οι εναγόμενοι σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης από την εκτεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης, που προσέβαλε την προσωπικότητά τους δια της περιγραφόμενης απαξιώσεως και του μνημονευόμενου εμπαιγμού τους, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, επειδή κρίθηκε ότι δεν συγκεκριμενοποιήθηκε στην αγωγή άμεση ζημία των εν λόγω εναγόντων, ώστε να στοιχειοθετηθεί η ενεργητική τους νομιμοποίηση ούτε περιγράφηκε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη κάποιου από τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα που να παράγει ατομική υποχρέωσή τους έναντι των εναγόντων, ώστε να θεμελιωθεί η παθητική τους νομιμοποίηση. Στην απορριπτική του κρίση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγήθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο του περιεχομένου του αγωγικού δικογράφου αλλά και κατά παραδοχή σχετικού αμυντικού ισχυρισμού που υπέβαλαν οι εναγόμενοι και τον ονόμασαν «ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης» και τον οποίο η εκκαλουμένη έκρινε νόμιμο και στη συνέχεια διαπίστωσε και την ουσιαστική του βασιμότητα. Κατά των κρίσεων αυτών ισχυρίζονται ήδη οι εκκαλούντες: Α] ότι οι δεύτερος και τρίτη αυτών νομιμοποιούνται ατομικά στην επιδίωξη καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης όχι ως μέτοχοι της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας αλλά ως μέλη του διοικητικού της συμβουλίου και υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, αφού υπό την ιδιότητά τους αυτή νομιμοποιούνται δικονομικά να ζητούν δικαστική προστασία ως μετέχοντες ουσιαστικά στη διαχείριση της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης και ως έχοντες κοινά δικαιώματα και υποχρεώσεις με την εταιρία τους και δικαιούνται στη διεξαγωγή της δίκης, αφού το από αυτήν δεδικασμένο θα δεσμεύει και τους ίδιους ως διοικητές της, Β] ότι οι ίδιοι είναι παθόντες από την επικαλούμενη αδικοπραξία, αφού προσβλήθηκε η προσωπικότητα εκάστου και όχι μόνον η φήμη του νομικού προσώπου της εταιρίας τους και Γ] ότι η ενοχή των εναγομένων φυσικών προσώπων απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ, κατά την εφαρμογή της οποίας κάμπτεται η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων τις κεφαλαιουχικές εταιρίες και ιδρύεται ευθύνη τους ανεξάρτητη από εκείνη του νομικού προσώπου.

Για όσους λόγους προαναφέρθηκαν όλοι οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, καθόσον, αντιστοίχως, Α] ο πρώτος συγχέει τη νομιμοποίηση του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου να φροντίζει και να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του και να το εκπροσωπεί επί δικαστηρίου με τη νομιμοποίηση του διαδίκου και επιχειρεί να θεμελιώσει επί της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 64 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, που προσδιορίζει το φυσικό πρόσωπο που εκπροσωπεί στο δικαστήριο το νομικό πρόσωπο, ιδιότητα του πρώτου ως συνδικαιούχου των απαιτήσεων που ανήκουν στην περιουσία του δεύτερου,  μολονότι ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος ασφαλισμένης ….. είναι ξένος ως προς τα αποτελέσματα της ασφαλιστικής σύμβασης, αφού αυτά επέρχονται αμέσως υπέρ της ασφαλισμένης εταιρίας, που νομιμοποιείται μόνη αυτή στη δικαστική επιδίωξη των συμβατικών απαιτήσεων, ως άμεσος φορέας της οικονομικής αξίας της παροχής της ασφαλίστριας και υφιστάμενη τη ζημία από τη μη εκπλήρωσή της. Παράλληλα, ο ίδιος ισχυρισμός αντίκειται στην έννοια του άρθρου 329 ΚΠολΔ, κατά την οποία ούτε ο μέτοχος ούτε, πολύ περισσότερο, ο διοικητής της κεφαλαιουχικής εταιρίας, υπέρ της οποίας παράγεται ευμενές δεδικασμένο, καθίσταται φορέας των δικαιωμάτων του νομικού προσώπου που επιδικάστηκαν, Β] ο δεύτερος θα ήταν βάσιμος αν πράγματι στην Α αγωγή είχαν περιγραφεί συγκεκριμένες ενέργειες καταστατικών οργάνων ή υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας κατευθυνόμενες ειδικά στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης των διοικητών της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας, όμως τούτο δε συνέβη, καθόσον, στο εκτενές δικόγραφό της δεν απαντάται καμία απολύτως αναφορά σε προσβολή της προσωπικότητας της τρίτης των εναγόντων, αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας, ενώ ως προς το δεύτερο εναγόμενο, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και νόμιμο εκπρόσωπό της, η μόνη μνεία που γίνεται αναφέρεται σε «προσωπική επίθεση» κατ’ αυτού, που εκδηλώθηκε με τους ισχυρισμούς της ασφαλίστριας που διατυπώθηκαν στην από 30.7.2013 εξώδικη απάντησή της και με τους οποίους διατυπώθηκαν «υπόνοιες περί επαγγελματικής του ανεπάρκειας και αμφισβήτηση του επαγγελματικού του κύρους (σελ. 88 της Α αγωγής), χωρίς τούτο να αληθεύει, δεδομένου ότι από το περιεχόμενο της εξώδικης αυτής απάντησης, που περιλαμβάνεται αυτούσιο στη σελ. 84 της ιδίας αγωγής και κατά το ενδιαφέρον τμήμα του έχει ως εξής «…η ημιβύθιση του σκάφους σας … οφείλεται … σε συνήθη φθορά … σε συνδυασμό με αναξιοπλοΐα του σκάφους οφειλόμενη σε έλλειψη επίδειξης της δέουσας επιμέλειας, δικής σας και των αντιπροσώπων σας, να καταστεί το πλοίο αξιόπλοο…», δε στοιχειοθετείται προσβλητική της προσωπικότητας του δεύτερου ενάγοντος συμπεριφορά, αφού οι αναφορές που γίνονται εκεί σχετίζονται με την έλλειψη επιμέλειας της ασφαλισμένης εταιρίας και όχι με την επαγγελματική ανεπάρκεια του κυβερνήτη του ασφαλισμένου σκάφους, ενώ, περαιτέρω, Γ] ο τρίτος είναι νομικά αβάσιμος, δεδομένου ότι στην Α αγωγή σαφώς εκτίθεται (φερόμενη ως παράνομη και υπαίτια) συμπεριφορά των υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης ασφαλίστριας και όχι των καταστατικών οργάνων της, λοιπών εναγομένων φυσικών προσώπων, μελών του διοικητικού συμβουλίου της, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για ευθύνη της ασφαλίστριας κατ’ άρθρο 71 ΑΚ αλλά να ιδρύεται ενοχή της προς αποζημίωση για βλαπτικές της προσωπικότητας των εναγόντων αλλότριες πράξεις κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, η οποία, όμως, δεν επεκτείνεται και στα καταστατικά της όργανα, που δεν υπέχουν εκ μόνης της ιδιότητάς τους αυτής αυτοτελή ευθύνη, αφού υπό τα εκτιθέμενα δεν είναι τα ίδια υπαίτια για την πρόκληση της ηθικής βλάβης της οποίας ζητείται η χρηματική ικανοποίηση. Ομοίως απορριπτέες κρίνονται και οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλονται στα πλαίσια του ιδίου πρώτου λόγου της Α έφεσης, με τον οποίο επιπλέον οι εκκαλούντες: i) αποδίδουν στην εκκαλουμένη μομφή μεροληψίας, επειδή, ενώ απεφάνθη ότι οι δεύτερος και τρίτη των εναγόντων της Α αγωγής δε νομιμοποιούνται να στραφούν κατά των φυσικών προσώπων, μελών της διοικήσεως της ασφαλιστικής εταιρίας, εντούτοις έκρινε ότι οι ίδιοι, ομοίως φυσικά πρόσωπα και διοικητές της ασφαλισμένης, υπέχουν νόμιμη υποχρέωση να ικανοποιήσουν αυτήν για την ηθική βλάβη που υπέστη, ii) ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως, επειδή «αυθαίρετα μετέτρεψε την … ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης σε αμφισβήτηση γεγονότων…» και iii) υποστηρίζουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε, επειδή δεν απέρριψε την ένσταση των εναγομένων της Α αγωγής ως αόριστη και καταχρηστική, παρότι οι εναγόμενοι είχαν συνομολογήσει την εκπροσώπηση της πλοιοκτήτριας εταιρίας από αυτούς, καθόσον, αντιστοίχως, i) η παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων της Β αγωγής θεμελιώθηκε κατά την ιστορική της βάση στους ψευδείς και δυσφημιστικούς ισχυρισμούς που προέβαλαν οι ίδιοι ατομικά ως ενάγοντες στο δικόγραφο της Α αγωγής, ενώ, όπως ήδη αναφέρθηκε, για την παθητική νομιμοποίηση των εναγομένων με την Α αγωγή φυσικών προσώπων καμία πράξη ή παράλειψη, παράγουσα ατομική τους ευθύνη προς χρηματική ικανοποίηση των εναγόντων αυτής, δεν εκτέθηκε, ii) ανεξαρτήτως του από τους ίδιους χαρακτηρισμού του ισχυρισμού των εναγομένων της Α αγωγής ως ένστασης, καθώς και των αδόκιμων και αντικαθιστάμενων με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ) αιτιολογιών της εκκαλουμένης, που απέρριψε την Α αγωγή κατά τα ερευνώμενα σκέλη της αυτεπαγγέλτως αλλά και κατά παραδοχή αμυντικού ισχυρισμού, τον οποίο έκρινε «νόμιμο και ουσιαστικά βάσιμο», πάντως, η εν λόγω απόρριψη έγινε στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της Α αγωγής και όχι κατ’ ουσία, με βάση δηλαδή το περιεχόμενο του αγωγικού δικογράφου και επειδή οι ενάγοντες δεν ανταποκρίθηκαν στο δικονομικό βάρος τους επικλήσεως συγκεκριμένων περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης των διαδίκων, χωρίς να παραστεί ανάγκη αποδείξεως της νομιμοποίησης, ώστε να ενεργοποιηθεί ή και να αντιστραφεί το δικονομικό βάρος αποδείξεως των εναγόντων και υπό την έννοια αυτή iii) οι ισχυρισμοί περί αοριστίας και καταχρηστικότητας της «ένστασης έλλειψης νομιμοποίησης» και περί συνομολογήσεως εκ μέρους των εναγομένων της νομιμοποίησης των εναγόντων να εκπροσωπούν την εταιρία τους στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας την Α αγωγή στην έκταση και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν ορθώς έκρινε και ο πρώτος λόγος της Α έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

  1. VI. Με τους 3ο, 4ο, 6ο και 8ο λόγους της Α έφεσης προσβάλλεται η εκκαλουμένη για δικονομικές παραβάσεις που εμφιλοχώρησαν κατά την εξαγωγή του αποδεικτικού πορίσματός της και ανάγονται στη λήψη ή μη υπόψη των αποδεικτικών μέσων, των οποίων έγινε πρωτοδίκως επίκληση και προσκομιδή, την αξιολόγηση του κύρους τους και την εκτίμησή τους ανάλογα με την αποδεικτική τους δύναμη, καθώς και την επάρκειά τους προς απόδειξη των αμφισβητηθέντων ισχυρισμών των αντιδίκων των εκκαλούντων. Επί των λόγων αυτών πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:

1] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 § 1 και 534 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσο τα παραδεκτά και νόμιμα αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 ΚΠολΔ παραδεκτώς προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1855/2006, ΔιΜΜΕ 2007/283 = ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 115, αρ. 2, σελ. 273) και όχι με βάση τα αποδιδόμενα ειδικότερα σφάλματα εκτιμήσεως που ενδεχομένως εμφιλοχώρησαν κατά την κατάστρωση του ουσιαστικού μέρους της εκκαλουμένης και τη συναγωγή του αποδεικτικού συμπεράσματός της (ΑΠ 250/2014, ΕφΑΔ 2014/763, ΑΠ 738/2013, ΕΦΑΔ 2014/314, ΑΠ 367/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1646/2003, Δνη 2005/1694). Πράγματι, το εφετείο δε δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη αποδεικτική αιτίαση αλλά έχει την εξουσία να απορρίψει την δεκτή γενόμενη ή να δεχθεί την απορριφθείσα αγωγή για αποδεικτική πλημμέλεια την οποία ο εκκαλών δεν εντόπισε ούτε προέβαλε, ακόμα και αν απορρίπτει το αποδεικτικό σφάλμα στο οποίο θεμελιώνεται ο λόγος έφεσης, ενώ ταυτόχρονα δεν περιορίζεται στην εξέταση μόνον του αποδεικτικού μέσου στο οποίο αφορά η αιτίαση αλλά εκτιμά εξαρχής το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, εντός βεβαίως του εκκληθέντος κεφαλαίου και υπό τον όρο της νομότυπης επίκλησης και προσκομιδής του (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 146). Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης λήψεως ή μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτικού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται νομοτύπως επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος (ΑΠ 179/1985, ΝοΒ 33/1710, ΤριμΕφΠειρ. 262/2016, ΤριμΕφΠειρ. 679/2015, ΤριμΕφΘεσ. 1970/2014, ΤριμΕφΛαμ. 16/2013, ΕφΛαμ. 98/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 849/2017, Αρμ. 2017/616, ΜονΕφΘεσ. 1605/2018, ΜονΕφΘεσ. 1468/2018, ΜονΕφΘεσ. 712/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτιμήσεως των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 42/2002, ΕΕΔ 2003/425 = Δνη 2003/375) και τότε μόνο θα εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, όταν οδηγηθεί πλέον σε διατακτικό διαφορετικό από εκείνο της εκκαλουμένης. Αν, αντιθέτως, κρίνει ότι συνεκτιμώντας το παραλειφθέν πρωτοδίκως αποδεικτικό μέσο ή παραλείποντας την αξιολόγηση της απαραδέκτως προσαχθείσας και ομοίως επαπροσαγόμενης απόδειξης άγεται στο ίδιο ή ισοδύναμο διατακτικό, η έφεση θα απορριφθεί και θα αντικατασταθούν απλώς οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΤριμΕφΔυτΜακ 139/2012, Αρμ. 2017/1198, Αγ. Μπακόπουλος, ο.π., σελ. 1138]). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 529 § 1 εδαφ. α ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην έκκλητη δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων, που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ένορκη βεβαίωση η οποία ελήφθη οποτεδήποτε μετά το πέρας της πρωτόδικης συζήτησης νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον προσκομιστεί ενώπιόν του μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου (ΑΠ 692/2017, ΑΠ 1595/2017, ΑΠ 1850/2005, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εφόσον γίνει επίκλησή της με τις προτάσεις του διαδίκου που την προσκομίζει, οι οποίες κατατίθενται μέχρι την έναρξη της συζήτησης, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 528 ΚΠολΔ (ΑΠ 414/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ίδιο ισχύει και για τις απαραδέκτως πρωτοδίκως προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις, που επαναπροσκομίζονται απαλλαγμένες από το ελάττωμα που προκάλεσε το απαράδεκτο, αρκεί να έχουν συνταχθεί πριν από τη συζήτηση της εφέσεως και να έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διατυπώσεις (ΑΠ 728/2005, ΕΕΔ 2005/1270).

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν οι όγδοος και τέταρτος κατά το ένα σκέλος του λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους οι εκκαλούντες, πλέον των λοιπών αιτιάσεων που επί της ουσίας με άλλους λόγους προβάλλουν, μέμφονται την εκκαλουμένη για το σχηματισμό της κρίσης της επειδή, αντιστοίχως, α] δεν (προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι) έλαβε υπόψη της τα αναφερόμενα στο εφετήριο (σελ. 90 – 98) δέκα [10] αποδεικτικά έγγραφα που οι ίδιοι είχαν πρωτοδίκως νομότυπα με επίκληση προσκομίσει, ενώ, αντιθέτως, β] έλαβε υπόψη της τις με αριθμούς ……. και ….. ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …… βεβαιώσεις των …. και ……, μολονότι είχαν με το δικόγραφο της από 26.9.2014 προσθήκης στις πρωτόδικες προτάσεις τους επισημάνει τις πλημμέλειες, περί των οποίων θα γίνει λόγος εκτενέστερα πιο κάτω και οι οποίες εμφιλοχώρησαν κατά τη λήψη, την επίκληση και την προσκομιδή τους από τους τότε εναγομένους της Α αγωγής και ήδη εφεσίβλητους της Α έφεσης, καθόσον αποβαίνουν πλέον αλυσιτελείς, αφού μετά την τυπική παραδοχή της Α έφεσης το παρόν Δικαστήριο για να ελέγξει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης, που ψέγεται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, θα προβεί σε καθολική επανεκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που επαναπροσκομίζεται νομότυπα με επίκληση και θα λάβει υπόψη του, αν πρέπει, τόσον τα ως άνω έγγραφα όσον και, αντί των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, τις με αριθμούς ……. όμοιες, που εδόθησαν ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. μετά το πέρας της πρωτοβάθμιας δίκης αλλά πριν τη συζήτηση της ένδικης έφεσης μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εκκαλούντων, τις οποίες οι εφεσίβλητοι επικαλούνται με τις προτάσεις τους και προσκομίζουν το πρώτον κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ και με τις οποίες επαναλαμβάνεται το περιεχόμενο εκείνων που, παρότι προσβλήθηκαν, θεωρήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγκυρες και εκτιμήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου αλυσιτελείς παρίστανται, πρώτον, ο έκτος λόγος της Α έφεσης, με τον οποίον, και υπό την επίκληση της παρά το νόμο αποδοχής πραγμάτων που επέδρασαν ουσιωδώς στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη, οι εκκαλούντες ουσιαστικώς αιτιώνται την εκκαλουμένη επειδή θεώρησε αποδεδειγμένη την κατάρτιση της σύμβασης εντολής που αποτέλεσε το αντικείμενο αποδείξεως για την παραδοχή της πρώτης (συμβατικής) βάσης της Β αγωγής, αν και τούτο δεν προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό για τους αναφερόμενους ειδικότερους λόγους, καθόσον πρόκειται για ζήτημα που θα επανεξεταστεί κατ’ ουσίαν πιο κάτω, δεδομένου ότι η μομφή της πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων αφορά και το σκέλος της εκκαλουμένης, με το οποίο κρίθηκε βάσιμη η συμβατική απαίτηση της πρώτης των εφεσιβλήτων και, δεύτερον, ο τρίτος λόγος της ίδιας έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες αποδίδουν στην εκκαλουμένη μομφή επειδή κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της Β αγωγής έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα (σελ. 68 του εφετηρίου) δύο [2] έγγραφα, που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου ως τέτοια κατά την έννοια του άρθρου 270 § 2 εδαφ. β ΚΠολΔ, αφού οι αντίδικοί της προσκόμισαν αυτά σε αντίγραφο χωρίς νόμιμη επικύρωση. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν ευρίσκει νόμιμο έρεισμα, καθόσον πρωτοδίκως είχε επιτραπεί η απόδειξη με μάρτυρες. Πράγματι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 § 2 εδαφ. α και β ΚΠολΔ, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του αρχικώς με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001 και ακολούθως με το άρθρο 28 του Ν. 3994/2011 και πριν καταργηθεί με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσον αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική αξία του καθενός, όσον και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνον εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού, κατά την ορθότερη άποψη (ΑΠ 647/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1757/2011, ΧρηΔικ 2012/316, ΑΠ 173/2010, ΧρΙΔ 2011/180 = Δνη 2011/1417, ΑΠ 1707/2009, ΕφΑΔ 2010/356, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 79, αρ. 9, σελ. 423 επομ., Κ. Μακρίδου, Η τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη μετά το Ν. 2915/2001, σε Αρμ. 2001/1441 επομ. [1455], Ν. Παϊσίδου, Η έννοια των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικων μέσων και η ένταξή τους στο νέο άρθρο 270 ΚΠολΔ, σε Δνη 2002/647 επομ. [650], Σ. Πανταζόπουλος, Ο νέος ν. 2915/2001 και ο τροποιητικός αυτού ν. 3043/2002, σε Δνη 2003/73 επομ. [83 επομ.]),  αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου «συμπληρωματικά», που χρησιμοποιεί ο νομοθέτης στο δεύτερο εδάφιο της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 270 (contra οι Κ. Καλαβρός, ο.π., § 35, αρ. 88, σελ. 356, Π. Κολοτούρος, Θεωρητικά ζητήματα της δικονομικής αποδείξεως και το πρόβλημα των ατύπων ή ατελών αποδεικτικών μέσων, σε ΧρΙΔ 2003/193 επομ. [208], Δ. Δημητρίου, Η πρωτοβάθμια διαδικασία στα πολιτικά δικαστήρια μετά τους ν. 2915/2001 και 3043/2002, σε Τιμητικό Τόμο Κ. Μπέη, ΙΙΙ, 2003, σελ. 2327 επομ. [2338 επομ.], κατά τους οποίους τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα είναι επικουρικά, υπό την έννοια ότι ο διάδικος τότε μόνο μπορεί να τα χρησιμοποιήσει, όταν επικαλείται και προσκομίζει και πληρούντα τους όρους του νόμου μέσα, ενώ και το δικαστήριο τα εκτιμά μόνον όταν τα κρίσιμα περιστατικά δεν αποδεικνύονται πλήρως από τα μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου). Έτσι, στην πρωτοβάθμια διαδικασία λαμβάνονται υπόψη αδιακρίτως και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συνταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους και, γενικά, κάθε είδους έγγραφα, με μόνες εξαιρέσεις, αφενός, τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δε συγχωρείται η χρήση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (ΟλΑΠ 15/2003, Δνη 2003/937 = ΑρχΝ 2005/30 = ΝοΒ 2004/1169) και, αφετέρου, των ενόρκων βεβαιώσεων, για τη λήψη των οποίων δεν κλητεύθηκε ο αντίδικος, επειδή τότε η μη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας παραγωγής τους τις καθιστά ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 934/2014, ΧρΙΔ 2014/732, ΑΠ 1/2011, Δνη 2011/731, 806 = Ε7 2012/992 = ΧρηΔικ 2011/136, Γ. Νικολόπουλος, Δίκαιο Αποδείξεως, 2011, § 21, σελ. 381 επομ.).

2] Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, συντελούν δηλαδή αποφασιστικά στη διαμόρφωση του διατακτικού της αποφάσεως (ΑΠ 96/2018, ΑΠ 314/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία με σαφήνεια (ΑΠ 363/2018, ΑΠ 424/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 125/2018, Ε7 2018/860, ΑΠ 181/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Η ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων από τον δικαστή στην πολιτική δίκη, 2004, σελ. 182). Για δε το νομότυπο της επικλήσεως ενόρκων βεβαιώσεων που προσκομίζονται, ως επώνυμα πλέον μετά το Ν. 3994/2011 αποδεικτικά μέσα, πρέπει να γίνει αναφορά στις προτάσεις του προσκομίζοντος αυτές των στοιχείων που τις εξατομικεύουν (ΑΠ 887/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 17/2011, ΧρΙΔ 2011/581 = Δνη 2011/791, ΑΠ 591/1999, Δνη 2000/67) και της νόμιμης κλητεύσεως του αντιδίκου του να παραστεί κατά τη λήψη τους, καθώς και προσκομιδή της οικείας εκθέσεως επιδόσεως (ΑΠ 371/2000, Δνη 2000/1310, ΕφΑθ. 5034/2002, Δνη 2005/1722, Ι. Πετρόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις στην πολιτική δίκη, σε Δνη 2007/38 επομ. [48]) με μνεία στις προτάσεις των προσδιοριστικών στοιχείων της (ΑΠ 963/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν ο αντίδικος παραστάθηκε κατά τη λήψη τους, οπότε η ακυρότητα από την έλλειψη της νόμιμης κλητεύσεως θεραπεύεται (ΑΠ 1553/2008, Δνη 2011/1022, ΑΠ 1076/2000, Δνη 2001/394). Αν τηρηθεί η παραπάνω προϋπόθεση, είναι έγκυρες οι ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν κατόπιν κλητεύσεως του αντιδίκου, για λογαριασμό του οποίου η σχετική κλήση μπορεί να επιδοθεί και στο (δικαστικό πληρεξούσιο και αντίκλητο κατ’ άρθρο 143 § 3 ΚΠολΔ) δικηγόρο του, που υπέγραψε το εισαγωγικό δικόγραφο ή το ένδικο μέσο (ΑΠ 229/2002, ΕΕΔ 2003/1172 = Δνη 2002/132, ΕφΑθ. 3121/2009, Δνη 2009/1450, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση [κατ’ άρθρο], τόμος Β, 1994, άρθρο 339, αρ. 49, σελ. 634) και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ή αναφέρεται εσφαλμένα σ’ αυτές ή στην κλήση που επιδόθηκε στον αντίδικο αυτού που τις επικαλείται είτε το δικαστήριο στο οποίο θα προσκομιστούν (ΑΠ 1324/2000, Δνη 2002/392) είτε η αρχική, πολλώ δε μάλλον η μετ’ αναβολή αυτής, δικάσιμος της συζητήσεως της αγωγής προς απόδειξη ή ανταπόδειξη της οποίας λαμβάνονται. Γενικότερα, ενώ το δικαστήριο της ουσίας υποχρεούται να διαπιστώσει την εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου, αφού η παράλειψή της καθιστά, όπως ήδη ειπώθηκε, την ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (βλ. και ΑΠ 1658/2017, ΑΠ 535/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τα λοιπά ελαττώματα της κλήτευσης που πάντως προηγήθηκε δεν ελέγχονται αυτεπαγγέλτως, αφού δεν αναφέρονται στη νομιμότητα της ένορκης βεβαίωσης αλλά εξετάζονται μόνον ύστερα από πρόταση του αντιδίκου και υπό τον όρο συνδρομής δικονομικής του βλάβης, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητάς της κατ’ άρθρα 159 αρ. 3 και 160 § 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 566/1992, ΕΕΝ 1993/475 = ΕΕΔ 1994/883, Π. Γιαννόπουλος, Οι ένορκες βεβαιώσεις ως αποδεικτικό μέσο στην πολιτική δίκη, 2005, § 6, σελ. 147, ο ίδιος, Αποδεικτική ισχύς ένορκης βεβαίωσης που λήφθηκε στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου, γνμδ σε Αρμ. 2015/354 επομ. [355], Κ. Καλαβρός, ο.π., αρ. 145, σελ. 391). Τούτο συνάδει προς το γενικό δικονομικό κανόνα, κατά τον οποίον οι ακυρότητες οποιασδήποτε κλητεύσεως, ως διαδικαστικής πράξης, απαγγέλλονται μόνον με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης (ΑΠ 36/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 427/2009, ΕφΑΔ 2010/204, ΕφΑθ. 9487/1986, ΑρχΝ 1988/37) περί την προπαρασκευή της υπεράσπισης του διαδίκου (ΑΠ 991/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τέτοια δεν υπάρχει όταν από τη σημειωθείσα παράβαση ούτε μπορούσε να επηρεαστεί ούτε in concreto επηρεάστηκε η δυνατότητα άμυνάς του (ΑΠ 1219/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1286/2002, Δνη 2003/124, ΕφΑθ. 4512/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 4336/2007, ΝοΒ 2008/1836).

Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της ουσιαστικής του κρίσης έλαβε υπόψη, πλην των προαναφερθεισών, και τη με αριθμό ……. ένορκη ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. βεβαίωση της ……., για την οποία, όπως και για τις άλλες δύο [2], περί των οποίων έγινε λόγος ανωτέρω, οι τότε ενάγοντες της Α αγωγής και ήδη εκκαλούντες της Α έφεσης υποστήριξαν ότι έπασχε πολλαπλώς, επειδή i) είχε, όπως στο σώμα της αναφέρεται, ληφθεί για δίκη που επρόκειτο να διεξαχθεί ενώπιον του Μονομελούς και όχι του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ii) κατά την αρχικώς ορισθείσα για την εκδίκαση της υπόθεσης δικάσιμο της 10ης.6.2014 και όχι για τη μετ’ αναβολή της αρχικής (16.9.2014), οπότε και πραγματοποιήθηκε τελικά η συζήτηση, χωρίς μάλιστα να γίνεται στο σώμα της μνεία ότι πρόκειται να χρησιμοποιηθεί και σε κάθε μετ’ αναβολή δικάσιμο, iii) λήφθηκε κατόπιν κλητεύσεως που επιχειρήθηκε προς δικηγόρο άλλην από την πληρεξουσία τους και, συγκεκριμένα, προς δικηγόρο με το όνομα …….., όπως τούτο πιστοποιείται από τη σχετικώς συνταχθείσα υπ’ αριθμ. ……… επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, ενώ παράλληλα iv) η προσκομιδή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ήταν νομότυπη, αφού στις από 26.8.2014 πρωτόδικες προτάσεις τους οι αντίδικοί της δεν είχαν επικαλεστεί τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία, αφού δεν ανέφεραν ότι οι συνολικά τρεις [3] ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισαν είχαν ληφθεί κατόπιν εμπρόθεσμης κλήτευσής τους να παραστούν κατ’ αυτές. Την ίδια ως άνω (υπ’ αριθμ. …….) ένορκη βεβαίωση οι εφεσίβλητοι της Α έφεσης επαναπροσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς το περιεχόμενό της να έχει περιληφθεί αυτούσιο σε νέα ένορκη βεβαίωση ληφθείσα κατόπιν νέας κλήτευσης των αντιδίκων τους, όπως συνέβη με τις έτερες δύο [2] κατά τα προαναφερθέντα, ενώ με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, κατά το αντίστοιχο μέρος του που δεν απαντήθηκε πιο πάνω, οι εκκαλούντες επαναφέρουν τους και πρωτοδίκως προταθέντες και σιωπηρώς με την εκκαλουμένη απορριφθέντες ως άνω ισχυρισμούς τους, οι οποίοι κρίνονται απορριπτέοι στο σύνολό τους ως αβάσιμοι, νομικά μεν οι δύο [2] πρώτοι και ουσιαστικά οι λοιποί, καθόσον, αντιστοίχως, i) η εσφαλμένη αναφορά στο σώμα της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου επρόκειτο να διεξαχθεί η δίκη για την οποία δόθηκε δεν αναιρεί το κύρος της, ii) όπως, άλλωστε, ούτε η αναγραφή εκεί της αρχικής δικασίμου για την οποία, όπως είναι γνωστό ήδη κατά το χρόνο δόσεως της ένορκης βεβαίωσης έχει προσδιοριστεί η συζήτηση, ανεξαρτήτως αν αυτός αργότερα μετατεθεί συνεπεία αναβολής, ενώ iii) από την επισκόπηση του από 26.8.2014 δικογράφου των «βασικών, αναμορφωμένων και συμπληρωμένων», όπως επιγράφηκαν, πρωτόδικων προτάσεων των ήδη εφεσιβλήτων προκύπτει ότι αυτοί, έχοντας στη σελίδα 38 μνημονεύσει ότι προσκομίζουν, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, την υπ’ αριθμ. ……… ως άνω ένορκη βεβαίωση, που είχε ληφθεί κατόπιν κλήτευσης των αντιδίκων τους, για την οποία είχε συνταχθεί η εκεί με τον αριθμό και την ημεροχρονολογία καταρτίσεως της αναφερόμενη έκθεση, που συντάχθηκε για την πιστοποίηση της επιδόσεως της ομοίως εκεί αναφερόμενης από 14.5.2014 κλήσης τους από τον ως άνω δικαστικό επιμελητή, περιέλαβαν όλα τα αναγκαία κατά νόμο για το νομότυπο της επικλήσεώς της στοιχεία. Βέβαια, iv) όπως δεν αμφισβητείται, προκύπτει άλλωστε από το σώμα της, στην εν λόγω έκθεση επιδόσεως ως παραλήπτρια της από 14.5.2014 κλήσης αναφέρεται η «……., δικηγόρος Αθηνών», δηλαδή πρόσωπο άσχετο προς τη δικαστική πληρεξουσία των εκκαλούντων ……….., δικηγόρο Αθηνών, που τους εκπροσωπεί καθ’ όλη τη διάρκεια της προκείμενης δικαστικής διένεξης.  Η εσφαλμένη αυτή αναφορά του προσώπου του παραλήπτη οφείλεται σε παραδρομή του οργάνου της επιδόσεως, αφού στην παραγγελία που έλαβε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας της Β αγωγής αναγράφονται τα ορθά στοιχεία ταυτότητας της πληρεξουσίας δικηγόρου των εναγομένων. Όμως, η πλημμέλεια αυτή, που σχετίζεται με το αναγκαίο περιεχόμενο της έκθεσης επίδοσης, όπως αυτό καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 139 ΚΠολΔ, δε δημιουργεί ακυρότητα παρά μόνο με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης (ΑΠ 503/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1685/2005, Δνη 49/1038, ΑΠ 893/1991, Δνη 1991/1601, ΤριμΕφΛαρ. 150/2012, Δικογραφία 2012/323, ΜονΕφΘεσ. 1604/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Τριανταφυλλίδης/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2017, άρθρο 139, αρ. 4, σελ. 475, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Γ. Ορφανίδης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 139, αρ. 18, σελ. 328), που ως πραγματικό γεγονός δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΜονΕφΠειρ. 279/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά πρέπει να προτείνεται νόμιμα και να αποδεικνύεται από αυτόν που την επικαλείται (ΑΠ 1179/1999, Δνη 2000/712 = ΔΕΝ 2000/389), συνίσταται δε στην παρακώληση της άσκησης δικονομικών δικαιωμάτων, που παρέχονται στους διαδίκους από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1521/2013, ΧρΙΔ 2014/284 = ΕΠολΔ 2014/715). Τέτοια βλάβη, όμως, οι εκκαλούντες ούτε πρωτοδίκως επικαλέστηκαν ούτε με τον ερευνώμενο λόγο της έφεσής τους ισχυρίζονται ότι επήλθε από τη μη προσήκουσα επίδοση της ως άνω από 14.5.2014 κλήσης, παρά την οποία, άλλωστε, δεν υπέστησαν αιφνιδιασμό ούτε δυσχεράνθηκε η υπεράσπισή τους, δεδομένου ότι είχαν και το χρόνο και τη δυνατότητα να σχολιάσουν το περιεχόμενο της επίμαχης ένορκης βεβαίωσης με το δικόγραφο της αντίκρουσης, που κατέθεσαν πρωτοδίκως στις 26.9.2014. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η από 14.5.2014 ως άνω κλήση επιδόθηκε με θυροκόλληση, που ολοκληρώθηκε με την ταχυδρομική αποστολή έγγραφης ειδοποίησης όχι στην αναγραφόμενη στην έκθεση επίδοσης παραλήπτρια αλλά στην πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του πιο πάνω δικαστικού επιμελητή, που επισυνάφθηκε στην υπ’ αριθμ. …….. επιδοτήρια εκθεσή του. Ορθώς, επομένως, η βεβαίωση αυτή ελήφθη υπόψη πρωτοδίκως, θα αξιολογηθεί δε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και από το παρόν Δικαστήριο, αφού το κύρος της δεν επλήγη επιτυχώς.

VII. Ειπώθηκε ήδη παραπάνω ότι λόγο έφεσης αποτελεί εκείνο μόνον το παράπονο, που αν κριθεί βάσιμο, επιφέρει εξαφάνιση της εκκαλουμένης και τούτο κρίνεται με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, ο.π., αρ. 542, σελ. 231). Ως λόγος έφεσης μπορεί να προταθεί και η εσφαλμένη κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το νομότυπο της δια πληρεξουσίου παραστάσεως του διαδίκου και την εκδίκαση της υπόθεσης είτε ερήμην αυτού, που θα έπρεπε να δικαστεί κατ’ αντιμωλία είτε παρουσία του, αν και θα έπρεπε κατά νόμο να ερημοδικαστεί (ΑΠ 300/1981, ΝοΒ 1981/1502 = ΕΕΝ 1981/1037, ΤριμΕφΠειρ. 166/2011, ΠειρΝ 2011/390), ανεξαρτήτως μάλιστα του αν η ερημοδικία του ήταν πραγματική ή πλασματική, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 175 ΚΠολΔ, κατά την οποία θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε ο διάδικος που προκαλεί διαδικαστική πράξη αν παραλείψει την προκαταβολή των εξόδων και των τελών της, που τον βαρύνουν (άρθρο 173 § 3 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι εισφορές υπέρ του Ταμείου Νομικών (ΤριμΕφΠειρ. 23/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι οποίες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν.Δ 4114/1960 (Κώδικας Ταμείου Νομικών) αποτελούν πόρους του και εισπράττονται με κινητό επίσημα, που επικολλάται στο δικόγραφο της αγωγής και των προτάσεων (ΤριμΕφΑθ. 1829/2013, Δνη 2014/511), σε όσες περιπτώσεις η υποβολή τους είναι υποχρεωτική κατά το άρθρο 115 § 3 ΚΠολΔ (ΕφΑθ. 3106/2001, Δνη 2002/504). Η επικόλληση του ενσήμου υπέρ του Ταμείου Νομικών ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (πρβλ ΑΠ 1908/2005, Δνη 2006/436) και βαρύνει το δικηγόρο που υπογράφει το δικόγραφο ή παρίσταται στο ακροατήριο αλλά η συνέπεια της παραλείψεώς της επέρχεται εις βάρος του διαδίκου, αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 29 § 6 του ως άνω ΝΔ 4114/1960 η εν λόγω παράλειψη επιφέρει την ακυρότητα του δικογράφου, που δε λαμβάνεται υπόψη και την ερημοδικία του διαδίκου, του οποίου ο πληρεξούσιος θεωρείται ότι δεν παρίσταται νομότυπα. Οι δικονομικές αυτές κυρώσεις επέρχονται, βέβαια, μόνον όταν οι εισφορές υπέρ του Ταμείου Νομικών, όπως και τα λοιπά προκαταβλητέα έξοδα και τέλη της δίκης (περί των οποίων βλ. ΤριμΕφΠειρ. 23/2016, ο.π.) δεν καταβληθούν από τον υπόχρεο διάδικο και δεν εισπραχθούν από το δικαιούχο και όχι όταν γίνει χρήση των κινητών ενσήμων με τρόπο μη προβλεπόμενο στο ΝΔ 4114/1960, χωρίς απώλεια των πόρων του Ταμείου εξαιτίας της. Μετά, πάντως, την ΟλΑΠ 20/1998 (ΤοΣ 1999/1000 = Δνη 1998/311 = ΔΕΝ 1999/542 = ΕΕΝ 1998/627 = ΝοΒ 1999/225 = ΠειρΝ 1998/148), που έκρινε αντισυνταγματική την παρομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 5 § 5 του Κωδικοποιημένου Καταστατικού του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών (ΤΠΔΑ), που ιδρύθηκε με τον ΑΝ 87/1936, ως αντικείμενη στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, πρέπει, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο να γίνει δεκτό και για τη διάταξη του άρθρου 29 § 6 του ΝΔ 4114/1960 (ΕφΠατρ. 319/2011, ΑχΝομ 2012/264, Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Γ. Ορφανίδης], Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 175, αρ. 3, σελ. 400).

Με τον πέμπτο λόγο της Α έφεσης οι εκκαλούντες επικαλούνται ότι μολονότι προέβαλαν πρωτοδίκως τις τυπικές παραλείψεις που εμφιλοχώρησαν στα δικόγραφα της Β αγωγής και των επ’ αυτής πρωτόδικων προτάσεων της αντιδίκου τους ασφαλιστικής εταιρίας και συνίσταντο στην επικόλληση επ’ αυτών κινητών επισημάτων υπέρ του Ταμείου Νομικών μη αντιστοιχούντων στο βαθμό προαγωγής των υπογραφόντων τα δικόγραφα και παραστάντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δύο [2] πληρεξουσίων της, παρ’ εφέταις  δικηγόρων, καθόσον επικολλήθηκαν ένσημα για έναν δικηγόρο διορισμένο στο εφετείο και έναν στο πρωτοδικείο, οι ισχυρισμοί τους δεν απαντήθηκαν από την εκκαλουμένη, που, πρώτον, άφησε αίτηση αδίκαστη, δεύτερον, δεν κήρυξε την ακυρότητα των δικογράφων αυτών και, τρίτον, δεν ερημοδίκασε την τότε ενάγουσα, αν και η παράστασή της στο ακροατήριο δεν ήταν νομότυπη, αφού εκεί δεν εμφανίστηκε κανένας παρά πρωτοδίκαις διορισμένος δικηγόρος, με αποτέλεσμα να επέλθει σύγχυση ως προς την εκπροσώπηση της αντιδίκου της και να δημιουργηθεί αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του συντάκτη των προτάσεών της και ως προς αν στο ακροατήριο παραστάθηκε ο συντάκτης τους. Κατά το πρώτος σκέλος του ο κρινόμενος λόγος έφεσης στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και τούτο διότι η αίτηση των εκκαλούντων να δικαστεί η αντίδικός τους ερήμην δεν παρέμεινε στην πραγματικότητα αδίκαστη αλλά ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και σιωπηρώς απορρίφθηκε, όπως προκύπτει από το διατακτικό της εκκαλουμένης, κατά το οποίο η υπόθεση εκδικάστηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων (περί του ότι η απάντηση του δικαστηρίου της ουσίας σε οποιονδήποτε ισχυρισμό του διαδίκου μπορεί να περιληφθεί είτε στο διατακτικό της αποφάσεώς του είτε στις αιτιολογίες της που έχουν προσόντα διατακτικού βλ. ΑΠ 42/2007, ΕφΔωδ. 70/2008, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 559, αρ. 431, σελ. 335, Κ. Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία, 1997, § 188, σελ. 334, πρβλ Λ. Σινανιώτη, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ. 118). Περαιτέρω, οι λοιποί ισχυρισμοί των εκκαλούντων, ανεξαρτήτως του ότι επιχειρείται να θεμελιωθούν στη διάταξη του άρθρου 29 § 6 του ΝΔ 4114/1960, η οποία δεν προσαρμόζεται στη συνταγματική αρχή της δικαστικής ακροάσεως, αφού επιρρίπτει στο διάδικο τις συνέπειες από την παραβίαση των υποχρεώσεων του δικηγόρου του προς τον ασφαλιστικό του φορέα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον από την επισκόπηση της όψεως του πρώτου φύλλου του δικογράφου της Β αγωγής και των από 25.8.2014 προτάσεων που η ενάγουσα αυτής υπέβαλε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την επομένη, προκύπτει μεν ότι σε καθένα τους επικολλήθηκε ένα [1] κινητό επίσημα υπέρ του Ταμείου Νομικών για δικηγόρο παρ’ εφέταις και ένα [1] όμοιο για δικηγόρο παρά πρωτοδίκαις, ίσης, όμως, χρηματικής αξίας, ανερχομένης στο ποσό των τεσσάρων ευρώ (4 €) το καθένα. Τούτο σημαίνει ότι τα τέλη εκάστης διαδικαστικής πράξεως που έπρεπε να καταβληθούν από την ενάγουσα ως εισφορές των πληρεξουσίων της υπέρ του Ταμείου Νομικών καταβλήθηκαν και δε μπορούσε να γίνει λόγος για απαράδεκτο των ως άνω εγγράφων ούτε για μη σύννομη παράσταση των πληρεξουσίων τους στο ακροατήριο, πολύ δε περισσότερο για σύγχυση και αβεβαιότητα ως προς το πρόσωπο του συντάκτη των δικογράφων και της παραστάσεως αυτού ή άλλου προσώπου στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφού η ταυτότητα των προσώπων αυτών προέκυπτε από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, όπου αναγράφονται ως παραστάντες πληρεξούσιοι της ενάγουσας οι υπογράψαντες τα δικόγραφα της αγωγής και των προτάσεών της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τους συναφείς αντίθετους ισχυρισμούς των τότε εναγομένων και ο ερευνώμενος λόγος της Α έφεσής τους, με τον οποίοι επαναφέρονται και ενώπιον του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί καθ’ άπαντα τα σκέλη του.

VIII. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, ενός [1] από κάθε πλευρά και, συγκεκριμένα, του …….., πατρός του δευτέρου και συζύγου της τρίτης των εναγόντων της Α αγωγής και εναγομένων της Β αγωγής και του ………, ναυπηγού – μηχανικού, συντάκτη της πιο κάτω τεχνικής εκθέσεως, που ελήφθησαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα επικαλούμενα και σε επίσημο επικυρωμένο αντίγραφο προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από τις με αριθμούς …., …… και … τρεις [3] ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……. οι δύο [2] πρώτες, που ελήφθησαν με την επιμέλεια της ενάγουσας της Β αγωγής και πρώτης εναγομένης της Α αγωγής μετά την τήρηση της νόμιμης προδικασίας (βλ. την υπ’ αριθμ. ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..) και με την παρουσία των αντιδίκων της που κατά τη λήψη τους εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους που τους εκπροσώπησε και στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου και του παρόντος Δικαστηρίου και της Συμβολαιογράφου Αθηνών …… η τρίτη, περί της οποίας έγινε εκτενής λόγος ανωτέρω, βεβαιώσεις των ……… και …….., αντιστοίχως, υπαλλήλων της διαδίκου ασφαλιστικής εταιρίας, απασχολούμενων κατά τον επίδικο χρόνο στο Τμήμα Ζημιών των Κλάδων Πλοίων και Μεταφορών οι δύο [2] πρώτες και στο Τμήμα Έκδοσης Συμβολαίων του Κλάδου Σκαφών Αναψυχής η τρίτη, οι οποίες άπασες (μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις)  εκτιμώνται ανάλογα με το βαθμό της γνώσεως και σταθμίζονται κατά το μέτρο της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, από την από 19.10.2012 και με αριθμό …. τεχνική έκθεση του ναυπηγού μηχανολόγου – μηχανικού ………., μέλους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας με αριθμό μητρώου 125357, την από 20.12.2013 οριστική έκθεση επιθεωρήσεως του ως άνω ναυτικού επιθεωρητή …….., που συντάχθηκαν για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας και της ασφαλίστριας αντίστοιχα και λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και α] φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711) και β] αντίγραφα εγγράφων της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο συμβάν από το Λιμενικό Σταθμό (Λ.Σ.) Αντιπάρου, που διενήργησε αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις και εισαγγελικές πράξεις αρχειοθετήσεως της μηνυτήριας αναφοράς), που εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 359/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 1271/2012, Αρμ. 2014/603), τα οποία (έγγραφα) οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικώς, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), χωρίς, όμως, να λαμβάνεται υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η από 28.8.2014 έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του ………, που περιβλήθηκε τον τύπο του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 και επαναπροσκομίζεται από τους εκκαλούντες της Α έφεσης και εφεσίβλητους της Β έφεσης, επειδή κρίνεται ότι έχει συνταχθεί πριν από την πρωτοβάθμια δίκη χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των διατάξεων του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων ή για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων με τον ειδικό σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία υπέρ αυτών και για το λόγο τούτο αποτελεί όχι απλώς άκυρο αλλά ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΟλΑΠ 8/1987, Δ 1987/530 = ΝοΒ 1988/75, ΑΠ 524/2018, ΑΠ 394/2012, ΑΠ 410/2009, ΑΠ 930/2008, ΤριμΕφΠειρ. 195/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά:

Η πρώτη ενάγουσα της Α αγωγής, ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……», την οποία εκπροσωπεί νόμιμα ο δεύτερος ενάγων της ιδίας αγωγής και πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου, στο οποίο με την ιδιότητα της αντιπροέδρου του μετείχε κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος και η τρίτη ενάγουσα της αυτής αγωγής, τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία και με το διεθνές διακριτικό σήμα …. επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου Π.., νηολογίου Λαυρίου Αττικής με αριθμό νηολογήσεως …, το οποίο απέκτησε κατά κυριότητα με αγορά στις 21.3.2011. Πρόκειται για ένα μηχανοκίνητο επαγγελματικό σκάφος αναψυχής, που κατασκευάστηκε από ενισχυμένο πλαστικό (GRP: glass reinforced plastic) το έτος 1996 στην Ιταλία από τον κατασκευαστικό οίκο AZIMUT Spa, μήκους δεκαέξι μέτρων και εξήντα εκατοστών (16,60 μ.), μέγιστου πλάτους τεσσάρων μέτρων και ογδόντα εκατοστών (4,80 μ.) και ολικής χωρητικότητας πενήντα έξι περίπου (56,46) κόρων, εφοδιασμένο με δύο [2] τετράχρονες και υπερπληρούμενες πετρελαιομηχανές εσωτερικής καύσης, οκτώ [8] κυλίνδρων εκάστης διατεταγμένων σε σχήμα V, που κατασκευάστηκαν από το γερμανικό εργοστάσιο Motoren und Turbinen Union (MTU), τύπου 183 ΤΕ 93, μέγιστης ισχύος εκάστης επτακοσίων εξήντα επτά ίππων (767 ΒΗΡ) στις δύο χιλιάδες τετρακόσιες (2.400) στροφές ανά πρώτο λεπτό της ώρας (RPM), που του παρείχαν τη δυνατότητα αναπτύξεως μέγιστης ταχύτητας είκοσι επτά (27) μιλίων ανά ώρα. Κατά τις προδιαγραφές του κατασκευαστή του το σκάφος αυτό αποτελεί μοντέλο AZIMUT 54, δηλαδή σκάφος μήκους πενήντα τεσσάρων [54] ποδών ή δεκαέξι μέτρων και σαράντα έξι εκατοστών (16,46 μ.). Με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, που καταρτίστηκε στις 23.5.2011 μεταξύ της πλοιοκτήτριας και της πρώτης εναγομένης της Α αγωγής, εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………», η τελευταία ασφάλισε δυνάμει του υπ’ αριθμ. ΑΤΕ – …….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου το ανωτέρω σκάφος με τις μηχανές και τον ειδικό εξοπλισμό του (βοηθητική λέμβο με την εξωλέμβια μηχανή της και το αντίστοιχο τρέιλερ) για χρονικό διάστημα δώδεκα [12] μηνών με έναρξη στις 22.4.2011 και λήξη στις 22.4.2012 και με ασφαλιζόμενη αξία συνολικού ύψους τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €) και, συγκεκριμένα, διακοσίων δέκα χιλιάδων ευρώ (210.000 €) για το σώμα του σκάφους με όλο το σταθερό και κινητό του εξοπλισμό, εβδομήντα χιλιάδων ευρώ (70.000 €) για τις προωστήριες μηχανές του και είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €) για τον λοιπό ως άνω ειδικό εξοπλισμό του, έναντι των θαλάσσιων κινδύνων που αναφέρθηκαν στο ασφαλιστήριο και στους στερεότυπους όρους ασφαλίσεως, που περιελήφθησαν στις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1ης.11.1985 για τα σκάφη αναψυχής (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), οι οποίες κατέστησαν συμβατικό περιεχόμενο και επισυνάφθηκαν στο ασφαλιστήριο. Η σύμβαση εκείνη καταρτίστηκε μετά από διαπραγματεύσεις των μερών, στις οποίες για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας μετείχε η ασφαλειομεσιτική εταιρία με την επωνυμία «………..», στα πλαίσια των οποίων συνομολογήθηκαν οι κοινής αποδοχής όροι της ασφαλίσεως, διαγράφηκαν ορισμένοι όροι των Ρητρών, μεταξύ των οποίων και όσοι δεν εξυπηρετούσαν τον εμπορικό σκοπό της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρίας, όπως ο όρος 3.2 που επέβαλε χρήση του σκάφους μόνο για προσωπική αναψυχή και απαγόρευε την χωρίς ειδική συμφωνία με τους ασφαλιστές χρήση του σκάφους έναντι ναύλου αλλά και των γενικών όρων ασφαλίσεως (Γ.Ο.Α.), όπως ο όρος 2.13, περί No Claims Bonus και καθορίστηκε συμβατικά το ασφάλιστρο στο χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (2.800 €). Μεταξύ των Ρητρών που επισυνάφθηκαν στο ασφαλιστήριο περιελήφθησαν: α] ο με αριθμό 9.2 όρος, σύμφωνα με τον οποίο «…υπό την προϋπόθεση ότι τοιαύτη ζημιά ή απώλεια δεν προκύπτει από την έλλειψη επαρκούς επιμέλειας από τους ασφαλισμένους πλοιοκτήτες ή διαχειριστές, η παρούσα ασφάλιση καλύπτει : … 9.2.2. ζημιά ή απώλεια στο ασφαλισμένο σκάφος, εκτός της μηχανής και των συνδέσεών της (…) του ηλεκτρικού εξοπλισμού και των μπαταριών και των συνδέσεων, η οποία προκαλείται από 9.2.2.1. κρύφια ελαττώματα στο σκάφος ή τη μηχανή, θραύση των αξόνων ή το  σκάσιμο των λεβήτων …», ο με αριθμό 11.5 και υπό τον τίτλο «Επέκταση καλύψεως σχετικά με την απομάκρυνση ναυαγίου» όρος, σύμφωνα με τον οποίο «Η παρούσα ασφάλιση καλύπτει επίσης την καταβολή των εξόδων, μετά την αφαίρεση του προϊόντος της διασώσεως, για την απομάκρυνση του ναυαγίου του πλοίου από τοποθεσία που ανήκει στον ασφαλισμένο ή έχει μισθωθεί ή κατέχεται από αυτόν», καθώς και ο με αριθμό 15 όρος, σύμφωνα με τον οποίο «15.1. Σε περίπτωση οποιασδήποτε απώλειας ή ατυχήματος είναι υποχρέωση του ασφαλισμένου και των υπ’ αυτόν και των πρακτόρων του να λάβουν τέτοια μέτρα τα οποία θα εθεωρούντο λογικά προς το σκοπό της αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μιας απώλειας η οποία θα ήταν επανακτήσιμη υπό την παρούσα ασφάλιση … 15.4. Μέτρα τα οποία έλαβε ο ασφαλισμένος ή οι ασφαλιστές με αντικειμενικό σκοπό τη διάσωση, προστασία ή επανάκτηση του ασφαλιζόμενου αντικειμένου δεν θα θεωρούνται σαν αποδοχή ή αποποίηση της εγκαταλείψεως ή αλλιώτικα να επηρεάζουν τα δικαιώματα οποιουδήποτε εκ των δύο μερών…». Στις 9.5.2012 και ενώ κατά τη διάρκεια της πρώτης (αρχικής) ασφαλιστικής καλύψεως η ασφαλίστρια είχε αποζημιώσει την ασφαλισμένη για αναγγελθείσα ζημία στην πρυμναία πλατφόρμα του σκάφους λόγω προσκρούσεώς της συνεπεία ισχυρού ανέμου στον προβλήτα του λιμένος Ντάπια των Σπετσών, επισυμβάσα στις 5.9.2011, η ασφαλιστική κάλυψη ανανεώθηκε για το επόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα (αρχής γενομένης στις 22.4.2012 και λήξεως στις 22.4.2013) δυνάμει του (επίδικου) υπ’ αριθμ. ΑΤΕ – … ανανεωτηρίου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, υπό τους αυτούς, όπως και προηγουμένως, όρους ασφαλίσεως, που ενσωματώθηκαν και στη νέα σύμβαση και έναντι νέου, αυξημένου, ασφαλίστρου, ύψους τριών χιλιάδων ογδόντα ευρώ (3.080 €), το οποίο και καταβλήθηκε. Στις 14.7.2012 το σκάφος, έχοντας ναυλωθεί έως τις 24.7.2012 από τον ρώσο υπήκοο …….. δυνάμει ναυλοσυμφώνου καταρτισθέντος ήδη από τις 7.1.2012, απέπλευσε από τη Μαρίνα Αλίμου, όπου βρισκόταν ελλιμενισμένο, με προορισμό τις Κυκλάδες, επιβαίνοντες το ναυλωτή και δύο [2] ακόμα αλλοδαπούς, συγκεκριμένα δε τον ……, ρωσικής ομοίως ιθαγενείας και την …….., υπήκοο Ουγγαρίας και κυβερνήτη τον ……. του Δημητρίου, νόμιμο κατά το χρόνο εκείνο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας, δεύτερο ενάγοντα της Α αγωγής και δεύτερο εναγόμενο της Β αγωγής. Κατά τις απογευματινές ώρες της 20ης.7.2012, εντός δηλαδή της χρονικής περιόδου της ασφαλιστικής καλύψεως, το εν λόγω σκάφος, λίγη ώρα μετά τον απόπλου του από την Πάρο και πλέοντας με νοτιοδυτική κατεύθυνση και προορισμό τη Μονεμβασιά, ημιβυθίσθηκε στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της νήσου Αντίπαρου πλησίον της νησίδας Στρογγυλό και σε απόσταση πενήντα μέτρων (50 μ.) από τις ακτές της, συνεπεία εισροής υδάτων εντός του μηχανοστασίου του, τα οποία και πλημμύρισαν την πρύμνη του σκάφους με αποτέλεσμα αυτό να καταλήξει σε κατακόρυφη σχεδόν θέση ως προς την επιφάνεια της θάλασσας και το βυθό έχοντας πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας μόνο την πλώρη του. Όπως προκύπτει από το από 20.9.2012 πιστοποιητικό της Β΄ Διεύθυνσης Προγνώσεων και Έρευνας της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, την ώρα εκείνη ο καιρός ήταν αίθριος, πλην όμως ισχυροί άνεμοι έπνεαν από βόρειες διευθύνσεις εντάσεως πέντε έως έξι βαθμών της κλίμακας Μποφόρ (5 – 6 Β), με ριπές πολύ ισχυρές (7 Β). Κατά τον κυβερνήτη του σκάφους και ήδη διάδικο ……., όπως η μαρτυρία του καταγράφηκε στην από 21.7.2012 ένορκη κατάθεσή του (που ελήφθη από τους αρμόδιους λιμενικούς υπαλλήλους του Λιμενικού Σταθμού (Λ.Σ.) της Αντιπάρου, που επελήφθησαν), στις 16:00 περίπου της 20ης.7.2012 και ενώ το σκάφος είχε αποπλεύσει από το λιμένα της Πάρου πριν από μία [1] ώρα και έπλεε στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Αντιπάρου, παρατηρήθηκε μείωση της ταχύτητάς του και διαπιστώθηκε εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο από άγνωστη αιτία, γεγονός που τον ανάγκασε αφενός να μεταβάλει την πορεία του και να πλεύσει προς ασφαλέστερη περιοχή με αβαθή και, αφετέρου, να ειδοποιήσει τη λιμενική αρχή. Ακολούθως, σύμφωνα πάντοτε με όσα κατέθεσε, μείωσε την ταχύτητα του σκάφους για να μην ανέλθει περισσότερο η στάθμη του νερού στο κύτος του και καλύψει τους κινητήρες, ενώ όταν πλέον το σκάφος δεν είχε δυνατότητα αυτοδύναμης πλεύσεως, επειδή η πρύμνη του είχε κατέλθει από το επίπεδο της θάλασσας, αγκυροβόλησε και επιβίβασε στη βοηθητική λέμβο (tender) τους επιβάτες, τους οποίους παρέλαβε μετά από εικοσάλεπτο της ώρας το παραπλεύσαν Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο Σ. .., νηολογίου Πάρου με αριθμό νηολογήσεως .. και τους αποβίβασε ασφαλείς στην ξηρά. Στην ίδια κατάθεσή του ο κυβερνήτης του σκάφους αναφέρει ότι σ’ αυτό επέβαιναν οι τρεις [3] αλλοδαποί που προαναφέρθηκαν και το τριμελές πλήρωμά του, αποτελούμενο από τον ίδιο, την ……. του …, συνοδό και τον πατέρα του …….. (μάρτυρα αποδείξεως της Α αγωγής, εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), που εκτελούσε καθήκοντα συγκυβερνήτη, ο οποίος πριν την ημιβύθιση φέρεται να επιβιβάστηκε σε παραπλέον σκάφος, μη κατονομαζόμενης πλοιοκτησίας και αγνώστων λοιπών στοιχείων προσδιοριστικών της ταυτότητάς του, προς ανεύρεση βοήθειας. Για την παρουσία του …….., όμως, στο σκάφος ισχυρές εγείρονται αμφιβολίες, ενόψει του ότι ναι μεν στην έγγραφη κατάσταση επιβατών και πληρώματος (passenger and crew list), που θεωρήθηκε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς πριν τον απόπλου του Ε/Γ – Τ/Ρ Π.. από τη Μαρίνα Αλίμου στις 14.7.2012, περιλαμβάνεται μεταξύ των μελών του πληρώματος και αυτός (με την ιδιότητα του ναύτη), όμως το πλήρωμα εκεί εμφανίζεται διμελές και απουσιάζει η αναφορά της …….., η οποία, όμως, αναμφίβολα επέβαινε ως πλοισυνοδός στο σκάφος στις 20.7.2013, αφού τούτο βεβαιώνεται στην από 30.10.2012 ένορκη κατάθεση του Επικελευστή …….., κυβερνήτη του σκάφους του Λιμενικού Σώματος ΠΛΣ 210, που προσέγγισε το ημιβυθισμένο Ε/Γ – Τ/Ρ Π., ενώ παράλληλα για διμελές πλήρωμα κάνουν κατά τρόπο απόλυτο λόγο στις από 20.7.2012 δικές τους ένορκες καταθέσεις ο ναυλωτής και οι λοιποί αλλοδαποί επιβάτες του σκάφους. Ως ανακριβής ελέγχεται και ο περιλαμβανόμενος στην από 23.7.2012 αναγγελία συμβάντος που απευθύνθηκε στην ασφαλίστρια αλλά και στο δικόγραφο της Α αγωγής ισχυρισμός των εναγόντων αυτής ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω ναυλώσεως και μέχρι την 20η.7.2012 το σκάφος είχε καταπλεύσει σε αρκετούς λιμένες των Κυκλάδων, μεταξύ των οποίων σ’ εκείνους της Κύθνου και της Μυκόνου, αφού δεν επιβεβαιώνεται από τα από 8.5.2014 και 14.5.2014 έγγραφα παροχής στοιχείων του Λ.Σ. Κύθνου και του Λιμεναρχείου Μυκόνου, που προσκομίζει η πρώτη εναγόμενη της Α αγωγής, κατ’ αίτηση της οποίας εκδόθηκαν. Αμέσως μετά το ένδικο συμβάν η πλοιοκτήτρια ειδοποιήθηκε από την αρμόδια λιμενική αρχή ότι όφειλε να μεριμνήσει για τη λήψη το ταχύτερο δυνατόν κάθε πρόσφορου μέτρου προς αποτροπή του ενδεχομένου διαρροής των καυσίμων, των λιπαντικών και των πετρελαιοειδών μειγμάτων του ημιβυθισμένου σκάφους της στην θάλασσα, την ταχεία απάντληση και απομάκρυνση από αυτό των καυσίμων και κάθε είδους ρυπογόνων ουσιών και για την επανάπλευσή του. Έτσι, το ημιβυθισμένο σκάφος ανελκύστηκε στις 22.7.2012 και από τις ακτές της νησίδας Στρογγυλό μεταφέρθηκε από τον πλωτό γερανό Π/Γ Ι και το ρυμουλκό Ρ/Κ Χ…., της πλοιοκτησίας της κοινοπραξίας «……….», στη Μαρίνα Αλίμου, όπου και αφίχθη στις 10:00 π.μ. της 23ης.7.2012. Την ίδια εκείνη ημέρα ο ……., νόμιμος εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, ανήγγειλε στην ασφαλιστική εταιρία την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και στον υπαίθριο επισκευαστικό χώρο της εν λόγω Μαρίνας διενεργήθηκε παρουσία του κυβερνήτη του και του …, εκπροσώπου της επισκευαστικής εταιρίας με την επωνυμία «……» η πρώτη επιθεώρηση του σκάφους από τους .. και .. .., ναυπηγούς πραγματογνώμονες, τους οποίους διόρισε η πλοιοκτήτρια και το ……., ναυτικό επιθεωρητή, τον οποίο διόρισαν οι ασφαλιστές, προκειμένου να διαπιστωθεί το σημείο από το οποίο εισήλθε στο σκάφος το θαλασσινό νερό, αφού ο εντοπισμός του θα καταδείκνυε και την αιτία της ημιβυθίσεώς του. Επιθεωρήσεις επαναλήφθηκαν στις 30.7, 6.8, 28.8 και στις 31.8.2012, στα πλαίσια των οποίων και προς τον ανωτέρω σκοπό ελέγχθηκαν μεταξύ άλλων, χωρίς όμως αποτέλεσμα, το εξωτερικό περίβλημα του πυθμένα της γάστρας του σκάφους, το δίκτυο ψύξεως και εξαγωγής καυσαερίων των κινητήρων, το δίκτυο ψύξεως της κύριας και της βοηθητικής γεννήτριας και ο ελαστικός σωλήνας παροχής του αριστερού μειωτήρα/αναστροφέα του αριστερού προωστήριου κινητήρα, κρίθηκε δε ακολούθως αναγκαία η εξάρμωση των μηχανών, των γεννητριών, των αναστροφέων και των κλιματιστικών μονάδων και η μεταφορά τους εκτός σκάφους. Στις 18.9.2012 οι τεχνικοί σύμβουλοι της πλοιοκτήτριας γνωστοποίησαν στον επιθεωρητή της ασφαλίστριας ότι κατά τη διάρκεια των εργασιών εξάρμωσης των κλιματιστικών μονάδων στο συνεργείο της επιχείρησης του . … εντοπίστηκε ένας [1] σωληνομαστός του δικτύου παροχής θάλασσας για την ψύξη των τριών [3] κλιματιστικών μονάδων του σκάφους, ο οποίος είχε αποκοπεί με αποτέλεσμα να επιτρέπει την εισροή θαλασσινού νερού στο μηχανοστάσιο. Ο σωληνομαστός που αστόχησε είχε εσωτερική διάμετρο δεκαπέντε χιλιοστών του μέτρου (15 mm) και επ’ αυτού συνδεόταν με δύο [2] σφιγκτήρες από ανοξείδωτο χάλυβα μια [1] μαύρη ελαστική σωλήνα μεγαλύτερης διαμέτρου (15,9 mm), η οποία κατέληγε σε μία από τις κλιματιστικές μονάδες. Μετά από αυτά ο πραγματογνώμονας ……. συνέταξε την από 19.10.2012 έγγραφη τεχνική έκθεσή του, στην οποία κατέγραψε ως διαπίστωσή του ότι η εισροή του θαλάσσιου ύδατος στο σκάφος έγινε «από έναν γαλβανιζέ σαθροποιημένο σωληνομαστό μετά από σύνδεση τύπου «Τ» στο δίκτυο παροχής θάλασσας για την ψύξη των τριών κλιματιστικών», ο οποίος είχε τοποθετηθεί από τους κατασκευαστές του σε σημείο κάτω από την κεντρική γεννήτρια, στο οποίο ήταν αδύνατη η πρόσβαση αν δεν αφαιρούνταν προηγουμένως οι κύριες μηχανές και οι γεννήτριες. Με βάση τη διαπίστωση αυτή βεβαίωσε ακολούθως στην τεχνική έκθεσή του αφενός ότι αιτία της ζημίας του σκάφους Π. ήταν η σαθροποίηση του σωληνομαστού, την οποία απέδωσε, «αιτιολογημένα» όπως ο ίδιος αναγράφει, αναιτιολόγητα όμως στην πραγματικότητα, στην ελαττωματική ποιότητά του και στο σημείο της εκ κατασκευής τοποθετήσεώς του και αφετέρου ότι τούτο αποτελούσε «λανθάνων ελάττωμα από κατασκευής μη ανιχνεύσιμο (latent defect)». Ταυτόχρονα βεβαίωσε και ότι η έκταση των ζημιών λόγω της βύθισης του σκάφους ήταν τέτοιας εκτάσεως που καθιστούσαν οικονομικά ασύμφορη την επισκευή του, πιστοποιώντας έτσι την τεκμαρτή ολική απώλεια του. Στην από 6.11.2012 επιστολή του ……, που απευθύνθηκε προς το νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας και περί της οποίας θα γίνει λόγος και πιο κάτω, σημειώνεται ότι στις 18.9.2012 ο …… αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το πόρισμα της κοινής επιθεωρήσεως. Τούτο, όμως, δεν αληθεύει, καθόσον ήδη κατά την πρώτη επιθεώρηση του σκάφους στις 23.7.2012 ο ναυτικός επιθεωρητής της ασφαλίστριας είχε επισημάνει την ύπαρξη κάτω από την οριζόντια επιφάνεια της σταθερής πλατφόρμας κολύμβησης στην πρύμνη του σκάφους ενός κλειστού αποθηκευτικού χώρου διαστάσεων 1.090 mm ύψος Χ 2.960 mm μέγιστο πλάτος Χ 830 mm και χωρητικότητας δυόμισι περίπου κυβικών μέτρων (2,57 κ.μ), κατασκευασμένου από ενισχυμένο πλαστικό, που δεν εκτεινόταν σε όλο το πλάτος της οριζόντιας επιφάνειας της πλατφόρμας ούτε μέχρι το κατώτερο άκρο του καθρέπτη της πρύμνης. Επειδή ο αποθηκευτικός αυτός χώρος δεν ακολουθούσε τις ναυπηγικές γραμμές της γάστρας του σκάφους παρείχε την εντύπωση πρόσθετης κατασκευής, μεταγενέστερης της ναυπηγήσεως του σκάφους. Για το λόγο αυτό ήδη στις 27.7.2012 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email) ζήτησε από το νόμιμο εκπρόσωπο της πλοιοκτήτριας εταιρίας να του παραδώσει, μεταξύ άλλων, «κατάσταση/περιγραφή εργασιών συντήρησης, επισκευής ή τυχόν μετασκευών από την ημερομηνία αγοράς του» σκάφους, για να λάβει με όμοιο τρόπο αρνητική απάντηση στις 22.11.2012, οπότε του γνωστοποιήθηκε ότι «… μετασκευές δεν έχουν γίνει στο σκάφος…». Με έτερο email στις 2.11.2012 ο …… ζήτησε από την πλοιοκτήτρια να υποβληθεί ο ως άνω σωληνομαστός σε μεταλλουργική εξέταση από το Εργαστήριο Ναυπηγικής Τεχνολογίας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ), προκειμένου να προσδιοριστεί η αιτία της αστοχίας του. Στο αίτημα αυτό η πλοιοκτήτρια ανταποκρίθηκε στις 29.1.2013, αφού είχε προηγηθεί η από 6.11.2012 ως άνω επιστολή του ……., στην οποία γινόταν λόγος για ακατανόητες, αδικαιολόγητες και επαναλαμβανόμενες καθυστερήσεις του ναυτικού επιθεωρητή της ασφαλίστριας στην από κοινού καταγραφή της έκτασης της ζημίας του σκάφους. Πάντως, η εργαστηριακή εξέταση του ως άνω βλαβέντος εξαρτήματος διενεργήθηκε και στην από μηνός Μαρτίου 2013 «Μελέτη αστοχίας μεταλλικού συνδετικού στοιχείου δικτύου σωλήνων των κλιματιστικών μονάδων σκάφους αναψυχής», που συνέταξαν οι ……., Καθηγητής του ΕΜΠ και διευθυντής του Εργαστηρίου Ναυπηγικής Τεχνολογίας και ……, Λέκτορας Σ.Ν.Δ. του ΕΜΠ και συνεργαζόμενος ερευνητής του ιδίου Εργαστηρίου, α] διαπιστώνεται ότι ο σωληνομαστός που αστόχησε ήταν κατασκευασμένος από κράματα ορείχαλκου, περιέχοντα ποσότητες μολύβδου, κασσίτερου, φωσφόρου, σιδήρου, αρσενικού αλλά και ψευδαργύρου σε περιεκτικότητα έως 22,52% κ.β., β] αναφέρεται ότι εν γένει τα κράματα χαλκού είναι επιρρεπή στην αποδευδαργύρωση, όταν περιέχουν πάνω από 15% κ.β. ψευδάργυρο και γ] διατυπώνεται ως συμπέρασμα ότι ο επίμαχος σωληνομαστός αστόχησε εξαιτίας του φαινομένου της αποψευδαργύρωσης, που αποτελεί μηχανισμό διάβρωσης, επέρχεται ως αποτέλεσμα της συνέργειας περισσοτέρων παραγόντων και, συγκεκριμένα, της ανεπαρκούς αντοχής του υλικού στην αποψευδαργύρωση λόγω της χημικής του σύστασης, της λειτουργίας του σε θαλάσσιο περιβάλλον και της ύπαρξης στάσιμων υδάτων για μεγάλο διάστημα και στη συγκεκριμένη περίπτωση οδήγησε στη δημιουργία σπογγώδους ιστού μέσω της απώλειας ατόμων ψευδαργύρου από τη μήτρα του ορείχαλκου, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κρατήρων, ρωγμών και ασυνεχειών εντός της μήτρας του μετάλλου, που επέφεραν την αστοχία με τη συνδρομή και του φαινομένου της ρευστομηχανικής διάβρωσης (erosion). Στο μεταξύ, τα αίτια της ημιβυθίσεως του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Π. έγιναν αντικείμενο διερευνήσεως στα πλαίσια τόσο της ποινικής όσο και της διοικητικής διαδικασίας, που επακολούθησαν του ενδίκου συμβάντος. Η πρώτη απέληξε στην έκδοση της με Α.Β.Μ. …… αναφοράς του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Σύρου, με την οποία αρχειοθετήθηκε η μηνυτήρια αναφορά της Λιμενικής Αρχής ως μη στηριζόμενη στο νόμο, δηλαδή χωρίς άσκηση ποινικής δίωξης για την αξιόποινη πράξη της πρόκλησης ναυαγίου από αμέλεια των άρθρων 277 περ. α και 278 ΠΚ, επειδή, κατά παραδοχή του πορίσματος της ως άνω τεχνικής έκθεσης του πραγματογνώμονα της πλοιοκτήτριας …….., έγινε δεκτό ότι η ημιβύθιση δεν οφειλόταν σε αμελή συμπεριφορά του κυβερνήτη του σκάφους, δηλαδή του δεύτερου ενάγοντος της Α αγωγής αλλά αιτία της ήταν η εισροή υδάτων στο εσωτερικό του μέσω του ως άνω σαθροποιημένου σωληνομαστού, που εκ κατασκευής είχε τοποθετηθεί σε μη προσβάσιμο σημείο. Η εισαγγελική αυτή ενέργεια εγκρίθηκε στις 17.12.2013 από τον Εισαγγελέα Εφετών Αιγαίου, στον οποίο υποβλήθηκε η δικογραφία. Η διοικητική διερεύνηση του περιστατικού της ένδικης ημιβύθισης έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ 712/1970 και του Ν. 2575/1998, από το Α΄ Ανακριτικό Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ), το οποίο έλαβε υπόψη του την ίδια ως άνω τεχνική έκθεση, η οποία του υποβλήθηκε αλλά θεώρησε ότι αυτή απέτυχε να καταδείξει την πλήρη αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην ημιβύθιση. Για το λόγο αυτό ζήτησε τη σύνταξη νέας, συμπληρωματικής, έκθεσης από τον πραγματογνώμονα της πλοιοκτήτριας, προκειμένου να διευκρινιστεί ο αριθμός και το είδος των μέσων απαντλήσεως των υδάτων με τα οποία ήταν εξοπλισμένο το σκάφος. Κατόπιν τούτου συντάχθηκε η από 23.1.2013 συμπληρωματική έκθεση των … και .. …, στην οποία αναφέρθηκε ότι στο μηχανοστάσιο του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Π. ήταν εκ κατασκευής εγκατεστημένες δύο [2] βυθιζόμενες αντλίες σεντίνας, τύπου ΡΟΥΛ 700, αναρροφητικής ικανότητας εκάστης επτακοσίων γαλονιών (700 gal) ή δύο χιλιάδων εξακοσίων πενήντα λίτρων (2.650 l) και συνολικώς, ανά ώρα λειτουργίας τους, χιλίων τετρακοσίων γαλονιών (1.400 gal/h) ή πέντε χιλιάδων τριακοσίων λίτρων (5.300 l/h), τοποθετημένες στην κεντρική σεντίνα (υδροσυλλέκτη κάτω από το δάπεδο [πανιόλα] του μηχανοστασίου), η μία προς την πλώρη και η άλλη προς την πρύμνη, τροφοδοτούμενες από συσσωρευτές φορτιζόμενους από την ηλεκτρική γεννήτρια του σκάφους, ότι, πλέον αυτών, υπήρχαν τοποθετημένοι σωστικοί κρουνοί στις αναρροφήσεις των κύριων μηχανών, καθώς και μόνιμα εγκατεστημένη χειροκίνητη αντλία υδροσυλλεκτών, χειριζόμενη από το κατάστρωμα, ενώ κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2012 (πριν δηλαδή το τελευταίο μοιραίο ταξίδι) είχε εγκατασταθεί στο μηχανοστάσιο και μία [1] εμβολοφόρος αντλία συνδεδεμένη με ελεύθερο σωλήνα για την αποστράγγιση των υδροσυλλεκτών. Στην ίδια συμπληρωματική έκθεση αναφέρθηκε ακόμη ότι οι δύο [2] βυθιζόμενες αντλίες είχαν μεν την απορροφητική ικανότητα να αντιμετωπίσουν τη διαρροή από το σωληνομαστό, αφού η ποσότητα των εισρεόντων υδάτων υπολογίστηκε βάσει της διατομής του ότι ανερχόταν σε 200 gal/h, απέτυχαν όμως επειδή η πρωραία τέθηκε σύντομα εκτός λειτουργίας λόγω της διαβροχής από το θαλασσινό νερό της μη στεγανής συνδέσεως των καλωδίων της, που βρισκόταν κάτω από το δίκτυο ψύξεως των κλιματιστικών, ενώ η πρυμναία αντλία, αν και αρχικώς συγκράτησε χαμηλά τη στάθμη του εισρέοντος ύδατος, εν τέλει σταμάτησε και αυτή να λειτουργεί λόγω πιθανολογούμενης φραγής των θυρίδων αναρροφήσεως από αντικείμενα ή ρύπους των υδροσυλλεκτών, καθώς και ότι τα επιπρόσθετα μέσα απαντλήσεως των υδάτων που διέθετε το σκάφος (δηλαδή η εμβολοφόρος αντλία και οι σωστικοί κρουνοί) δεν χρησιμοποιήθηκαν διότι οι διακόπτες λειτουργίας τους βρίσκονταν μέσα στο πλημμυρισμένο μηχανοστάσιο, ενώ η χειροκίνητη αντλία, αν και τέθηκε σε λειτουργία από το κατάστρωμα, δε βελτίωσε την κατάσταση του σκάφους. Τις διαπιστώσεις της έκθεσης αυτής το ΑΣΝΑ θεώρησε μη επαρκώς τεχνικά τεκμηριωμένες, για να κρίνει τελικά ότι «η εισροή υδάτων – ημιβύθιση – ανέλκυση που συνέβη στο Ε/Γ – Τ/Ρ Π. Νηολογίου Λαυρίου αριθμ. …. την 20.7.2012 στη θαλάσσια περιοχή Ν. Στρογγυλού αποτελεί ναυτικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΝΔ 712/70 “Περί Διοικητικού Ελέγχου Ναυτικού Ατυχήματος” και οφείλεται στη μη απάντληση των εισρεόντων υδάτων τα οποία εισήρχοντο εντός του μηχανοστασίου από τον ελαττωματικής ποιότητας σαθροποιημένο σωληνομαστό που είχαν ως αποτέλεσμα την ημιβύθισή του. Για το ατύχημα ευθύνεται τόσο ο Πλοιοκτήτης για τη μη εξασφάλιση της ικανοποιητικής λειτουργίας και ελλιπούς συντήρησης του σκάφους όσο και ο Κυβερνήτης διότι δεν προέβη αφενός μεν στους απαραίτητους προληπτικούς ελέγχους και ενέργειες για τη διαπίστωση της ικανοποιητικής λειτουργίας των μέσων προστασίας του σκάφους και ιδιαίτερα των αντλητικών αλλά και της ικανοποιητικής εξοικείωσης με αυτό, αφετέρου δε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τη διάσωση του σκάφους, όπως ενεργοποίηση της πρόσθετης εμβολοφόρου αντλίας και των σωστικών κρουνών». Στο σκεπτικό της έκθεσής του αυτής το ΑΣΝΑ πιθανολογεί ως αιτία της μη χρησιμοποίησης των πρόσθετων απαντλητικών μέσων του σκάφους τον πανικό που επικράτησε λόγω της εισροής των υδάτων στο μηχανοστάσιο, αποδεχόμενο τον ισχυρισμό των συντακτών της ως άνω συμπληρωματικής εκθέσεως, που κατά παραδοχή τους βασίστηκε σε δηλώσεις του κυβερνήτη του σκάφους, ότι η άνοδος της στάθμης των υδάτων στο μηχανοστάσιο έγινε αντιληπτή μόνον όταν το βάρος του νερού προκάλεσε πτώση της ταχύτητάς του και μετέβαλε τη διαγωγή του σε έμπρυμνη, συγκεκριμένα δε αφού τα εισρέοντα ύδατα υπερχείλισαν στους υδροσυλλέκτες και «πέρασαν τα πανιόλα του μηχανοστασίου», ανήλθαν δηλαδή πάνω από το δάπεδο. Όμως, τούτο προϋποθέτει ότι το σημείο εισόδου τους, δηλαδή το σημείο εγκατάστασης του επίμαχου, διαβρωθέντος, σωληνομαστού βρισκόταν κάτω από το δάπεδο. Σχετικώς στην από 19.10.2012 αρχική τεχνική έκθεση του ……….. αναγράφεται ότι η μη προσβάσιμη «θέση του μαστού και της σύνδεσής του βρισκόταν κάτω από την κεντρική γεννήτρια» και μάλιστα εκ κατασκευής. Αν, όμως, αυτό αλήθευε δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η διακοπή λειτουργίας της πρωραίας βυθιζόμενης αντλίας λόγω διαβροχής της συνδέσεως των καλωδίων της από τη διαρροή του σωληνομαστού, αφού, κατά τη συμπληρωματική έκθεση, η αντλία ήταν εγκατεστημένη κάτω από τα κλιματιστικά και τη γεννήτρια, ενώ δεκαπέντε εκατοστά του μέτρου (15 cm) πιο ψηλά βρίσκονταν οι διακόπτες λειτουργίας της (φλοτέρ) και ακόμα πιο πάνω, όπως είναι άλλωστε εύλογο, η σύνδεση των καλωδίων της, εντός κιβωτίου (junction box). Για τη διαβροχή των καλωδίων, επομένως, αναγκαία και αυτονόητη προϋπόθεση αποτελεί η εγκατάσταση του σωληνομαστού σε σημείο υψηλότερο από αυτά. Και, πράγματι, στην από 20.12.2013 οριστική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………. αναφέρεται ότι το δίκτυο παροχής θάλασσας των κλιματιστικών μονάδων του σκάφους, επιμέρους στοιχείο του οποίου αποτελούσε και ο επίμαχος διαβρωμένος σωληνομαστός, ήταν εγκατεστημένο μαζί με τις κλιματιστικές μονάδες σε μεταλλικό πατάρι τοποθετημένο εντός του μηχανοστασίου, πρώτον, σε σημείο υψηλότερο κατά ογδόντα περίπου εκατοστά του μέτρου (80 cm) από τον πυθμένα της γάστρας και, φυσικά και από το υπερκείμενο αυτής δάπεδο του μηχανοστασίου, κάτω από το οποίο και σε απόσταση δέκα περίπου εκατοστών του μέτρου (10 cm) από τον πυθμένα της γάστρας βρισκόταν η πρωραία βυθιζόμενη αντλία και, δεύτερον, σε ύψος τριάντα περίπου εκατοστών του μέτρου (30 cm) από την ίσαλο γραμμή του σκάφους. Τούτο σημαίνει ότι, με βάση τους νόμους της φυσικής επιστήμης, η εισροή θαλασσινών υδάτων από το διαβρωμένο σωληνομαστό στο εσωτερικό του μηχανοστασίου άρχισε μόνον αφού η επιφάνεια της θάλασσας είχε υπερβεί το ύψος εγκατάστασής του, είχε ανέλθει δηλαδή κατά πολύ πάνω από την ίσαλο γραμμή. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι νερό στο μηχανοστάσιο είχε εισέλθει από άλλη οδό πριν την έναρξη της διαρροής από το διαβρωμένο σωληνομαστό και με το βάρος του είχε αυξήσει το βύθισμα του σκάφους. Σημαίνει ακόμα ότι αιτία της ημιβυθίσεως δεν ήταν η αστοχία του εξαρτήματος αυτού, όπως με την Α αγωγή αβασίμως υποστηρίχθηκε. Άλλωστε, στην ως άνω οριστική έκθεση πραγματογνωμοσύνης επαρκώς τεκμηριώνεται ότι το σκάφος δεν έφερε κλιματιστικές μονάδες εκ κατασκευής ούτε και εγκατεστημένο από τότε δίκτυο ψύξεως αυτών με θαλασσινό νερό, αφού, πρώτον, τα συνδετικά του στοιχεία (σύνδεση τύπου «Τ», συστολικές καμπύλες και σωληνομαστοί) έφεραν ένδειξη προέλευσης από χώρα (Κίνα), της οποίας τα βιομηχανικά προϊόντα δεν κυκλοφορούσαν στην ευρωπαϊκή αγορά το έτος 1996, όταν ναυπηγήθηκε το σκάφος Π., δεύτερον, το συγκεκριμένο δίκτυο, αντίθετα προς τις ποιοτικές προδιαγραφές του κατασκευαστικού οίκου, ήταν απροστάτευτο έναντι ηλεκτρολυτικής ή γαλβανικής διάβρωσης, αφού δεν ήταν συνδεδεμένο στο δίκτυο καθοδικής προστασίας του σκάφους και, τρίτον, στο δίκτυο κυκλοφορίας θάλασσας των κλιματιστικών μονάδων ήταν εγκατεστημένα εξαρτήματα από διαφορετικά μέταλλα και κράματα, τα οποία «χωρίς αμφιβολία συνεισφέρουν και επιτείνουν τη δημιουργία του ηλεκτροχημικού φαινομένου της γαλβανικής διάβρωσης με δεδομένη την έλλειψη καθοδικής προστασίας το οποίο ήταν η εγγυτέρα αιτία της σταδιακής διάβρωσης και τελικής αστοχίας και σαθροποίησης του επίμαχου σωληνομαστού». Από την ίδια έκθεση αποδεικνύεται επιπλέον και ότι τα σκάφη αναψυχής σειράς «AZIMUT 54», κατά την ναυπήγησή τους από το ομώνυμο ιταλικό ναυπηγείο δεν έφεραν κατασκευή αποθηκευτικού χώρου κάτω από την αρχική, ενσωματωμένη στη γάστρα τους σταθερή πλατφόρμα κολύμβησης, ούτε θύρες στην άνω οριζόντια επιφάνεια της σταθερής πλατφόρμας κολύμβησης ούτε θύρα πρόσβασης στην καμπίνα του πληρώματος στο αριστερό τμήμα του καθρέπτη της πρύμνης, όπως αντιθέτως συνέβαινε με το επίμαχο σκάφος, για το οποίο ο ναυτικός επιθεωρητής της ασφαλίστριας βεβαιώνει ότι κατά το χρόνο της πρώτης επιθεωρήσεώς του έφερε, πέραν του αποθηκευτικού χώρου, για τον οποίο έγινε ήδη λόγος, δύο [2] αρθρωτές θύρες πρόσβασης σ’ αυτόν εγκατεστημένες στην οριζόντια επιφάνεια της αρχικής σταθερής πλατφόρμας, που δεν έφεραν λάστιχο στεγανοποίησης επί των στομίων των ανοιγμάτων τους, καθώς και στόμιο διανοιχθέν στην αριστερή πλευρά του καθρέπτη της πρύμνης πάνω από την οριζόντια επιφάνεια της σταθερής πλατφόρμας κολύμβησης, επί του οποίου είχε εγκατασταθεί αρθρωτή θύρα πρόσβασης στον πρυμναίο κοιτωνίσκο του πληρώματος, η οποία ομοίως δεν ήταν στεγανή, αφού δεν έφερε λάστιχο επί του στομίου του ανοίγματός της, το κάτω εγκάρσιο τμήμα του οποίου απείχε δέκα περίπου εκατοστόμετρα (10 cm) από την άνω οριζόντια επιφάνεια της σταθερής αρχικής πλατφόρμας κολύμβησης. Ο αποθηκευτικός χώρος, οι θύρες πρόσβασης σ’ αυτόν και η θύρα πρόσβασης στο χώρο ενδιαιτήσεως του πληρώματος αποτελούν επομένως πρόσθετες κατασκευές του σκάφους και συνιστούν μετασκευές του, καθώς δεν προκύπτει ότι γι’ αυτές χορηγήθηκε άδεια ή έγκριση στην πλοιοκτήτρια. Πράγματι, στο υπ’ αριθμ. ………. έγγραφο του Ελληνικού Νηογνώμονα, που παρακολουθούσε το σκάφος, το οποίο εκδόθηκε μετά από αίτηση της ασφαλίστριάς του, αναγράφεται ότι « … μέχρι τις 20/7/2012 … δεν είχε ζητηθεί η έκδοση Άδειας Εκτέλεσης Μετασκευής … Κατά την επιθεώρηση ξηράς [πριν την έκδοση του τελευταίου Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης] … στις 3/4/2012 δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη της πρόσθετης πλαστικής κατασκευής στην πρύμνη του σκάφους, κάτω από την εξέδρα. Κατά την επιθεώρηση θαλάσσης η οποία διενεργήθηκε στις 2/7/2012 … η συγκεκριμένη κατασκευή δεν ήταν ορατή καθώς ήταν κάτω από την υπάρχουσα εξέδρα και βυθισμένη κατά το κύριο μέρος της και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντιληπτή από τον επιθεωρητή μας … Εφόσον είχε ζητηθεί η έκδοση άδειας μετασκευής … θα έπρεπε να υποβληθούν στον Οργανισμό µας προς έγκριση τα προβλεπόμενα από το Β.Δ. 135 /1968, Φ.Ε.Κ. Α, της 20/2/1968, σχέδια και μελέτες. Η έκδοση της προβλεπόμενης από το προαναφερθέν Β.Δ. Άδειας Μετασκευής γίνεται μετά την έγκριση των υποβληθέντων σχεδίων και μελετών. Στην περίπτωση του εν θέματι σκάφους, δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία προκειμένου να τεθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις εκτέλεσης της μετασκευής, όπως αυτές καθορίζονται από τους σχετικούς κανονισμούς. Οι επιθεωρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο σκάφος Πετράδι στις 3/4/2012 και 2/7/2012 ήταν ουσιαστικές. Επιθεωρήθηκαν όλα τα επιστόμια του σκάφους, σύμφωνα με την ευρεθείσα διάταξη των δικτύων, κατά τον χρόνο διενέργειας της επιθεώρησης θαλάσσης. Κατά την επιθεώρηση που διενεργήθηκε, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη της συνδεσμολογίας … SEA VALVE – FILTER – PUMP – PLASTIC TUΒΕ – THREE WAY VALVE WITH FIRE HOSE ΑΝD PLASTΙC TUBE, η οποία, όπως μας πληροφορείτε, εξυπηρετούσε ταυτόχρονα και το δίκτυο πυρκαγιάς και το δίκτυο ψύξης των κλιματιστικών μονάδων. Η συνδεσμολογία που διαπιστώθηκε από τον επιθεωρητή μας, περιελάμβανε την διάταξη SEA VALVE – FILTER- PUMP – VALVE – FIRE HOSE, η οποία εξυπηρετούσε μόνο το δίκτυο πυρκαγιάς και βρέθηκε σε καλή και λειτουργική κατάσταση … Κατά την σχετική επιθεώρηση, δεν ήταν γνωστή στον Οργανισμό μας, η ύπαρξη του δικτύου ψύξεως των κλιματιστικών μονάδων, ούτε υπήρχε ένδειξη για την ύπαρξή της, ούτε έγινε αναφορά στην ύπαρξη αυτού του δικτύου, από μέλος του πληρώματος, προκειμένου να επιθεωρηθεί. Ουσιαστικά δεν υπήρξε αντικείμενο επιθεώρησης που να αφορά στο δίκτυο ψύξεως των κλιματιστικών μονάδων … Σε περίπτωση που αντικείμενο επιθεώρησης είναι μη ευχερώς προσβάσιμο (είναι όμως ορατό, ή υπάρχει ένδειξη για την ύπαρξή του, ή αν δεν είναι εμφανές, η ύπαρξή του γνωστοποιείται από το πλήρωμα), ζητείται να ληφθούν από μέρος των πλοιοκτητών/πληρώματος, όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου αυτό να γίνει προσβάσιμο και επιθεωρήσιμο. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει την εξάρμωση του εξοπλισμού που δυσχεραίνει την πρόσβαση σε αυτό … Δεν υπήρξε καμία ειδοποίηση για το συμβάν, ούτε υπήρξε αίτημα επιθεώρησης του σκάφους μετά το συμβάν για οποιοδήποτε λόγο … Η συγκεκριμένη εντολή – οδηγία στο Π.Γ.Ε. [Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης], δηλαδή η οδηγία για το κλείσιμο των ανοιγμάτων κάτωθεν του κυρίου καταστρώματος με μόνιμα μεταλλικά μέσα κλεισίματος, θεωρείται βασικός κανόνας ασφαλείας. Σε περίπτωση κατά την οποία τα συγκεκριμένα ανοίγματα παραμείνουν ανοικτά, ή δεν έχουν μόνιμα μεταλλικά μέσα κλεισίματος, τότε υφίσταται παραβίαση της συγκεκριμένης εντολής οδηγίας στο Π.Γ.Ε. Το Π.Γ.Ε. ισχύει κατά το διάστημα που το πλοίο εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς ασφαλείας, πράγμα το οποίο διατυπώνεται σαφώς στο κάτω δεξιά μέρος της πρώτης σελίδας του σχετικού εντύπου, δίπλα στην ημερομηνία λήξης αυτού. Σε κάθε περίπτωση μη τήρησης των κανόνων ασφαλείας, παύει να ισχύει και το αντίστοιχο Π.Γ.Ε. … ». Με βάση όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι η ημιβύθιση του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Π. δεν οφείλεται σε κρύφιο ελάττωμά του με την έννοια του λανθάνοντος ελαττώματος εξαρτήματος που είχε τοποθετηθεί από τους κατασκευαστές του και δεν μπορούσε λόγω της θέσης του να εντοπιστεί και να στεγανοποιηθεί αλλά στις σοβαρές και εκτεταμένες μετασκευές που υπέστη πριν βέβαια το ένδικο συμβάν αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο της επιθεώρησης ξηράς που διενεργήθηκε από τον Ελληνικό Νηογνώμονα στις 3.4.2012, που είχαν ως αποτέλεσμα την μεταβολή της χωρητικότητάς του και την αρνητική επίδραση αυτής στη διαγωγή, την άντωση, την εφεδρική πλευστότητα, την ευστάθεια και τη στεγανότητά του, που οδήγησαν στην ημιβύθισή του. Η ανεπάρκεια της αστοχίας του συγκεκριμένου σωληνομαστού να εξηγήσει την ημιβύθιση επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η διατομή του επέτρεπε την εισροή μόλις εξακοσίων εξήντα έξι λίτρων (666 l) θαλασσινού νερού στο σκάφος ανά ώρα διαρροής. Από το συνδυασμό αυτού προς την περιλαμβανόμενη στην από 23.7.2012 δήλωση συμβάντος βεβαίωση του κυβερνήτη του ότι πριν την αναχώρησή του από το λιμένα της Πάρου στις 15:00 της 20ης.7.2012 προέβη σε επισταμένο έλεγχό του και δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε δυσλειτουργία ούτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα μέχρι τη μείωση της ταχύτητάς του στις 16:00 της ιδίας ημέρας, οπότε το θαλασσινό νερό είχε υπερβεί το δάπεδο του μηχανοστασίου, συνάγεται ασφαλές το συμπέρασμα ότι κατά το  [μικρό] χρονικό διάστημα που παρεμβλήθηκε μεταξύ του απόπλου του σκάφους και της ημιβυθίσεώς του η ποσότητα του ύδατος που θα μπορούσε να εισρεύσει διαρρέον από τον ελάχιστης διατομής σωληνομαστό δε θα μπορούσε να προκαλέσει αύξηση του βάρους του σκάφους τέτοια που να προκαλέσει πτώση της ταχύτητάς του ούτε πλημμύρα στο μηχανοστάσιο, μη δυνάμενη να αντιμετωπιστεί από τα επαρκή απαντλητικά μέσα του ούτε πανικό στο κατάστρωμα. Τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να προκαλέσει και πράγματι προκάλεσε η αθρόα και ανεξέλεγκτη εισροή του θαλασσινού νερού από άλλο μη στεγανό σημείο του σκάφους. Αν ληφθεί υπόψη η νοτιοδυτική κατεύθυνσή του και η φορά των ισχυρών βορείων ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, γίνεται αντιληπτό ότι η πρύμνη του σκάφους δεχόταν κυματισμό εντονότερο από την πλώρη του. Τα μη στεγανά μέρη του σκάφους στην πρύμνη του ήσαν οι θύρες πρόσβασης στον αποθηκευτικό χώρο και την καμπίνα του πληρώματος που προαναφέρθηκαν, το κατώτερο σημείο των οποίων απείχε λίγα μόλις εκατοστά του μέτρου από την οριζόντια επιφάνεια της σταθερής πλατφόρμας κολύμβησης, που με τη σειρά της απείχε εκ κατασκευής σαράντα δύο εκατοστόμετρα (42 cm) από την ίσαλο γραμμή. Το βάρος, όμως, του πρόσθετου στο πρυμναίο τμήμα της γάστρας αποθηκευτικού χώρου επέφερε αύξηση του κατά τις ναυπηγικές προδιαγραφές πρυμναίου βυθίσματος και μόνιμη έμπρυμνη διαγωγή του σκάφους, το οποίο σε τέτοια κατάσταση ευρισκόμενο τις απογευματινές ώρες τις 20ης.7.2012 άρχισε να δέχεται υψηλό κυματισμό στην πρύμνη του. Ο κυματισμός αυτός προκάλεσε την εμβάπτιση της πλατφόρμας κολύμβησης σταθερά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα, ενόψει και της έλλειψης στεγανοποιητικών ελαστικών στοιχείων περιμετρικά των στομίων και των θυρών πρόσβασης που είχαν διανοιχθεί στην οριζόντια επιφάνειά της, την εισροή του θαλασσινού νερού στον αποθηκευτικό χώρο και τον κατακλυσμό αυτού, που δε διέθετε στο εσωτερικό του ηλεκτρική αντλία υδροσυλλεκτών προς απάντλησή του. Το βάρος του ύδατος που κατέκλυσε τον χωρητικότητας 2,57 κυβικών μέτρων αποθηκευτικό χώρο ανήλθε σε δύο χιλιάδες εξακόσια τριάντα τρία κιλά (2.363 kgr), με συνυπολογισμό του ειδικού βάρους του θαλασσινού νερού [1.026]. Η πρόσθετη αυτή σοβαρή επιβάρυνση της πρύμνης του σκάφους επαύξησε περαιτέρω το πρυμναίο βύθισμά του και επέτεινε την έμπρυμνη διαγωγή του, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την εισροή πρόσθετης ποσότητας ύδατος στην πρυμναία καμπίνα του πληρώματος από το μη στεγανό στόμιο πρόσβασης σ’ αυτήν, που είχε διανοιχθεί στον καθρέπτη της πρύμνης. Μετά την πλημμύρα και του χώρου αυτού, όπου δεν υπήρχε επίσης αντλία υδροσυλλεκτών, η αθρόα εισροή υδάτων διοχετεύθηκε στο χώρο του μηχανοστασίου μέσω της υπάρχουσας διαχωριστικής φρακτής, η οποία στερούταν ομοίως στεγανότητας, αφού έφερε στο σώμα της διατρήσεις και οπές για τη διέλευση καλωδίων και σωληνώσεων. Όταν το βύθισμα του σκάφους κατήλθε από την ίσαλο γραμμή του άρχισε η εισροή υδάτων και από τον ως άνω διαβρωμένο σωληνομαστό. Να σημειωθεί εδώ και ότι οι θύρες πρόσβασης στον αποθηκευτικό χώρο κατά τη ανέλκυση του σκάφους βρέθηκαν ανοικτές, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν είχαν ασφαλιστεί πριν τον απόπλου του με τους μεταλλικούς σύρτες τους. Μετά ταύτα ο ισχυρισμός των εναγόντων της Α αγωγής ότι η ημιβύθιση του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους αναψυχής Π. επήλθε συνεπεία ασφαλισμένου κινδύνου (κρυφίου ελαττώματος εξαρτήματός του) αποδεικνύεται αβάσιμος και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε την Α αγωγή κατά το πρώτο, περί καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αίτημά της, ορθώς αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα και σε ορθό συμπέρασμα κατέληξε, οι δε τα αντίθετα υποστηρίζοντες δεύτερος κατά το πρώτο σκέλος του και έβδομος λόγοι της Α έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, τον ίδιο προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό τους οι ενάγοντες της Α αγωγής συμπλήρωσαν στο δικόγραφό της με την επίκληση ότι η συμπεριφορά της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, που αρνήθηκε την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, υπήρξε παράνομη, ανήθικη, καταχρηστική και αδικοπρακτική. Ειδικότερα, στο δικόγραφο εκείνο περιέλαβαν και τους ακόλουθους ισχυρισμούς: «η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία αρνείται αναιτιολόγητα, καταχρηστικά, αυθαίρετα, εμπαίζοντάς μας, επιδεικνύοντας συγχρόνως πλήρη αδιαφορία και έλλειψη σεβασμού, να μας καταβάλει την οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση», «η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία παραβίασε τους όρους του ασφαλιστηρίου σύμφωνα με τους οποίους όφειλε να μας καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση για τον καλυπτόμενο ασφαλιστικό κίνδυνο που επήλθε. Η παραβίαση αυτή συνέβη παράνομα και εν γνώσει της, εμμένοντας η ίδια, μέσω των αρμοδίων υπαλλήλων της, σε μία αυθαίρετη και εντελώς προκλητική στάση απέναντί μας, κατ’ εξακολούθηση εκδηλωμένη, αποκρούοντας με αβάσιμους ισχυρισμούς την έλλειψη ευθύνης της προς αποζημίωσή μας. Παράλληλα, και ανεξάρτητα με τη συμβατική ευθύνη της, η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία επέδειξε εξαρχής απέναντί μας συμπεριφορά αντίθετη στα χρηστά ήθη, καθόσον μας αντιμετώπισε με τρόπο που προσβάλλει κατάφωρα την προσωπικότητά μας, την τιμή και το κύρος μας καθώς και την επαγγελματική φήμη μας. Η συμπεριφορά αυτή σε συνδυασμό με τις μεθόδους που χρησιμοποίησε …. αντίκειται στην κοινωνική ηθική … Η εναγομένη εταιρεία έχοντας την πρόθεση αποφυγής των νομίμων υποχρεώσεών της … δεν δίστασε να μας απαξιώσει και να μας προσβάλει κατ’ επανάληψη…», «είναι προφανής η αντισυμβατική, παρελκυστική, παράνομη, καταχρηστική και αυθαίρετη συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία, ενώ έχει εισπράξει το ασφάλισμα για την κάλυψη κινδύνων, μετά την έλευση αυτών αδιαφορεί πλήρως για εμάς τους ασφαλισμένους της και για τη σημαντικότατη ζημιά που μας προκαλεί με την εντελώς αναιτιολόγητη άρνηση της καταβολής της οφειλόμενης αποζημίωσης», «Η έλλειψη εισοδημάτων από την επαγγελματική καταβαράθρωση στην οποία μας οδήγησε η συμπεριφορά της εναγομένης…», «Επιπροσθέτως, παρατηρείται ότι ο αιφνιδιασμός αποτελεί προφανώς πάγια τακτική της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας». «Οι αναφορές αυτές … καταδεικνύεται μέσω αυτών η εξαιρετικά ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΜΑΣ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΩΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΑΞΙΖΟΥΜΕ ΤΟΝ ΣΕΒΑΣΜΟ … Και μάλιστα, ενώ η ίδια η ασφαλιστική εταιρεία κατάφωρα παραβιάζει τις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις», «Γι’ αυτό και επιδιώκει με αναληθείς ισχυρισμούς που δεν αποδεικνύονται από κανένα έγγραφο της υπόθεσης, αλλά απλώς στηρίζονται σε προσωπική και αυθαίρετη εκτίμηση αναρμόδιων επί του θέματος υπαλλήλων της … », «Η προσπάθεια της καταγγελλόμενης εταιρείας να αποφύγει την υποχρέωσή της αυτή είναι έκδηλη εξαρχής, όπως και παρακάτω θα αναπτύξουμε περισσότερο, προσπάθεια που σε κάθε περίπτωση εκφεύγει των νόμιμων ορίων άσκησης δικαιωμάτων, και επιπλέον της καταχρηστικής προβολής τοιούτων ισχυρισμών, αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση το γεγονός ότι κατάφωρα παραβιάζει το καθήκον αλήθειας», «Είναι πλέον σαφές ότι η ελλιπής και διαστρεβλωμένη απόδοση από την καταγγελλόμενη των γεγονότων της υπόθεσης … εν προκειμένω δεν πρόκειται µόνο για παράνοµη αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων αλλά και για αδικοπρακτική συμπεριφορά», «Η εταιρεία µας κατήγγειλε την «………..» για την συμπεριφορά της στην προκειμένη υπόθεση και προς την ΔΕΙΑ της ΤτΕ», «Δεν παραδίδει αντίγραφα προφανώς εκμεταλλευόμενη τη δεσπόζουσα θέση στην οποία η Ασφαλιστική εταιρεία βρίσκεται απέναντι σ’ εµάς τους Ασφαλισμένους της … », « … επικαλείται ανύπαρκτες εξαιρέσεις της ευθύνης της παρερμηνεύοντας προκλητικά τους όρους της ασφαλιστικής σύµβασης, κωλυσιεργεί εξ αρχής και αρνείται αναιτιολόγητα … », «εν προκειμένω, οι εναγόμενοι επέδειξαν έναντι ημών, συνεπών ασφαλισμένων της, καταχρηστική, προκλητική, αυθαίρετη, παράνοµη και υπαίτια συμπεριφορά, µε µόνο σκοπό το όφελός τους από τη µη καταβολή της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης που νοµίµως δικαιούμαστε, συμπεριφορά τους που είναι προφανώς αντίθετη στην αντικειμενική καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, την απαιτούμενη καλή συναλλακτική συμπεριφορά». Όλοι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ψευδείς και προβλήθηκαν από τους ενάγοντες της Α αγωγής χωρίς να είναι αναγκαίο για την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων τους και εν γνώσει της αναλήθειάς τους, αφού η βάση της αναλήθειας αυτής έγκειται στην προηγούμενη του ενδίκου συμβάντος συμπεριφορά των ιδίων, που μετασκεύασαν το σκάφος τους χωρίς να λάβουν άδεια ή έγκριση από τις αρμόδιες αρχές, παρασιωπώντας ταυτόχρονα το γεγονός αυτό από την ασφαλίστρια. Οι ίδιοι ισχυρισμοί περιήλθαν σε γνώση τρίτων (γραμματέων του Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικαστικών επιμελητών, δικασάντων δικαστών, δικηγόρων, μαρτύρων) και προσέβαλαν το κύρος και την εμπορική πίστη της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, την αξιοπιστία της στην ασφαλιστική αγορά και το μέλλον της στον τομέα της ιδιωτικής ασφάλισης, όπως ορθώς διέγνωσε και η εκκαλουμένη, η οποία με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε εν μέρει τη Β αγωγή κατά το σωρευθέν δεύτερο αίτημά της και επιδίκασε στην ενάγουσα ασφαλίστρια προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), το οποίο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων θεώρησε εύλογο. Έτσι που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, ο δε περί του αντιθέτου ένατος λόγος της Α έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όπως και οι ειδικότερες στα πλαίσια αυτού προβαλλόμενες αιτιάσεις των εκκαλούντων ότι δηλαδή οι προβληθέντες πρωτοδίκως ισχυρισμοί τους ήσαν αληθείς και ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησαν δεν υπέκρυπταν συμβάντα «και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία ικανά να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας της ασφαλιστικής εταιρίας». Περαιτέρω, σε σχέση με το περί αποδόσεως δαπανών εντολοδόχου πρώτο αίτημα της Β αγωγής, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι για την πληρωμή του κόστους του έργου της ανελκύσεως και μεταφοράς του ημιβυθισθέντος σκάφους από τη θαλάσσια περιοχή της νησίδας Στρογγυλό στη Μαρίνα Αλίμου, που ανήλθε στο χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (65.000 €), η εργολήπτρια κοινοπραξία με την επωνυμία «……….» εξέδωσε το υπ’ αριθμ. …… τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, για ποσό εβδομήντα χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (79.950 €) και το υπ’ αριθμ. …… πιστωτικό τιμολόγιο έκπτωσης, για ποσό δεκατεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (14.950 €), στο όνομα της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Το ποσό της εργολαβικής αμοιβής, όμως, καταβλήθηκε στο σύνολό του από την ασφαλίστρια του πλοίου δια της πληρωμής της με αριθμό . . ισόποσης επιταγής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ….., που εκδόθηκε σε διαταγή της εργολήπτριας στις 18.1.2013 συρόμενη από τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας. Η καταβολή αυτή έγινε σε εκτέλεση σύμβασης εντολής που συνήφθη μεταξύ της πλοιοκτήτριας ως εντολέα και της ασφαλίστριας ως εντολοδόχου, δυνάμει της οποίας η δεύτερη ανέλαβε την υποχρέωση της εξ ιδίων αποπληρωμής της εργολήπτριας και την εξόφληση των παραπάνω τιμολογίων παροχής υπηρεσιών. Το συμπέρασμα τούτο συνάγεται από το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης της ………, που αναφέρει ότι κατόπιν πιέσεων που της ασκήθηκαν «από την επιχείρηση των ρυμουλκών», η ασφαλιστική εταιρία αποφάσισε να παράσχει «προσωρινή χρηματοδότηση» στην πλοιοκτήτρια σε σχέση προς τα έξοδα της ανέλκυσης, επιφυλασσόμενη να αναζητήσει τα καταβληθέντα στη συνέχεια από αυτήν, αλλά και από α] την από 11.1.2013 έγγραφη εξουσιοδότηση της κατά το χρόνο εκείνο νόμιμης εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας ……., τρίτης ενάγουσας της Α αγωγής και τρίτης εναγομένης της Β αγωγής, δυνάμει της οποίας παρασχέθηκε στην ασφαλιστική εταιρεία εξουσιοδότηση και συναίνεση όπως « … επ’ ονόματι και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας, εξοφλήσει το υπ’ αρ. ……. τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού ευρώ 79.950,00 σχετικά με τη ναυαγιαίρεση του … σκάφους την 23/7/2012 στη νησίδα Στρογγυλό στην Aντiπαρo, καθώς και το υπ’ αρ. …….. πιστωτικό τιμολόγιο ποσού ευρώ 14.950,00 σχετικά με την απαλλαγή του Φ.Π.Α, εκδοθέντα αμφότερα από την εταιρεία ………, όπως λάβει σχετική εξοφλητική απόδειξη και όπως προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια κρίνει απαραίτητη για τη περαίωση της ως άνω εντολής» και β) το από 21.1.2013 έγγραφο της πλοιοκτήτριας, που απευθύνθηκε στην ασφαλίστρια του σκάφους της, στο οποίο αναφερόταν ότι «Σε σχέση με το αίτημά μας για την από πλευρά σας χρηματοδότηση του κόστους ανέλκυσης του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους μας Π. Ν.Λ. αρ. … από τη θέση ημιβύθισης και προσάραξής του στην νησίδα Στρογγυλό Αντιπάρου και μεταφοράς του στη μαρίνα Αλίμου επί πλωτού γερανού της επιχείρησης “………” ρητά δηλώνουμε και αναγνωρίζουμε ότι η από μέρους σας πληρωμή και εξόφληση για λογαριασμό μας του υπ’ αρ. ……… σας υπό τη μεταξύ μας σύμβαση ασφαλίσεως με το αρ. ΑΤΕ ….. ασφαλιστήριο συμβόλαιο … ». Με βάση αυτά τα αποδεικτικά μέσα καταρρίπτεται ο και πρωτοδίκως ως αβάσιμος απορριφθείς, ήδη δε επαναπροβαλλόμενος με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της Α έφεσης, ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η καταβολή της δαπάνης ανελκύσεως του σκάφους της πρώτης από αυτούς από την ασφαλίστριά του έγινε σε εκπλήρωση υποχρέωσης της τελευταίας απορρέουσας τόσο από την ασφαλιστική σύμβαση όσο και από το νόμο. Πράγματι, άλλη, πλην της εκ της ως άνω συμβάσεως εντολής, συμβατική υποχρέωση η ασφαλίστρια δεν είχε, αφού ο προαναφερθείς όρος με αριθμό 11.5 της ασφαλιστικής συμβάσεως, τον οποίο οι εκκαλούντες αβασίμως επικαλούνται, κατά τον οποίο στην ασφαλιστική κάλυψη ενέπιπτε και η καταβολή των εξόδων, μετά την αφαίρεση του προϊόντος της διασώσεως, για την απομάκρυνση του ναυαγίου του πλοίου από τοποθεσία που ανήκει στον ασφαλισμένο ή έχει μισθωθεί ή κατέχεται από αυτόν, προδήλως δεν ήταν εφαρμοστέος στην κρινόμενη υπόθεση, υπό το ιστορικό της οποίας η ανέλκυση του σκάφους αποτελούσε απλώς μέτρο που αποσκοπούσε αντικειμενικά στην προστασία και την επανάκτηση του ασφαλισμένου αντικειμένου, προβλεπόμενο στον με αριθμό 11.4 ως άνω συμβατικό όρο, κατά τον οποίο η λήψη του δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδοχή ή αποποίηση της εγκαταλείψεως του σκάφους ούτε, διαφορετικά, να επηρεάσει τα δικαιώματα οποιουδήποτε συμβαλλόμενου, όπως ακριβώς αποτυπώθηκε και στο προαναφερθέν από 21.1.2013 έγγραφο της πλοιοκτήτριας. Ούτε, όμως, νόμιμη υποχρέωση καταβολής των εξόδων της ανελκύσεως υπείχε η ασφαλίστρια, αφού δήλωση περί εγκαταλείψεως του σκάφους της, που ημιβυθίστηκε, η πλοιοκτήτρια της απηύθυνε για πρώτη φορά το μήνα Ιούλιο του έτους 2013, εντός τριμήνου από την άκαρπη παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας που της είχε τάξει με την προγενέστερη από 5.4.2013 και επιδοθείσα στις 10.4.2013 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία και πρόσκληση προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι η εγκατάλειψη δηλώθηκε αρχικά με την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου παρέμεινε αναπόδεικτος, αφού καμία τέτοια μνεία δε γίνεται στην από 23.7.2012 έγγραφη δήλωση του ……., με την οποία αναγγέλθηκε η ημιβύθιση στην ασφαλίστρια του σκάφους. Άλλωστε, κατά το χρόνο της ανελκύσεως δεν είχε διαπιστωθεί η αιτία του συμβάντος ούτε η έκταση των ζημιών του σκάφους ούτε είχε εξακριβωθεί ότι είχε επέλθει κάποιος ασφαλισμένος κίνδυνος. Τούτο σημαίνει ότι οικονομικό συμφέρον δεν είχε ούτε η πλοιοκτήτρια να εγκαταλείψει το σκάφος στον ασφαλιστή, αφού δε γνώριζε αν αυτό είχε απολέσει την αξία του ούτε αν αυτή είχε ουσιωδώς και ανεπανόρθωτα απομειωθεί ούτε η ασφαλίστρια να προβεί σε ενέργεια που θα σήμαινε αποδοχή της εγκατάλειψης, αφού δε γνώριζε αν υποχρεούται από την ασφαλιστική σύμβαση σε καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Αντιθέτως, εκείνος που είχε συμφέρον να ανελκυστεί το ημιβυθισμένο σκάφος ήταν μόνον η πλοιοκτήτρια εταιρία, η οποία είχε νόμιμη υποχρέωση αποτροπής του ενδεχομένου ρυπάνσεως του θαλάσσιου περιβάλλοντος από το ναυάγιο, αντιμετώπιζε δε τον κίνδυνο επιβολής σε βάρος της των νόμιμων κυρώσεων, αν την παραβίαζε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε για την παραπάνω αιτία το χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (65.000 €) ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και ο δεύτερος λόγος της Α έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατά το ερευνώμενο σκέλος του αλλά και στο σύνολό του.

ΙΧ. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό των δικαστικών εξόδων ή για το ύψος τους είτε για το ότι τα έξοδα καταλογίστηκαν μεν υπέρ αυτού αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 2193/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως συμβαίνει και όταν η αγωγή του απορρίπτεται στο σύνολό της, καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων, οπότε, στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο προβαίνει στον προσδιορισμό της δικαστικής δαπάνης, χωρίς ειδικότερη εξειδίκευση και ανάλυση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιάζουσες περιστάσεις της διεκπεραιωθείσας υποθέσεως και τις εν γένει συντελεσθείσες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες (ΑΠ 1584/1997, Δνη 1998/1284, ΕφΑθ 3486/2010, Δνη 2011/535). Μεταξύ των εξόδων που αποδίδονται περιλαμβάνονται και οι δικηγορικές αμοιβές, όπως προσδιορίζονται από τις σχετικές διατάξεις (άρθρο 189 § 1 περ. γ ΚΠολΔ), οι οποίες υπολογίζονται με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ΕφΘρακ. 146/1981, Αρμ. 1983/833), για την εκτίμηση του οποίου λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 ΚΠολΔ. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 58 §§ 1 – 4, 63 § 1 στοιχ. i περ. γ, 68 § 1 και των Παραρτημάτων Ι και ΙΙΙ του Ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (ΦΕΚ Α 208/27.09.2013), που ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, η επιδίκαση των δικαστικών εξόδων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κατά το ως άνω άρθρο 189 § 1 περ. γ ΚΠολΔ και η αμοιβή του δικηγόρου του νικητή διαδίκου, διενεργείται από τα δικαστήρια με βάση τις αμοιβές του Παραρτήματος Ι, εφόσον, όμως, η δικηγορική αμοιβή δεν υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης κατά το άρθρο 63 του Κώδικα Δικηγόρων, γιατί τότε ισχύουν όσα ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου αυτού, στις οποίες προβλέπεται ειδικότερα ότι το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου για τη σύνταξη της αγωγής ανέρχεται σε ποσοστό 1,5% επί της χρηματικής αξίας της απαιτήσεως, εφόσον η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ενός ευρώ (200.001 €) και μέχρι του ποσού των επτακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (750.000 €) και ορίζεται ίσο με την αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη των προτάσεων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ενώ η αμοιβή για τη σύνταξη των προτάσεων του ενάγοντος ανέρχεται σε ποσοστό 0,75% επί της ίδιας χρηματικής αξίας. Το ποσό της προκαταβολής των αναλογουσών στην αμοιβή του αυτή εισφορών, που υποχρεούται κατά τις διατάξεις των §§ 1 – 3 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 7 § 8 α και β αντίστοιχα, να καταβάλει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του νικητή διαδίκου στην αρμόδια υπηρεσία του Δικηγορικού του Συλλόγου, επειδή προορίζονται για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υπηρεσιών του, την απόδοση ως πόρου στον Τομέα Ασφάλισης Δικηγόρων κλπ και η οποία αποδεικνύεται με την έκδοση σχετικού γραμματίου προείσπραξης, αποτελεί μέρος μόνον της καταβλητέας κατά τα ανωτέρω σ’ αυτόν νόμιμης αμοιβής (ΑΠ 334/2017, ΑΠ 73/2016, ΑΠ 75/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και όχι, βέβαια, τη βάση για τον υπολογισμό από τα δικαστήρια των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 68 του ιδίου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239), ενώ σε περίπτωση που αυτή είναι μερική με αντίστοιχης έκτασης νίκη του αντιδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας του καθενός διαδίκου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 178 § 2 ΚΠολΔ, κατ’ εφαρμογή της οποίας κατανέμονται μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα και στην περίπτωση που ο καθορισμός του μεγέθους της απαιτήσεως που επιδικάζεται εξαρτάται από την κρίση του δικαστή, όπως συμβαίνει επί εύλογης αποζημίωσης ή επί χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1167, σελ. 306).

Με τον δέκατο και τελευταίο κύριο λόγο της ένδικης Α εφέσεώς τους οι εκκαλούντες παραπονούνται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα, για τα οποία επικαλούνται ότι εσφαλμένα καθορίστηκαν στο υπερβολικό χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) για την απόρριψη της Α αγωγής και των δύο χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (2.800 €) για τη μερική παραδοχή της Β αγωγής, ενώ θα έπρεπε να καθοριστούν ελαττωμένα και να μη συμπεριλάβουν αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων των αντιδίκων τους μεγαλύτερη από την ονομαστική αξία των γραμματίων προεισπράξεως της αμοιβής εκάστου που προσκομίστηκαν πρωτοδίκως (566 € + 769 € αντιστοίχως), αφού δεν αποδεικνύεται η λήψη αμοιβής τους πέραν της ελάχιστης. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατά τα ανωτέρω προβάλλεται, αφού συμπροσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, όμως, για όσους λόγους ανωτέρω αναφέρθηκαν κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το χρηματικό αντικείμενο εκάστης αγωγής (350.000 € και 265.500 €) δικαιολογεί, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εναγομένων της Α αγωγής και της ενάγουσας της Β αγωγής, που νίκησαν, στα ως άνω χρηματικά ποσά, η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη των διαδίκων που νικήθηκαν δεν είχε ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως προαναφέρθηκε. Να σημειωθεί και ότι δεν αληθεύει ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι σε βάρος τους επιρρίφθηκε το σύνολο της δαπάνης για το δικαστικό ένσημο της Β αγωγής, το δεύτερο κονδύλιο της οποίας (χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης) ήταν υπερβολικό και κατά το μεγαλύτερο μέρος του αποδικάστηκε, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατένειμε τα έξοδα της δίκης ως προς τη Β αγωγή ανάλογα με το μέγεθος της νίκης και της ήττας των διαδίκων και, αφού συμψήφισε κατά ένα μέρος αυτά, ακολούθως επιδίκασε υπέρ της ενάγουσας μέρος τους μόνον, εκτιμώντας τις συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης υποθέσεως και αποτιμώντας τις δικαστικές και εξώδικες ενέργειές της.

Χ. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει η υπό κρίση Α έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχουν υποβάλει αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων που ηττώνται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η  εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 4 εδαφ. δ ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων της παρούσας επισπευδόμενης συζήτησης.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις κατά της υπ’ αριθμ. 2022/2015 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει τους πρόσθετους στην Α έφεση λόγους ως απαράδεκτους και αμφότερες τις εφέσεις κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή εκάστου κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος εκάστης εκκαλούσας πλευράς τα δικαστικά έξοδα των αντίστοιχων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των επτακοσίων ευρώ (700 €) για κάθε έφεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  17  Δεκεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις  6 Φεβρουαρίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τους νομίμους εκπροσώπους τους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ