Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 644/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 3ο

Αριθμός  644/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: εδρεύουσας στη …………. και νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», την οποία στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αριστοτέλης Μερεκούλιας, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ψάλτη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 21.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/23.10.2020 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκαν οι με αριθμούς 611/2022 (μη οριστική) και 1543/2022 (οριστική) αποφάσεις του παραπάνω Δικαστηρίου, με τη δεύτερη από τις οποίες η αγωγή έγινε κατά ένα μέρος της δεκτή.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφενός, η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 7.6.2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./8.6.2022 έφεσή της και με τους από 10.2.2023 πρόσθετους σ’ αυτήν λόγους, το δικόγραφο των οποίων κατατέθηκε με αριθμό σχετικής εκθέσεως 98 στις 10.4.2023 και, αφετέρου, η ενάγουσα με την από 28.4.2023 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/28.4.2023 αντέφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση των οποίων ορίστηκε, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΙΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την ένδικη από 7.6.2022 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./8.6.2022 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …/8.6.2022) έφεση πλήττεται η με αριθμό 1543/13.5.2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 § 3 και 621 επομ. ΚΠολΔ και δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 21.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/23.10.2020 αγωγή της εφεσίβλητης, με την οποία ασκήθηκαν αξιώσεις  από την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου της ενάγουσας. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί, αφενός, εμπρόθεσμα στις 8.6.2022, εντός δηλαδή της γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 § 1 ΚΠολΔ, που αφετηριάστηκε με την επίδοση της εκκαλουμένης στις 24.5.2022 στην εκκαλούσα (βλ. την υπ’ αριθμ. 1……/2022 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείου Αθηνών ….) και, αφετέρου, νομότυπα με υποβολή του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συνοδευόμενη μάλιστα, ως εκ περισσού βέβαια, από το υπ’ αριθμ. …………… ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και του οποίου η προσκομιδή δεν ήταν απαραίτητη λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση έφεση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως [ειδική] διαδικασία. Παραδεκτοί κρίνονται και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που η εκκαλούσα άσκησε με το από 10.2.2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου στις 10.4.2023, οπότε και συντάχθηκε η σχετική με αριθμό ……/2023 έκθεση, το οποίο ακολούθως κοινοποίησε αυθημερόν στον πληρεξούσιο της αντιδίκου της Αθανάσιο Ψάλτη, δικηγόρο Πειραιώς, που την είχε εκπροσωπήσει στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 123, 126, 128 §§ 1, 4 και 143 §§ 1 εδαφ. α΄, 2 ΚΠολΔ) οκτώ [8] τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 1 περ. ζ΄ του άρθρου 591 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τη με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …../10.4.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………, δεδομένου ότι με το δικόγραφό της προβάλλεται παραδεκτά τουλάχιστον ένας [1] ορισμένος και νόμιμος λόγος έφεσης. Πρέπει, επομένως, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), να συνεκδικαστούν δε με την έφεση προς την οποία τελούν σε σχέση εξαρτήσεως, αφού η ύπαρξή της αποτελεί προϋπόθεση της άσκησης και της εισαγωγής τους προς συζήτηση, κατά τρόπον ώστε να μη νοείται, λόγω του παρακολουθηματικού τους χαρακτήρα, χωριστή εκδίκασή τους (ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 584, σελ. 240). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου μαζί τους πρέπει να συνεκδικαστεί και η από 28.4.2023 αντέφεση, που η εφεσίβλητη άσκησε νομότυπα με κατάθεση ιδιαίτερου δικογράφου, το οποίο επέδωσε εμπρόθεσμα στην αντίδικό της (άρθρα 523 και 591 § 1 περ. ζ΄ ΚΠολΔ) στις 28.4.2023, όπως προκύπτει από τη με επίκληση προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. ………./2023 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….

ΙΙ. Με την αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως το περιεχόμενό της παραδεκτώς διορθώθηκε, η ενάγουσα αναφέρθηκε, πρώτον, στους συμβατικούς όρους της συμφωνίας που αναγράφηκαν στην από 4.6.2013 έγγραφη σύμβαση που συνήψε με την εναγόμενη εταιρία, που διατηρεί κατάστημα καφέ – αναψυκτήριο στη Νίκαια, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει σ’ αυτήν εξαρτημένη την εργασία της ως υπάλληλος μπουφέ υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (τετράωρης ημερησίως) αντί μικτού ημερομισθίου ύψους δεκαπέντε ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (3,93 € ανά ώρα Χ 4 ώρες = 15,72 €), δεύτερον, στους πραγματικούς όρους της συμφωνίας αυτής, κατά τους οποίους η ενάγουσα έπρεπε να απασχολείται με πλήρες ωράριο οκτώ [8] ωρών ημερησίως επί πέντε [5] ημέρες ανά εβδομάδα, αντί ημερομισθίου ύψους είκοσι πέντε ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (15,72 € οι αποδοχές της μερικής απασχόλησης + [4 ώρες Χ 2,5 €/ώρα οι καθαρές αποδοχές του επιπλέον τετραώρου =] 10 € = 25,72 €), τρίτον,  στις πραγματικές συνθήκες της εργασίας της, την οποία παρείχε καθημερινά, επί έξι [6] ημέρες την εβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων του Σαββάτου και της Κυριακής, επί δέκα [10] ώρες ημερησίως, τέταρτον, στην υπερημερία της εργοδότριας – αντιδίκου της, η οποία μέχρι τις 18.3.2020, οπότε η ενάγουσα αποχώρησε από την εργασία της, δεν της είχε καταβάλει: 1] έξι χιλιάδες εξακόσια ογδόντα ένα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτά (6.681,96 €) για δεδουλευμένες αποδοχές της, 2] δεκαπέντε χιλιάδες εξακόσια πενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα λεπτά (15.656,70 €) ως αμοιβή της υπερεργασίας της και ως αποζημίωση για την παράνομη υπερωριακή απασχόλησή της, 3] οκτώ χιλιάδες εκατόν ενενήντα επτά ευρώ και δεκατέσσερα λεπτά (8.197,14 €) ως αμοιβή της εργασίας της κατά τα Σάββατα, 4] δεκατρείς χιλιάδες διακόσια σαράντα ένα ευρώ και σαράντα τέσσερα λεπτά (13.241,44 €) ως αμοιβή της εργασίας της κατά τις Κυριακές, 5] πέντε χιλιάδες τριακόσια πενήντα ευρώ και εβδομήντα εννέα λεπτά (5.350,79 €) για διαφορές εορταστικών επιδομάτων και επιδόματος άδειας των ετών 2013 – 2020 και 6] τρεις χιλιάδες επτακόσια ενενήντα δύο ευρώ και σαράντα έξι λεπτά (3.792,46 €) για αποδοχές άδειας των ιδίων ετών και, πέμπτον, στα περιστατικά που προκάλεσαν την παραίτησή της στις 18.3.2020 και, συγκεκριμένα, στην μετά τη γέννηση του δεύτερου τέκνου της άρνηση της εναγόμενης να της χορηγήσει, αντί μειωμένου ωραρίου απασχόλησης, άδεια μητρότητας διάρκειας εξήντα πέντε [65] ημερών, την οποία η ενάγουσα θεώρησε τόσον ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της και εξαναγκασμό της σε αποχώρηση από αυτήν, όσον και ως προσβολή της προσωπικότητάς της, με αποτέλεσμα να δικαιούται 7] το χρηματικό ποσόν των χιλίων πεντακοσίων εξήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (1.567,99 €) ως αποζημίωση για την απόλυσή της και 8] είκοσι χιλιάδες ευρώ (20.000 €) προς αποκατάσταση της ηθικής της βλάβης, που συνίστατο «στον οικονομικό μαρασμό, στην ανέχεια και στο οικονομικό αδιέξοδο», στο οποίο με υπαιτιότητα της αντιδίκου της περιήλθε. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη την εργασιακή της σύμβαση η ενάγουσα ζήτησε, μετά από παραδεκτή μερική τροπή του αρχικώς συνολικά καταψηφιστικού αιτήματός της σε εν μέρει έντοκο αναγνωριστικό, αφενός, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσόν των δεκαοκτώ χιλιάδων εξακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (18.686,23 €), που αντιστοιχεί στην αμοιβή της εργασίας της κατά τις Κυριακές και στις διαφορές των ως άνω επιδομάτων της και να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της στην καταβολή πενήντα πέντε χιλιάδων εξακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και ενός λεπτού (55.649,01 €) για τις λοιπές επίδικες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής της με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και με προσωπική κράτηση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, διάρκειας δώδεκα [12] μηνών, λόγω της αδικοπραξίας της, που συνίσταται στην άρνηση καταβολής των αποδοχών της.

Επί της αγωγής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την υπ’ αριθμ. 611/2022 μη οριστική απόφασή του, με την οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτησή της, επειδή δεν προέκυπτε η τήρηση της διαδικασίας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και στη συνέχεια την εκκαλούμενη. Με την απόφαση αυτή η αγωγή θεωρήθηκε εμπροθέσμως κατ’ άρθρο 6 § 2 του Ν. 3198/1955 ασκηθείσα, ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο, ανεξαρτήτως της νομικής του αβασιμότητας. Στη συνέχεια, αφού κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως της εναγομένης απορρίφθηκαν ως παραγεγραμμένες οι ένδικες αξιώσεις που γεννήθηκαν κατά τα έτη 2013 και 2014, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετ’ αξιολόγηση των αποδείξεων διαπίστωσε ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης επί έξι [6] ημέρες εβδομαδιαίως, καθ’ όλες τις Κυριακές του ενδίκου χρονικού διαστήματος και καθ’ όλα τα Σάββατα μέχρι το έτος 2017, χωρίς να λάβει πλήρεις τις νόμιμες αποδοχές της, καθώς και ότι το ημερήσιο ωράριό της δεν υπερέβαινε τις οκτώ [8] ώρες και με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε ακολούθως την αγωγή κατά ένα μέρος της και, αφού απέρριψε, αφενός, τον ισχυρισμό της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεώς της ως νομικά αβάσιμο και, αφετέρου, το υποβληθέν με τις προτάσεις αίτημα της ενάγουσας περί επιδείξεως εγγράφων ως αόριστο, επιδίκασε εν τέλει στην ενάγουσα καταψηφιστικώς μεν το χρηματικό ποσόν των οκτώ χιλιάδων διακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα εννέα λεπτών (8.257,59 €) και αναγνωριστικώς δεκατρείς χιλιάδες εκατόν ένδεκα ευρώ και οκτώ λεπτά (13.111,08 €), στο οποίο συμπεριέλαβε i] εννιακόσια πενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτά (958,20 €) για αποζημίωση απολύσεως, την οποία έκρινε οφειλόμενη, επειδή η ενάγουσα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση εξαιτίας της, κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος, άρνησης της εργοδότριάς της να της χορηγήσει συνεχόμενη την άδεια ανατροφής του τέκνου της, όπως εκείνη είχε ζητήσει και ii] δύο χιλιάδες ευρώ (2.000 €) ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που η ενάγουσα υπέστη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της, που επήλθε συνεπεία της καταχρηστικής αυτής άρνησης της εναγόμενης, με το νόμιμο τόκο κατά τις στην εκκαλουμένη αναφερόμενες διακρίσεις. Την απόφαση αυτή μέμφεται ήδη η εκκαλούσα για αναιτιολόγητες κρίσεις, για σφάλματα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και για πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό την αναδίκαση της αγωγής και τη συνολική απόρριψή της, ενώ παράλληλα με τις προτάσεις της υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλε στην αντίδικό της το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), που η εκκαλουμένη της επιδίκασε προσωρινά, πλέον εξόδων επιταγής προς εκτέλεση.

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 523 § 1, 532 και 591 § 1 στοιχ. ζ΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού παρέλθει η προθεσμία της έφεσης και ακόμη και αν αποδέχθηκε την εκκαλουμένη απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση κατ’ αυτής, να ασκήσει με ιδιαίτερο δικόγραφο αντέφεση, η οποία θα κριθεί παραδεκτή τότε μόνον, όταν με αυτήν προσβάλλονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης αποφάσεως που έχουν πληγεί με την έφεση, καθώς και εκείνα που συνέχονται αναγκαίως με αυτά. Τούτο δε καθόσον από την διάταξη του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 522 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι η άσκηση της αντέφεσης, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να βρίσκεται εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολό της αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 1019/1989, ΔΕΝ 1990/1015, ΕφΘεσ. 1759/2013, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 143/2012, ΕφΑΔ 2012/622, ΕφΛαρ. 318/2011, Δικογραφία 2011/515). Ως «κεφάλαιο» κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την έννοια του άρθρου 520 § 2 του ιδίου Κώδικα σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, που είναι διατάξεις ταυτόσημες και αποσκοπούν στην περιστολή της ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αντικειμένου της έκκλητης δίκης (ΑΠ 1061/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στην αποτροπή του αιφνιδιασμού του αντιδίκου είτε εκ μέρους του εκκαλούντος με την άσκηση προσθέτων λόγων έφεσης είτε εκ μέρους του εφεσιβλήτου με την άσκηση αντέφεσης, νοείται η οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό (ή) και την βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος προς παροχή έννομης προστασίας, που εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 132/2004, NoB 2004/1547, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 501 επομ.), διαφοροποιούμενο από τα λοιπά είτε ως προς το αίτημα είτε προς την ιστορική του βάση είτε ως προς αμφοτέρους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343, Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 42 επομ.). Εξ άλλου, αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της αποφάσεως που εφεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της αποφάσεώς του (ΑΠ 684/2013, ΧρΙΔ 2013/696, ΑΠ 697/2012, ΜονΕφΠειρ. 460/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στις εργατικές διαφορές τα αιτήματα της αγωγής του εργαζομένου για καταβολή δώρων εορτών, αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, της αμοιβής της υπερεργασίας και των υπερωριών είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και συνιστούν αυτοτελή κεφάλαια της αγωγής, ως στηριζόμενα σε διαφορετική νομική και εν μέρει ιστορική αιτία. Για το λόγο αυτό δεν εμφανίζουν ούτε αναγκαία συνοχή τα κεφάλαια της εκκαλουμένης με τα οποία κρίθηκαν οι αγωγικές απαιτήσεις, αφενός, για αμοιβή της υπερεργασίας και της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος και, αφετέρου, για δεδουλευμένες αποδοχές του, για προσαυξήσεις λόγω εργασίας τις Κυριακές και για διαφορές επιδομάτων άδειας και δώρων εορτών (ΑΠ 349/2004 Δνη 2005/1440, ΑΠ 1466/1977, ΝοΒ 1978/1189, ΜονΕφΠειρ. 427/2015, ΜονΕφΠειρ. 742/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 123/1993, ΕΝαυτΔ 1994/214, ΕφΑθ. 2053/1987, Δνη 1988/549, ΕφΑθ. 2154/1988, Δνη 1989/616, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 113, αρ. 42, σελ. 706, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 523, αρ. 23, σελ. 209, M. Μαργαρίτης, σε Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 523, αρ. 27, σελ. 940). Παρέπεται ότι για την παραδεκτή προσβολή της πρωτόδικης απόφασης όσον αφορά τα κεφάλαια της αγωγής του, που αποδικάστηκαν πρωτοδίκως, πρέπει ο ενάγων εργαζόμενος να ασκήσει αυτοτελή έφεση, καθώς η τυχόν αντέφεσή του θα είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι τα κεφάλαια αυτά δεν μπορούν να θιγούν από τον εναγόμενο εργοδότη, ο οποίος στερείται άλλωστε εννόμου συμφέροντος για την προσβολή τους.

Εν προκειμένω, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε νομότυπα στο Δικαστήριο αυτό μετά την άσκηση της έφεσης και την υποβολή του δικογράφου των πρόσθετων αυτής λόγων, άσκησε αντέφεση, με την οποία ζήτησε, όπως εκτιμάται, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος της με το οποίο αποδικάστηκε η αγωγή και προς τούτο προβάλλονται τρεις [3] λόγοι, από τους οποίους ο τρίτος αμφισβητεί ευθέως την ορθότητα της πρωτοβάθμιας δικαιοδοτικής κρίσης σχετικά με την απόρριψη της «απασχόλησής της πέραν του νομίμου ωραρίου», δηλαδή των αξιώσεών της λόγω υπερεργασίας και παράνομης υπερωρίας, ενώ οι λοιποί δύο [2] δεν αφορούν συγκεκριμένο κεφάλαιο της εκκαλουμένης αλλά μέμφονται αυτήν για εσφαλμένη λήψη υπόψη των αναφερόμενων τριών [3] ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της εναγόμενης, που ελήφθησαν χωρίς κλήτευσή της, αφού η κλήση της αντιδίκου της επιδόθηκε σε οδό του Πειραιά με το ίδιο μεν όνομα, κείμενη όμως σε άλλη περιοχή (πρώτος λόγος της αντέφεσης) και για εσφαλμένη μη λήψη υπόψη των ενόρκων βεβαιώσεων των δικών της μαρτύρων, που έχοντας προσωπική γνώση των συνθηκών της εργασίας της κατέθεσαν ότι «…ερχόμουν νωρίτερα στη δουλειά και έφευγα με μεγάλη καθυστέρηση…», επιβεβαιώνοντας δηλαδή τους ισχυρισμούς της για την παροχή (απλήρωτης) υπερεργασίας και υπερωρίας (τρίτος λόγος της αντέφεσης). Καθένας από τους λόγους αυτούς προβάλλεται απαραδέκτως, καθόσον, αντιστοίχως, ο πρώτος πλήττει κεφάλαια της εκκαλουμένης που δεν έχουν εκκληθεί και μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό, δεδομένου ότι η απορριπτική των κονδυλίων της υπερεργασίας και της παράνομης υπερωρίας διάταξη της εκκαλουμένης δεν προσβάλλεται με το κύριο ή το πρόσθετο δικόγραφο της έφεσης και ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να θιγεί, αφού η εναγόμενη στερείται εννόμου συμφέροντος προς τούτο, ενώ ούτε τα κεφάλαια αυτά συνέχονται αναγκαία προς τα λοιπά κεφάλαια της εκκαλουμένης, με τα οποία έγιναν δεκτές άλλες αξιώσεις της ενάγουσας, ο δε δεύτερος, όχι μόνον επειδή στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει αναμφίβολα ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε πράγματι υπόψη του τις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις (των μαρτύρων αποδείξεως …………. και ….. .), χωρίς όμως να τους αναγνωρίσει ουσιαστική αποδεικτική δύναμη, επειδή αξιολόγησε το περιεχόμενό τους ως αόριστο αλλά και διότι πλήττει και αυτός τα ίδια μη εκκληθέντα κεφάλαια. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου απορριπτέος ως απαράδεκτος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της αντέφεσης, στο βαθμό που οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγόμενης, που προσβάλλονται ως απαραδέκτως ληφθείσες, αξιολογήθηκαν για την απόρριψη των ως άνω αξιώσεων της ενάγουσας, που δεν έχουν καταστεί αντικείμενο της έκκλητης δίκης. Και τούτο ανεξαρτήτως, πρώτον, του ότι μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτού μέσου, ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτίμησεως των αποδείξεων αλλά και του παραδεκτού εκάστου αποδεικτικού μέσου και, δεύτερον, του ότι, όπως και η αντεκκαλούσα παραδέχεται (βλ. σελ. 26 των προτάσεών της στο Εφετείο), έλαβε τελικά την κλήση της αντιδίκου της σχετικά με τις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις από το Αστυνομικό Τμήμα Καμινίων Πειραιώς, όπου εσφαλμένα παραδόθηκε, μετά από θυροκόλλησή της στην οδό ……… στα Καμίνια, αντί του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς, στο οποίο υπάγεται η κατοικία της, που βρίσκεται σε οδό με το ίδιο όνομα, κείμενη στην Καλλίπολη Πειραιώς. Ύστερα από όσα προαναφέρθηκαν, η ένδικη αντέφεση, που δεν περιέχει κανέναν παραδεκτό λόγο, πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη στο σύνολό της (ΑΠ 1509/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 297/2013, ΔΕΕ 2013/866, ΑΠ 1608/2008, Δνη 2011/1385, ΑΠ 1722/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 356/2002, ΕΝαυτΔ 2002/97 = ΠειρΝ 2002/139 = ΕΕΔ 2003/1174, ΑΠ 305/2001, Δνη 2001/1310, 1318 = ΔΕΝ 2001/1232 = ΕΕΔ 2002/1108). Δικαστικά έξοδα όμως δεν θα επδικαστούν στην αντεφεσίβλητη, παρά το σχετικό αίτημά της, επειδή αυτή δεν υποβλήθηκε σε ιδιαίτερη δαπάνη για την αντίκρουσή της.

IV. Κατά την έννοια της διατάξεως της 1 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, λόγο έφεσης συνιστά κάθε αιτίαση κατά της εκκαλουμένης, η οποία, αν κριθεί βάσιμη, επιφέρει κατ’ άρθρο 535 του ιδίου Κώδικα την εξαφάνισή της και την αναδίκαση της υπόθεσης από το εφετείο. Το πότε ο λόγος έχει αυτό το αποτέλεσμα κρίνεται κατά περίπτωση με γνώμονα τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και τη λογική ακολουθία της διαδικασίας (Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 2009, αρ. 542, σελ. 231, Α. Μπακόπουλος, Ζητήματα από την κατ’ έφεση δίκη, σε Δνη 1992/1137 επομ. [1138]). Λόγο έφεσης αποτελεί ειδικότερα κάθε παράπονο του εκκαλούντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αναφέρεται είτε σε παραδρομές δικές του (ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε σε σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή σε πλημμέλειες ή ελλείψεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που επηρέασαν το διατακτικό της εκκαλουμένης, η οποία, αν τελεσιδικήσει, θα παράξει δυσμενές για τον εκκαλούντα δεδικασμένο (ΕφΠειρ. 278/2002, Αρμ. 2003/1478). Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη συνάγεται, επιπλέον, ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΕφΑθ. 1396/2012, Δνη 2012/1076, ΕφΑιγ. 148/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 435/2010, Αρμ. 2011/472, ΕφΙωαν. 172/2006, Αρμ. 2007, 419, ΕφΙωαν. 37/2005, Αρμ. 2005/1774, ΕφΔωδ. 313/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και να βελτιώνεται η νομική θέση του εκκαλούντος (Α. – Ο. Μήτσου, σε Ν. Λεοντή, Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα στην Πολιτική Δίκη, 2018, [2], αρ. 208, σελ. 108 επομ., Ν. Νίκας, ο.π., § 112, αρ. 72, σελ. 168 επομ., Χ. Τριανταφυλλίδης, σε Κ. Οικονόμου, Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 520, αρ. 5, σελ. 158, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου, Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 171, σελ. 113, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, αρ. 1054 – 1056, σελ. 278 – 279, Ι. Πετρόπουλος, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Λόγος, όμως, εφέσεως, ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και, επομένως, απορριπτέος ως απαράδεκτος (ΑΠ 122/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/1990, ΕΕΝ 1991/121 = ΕΣυγκΔ 1991/36, ΜονΕφΠειρ. 311/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο συμβαίνει και όταν ο λόγος έφεσης δεν αποδίδει στην πραγματικότητα σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή περιορίζεται στην προβολή ενός ισχυρισμού αντίθετου προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, χωρίς ταυτόχρονα να αμφισβητεί ως προς την ορθότητά τους τις νομικές και πραγματικές παραδοχές της που στήριξαν το συμπέρασμά της ή, όπερ το αυτό, όταν ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Έτσι, είναι απαράδεκτος ο λόγος της έφεσης που υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ισχυρισμό, ο οποίος, όμως, δεν έγινε δεκτός (ΑΠ 1254/2010, Δνη 2011/999) ή όταν προκύπτει ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε άλλο από αυτό που υποστηρίζει ο λόγος (ΑΠ 1208/2008, ΧρΙΔ 2009/216).

Εν προκειμένω, ως απαράδεκτος πρέπει να απορριφθεί ο έκτος λόγος του πρόσθετου δικογράφου, με τον οποίο η εκκαλούσα διαμαρτύρεται για την κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων κήρυξη της εκκαλουμένης απόφασης προσωρινά εκτελεστής. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, δεδομένου ότι με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προσβαλλόμενη πρωτοβάθμια απόφαση καθίσταται τελεσίδικη και εκτελεστή (ΜονΕφΑθ. 3885/2021, ΜονΕφΠειρ. 428/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 1147/2012, Δνη 2013/1092, ΕφΑθ. 8394/2005, Δνη 2006/555, ΕφΔωδ. 263/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 10813/1996, Δνη 1997/1653, ΕφΠειρ. 706/1994, Δνη 1995/1306, ΕφΑθ. 4457/1992, Δ 1992/940).

Ομοίως αλυσιτελής και εντεύθεν απορριπτέος κρίνεται ο πρώτος πρόσθετος λόγος της έφεσης, κατά το σκέλος του με τον οποίο η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι το αίτημα επιδικάσεως στην ενάγουσα αμοιβής για την υπερωριακή εργασία της είχε προβληθεί αορίστως και τούτο διότι ο ισχυρισμός αυτός και αν υποτεθεί βάσιμος δεν βελτιώνει τη θέση της, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο αγωγικό κεφάλαιο έχει ήδη απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και μάλιστα κατ’ ουσίαν.

Ως απαράδεκτος πρέπει, επίσης, να απορριφθεί ο ίδιος πρόσθετος λόγος και κατά το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα προσάπτει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την πλημμέλεια ότι υπολόγισε τα κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας αλλά και τις διαφορές των επιδομάτων της με καθαρό ωρομίσθιο δύο ευρώ και πενήντα λεπτών (2,50 €), το οποίο, αφενός, δεν διευκρινιζόταν αν ήταν το προβλεπόμενο στην επίμαχη ατομική ή σε τυχόν ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας και, αφετέρου, υπολειπόταν του καθαρού νόμιμου ωρομισθίου, το οποίο η ίδια προσδιορίζει σε τρία ευρώ και είκοσι οκτώ λεπτά (3,93 € το μικτό συμφωνημένο ωρομίσθιο – 16,5% οι κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές = 3,28 €). Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, δεδομένου ότι με την εκκαλουμένη έγινε με σαφήνεια δεκτό ότι «…προκειμένου να μην επιβαρύνεται η εναγόμενη με εργοδοτικές εισφορές [η ενάγουσα] θα ασφαλιζόταν επί τετράωρο αμειβόμενη για τις πρώτες τέσσερις ώρες με 3,93 ευρώ την ώρα μικτές αποδοχές, ενώ για τις λοιπές τέσσερις ώρες συμφωνήθηκε να λαμβάνει 2,5 ευρώ την ώρα καθαρές αποδοχές…». Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι ο υπολογισμός των δεδουλευμένων αποδοχών της ενάγουσας και των λοιπών επιδομάτων της με το αυξημένο ωρομίσθιο που η εκκαλούσα υπολαμβάνει ως ισχύον στην επίμαχη εργασιακή σύμβαση θα απέδιδε οφειλή της μεγαλύτερη από τη επιδικασθείσα, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί βάσιμος, να μην την ωφελεί.

Απαράδεκτες κρίνονται, τέλος και οι αιτιάσεις που διατυπώνονται με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο έφεσης κατ’ αμφότερα τα πρώτο και δεύτερο σκέλη του, με τα οποία η εκκαλούσα επικαλείται νομικά σφάλματα της εκκαλουμένης, ως προς το κεφάλαιό της που αφορά την αμοιβή της εργασίας της ενάγουσας κατά τις Κυριακές, τα οποία εντοπίζει, αντιστοίχως, στην προσαύξησή της, που έπρεπε να υπολογιστεί επί του νόμιμου και όχι επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου και στο συνυπολογισμό των προσαυξήσεων των αποδοχών της ενάγουσας λόγω των προσωπικών της ιδιοτήτων που δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, επειδή η αμοιβή της εργασίας κατά τις Κυριακές διεκδικείται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ως προς τις αιτιάσεις αυτές πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρο μόνο της υπ’ αριθμ. 8900/1946 κοινής απόφασης (ΚΥΑ) των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «περί καταβολής ηυξημένου ημερομισθίου εις εργαζομένους κατά τας μη εργασίμους ημέρας», όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την υπ’ αριθμ. 25825/1951 ΚΥΑ των ίδιων Υπουργών, μισθωτός ο οποίος απασχολείται κατά τις Κυριακές και τις εκ του νόμου καθιερούμενες ως μη εργάσιμες ημέρες του έτους, δικαιούται το ημερομίσθιο αυτού, προσαυξημένο κατά 75%, η προσαύξηση δε αυτή υπολογίζεται πάντοτε επί των υποχρεωτικώς θεσπισμένων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Ν. 3755/1957 «περί αυξήσεως αναδρομικώς των αποδοχών των μισθωτών, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 3239/1955 και άλλων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας κλπ», όπως αντικαταστάθηκε  από το άρθρο 2 § 1 του Ν. 435/1976, ορίζει, ως προς την προσαύξηση του 75% για παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές και αργίες, ότι αυτή οφείλεται ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας απασχόλησής τους, δηλαδή ακόμη και αν η απασχόληση είναι παράνομη. Ενόψει των ανωτέρω, για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά την Κυριακή, η αμοιβή υπολογίζεται με βάση το ωρομίσθιο της Κυριακής, το οποίο περιέχει την προσαύξηση του 75%. Από τις πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ΒΔ. 748/1966, προκύπτει ότι αν ο εργαζόμενος απασχοληθεί, νόμιμα ή παράνομα, κατά την Κυριακή, δικαιούται να λάβει, για τις ώρες που απασχολήθηκε, προσαύξηση 75% επί του νόμιμου ωρομισθίου, και εφόσον η απασχόλησή του υπερβαίνει τις πέντε [5] ώρες, αναπληρωματική ανάπαυση διάρκειας εικοσιτεσσάρων [24] συνεχόμενων ωρών σε άλλη ημέρα της εβδομάδας που ακολουθεί. Αν όμως ο εργοδότης δεν παράσχει στον εργαζόμενο συνεχή εικοσιτετράωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας και τον απασχολήσει όλες τις εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την Κυριακή, τότε η απασχόληση κατά μία ημέρα των εργάσιμων αυτών ημερών (πέντε [5] η έξι [6] ανάλογα) είναι παράνομη ως αντικείμενη σε δημόσιας τάξης διάταξη και ο εργοδότης έχει υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που αποκόμισε από την παράνομη αυτή απασχόληση, ανερχόμενη στο 1/25 του νόμιμου μισθού του (ΑΠ 2117/2017, ΑΠ 506/2017, ΑΠ 1317/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), για δε τον υπολογισμό του ημερομισθίου, που οφείλεται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, λαμβάνεται υπόψη ο κατώτατος νόμιμος βασικός μισθός (ΑΠ 904/2004, ΜονΕφΑθ. 6500/2022, ΜονΕφΔωδ. 38/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό τα δεδομένα αυτά, επί εργασίας κατά τις Κυριακές, περίπτωση εφαρμογής των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων των άρθρων 904 επομ. του ΑΚ ανακύπτει μόνον όταν ο εργαζόμενος απασχολείται με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας ή όταν δεν του παρέχεται συνεχής εικοσιτετράωρη ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της επόμενης εβδομάδας και όχι όταν απασχολείται με έγκυρη σύμβαση και λαμβάνει πλήρη ημέρα ανάπαυσης την επόμενη εβδομάδα (ΑΠ 662/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως εν προκειμένω, οπότε την προσαύξηση του 75% δικαιούται βάσει του νόμου. Επομένως, ο ερευνώμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Ως προς δε το πρώτο είναι αόριστος, δεδομένου ότι η εκκαλούσα δεν επικαλείται ότι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο επί του οποίου (υποστηρίζει ότι) υπολογίστηκε η ως άνω προσαύξηση ήταν ανώτερο του νόμιμου, δεδομένου ότι μόνον τότε ανακύπτει ωφέλειά της από την παραδοχή του ισχυρισμού της.

V. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006, Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Έτσι, για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που έχει ως αίτημα, εκτός των άλλων, και την καταβολή αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές και την έκτη ημέρα ανάπαυσης, στην πενθήμερη εβδομάδα εργασίας (δηλαδή τα Σάββατα), αρκεί να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι ημέρες αυτές (δηλαδή τα Σάββατα και οι Κυριακές) προκύπτουν από το ημερολόγιο (ΑΠ 573/2011, ΔΕΕ 2012/971 = Ε7 2013/253 = ΕΕΔ 2012/1004, ΑΠ 792/2011, Δνη 2011/1591, ΑΠ 1805/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ. 4670/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της (είτε πρόκειται για αγωγή καταβολής μισθών είτε υπερωριακής αμοιβής) η αναφορά του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας του ενάγοντος κάθε ημέρα του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αφού τα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας ορίζονται από το νόμο ούτε της ανάγκης η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της (ΑΠ 534/2014, ΜονΕφΠειρ. 369/2016, ΜονΕφΠειρ. 176/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα παρέθεσε στο δικόγραφο της αγωγής της όλα τα περιστατικά που ήταν κατά νόμο αναγκαία για τη γέννηση των αξιώσεών της, καθόσον, ειδικότερα, διέλαβε σ’ αυτήν τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που κατήρτισε με την αντίδικό της, τους όρους αυτής όπως και τις πραγματικές συνθήκες της απασχόλησής της, την ειδικότητα με την οποία προσλήφθηκε, τις καταβαλλόμενες σ’ αυτήν αποδοχές, την παροχή της εργασίας της καθ’ όλες τις ημέρες του Σαββάτου και κατά τις Κυριακές του επίδικου χρονικού διαστήματος, εκτός από τις περιόδους που τελούσε σε άδεια και το ημερήσιο ωράριο της εργασίας της αυτής τόσο κατά τις καθημερινές ημέρες όσο και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε την αγωγή ορισμένη, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της έφεσής της κατά το πρώτο σκέλος του, περί αοριστίας της αγωγής επειδή στο δικόγραφο της δεν έγινε ούτε μνεία των λόγων για τους οποίους η ενάγουσα έπρεπε να εργαστεί περισσότερες ώρες από το συμφωνημένο ωράριό της, των ημερών που εργαζόταν επιπλέον ώρες, επακριβώς του ωραρίου που τηρούσε καθημερινά, των αναγκών της επιχείρησης που εξυπηρετούσε η απασχόλησή της ούτε ακριβής προσδιορισμός των Σαββάτων και Κυριακών που απασχολήθηκε, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

VΙ. Στην υπόθεση που επανακρίνεται, το Δικαστήριο επανεκτιμά τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………, συζύγου της ενάγουσας, για την απόδειξη και …. ………, απασχοληθείσας στην εναγόμενη εταιρία κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2018 – 2020 με σύμβαση εργασίας υπό καθεστώς τετράωρης απασχόλησης, για την ανταπόδειξη, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18.5.2021, μετά την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 611/2022 μη οριστική απόφασή του και περιέχονται απομαγνητοφωνημένες στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του κατ’ εκείνη τη δικάσιμο, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη (ΜονΕφΑθ. 5077/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ. 3381/2021, Δνη 2022/830), τις με αριθμούς …….. …….. και ………/12.4.2021 τρεις [3] ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. βεβαιώσεις, αντιστοίχως, …………., υπαλλήλων της εναγομένης από το έτος 2010 η πρώτη, το έτος 2004 η δεύτερη και το έτος 2007 η τρίτη, απασχολούμενων ακόμα στην υπηρεσία της υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης η δεύτερη και μερικής οι λοιπές, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλειά της μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της, περί της οποίας έγινε ήδη λόγος, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……../7.4.2021 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………., τις υπ’ αριθμ. …/21.5.2021, …../21.5.2021 και …./11.5.2023 τρεις [3] ένορκες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεις, αντιστοίχως, των ……………, ……………., πρώην υπαλλήλων της εναγομένης και ……….., μητέρας του συζύγου της ενάγουσας, που δόθηκαν με την επιμέλεια της τελευταίας μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της, όπως προκύπτει από την δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πιο πάνω αναφερόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και από τη με αριθμό ………../8.5.2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, οι οποίες άπασες (μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, καθώς και το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικες νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε αυτοτελώς ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικά, ως δικαστικά τεκμήρια, μερικών μάλιστα από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών. Από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β΄, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης που δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της παροχής υπηρεσιών εστιάσεως, διατηρώντας προς τούτο καταστήματα καφέ – αναψυκτήρια στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιώς, μεταξύ των οποίων και το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο ΒΕΑΤ, που βρίσκεται στην πλατεία του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου της Νίκαιας και λειτουργεί εικοσιτέσσερις [24] ώρες κάθε ημέρα σε εβδομαδιαία βάση. Η ενάγουσα, καταγόμενη από την Αλβανία και εφοδιασμένη με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …../2013 άδεια εργασίας σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος, που εκδόθηκε από το Τμήμα Ασφαλείας Πειραιώς της Ελληνικής Αστυνομίας στις 17.12.2013 (μετά δηλαδή την πρόσληψή της) και με πιστοποιητικό υγείας, συνήψε με την εναγόμενη στις 4.6.2013 σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει σ’ αυτήν, για αόριστο χρόνο και έναντι ανταλλάγματος, εξαρτημένη την εργασία της με την ειδικότητα της υπαλλήλου μπουφέ. Συμφωνημένο αντικείμενο της εργασίας της ήταν η παρασκευή και προσφορά στους πελάτες του καταστήματος ΒΕΑΤ ροφημάτων και βρώσιμων ειδών αλλά και η καθαριότητα και επιμέλεια των χώρων του. Κατά το χρόνο της πρόσληψής της η ενάγουσα (δεν αμφισβητείται ότι) γνωστοποίησε στο νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης Παναγιώτη Δούρο ότι ήταν άγαμη και ηλικίας είκοσι οκτώ [28] ετών, καθώς και ότι είχε προϋπηρεσία διάρκειας ενάμισι [1,5] έτους. Για τη σύναψη της σύμβασης αυτής τηρήθηκε ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, στο οποίο αναγράφηκε ότι η ενάγουσα επρόκειτο να απασχοληθεί για είκοσι τέσσερις [24] ώρες ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, κατά το ωράριο 16:00 – 20:00 εκάστη Δευτέρα, Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή, 08:00 – 12:00 κάθε Τετάρτη και 18:00 – 22:00 κάθε Σάββατο, δηλαδή επί έξι [6] ημέρες ανά εβδομάδα, αντί ωρομισθίου τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (3,93 €). Επιπλέον συμφωνήθηκε ότι οι αποδοχές της θα της καταβάλλονταν στο τέλος κάθε μήνα απασχόλησης. Βέβαια, στο έντυπο της 3.6.2013 αναγγελίας της προσλήψεως αυτής στο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Νίκαιας Αττικής του Υπουργείου Εργασίας, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγόμενη αναγράφηκε διαφορετικό ωράριο και, συγκεκριμένα, ότι η ενάγουσα επρόκειτο να απασχοληθεί με ωράριο 14:00 – 18:00 κάθε Τρίτη και 18:00 – 22:00 κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο, δηλαδή επί είκοσι [20] ώρες σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση. Από τα έγγραφα αυτά, το πρώτο των οποίων υπογράφεται και από την ενάγουσα, προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε παροχή εργασίας υπό καθεστώς μερικής [τετράωρης ημερησίως] απασχόλησης της ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένου σε κάθε περίπτωση και του Σαββάτου. Το ωράριο της αναγγελίας πρόσληψης αναγράφηκε μάλιστα και στον έντυπο πίνακα προσωπικού της εναγομένης, που υποβλήθηκε στην ως άνω Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας στις 13.11.2013. Στη συνέχεια καταρτίστηκαν οι ακόλουθες τροποποιητικές ατομικές συμβάσεις εργασίας της ενάγουσας: στις 19.2.2014, οπότε συμφωνήθηκε εγγράφως ότι η ενάγουσα επρόκειτο στο εξής να απασχολείται επί είκοσι [20] ώρες ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, κατά το ωράριο 18:00 – 22:00 κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο και 19:00 – 23:00 κάθε Τρίτη, δηλαδή επί πέντε [5] ημέρες ανά εβδομάδα, αντί ωρομισθίου τριών ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (3,93 €), στις 5.3.2014, οπότε συμφωνήθηκε εγγράφως ότι η ενάγουσα επρόκειτο στο εξής να απασχολείται σε πενθήμερη βάση επί είκοσι [20] ώρες ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, κατά το ωράριο 18:00 – 22:00 κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο και 14:00 – 18:00 κάθε Τρίτη, αντί του ιδίου ωρομισθίου (3,93 €), στις 13.1.2015, οπότε επανήλθε το καθεστώς της εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα επρόκειτο στο εξής να απασχοληθεί επί είκοσι τέσσερις [24] ώρες ανά εβδομάδα και, συγκεκριμένα, κατά το ωράριο 18:00 – 22:00 κάθε Δευτέρα, 06:00 – 10:00 κάθε Τρίτη, Παρασκευή και Σάββατο και 14:00 – 18:00 κάθε Πέμπτη και Κυριακή, αντί του ως άνω σταθερού ωρομισθίου (3,93 €), στις 7.11.2017, οπότε αποτυπώθηκε εγγράφως συμφωνία παροχής πενθήμερης εργασίας της ενάγουσας και, συγκεκριμένα, κατά το ωράριο 14:00 – 18:00 τις Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη και 10:00 – 14:00 τα Σάββατα και τις Κυριακές κάθε εβδομάδας, αντί του ιδίου σταθερού ωρομισθίου, στις 9.3.2018, οπότε συμφωνήθηκαν οι ίδιοι όροι χρονικής διάρκειας και αμοιβής της εργασίας της ενάγουσας, με μόνη διαφορά ότι το ωράριό της κάθε Πέμπτη άρχιζε στις 09:00 και τελείωνε στις 13:00, στις 11.4.2018, οπότε επανήλθε το ωράριο της 7ης.11.2017, στις 18.7.2018, οπότε το ωράριό της καθορίστηκε μεταξύ των ωρών 10:00 – 14:00 από Τετάρτη έως και Κυριακή κάθε εβδομάδας, χωρίς διαφοροποίηση του ωρομισθίου της και στις 13.2.2019, οπότε μεταβλήθηκε μόνον το ωρομίσθιο της ενάγουσας, το οποίο αυξήθηκε σε τέσσερα ευρώ και τριάντα έξι λεπτά (4,36 €) ανά ώρα εργασίας. Όλες αυτές οι συμβάσεις εργασίας φέρουν την υπογραφή της ενάγουσας, η οποία φαίνεται να αποδέχεται την μερική απασχόλησή της, υπό την έννοια της παροχής εργασίας επί πέντε [5] ή έξι [6] ημέρες, ανάλογα, σε εβδομαδιαία βάση και επί τέσσερις [4] ώρες, πάντοτε, σε ημερήσια βάση. Όμως, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν καταλείπεται στο Δικαστήριο αμφιβολία, αφενός, ότι στην πραγματικότητα η ενάγουσα εργάστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασιακής της σχέσης υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και, συγκεκριμένα, επί οκτώ [8] ώρες ημερησίως και, αφετέρου, ότι τα περί μερικής απασχόλησής της αναγραφέντα στις ως άνω έγγραφες ατομικές συμβάσεις της αιτία είχαν την πρόθεση της εναγόμενης να μην επιβαρυνθεί με τις εργοδοτικές εισφορές της για χρόνο πέραν του τετραώρου ημερησίως. Επιπλέον, πείθεται το Δικαστήριο ότι η ενάγουσα απασχολήθηκε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, εργαζόμενη και τις Κυριακές, οπότε παρείχε ισόχρονης διάρκειας εργασία, λαμβάνοντας, σε αναπλήρωση, χρόνο εικοσιτετράωρης ανάπαυσης σε άλλη ημέρα εντός της επόμενης εβδομάδας, καθώς και ότι μέχρι το έτος 2017, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να αμφισβητηθεί από την ίδια, απασχολούταν και την έκτη ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή κάθε Σάββατο, ομοίως επί οκτάωρο κάθε φορά. Το δε ωρομίσθιό της συμφωνήθηκε ρητά μεν και εγγράφως σε τρία ευρώ και ενενήντα τρία λεπτά (3,93 €) ανά ώρα του πρώτου τετραώρου της ημερήσιας απασχόλησής της και σε δύο ευρώ και πενήντα λεπτά (2,50 €) ανά ώρα εργασίας μετά τη συμπλήρωση του πρώτου τετραώρου. Όμως, τα επιδόματα δώρων εορτών και άδειας, τα οποία δικαιούταν η ενάγουσα, υπολογίζονταν από την εναγόμενη με βάση το ελαττωμένο ωρομίσθιο της μερικής απασχόλησής της. Για το λόγο αυτό οι αντίστοιχες αποδοχές της εισπράχθηκαν μειωμένες έναντι των πράγματι οφειλομένων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα ως προς το καθημερινό της ωράριο, την απασχόλησή της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές και εν γένει τις συνθήκες εργασίας της ενάγουσας και μετά ταύτα της επιδίκασε το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και τριάντα λεπτών (4.738,30 €) για δεδουλευμένες αποδοχές πλήρους απασχόλησης των ετών 2015 – 2019, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους τρεις [3] πρώτους λόγους του εφετήριου, που συμπληρώθηκε με τον τρίτο λόγο του πρόσθετου δικογράφου της έφεσής της, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.  Η απόρριψη των λόγων αυτών συμπαρασύρει στο ίδιο αποτέλεσμα και τον επόμενο [τέταρτο] λόγο της ένδικης έφεσης, με τον οποίον η εκκαλούσα αιτιάται την εκκαλουμένη για, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, λανθασμένο υπολογισμό των εορταστικών επιδομάτων της ενάγουσας, επειδή προς τούτο συνυπολογίστηκαν περισσότερες από τις πραγματικές ώρες ημερήσιας απασχόλησής της. Και τούτο διότι η ουσιαστική έρευνά του θα προϋπέθετε την παραδοχή των συναφών ισχυρισμών της εργοδότριας, που όμως ήδη απορρίφθηκαν, δεδομένου μάλιστα και του ότι οι σχετικοί αριθμητικοί υπολογισμοί της προσβαλλόμενης απόφασης δεν πλήττονται ως εσφαλμένοι. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ενάγουσα είχε δικαίωμα να λάβει άδεια από την εργασία της επί είκοσι δύο [22] ημέρες για καθένα των ετών 2015, 2016 και 2018, από τις οποίες έλαβε μόνον τις δέκα [10] ανά έτος, επί επτά [7] ημέρες κατά το έτος 2017 και επί οκτώ [8] ημέρες κατά το έτος 2019, τις οποίες η εναγόμενη αρνήθηκε να τις της χορηγήσει. Για το λόγο αυτό και με την πρόσθετη παραδοχή ότι η ενάγουσα είχε αιτηθεί προφορικώς μεν πλην ακάρπως κατ’ έτος τη χορήγηση άδειας, της επιδίκασε το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριών χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (3.153,58 €) ως αποδοχές άδειας και επίδομα για τις ημέρες άδειας που δεν της χορηγήθηκαν. Η εκκαλούσα με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της πλήττει τη διάταξη αυτή της εκκαλουμένης για αποδεικτικό σφάλμα, επικαλούμενη προς τούτο τα υπ’ αυτής τηρούμενα βιβλία αδειών του προσωπικού της, στα οποία, όπως υποστηρίζει, η ενάγουσα έχει βεβαιώσει ενυπογράφως ότι έλαβε για όλα τα έτη του επίδικου χρονικού διαστήματος το σύνολο των ημερών άδειας που εδικαιούτο. Προσκομίζει, όμως, ως σχετικό αποδεικτικό έγγραφο με αριθμό επτά [7], μόνον ένα [1] αντίγραφο σελίδας από τα βιβλία αυτά και δη για το έτος 2019, στο οποία εμφανίζεται η ενάγουσα να έχει λάβει άδεια διάρκειας δεκαπέντε [15] ημερών και, συγκεκριμένα, από τις 2.9.2019 έως και τις 17.9.2019, καθώς και αντίστοιχες αποδοχές ύψους τετρακοσίων τριάντα πέντε ευρώ και εξήντα λεπτών (435,60 €), χωρίς, όμως, την υπογραφή της δίπλα από την ένδειξη «άδεια ληφθείσα», δεδομένου ότι στο εν λόγω αντίγραφο αναγράφονται μεν τέσσερις [4] εργαζόμενοι αλλά έχουν καταχωρηθεί [3] μόνον υπογραφές και αυτές παραπλέυρως των ονομάτων …………. και όχι της (αναγραφόμενης στην τρίτη θέση) ενάγουσας. Άλλωστε, από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι η ενάγουσα στις 5.5.2019 έλαβε άδεια εγκυμοσύνης, μετά την οποία επανήλθε στην εργασία της στις 18.3.2020. Ενόψει τούτων, ο ερευνώμενος λόγος έφεσης, που συμπληρώθηκε με τον τρίτο λόγο του πρόσθετου δικογράφου της εκκαλούσας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

VII. Από τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 εδαφ. α΄ του Ν. 2112/1920, η οποία ορίζει ότι «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου» σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 281, 288, 648, 652, 656 του ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή σε προσδιορισμό της παρεχόμενης εργασίας με κατάχρηση του διευθυντικού του δικαιώματος, η μονομερής αυτή βλαπτική μεταβολή δεν επάγεται τη λύση της εργασιακής σύμβασης, αλλά παρέχονται διαζευκτικά στο μισθωτό τα δικαιώματα: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται σιωπηρά νέα σύμβαση εργασίας, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη, εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη ή β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το Ν. 2112/1920 ή, γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν τις αποδεχθεί, καθίσταται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 349 – 351 ΑΚ υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, δ) εκφράζοντας την αντίδρασή του, να παράσχει τη νέα του εργασία και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης να τον απασχολεί, σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους (ΑΠ 133/2021, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 657/2018, ΑΠ 282/2018, ΑΠ 1322/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 104/2017, E7 2018/132). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όπως συνάγεται από το συνδυασμό της με τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, ως «μονομερής μεταβολή» θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από το νόμο, την ατομική σύμβαση εργασίας ή τον κανονισμό εργασίας και η οποία ασκείται εκτός του πλαισίου της εξουσίας του, που απορρέει από το διευθυντικό δικαίωμά του και του παρέχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του ή όταν γίνεται κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος (ΑΠ 1276/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση που η μονομερής αυτή μεταβολή των όρων εργασίας δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως ή τον υπάρχοντα Κανονισμό και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να μεταβάλει τους όρους παροχής της εργασίας, έστω και σε βάρος του μισθωτού, ο οποίος τότε προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 630/2022, ΑΠ 824/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Και τούτο διότι είναι μεν αληθές ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα, βάσει του οποίου μπορεί να ρυθμίζει τα θέματα τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του, για να επιτύχει τους σκοπούς αυτής, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης, δεν μπορεί, όμως, να μεταβάλει μονομερώς, έστω και κατ’ ενάσκηση αυτού του δικαιώματός του, τους όρους της εργασιακής σχέσης, αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, δεδομένου ότι τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Εξάλλου, στο άρθρο 9 της από 24.5.2004 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), που κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας με την πράξη 16/28.5.2004, ορίσθηκε ότι το μειωμένο ωράριο (άδεια) θηλασμού και φροντίδας (ανατροφής) παιδιών του άρθρου 9 της ΕΓΣΣΕ έτους 1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, ο εργαζόμενος, ανεξαρτήτως φύλου, δικαιούται να το ζητήσει εναλλακτικά ως συνεχόμενη, ισόχρονη άδεια με αποδοχές, εντός της χρονικής περιόδου κατά την οποία δικαιούται να έχει μειωμένο ωράριο για την φροντίδα του παιδιού και ότι η εναλλακτική χορήγηση της άδειας προϋποθέτει συμφωνία του εργοδότη και χορηγείται εφ’ άπαξ ή τμηματικά. Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων αυτών, η προαπαιτούμενη «συμφωνία» του εργοδότη, προκειμένου να ικανοποιηθεί το δικαίωμα του εργαζόμενου να λάβει, αντί του μειωμένου ωραρίου, συνεχόμενη άδεια με αποδοχές χρονικώς ίση προς το σύνολο των ωρών, κατά τις οποίες δικαιούται να μην εργασθεί χάριν της φροντίδας του τέκνου του, εμπίπτει στην άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αυτού. Πράγματι, η «συμφωνία» αυτή αποτελεί ουσιαστικά «συναίνεση» του εργοδότη στο αίτημα του εργαζόμενου να λάβει τη συνεχόμενη άδεια. Η υποβολή του αιτήματος του εργαζόμενου και η συναίνεση του εργοδότη προς ικανοποίησή του δεν εντάσσονται στο πραγματικό νέας, αυτοτελούς συμφωνίας, ως έκφρασης της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) και εκδήλωσης του ατομικού δικαιώματος για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και κατά προαίρεση συμμετοχή στην κοινωνική ή οικονομική ζωή της Χώρας (άρθρο 5 § 1 του ισχύοντος Συντάγματος) αλλά εμπίπτουν στην εκάστοτε διαμόρφωση των χρονικών ορίων εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργαζόμενου, στο πλαίσιο της ήδη υφιστάμενης και λειτουργούσας, αρχικής και μοναδικής σύμβασης εργασίας μεταξύ αυτού και του συγκεκριμένου εργοδότη. Ως εκ τούτου, η χορήγηση ή η μη χορήγηση της συναίνεσης του εργοδότη εξαρτάται μεν από την εκ μέρους αυτού στάθμιση των λειτουργικών αναγκών και της αποδοτικότητας της επιχείρησης, υπόκειται, όμως, στον έλεγχο της καταχρηστικότητας κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, όπως άλλωστε όλες οι εκδηλώσεις του διευθυντικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 10/2010, ΧρΙΔ 2010/726 = ΕΔΚΑ 2010/1125 = ΑρχΝ 2010/520 = Ε7 2012/376, 504). Από τα ανωτέρω έπεται ότι η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί το αίτημα του εργαζόμενου και να χορηγήσει σ’ αυτόν, αντί μειωμένου ωραρίου απασχόλησης, συνεχόμενη άδεια ανατροφής τέκνου, δεν συνιστά μονομερή μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αλλά, αν είναι αδικαιολόγητη, αποτελεί καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος, εφόσον δεν υπαγορεύεται από την ανάγκη ορθολογικής και ομαλής λειτουργίας της επιχείρησής του αλλά αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση άλλων και άσχετων με αυτήν επιδιώξεων. Περαιτέρω, η δήλωση του εργαζόμενου περί οικειοθελούς αποχώρησης από την εργασία του εξομοιώνεται με εργοδοτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν δεν είναι προϊόν αυτοπροαίρετης απόφασης αλλά αποτέλεσμα εξαναγκασμού από τον εργοδότη υπό περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει αναμφίβολα η πρόθεσή του για λύση της εργασιακής σύμβασης, αφού στην περίπτωση αυτή ουσιαστικά η δήλωση παραίτησης του μισθωτού έπεται, ενώ η εκδήλωση της εργοδοτικής πρόθεσης προηγείται (ΕφΑθ. 8667/2006, ΔΕΕ 2007/844). Εξάλλου, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι, αν η ως άνω μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την επαγγελματική μείωση που υφίσταται ανεπίτρεπτα (ΑΠ 269/2020, ΑΠ 1322/2020, ΑΠ 132/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 195/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το ύψος (ποσό) της οποίας καθορίζει το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, δηλαδή των συνδεόμενων με την προσβολή αυτή και τους διαδίκους συνθηκών και ιδιοτήτων, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με το είδος της προσβολής που αποτελεί τη βάση της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση (ΑΠ 130/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, μόνη η άκυρη απόλυση του μισθωτού είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω καταχρηστικότητας δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου και δεν δύναται να θεμελιώσει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς τη συνδρομή άλλων στοιχείων, όπως συμβαίνει αν δεν εκτίθεται ότι επιφέρει ταυτόχρονα μείωση της προσωπικότητάς του στο εργασιακό και εν γένει στο κοινωνικό του περιβάλλον και αμφισβήτηση της επαγγελματικής του υπόληψης και αξίας (ΑΠ 1540/2006, ΜονΕφΘεσ. 2836/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΛαρ. 208/2017, ΝοΒ 2018/1481, ΜονΕφΠειρ. 2/2014, Δνη 2015/166, ΕφΠειρ. 678/2001, ΔΕΕ 2002/1280, ΕφΑθ. 5592/1999, Δνη 2000/1402, ΕφΑθ. 2466/1993, ΔΕΝ 1995/496 = ΕΕμπΔ 1994/419 = ΕΕΔ 1994/1083).

Εν προκειμένω, με την αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι το έτος 2016 γνωστοποίησε στην εναγόμενη ότι νυμφεύθηκε με τον μάρτυρα αποδείξεως ………….., ότι το έτος 2017 απέκτησε το πρώτο της παιδί, χωρίς η ανατροφή του να προκαλέσει προβλήματα στην εργασιακή σχέση της με την εναγομένη, ότι στις 5.5.2019 έλαβε άδεια κυήσεως, καθώς εγκυμονούσε το δεύτερο τέκνο της, που γεννήθηκε την 1η.7.2019, ότι στις 18.3.2020 επανήλθε στην εργασία της, ότι αμέσως αιτήθηκε να λάβει άδεια ανατροφής του υπό μορφή συνεχόμενης απουσίας από την εργασία της για χρονικό διάστημα εξήντα πέντε [65] ημερών, σύμφωνα με τις νόμιμες προβλέψεις, αντί της παροχής της εργασίας της με μειωμένο ωράριο, ότι η εναγόμενη αρνήθηκε όχι μόνο να ικανοποιήσει το αίτημά της αυτό, αντίθετα προς ό,τι είχε συμβεί μετά τη γέννηση του πρώτου τέκνου της αλλά και να αποδεχθεί μειωμένο ωράριο και ότι την εξανάγκασε σε παραίτηση, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της μητρότητας με άλλον τρόπο. Με βάση τα περιστατικά αυτά, τα οποία χαρακτήρισε ως μονομερή δυσμενή μεταβολή των όρων της εργασιακής της συμβάσεως, ζήτησε να της επιδικαστεί αποζημίωση απολύσεως. Επιπλέον ζήτησε τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υποστήριξε ότι υπέστη λόγω της αρνήσεως αυτής, επικαλούμενη προς θεμελίωσή της, α] ότι υποχρεώθηκε να καταβάλει εξ ιδίων το κόστος της ασφάλισής της ως εργαζόμενης υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης για τους τρεις [3] τελευταίους μήνες (Φεβρουάριο έως και Απρίλιο του έτους 2019) πριν τον τοκετό, επειδή η εναγόμενη αποδέχθηκε σχετικό αίτημά της υπό τον όρο να μην επιβαρυνθεί η ίδια με τη δαπάνη των εργοδοτικών εισφορών, β] ότι η άρνηση της εναγομένης να ικανοποιήσει το παραπάνω αίτημά της αιτιολογήθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπό της, αφενός, με το επιχείρημα ότι δεν είχε υποχρέωση να προσλάβει άλλον εργαζόμενο στη θέση της, όπως είχε συμβεί μετά τη γέννηση του πρώτου τέκνου της και, αφετέρου, με τη φράση «δεν θα πληρώσω εγώ τη νύφη», επειδή η ενάγουσα έτεκε και δεύτερο τέκνο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής της στην επιχείρησή του, γ] ότι μετά την (εξαναγκασμένη) παραίτησή της υποχρεώθηκε να βεβαιώσει ενυπογράφως ότι είχε λάβει τις αυξημένες αποδοχές που συνεπαγόταν η ασφάλισή της ως πλήρως απασχολούμενης, ενώ αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και δ] ότι μετά την απόλυσή της περιήλθε σε οικονομικό μαρασμό, ανέχεια και οικονομικό αδιέξοδο. Ενόψει του ότι κατά τα αμέσως πιο πάνω αναφερθέντα η άρνηση της εναγομένης εκδηλώθηκε στο πλαίσιο ενάσκησης νόμιμου δικαιώματός της, για την ευδοκίμηση των αξιώσεών της η ενάγουσα όφειλε να επικαλεστεί ότι η επίμαχη συμπεριφορά της αντιδίκου της συνιστούσε κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε για λόγους άσχετους με την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησής της και προς εξυπηρέτηση άλλων σκοπών, όπως ο εξαναγκασμός της ενάγουσας σε παραίτηση. Τέτοια όμως περιστατικά η τελευταία στην αγωγή της δεν περιέλαβε. Αντιθέτως, εξέθεσε ότι ως αιτιολογία της μη αποδοχής του ενδίκου αιτήματός της προβλήθηκε η αδυναμία της ενάγουσας να προσλάβει άλλον υπάλληλο στη θέση της, ισχυρισμός ο οποίος ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του από ουσιαστική άποψη δεν μπορεί κατ’ αντικειμενική κρίση να θεωρηθεί άνευ ετέρου καταχρηστικός. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, που θεώρησε το αίτημα αυτό νόμιμο και εν συνεχεία βάσιμο με την παραδοχή ότι η εναγόμενη επέδειξε καταχρηστική συμπεριφορά επειδή «… η ενάγουσα μπορούσε ευχερώς να αντικατασταθεί από άλλο υπάλληλο χωρίς να προκληθεί δυσλειτουργία στην επιχείρηση της εναγομένης και ενώ θα καλύπτονταν οι λειτουργικές ανάγκες και η αποδοτικότητά της…» και επειδή «…η εναγόμενη είχε σε κάθε περίπτωση πρόθεση τερματισμού της εργασιακής σχέσης..», που δεν αντιστοιχούσαν σε ισχυρισμούς προβληθέντες από την ενάγουσα, χωρίς ταυτόχρονα να δεχθεί και ότι η ενάγουσα αρνήθηκε τη χορήγηση ακόμα και μειωμένου ωραρίου (ορθώς, βέβαια, διότι τέτοια άρνηση από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν επιβεβαιώθηκε), έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Σε παρόμοιο σφάλμα νομικής υπαγωγής αλλά ταυτόχρονα και αποδεικτικό αυτή την φορά, υπέπεσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επειδή ακολούθως δέχθηκε, πρώτον, ότι  η ενάγουσα εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, δεύτερον, ότι ο εξαναγκασμός της αυτός εξομοιώνεται με μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εκ μέρους της εργοδότριας – εναγομένης και, τρίτον, ότι «…λόγω της ως άνω παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης και της συνεπαγόμενης προσβολής της προσωπικότητάς της, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει χρηματική ικανοποίηση…». Το σφάλμα του έγκειται κυρίως στη εξαγωγή (συνεπαγωγικώς) συμπεράσματος περί πρόκλησης ηθικής βλάβης στην ενάγουσα από μόνη την επίδειξη καταχρηστικής και, επομένως, παράνομης συμπεριφοράς της εναγομένης, που οδήγησε στην παραίτηση της ενάγουσας, την οποία η εκκαλουμένη εξομοίωσε με μονομερή εργοδοτική καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας, αν και, υπό τις (εσφαλμένες βέβαια) παραδοχές της, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω αποδείχθηκε μόνον άκυρη απόλυση της ενάγουσας λόγω καταχρηστικότητας, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δε συνιστά, μόνη αυτή, συμπεριφορά προσβλητική της προσωπικότητας του απολυόμενου εργαζόμενου και δεν δύναται να θεμελιώσει αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, χωρίς τη συνδρομή άλλων περιστατικών. Τέτοια περιστατικά, μειωτικά της επαγγελματικής υπόληψης και της ηθικής της αξίας, η ενάγουσα δεν επικαλέστηκε. Πράγματι, τα υπ’ αυτής αναφερθέντα (υπό στοιχ. α΄, γ΄ και δ΄ ανωτέρω) περιστατικά δεν συνδέονται αιτιωδώς με την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς της, επειδή το μεν πρώτο προηγείται του φερόμενου ως εξαναγκασμού της σε παραίτηση και τα λοιπά έπονται αυτού, ανεξαρτήτως μάλιστα του ότι η οικονομική δυσχέρεια που εκ των πραγμάτων συνήθως συνοδεύει κάθε απόλυση εργαζομένου από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, δεν συνεπάγεται αστική ευθύνη του τελευταίου προς αποκατάσταση των συνεπειών της στην ηθική σφαίρα του απολυθέντος. Η δε επικληθείσα φράση του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης (ως ανωτέρω υπό στοιχ. β΄), που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μειωτική της ηθικής υπόστασης της ενάγουσας, δεν αποδείχθηκε ότι ειπώθηκε, δεδομένου ότι επιβεβαιώνεται μόνον από την ένορκη βεβαίωση της ……….., που δεν ήταν αυτήκοη μάρτυρας και μεταφέρει όσα της γνωστοποιήθηκαν από την ενάγουσα, με αποτέλεσμα να μην παρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ασφαλή βάση σχετικού συμπεράσματος. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε την αγωγή κατά τα αντίστοιχα κεφάλαιά της και επιδίκασε στην ενάγουσα τα χρηματικά ποσά των εννιακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και είκοσι λεπτών (958,20 €) ως αποζημίωση απολύσεως και των δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης έσφαλε και πρέπει, κατά παραδοχή του έκτου κύριου και των δεύτερου, κατά το τρίτο σκέλος του και πέμπτου πρόσθετων λόγων έφεσης, να εξαφανιστεί ως προς τα κεφάλαια αυτά και μόνον.

VIII. Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο του κυρίου δικογράφου της, όπως συμπληρώνεται με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα αμυντικό ισχυρισμό της ότι η άσκηση της ένδικης αγωγής, με την οποία επιδιώχθηκε η ικανοποίηση περιουσιακών αξιώσεων της ενάγουσας, είναι καταχρηστική, καθόσον, ειδικότερα, η τελευταία με θετικές ενέργειές της της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις αξιώσεις αυτές. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η εφεσίβλητη παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς ουδέποτε να ισχυριστεί ότι υποαμείβεται, αντιθέτως, λάμβανε τις νόμιμες αποδοχές  της, χωρίς ουδέποτε να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεών της και υπέγραφε άνευ επιφυλάξεως στα βιβλία αδειών και τις τροποποιητικές εργασιακές της συμβάσεις. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι νόμιμος προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος της ενάγουσας αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος αυτής της τελευταίας απορρέοντος από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υποστηρίζοντας ότι την έχει εξοφλήσει πλήρως. Και αν όμως γινόταν δεκτό ότι ο ισχυρισμός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 ΚΠολΔ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, στα οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικότητας, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της ιδίας διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αφού η ενάγουσα δεν μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός της στη δικαστική επιδίωξη των νομίμων απαιτήσεών της από την παροχή της εργασίας της, δεδομένου ότι και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη είσπραξη από την ενάγουσα των αποδοχών της ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις της από την προσφορά της εργασίας της, η παραίτηση αυτή (νοούμενη ως άφεση χρέους) είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (παραίτηση) λαμβάνει χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη (ΑΠ 166/2016, ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 495/2006, ΔΕΕ 2006/948, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονEφΠειρ. 698/2014, Δνη 2015/504, ΜονΕφΠειρ. 626/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208). Άλλωστε, η περιγραφόμενη στάση της ενάγουσας συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά της, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον επίμαχο ισχυρισμό της εναγομένης και, αφού συμπληρωθούν οι αιτιολογίες της απορριπτικής κρίσεως της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, οι ερευνώμενες αιτιάσεις θα απορριφθούν ως αβάσιμες.

IX. Μετά ταύτα πρέπει, κατά μερική παραδοχή του κύριου και του πρόσθετου δικογράφου της έφεσης κατά τους ευδοκιμήσαντες ανωτέρω λόγους τους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τις αντίθετες κρίσεις της και, αφού διακρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ ουσίαν, να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά τα κεφάλαιά της που αφορούν την αποζημίωση απολύσεως της ενάγουσας και την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης.

Χ. Κατόπιν αυτών παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση του παραδεκτώς με τις προτάσεις της υποβληθέντος αιτήματος της εκκαλούσας – εναγομένης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στην ενάγουσα του χρηματικού ποσού των τεσσάρων χιλιάδων  ευρώ (4.000 €), ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, πλέον των εξόδων επιταγής προς εκτέλεση, το οποίο θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 525 § 3 και 914 ΚΠολΔ, αφού το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης καταψήφισης υπερβαίνει το καταβληθέν.

ΧΙ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Σημειώνεται ότι ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), το κατατεθέν παράβολο δεν θα αποδοθεί, καθόσον άλλωστε δεν αποδεικνύεται ότι καταβλήθηκε η αξία του με την προσκομιδή αντίστοιχης έγγραφης απόδειξης τραπεζικού ιδρύματος.

XII. Με τη διάταξη του άρθρου 206 ΚΠολΔ, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας και κοσμιότητας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως χωρίς χρονικό περιορισμό, να διατάσσει τη διαγραφή από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων, φράσεων που είναι εξυβριστικές ή ανάρμοστες και αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτές θεμελιώνουν την ειδική υπόσταση της εξύβρισης ή άλλου εγκλήματος κατά της τιμής και της υπόληψης διαδίκου, πληρεξουσίου δικηγόρου ή και του δικαστηρίου. Κάθε διάδικος, κατά την υπεράσπιση των απόψεών του σε σχέση με την επίδικη διαφορά και κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών του αντιδίκου του, υπέχει υποχρέωση τηρήσεως του επιβαλλόμενου μέτρου ευπρέπειας κατά την εκφορά του δικανικού λόγου και κατά τη σύνταξη των δικογράφων και των προτάσεών του και οφείλει να αποφεύγει, όταν μάλιστα τούτο δεν είναι αναγκαίο για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων του, φράσεις με οξείς χαρακτηρισμούς και κρίσεις σε βάρος του αντιδίκου του ή του δικαστικού πληρεξουσίου του ή του δικαστηρίου, οι οποίες ενέχουν καταφρονητική ή ειρωνική μεταχείριση είτε ονειδισμό και περιφρόνηση των λοιπών παραγόντων της δίκης (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 1264/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 156/2013, ΕπισκΕΔ 2013/165 = ΕφΑΔ 2013/654, ΑΠ 1386/2008, Δνη 2011/1010, ΑΠ 1602/2005, ΑΠ 1042/2004, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1590/2003, ΝοΒ 2004/970). Αρμοδιότητα για την διαγραφή έχει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφο ή οι προτάσεις του διαδίκου, στο οποίο διαλαμβάνονται οι επίμαχες φράσεις (ΑΠ 794/2017, ΑΠ 1436/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η περί διαγραφής απόφαση δεν αφορά σε διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος ούτε συνιστά επιβολή πειθούς, κατά την τεχνική του όρου έννοια αλλά συνιστά ηθική κύρωση, της οποίας οι συνέπειες αντανακλούν στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου, που συνέταξε το κείμενο που περιέχει τις εξυβριστικές ή ανάρμοστες φράσεις, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά των διαδίκων πρέπει να εκδηλώνεται στα όρια της ευπρέπειας (ΑΠ 620/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, η χρήση του μέτρου αυτού από τα δικαστήρια απαιτεί περίσκεψη, για να κριθεί αντικειμενικά αν οι επίμαχες κάθε φορά φράσεις συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που απαιτεί ο νόμος και φειδώ, προκειμένου να μην καταλήξει σε κατασταλτική λογοκρισία. Οι υπερβολές στις εκφράσεις και οι οξείς χαρακτηρισμοί πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολογική έρευνα ώστε να αποτρέπεται σύγχυση των ορίων τους με τους κανόνες της ευπρέπειας (ΕφΑθ. 7403/2007, Δνη 2008, ΕφΑθ. 5779/2003, Δνη 2004/208, ΕφΠειρ. 773/2003, Δνη 2004/207). Πάντως, ανάρμοστες είναι γενικά οι φράσεις που είτε φανερώνουν καταφρόνηση προς τους δικαστές που εξέδωσαν προηγούμενες αποφάσεις και προς τη δικαιοσύνη γενικότερα (ΑΠ 489/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) είτε υπαινίσσονται αναπόδεικτα συνειδητή μεροληψία δικαστών που δίκασαν προηγουμένως (ΟλΣτΕ 67/2009, ΔΔίκη 2010/859, ΑΠ 411/1992, Δνη 1993/1293, ΑΠ 446/1988, Δνη 1989/71 = ΕΕΝ 1989/226) ή που προσάπτουν τη μομφή της «ατυχούς και πεπλανημένης» σε προηγούμενη δικαστική κρίση (ΟλΣτΕ 169/2010, ΕΔΔΔΔ 2010/437 = ΕΔΚΑ 2010/234 = ΑρχΝ 2010/355, βλ. και Π. Κοντογεωργακόπουλου, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205 – 207 ΚΠολΔ, σε ΝοΒ 2017/15 επομ., Γ. Διαμαντόπουλου, Οι ποινές τάξης των άρθρων 205 – 207 ΚΠολΔ, σε Δνη 2007/16 επομ.).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα στη σελίδα 19 του δικογράφου των από 10.2.2022 πρόσθετων λόγων έφεσης, που απηύθυνε στο Δικαστήριο αυτό, περιέλαβε και τις ακόλουθες φράσεις και περικοπές: 1] αναφερόμενη στην αξιολόγηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την περικοπή «…η εκκαλουμένη έσφαλε και μάλιστα δεινώς, εκφέροντας παντελώς αυθαίρετη και μεροληπτική κρίση υπέρ της αντιδίκου και με πρωτοφανή στα νομολογιακά χρονικά προχειρότητα έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή της…» και 2] αναφερόμενη στην απόρριψη του ισχυρισμού περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής την φράση «Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε και την εν λόγω ένστασή μας, χωρίς επί της ουσίας αιτιολογία, σαν να μην ήθελε να κρίνει επί της πολύ σοβαρής αδράνειας ως προς την άσκηση της αγωγής της αντιδίκου και της εν συνόλω καταχρηστικής συμπεριφοράς της». Οι φράσεις αυτές δεν ανταποκρίνονται στην αρμόζουσα ευπρέπεια και σοβαρότητα και πρέπει να διαγραφούν ως ανάρμοστες, επειδή προσβάλλουν τη Δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς συνιστούν αναπόδεικτη μομφή μεροληψίας και ενέχουν αδικαιολόγητη οξύτητα και καταφρονητική διάθεση προς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, του οποίου πλήττεται με τρόπο απαξιωτικό η δικαιοδοτική κρίση, χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των ισχυρισμών της εκκαλούσας. Συνεπώς, πρέπει, αυτεπαγγέλτως και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 206 ΚΠολΔ, να διαγραφούν από το ως άνω δικόγραφο στο οποίοι περιέχονται.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία την έφεση, τους πρόσθετους αυτής λόγους και την αντέφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1543/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Απορρίπτει την αντέφεση ως απαράδεκτη.

Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της και μόνον.

Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500 €).

Διατάσσει τη διαγραφή από το δικόγραφο των από 10.2.2023 πρόσθετων λόγων έφεσης των φράσεων και περικοπών που μνημονεύονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ