Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 648/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  648/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

A. Των εκκαλούντων – εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη: 1) ………. και 2) ……………., υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος … ……………….. που απεβίωσε την 24.08.2010, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης).

Των εφεσίβλητων: 1) δεύτερου εναγόμενου …………., 2) πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στο ……………… και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην …………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους ο πρώτος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), η τρίτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική-Ιωάννα Στάικου (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και η τέταρτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Χαλακατεβάκη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Β. Των καλούντων – εφεσίβλητων – εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη: 1) …….. και 2) …………υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος . ……………….. που απεβίωσε την 24.08.2010, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης).

Των καθ’ ων η κλήση: 1) εφεσίβλητου – δεύτερου εναγόμενου ……….. 2) εκκαλούσας – πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» που εδρεύει στο ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, 3) εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 4) εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους ο πρώτος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜ … Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), η τρίτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική-Ιωάννα Στάικου (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και η τέταρτη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Χαλακατεβάκη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Γ. Της εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Χαλακατεβάκη (ΑΜ ……… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη – δεύτερου εναγόμενου: 1) ………. και 2) ………, υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος . ……………….. που απεβίωσε την 24.08.2010, και 3) …………από τους οποίους η πρώτη και ο δεύτερος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης), ενώ ο τρίτος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Δ. Της εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» που εδρεύει στην ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική-Ιωάννα Στάικου (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Της εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως ενάγουσας – υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» που εδρεύει στο …………….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Ε. Της καλούσας – εκκαλούσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική-Ιωάννα Στάικου (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των καθ’ ων η κλήση – εφεσίβλητων – εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη: 1) ………. και 2) …………… υπό την ιδιότητά τους ως νόμιμων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικώς ενάγοντος……………….. που απεβίωσε την 24.08.2010, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Διαλυνά (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης).

Ο αρχικώς ενάγων……………….. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 20.01.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……/2010 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μετά δε τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου αυτού την 24.08.2010, οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ………………. και …………., με την από 04.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2015 και ειδικό ……./2015 κλήση τους επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη. Ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων – δεύτερος κυρίως εναγόμενος άσκησε την από 02.03.2010 και με αριθμό κατάθεσης …../2010 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη άσκησε την από 19.10.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……./2011 πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα – πρώτη κυρίως εναγόμενη άσκησε την από 21.02.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/2011 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη άσκησε την από 15.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης ……/2012 πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 129/2019 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την κύρια αγωγή, τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και τις πρόσθετες παρεμβάσεις, έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή, απέρριψε τις πρόσθετες παρεμβάσεις και έκανε δεκτές τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) οι εκούσια επαναλαμβάνοντες τη δίκη ……… και ……………., κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκαν πρωτοδίκως, με την από 06.09.2019 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/18.09.2019 και ειδικό ……/18.09.2019 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../14.11.2019 και ειδικό …../14.11.2019, για τη δικάσιμο της 07.05.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, και μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 96/2020 πράξης της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, στη δικάσιμο της 03.06.2021, κατόπιν αναβολής στη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν νέας αναβολής στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, (Β) η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», με την από 21.05.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/27.05.2021 και ειδικό …../27.05.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./27.05.2021 και ειδικό …../27.05.2021, για τη δικάσιμο της 17.11.2022, ενώ επανήλθε προς συζήτηση με την από 01.06.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../01.06.2021 και ειδικό …../01.06.2021 κλήση των εφεσίβλητων – εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη ………… και ……………., που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο, (Γ) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με την από 28.05.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../01.06.2021 και ειδικό …../01.06.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../03.06.2021 και ειδικό …../03.06.2021, για τη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο, (Δ) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….», με την από 15.07.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/23.07.2020 και ειδικό …../23.07.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../23.07.2020 και ειδικό …../23.07.2020, για τη δικάσιμο της 03.06.2021, κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν νέας αναβολής για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, (Ε) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………», με την από 26.05.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../31.05.2021 και ειδικό ……/31.05.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../31.05.2021 και ειδικό …../31.05.2021, για τη δικάσιμο της 17.11.2022, ενώ επανήλθε προς συζήτηση με την από 07.09.2021 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/07.09.2021 και ειδικό ……./07.09.2021 κλήση της, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο και την εκφώνησή τους από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Στην προκειμένη περίπτωση νομίμως φέρονται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, η υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεση, με την από 01.06.2021 κλήση η υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεση, η υπό στοιχείο Γ’ από 28.05.2021 έφεση, η υπό στοιχείο Δ’ από 15.07.2020 έφεση και με την από 07.09.2021 κλήση η υπό στοιχείο Ε’ από 26.05.2021 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 127/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.

Με τις κρινόμενες υπό στοιχεία Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Ε’ εφέσεις προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 127/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η από 20.01.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……../2010 κύρια αγωγή του αρχικώς ενάγοντος Παναγιώτη ……………….., μετά δε τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου αυτού την 24.08.2010, επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του …….. και …………, η από 02.03.2010 και με αριθμό κατάθεσης ……../2010 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η από 19.10.2011 και με αριθμό κατάθεσης 9790/2011 πρόσθετη παρέμβαση, η από 21.02.2011 και με αριθμό κατάθεσης …../2011 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και η από 15.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης 8296/2012 πρόσθετη παρέμβαση, έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή, ενώ απορρίφθηκαν οι πρόσθετες παρεμβάσεις και έγιναν δεκτές οι προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές. Ειδικότερα, την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) οι εκούσια επαναλαμβάνοντες τη δίκη ………και ………., κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκαν πρωτοδίκως, με την υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεσή τους, στρεφόμενη κατά των εναγόμενων της κύριας αγωγής και των προσεπικαλούμενων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων, με την οποία πλήττεται η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε το κονδύλιο χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ και κατά το κεφάλαιό της με το οποίο επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 15.000,00 ευρώ και ζητούν την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνουν εν όλω δεκτά τα σχετικά κονδύλια της κύριας αγωγής. Τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Α’ έφεσης επέσπευσαν οι εκκαλούντες, οι οποίοι και επέδωσαν ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./18.09.2019 και ειδικό …/18.09.2019 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./14.11.2019 και ειδικό …../14.11.2019 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τον εφεσίβλητο – δεύτερο εναγόμενο, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο της 07.05.2020 (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/15.07.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ……….), κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτησή της, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, και μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 96/2020 πράξης της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Σπυριδούλας Μακρή, στη δικάσιμο της 03.06.2021, κατόπιν αναβολής στη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν νέας αναβολής στη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, χωρίς να απαιτείται να επιδοθεί κλήση προς τον εφεσίβλητο – δεύτερο εναγόμενο, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/1920, πλην όμως εκ περισσού επιδόθηκε σ’ αυτόν (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …/10.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……). (Β) η πρώτη εναγόμενη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», με την υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεσή της, στρεφόμενη κατά των εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη και του δεύτερου εναγόμενου της κύριας αγωγής, και κατά των προσεπικαλούμενων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή. Τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Β’ έφεσης αρχικά επέσπευσε η εκκαλούσα, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …/27.05.2021 και ειδικό …/27.05.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../27.05.2021 και ειδικό …../27.05.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τον εφεσίβλητο – δεύτερο εναγόμενο, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο της 17.11.2022 (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …./28.05.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….), στη συνέχεια δε επέσπευσαν τη συζήτηση οι εφεσίβλητοι – εκούσια επαναλαμβάνοντες τη δίκη ………. και ………., για τη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, με την από 01.06.2021 κλήση τους, που επιδόθηκε στον εφεσίβλητο – δεύτερο εναγόμενο (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../10.11.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……….). (Γ) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………», με την υπό στοιχείο Γ’ από 28.05.2021 έφεσή της, στρεφόμενη κατά των εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη και του δεύτερου εναγόμενου της κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή. Τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Γ’ έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../01.06.2021 και ειδικό …./01.06.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …../03.06.2021 και ειδικό …./03.06.2021 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τον εφεσίβλητο – δεύτερο εναγόμενο, ως παραλήπτη του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο της 13.01.2022 και κατόπιν αναβολής κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/08.06.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς ……..). (Δ) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», με την υπό στοιχείο Δ’ από 15.07.2020 έφεσή της, στρεφόμενη κατά της πρώτης εναγόμενης της κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγουσας και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον της προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. (Ε) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………..», με την υπό στοιχείο Ε’ από 26.05.2021 έφεσή της, στρεφόμενη κατά των εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη της κύριας αγωγής και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση των κρινόμενων υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεων και κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος – δεύτερος εναγόμενος δεν παραστάθηκε, αν και είχε κληθεί, νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα προαναφερθέντα. Συνεπώς, πρέπει ο εφεσίβλητος – δεύτερος εναγόμενος να δικαστεί ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από τους παριστάμενους διαδίκους αντίγραφα των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεων του εφεσίβλητου – δεύτερου εναγόμενου που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται, ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα εάν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 του ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, με δικό του όνομα, έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος, προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, ήτοι εκείνου από τον οποίο ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας (ΑΠ 1188/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 215/2013 ΕλλΔνη 2014. 1477, ΕφΑθ 6465/2009 ΕλλΔνη 2010. 256), εκουσίως ή μετά από προσεπίκληση (άρθρο 88 του ΚΠολΔ ), πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι επί πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι του κυρίου διαδίκου, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη δεν εκτείνεται και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος, ως δικονομικού εγγυητή προς τον αντίδικό του, ως τέτοιου νοουμένου του αντιδίκου του, υπέρ ου η παρέμβαση, κυρίου διαδίκου και συνεπώς, πρόκειται περί απλής και όχι αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδ. β’ του ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1741/2012, ΧΡΙΔ 2013. 367, ΕφΑθ 677/2011 ΕΦΑΔ 2011. 880, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ. 2013. 1115, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007. 569). Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που παρενέβη στην πρωτοβάθμια δίκη είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος (ΕφΠειρ 53/2020 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΔωδ 63/2018 ΝΟΜΟΣ). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (οπότε η έφεση κατ’ άρθρο 517 εδ. β’ του ΚΠολΔ  έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού), η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ του αντιδίκου του, δικονομικού εγγυητή, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος, επέχει θέση κλήτευσής του προς συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ’, 502, 517, 558 και 271 του ΚΠολΔ , με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο, διότι αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 401/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010. 340, ΕφΔωδ 161/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005. 296). Περαιτέρω, εάν στο πρώτο βαθμό συζητήθηκε αφενός η κύρια αγωγή μεταξύ των αρχικών διαδίκων και αφετέρου προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου αρχικού διαδίκου με παρεμπίπτουσα αγωγή προς τον δικονομικό εγγυητή του, ο δε προσεπικληθείς ασκήσει παρέμβαση, τότε αν απορριφθεί η κύρια αγωγή, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση ή αντέφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου. Αντιθέτως μόνο ο κυρίως εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει την έφεση του και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου από αυτόν ώστε να μεταβιβασθεί η υπόθεση κατά το οικείο κεφάλαιο της προσεπίκλησης και της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 485/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1961/1986 ΕλλΔνη 29. 282, ΕφΑθ 3074/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 261/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 94/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 462/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σε περίπτωση εναγωγής περισσοτέρων εις ολόκληρον ευθυνόμενων, κατ’ άρθρα 481 – 488 του ΑΚ, ιδρύεται σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 740/2000 ΕλλΔνη 2001. 101, ΕφΑθ 2060/2023 ΝΟΜΟΣ). Επί απλής ομοδικίας η έφεση ή αντέφεση ομοδίκου στρέφεται υποχρεωτικά κατά του αντιδίκου ή των ομοδικούντων αντιδίκων ως προς τους οποίους επιδιώκει ο εκκαλών την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όχι όμως και κατά των ομοδίκων του, εκτός αν η απόφαση περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή διάταξη για τους ομοδίκους του ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου. Αν δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση η έφεση που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αφορά τη νομιμοποίηση κατ’ άρθρο 68 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3865/2023 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 338, 342 σελ. 160, 162). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ένδικες υπό στοιχεία Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Ε’ εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, και ειδικότερα η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 18.09.2019, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……./18.09.2019 και ειδικό …./18.09.2019 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 27.05.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../27.05.2021 και ειδικό …../27.05.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η κρινόμενη υπό στοιχείο Γ’ από 28.05.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 01.06.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./01.06.2021 και ειδικό …./01.06.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η κρινόμενη υπό στοιχείο Δ’ από 15.07.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 23.07.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../23.07.2020 και ειδικό …./23.07.2020 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση και η κρινόμενη υπό στοιχείο Ε’ από 26.05.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 31.05.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/31.05.2021 και ειδικό …./31.05.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης την 15.01.2019, άρχισε να τρέχει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε την 15.01.2021, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξαιτίας αυτής μη υπολογισμού των χρονικών διαστημάτων από την 13.03.2020 έως την 31.05.2020 (2 μήνες και 18 ημέρες) και από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021 (5 μήνες), και συνολικά χρονικού διαστήματος 7 μηνών και 18 ημερών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η διετής προθεσμία κατά την άσκηση των ενδίκων υπό στοιχεία Α’, Β’, Γ’, Δ’ και Ε’ εφέσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 18.09.2019, την 27.05.2021, την 01.06.2021, την 23.07.2020 και την 31.05.2021, αντίστοιχα, καθόσον τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα και με τη ρητή πλέον πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022. Εντούτοις, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεση ως προς την τρίτη των εφεσίβλητων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας της πρώτης κυρίως εναγόμενης, και ως προς την τέταρτη των εφεσίβλητων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……….», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του δεύτερου κυρίως εναγόμενου. Τούτο, ειδικότερα, διότι, η τρίτη και η τέταρτη των εφεσίβλητων δεν έλαβαν μέρος στη δίκη, που διεξήχθη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως αντίδικοι των εκκαλούντων – εκούσια επαναλαμβανόντων την κύρια δίκη .……. και ………., αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αυτές δεν άσκησαν πρωτοδίκως, υπέρ του υπόχρεων σε αποζημίωση έναντι των κυρίων διαδίκων, αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, επί των οποίων και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ του παρεμβαίνοντος και του υπέρ ου η παρέμβαση, απαιτείται να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, αλλά αντιθέτως αυτές άσκησαν, κατόπιν των από 21.02.2011 και από 02.03.2020, αντίστοιχα, προσεπικλήσεων, τις από 15.10.2012 και από 19.10.2011, αντίστοιχα, απλές πρόσθετες παρεμβάσεις. Συνεπώς, οι καθ’ ων η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενες στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έχουν καταστεί στην από 20.01.2010 κύρια αγωγή διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτών η υπό στοιχείο Α’ έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη της κύριας αγωγής. Επομένως, αναφορικά με την τρίτη και την τέταρτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019  έφεση ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73 και 517 του ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ των εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και της τρίτης και της τέταρτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ομοίως, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεση ως προς πέμπτη των εφεσίβλητων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του δεύτερου κυρίως εναγόμενου, καθόσον, για τους ίδιους ως άνω λόγους, αυτή δεν έχει καταστεί διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχείο Β’ έφεση της ηττηθείσας πρώτης εναγόμενης της κύριας αγωγής. Επιπλέον, η υπό στοιχείο Β’ έφεση όσον αφορά στον τρίτο εφεσίβλητο – δεύτερο εναγόμενο της κύριας αγωγής, ο οποίος, λόγω της φύσης της διαφοράς, ήταν απλός ομόδικος με την εκκαλούσα – πρώτη  εναγόμενη της κύριας αγωγής, και μάλιστα αντίδικος των εκούσια επαναλαμβανόντων την κύρια δίκη που νίκησαν εν μέρει, η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για την εκκαλούσα και ευνοϊκή για τον ομόδικο της διάταξη, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτόν, πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αυτός δεν ήταν νικήσας διάδικος στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΑΠ 827/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 171/2023 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αναφορικά με τον τρίτο και την πέμπτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεση ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73 και 517 του ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και της παρισταμένης πέμπτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επομένως, πρέπει η υπό στοιχείο Α’ έφεση ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εφεσίβλητων, η υπό στοιχείο Β’ έφεση ως προς την πρώτη, τον δεύτερο και την τέταρτη των εφεσίβλητων, καθώς και οι υπό στοιχεία Γ’, Δ’ και Ε’ εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες τα παράβολα των 150,00 ευρώ που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι η υπό στοιχείο Ε’ από 26.05.2021 έφεση της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», στρεφόμενη κατά των εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη της κύριας αγωγής, που συνιστά δεύτερη έφεση κατά της ίδιας απόφασης, δοθέντος ότι η ίδια έχει ήδη ασκήσει την υπό στοιχείο Δ’ από 15.07.2020 έφεση, στρεφόμενη κατά της πρώτης εναγόμενης της κύριας αγωγής – παρεμπιπτόντως ενάγουσας, δεν είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατ’ άρθρο 514 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι δεν επιτρέπεται δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο, καθόσον οι εφεσίβλητοι είναι διαφορετικά πρόσωπα, και κατά την έννοια της διάταξης του το άρθρου 514 του ΚΠολΔ το ανεπίτρεπτο ισχύει όταν και στις δύο εφέσεις υπάρχει ταυτότητα διαδίκων και προσβαλλόμενης απόφασης, αφού ναι μεν η διάταξη αναφέρεται μόνο στον εκκαλούντα, είναι προφανές όμως ότι περιλαμβάνει και τον εφεσίβλητο, διότι μόνο όταν υπάρχει ενεργητική και παθητική ταυτότητα διαδίκων εκπληρώνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός της διάταξης και δικαιολογείται η σχετική απαγόρευση (βλ. ΑΠ 1010/1999 ΕλλΔνη 1999. 1710).

Ο αρχικώς ενάγων……………….. στην από 20.01.2010 και με αριθμό κατάθεσης ………../2010 αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι την 13.05.2009 εισήχθη στη διαγνωστική, θεραπευτική και νοσηλευτική ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγόμενης, που χρησιμοποιεί προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς και λοιπό νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, προκειμένου να υποβληθεί από τον προστηθέντα από αυτήν δεύτερο εναγόμενο ιατρό, οφθαλμίατρο χειρουργό, σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καταρράκτη στον αριστερό οφθαλμό με τη μέθοδο laser, ότι ειδικότερα ο δεύτερος εναγόμενος διενεργούσε σε ασθενείς του ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του, καθώς και τη νοσηλεία αυτών, χρησιμοποιώντας τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της κλινικής της πρώτης εναγόμενης, καθώς και το παραϊατρικό και βοηθητικό προσωπικό αυτής, ενώ η πρώτη εναγόμενη επιμελείτο της νοσηλείας των ασθενών και χορηγούσε τα απαραίτητα υλικά και φάρμακα για τη διεκπεραίωση των ιατρικών πράξεων, και εισέπραττε από τους ασθενείς χωριστή αμοιβή για τις υπηρεσίες της, πλέον της εισπραττόμενης από τον δεύτερο εναγόμενο αμοιβής, και ως εκ τούτου ο δεύτερος εναγόμενος ήταν προστηθείς στην υπηρεσία της προστήσασας αυτόν πρώτης εναγόμενης, δεδομένου ότι από τη μεταξύ τους σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό, αφενός εξυπηρετείτο ο δεύτερος εναγόμενος που χρησιμοποιούσε την υποδομή και τις υπηρεσίες της κλινικής της πρώτης εναγόμενης, αφετέρου η τελευταία που χρησιμοποιούσε προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς, ότι πριν την επέμβαση η κατάσταση της υγείας των οφθαλμών του ήταν φυσιολογική, αφού δεν αντιμετώπιζε άλλο πρόβλημα πλην αυτό του καταρράκτη, ότι ενημέρωσε τον δεύτερο εναγόμενο ότι τυγχάνει νεφροπαθής ασθενής, ήτοι ανοσοκατεσταλμένος και με μειωμένο αμυντικό μηχανισμό, αυτός δε τον διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για χειρουργική επέμβαση ρουτίνας, η οποία θα συνοδευόταν από ομαλή αποκατάσταση της πορείας της υγείας των οφθαλμών του, ότι ενώ εισήχθη στο χειρουργείο την ώρα 8.15 π.μ. με τις διαβεβαιώσεις του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού ότι η επέμβαση θα είχε περατωθεί μέχρι την ώρα 9.30 π.μ., ο δεύτερος εναγόμενος εμφανίσθηκε μετά από 2,5 ώρες και στις επίμονες ερωτήσεις της συζύγου του αποκρίθηκε ότι δεν είχε χρεώσει τον τεχνητό φακό στην ασφαλιστική εταιρεία, διότι δεν μπόρεσε να τον τοποθετήσει στον οφθαλμό και ότι ο ασθενής δεν έβλεπε, ότι κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης και έχοντας πλήρη συνείδηση των διενεργούμενων, αφού η χορηγηθείσα αναισθησία (μέθη) δεν υπήρξε αποτελεσματική, αντιλήφθηκε ότι ενώ ο δεύτερος εναγόμενος είχε αφαιρέσει τον καταρράκτη με τη μέθοδο laser και επρόκειτο να τοποθετήσει τον τεχνητό φακό, ζήτησε από τις νοσηλεύτριες νυστέρι νούμερο 23, και μετά από παρέμβαση της προϊσταμένης, η οποία συμβουλεύθηκε τις σημειώσεις του ιατρού, του χορηγήθηκε νυστέρι νούμερο 21, προκειμένου να ανοίξει τον θύλακα, να καθαρίσει την περιοχή του οφθαλμού και να τοποθετήσει τον τεχνητό φακό, ότι ο δεύτερος εναγόμενος δεν μπόρεσε να ανοίξει τον θύλακα και διαμαρτυρόμενος ότι το νυστέρι δεν έκοβε, το πάτησε πιο δυνατά στην περιοχή του οφθαλμού, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ιατρογενή κάκωση, και δη αιμορραγία στην περιοχή του αριστερού οφθαλμού, την οποία επιχείρησε να σταματήσει μέσω αναρρόφησης, ότι από εκείνη τη στιγμή άρχισε να νιώθει φρικτούς πόνους στην περιοχή του αριστερού οφθαλμού, ενώ ο αιματοκρίτης του που κατά τον προεγχειρητικό έλεγχο ανερχόταν σε 32 μονάδες, μετά την επέμβαση ανήλθε σε 26 μονάδες, λόγω της απώλειας μεγάλης ποσότητας αίματος, συνεπεία της εκδηλωθείσας αιμορραγίας, ότι κατόπιν υπόδειξης του δεύτερου εναγόμενου επισκέφθηκε τον ειδικό χειρουργό …………., ο οποίος, αφού τον εξέτασε, του συνέστησε να αναμείνει την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του αριστερού οφθαλμού του κατά τους επόμενους 2-3 μήνες και κατόπιν να αποφασισθούν οι δέουσες ιατρικές ενέργειες, ότι την 20.05.2009 επισκέφθηκε τον οφθαλμίατρο χειρουργό …….., στο ιδιωτικό θεραπευτήριο “………..”, ο οποίος απεφάνθη ότι ο χειρουργηθείς οφθαλμός του ήταν κατακρεουργημένος, μετά δε την εξέταση αυτού διαπιστώθηκε ότι ο αριστερός οφθαλμός του είχε οπτική οξύτητα μόλις 1/10 – αντίληψη κινούμενης χειρός και παρουσίαζε οίδημα κερατοειδούς, ύφαιμα, μετεγχειρητική αφακία, εγκλωβισμό ίριδας στην τομή του κερατοειδούς άνω κροταφικά, αιμορραγία υαλοειδούς, υαλοειδοωχρική έλξη, παρεκτοπισμένα τμήματα φακού στον οπίσθιο θάλαμο, και του συστήθηκε άμεση επέμβαση υαλοειδεκτομής, ιριδοπλαστικής και ένθεσης ενδοφακού με σκληρική στήριξη στον αριστερό οφθαλμό, ότι ακολούθως υποβλήθηκε την 03.06.2009 σε νέα χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης του αριστερού οφθαλμού, και συγκεκριμένα σε υαλοειδεκτομή και συρραφή ενδοφακού, πλην όμως δεν κατέστη δυνατό να αποκατασταθεί η όρασή του, αφού ο αριστερός οφθαλμός του είχε οπτική οξύτητα μόλις 1/10 – αντίληψη κινούμενης χειρός, λόγω δε της καταστροφής σημαντικού τμήματος του κερατοειδούς, συστήθηκε σ’ αυτόν η μελλοντική υποβολή του σε επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, ότι ο δεύτερος εναγόμενος επιδεικνύοντας αμελή συμπεριφορά σε σχέση με τον μέσο συνετό ιατρό και ενεργώντας κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, από αμελείς πράξεις και παραλείψεις του και από εσφαλμένους διεγχειρητικούς χειρισμούς, προκάλεσε σ’ αυτόν ιατρογενή κάκωση, και δη αιμορραγία στην περιοχή του αριστερού οφθαλμού, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της κύριας πράξης, ήτοι της χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης καταρράκτη στον αριστερό οφθαλμό με τη μέθοδο laser, ότι οι ανωτέρω αμελείς πράξεις και παραλείψεις, καθώς και οι ανωτέρω εσφαλμένοι χειρισμοί του δεύτερου εναγόμενου είχαν ως αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αναπηρίας, και δη περιορισμού της οπτικής οξύτητας του αριστερού οφθαλμού σε μόλις 1/10, κατάσταση που θα τον συνοδεύει εφ’ όρου ζωής του και θα απαιτεί την υποβολή του σε νέες χειρουργικές επεμβάσεις αποκατάστασης της όρασής του, ότι εξαιτίας του προαναφερόμενου προβλήματος της όρασής του, αφενός δεν δύναται πλέον να πραγματοποιεί ανεμπόδιστα καθημερινές δραστηριότητες και ασχολίες, όπως έπραττε μέχρι τότε, αφετέρου φοβάται να εξέλθει της οικίας του μόνος του και η ψυχολογία του έχει καταρρακωθεί, αισθανόμενος ότι μειονεκτεί έναντι του κοινωνικού του περίγυρου. Με βάση αυτό το ιστορικό, μετά τη βίαιη διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του αρχικού ενάγοντος την 24.08.2010, οι νόμιμοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του ………. και …………. που επανέλαβαν εκουσίως τη δίκη, ζήτησαν, όπως παραδεκτώς κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ περιορίσθηκαν εν μέρει τα αγωγικά κονδύλια και τράπηκαν από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις τους, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομία του αρχικώς ενάγοντος, το ποσό των 350.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο δικαιοπάροχός τους από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος από την πρώτη εναγόμενη δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος από αμέλειά του και όντας υπόχρεος λόγω του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, προκάλεσε την ως άνω βλάβη της υγείας του αρχικώς ενάγοντος, επιφυλασσόμενοι να αξιώσουν το επιπλέον ποσό των 44,00 ευρώ παριστάμενοι ως πολιτικώς ενάγοντες ενώπιον των αρμοδίων ποινικών Δικαστηρίων, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τους καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας στην κληρονομία του αρχικώς ενάγοντος, το ποσό των 350.000,00 ευρώ ως χρηματική παροχή κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ, προκειμένου να μετριασθεί η δυσμενής για το επαγγελματικό και το κοινωνικό μέλλον του αρχικώς ενάγοντος επίδραση από την προαναφερόμενη μόνιμη αναπηρία του, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου και του νόμιμου εκπροσώπου της πρώτης εναγόμενης και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Ο δεύτερος εναγόμενος, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 02.03.2010 και με αριθμό κατάθεσης ………/2010 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον του, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………….», ως δικονομική του εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού και να τον υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών του, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής, μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και επαναλήφθηκε στις έγγραφες προτάσεις του, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να του καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στους επαναλαμβάνοντες εκουσίως τη δίκη και υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς ενάγοντος, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κυρίας αγωγής, μετά των τόκων και των εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής στους τελευταίους, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη. Η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με το από 19.10.2011 και με αριθμό κατάθεσης …../2011 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του δεύτερου εναγόμενου – προσεπικαλούντος, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως δικονομικής εγγυήτριας του τελευταίου, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η κύρια αγωγή, επικουρικώς δε σε περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή και η προσεπίκληση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, να περιορισθεί η ευθύνη της έναντι του δεύτερου εναγόμενου – προσεπικαλούντος στο ανώτατο όριο, ήτοι στο ποσό των 300.000,00 ευρώ, και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στη δικαστική της δαπάνη. Η πρώτη εναγόμενη, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 21.02.2011 και με αριθμό κατάθεσης ……/2011 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον της, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………», ως δικονομική της εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτής και να την υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής της ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρα 223, 294, 295 και 297 του ΚΠολΔ, περιορισμό του αρχικά καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής, μόνο στο αναγνωριστικό της σκέλος, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του και επαναλήφθηκε στην προσθήκη των προτάσεών της, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους επαναλαμβάνοντες εκουσίως τη δίκη και υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς ενάγοντος, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κυρίας αγωγής, μετά των τόκων και των εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής στους τελευταίους, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός της στη δικαστική της δαπάνη. Η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με το από 15.10.2012 και με αριθμό κατάθεσης …………/2012 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της πρώτης εναγόμενης – προσεπικαλούσας, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως δικονομικής εγγυήτριας της τελευταίας, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η κύρια αγωγή, επικουρικώς δε σε περίπτωση που γίνει δεκτή η κύρια αγωγή και η προσεπίκληση ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, να περιορισθεί η ευθύνη της έναντι της πρώτης εναγόμενης – προσεπικαλούσας στο ανώτατο όριο, ήτοι στο ποσό των 750.000,00 ευρώ, αφαιρουμένης της συμβατικά προβλεπόμενης απαλλαγής, και να καταδικασθούν οι αντίδικοί της στη δικαστική της δαπάνη. Με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 127/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφού συνεκδικάσθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, η από 20.01.2010 κύρια αγωγή, η από 02.03.2010 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η από 19.10.2011 πρόσθετη παρέμβαση, η από 21.02.2011 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και η από 15.10.2012 πρόσθετη παρέμβαση, έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή, αφού απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ και έγινε εν μέρει δεκτό ως και ουσιαστικά βάσιμο το αγωγικό κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στην πρώτη εκουσίως επαναλαμβάνουσα τη δίκη το ποσό των 3.750,00 ευρώ και στον δεύτερο εκουσίως επαναλαμβάνοντα τη δίκη το ποσό των 11.250,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ απορρίφθηκαν η από 19.10.2011 πρόσθετη παρέμβαση και η από 15.10.2012 πρόσθετη παρέμβαση, και  έγιναν δεκτές η από 02.03.2010 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στον προσεπικαλούντα – παρεμπιπτόντως ενάγοντα – δεύτερο εναγόμενο οποιοδήποτε χρηματικό ποσό θα καταβάλει αυτός στους επαναλαμβάνοντες εκουσίως τη δίκη και υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς ενάγοντος, μετά των τόκων και των δικαστικών εξόδων, μέχρι του ποσού των 300.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής στους τελευταίους, καθώς και η από 21.02.2011 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης να καταβάλει στην προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα – πρώτη εναγόμενη οποιοδήποτε χρηματικό ποσό θα καταβάλει αυτή στους επαναλαμβάνοντες εκουσίως τη δίκη και υπεισελθόντες στη θέση του αρχικώς ενάγοντος, μετά των τόκων και των δικαστικών εξόδων, μέχρι του ποσού των 750.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής στους τελευταίους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) οι εκούσια επαναλαμβάνοντες τη δίκη ……….και …………., κατά το σκέλος κατά το οποίο ηττήθηκαν πρωτοδίκως, με την υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεσή τους, και ζητούν για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της με το οποίο απορρίφθηκε το κονδύλιο χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ και κατά το κεφάλαιό της με το οποίο επιδικάσθηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ύψους 15.000,00 ευρώ και να γίνουν εν όλω δεκτά τα σχετικά κονδύλια της κύριας αγωγής. (Β) η πρώτη εναγόμενη – προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα με την υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεσή της, και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή. (Γ) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………», με την υπό στοιχείο Γ’ από 28.05.2021 έφεσή της, και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή. (Δ) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με την υπό στοιχείο Δ’ από 15.07.2020 έφεσή της, και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η εναντίον της προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. (Ε) η παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», με την υπό στοιχείο Ε’ από 26.05.2021 έφεσή της, και ζητεί για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η κύρια αγωγή.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 του ΑΚ, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί, δε, η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα, της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικός επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμελείας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε, μεν, το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε, όμως, ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των πιο πάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία, που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του (ΑΠ 655/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατ’ άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασίας των υγιών. Το άρθρο 3 του Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) ορίζει ότι το ιατρικό λειτούργημα ασκείται, σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με τα άρθρα 652, 330 και 914 του ΑΚ και 441 του ΠΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία, που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση επιμέλειας του να ενεργήσει, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, μη εκπληρώνοντας το καθήκον ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΣτΕ 330/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1659/2003 ΠοινΔικ 2004. 227). Έτσι, το ιατρικό σφάλμα, που αντιμετωπίζεται στο Ελληνικό δίκαιο, ως περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 914 του ΑΚ, συνιστά παρανομία, ως συμπεριφορά, που αντίκειται τόσο στο θετικό δίκαιο και συγκεκριμένα, στην προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939, η οποία μπορεί να ερμηνευθεί, ως κανόνας συμπεριφοράς και όχι απλώς, ως εξειδίκευση του κατά το άρθρο 330 του ΑΚ μέτρου της απαιτουμένης επιμέλειας, όσο και στους γενικούς (άγραφους) κανόνες επιμέλειας, που ρυθμίζουν τον τρόπο ενεργείας των ιατρών σε συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι, όπως είναι γνωστό, παρανομία δεν συνιστά, μόνον, η συμπεριφορά προσώπου, που αντίκειται σε ειδική διάταξη νόμου, αλλά και αυτή, που παραβιάζει τις υποχρεώσεις επιμελείας, τις οποίες οφείλει να εκπληρώνει κάθε κοινωνός προς το σκοπό της αποφυγής πρόκλησης ζημίας σε αγαθά άλλων προσώπων. Το δίκαιο, δηλαδή, απαγορεύει την αμελή συμπεριφορά και το ιατρικό σφάλμα συνιστά μία τέτοια συμπεριφορά (βλ. Κατερίνα Φουντεδάκη, Αστική ιατρική ευθύνη, έκδ. 2003, σελ. 327, 328). Το ιατρικό σφάλμα, αποτελώντας την αντικειμενική και υποκειμενική προϋπόθεση της ευθύνης του ιατρού εμφανίζεται με τη μορφή της εκδήλωσης ορισμένης συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης, ως αποκλίνουσας, σε σχέση με αυτή, την οποία ο μέσος ιατρός της αντίστοιχης ειδικότητας επιβάλλεται να επιδείξει υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις, τηρώντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (ΑΠ 1337/2005 ΠοινΔ 2006. 135, ΑΠ 1569/2003 ΠοινΔ 2003. 386). Ειδικότερα, στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μίας νόσου, που οφείλεται στην μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, β) είτε ως εσφαλμένη – πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική), διαδικασία, δηλαδή, που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς, κατά τρόπο, που παρακάμπτονται οι κοινώς αναγνωρισμένοι κανόνες της ιατρικής επιστήμης (όπως εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενεργείας, είτε διότι επέλεξε μέθοδο και θεραπεία, η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν η ενδεδειγμένη για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα και δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΕφΑθ 550/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 197/1988 ΑρχΝομ 1988. 139). Ωστόσο, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε, κατά τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis) και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα στη διάθεσή του μέσα, ένας συνετός και επιμελής ιατρός. Λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία συνιστά το λόγο της βαρύτερης ευθύνης του ειδικού, διότι ο ασθενής προσφεύγει στις υπηρεσίες του, συνήθως, με βαρύτερη οικονομική επιβάρυνση, λόγω αυτής της ειδικότητάς του. Η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται, ως προς ορισμένα ζητήματα και από το άρθρο 8 του Ν. 2251/1994 για την “προστασία των καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά το Ν. 3587/2007, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη, που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή. Ως παρέχων υπηρεσίες νοείται όποιος, στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσία, κατά τρόπο ανεξάρτητο” (παρ. 1 και 2), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης για την έλλειψη παρανομίας και υπαιτιότητάς του” (παρ. 4 εδ. α’), ότι “για την έλλειψη υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδίως: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η παρουσίαση και ο τρόπος παροχής της, γ) ο χρόνος παροχής της, δ) η αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, ε) η ελευθερία δράσης, που καταλείπεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, στ) αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και ζ) αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος αυτήν” (παρ. 4 εδ. β) και ότι “η ύπαρξη ή η δυνατότητα παροχής τελειότερης υπηρεσίας, κατά το χρόνο παροχής της συγκεκριμένης υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν θεμελιώνει χωρίς άλλο λόγο υπαιτιότητα” (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται, δηλαδή, σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας, ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (“διπλή λειτουργία της αμέλειας”). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μίας ιατρικής πράξης, παραβιαστούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή και οι απορρέουσες από το γενικό καθήκον πρόνοιας και ασφάλειας υποχρεώσεις επιμελείας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει, δε, της καθιερουμένης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης, τόσο, ως προς την υπαιτιότητα όσο και, ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του. Η παραπάνω διάταξη λειτουργεί, ως ειδικότερος κανόνας, ο οποίος εντασσόμενος στο γενικότερο σύστημα θεμελίωσης της αστικής ευθύνης, διαμορφώνει την ενοχή, που καταλαμβάνεται από αυτόν, κατά τρόπο, ώστε κύριο χαρακτηριστικό της να είναι η απομάκρυνση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης με την αντιστροφή του σχετικού βάρους απόδειξης (ΑΠ 974/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1693/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 10/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1227/2007 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο κατά την υπηρεσία του. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί προστήσαντος φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο δεν συνδέεται συμβατικά με το ζημιωθέντα τρίτο, προστηθείς, δε, μπορεί να είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο. Η εφαρμογή της προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, η οποία είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (του προστήσαντος), ενός άλλου προσώπου φυσικού ή νομικού (του προστηθέντος), σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικότερα, στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου, β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, δηλαδή αδικοπραξία, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 του ΑΚ και γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμα και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η τελευταία (κατάχρηση υπηρεσίας) υπάρχει, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέστηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος. Ωστόσο, θα πρέπει μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας και της υπηρεσίας, που έχει ανατεθεί στον προστηθέντα, να υφίσταται εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι αυτή (πράξη) δεν θα μπορούσε να υπάρξει, χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 337/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006. 92, ΑΠ 959/2004 ΕλλΔνη 2004. 1602, ΑΠ 926/2004, ΕλλΔνη 2005. 1659). Δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της ευθύνης από αλλότριες πράξεις είναι η ωφέλεια, την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμιξη του ενδιάμεσου προσώπου, το οποίο εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητάς του (επαγγελματικής, επιχειρηματικής). Με τη χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της επιχειρηματικής κυρίως δράσης του, το πεδίο εξουσίας και επιρροής του και κατά συνέπεια, διευρύνει και τη δυνατότητα κερδών του. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους, που προκύπτουν από τη δραστηριότητα των χρησιμοποιουμένων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Άλλωστε, με την καθιέρωση της ευθύνης του προστήσαντος εξυπηρετείται και η ιδέα της ασφάλειας των ζημιωθέντων, οι οποίοι αποκτούν ένα επιπλέον οφειλέτη, εκτός από τον προστηθέντα, συνήθως οικονομικά ισχυρότερο και πιο φερέγγυο από αυτόν (ΑΠ 1683/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1988/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1288/2010 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο, άλλωστε, ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί ο έλεγχος αυτός να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους, ως προστησάντων, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο διότι η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό, για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών), δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα (ΑΠ 1988/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν από αμελή, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευόμενου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 418/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 687/2013 ό.π., ΑΠ 1226/2007 ΧρΙΔ 2008. 324, ΕφΑθ 26/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 932 του ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλομένης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, που οι διάδικοι έθεσαν υπόψη του, ήτοι το είδος και τη βαρύτητα της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών. Όλες, δε, οι προαναφερόμενες συνθήκες λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος και δεν αποτελούν ιδιαίτερα και αυτοτελή στοιχεία, των οποίων η παράθεση να είναι αναγκαία για την πληρότητα της αιτιολογίας, αλλά το δικαστήριο αποφασίζει γι’ αυτά με ελεύθερη κρίση, τηρουμένης, όμως, της αρχής της αναλογικότητας, ως γενικής νομικής αρχής και δη, αυξημένης τυπικής ισχύος κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος (ΟλΑΠ 9/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 931 του ΑΚ “Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση” νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφάνισης του προσώπου, η οποία καθορίζεται, όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις της ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμόρφωσης στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Στον επαγγελματικό – οικονομικό τομέα η αναπηρία ή η παραμόρφωση του ανθρώπου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποτελεί αρνητικό στοιχείο στα πλαίσια του ανταγωνισμού και της οικονομικής εξέλιξης και προαγωγής του. Οι δυσμενείς συνέπειες είναι περισσότερο έντονες σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και στενότητας στην αγορά εργασίας. Οι βαρυνόμενοι με αναπηρία ή παραμόρφωση μειονεκτούν και κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η διάταξη αυτή προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση, εφόσον η τελευταία εννοιολογικά συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Η ένεκα της αναπηρίας ή παραμόρφωσης ανικανότητα προς εργασία, εφόσον προκαλεί στον παθόντα περιουσιακή ζημία, αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ (αξίωση διαφυγόντων εισοδημάτων). Όμως, η αναπηρία ή η παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι, όμως, βέβαιο ότι η αναπηρία ή η παραμόρφωση, ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος), οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο, όμως, που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και, επομένως, δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επίδρασης αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου, δηλαδή, ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, χωρίς αναγκαία η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία πορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Κατά συνέπεια γίνεται δεκτό ότι προβλέπεται από τη διάταξη αυτή η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός εύλογου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή της παραμόρφωσης, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία, άλλωστε, και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Επομένως, το ποσό που δικαιούται ο παθών κατά το άρθρο 931 του ΑΚ, δεν υπολογίζεται με τα μέτρα της αποζημίωσης, αλλά εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, να το καθορίσει κατά δίκαιη κρίση σε εύλογο χρηματικό ποσό, με βάση αφενός το είδος, την έκταση και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης του παθόντος και αφετέρου την ηλικία, το φύλο, τις κλίσεις του παθόντος και τον βαθμό συνυπαιτιότητάς του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 2153/2013 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 560/2013 ΝΟΜΟΣ). Είναι πρόδηλο ότι η κατά τη διάταξη του άρθρου 931 του ΑΚ αξίωση για αποζημίωση, λόγω αναπηρίας ή παραμόρφωσης, είναι διαφορετική από την κατά τη διάταξη του άρθρου 929 του ΑΚ αξίωση αποζημίωσης για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που, κατ’ ανάγκη, συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία, αλλά και από την, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, και είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν, είτε σωρευτικά, είτε μεμονωμένα, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαία την ύπαρξη και των λοιπών (ΑΠ 303/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 909/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 599/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 158/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 150/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η από 20.01.2010 κύρια αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη ως προς την επικαλούμενη σχέση πρόστησης μεταξύ της πρώτης εναγόμενης, ανώνυμης εταιρείας που έχει τη λειτουργία και την εκμετάλλευση διαγνωστικής, θεραπευτικής και νοσηλευτικής κλινικής, και του δεύτερου εναγόμενου ιατρού, στην οποία και θεμελιώνεται η ευθύνη της πρώτης εναγόμενης για τη σωματική βλάβη του αρχικώς ενάγοντος από τις προσδιοριζόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του δεύτερου εναγόμενου. Ειδικότερα, περιγράφονται αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο οι πράξεις και οι παραλείψεις του δεύτερου εναγόμενου ιατρού, με τον οποίο σαφώς εμφανίζεται η πρώτη εναγόμενη να έχει σχέση πρόστησης, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην κλινική της χειρουργήθηκε από αυτόν ο αρχικώς ενάγων και στη διάθεση του τέθηκε ο ιατρικός και νοσηλευτικός εξοπλισμός αυτής, καθώς και οι υπηρεσίες του ιατρικού προσωπικού της για την προετοιμασία και την πραγμάτωση της επέμβασης. Επιπλέον, με σαφήνεια συνάγεται, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ότι η ευθύνη της πρώτης εναγόμενης από την πρόστηση θεμελιώνεται στην περιγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του ομοδίκου της ιατρού, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται στην αγωγή ότι η πρώτη εναγόμενη είχε τοποθετήσει τον δεύτερο εναγόμενο σε θέση ή απασχόληση για τη διεκπεραίωση ιατρικών πράξεων και ότι διατηρούσε το δικαίωμα να δίνει σε αυτόν οδηγίες σχετικά με τον τρόπο εκπλήρωσης των ιατρικών υπηρεσιών του έναντι των ασθενών, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο Β’ έφεσή της. Αντιθέτως, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, στην υπό κρίση περίπτωση νοσηλείας του αρχικώς ενάγοντος από τον δεύτερο εναγόμενο ιατρό στην ιδιωτική κλινική της πρώτης εναγόμενης, αρκεί για τον χαρακτηρισμό αυτής ως προστήσασας, η εκ μέρους της παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατή η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό, για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών), αφού αυτός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί ότι η ένδικη από 20.01.2010 κύρια αγωγή ήταν ορισμένη ως προς την επικαλούμενη σχέση πρόστησης μεταξύ των εναγόμενων, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και συνεπώς ο τρίτος λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 400 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την κατάργηση της παρ. 3 με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε πριν την 01.01.2016 (παρ. 1 του άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες, 1) οι κληρικοί,  δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι μαίες, οι βοηθοί τους, καθώς και οι σύμβουλοι των διαδίκων, για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν ή που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους για τα οποία έχουν καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το απόρρητο». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 3418/2005 – Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας «1. Ο ιατρός οφείλει να τηρεί αυστηρά απόλυτη εχεμύθεια για οποιοδήποτε στοιχείο υποπίπτει στην αντίληψή του ή του αποκαλύπτει ο ασθενής ή τρίτοι, στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, και το οποίο αφορά στον ασθενή ή τους οικείους του, 2. Για την αυστηρή και αποτελεσματική τήρηση του ιατρικού απορρήτου, ο ιατρός οφείλει: α)… και β)… 3. Η άρση του ιατρικού απορρήτου επιτρέπεται όταν: α) Ο ιατρός αποβλέπει στην εκπλήρωση νομικού καθήκοντος.  Νομικό καθήκον συντρέχει, όταν η αποκάλυψη επιβάλλεται από ειδικό νόμο, όπως στις περιπτώσεις γέννησης, θανάτου, μολυσματικών νόσων και άλλες, ή από γενικό νόμο, όπως στην υποχρέωση έγκαιρης αναγγελίας στην αρχή, όταν ο ιατρός μαθαίνει με τρόπο αξιόπιστο ότι μελετάται κακούργημα ή ότι άρχισε ήδη η εκτέλεσή του και, μάλιστα, σε χρόνο τέτοιο, ώστε να μπορεί ακόμα να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμά του. β) Ο ιατρός αποβλέπει στη διαφύλαξη έννομου ή άλλου δικαιολογημένου, ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος ή συμφέροντος του ίδιου του ιατρού ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορεί να διαφυλαχθεί διαφορετικά, γ) Όταν συντρέχει κατάσταση ανάγκης ή άμυνας, 4. Η υποχρέωση τήρησης ιατρικού απορρήτου αίρεται, εάν συναινεί σε αυτό εκείνος στον οποίο αφορά, εκτός εάν η σχετική δήλωσή του δεν είναι έγκυρη, όπως στην περίπτωση, που αυτή είναι προϊόν πλάνης, απάτης, απειλής, σωματικής ή ψυχολογικής βίας, ή εάν η άρση του απορρήτου συνιστά προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 5. Οι ιατροί που ασκούν δημόσια υπηρεσία ελέγχου, επιθεώρησης ή πραγματογνωμοσύνης απαλλάσσονται από την υποχρέωση τήρησης του ιατρικού απορρήτου μόνο έναντι των εντολέων τους και μόνο ως προς το αντικείμενο της εντολής και τους λοιπούς όρους χορήγησής της. 6. Η υποχρέωση τήρησης και διαφύλαξης του ιατρικού απορρήτου δεν παύει να ισχύει με το θάνατο του ασθενή. Μετά δε το θάνατο του ασθενούς το δικαίωμα να συναινέσουν στην άρση του ιατρικού απορρήτου του θανόντος περιέρχεται στους κληρονόμους του, εφόσον είναι συγγενείς μέχρι του τετάρτου βαθμού, οι οποίοι κατά το άρθρο 14 παρ. 8 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα ιατρικά αρχεία του θανόντος, καθώς και λήψης αντιγράφων του φακέλου του. Έτσι, η απαγόρευση της φανέρωσης του ιατρικού απορρήτου ισχύει και μετά το θάνατο του ασθενούς και περιλαμβάνει και τις συνθήκες του θανάτου (Γνμδ ΕισΑΠ 15/2007 ΠοινΔικ 2008. 1324, Μ. Μαργαρίτης, ΠοινΔικ 2003. 1028). Σύμφωνα δε με τον Ποινικό Κώδικα, η προστασία του ιατρικού απορρήτου δεν είναι απόλυτη, αλλά υποχωρεί όταν συντρέχουν λόγοι υπέρτερου δημοσίου ή ατομικού συμφέροντος. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 371 παρ. 3 του ΠΚ, η ανακοίνωση γεγονότος που καλύπτεται από το ιατρικό απόρρητο δεν είναι άδικη και παραμένει ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση καθήκοντος του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους συμφέροντος δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Εξάλλου, ο λόγος εξαίρεσης κατ’ άρθρο 400 του ΚΠολΔ, καθιερώνεται μόνον υπέρ του πελάτη του προσώπου που υπέχει καθήκον εχεμύθειας, όχι όμως και υπέρ του αντιδίκου του (ΑΠ 862/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2004 ΕλλΔνη 2004. 781), ο οποίος δεν μπορεί να προτείνει τη σχετική ένσταση, εκτός αν το μυστικό αφορά από κοινού πελάτη και αντίδικο (Χ. Απαλαγάκη,  Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Ι, άρθρο 400, σελ. 1340-1341). Η εξαίρεση μάρτυρα δεν γίνεται αυτεπαγγέλτως, αλλά πρέπει να προταθεί πριν την όρκισή του με ένσταση εξαίρεσης από τον διάδικο κατ’ άρθρο 403 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ για την συνδρομή των προυποθέσεων εξαίρεσης αρκεί πιθανολόγηση από το δικαστήριο ή το δικαστή ενώπιον του οποίου διεξάγεται η απόδειξη κατ’ άρθρο 403 παρ. 4 του ΚΠολΔ (πρβλ. ΑΠ 95/2008 ΝΟΜΟΣ). Η διάταξη του άρθρου 400 του ΚΠολΔ έχει εφαρμογή σε όλες τις διαδικασίες και σε όλα τα δικαστήρια, ενώ τυχόν εξέταση εξαιρετέου μάρτυρα λαμβάνεται υπόψη ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο (βλ. Χ. Απαλαγάκη,  Σ. Σταματόπουλου, Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842 & 4855/2021, τομ. Ι, άρθρο 400, σελ. 1340-1341, ΑΠ 908/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 455/2014 ΝΟΜΟΣ που αφορούν σε πρόσωπα εξαιρετέα κατά την παρ. 3 του άρθρου 400, ωστόσο η δικονομική μεταχείριση ως προς την αποδεικτική δύναμη της κατάθεσης εξαιρετέου μάρτυρα είναι κοινή για όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 400, ως προς τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα). Στην προκειμένη περίπτωση, πριν την όρκιση του προταθέντος από τους εναγόμενους της κύριας αγωγής μάρτυρα ανταπόδειξης, οφθαλμίατρου χειρουργού ………….., και την εξέταση αυτού στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, προβλήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκούσια επαναλαμβανόντων την κύρια δίκη ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα κατ’ άρθρο 400 περ. 1 του ΚΠολΔ, επικαλούμενοι ότι ο ίδιος είχε εξετάσει τον δικαιοπάροχό τους αρχικώς ενάγοντα ως θεράπων ιατρός, και συνεπώς ότι έχει καθήκον εχεμύθειας ως προς τα πραγματικά γεγονότα που πρόκειται να καταθέσει και διαπίστωσε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του. Η ένσταση αυτή, η οποία προτάθηκε παραδεκτώς πριν την όρκιση του μάρτυρα, κατ’ άρθρο 403 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από τους νομιμοποιούμενους προς τούτο κληρονόμους του θανόντος ασθενούς αρχικώς ενάγοντος, στους οποίους περιήλθε το δικαίωμα να συναινέσουν στην άρση του ιατρικού απορρήτου μετά το θάνατο του ασθενούς, εφόσον είναι συγγενείς αυτού μέχρι του τετάρτου βαθμού, κατ’ άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 3418/2005 – Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, κρίνεται ως και ουσιαστικά βάσιμη, καθόσον πιθανολογήθηκε ότι ο προταθείς από τους εναγόμενους μάρτυρας ανταπόδειξης είχε εξετάσει τον αρχικώς ενάγοντα λίγες ημέρες μετά την ένδικη χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καταρράκτη αριστερού οφθαλμού, όπως, άλλωστε, ιστορείται στην κρινόμενη αγωγή και συνομολογείται από τους εναγόμενους, και ως εκ τούτου υπέχει καθήκον εχεμύθειας ως προς τα πραγματικά γεγονότα που διαπίστωσε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, ενώ στην προκειμένη περίπτωση δεν αίρεται το ιατρικό απόρρητο, λόγω δικαιολογημένου συμφέροντος του δεύτερου εναγόμενου ιατρού, κατ’ άρθρο 13 παρ. 3 β’ του Ν. 3418/2005 – Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, όπως ισχυρίσθηκαν οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι το δικαιολογημένο συμφέρον του δεύτερου εναγόμενου ιατρού δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά, λαμβανομένου υπόψη ότι προσκομίσθηκαν από τους εναγόμενους και άλλα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με το να δεχθεί ως και ουσιαστικά βάσιμη την προταθείσα ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, κατ’ άρθρο 400 περ. 1 του ΚΠολΔ, και στη συνέχεια να λάβει υπόψη του την εν λόγω μαρτυρική κατάθεση ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και συνεπώς ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – πρώτη εναγόμενη υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 527, 532 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται τρία στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας έφεσης (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ’ ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της έφεσης κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ’ έφεση δίκη, κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β) να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και τη διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 του ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των αποδείξεων που θα διεξαχθούν, καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της έφεσης και ως εκ τούτου, κατ’ επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον, κατά την έννοια της άνω διάταξης, προϋπόθεση της εξαφάνισης της απόφασης είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων της έφεσης, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά από αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ’ έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου της έφεσης και της εν γένει διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕφΑθ 1597/2011, ΕφΛαμ 139/2011, ΕφΘεσ 91/2009, ΕφΔωδ 131/2005 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς (ΕφΑθ 248/2012 ΕλλΔνη 2013. 453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές”, αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο, μπορεί να διορίσει ως πραγματογνώμονες και πρόσωπα εκτός καταλόγου πραγματογνωμόνων, αν το κρίνει σκόπιμο, εφόσον κρίνει τα πρόσωπα αυτά κατάλληλα για το σκοπό διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 1286/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1291/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα – πρώτη κυρίως εναγόμενη – παρεμπιπτόντως ενάγουσα με τον πρώτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο της υπό στοιχείο Β’ έφεσής της, η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Γ’ έφεσής της, καθώς και η εκκαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη – προσθέτως παρεμβαίνουσα με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Ε’ έφεσής της, παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένα δέχτηκε ότι ο δεύτερος κυρίως εναγόμενος ιατρός, μολονότι προέβη σε προεγχειρητική εκτίμηση του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς και γνώριζε ότι αυτός τυγχάνει νεφροπαθής, δεν επέδειξε αυξημένη επιμέλεια και προσοχή κατά τη διενέργεια της χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης καταρράκτη αριστερού οφθαλμού, και από αμέλειά του, ήτοι από εσφαλμένους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της επέμβασης, ενεργώντας κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, προκάλεσε στον αριστερό οφθαλμό του ασθενούς ακατάσχετη ενδοβολβική αιμορραγία, ήτοι σημαντική βλάβη, και δη οίδημα κερατοειδούς, ύφαιμα, εγκλωβισμό τμήματος ίριδας στην τομή του κερατοειδούς άνω κροταφικά, αιμορραγία υαλοειδούς, υαλοειδοωχρική έλξη με παραμονή παρεκτοπισμένων τμημάτων φακού στον οπίσθιο θάλαμο, και ότι αυτή η παράβαση της υποχρέωσης επιμέλειας του δεύτερου κυρίως εναγόμενου ιατρού να ενεργήσει σύμφωνα με τις αρχές της ιατρικής επιστήμης, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα, ένας μέσος συνετός και επιμελής ιατρός, συνέβαλε αιτιωδώς στην πρόκληση της ανωτέρω σημαντικής βλάβης στον αριστερό οφθαλμό του ασθενούς. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι εάν η εκκαλουμένη εκτιμούσε ορθά το αποδεικτικό υλικό, θα κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η αιτία της αιμορραγίας του αριστερού οφθαλμού του ασθενούς δεν συνδέεται με την χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καταρράκτη που πραγματοποίησε ο δεύτερος κυρίως εναγόμενος ιατρός, αλλά προκλήθηκε λόγω του χρόνιου αιματολογικού προβλήματος του ασθενούς και δη της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας που δύναται να προκαλέσει ατραυματικές αιμορραγίες, και ως εκ τούτου ότι η αιμορραγία και η συνεπεία αυτής δυσάρεστη εξέλιξη της υγείας του αριστερού οφθαλμού του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς δεν μπορεί να αποδοθεί σε πράξη ή παράλειψη του δεύτερου εναγόμενου ιατρού, κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης καταρράκτη, και ότι αυτός προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες που επέβαλαν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά ότι αυτή οφείλεται στο χρόνιο πρόβλημα υγείας του ασθενούς. Επιπλέον, οι εκκαλούντες – εκούσια επαναλαμβάνοντες τη δίκη με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α’ έφεσής τους παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, εσφαλμένα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αγωγικό κονδύλιο χρηματικής παροχής κατ’ άρθρο 931 του ΑΚ ύψους 350.000,00 ευρώ, λόγω της μόνιμης αναπηρίας του αρχικώς ενάγοντος δικαιοπαρόχου τους, ισχυριζόμενοι ότι εάν η εκκαλουμένη εκτιμούσε ορθά το αποδεικτικό υλικό, θα κατέληγε στο αντίθετο συμπέρασμα.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την υπ’ αριθ. ………/05.10.2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, της μάρτυρος οφθαλμιάτρου χειρουργού ………, που λήφθηκε με επιμέλεια της πρώτης εναγόμενης της κύριας αγωγής, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκούσια επαναλαμβανόντων τη δίκη, του δεύτερου εναγόμενου, της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης – προσθέτως παρεμβαίνουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» (βλ. Τις υπ’ αριθ. ……./01.10.2012, ……..’/01.10.2012, …’/01.10.2012, …..’/01.10.2012 και ……’/01.10.2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης και συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας των ως άνω λόγων των κρινόμενων υπό στοιχεία Α’, Β’, Γ’ και Ε’ εφέσεων, που συναρτώνται άμεσα με την παραδοχή ή την απόρριψη, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης, της κύριας από 20.01.2010 αγωγής, ήτοι εάν η ακατάσχετη ενδοβολβική αιμορραγία στον αριστερό οφθαλμό του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς, που εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης καταρράκτη, μπορεί να αποδοθεί σε πράξη ή παράλειψη του δεύτερου εναγόμενου ιατρού κατά τη διενέργεια της επέμβασης και εάν αυτός προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες που επέβαλαν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ενόψει των εκατέρωθεν αντικρουόμενων μαρτυρικών καταθέσεων των εχόντων ειδικές προς τούτο γνώσεις ιατρών περί του ως άνω κρίσιμου γεγονότος, το Δικαστήριο δεν δύναται να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς το ως άνω ζήτημα. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους εκκαλούντες – εκούσια επαναλαμβάνοντες την κύρια δίκη αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο δεύτερος κυρίως εναγόμενος ιατρός, μολονότι προέβη σε προεγχειρητική εκτίμηση του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς και γνώριζε ότι αυτός τυγχάνει νεφροπαθής, δεν επέδειξε αυξημένη επιμέλεια και προσοχή, αλλά από αμέλειά του, ήτοι από εσφαλμένους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της επέμβασης, ενεργώντας κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, προκάλεσε στον αριστερό οφθαλμό του ασθενούς ακατάσχετη ενδοβολβική αιμορραγία, ήτοι σημαντική βλάβη, και δη οίδημα κερατοειδούς, ύφαιμα, εγκλωβισμό τμήματος ίριδας στην τομή του κερατοειδούς άνω κροταφικά, αιμορραγία υαλοειδούς, υαλοειδοωχρική έλξη με παραμονή παρεκτοπισμένων τμημάτων φακού στον οπίσθιο θάλαμο. Οι ισχυρισμοί αυτοί ενισχύονται ιδίως από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του μάρτυρα απόδειξης ιατροδικαστή ……… και τις από 26.05.2009 και από 30.06.2009, αντίστοιχα, ιατρικές βεβαιώσεις του οφθαλμιάτρου χειρουργού ……….. Αντιθέτως, από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την εκκαλούσα – πρώτη κυρίως εναγόμενη και από τις εκκαλούσες – παρεμπιπτόντως εναγόμενες – προσθέτως παρεμβαίνουσες αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η αιτία της αιμορραγίας του αριστερού οφθαλμού του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς δεν συνδέεται με την χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καταρράκτη που πραγματοποίησε ο δεύτερος κυρίως εναγόμενος ιατρός, αλλά προκλήθηκε εξαιτίας του χρόνιου αιματολογικού προβλήματος του ασθενούς και δη της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας που δύναται να προκαλέσει ατραυματικές αιμορραγίες. Οι ισχυρισμοί αυτοί ενισχύονται ιδίως από την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου του εξαιρετέου μάρτυρα ανταπόδειξης οφθαλμίατρου χειρουργού ………., που λαμβάνεται υπόψη ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, κατά τα προαναφερθέντα, και από την περιεχόμενη στην υπ’ αριθ. …………./05.10.2012 ένορκη βεβαίωση, κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης οφθαλμιάτρου χειρουργού ……, που ήταν παρούσα κατά την διάρκεια της ένδικης χειρουργικής επέμβασης, καθώς και την από 30.06.2009 ιατρική βεβαίωση του οφθαλμιάτρου χειρουργού ……………., κατά την οποία διαπιστώθηκε αιμορραγία υαλοειδούς και στον δεξιό οφθαλμό του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς. Κατά συνέπεια, αφού για το ανωτέρω ζήτημα απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης (άρθρο 368 παρ. 1 του ΚΠολΔ), το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να διατάξει, αναβάλλοντας την οριστική απόφασή του, νέες, συμπληρωματικές, αποδείξεις, και ειδικότερα τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονα με την ειδικότητα του οφθαλμιάτρου χειρουργού που κρίνεται κατάλληλος για το σκοπό αυτό, κατ’ άρθρο 372 του ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν περιλαμβάνεται οφθαλμίατρος χειρουργός στον τηρούμενο στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου κατάλογο πραγματογνωμόνων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ως άνω λόγων των υπό στοιχεία Α’, Β’, Γ’ και Ε’ εφέσεων, ούτως ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή κρίση. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται ενόψει του ότι η απόφαση με την οποία αναβάλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης αυτής είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει ερήμην του εφεσίβλητου – δεύτερου κυρίως εναγόμενου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεση, την από 01.06.2021 κλήση, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεση, την υπό στοιχείο Γ’ από 28.05.2021 έφεση, την υπό στοιχείο Δ’ από 15.07.2020 έφεση και την από 07.09.2021 κλήση, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η υπό στοιχείο Ε’ από 26.05.2021 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 127/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Απορρίπτει τυπικά την υπό στοιχείο Α’ από 06.09.2019 έφεση ως προς την τρίτη και την τέταρτη των εφεσίβλητων.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και της τρίτης και της τέταρτης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Απορρίπτει τυπικά την υπό στοιχείο Β’ από 21.05.2021 έφεση ως προς τον τρίτο και την πέμπτη των εφεσίβλητων.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και της πέμπτης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Δέχεται τυπικά την υπό στοιχείο Α’ έφεση ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εφεσίβλητων, την υπό στοιχείο Β’ έφεση ως προς την πρώτη, τον δεύτερο και την τέταρτη των εφεσίβλητων, καθώς και τις υπό στοιχείο Γ’, Δ’ και Ε’ εφέσεις.

Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης ως προς τον πρώτο και την δεύτερη των εφεσίβλητων, της υπό στοιχείο Β’ έφεσης ως προς την πρώτη, τον δεύτερο και την τέταρτη των εφεσίβλητων, καθώς και των υπό στοιχείο Γ’, Δ’ και Ε’ εφέσεων.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

Διορίζει πραγματογνώμονα τον οφθαλμίατρο χειρουργό …………….., ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτόν της παρούσας απόφασης, στο κατάστημα αυτού του Δικαστηρίου, ενώπιον των Δικαστών του Δικαστηρίου τούτου ή των νόμιμων αναπληρωτών τους, σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, και ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη, να γνωμοδοτήσει εγγράφως και αιτιολογημένα ως προς το αντικείμενο της δίκης, ήτοι εάν η ακατάσχετη ενδοβολβική αιμορραγία στον αριστερό οφθαλμό του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς, η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης αφαίρεσης καταρράκτη που έλαβε χώρα την 13.05.2009, μπορεί να αποδοθεί σε πράξη ή παράλειψη του δεύτερου εναγόμενου ιατρού κατά τη διενέργεια της επέμβασης και εάν αυτός προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες που επέβαλαν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης, και ειδικότερα να απαντήσει στα ερωτήματα που διατυπώνονται ενδεικτικά, αλλά και σε κάθε ζήτημα που από την επιστήμη του κρίνεται ως κρίσιμο να διευκρινισθεί: α) εάν ο αρχικώς ενάγων που είχε υποβληθεί σε αναισθησία – μέθη, είχε συνείδηση των πραττομένων στο χειρουργείο κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, β) εάν στην επιστήμη της οφθαλμολογικής χειρουργικής υφίστανται νυστέρια νούμερο 23 και νούμερο 21, γ) ποια ήταν τα αίτια της ενδοβολβικής αιμορραγίας στον αριστερό οφθαλμό του αρχικώς ενάγοντος ασθενούς που συνέβη κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, και συγκεκριμένα εάν αυτή οφείλεται σε εσφαλμένους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της επέμβασης εκ μέρους του δεύτερου εναγόμενου ιατρού, ο οποίος, ενεργώντας κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, προκάλεσε την αιμορραγία, αφού είχε δημιουργήσει τομή στον αριστερό οφθαλμό του αρχικώς ενάγοντος, ή εάν αυτή προκλήθηκε εξαιτίας του χρόνιου αιματολογικού προβλήματος του ασθενούς και δη της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας που δύναται να προκαλέσει ατραυματικές αιμορραγίες, δ) εάν μετά την ένδικη χειρουργική επέμβαση διαπιστώθηκε η ύπαρξη εγκλωβισμού ίριδας στην τομή του κερατοειδούς άνω κροταφικά και παρεκτοπισμένων τμημάτων φακού στον οπίσθιο θάλαμο του αριστερού οφθαλμού του ασθενούς, και εάν εξαιτίας των ανωτέρω ευρημάτων καθίστατο αναγκαία η άμεση χειρουργική επέμβαση του ασθενούς και ε) εάν ο περιορισμός της οπτικής οξύτητας του αριστερού οφθαλμού του αρχικώς ενάγοντος σε 1/10 – αντίληψη κινούμενης χειρός, συνιστούσε κατάσταση που θα τον συνόδευε εφ’ όρου ζωής του και θα απαιτούσε την υποβολή του σε νέες χειρουργικές επεμβάσεις αποκατάστασης της όρασης του αριστερού οφθαλμού, και εάν εξαιτίας αυτού του προβλήματος της όρασής του, δεν μπορούσε να πραγματοποιεί ανεμπόδιστα καθημερινές δραστηριότητες και ασχολίες. Η έγγραφη γνωμοδότησή του πρέπει να κατατεθεί από τον πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, όπου θα συνταχθεί η σχετική έκθεση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21.09.2023 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 23.11.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ