Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 659/2023

Αριθμός     659/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 3ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………………., o οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Παναγιωταράκου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   …………. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Βασιλείου Δεδελούδη.

Η εφεσίβλητη-εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  3539/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αφενός μεν  ο εναγόμενος και ήδη  εκκαλών-εφεσίβλητος με την από  5.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2021-……../2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης,  αφετέρου δε η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη-εκκαλούσα με την από  18.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020-………./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 5η.11.2020, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο της 4ης.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων  και την υπ΄αριθμ. 42/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή,  Ζωής Καραχάλιου, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 7ης.10.2021, μετά δε από αναβολή στη δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται νόμιμα προς συζήτηση: α) η από 18.2..2020  (αριθ. έκθ. κατ. ………/19.2.2020) έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας . …………….. και β) η από 5.10.2021 (αριθ. έκθ. κατ. …../5.10.2021) έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου ……………., οι οποίες πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 του ΚΠολ.Δ.).

Οι κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ΄αριθμ. 3539/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών των άρθρων 614 παρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ, όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του  ν.  4335/2015., έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 518 παρ. 2 ΚπολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως και από την δημοσίευσή της την 24.10.2019 μέχρι την κατάθεση των εφέσεων την 19.2.2020 και 5.10.2021 δεν παρήλθε διετία. Εξ άλλου, αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), και, εφόσον για το παραδεκτό τους δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. στ΄ του άρθρου 495 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές  και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 524 παρ. 1, 532, 533 παρ. 1 ΚπολΔ.

Με την από 31.12.2018 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα στην πρώτη (από 18.2..2020) έφεση και εφεσίβλητη στην δεύτερη (από 5.10.2021 έφεση), ισχυρίσθηκε, ότι με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε την 15.4.2011 προσελήφθη από τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο και εκκαλούντα, ο οποίος διατηρεί ατομική επιχείρηση παραγωγής και εκτύπωσης φωτογραφικού υλικού με την επωνυμία “…………..”, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως φωτογράφος και πωλήτρια των παραγωμένων φωτογραφιών επί τετραήμερο εβδομαδιαίως, πλην του χρονικού διαστήματος των εορτών των Χριστουγέννων και επί δύο εβδομάδες την περίοδο των Απόκρεω, που έπρεπε να εργάζεται καθημερινά επί επτά ημέρες την εβδομάδα. Ότι σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής προσέφερε τις παραπάνω υπηρεσίες της στον εναγόμενο, με το ωράριο που αναφέρει στην αγωγή της, έναντι συμφωνημένου μισθού 1.300 ευρώ καθαρά τον μήνα. Ότι ο εναγόμενος, δεν τις κατέβαλε ποτέ και αρνείται να της καταβάλει  τα επιδόματα εορτών και αδείας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 14.9.2018, δεν της χορήγησε την ετήσια άδειά της, αλλά ούτε και προέβη στην δήλωση της προσλήψεώς της και την ασφάλισή της, παρά τις οχλήσεις της και τις συνεχείς υποσχέσεις του για την νόμιμη πρόσληψή της. Ότι την 14.9.2018 ο εναγόμενος προέβη σε προφορική καταγγελία της συμβάσεώς της, χωρίς και πάλι να της καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση. Ζήτησε, δε, κυρίως, με βάση την άνω σύμβαση εργασίας και επικουρικά, σε περίπτωση που αυτή κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναγνωριστεί, (όπως περιορίσθηκε παραδεκτά το αρχικά καταψηφιστικό της αίτημα), ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, αποζημίωση μη χορηγηθείσης άδειας και επίδομα αδείας των ετών 2013 έως 2018, καθώς και για αποζημίωση απολύσεως, το συνολικό ποσό των 30.090,43 ευρώ, επιμεριζόμενο για κάθε αιτία κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή της, με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστη απαιτητό έκαστο κονδύλιο, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε, ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους για το χρονικό διάστημα 15.4.2011 έως 14.9.2018 ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή ως αβάσιμη στην ουσία της, με το αιτιολογικό ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης και το ακριβές ύψος του μισθού της.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι διάδικοι με τις αντίθετες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε κάθε μία λόγους, οι οποίοι ανάγονται στην μεν έφεση της ενάγουσας σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με τα απορριφθέντα στο σύνολό τους κονδύλια της αγωγής της, στην δε έφεση του εναγομένου σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφορικά με την παραδοχή της εκκαλουμένης περί υπάρξεως  σχέσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ των διαδίκων. Ζητούν δε την εξαφάνισή της κατά το μέρος που βλάπτεται ο καθένας και δη η μεν ενάγουσα προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της και ως προς τα απορριφθέντα επιμέρους κονδύλιά της, ο δε εναγόμενος προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή της και ως προς το κεφάλαιό της, με το οποίο κρίθηκε  ότι συνδέεται με την ενάγουσα με σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

Κατά το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σε αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται ο δικονομικός κανόνας, ότι στην κατ’ έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, παρέχεται, όμως, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η εξουσία να αποκρούσει ως απαράδεκτα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίζονται για πρώτη φορά σε αυτό, αν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν τα προσκόμισε στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Τα αποδεικτικά αυτά μέσα είναι παραδεκτά στην κατ’ έφεση δίκη, αν η νόμιμη επίκληση και προσκομιδή τους, γίνει με τις ενώπιον του εφετείου υποβληθείσες προτάσεις των διαδίκων (ΑΠ 374/2019, ΑΠ 284/2018, ΑΠ 315/2015). Ως νέα αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται, είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε εκείνα που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά απαραδέκτως, όπως λχ εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κλπ, είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο και έλαβε αυτά υπόψη του (ΑΠ 1017/2022, ΑΠ 988/2021, ΑΠ 308/2020, ΤΝΠΝόμος). Επομένως, δεν συντρέχει περίπτωση απαράδεκτης λήψης υπόψιν εγγράφων από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου περί εγγράφων που είχαν προσκομιστεί απαραδέκτως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μετά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο αυτό, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προσθήκης και αντίκρουσης, χωρίς να συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις του επιτρεπτού της καθυστερημένης προσκομιδής και επίκλησης αυτών (ΑΠ 988/2021, ΑΠ 308/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών εναγόμενος με σχετικό λόγο της εφέσεώς του, (σελ 21 της εφέσεως), υποστηρίζει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψιν του, μεταξύ των άλλων, και έγγραφα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ενώπιόν του η ενάγουσα το πρώτον με την προσθήκη των προτάσεών της, τα οποία κατέτειναν όχι προς αντίκρουση των δικών του ισχυρισμών, αλλά προς απόδειξη αποκλειστικά των αγωγικών ισχυρισμών της και ως εκ τούτου ήταν εκπρόθεσμα και έπρεπε να αποκρουσθούν ως απαράδεκτα. Υποστηρίζει δε περαιτέρω, ότι συνεπεία της άνω πλημμέλειας εμποδίζεται και το παρόν (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο να τα λάβει υπόψιν του ακόμα και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 527 επ. του ΚΠολΔ. Από τα περισσότερα δε ως άνω έγγραφα που επικαλείται, προσδιορίζει στην έφεσή του μόνον την από 29.7.2018 απόδειξη λιανικής πωλήσεως, ποσού 25 ευρώ, εκδόσεως του ιδίου, παραλείποντας να προσδιορίσει τα λοιπά έγγραφα, στα οποία αποδίδει την ίδια πλημμέλεια.  Ο λόγος αυτός της εφέσεως, και αληθής υποτιθέμενος, κατά το μέρος που μέμφεται την εκκαλουμένη απόφαση, διότι έλαβε υπόψιν της το παραπάνω έγγραφο, ή και τα λοιπά μη προσδιοριζόμενα ειδικώς στην έφεση έγγραφα, προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι δεν άγει από μόνος του στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Και τούτο, διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της έφεσης για κακή εν γένει εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψιν του τα νομίμως προσκομιζόμενα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ, διαφορετικά, αν δηλαδή καταλήξει στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με αυτή (εκκαλουμένη), η έφεση απορρίπτεται, χωρίς να ερευνώνται τυχόν πλημμέλειες του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς το εμπρόθεσμο της προσκομιδής των εγγράφων που έλαβε υπόψιν του (ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33.1710, ΜΕφΠειρ 422/2014, ΕφΛαμ 98/2009 ΤΝΠΝόμος, Σ. Σαμουήλ: Η έφεση, έκδ. 2008 σελ. 233).   Εξ άλλου, κατά το μέρος που ο εναγόμενος υποστηρίζει με την έφεσή του, ότι η ίδια πλημμέλεια εμποδίζει και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να λάβει υπόψιν του τα προσκομισθέντα απαραδέκτως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσθήκη αντίκρουση έγγραφα της ενάγουσας και, ιδίως, το μοναδικό προσδιοριζόμενο στην έφεση ως απαράδεκτο κατά τα παραπάνω έγγραφο, ο ισχυρισμός του δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο έφεσης, αφού δεν βάλλει κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως. Πέραν, όμως αυτού, τόσο οι σχετικές αιτιάσεις του ως προς το παραπάνω έγγραφο, όσο και οι παρόμοιες αιτιάσεις του που προβάλλονται με την προσθήκη στις προτάσεις του, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου και αφορούν τα έγγραφα (sms), που προσκόμισε η ενάγουσα ως σχετ. 9 στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναπροσκομίζει και στο παρόν δικαστήριο, και, υπό την εκδοχή ότι είναι αληθείς, είναι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη, νόμω αβάσιμες, εφόσον στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων εκ μέρους του προσκομίζοντος αυτά διαδίκου, τέτοια, δε, (νέα αποδεικτικά μέσα) θεωρούνται  και όλα τα άνω έγγραφα, υπό την εκδοχή βεβαίως, ότι θα αποδειχθούν αληθείς οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα ότι προσκομίσθηκαν αδικαιολόγητα καθυστερημένα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δη εντός της προθεσμίας της προσθήκης και όχι με τις προτάσεις της αντιδίκου του.

Ι) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 591 παρ.1, 524 παρ.1, 614 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 του ν. 4335/2015, που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016 και έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, εφόσον, τόσο η αγωγή, όσο και οι κρινόμενες εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ασκήθηκαν μετά την κατά την 1-1-2016 έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, προκύπτει ότι και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, τόσο τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και τα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα. Δηλαδή όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα. Έτσι, λαμβάνονται παραδεκτά υπόψη, αδιακρίτως πλέον και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, αχαρτοσήμαντα, άκυρα για οποιοδήποτε λόγο και μη συντεταγμένα κατ` αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά, δε, κάθε είδους έγγραφα και φωτοτυπίες εγγράφων, των οποίων δε βεβαιώνεται η ακρίβειά τους από το αρμόδιο για το σκοπό αυτό πρόσωπο. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία, επειδή είναι ανυπόστατα έγγραφα (Ολ. ΑΠ 15/2003, ΑΠ 714/2022 ΑΠ1349/2018, 1658/2017 δημ. στον ιστότοπο του ΑΠ).

II)Τα ιδιωτικά έγγραφα, για να έχουν αποδεικτική δύναμη, δηλαδή, για να μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης, πρέπει να φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους (άρθρο 443 ΚΠολΔ, ενώ δεν αποδεικνύουν, κατ΄ αρχάς, υπέρ του εκδότη τους (άρθρο 447 ΚΠολΔ).  Σε αντίθεση δε με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολΔ), τα ιδιωτικά έγγραφα δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου, περί της γνησιότητάς του, ο, δε, αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δήλωσης, περί άρνησης της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όταν αμφισβητηθεί. Για την απόδειξη αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα απόδειξης, ιδίως αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη και μάρτυρες. Και αν μεν αποδειχθεί, κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσάγονται τα έγγραφα, η μη γνησιότητα του περιεχομένου τους, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, ενώ, αν προκύπτει, ότι αυτά είναι γνήσια, τότε πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η άρνηση της γνησιότητας των ιδιωτικών εγγράφων πρέπει να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις και να γίνει, κατ` αυτή τη συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζονται, εάν, δε, αυτό δεν γίνει, θεωρείται, ότι αναγνωρίστηκε, σιωπηρώς η γνησιότητά τους και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτών σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 1304/2013 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος). Εάν αμφισβητηθεί και δεν αποδειχθεί η γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, το έγγραφο αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 ΚΠολΔ, δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, εφόσον, προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου. Αν το Δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την άρνηση της γνησιότητας του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη το ως άνω έγγραφο, τότε υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α του ΚπολΔ  (ΑΠ 279/2011 ΝοΒ 2011, 1255, ΑΠ 72/2008 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος).

ΙΙΙ) Ιδιωτικά έγγραφα είναι και οι μηχανικές απεικονίσεις, (άρθρο 444 παρ.2 ΚΠολΔ), στις οποίες περιλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά έγγραφα.  Ως ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται το σύνολο των εγγράφων δεδομένων στο μαγνητικό δίσκο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή και στον μαγνητικό δίσκο της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου, το οποίο ακολουθεί την αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών υπολογιστών και πρέπει να θεωρείται όχι ως τηλέφωνο, αλλά ως ηλεκτρονικός υπολογιστής,  τα οποία, αφού γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας, αποτυπώνονται με βάση τις εντολές του προγράμματος, κατά τρόπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο, είτε στην οθόνη του μηχανήματος, είτε στον προσαρτημένο εκτυπωτή του. Το ηλεκτρονικό έγγραφο δεν συγκεντρώνει τα στοιχεία του (παραδοσιακού) εγγράφου κατά τον ΚΠολΔ, λόγω κυρίως της έλλειψης του στοιχείου της σταθερότητας κατά την ενσωμάτωση του σε υλικό που παρουσιάζει διάρκεια ζωής, αλλά πρόκειται για μία ενδιάμεση μορφή, την οποία ο νομοθέτης ορθά εξομοίωσε προς τα ιδιωτικά έγγραφα, ενόψει της εγγύτητας προς αυτά (βλ. Κουσούλη, Σύγχρονες Μορφές Εγγραφης Συναλλαγής 1992, σελ. 138, 142). Σύμφωνα, δε, με τα διδάγματα της κοινής πείρας, για τη λειτουργία του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) ως μέσου επικοινωνίας στο διαδίκτυο, απαιτείται, εκτός από τη σύνδεση με κάποιον διαμετακομιστή, ο οποίος παρέχει την υπηρεσία αυτή, μέσω ειδικού λογισμικού, το οποίο έχει εγκαταστήσει μόνιμα ο χρήστης στον υπολογιστή του, η χρήση ενός ειδικού κωδικού βάσει του οποίου αναγνωρίζεται (ο χρήστης) στο σύστημα, είτε ως αποστολέας είτε ως χρήστης ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Ο κωδικός αυτός αποτελεί την ηλεκτρονική διεύθυνση (e-mail) του χρήστη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται κατά πρωτότυπο τρόπο από τον ίδιο με τη χρήση χαρακτήρων της επιλογής του, οι οποίοι συνδυάζονται με το σύμβολο «…….» και με χαρακτήρες που θέτει ο διαμετακομιστής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο συγκεκριμένος συνδυασμός να αφορά μόνο το χρήστη που του έχει ορίσει, χωρίς να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί νόμιμα από άλλον. Η απεικόνιση της διεύθυνσης του αποστολέα πάνω στο μήνυμα, καθιστά αυτόν απόλυτα συγκεκριμένο για τον παραλήπτη, έτσι ώστε να μην είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυσή του με άλλον χρήστη του ίδιου συστήματος, ενώ η ταύτισή του με το περιεχόμενο του μηνύματος είναι άρρηκτη (ΕφΠειρ 46/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στους κανόνες των άρθρων 443 και 444 του ΚΠολΔ αποτελεί η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του, γιατί αυτό δεν είναι απλά ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, το οποίο υπάρχει αποθηκευμένο στο λογισμικό ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, ή ένα έγγραφο του οποίου η απεικόνιση μεταφέρεται ενσύρματα ή ασύρματα (τηλεομοιοτυπία, τηλετύπημα). Η τυπική αποστολή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου οδηγεί υποχρεωτικά στην ταύτιση του μηνύματος και αποστολέα κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην είναι μεταβιβάσιμο το μήνυμα, αν δεν συνοδεύεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση του αποστολέα και, βεβαίως, αν δεν έχει και συγκεκριμένο, υπαρκτό, παραλήπτη. Αυτό έχει ως λογική συνέπεια ότι, κατά την αποστολή ενός μηνύματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δήλωση βούλησης του αποστολέα ταυτίζεται με την ηλεκτρονική του διεύθυνση και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, ώστε να καταστεί δυνατή τεχνικά η παραλαβή της από τον παραλήπτη και φυσικά είναι ήσσονος σημασίας η μορφή ή η διάταξη, με την οποία απεικονίζεται μηχανικά στο έντυπο. Επομένως, ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον ίδιο χρήστη και η δήλωσή της σε κάθε αποστελλόμενο ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του και, κατ` αναλογία για τα οριζόμενα για το παραδοσιακό έγγραφο του άρθρου 443 ΚΠολΔ, η μηχανική του απεικόνιση σε έντυπο εμπίπτει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 444 περ. 3 ΚΠολΔ, στην έννοια του ιδιωτικού εγγράφου, με αποδεικτική δύναμη σε βάρος του εκδότη του (άρθ. 443, 444, 445 ΚΠολΔ), διότι αυτή ακριβώς η μοναδική για κάθε χρήστη ηλεκτρονική διεύθυνση, που έχει ορισθεί και εφαρμοσθεί από τον ίδιο τον αποστολέα, φέρει το χαρακτήρα της ιδιόχειρης υπογραφής, έστω και αν δεν έχει την παραδοσιακή μορφή της τελευταίας. Έτσι, το επικυρωμένο κατά το νόμο αντίγραφο του αποσταλέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, το οποίο περιέχεται στο σκληρό δίσκο του παραλήπτη, αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι η περιλαμβανόμενη σε αυτό δήλωση προέρχεται από τον εκδότη αποστολέα του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 445 ΚΠολΔ. Βέβαια, η λειτουργία του συστήματος κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα είναι δυνατόν να υποκρύπτει τον κίνδυνο, ότι η αποστολή του συγκεκριμένου μηνύματος έγινε από άλλο πρόσωπο από αυτό στο οποίο ανήκει η συγκεκριμένη ηλεκτρονική διεύθυνση, κάνοντας χρήση αυτής (με οποιαδήποτε τρόπο), χωρίς την έγκρισή του. Η ελαττωματικότητα αυτή του μηνύματος που εστάλη παραπέμπει ευθέως στις διατάξεις περί πλαστότητας του ΚΠολΔ (460 επ.), εγκαθιστώντας αναστροφή του βάρους απόδειξης στον επικαλούμενο αυτή, για το λόγο ότι η λειτουργία του συστήματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου παρέχει εγγυήσεις για την πιστότητά της, ενώ η οποιαδήποτε παθολογία εμφανίζεται, δεν προέρχεται από ελάττωμα του συστήματος, αλλά από επέμβαση τρίτου σε αυτό, γεγονός το οποίο ανήκει στη σφαίρα επιρροής του φερόμενου ως αποστολέα. Με τα δεδομένα αυτά, περιορίζεται ουσιαστικά η ενέργεια της § 4 του άρθρου 457 του ΚΠολΔ (αμφισβήτηση της γνησιότητας) στο ζήτημα της ταυτότητας μεταξύ περιεχομένου του σκληρού δίσκου του ηλεκτρονικού υπολογιστή και της μηχανικής απεικόνισης του (για όλα τα ανωτέρω βλ. ΕφΑθ 32/2011, ΕφΔωδ 45/ 2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

IIII) Kατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ’ ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι’ αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα. Συνεπώς, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνο αν η εν λόγω ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, ήτοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία το έγγραφο για πρώτη φορά προσκομίσθηκε, άλλως το έγγραφο θεωρείται γνήσιο (ΑΠ 20/2017,  ΑΠ 726/2016, ΑΠ 760/2013, ΑΠ1756/2012 δημ. στον ιστότοπο ΑΠ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 461, 96 παρ. 1 και 98 περ. β’ ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το παραδεκτό του ισχυρισμού περί πλαστότητας, ανεξάρτητα από το αν αυτή αποδίδεται ή όχι σε ορισμένο πρόσωπο, απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, αν προβάλλεται από πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, η οποία δίδεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με δικαστικό πρακτικό ή με προφορική δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά (ΑΠ 291/2002 ΕλλΔνη 44.187, ΕφΑθ 3317/1990 ΕλλΔνη 32.150) και η έλλειψη της οποίας (πληρεξουσιότητας), αναπληρώνεται με την έγκριση του ενισταμένου, που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και να συνάγεται από την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο (ΕφΑθ.923/2000, ΕλλΔνη 41.857, ΕφΑθ 3317/1990 ό.π.). Τέτοια πληρεξουσιότητα δεν απαιτείται και όταν έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε η σχετική ένσταση προβάλλεται και χωρίς πληρεξουσιότητα (ΑΠ 291/2002 ΕλλΔνη 44.188, Εφθεσ 663/1995 Αρμ. 1996.73). Συνεπώς, με όποιον τρόπο και αν προτείνεται η πλαστότητα, για το παραδεκτό της, απαιτείται η κατά το άρθρο 98 ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι στον ισχυρισμό περί πλαστότητας της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του εκδότη αυτού εμπεριέχεται λογικά, ως κάτι το έλασσον, και η από την πλευρά αυτού (εκδότη) άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του, το βάρος της απόδειξης φέρει εκείνος που το επικαλείται και το προσάγει.  Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία ο περί πλαστότητας ισχυρισμός δεν ήθελε προβληθεί παραδεκτά σύμφωνα με τα πιο πάνω, είναι ερευνητέος ο περιεχόμενος σε αυτόν ελάσσων ισχυρισμός για άρνηση της γνησιότητας της επί του εγγράφου φερόμενης υπογραφής του εκδότη, της οποίας το βάρος της απόδειξης φέρει αυτός που το προσκομίζει και το επικαλείται (ΑΠ 20/2017). Εφόσον, δε, το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή, η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από την υπογραφή, τεκμήριο που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 724/2010, ΑΠ 1798/2006).

Η εκκαλούσα – ενάγουσα, μετά από ρητή συναίνεση του αντιδίκου της και παραίτησή του από την προστασία του απορρήτου, που εμπεριέχεται στα πρακτικά της εκκαλουμένης αποφάσεως, προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσθήκη επί των προτάσεών της, μεταξύ των άλλων, και το υπ΄αριθμ. 9 σχετικό της, στο οποίο περιέχονται ηλεκτρονικά μηνύματα (SMS), που ανταλλάσσονται μεταξύ των διαδίκων και, ιδίως μηνύματα μέσω viber με φερόμενο ως αποστολέα ή και παραλήπτη τον εναγόμενο, (από και προς το κινητό του τηλέφωνο) κατά τις ημερομηνίες 16, 17, 23, 29 και 31.12.2017, 20, 21, 26.1.2018, 5.3.2018, 6, 7, 18, 24 25 και 29.5.2018, 3, 7, 9, 13, 17, 24, 29.6.2018,  1, 17, 4, 15, 16 και 15, 17, 27..7.2018, 31.8.2018, 2, 7, 8, 9.9.2018, και άλλα χωρίς ημερομηνίες, τα οποία επικαλείται και επαναπροσκομίζει και στο παρόν δικαστήριο. Ο εκκαλών εναγόμενος υποστηρίζει με την έφεσή του (σελ. 15 αυτής), ότι  δεν προκύπτει από τα παραπάνω μηνύματα ποιος είναι ο αποδέκτης, (προφανώς εννοεί ο αποστολέας) και ποιος ο παραλήπτης “και ως εκ τούτου τα αμφισβητώ”, ενώ στην σελ. 19 της εφέσεώς του σχολιάζει το περιεχόμενο των εγγράφων και ισχυρίζεται κατά λέξη, ότι “τα μηνύματα που απαραδέκτως προσκομίζει πρωτοδίκως και τα οποία αρνούμαι για τους λόγους που θα εκθέσω, αφορούν δειγματοληπτικά συγκεκριμένες ημέρες…”  Ακολούθως, ο εναγόμενος, ενώ με τις από 3.3.2022 προτάσεις του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (σελ. 41 αυτών), αξιολογεί το περιεχόμενό τους κατά την δική του άποψη, χωρίς να αμφισβητεί την γνησιότητά τους, με την από 8.3.2022 προσθήκη στις προτάσεις του, (σελ. 6 και 7 της προσθήκης), επιχειρεί το πρώτον να βελτιώσει τον ισχυρισμό του εκθέτοντας περαιτέρω ότι “…αρνούμαι την γνησιότητα των εγγράφων που απαρτίζουν το σχετικό 9” και “… σε κάθε περίπτωση και, κυρίως, αρνούμαι ότι υπήρξα παραλήπτης ή/και αποστολέας στο σύνολο των προσαχθέντων γραπτών μηνυμάτων (πλην ελαχίστων), εφόσον δεν μπορεί ευχερώς να προκύψει ούτε η ταυτότητα των συναλλασσομένων, ούτε ο χρόνος ανταλλαγής των μηνυμάτων. Δεν αναγνωρίζω το περιεχόμενο των μηνυμάτων αυτών ως αληθές ή ως προερχόμενο από εμένα και αιτούμαι να απορριφθούν τα έγγραφα αυτά ως μη έγκυρα αποδεικτικά μέσα”. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου,  είτε εκτιμηθεί, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται για τα ηλεκτρονικά έγγραφα στην υπ΄αριθμ. (ΙΙΙ) μείζονα σκέψη, ότι κατατείνει στην θεμελίωση ενστάσεως πλαστότητας, χωρίς να κατονομάζεται ο πλαστογράφος, (άρνηση της αποστολής/λήψης τους από τον ίδιο τον εναγόμενο), είτε μόνο στην άρνηση της γνησιότητας των άνω εγγράφων, (ανακολουθία μεταξύ του περιεχομένου του μαγνητικού δίσκου της υπολογιστικής μικρομονάδας του κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας και του εκτυπωθέντος αντιγράφου), προτείνεται κατ΄αρχήν απαραδέκτως το πρώτον με την προσθήκη αντίκρουση κατά τα εκτιθέμενα στις με αριθμό (ΙΙ και ΙΙΙΙ) νομικές σκέψεις. Ειδικότερα, τα έγγραφα αυτά προσκομίσθηκαν το πρώτον με την από 8.3.2022 προσθήκη αντίκρουση της αντιδίκου του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο εναγόμενος, ο οποίος έλαβε από τότε γνώση αυτών, δεν τα προσβάλει ρητά ως πλαστά, ούτε αρνείται σαφώς την γνησιότητά τους με την έφεση και τις προτάσεις του. Πέραν, όμως αυτού, παρίσταται και ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι, έστω και με την προσθήκη αντίκρουση, δεν προσδιορίζονται σαφώς και ανενδοίαστα τα συγκεκριμένα έγγραφα (sms) που προσβάλλει ως πλαστά ή αρνείται την γνησιότητά τους, ούτε αναφέρει ποια είναι εκείνα τα “ελάχιστα” εξ αυτών, που ο ίδιος αναγνωρίζει ως γνήσια. Περαιτέρω, δεν προσδιορίζει σαφώς και αν αμφισβητεί ότι ο ίδιος είναι χρήστης της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που φέρουν, (εν προκειμένω του κινητού τηλεφώνου αποστολής τους), ή αν υποστηρίζει ότι η αποστολή των συγκεκριμένων μηνυμάτων έγινε μεν από ο κινητό του τηλέφωνο, πλην όμως όχι από τον ίδιο αλλά από τρίτο πρόσωπο, χωρίς την γνώση και την έγκρισή του. Τα στοιχεία, δε, αυτά καθίστανται πλέον απαραίτητα, δεδομένου ότι, κατά τα αναφερόμενα στην υπ΄αριθμ (ΙΙΙ) νομική σκέψη, τίθεται ζήτημα εκτίμησης και κατανομής του βάρους απόδειξης του ισχυρισμού αυτού, αλλά και σύγχυσης ως προς την κατεύθυνση του ισχυρισμού του, καθώς  ο εναγόμενος επικαλείται και ο ίδιος παρόμοια μηνύματα της 29.12.2017, τα οποία φέρουν την ίδια διεύθυνση αποστολέα/ παραλήπτη …………..ή ………………), με αυτήν που φέρουν και όλα τα λοιπά προσκομιζόμενα από την ενάγουσα μηνύματα. Εξ άλλου, ο ίδιος ισχυρισμός, κατά το μέρος που επιχειρείται θεμελίωση ενστάσεως πλαστότητας των εν λόγω εγγράφων, προβαλλόμενος από την υπογράφουσα την έφεση και τις προτάσεις δικηγόρο του, είναι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην με αριθμό (ΙΙΙΙ) νομική σκέψη απορριπτέος ως απαράδεκτος, και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι δεν γίνεται επίκληση, ούτε προσάγεται το απαιτούμενο για την παραδεκτή προβολή της ενστάσεως πλαστότητας έγγραφο ειδικής πληρεξουσιότητας, αλλά και δεν προσκομίζονται τα έγγραφα, ούτε αναφέρονται ονομαστικά οι μάρτυρες και τα λοιπά μέσα απόδειξης της πλαστότητάς τους. Κατά συνέπεια, εφόσον τα παραπάνω έγγραφα δεν προσβάλλονται παραδεκτά ως πλαστά, αλλά ούτε και προσδιορίζονται ρητά και ανενδοίαστα εκείνα εκ των οποίων, θεωρεί ο εναγόμενος ότι δεν είναι γνήσια, τα παραπάνω έγγραφα θεωρούνται γνήσια, κατά τα προεκτεθέντα στις με αριθμό (ΙΙ και ΙΙΙΙ) νομικές σκέψεις.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά του ως άνω Δικαστηρίου, τις υπ’ αριθμ. …/25.2.2019 και …../3.4.2019 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η, μεν, πρώτη με την επιμέλεια της ενάγουσας, ύστερα από νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου της (βλ. την υπ΄αριθμ. …./20.2.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………), η, δε, δεύτερη με την επιμέλεια του εναγομένου ύστερα από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ΄αριθμ. …………./28.3.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……………….) και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για  πρώτη φορά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, (άρθ. 529 παρ. 1α΄ ΚΠολΔ), (με την σημείωση ότι όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσθήκη επί των προτάσεων της ενάγουσας προσκομίσθηκαν παραδεκτά προς ανταπόδειξη του αρνητικού επί της αγωγής ισχυρισμού του εναγομένου περί μη υπάρξεως μεταξύ τους σχέσης εξαρτημένης εργασίας και δεν θεωρούνται νέα, κατά τα προεκτεθέντα στον οικείο λόγο εφέσεως), για ορισμένα, δε, εκ του συνόλου των ως άνω εγγράφων γίνεται ρητή αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να προσδίδεται σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική, για το καθένα, μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται, για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1045/2017, ΑΠ 471/2016 ΤρΝομΠλ Δ.Σ.Α.), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι φωτογραφίες που προσκομίζει ο εναγόμενος και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΕφΠειρ 242/2016, ΕφΠειρ 745/2014 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος) και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, κατά τα αναφερόμενα στην άνω με αριθμό (Ι) νομική σκέψη, (βλ και ΑΠ 934/2014, ΑΠ 882/2013 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος), μεταξύ των οποίων και τα,  μετά από αμοιβαία συναίνεση στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, προσκομιζόμενα από την ενάγουσα και τον εναγόμενο ηλεκτρονικά μηνύματα (SMS), τα οποία εκτιμώνται, σε συνδυασμό, με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, (σημειώνεται, ότι είναι σαφής και ορισμένη η επίκλησή τους από την ενάγουσα τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν δικαστήριο, εφόσον προκύπτει η ταυτότητά τους (Ολ. Α.Π. 14/2005, ΑΠ 14 / 2022 ΤΝΠΝόμος), και από τις παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚπολΔ,. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠΝόμος), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο παροχής υπηρεσιών φωτογραφίας και προς τούτο διατηρεί κατάστημα – ατομική  επιχείρηση παραγωγής και εκτύπωσης φωτογραφικού υλικού με την επωνυμία “………….”, στην περιοχή του Πειραιά. Τυπικά η επιχείρηση αυτή φέρεται από τον εναγόμενο ως ατομική, πλην, όμως, εταίρος σ’αυτήν είναι και ο μάρτυράς του στην παρούσα δίκη, ……………, γεγονός που συνομολογείται ρητά από τον ίδιο τον εναγόμενο στο δικόγραφο της έφεσής του (βλ. 2η παρ. στην σελ. 15, 1η σειρά της σελ. 16 και τελευταία παρ. της σελ. 20 της από 15.10.2020 έφεσης). Η επιχείρηση του εναγομένου δεν λειτουργεί ως απλό κατάστημα φωτογραφείου που εξυπηρετεί πελάτες μόνο στην έδρα του, αλλά, κυρίως, συνεργάζεται με καταστήματα εστίασης και κοινωνικών εκδηλώσεων, με τα οποία συνάπτει διαρκείς συμβάσεις, ώστε να καλύπτει φωτογραφικά τις προγραμματισμένες μαζικές εκδηλώσεις στο χώρο τους, έναντι καταβαλλόμενης προς τους ιδιοκτήτες των χώρων αυτών αμοιβής. Την φωτογράφιση των εκδηλώσεων και των παρισταμένων πραγματοποιεί διά των υπαλλήλων – φωτογράφων που απασχολεί, οι οποίοι μεταβαίνουν την προγραμματισμένη ημέρα και ώρα  στο χώρο της εκάστοτε εκδήλωσης και καλύπτουν φωτογραφικά το γεγονός. Ακολούθως, δια των βοηθών – μεταφορέων που απασχολεί, μεταφέρεται το φωτογραφικό υλικό στο κατάστημά του και, αφού εκτυπώνονται και αριθμούνται τα αντίτυπα των φωτογραφιών που πιθανολογείται ότι θα διατεθούν, επαναπροωθούνται με τον ίδιο τρόπο, στο κατάστημα της εκδήλωσης και παραδίδονται στον υπάλληλό του – φωτογράφο, ο οποίος υποχρεούται να τις πωλήσει  στους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση, έναντι τιμήματος που έχει προκαθορισθεί από τον ίδιο τον εναγόμενο. Προς τον παραπάνω σκοπό είχε αναπτύξει δίκτυο 40 περίπου συνεργαζόμενων χώρων εστίασης και λοιπών κοινωνικών εκδηλώσεων (γάμων, βαπτίσεων, γενεθλίων, εορτών κ.λ.π) και για την κάλυψή τους απασχολούσε κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (2011-2018) εννέα φωτογράφους – πωλητές και τέσσερεις βοηθούς – μεταφορείς. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του αυτής, την 15.4.2011 συνήψε με την ενάγουσα προφορική σύμβαση εργασίας, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο, ως φωτογράφος και πωλήτρια των παραγόμενων φωτογραφιών στους συμβεβλημένους χώρους εστίασης και κοινωνικών εκδηλώσεων, που ο ίδιος θα της υποδείκνυε κάθε φορά, έναντι μισθού 1.300 ευρώ καθαρά το μήνα. Η εβδομαδιαία εργασία της συμφωνήθηκε να είναι κατά κανόνα τετραήμερη και συγκεκριμένα κατά τις ημέρες Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, με εξαίρεση την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων, (από 20.12 του απερχόμενου έτους  έως 2.1 του νέου έτους), και την περίοδο των δύο εβδομάδων των Απόκρεων, που η εργασία της ήταν καθημερινή και για όλες, χωρίς εξαίρεση, τις ημέρες της εβδομάδας, Το  σύνηθες ωράριό της συμφωνήθηκε για την ημέρα της Πέμπτης από ώρα 19:00 έως το πέρας της εκάστοτε εκδήλωσης και οπωσδήποτε μέχρι την 12:00 νυχτερινή, για την Παρασκευή από ώρα 19:00 έως 1:00 π.μ. της επομένης και για το Σάββατο και την Κυριακή από ώρα 11:00 π.μ έως 2:00 π.μ. της επομένης. Το κατ΄ εξαίρεση ωράριό της, που αφορούσε μόνο τις παραπάνω δύο περιόδους των εορτών που προαναφέρθηκαν, συμφωνήθηκε να είναι καθημερινά από ώρα 12:00 π.μ. έως 03:00 π.μ. της επομένης. Από την πρόσληψή της η ενάγουσα μέχρι και την 14.9.2018 παρείχε συνεχώς τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο επί 41 ώρες ανά εβδομάδα (5 + 6 + 15 + 15), εκτός από τα παραπάνω διαστήματα των εορτών που εργαζόταν περισσότερες ώρες, το, δε, σύνολο των ωρών της εβδομαδιαίας εργασίας της καλύπτονταν αποκλειστικά εντός των ως άνω τεσσάρων ημερών με το ημερήσιο ωράριο που προαναφέρθηκε. Προς τούτο προσερχόταν το πρωί κάθε Κυριακής στην επιχείρηση του εναγομένου και παραλάμβανε από αυτόν το πρόγραμμα εργασίας που της ανέθετε, το οποίο περιείχε τους χώρους των εκδηλώσεων που θα κάλυπτε την εβδομάδα που ακολουθούσε με την ακριβή ημερομηνία και την ώρα έναρξης κάθε εκδήλωσης. Ενδιάμεσα, ωστόσο, λάμβανε τηλεφωνικά και άλλες εντολές, ανάλογα με τις προκύπτουσες κάθε φορά εκδηλώσεις. Ακολούθως, προσέρχονταν την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα στο χώρο της εκδήλωσης, ενημερώνοντας προηγουμένως τον εναγόμενο με σχετικό μήνυμα για την αναχώρηση από την οικία της,  και, αφού προέβαινε στην λήψη του φωτογραφικού υλικού, παρέδιδε αυτό στον διανομέα που είχε στην διάθεσή της ο εναγόμενος, ο οποίος το μετέφερε στο κατάστημα του τελευταίου για εκτύπωση. Μετά ταύτα ο διανομέας ή και ο ίδιος ο εναγόμενος της παρέδιδαν αριθμημένες τις εκτυπωθείσες φωτογραφίες, τις οποίες η ενάγουσα πουλούσε στην συνέχεια στα συμμετέχοντα στις εκδηλώσεις πρόσωπα, έναντι του ποσού που είχε προκαθορίσει ο εναγόμενος. Το ποσό αυτό το απέδιδε στη συνέχεια στον εναγόμενο είτε επιστρέφοντας στο τέλος της εργασίας της στην επιχείρησή του (τα δύο πρώτα έτη), είτε κάθε Κυριακή στην συνέχεια, λόγω της αναπτυχθείσης στο μεταξύ εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό της. Αρκετές φορές η ενάγουσα απασχολούνταν και η ίδια με την μεταφορά του υλικού από και προς το κατάστημα του εναγομένου, καθώς και με την εκτύπωση των φωτογραφιών, καθώς ο εναγόμενος της ζητούσε είτε να του παραδώσει η ίδια το φωτογραφικό υλικό για εκτύπωση είτε να επιστρέψει στην επιχείρησή του για να τον βοηθήσει στην εκτύπωση στο ενδιάμεσο μεταξύ δύο εκδηλώσεων χρονικό διάστημα, υποσχόμενος, (όταν δεν μεσολαβούσε ικανό χρονικό διάστημα μεταξύ δύο εκδηλώσεων), να την μεταφέρει ο ίδιος στον επόμενο χώρο εκδήλωσης, ώστε να μην καθυστερήσει. Σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του εναγομένου, η ενάγουσα δεν εξέδιδε αποδείξεις για την πώληση  των φωτογραφιών, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ο πελάτης ήταν “δύστροπος” και υπήρχε κίνδυνος καταγγελίας και εμπλοκής της φορολογικής αρχής. Προς το σκοπό αυτό ο εναγόμενος της χορήγησε το μπλοκ αποδείξεων της επιχείρησής του, τις οποίες η ενάγουσα συμπλήρωνε ιδιοχείρως, αν και όποτε χρειαζόταν, σύμφωνα με το παραπάνω κριτήριο, που καθόρισε ο εναγόμενος. Για την λήψη εξ άλλου των φωτογραφιών, η ενάγουσα χρησιμοποιούσε, αρχικά την δική της φωτογραφική μηχανή, αλλά στην συνέχεια ο εναγόμενος παραχώρησε τόσο σ’αυτή όσο και στην έτερη υπάλληλό του . …… καινούργιο φωτογραφικό εξοπλισμό (επαγγελματική μηχανή), που αγόρασε για το σκοπό αυτό το έτος 2014 με την πιστωτική κάρτα του συνεταίρου του …………….. Τα λοιπά αναλώσιμα υλικά (φιλμ κ.λ.π.) παραχωρούνταν εξ αρχής και πάντοτε από τον εναγόμενο. Η εκτέλεση όλων των παραπάνω εργασιών γινόταν σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες του εναγομένου, ο οποίος καθόριζε τον τόπο και το χρόνο που η ενάγουσα θα παρείχε την εργασία της κάθε φορά, καθώς και τον αριθμό των εκδηλώσεων που θα κάλυπτε κάθε ημέρα εργασίας της. Ασκούσε δε την εποπτεία και τον έλεγχο της έγκαιρης και σωστής εκπληρώσεώς τους τόσο με την προσωπική επίσκεψή του στους χώρους των εκδηλώσεων και τον έλεγχο της ποιότητας των φωτογραφιών της, όσο και με την αρίθμηση των παραδοθέντων αντιτύπων των φωτογραφιών και αυτών που παρέμειναν αδιάθετες, από την αφαίρεση των οποίων στην συνέχεια διαπίστωνε και την αποδοτικότητά της στις πωλήσεις, περί της οποίας γινόταν οι ανάλογες υποδείξεις. Η μόνη δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας εκ μέρους της ενάγουσας περιορίζονταν στο καλλιτεχνικό σκέλος της εργασίας της και δη στην χρησιμοποίηση των ειδικών γνώσεων και δεξιοτήτων που διέθετε κατά την λήψη της φωτογραφίας και σε καμία περίπτωση δεν έφθανε μέχρι του σημείου να καθορίζει η ίδια τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας της, καθόσον αυτά καθορίζονταν αποκλειστικά από τον εναγόμενο. Αντίθετα, δεν είχε δικαίωμα οιασδήποτε πρωτοβουλίας ως προς το έτερο σκέλος της εργασίας της που αφορούσε την πώληση των φωτογραφιών, η οποία γινόταν με τους όρους και τις υποδείξεις που είχε προκαθορίσει ο εναγόμενος. Δεσμεύονταν, δε, καθ΄ όλο το συμφωνημένο ωράριό της να βρίσκεται είτε εργαζόμενη είτε,  (ιδίως, την ημέρα της Πέμπτης), σε ετοιμότητα εργασίας και μάλιστα στην επιχείρηση του εναγομένου, ο οποίος την καλούσε εκεί ακόμα και όταν δεν είχε φωτογράφιση κάποιας εκδήλωσης για να της αναθέσει. Δεσμεύονταν, επίσης, να του αναφέρει καθημερινά την έκβαση των ενεργειών της και να του αποδίδει λογαριασμό για τα πεπραγμένα, προσερχόμενη για το σκοπό αυτό κάθε Κυριακή πριν από την εργασία της στο κατάστημά του, όπου γινόταν και ο έλεγχος για την πρόοδο των εργασιών και την αποδοτικότητά της. Αντίστοιχα, οι παροχές που της προσέφερε ο εναγόμενος περιορίζονταν μόνο στον καθαρό μισθό της των 1.300 ευρώ το μήνα καθαρά, ο οποίος της καταβάλλονταν τμηματικά και δη 325 ευρώ την εβδομάδα, όπως σαφώς κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η μάρτυρας, …………… Το παραπάνω ποσό δεν ήταν υπερβολικό και δεν υπερέβαινε τον συνήθη μισθό των εργαζομένων υπό αντίστοιχες συνθήκες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος, δεδομένου ότι και ο καθορισμένος μισθός των εν γένει υπαλλήλων από την Εθνική Γενική Σύμβαση Εργασίας των ετών 2010-2011-2012 για έγγαμο, όπως η ενάγουσα, και χωρίς προϋπηρεσία, (δεν απεδείχθησαν τα ακριβή έτη προϋπηρεσίας της ενάγουσας), ήταν 826,54 ευρώ και εν προκειμένω οι αυξημένες αποδοχές της δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι δεν ήταν ασφαλισμένη, αλλά και την ιδιαιτερότητα της εργασία της, που ήταν κατά κύριο λόγο νυχτερινή, παρεχόταν σε ημέρες αργίας (Κυριακές και όλες τις λοιπές αργίες), υπερέβαινε κατά πολύ το 8ωρο τις ημέρες του Σαββάτου, της Κυριακής και των λοιπών αργιών και συμπεριλαμβάνονταν σ’αυτές και τα αυξημένα έξοδα μεταφοράς της σε διαφορετικούς τόπους εργασίας μέσα στην ίδια ημέρα. Το παραπάνω ποσό καταβάλλονταν στην ενάγουσα πάντοτε σε μετρητά και χωρίς απόδειξη, αφού ο εναγόμενος, δεν είχε αναγγείλει την πρόσληψή της, ως όφειλε, στον ΟΑΕΔ, εντός της νομίμου προθεσμίας ή και αργότερα, ούτε είχε προβεί στην ασφάλισή της στο ΙΚΑ, προφανώς για φορολογικούς λόγους, καθώς δεν εξέδιδε αντίστοιχες με τις πωλήσεις του αποδείξεις και στην φορολογική του δήλωση εμφάνιζε μειωμένο εισόδημα από την παραπάνω δραστηριότητά του και, δη, μικρότερο των 10.000 ευρώ κατ΄ έτος, ποσό που δεν δικαιολογούσε την απασχόληση υπαλλήλων. Συνέπεια της παραπάνω παράλειψης του εναγομένου ήταν να απέχει και η ενάγουσα από τη δήλωση του αντίστοιχου εισοδήματός της, καθώς κατά την κοινή πείρα και λογική, αν δήλωνε το εισόδημα από την εργασία της,  υπήρχε σοβαρός κίνδυνος απόλυσής της. Επίσης, δεν της χορηγούσε ποτέ τα επιδόματα των εορτών και αδείας, παρά τις συνεχείς προς τούτο διαμαρτυρίες της ενάγουσας, στην οποία υποσχόταν πάντοτε ότι θα προβεί στην νόμιμη πρόσληψή της και στην καταβολή των δικαιουμένων αποδοχών σύντομα, χωρίς όμως και να το πράττει, εκμεταλλευόμενος έτσι την ανάγκη της για εργασία, (είναι διαζευγμένη και μητέρα δύο παιδιών), και την δυσκολία της για την εξεύρεση άλλης εργασίας εν μέσω οικονομικής κρίσης και αυξημένης ανεργίας. Με βάση τα παραπάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μεταξύ των διαδίκων σχέσης, προκύπτει, ότι η σύμβαση που πράγματι καταρτίσθηκε και λειτούργησε μεταξύ τους, είχε τον χαρακτήρα σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Και τούτο διότι η ενάγουσα δεν διέθετε δική της επιχειρηματική οργάνωση, ούτε είχε κάνει έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην ΔΟΥ, ώστε να μπορεί να εργασθεί προσφέροντας  η ίδια ανεξάρτητες υπηρεσίες, και εξ αρχής εντάχθηκε τόσο λειτουργικά όσο και οργανωτικά στην δομή της επιχείρησης του εναγομένου, κάνοντας χρήση του εξοπλισμού της επιχείρησής του και εκδίδοντας τις αποδείξεις πώλησης των φωτογραφιών στο όνομά του και για λογαριασμό του. Προσέφερε, δε, τις υπηρεσίες της τις καθορισμένες από τον ίδιο ημέρες και ώρες στον τόπο που κάθε φορά εκείνος της υποδείκνυε και σε συγκεκριμένο ωράριο, κατά το οποίο ήταν υποχρεωμένη, ακόμα κι αν δεν της είχε ανατεθεί εργασία φωτογράφισης και πώλησης, είτε να συνδράμει στις συναφείς εργασίες εκτύπωσης ή και μεταφοράς του φωτογραφικού υλικού από και προς τα κέντρα εκδηλώσεων, είτε (σπανιότερα) να βρίσκεται σε ετοιμότητα εργασίας. Ενεργούσε, δε, πάντοτε υπό τις δεσμευτικές οδηγίες του εναγομένου, ο οποίος ασκούσε συνεχή και καθημερινή εποπτεία και έλεγχο για τη συμμόρφωσή της με τις οδηγίες αυτές. Και ναι μεν, όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα ανέπτυσσε και πρωτοβουλία, πλην όμως, αυτή περιορίζονταν αποκλειστικά στον τομέα της φωτογράφισης, περί της οποίας είχε τις απαιτούμενες για την διεκπεραίωσή της ειδικές γνώσεις, το, δε, γεγονός αυτό δεν αποτελεί από μόνο του ασφαλές κριτήριο διακρίσεως της εξαρτημένης εργασίας από τις ανεξάρτητες υπηρεσίες (βλ. Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Στ. Βλαστός, 2012, σελ. 44-45). Και τούτο, διότι όλα τα λοιπά χαρακτηριστικά της σύμβασης αυτής δεν προσομοιάζουν με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αλλά μόνο με αυτή της εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου καθώς: α) Η σύμβαση ορίστηκε εξ αρχής για αόριστο χρόνο, με τον εξοπλισμό και δη τα αναλώσιμα υλικά και τα φωτογραφικά μηχανήματα να βαρύνουν τον εναγόμενο, β) η αμοιβή που συμφωνήθηκε καταβαλλόταν ανά εβδομάδα ως μισθός και ήταν ανεξάρτητη από την ποσότητα των φωτογραφιών που παρήγαγε ή πουλούσε, γ) οι χειρόγραφες διάτρητες αποδείξεις, που συμπλήρωνε για την πώληση των φωτογραφιών εκδίδονταν πάντοτε στο όνομα της επιχείρησης του εναγομένου, δ) προσέφερε τις υπηρεσίες της με συνεχή παρουσία της στον τόπο και το χρόνο που της υποδείκνυε ο εναγόμενος, χωρίς δικαίωμα παρέκκλισης από το συμφωνημένο ωράριο, ε) εκτελούσε εργασίες μη συναφείς με την ειδικότητα και το αντικείμενό της, ως φωτογράφος, όπως αυτή της πώλησης των παραγόμενων φωτογραφιών, η οποία είναι ασυμβίβαστη με την εκδοχή της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών φωτογράφισης, στ) τελούσε πάντοτε υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του εναγομένου, και ζ) δεν παρείχε υπηρεσίες φωτογράφισης ή πώλησης φωτογραφιών σε προσωπικούς πελάτες, και, εν πάσει περιπτώσει, και υπό την αντίθετη εκδοχή, που πάντως δεν αποδεικνύεται, η τυχόν παράλληλη αυτή περιορισμένη απασχόληση, οπωσδήποτε δεν γινόταν μέσα στο ωράριο εργασίας της για τον εναγόμενο. Εξ άλλου, ο ίδιος ο εναγόμενος δεν υποστηρίζει σαφώς και ανενδοίαστα ότι η ενάγουσα συνδεόταν μαζί του με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Αντιθέτως, αρνείται ότι υπήρξε κάθε είδους σύμβαση μεταξύ τους, υποστηρίζοντας ότι τους συνέδεε μόνο προσωπική (ερωτική) σχέση, στα πλαίσια της οποίας της προσέφερε ως δώρο την επαγγελματική φωτογραφική μηχανή, που προαναφέρθηκε. Τοποθετεί, δε, δια του μάρτυρά του, ……………… την γνωριμία του με την ενάγουσα και την ανάπτυξη της προσωπικής τους σχέσεως, στο έτος 2015. Ο ίδιος μάρτυρας, υποστηρίζει στην κατάθεσή του, ότι  μετά την κατά το έτος αυτό γνωριμία τους, μπορεί να της έδινε και δύο – τρεις φωτογραφίσεις την εβδομάδα “ως δώρο”, τις οποίες εκτελούσε η ενάγουσα αποκλειστικά για λογαριασμό της, χωρίς να αποδίδει στον εναγόμενο κανένα ποσό επί των εισπράξεών της.  Διαψεύδεται όμως στο σύνολό της η κατάθεσή του από τις από 23.7.2013, 15.1.2014, 15.2.2014, 15.3.2014, 15.7.2014, 1.10.2016, 4.10.2016. και 31.12.2017 διάτρητες αποδείξεις λιανικής πώλησης φωτογραφιών, τις οποίες προσκομίζει η ενάγουσα, μερικές εκ των οποίων είναι προγενέστερες του χρόνου γνωριμίας και της προσωπικής σχέσης, που υποστηρίζει ο μάρτυράς του ότι συνέδεε τους διαδίκους, και άπασες φέρουν στην θέση του εκδότη το λογότυπο της επιχειρήσεως του εναγομένου (“…….”), καθώς και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητάς του. Οι αποδείξεις αυτές, όπως συνομολογείται από τον εναγόμενο, ο οποίος δεν το αρνείται ειδικά (άρθρο 261 ΚΠολΔ.), έχουν συμπληρωθεί ιδιοχείρως από την ενάγουσα, γεγονός που αποδεικνύει και την μεταξύ τους εργασιακή σχέση. Και τούτο, διότι η έκδοση αυτών των αποδείξεων στο όνομα του εναγομένου δεν δικαιολογείται ούτε υπό την εκδοχή της άνευ ανταλλάγματος παροχής (δώρου), ούτε υπό την εκδοχή της συνδέσεως των διαδίκων με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Και τούτο διότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις, κατά την κοινή πείρα και λογική, δεν θα μπορούσε η ενάγουσα να εργάζεται για λογαριασμό της και να χρησιμοποιεί τα φορολογικά στοιχεία του εναγομένου, ούτε και θα της το επέτρεπε ο τελευταίος. Από τις ίδιες αποδείξεις εξ άλλου, που εκκινούν από το έτος 2013 και τον γραφικό της χαρακτήρα επ΄αυτών, επιβεβαιώνεται και ο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι προσελήφθη από τον εναγόμενο από το έτος 2011, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει πειστικά και η μάρτυρας – μητέρα της,  …………., η οποία γνωρίζει καλά τα γεγονότα. Η κατάθεσή της, δε, δεν αποκρούεται πειστικά από την κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα του εναγομένου, ο οποίος είναι κατά τα προεκτεθέντα, (αφανής προφανώς), εταίρος του και, επομένως, έχει συμφέρον από την έκβαση της παρούσης δίκης, αλλά ούτε και από τον καταθέσαντα στα πλαίσια της υπ΄αριθμ. ………./3.4.2019 ένορκης βεβαίωσης, μάρτυρά του, …….., ο οποίος είναι εργαζόμενος του εναγομένου και τελεί σε σχέση εξάρτησης από αυτόν. Εξ άλλου, οι παραπάνω εκδοχές του εναγομένου αποκρούονται και από τα μηνύματα του προς την εναγομένη, μέσω Viber, μεταξύ των οποίων και τα από 29.12.2017 μηνύματά του που επικαλείται ο ίδιος και,  οπωσδήποτε δεν αμφισβητεί την γνησιότητά τους, με τα οποία ενημερώνει την ενάγουσα για τον τόπο και την ώρα που θα εργασθεί. Αποδεικνύεται, επομένως, ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους κατά το χρονικό διάστημα από 15.4.2011 έως και την 14.9.2018, που η ενάγουσα απολύθηκε, ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, επί της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και όχι σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών και ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ομοίως, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών – εναγόμενος, με την από 5.10.2021 έφεσή του,  πρέπει να απορριφθούν ως  αβάσιμα στην ουσία τους.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 της ΚΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν. 1082/1980, δώρα εορτών καταβάλλονται ολόκληρα εφόσον η σχέση εργασίας των μισθωτών με τον υπόχρεο εργοδότη διήρκεσε χωρίς διακοπή καθ` όλη τη χρονική περίοδο που ορίζεται για κάθε περίπτωση που είναι για το δώρο Πάσχα από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου και για το δώρο Χριστουγέννων από 1η Μαΐου μέχρι 30 Δεκεμβρίου κάθε έτους. Περαιτέρω, το επίδομα εορτών Χριστουγέννων είναι ίσο με ένα μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 25 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, ενώ το επίδομα εορτών Πάσχα είναι ίσο με μισό μηνιαίο μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και με 15 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, υπολογίζονται, δε, αμφότερα βάσει των πράγματι καταβαλλομένων μισθών ή ημερομισθίων την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντίστοιχα (ΑΠ 1241/2007 ΔΕΕ 2008.1159, ΕφΑΘ 702/2008 ΕλλΔνη 2008.555). Εάν όμως διήρκεσε η εργασιακή σχέση μικρότερο χρονικό διάστημα, μέσα στα χρονικά όρια που αναφέρθηκαν, τότε καταβάλλεται σαν δώρο Χριστουγέννων, ποσό ίσο με τα 2/5 του μηνιαίου μισθού ή 2 ημερομίσθια ανάλογα με τον συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 19ημερο χρονικό διάστημα διαρκείας της εργασιακής σχέσεως και σαν δώρο Πάσχα, ποσό ίσο με το 1/5 του μισού μηνιαίου μισθού ή 1 ημερομίσθιο, ανάλογα με το συμφωνημένο τρόπο αμοιβής για κάθε 8ημερο χρονικό διάστημα της εργασιακής σχέσεως. Για κάθε χρονικό διάστημα μικρότερο του 19ημέρου ή του 8ημέρου αντίστοιχα, δικαιούνται ανάλογο κλάσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει, ότι ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στην ενάγουσα τα δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα 1.1.2013 έως 14.9.2018. Δεδομένου ότι η ενάγουσα αμειβόταν με μισθό ποσού 1.300 ευρώ καθαρά το μήνα, ο οποίος για τον υπολογισμό των δώρων προσαυξάνεται πολλαπλασιαζόμενος με τον συντελεστή 0.041666, καθώς συνυπολογίζεται  στις τακτικές αποδοχές και η αναλογία του επιδόματος αδείας (ΑΠ 662/2019 ΤΝΠΝόμος) και ανέρχεται στο ποσό των 1.354,16 ευρώ,  δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: Για τα δώρα Πάσχα των ετών 2013 έως και 2018, ήτοι για 6 έτη χ (1.354,16 : 2 =) 677, 08 = 4.062,48 ευρώ. Για δώρα Χριστουγέννων των ετών 2013 έως 2017, που η ενάγουσα εργαζόταν καθ΄όλο το έτος, ήτοι για 5 έτη χ 1.354,16 =) 6.770,80 ευρώ και για αναλογία δώρου Χριστουγέννων το έτος 2019, που εργάσθηκε από 1.5.2018 έως 14.9.2018, ήτοι για 137 ημέρες : 19 = 7,21 χ 2 = 14,42 ημερομίσθια χ (1.354,16 : 25 = 54,16) = 780,98 ευρώ και συνολικά, για δώρα Χριστουγέννων δικαιούται το ποσό των (6.770,80 + 780,98 =) 6.891,78 ευρώ.

Από το άρθρο 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 1 παρ. 1 του Ν. 1346/1983, 13 παρ. 1 του Ν. 3227/2004 και 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 : “1.α. Κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ` αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσάρων εργάσιμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας. β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α`. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες ή μέχρι και τις είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο. Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.  Εν προκειμένω, αποδεικνύεται, ότι  ο εναγόμενος δεν κατέβαλε στην ενάγουσα κατά το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο είχε ήδη συμπληρώσει διετή εργασία, το δικαιούμενο επίδομα αδείας (αρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας υπολογίζεται, όπως και οι αποδοχές αδείας (είναι, δηλαδή, ίσο προς το σύνολο των αποδοχών αδείας, με τον περιορισμό, ότι δεν δύναται να υπερβεί, για όσους, μεν, αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους, δε, αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια   (ΑΠ 662/2019, ΑΠ 122/2017, ΑΠ 519/2017, ΑΠ 792/2017, ΑΠ 522/2015, δημ στον ιστότοπο του ΑΠ). Ως εκ τούτου, οι μισθωτοί, οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος αδείας, τόσο, για το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη. Επομένως, ο εναγόμενος της οφείλει για την αιτία αυτή το ποσό των [6 έτη χ 650 ευρώ (1.300 : 2) =] 3.900 ευρώ και όχι το μεγαλύτερο ποσό των 4.062,48 ευρώ, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, η οποία υπολογίζει αβασίμως το επίδομα αυτό προσαυξανόμενο με τον πολλαπλασιαστή 0,04166. Αντιθέτως, δεν απεδείχθη ότι η ενάγουσα δεν έλαβε την ετήσια άδειά της για τα έτη 2013 – 2018, καθώς κανείς, ούτε και οι μάρτυρές της, κατέθεσαν σαφώς περί αυτού, και το σχετικό κονδύλιο της αγωγής είναι απορριπτέο ως αβάσιμο στην ουσία του.

Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας ο μισθωτός δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του, είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση. Σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 2 της Υποπαραγράφου ΙΑ.12 της παραγράφου ΙΑ. του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, το ύψος της αποζημίωσης απόλυσης, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας χωρίς προειδοποίηση, που οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο υπάλληλο ο εργοδότης με βάση τον πίνακα αποζημιώσεων υπαλλήλων για χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη 6 ετών συμπληρωμένων και άνω ανέρχεται σε αποδοχές 4 μηνών εκτός αν οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση βάσει σύμβασης ή εθίμου. Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.(ν. 3198/1955 άρθρο 5). Η αγωγή για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 3198/1955, είναι ουσιαστικά απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από τότε που ο εργαζόμενος παραλήπτης έλαβε γνώση της καταγγελίας, οπότε και είναι απαιτητή η αποζημίωση (Ολ. ΑΠ 16/1994, ΑΠ 316/2020, ΑΠ 1458/2019, ΑΠ 359/2015). Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται, ότι ο εναγόμενος κατήγγειλε προφορικά την  σύμβαση εργασίας της ενάγουσας την 14.9.2018, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση. Κατά την ημερομηνία αυτή η ενάγουσα είχε συμπληρώσει επτά και πλέον έτη εργασίας και, εφόσον με την ένδικη αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο την 23.1.2019, δηλαδή εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την καταγγελία, επέλεξε να θεωρήσει έγκυρη την κατά τα άνω άκυρη καταγγελία, δικαιούται, κατά τα προεκτεθέντα αποζημίωση ίση με τις αποδοχές τεσσάρων μηνών, που προσαυξάνονται κατά 1/6, λόγω συνυπολογισμού των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, και συγκεκριμένα δικαιούται το ποσό των 1.300 ευρώ χ 1/6 = 216,66 και 1.300 + 216,66 = 1.516,66  χ 4 = 6.066,64 ευρώ. Το ποσό αυτό έπρεπε να της καταβληθεί κατά το ήμισυ την 14.9.2018 που απολύθηκε και κατά το υπόλοιπο, μετά δίμηνο από την απόλυση (άρθρο 74 του Ν.3863/2010).

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, έστω και με εσφαλμένη αιτιολογία, κατά την οποία αντικαθίσταται με την παρούσα, απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του το κονδύλιο της αγωγής που αφορούσε αποζημίωση για μη ληφθείσα άδεια, δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Αντιθέτως, με το να δεχθεί, ότι δεν απεδείχθη το ύψος του μισθού της ενάγουσας, και στην συνέχεια να απορρίψει ως αβάσιμα στην ουσία τους όλα τα ως άνω κονδύλια της αγωγής (για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων, επίδομα αδείας και αποζημίωση απολύσεως),  έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, ο δε σχετικός λόγος της από 18.2..2020 εφέσεως της ενάγουσας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως βάσιμος και στην ουσία του.

Κατόπιν αυτών, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των συνεκδικαζόμενων εφέσεων προς έρευνα, πρέπει η, μεν, έφεση του ενάγοντος να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ενάγουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος εναγομένου (άρθρα 176 Κ.ΠολΔ), η, δε, έφεση της εκκαλούσης ενάγουσας να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και κατ΄ ουσία βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε ως ουσία αβάσιμα τα κονδύλια της αγωγής για επιδόματα εορτών και αδείας και αποζημίωση απολύσεως και για την ενότητα του αιτιολογικού και της εκτέλεσης να εξαφανισθεί στο σύνολό της.  Περαιτέρω, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικασθεί στην ουσία της, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (4.062,48 + 6.891,78 ευρώ + 3.900 + 6.066,64 =) 20.920,90 € (είκοσι χιλιάδων ενιακοσίων είκοσι ευρώ και εννενήντα λεπτών), με το νόμιμο τόκο: i) για τις επιδικασθείσες αξιώσεις, που αφορούν σε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, από την επομένη της 31ης Δεκεμβρίου του έτους, που οφείλονται και για τα επιδικασθέντα επιδόματα εορτών Πάσχα, από την επομένη της 30ης Απριλίου του έτους, που οφείλονται, ii) για τις επιδικασθείσες αξιώσεις, που αφορούν επιδόματα αδείας, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, που έκαστο αφορά, iii) για τις επιδικασθείσες αξιώσεις, που αφορούν αποζημίωση απόλυσης για, μεν, το ποσό των 3.033,32 ευρώ από την ημέρα της απόλυσής  της (14.9.2018), για, δε, το υπόλοιπο ποσό μετά δίμηνο από την απόλυσή της. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας της (άρθρα 176, 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων: α) την από 18.2.2020  (αριθ. έκθ. κατ. ………/19.2.2020) έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας . …………….. και β) την από 5.10.2021 (αριθ. έκθ. κατ. ………/5.10.2021) έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου ……………., κατά της υπ΄αριθμ. 3539/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 5.10.2021 έφεση του εκκαλούντος – εναγομένου …………..

Επιβάλλει την δικαστική δαπάνη της ενάγουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εναγομένου, το ποσό της οποίας καθορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει και κατ΄ ουσίαν την από 18.2.2020 έφεση της εκκαλούσης – ενάγουσας . ……………..

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Αναγνωρίζει, ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των  είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι ευρώ και ενενήντα λεπτών  (20.920,90 €), με το νόμιμο τόκο, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, στο σκεπτικό της παρούσας.

Επιβάλλει εν μέρει σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε επτακόσια (700,00 €) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 30 Νοεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ