Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 592/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  592/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :

Α. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ:  1) Της εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στα ……. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στα …….. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα,  τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος τους, Αικατερίνη Σταματελοπούλου.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ……….. τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Τρανταλίδης, με δήλωση κατά το άρθρο 242 ΚΠολΔ

Β. ΤΟΥ ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., τον οποίο εκπροσώπησε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γεώργιος Τρανταλίδης, με δήλωση κατά το άρθρο 242 ΚΠολΔ

ΤΩΝ ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία εδρεύει στα ……. Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στα ………… Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα,  τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο η  πληρεξούσια δικηγόρος τους, Αικατερίνη Σταματελοπούλου.

Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών ……… άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  22-12-2015 αγωγή, επί της οποίας, συζητήσεως γενομένης την 18.1.2018 αντιμωλία των διαδίκων, εξεδόθη η με αριθμό 1186/2018 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αφού απερρίφθη ο περί έλλειψης τοπικής αρμοδιότητος του ανωτέρω Δικαστηρίου, προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ισχυρισμός των εναγομένων, αναβλήθηκε κατά τα λοιπά η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 245 και 415 ΚΠολΔ, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό αυτής. Ακολούθως, με την από 8.3.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./9.3.2018 κλήση του, ο ενάγων επανέφερε την ανωτέρω αγωγή προς συζήτηση, ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, συζητήσεως δε γενομένης αυτής την 7.5.2018, εξεδόθη επί της ανωτέρω αγωγής η με αριθμό 2293/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε, μερικά δεκτή η άνω αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εναγόμενες, με την από 17-06-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……../20-06-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο παρόν Δικαστήριο ……/04.07.2022 έφεσή τους και ο ενάγων, με την από 24-03-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./24.03.2023 αντέφεσή του, οι οποίες (έφεση και αντέφεση) αμφότερες προσδιορίστηκαν για  συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση των ανωτέρω δικογράφων, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, τα οποία συνεκφωνήθηκαν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πληρεξούσια  δικηγόρος των εκκαλουσών-αντεφεσιβλήτων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε προαναφερόμενος πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δηλώσεις του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη από 17-06-2022 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………/20-06-2022 και με αριθμό έκθεσης καταθέσεως δικογράφου στο παρόν Δικαστήριο ………../04.07.2022 έφεση των εκκαλουσών, εδρευουσών στα Χανιά Κρήτης εταιρειών με την επωνυμία (1) «………….» και (2) «…………», κατά της με αριθμό 1186/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εξεδόθη αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία, των περιουσιακών – εργατικών διαφορών επί της από 22-12-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου …………/22.12.2015 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος κατ’ αυτών (εκκαλουσών), με την οποία αφού απορρίφθηκε ισχυρισμός αυτών (εκκαλουσών – εναγομένων εταιρειών) περί κατά τόπο αναρμοδιότητος του ανωτέρω  Δικαστηρίου προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ακολούθως αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης κατά τα λοιπά και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της ανωτέρω αγωγής, για τους διαλαμβανομένους σε αυτή λόγους, καθώς επίσης και κατά της με αριθμό 2293/2020 οριστικής αποφάσεως του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η οποία εξεδόθη ακολούθως επί της ίδιας ως άνω αγωγής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την αυτή ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών και με την οποία έγινε δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της η ανωτέρω αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου – αντεκκαλούντος, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 143 § 1, 495, 498, 500, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε, εξάλλου, οι διάδικοι  επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης με αριθμό 2293/2020 οριστικής αποφάσεως, η οποία απεφάνθη οριστικά επί της ένδικης διαφοράς δημοσιεύθηκε την 23.6.2020, ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 20.6.2022, όπως προκύπτει από την με αριθμό …………/20-06-2022 έκθεση καταθέσεως δικογράφου του Γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Να σημειωθεί ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το ανωτέρω νομοθέτημα, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια (ειδική) διαδικασία, προκειμένου να ελεγχθούν, το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, μέσα στα διαγραφόμενα από αυτούς όρια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ. α ΚΠολΔ.

ΙΙ. Ο ενάγων ……… στην από 22.12.2015 ένδικη αγωγή του, όπως το περιεχόμενό της εκτιμά το Δικαστήριο, ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πειραιά με τη δεύτερη εναγόμενη ναυτική εταιρία με την επωνυμία «……………», η οποία διέθετε τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και την εμπορική εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – 0/Γ) ακτοπλοϊκού πλοίου «Π», κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 9.850, κυριότητος της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», ναυτολογήθηκε διαδοχικά τρεις (3) φορές με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε και κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2014 έως και 21.10.2014 και από 29.04.2015 έως και 17.11.2015, αντί των προβλεπομένων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, παρείχε δε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο ίδιο πλοίο, που εκτελούσε καθημερινώς τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή δρομολόγια, για ορισμένα τμήματα των οποίων είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής), εργαζόμενος μέχρι και τη λύση της τελευταίας συμβάσεώς του κατόπιν μονομερούς εκ μέρους του πλοιάρχου καταγγελίας αυτής, στις 17.11.2015. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος περαιτέρω ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 15.9.2015, κατά το οποίο το πλοίο εκτέλεσε επιπλέον 26,28 εξπρές δρομολόγια, ο ίδιος κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, απασχολήθηκε κατά μέσο όρο επί δεκαέξι (16) ώρες ημερησίως, χωρίς όμως να λάβει α] το σύνολο των αποδοχών του που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, β] το επίδομα ιματισμού, γ] πλήρη την αμοιβή του για την εκτέλεση των δρομολογίων εξπρές και για τους πλόες άγονης γραμμής, που εκτέλεσε το πλοίο, δ] το σύνολο των δώρων εορτών Χριστουγέννων των ετών 2014 και 2015 και του δώρου Πάσχα του έτους 2014, ε] αποζημίωση για μη χορήγηση δεκαεννέα διανυκτερεύσεων και στ] μισθούς ασθενείας κατά τα έτη 2014 και 2015, ζητούσε ο ενάγων, όπως παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223, 295§1 και 297 ΚΠολΔ], περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό, δια αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, η πρώτη εκ των οποίων δια του ανωτέρω πλοίου και έως της αξίας του για τις ανωτέρω αιτίες, να του καταβάλει για διαφορά υπερωριακής αμοιβής το ποσό των 20.000€ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτών, ενεχομένων εις ολόκληρον, η πρώτη εκ των οποίων δια του ανωτέρω πλοίου, και έως της αξίας του για τις ανωτέρω αιτίες, να του καταβάλουν επιπλέον το ποσό των 2.382,80 για διαφορά υπερωριακής εργασίας, το ποσό των ευρώ 960,50 για επίδομα ιματισμού, το ποσό των ευρώ 3.514.10 για αμοιβή για πλόες άγονης γραμμής, το ποσό των ευρώ 4.530,60 για πρόσθετη αμοιβή εξπρές δρομολόγια, το ποσό των ευρώ 9.850,54 για διαφορά δώρων εορτών, το ποσό των ευρώ 999,97 για αποζημίωση λόγω μη χορήγησης των προβλεπομένων στο άρθρο 16 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ αδειών διανυκτέρευσης και το ποσό των ευρώ 2.892,28 για μισθούς ασθενείας, νομιμοτόκως από την απόλυση του την 16.11.2015, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Η ανωτέρω αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατά τη δικάσιμο της 18.01.2018, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής εξεδόθη η πρώτη εκκαλουμένη, με την ένδικη έφεση, με αριθμό 1186/2018 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι αρμοδίως καθύλην και κατά τόπο εισήχθη η ένδικη διαφορά προς εκδίκαση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, ως εκ του τόπου κατάρτισης των ενδίκων συμβάσεων ναυτολόγησης (άρθρο 33 ΚΠολΔ), αφού απέρριψε ως μη νόμιμο τον, περί κατά τόπο αναρμοδιότητος του Δικαστηρίου εκείνου, ισχυρισμό των εναγομένων, οι οποίες επικαλέσθηκαν ότι αρμόδια κατά τόπο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς τυγχάνουν τα Δικαστήρια των Χανίων, κατόπιν συμφωνίας του ενάγοντος μετά των εναγομένων περί παρεκτάσεων της κατά τόπο αρμοδιότητος, κατ’ άρθρο 43 ΚΠολΔ, η οποία περιελήφθη στις ένδικες συμβάσεις ναυτολογήσεως. Ακολούθως, με την ίδια εκκαλουμένη απόφαση, η ένδικη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, πλην του αιτήματος κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το οποίο κρίθηκε μη νόμιμο ως προς το αναγνωριστικό αίτημα αυτής και επαρκώς ορισμένη. Περαιτέρω, με την εν λόγω απόφαση ανεβλήθη η έκδοση οριστικής αποφάσεως και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 245 και 415 ΚΠολΔ προκειμένου μεταξύ άλλων «… [Α] να εμφανιστεί ο ίδιος ο ενάγων – ως διάδικος-, καθώς και ο μάρτυρας ανταπόδειξης των εναγόμενων, ……………….ή έτερο πρόσωπο, ιεραρχικά προϊστάμενο του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο (ή, σε περίπτωση αποδεδειγμένης, δι ’εγγράφου του πλοιάρχου του πλοίου, αδυναμίας, η προσκόμιση ένορκης βεβαίωσης των τελευταίων ως μαρτύρων), οι οποίοι και θα πρέπει να διευκρινίσουν τις ώρες απασχόλησης του ενάγοντος καθ’ υπέρβασιν του νομίμου ημερησίου του ωραρίου, την ενδεχόμενη καταβολή ή μη της οφειλομένης για την ανωτέρω αιτία αποζημίωσης για υπέρβαση ωραρίου και, επιπρόσθετα, να εκφέρουν την ουσιαστική τους αποδεικτική (ή ανταποδεικτική κρίση) σχετικά με το εάν χορηγούνταν στον ενάγοντα και ήδη καλούντα από την πλευρά των εναγομένων υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους οι προβλεπόμενες από την εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση αμοιβές εκτέλεσης υπερωριών κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, διαφορές δώρων εορτών, αποζημίωση διανυκτέρευσης καθώς και μισθοί ασθένειας…» καθώς επίσης και προκειμένου να προσκομισθούν υπό του ενάγοντος τα αναφερόμενα στο διατακτικό της έγγραφα. Κατόπιν της από 8.3.2018 κλήσεως του ενάγοντος, επαναφέρθηκε προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή, συζητήσεως δε αυτής γενομένης την 7.5.2018, εξεδόθη η με αριθμό 2293/2020 δεύτερη εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 5.101,20, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, ως οφειλόμενη διαφορά αμοιβής του για την παρασχεθείσα υπ’ αυτού υπερωριακή εργασία, αφού έγινε δεκτό, από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι, ο τελευταίος απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, επί δώδεκα [12] ώρες ημερησίως, κατά τις ειδικότερα κατ’ αριθμό προσδιοριζόμενες στην απόφαση καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες του ενδίκου χρονικού διαστήματος. Περαιτέρω, αναγνωρίσθηκε ότι, οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ  6.209,08, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και δη το ποσό των ευρώ 960,50 για επίδομα ιματισμού, το ποσό των ευρώ 3.514,10 για διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής, αφού έγινε δεκτό, από την εκτίμηση των αποδείξεων ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2014 έως 6.3.2014, 16.6.2014 έως 15.9.2014 και από 15.6.2015 έως 15.9.2015, το ένδικο πλοίο εκτέλεσε πλόες «άγονης γραμμής» τις πέντε από τις επτά ημέρες της εβδομάδας, κατά τα χρονικά διαστήματα από 7.3.2014 έως 15.6.2014, από 16.9.2014 έως 21.10.2014 και από 16.9.2015 έως 17.11.2015 το ένδικο πλοίο εκτέλεσε πλόες «άγονης γραμμής» τις τέσσερις από τις επτά ημέρες της εβδομάδας και κατά τα χρονικά διαστήματα από 7.5.2015 έως 14.6.2015, το ένδικο πλοίο εκτέλεσε πλόες «άγονης γραμμής» τις δύο από τις επτά ημέρες της εβδομάδας και το ποσό των ευρώ 1.734,48 για πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων εξπρές, κατόπιν των παραδοχών ότι το συγκεκριμένο πλοίο πραγματοποίησε 26,28 δρομολόγια εξπρές. Με την ίδια απόφαση απερρίφθη ως αβάσιμο στην ουσία του το αίτημα επιδίκασης διαφοράς δώρων εορτών και δη Δώρου Πάσχα 2014 εκ ποσού ευρώ 1.718,83, Δώρου Χριστουγέννων έτους 2014 εκ ποσού ευρώ 3.786,83 και Δώρου Χριστουγέννων έτους 2015 εκ ποσού ευρώ 4.345,19, το αίτημα επιδίκασης αποζημιώσεως εκ ποσού ευρώ 999,97 για μη χορήγηση δεκαεννέα διανυκτερεύσεων, το αίτημα επιδίκασης ποσού ευρώ 1.734,29 ως μισθό ασθενείας για το έτος 2015 και το ποσό των ευρώ 1.157,99 ως μισθό ασθενείας για το έτος 2015, κηρύχθηκε η απόφαση στο σύνολό της προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη, επεβλήθη δε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίσθηκε στο ποσό των ευρώ 250 σε βάρος των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εναγόμενες με την ένδικη προαναφερομένη από 17-06-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………/20-06-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου στο παρόν Δικαστήριο ………../04.07.2022 έφεσή τους, ως εν μέρει ηττηθείσες στον πρώτο βαθμό, έχουσες έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη τους, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό των ως άνω αποφάσεων, με την οποία πλήττουν αυτές για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του ότι τυγχάνει μη νόμιμος και εκ του λόγου τούτου απερρίφθη, με την πρώτη των εκκαλουμένων αποφάσεων και δη με τη με αριθμό 1186/2018 απόφαση, ισχυρισμός των εναγομένων περί κατά τόπον αναρμοδιότητος του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ο οποίος προεβλήθη νόμιμα και παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής, κρίση η οποία προσβάλλεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (α) επί του αγωγικού κονδυλίου της διαφοράς της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος αμφότερες των εκκαλουμένων αποφάσεων και ειδικώς η δεύτερη εξ αυτών με αριθμό 2293/2020 απόφαση, αναφορικά με την κρίση της ότι ο ενάγων εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ’ εκάστη των αναφερομένων σε αυτή ημερών του ενδίκου χρονικού διαστήματος και επιπλέον, για μη λήψη υπόψη υπ’ αυτού της προσκομισθείσας με αριθμό …../2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρος αυτών ……………, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής τους ισχυρίζονται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από τις ίδιες αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζουν και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτουν στην έφεση τους, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή του, αλλά εργάσθηκε τόσες ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου όσες και αμείφθηκε προς τούτο διά χρηματικών ποσών που ελάμβανε κάθε μήνα. Επιπλέον, με τον ίδιο (δεύτερο) λόγο έφεσης προσβάλλεται η ανωτέρω (δεύτερη) εκκαλουμένη απόφαση και καθό μέρος απέρριψε την περί μερικής καταβολής ένσταση των εναγομένων, αφού κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ο ενάγων έλαβε έναντι της εν λόγω απαίτησής του μόνον το ποσό των ευρώ 19.254,00, όπως ο ενάγων συνομολογούσε με την αγωγή του, απέρριψε δε ισχυρισμό των εναγομένων ότι αυτός έλαβε για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 21.680,75, (β) επί του αγωγικού κονδυλίου του επιδόματος ιματισμού, ως προς το οποίο πλήττονται οι παραδοχές της δεύτερης προσβαλλομένης με αριθμό 2293/2020 αποφάσεως, ότι ο ενάγων εδικαιούτο επίδομα ιματισμού, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσής τους ισχυρίζονται ότι, εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά τα προσαχθέντα από τις ίδιες αποδεικτικά μέσα, που κατονομάζουν και είχαν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί που επίσης παραθέτουν στην έφεση τους, θα είχε γίνει δεκτό ότι αυτός (ενάγων) δεν εδικαιούτο το σχετικό επίδομα διότι η δεύτερη εναγομένη του χορηγούσε ιματισμό, (γ) επί του αγωγικού κονδυλίου του επιδόματος άγονης γραμμής ως προς το οποίο πλήττονται οι παραδοχές της δεύτερης προσβαλλομένης με αριθμό 2293/2020 αποφάσεως ότι ο ενάγων εδικαιούτο επίδομα άγονης γραμμής, ως προς το οποίο (κονδύλιο) ειδικότερα, με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσής τους, πλήττεται η ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και δη του άρθρου 7 των οικείων ΣΣΝΕ, εφόσον υπελόγισε το εν λόγω επίδομα με ποσοστό 7% ανά επτά ημέρες εργασίας και όχι σε μηνιαία βάση όπως κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως έπρεπε να γίνει δεκτό, (δ) επί του αγωγικού κονδυλίου περί πραγματοποίησης 26,28 δρομολόγια εξπρές, αλλά και του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής αυτών, ως προς το οποίο πλήττονται οι παραδοχές της δεύτερης προσβαλλομένης με αριθμό 2293/2020 αποφάσεως για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων καθώς συνυπολογίσθηκε και η αμοιβή για μη πραγματοποιηθείσα υπερωρία αλλά και το μηνιαίο επίδομα άγονης γραμμής με εσφαλμένο υπολογισμό όχι σε μηνιαία βάση αλλά ανά επτά ημέρες, κρίση η οποία πλήττεται και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, διότι συνυπολογίσθηκε και το επίδομα ιματισμού, αν και αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές. Επιπλέον, με τον ίδιο (πέμπτο) λόγο έφεσης επλήγη η ανωτέρω με αριθμό 2293/2020 εκκαλουμένη απόφαση, διότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε ισχυρισμό των εκκαλουσών για μερική εξόφληση της εν λόγω απαίτησης κατά το ποσό των ευρώ 89,45.

ΙΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 516, 523 § 1, 532, 591 § 1 στοιχ. ζ ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο εφεσίβλητος μπορεί και αφού παρέλθει η προθεσμία της έφεσης, ακόμη και αν αποδέχθηκε την εκκαλουμένη απόφαση ή παραιτήθηκε από την έφεση κατ’ αυτής, να ασκήσει με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, αντέφεση, η οποία θα κριθεί παραδεκτή τότε μόνον, όταν με αυτήν προσβάλλονται τα κεφάλαια της εκκαλουμένης αποφάσεως που έχουν πληγεί με την έφεση, καθώς και εκείνα που συνέχονται αναγκαίως με αυτά. Τούτο δε, καθόσον από την διάταξη του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 522 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι, η άσκηση της αντέφεσης για να είναι παραδεκτή πρέπει να βρίσκεται εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της δεν μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η υπόθεση στο σύνολό της αλλά μόνο κατά τα διαγραφόμενα με την έφεση όρια (ΑΠ 1019/1989, ΔΕΝ 1990/1015, ΕφΘεσ. 1759/2013, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 143/2012, ΕφΑΔ 2012/622, ΕφΛαρ. 318/2011, Δικογραφία 2011/515). Ως «κεφάλαιο» κατά την έννοια του άρθρου 523 § 1 ΚΠολΔ, όπως άλλωστε και κατά την έννοια του άρθρου 520 § 2 του ιδίου Κώδικα σε σχέση με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, που είναι ταυτόσημες, δεδομένου ότι εισήχθησαν στον ΚΠολΔ με το ίδιο άρθρο 40 (§§ 3 και 5) του ΝΔ 958/1971 και αποσκοπούν στην περιστολή της ανεπίτρεπτης διεύρυνσης του αντικειμένου της έκκλητης δίκης (ΑΠ 1061/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στην αποτροπή του αιφνιδιασμού του αντιδίκου είτε εκ μέρους του εκκαλούντος με την άσκηση προσθέτων λόγων έφεσης, είτε εκ μέρους του εφεσιβλήτου με την άσκηση αντέφεσης, νοείται η οριστική διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης, με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε για το ορισμένο και παραδεκτό (ή) και την βασιμότητα ενός αυτοτελούς αιτήματος προς παροχή έννομης προστασίας, που εισάγει αντίστοιχα ένα ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 132/2004, NoB 2004/1547), διαφοροποιούμενο από τα λοιπά, είτε ως προς το αίτημα, είτε προς την ιστορική του βάση, είτε ως προς αμφοτέρους τους παράγοντες που το οριοθετούν (ΑΠ 978/2014, ΧρΙΔ 2015/35, ΑΠ 671/2003, Δνη 2003/1343, Κ. Μακρίδου, Πρόσθετοι λόγοι εφέσεως κατά τον ΚΠολΔ, 2000, σελ. 42 επομ.). Εξάλλου, αναγκαίως συνεχόμενα με τα κεφάλαια της αποφάσεως που εφεσιβλήθηκαν είναι όσα από τα λοιπά κεφάλαιά της παρουσιάζουν προς τα πρώτα στενή συνάφεια είτε διότι βρίσκονται σε σχέση προδικαστικότητας προς αυτά, δηλαδή αφορούν προκριματικά για την παραδοχή τους ζητήματα, είτε διότι έχουν ως αντικείμενο δικαιώματα που απορρέουν από την αυτή ιστορική αιτία, οπότε και δημιουργείται κίνδυνος αντίθετων ή απλώς ασύμβατων αποφάσεων, αν η κρίση περιορισθεί μόνο στα εκκληθέντα κεφάλαια και συμβεί αυτή να είναι αντίθετη προς την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως προς τα λοιπά απρόσβλητα κεφάλαια της αποφάσεώς του (ΑΠ 684/2013, ΧρΙΔ 2013/696, ΑΠ 697/2012, ΜονΕφΠειρ. 460/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος άσκησε με ιδιαίτερο δικόγραφο την από 24-03-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………/24.03.2023 αντέφεση, κατά της ανωτέρω με αριθμό 2293/2020 (δεύτερης των εκκαλουμένων) αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο (δικόγραφο αντέφεσης) κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την 24.03.2023 και επέδωσε στην υπογράφουσα την έφεση των εναγομένων πληρεξουσία δικηγόρο τους ………… και ως εκ τούτου αντικλήτου αυτών (ΑΠ 1496/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), την 24.3.2023, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ………./24.3.2023 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………………, με την οποία πλήττει την εκκαλουμένη απόφαση με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αντέφεσης, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και επιπλέον με τον δεύτερο λόγο έφεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, καθό μέρος έκρινε ότι αυτός εργαζόταν επί δώδεκα ώρες ημερησίως κατά τις αναφερόμενες κατ’ αριθμό ημέρες καθημερινές, Σαββάτου, Κυριακής και αργιών, αντί των δεκαέξι ωρών ημερησίως κατά τους αγωγικούς του ισχυρισμούς, με τον τρίτο λόγο έφεσης για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εκ του λόγου ότι την πρόσθετη αμοιβή για τα αναφερόμενα ειδικότερα στον λόγο αυτό έφεσης δρομολόγια εξπρές υπολόγισε αντί του ποσού των 66,00 ευρώ ανά δρομολόγιο και όχι αντί του αιτουμένου με την αγωγή ποσού των ευρώ 172,40, με τον τέταρτο λόγο έφεσης για κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απόρριψη του αιτήματός του περί επιδίκασης δώρων εορτών ως αβασίμου στην ουσία του στο σύνολό του, με τον πέμπτο λόγο αντέφεσης διότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων εδέχθη ότι ο ενάγων έλαβε τις αναφερόμενες στην αγωγή δεκαεννέα διανυκτερεύσεις και δεν δικαιούται αποζημιώσεως για την εν λόγω αιτία, με τον έκτο λόγο έφεσης διότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε ως αβάσιμο στην ουσία του το αίτημα επιδίκασης μισθών ασθενείας για τα έτη 2014 και 2015 και με τον έβδομο λόγο έφεσης, διότι εσφαλμένως επεδίκασε σε βάρος των εναγομένων ως δικαστική δαπάνη μόνον το ποσό των 250 ευρώ, ζητεί δε, κατόπιν παραδεκτής διόρθωσης του αιτήματος αυτής, τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης αποφάσεως προκειμένου να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ανωτέρω αγωγή του και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Η ένδικη αντέφεση, η οποία κατά τα άνω ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, τυγχάνει παραδεκτή καθό μέρος αφορά τους τρεις πρώτους λόγους της, εφόσον προσβάλλει κεφάλαια τα οποία προσβάλλονται και με την ένδικη έφεση (διαφορές υπερωριακής αμοιβής και πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές), καθώς επίσης και όσον αφορά στον τέταρτο λόγο αυτής, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για την απόρριψη ως αβασίμων στην ουσία τους των αγωγικών αιτημάτων περί καταβολής διαφοράς δώρων εορτών, εφόσον αποτελούν μεν αυτοτελή κονδύλια, πλην όμως αφορά κεφάλαια που προέρχονται από την εξέλιξη της ίδιας εργασιακής σχέσης (ΕΠ 934/2003 Sakkoulas on line) επιπλέον δε με βάση τον ορθό προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών μεταξύ των οποίων είναι και οι υπερωρίες οι οποίες πλήττονται με τον δεύτερο λόγο έφεσης, γίνεται ακολούθως ο υπολογισμός των εν λόγω δώρων εορτών (Στ. Πανταζόπουλος, εις Κεραμευς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεια ΚΠολΔ2, Υπό το άρθρο 523, σελ. 138-139, παρ. 21). Τέλος, η ένδικη έφεση τυγχάνει παραδεκτή καθό μέρος αφορά τον έβδομο λόγο αυτής με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το ύψος των δικαστικών εξόδων που επιδικάσθηκε υπέρ του, εφόσον οι λόγοι έφεσης αφορούν την ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1000/2005 ΕλλΔνη 2006.107). Αντίθετα, και δεδομένου ότι η ένδικη αντέφεση ασκήθηκε μετά την παρέλευση της οριζόμενης με το άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ διετούς προθεσμίας από της δημοσιεύσεως της εκκαλουμένης με αριθμό 2293/2020 οριστικής αποφάσεως, η οποία έλαβε χώρα την 23-6-2020, οι πέμπτος και έκτος λόγοι αντέφεσης με τους οποίους πλήττεται το αποδεικτικό πόρισμα της δεύτερης των εκκαλουμένη με την έφεση, με αριθμό 2293/2020, απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά το οποίο (αποδεικτικό πόρισμα) τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους το αίτημα αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης των προβλεπομένων με την οικεία ΣΣΝΕ διανυκτερεύσεων αλλά και των αιτουμένων μισθών ασθενείας, τυγχάνουν απαράδεκτοι, διότι τα αγωγικά αυτά κονδύλια απερρίφθησαν στο σύνολό τους ως αβάσιμα με την ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση και δεν προσβάλλονται με την ένδικη έφεση (ούτε μπορούσαν, άλλωστε, να προσβληθούν, αφού οι εναγόμενες δεν έχουν έννομο προς τούτο συμφέρον με την έννοια του άρθρου 516 ΚΠολΔ), αλλά ούτε συνέχονται αναγκαίως με αυτά, δεδομένου ότι ειδικώς όσον αφορά στην αποζημίωση λόγω μη χορήγησης διανυκτερεύσεων, αυτή υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας και μόνον (σχετικά άρθρο 16 ΣΣΝΕ πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων έτους 2014). Επομένως, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η ένδικη αντέφεση, συνεκδικαζόμενη λόγω συνάφειας με την έφεση (άρθρο 246 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 524 παρ. 1 εδ. α΄ και 591 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου Κώδικα), πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των ανωτέρω πρώτου, δευτέρου, τρίτου, τετάρτου και εβδόμου των λόγων της και να απορριφθεί ως απαράδεκτη όσον αφορά στους πέμπτο και έκτο λόγων της, κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, γενομένου εν μέρει δεκτού αντίστοιχου ισχυρισμού των εναγομένων περί απαραδέκτου αυτής.

ΙV. Η κατά τόπον αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που προσδιορίζεται από τα άρθρα 22 έως 41 Κ.Πολ.Δ. (νόμιμη δωσιδικία) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο ενάγων βαρύνεται με την επίκληση (άρθρο 216 παρ. 2 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.) και την απόδειξη των στοιχείων εκείνων που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα αυτή, την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και αυτεπάγγελτα (άρθρο 46 Κ.Πολ.Δ.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της κατά τόπον αρμοδιότητας περιορίζεται όταν ο εναγόμενος παραστεί κατά τη συζήτηση και δεν προτείνει έγκαιρα ένσταση αναρμοδιότητας, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία παρέκτασης της αρμοδιότητας (άρθρο 42 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Όταν ο ισχυρισμός του εναγομένου περί αποκλειστικής αρμοδιότητας άλλου δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ρητή συμφωνία των διαδίκων περί παρεκτάσεως, δηλαδή σε περιστατικό διαφορετικό από τα εκτιθέμενα στην αγωγή που θεμελιώνουν τη νόμιμη δωσιδικία του δικαστηρίου, ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά μόνο κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 263 εδάφ. α’ του Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 703/2005, Εφ.Δωδ. 2/2014, Εφ.Αθ. 3159/2011, Εφ.Λαρ. 833/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), συνιστά άρνηση της σχετικής διαδικαστικής προϋποθέσεως και το βάρος αποδείξεως της συνδρομής της προϋποθέσεως αυτής φέρει ο ενάγων (βλ. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδοση, 2016, §20, αριθμ. 2, σελ. 146). Περαιτέρω, η σχετική περί παρεκτάσεως της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφωνία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους (Εφ.Θεσ. 1312/2017, Εφ.Θεσ. 334/2009, Εφ.Αθ. 2523/2005, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, 2η έκδοση – 2018, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 3, 4, υπ’ άρθρο 43, αριθ. 2) και παραμερίζει όχι μόνο τις συντρέχουσες αλλά και τις αποκλειστικές δωσιδικίες (Εφ.Πειρ. 640/2018), μεταξύ των οποίων και τη δωσιδικία της συνάφειας, έναντι της οποίας έχει προβάδισμα η δωσιδικία λόγω παρεκτάσεως [Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, Ι. 2000, υπ’ άρθρο 42, αριθ. 9 και υπ’ άρθρο 31, αριθ. 7, Μιχ. Μαργαρίτη – Αντ. Μαργαρίτη, ό.α, υπ’ άρθρο 31, αριθ. 3]. Η άνω συμφωνία αποτελεί δικονομική σύμβαση και να είναι ρητή όταν πρόκειται για διαφορές για τις οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα (άρθρο 42 παρ. 1 εδάφ. 2 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 423/2018, Α.Π. 1542/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το δικαίωμα πρότασής της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π. 1288/1994, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 640/2018, ό.α, Εφ.Αθ. 4609/2012, Εφ.Αθ. 4467/2010, Εφ.Αθ. 717/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις των άρθρων 37, 42 ως 44 και 74 ΚΠολΔ εξάλλου, προκύπτει ότι, προϋπόθεση της δωσιδικίας της προσωπικής ταυτότητας του δικαίου επί περισσοτέρων ομοδίκων είναι η ύπαρξη ενός τουλάχιστον ομοδίκου, για τον οποίο υπάρχει εκ του νόμου γενική ή ειδική δικαιοδοσία. Αντιθέτως, όταν κάποιος από τους ομοδίκους έχει συμφωνήσει με τον ενάγοντα παρέκταση της τοπικής αρμοδιότητας κάποιου δικαστηρίου, η συμφωνία αυτή δεσμεύει μόνο τον ίδιο και όχι και τους λοιπούς ομοδίκους τους, οι οποίοι δεν μετείχαν στη συμφωνία περί παρεκτάσεως (βλ. σχετ. ΕφΑθ 10033/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μητσόπουλος, ΠολΔικ Τ. Α σελ. 244. 256. Γαζής- Μητσόπουλος. Γνωμ. ΝοΒ 38. 1145 επ., Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ άρθρο 37 άρθ. 9 και άρθρο 42 αριθ. 17. επί απλής ομοδικίας, ομοίως Γέσιου-Φαλτσή, Η Ομοδικία στην Πολ. Δίκη σελ. 76-77, αντιθ. Κεραμεύς, AστΔικ. Δίκαιο Γεν. Μέρος. 1986, σελ. 71 επ.). Η χρήση δε δικονομικού δικαιώματος υπό τινός των διαδίκων κατ΄ αντίθεση προς όσα επιτάσσει το άρθρο 116 ΚΠολΔ, δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της επιχειρουμένης διαδικαστικής πράξεως, αλλά, ενδεχομένως, σε επιβολή ποινής στον διάδικο, κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ, ή σε επιβολή ποινής τάξεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο ή ακόμη σε επιδίκαση αποζημιώσεως (ΑΠ 639/2012 ΕλλΔνη 2013.1345). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου, συνάγεται ότι, γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι, η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕΠ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975, σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Λ.Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝαυτΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o οποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝαυτΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση in rem scriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, Αρμ 2007.549, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991 ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003,453, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 66 παρ. 2, 84 παρ. 2, 105, 106 παρ. 2α΄ του ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), σε συνδυασμό προς το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, επί κοινής εναγωγής της κυρίας του πλοίου και του εφοπλιστή, δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ περιπτώσεις αναγκαστικής ομοδικίας (πρβλ. ΑΠ 1236/2007 επί εργατικού ατυχήματος, ΕΠ 1109/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η σύμβαση ναυτολόγησης [η οποία διακρίνεται της ιδιότυπης θεμελιούμενης στο άρθρο 361 ΑΚ σύμβασης ναυτικής εργασίας, που καταρτίζεται  μεταξύ  του  ναυτικού και του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή ή του αντιπροσώπου αυτών και αποσκοπεί στη  μέλλουσα επιβίβαση του ναυτικού σε ορισμένο πλοίο για την παροχή εργασίας έναντι αμοιβής την οποία και ακολουθεί] η οποία (σύμβαση ναυτολόγησης) καταρτίζεται, όπως συνάγεται σαφώς από τη διατύπωση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 53, 54 και 55 ΚΙΝΔ, μεταξύ  του  ναυτικού και του πλοιάρχου, που ενεργεί με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, για μεν τον ναυτικό είναι αυστηρώς προσωπική, για δε τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα, γιατί η εργασία προσφέρεται  στην εκμετάλλευση του πλοίου (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ. 1982 σελ. 138) και εμπίπτει στην έννοια της απαίτησης, που προέρχεται από τον εφοπλισμό (ΕΠ 1862/1988 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΕΠ 51/2016, ΕΠ 603/2015, ΕΠ 192/2015, ΕΠ 395/2014, ΕΠ 328/2014, ΕΠ 86/2014, ΕΠ 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, άπασες δεχόμενες ευθύνη του εφοπλιστή του πλοίου προς καταβολή απαιτήσεων του πληρώματος κατά τη διάρκεια του εφοπλισμού, παρά το γεγονός ότι παράλληλα δέχονται ότι τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας είχε καταρτίσει με τον ενάγοντα ναυτικό η πλοιοκτήτρια του πλοίου). Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της από 17-06-2022 εφέσεώς τους οι εναγόμενες εταιρείες παραπονούνται διότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την πρώτη εκκαλουμένη με αριθμό 1186/2018 απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό τους («ένσταση κατά τόπο αναρμοδιότητας») σύμφωνα με τον οποίο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν κατά τόπο αναρμόδιο να εκδικάσει την ένδικη αγωγή του ενάγοντος κατ΄ αυτών. Ο λόγος αυτός της ένδικης εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται και επ΄ αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Κατά την εκδίκαση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά την πρώτη συζήτηση αυτής κατά τη δικάσιμο της 18.1.2018, οι εναγόμενες εταιρείες αρνήθηκαν τη διαδικαστική προϋπόθεση της τοπικής αρμοδιότητας του εν λόγω Δικαστηρίου ισχυρισθείσες ότι στις ένδικες συμβάσεις ναυτολογήσεως του ενάγοντος περιλαμβανόταν συμφωνία κατά την οποία για οποιαδήποτε διαφορά από την εν λόγω σύμβαση αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο θα είναι το αρμόδιο καθ΄ ύλην δικαστήριο της πόλεως των Χανίων. Τον ισχυρισμό αυτό των εναγομένων, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα πρακτικά συζήτηση ο εναγόμενος αρνήθηκε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την πρώτη εκκαλουμένη με αριθμό 1186/2018 απόφασή του, απέρριψε τον ισχυρισμό των εναγομένων εταιρειών περί τοπικής αναρμοδιότητάς του για την εκδίκαση της κατ΄ αυτών στρεφομένης αγωγής, με την αιτιολογία ότι η επίκληση του σχετικού ισχυρισμού έλαβε χώρα παρελκυστικά και κατ΄ αντίθεση προς τις προβλέψεις του άρθρου 116 ΚΠολΔ και επιπλέον, δια των παραδοχών του «….Εν προκειμένω, ο προδιατυπωμένος όρος των ανωτέρω έγγραφων συμβάσεων εργασίας του ενάγοντα, ο οποίος προφανώς είναι κοινός σε όλες τις έγγραφες συμβάσεις, που συνάπτει η εναγόμενη με τους ναυτικούς που ναυτολογεί θα είχε την έννοια που της αποδίδουν στην παρούσα δίκη οι εναγόμενες – καθών η κλήση, μόνο στην περίπτωση που ο ενάγων ήταν κάτοικος Χανίων. Όμως, στην υπό κρίση περίπτωση, που ο ενάγων ναυτικός ως, ασθενές μέρος της σύμβασης, κατοικεί στον Πειραιά, και ασκεί την υπό κρίσιν αγωγή του στα Δικαστήρια του Πειραιά, όπου επιπροσθέτως η πρώτη εναγόμενη εταιρία διατηρεί γραφεία και ευχερώς δύναται να εκπροσωπηθεί δικαστικά στην πόλη αυτή, η επίμαχη διάταξη καταχρηστικά υπάρχει στους όρους των έγγραφων συμβάσεων ναυτικής εργασίας του ενάγοντα και ως εκ τούτου, …. αφού δεν θα καταστεί δυσχερέστερη η δικονομική της θέση από την εκπροσώπηση αμφοτέρων των εναγομένων στα δικαστήρια του Πειραιά, ούτε θα υποβληθεί εξαιτίας της εκπροσώπησης αυτών σε επιπλέον έξοδα, σε αντίθεση με τον ενάγοντα – καλούντα, η θέση του οποίου θα απέβαινε υπέρμετρα, δυσχερέστερη πρωτίστως οικονομικά, από την υπαγωγή της διαφοράς αποκλειστικά στα δικαστήρια των Χανίων….» εκ του λόγου ότι, η εν λόγω δικονομική σύμβαση αντίκειται στα χρηστά ήθη, εφόσον ο ενάγων τυγχάνει το ασθενές μέρος της εν λόγω συμβάσεως και με τη σύμβαση αυτή δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του να διεκδικήσει μέσω της δικαστικής οδού τις ενδεχόμενες απαιτήσεις του από την σύμβαση ναυτολογήσεως, μεταφέροντας το πεδίο της δικαστικής διαμάχης σε έναν τόπο (Χανιά Ν. Χανίων Κρήτης) με τον οποίο ο ενάγων καμία σχέση δεν έχει, καθίσταται δε ιδιαίτερα δύσκολος ο δικαστικός αγώνας γι’ αυτόν για οικονομικούς λόγους. Ήδη ο ενάγων, δια των εγγράφων προτάσεων, ως εφεσίβλητος, παραδεκτώς (άρθρα 527 αριθμ. 1, 591§1 εδάφ. α΄ΚΠολΔ), εφόσον πρόκειται για ισχυρισμό υπερασπιστικό κατά της εφέσεως (βλ. Νίκα, οπ. π. , §114, αριθμ. 47 – 51, σελ. 838 – 840), στα πλαίσια αντίκρουσης του λόγου αυτού εφέσεως, υιοθετώντας ουσιαστικά το σκεπτικό της εκκαλουμένης αποφάσεως επί του εν λόγω ισχυρισμού των εναγομένων, ισχυρίζεται ότι, η συνομολόγηση της παρέκτασης δεν θα πρέπει να αποτελεί προϊόν εκμετάλλευσης της ανάγκης ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου, εν προκειμένω δε, ο σχετικός όρος των ανωτέρω έγγραφων συμβάσεων εργασίας, ο οποίος προφανώς ήταν κοινός σε όλες τις έγγραφες συμβάσεις, που είχε συνάψει η εναγόμενη με τους ναυτικούς που ναυτολογούσε, τυγχάνει καταχρηστικός, διότι αυτός ήταν το ασθενές μέρος των εν λόγω συμβάσεων ως εργαζόμενος – ναυτικός, κατοικεί στον Πειραιά και ασκεί την υπό κρίσιν αγωγή του στα Δικαστήρια του Πειραιά, όπου επιπροσθέτως η πρώτη εναγόμενη εταιρία διατηρεί γραφεία και ευχερώς δύναται να εκπροσωπηθεί δικαστικά στην πόλη αυτή, δεν θα καταστεί δυσχερέστερη δε η δικονομική θέση των εναγομένων από την εκπροσώπηση αμφοτέρων των εναγομένων στα δικαστήρια του Πειραιά, ούτε θα υποβληθούν εξαιτίας της εκπροσώπησης αυτών σε επιπλέον έξοδα, σε αντίθεση με τον ίδιο, η θέση του οποίου θα απέβαινε υπέρμετρα, δυσχερέστερη πρωτίστως οικονομικά, από την υπαγωγή της διαφοράς αποκλειστικά στα δικαστήρια των Χανίων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθό μέρος κάνει λόγο περί ακυρότητος της εν λόγω δικονομικής σύμβασης λόγω αντιθέσεως της συμπεριφοράς των εναγομένων στις διατάξεις του άρθρου 116 ΚΠολΔ, έσφαλε περί την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης των εναγομένων εφόσον, η παράβαση αυτής της διατάξεως δεν οδηγεί σε ακυρότητα ή απαράδεκτο της επιχειρουμένης διαδικαστικής πράξεως, αλλά, ενδεχομένως, σε επιβολή ποινής στον διάδικο, κατά το άρθρο 205 ΚΠολΔ, ή σε επιβολή ποινής τάξεως στον πληρεξούσιο δικηγόρο ή ακόμη σε επιδίκαση αποζημιώσεως, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη. Περαιτέρω, ο ανωτέρω, περιεχόμενος για πρώτη φορά στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυρισμός του ενάγοντος είναι νόμιμος (άρθρα 178, 179 ΑΚ, 262§1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ – ΑΠ 1158/2000 ΕλλΔνη 2001.1292 = ΔΕΝ 2001.22 = ΕΕργΔ 2002.416 = ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παραδεκτώς δε προεβλήθη υπ’ αυτού ως εφεσίβλητος (άρθρο 527 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία του.

Από την εκτίμηση της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δίχως όρκο εξέτασης του ιδίου του ενάγοντος, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την δεύτερη εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η οποία εξέταση διατάχθηκε με την πρώτη εκκαλουμένη με αριθμό 1186/2018 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου (με την επισήμανση ότι στην τελευταία των εν λόγω αποφάσεων διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 245 και 415 ΚΠολΔ, ο ενάγων και ο αναφερόμενος σε αυτήν μάρτυρας ανταπόδειξης των εναγομένων παράσχουν τις αναφερόμενες στην εν λόγω απόφαση διευκρινήσεις και επιπλέον, κατά την εν λόγω απόφαση, η ακριβής διατύπωση του διατακτικού της οποίας ως προς το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο παρατίθεται αυτούσια ανωτέρω, εκφέρουν την ουσιαστική τους αποδεικτική ή ανταποδεικτική κρίση σχετικά με τα ζητήματα που η ίδια απόφαση έθεσε, με αποτέλεσμα η ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξέταση του ενάγοντος να αποτελεί, όχι απλή εμφάνιση διαδίκου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 245 ΚΠολΔ, αλλά εξέταση αυτού, κατά τις διατάξεις του άρθρου 415 ΚΠολΔ, στο οποίο άλλωστε άρθρο ρητά παραπέμπει και η ανωτέρω με αριθμό 1186/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), της περιεχομένης στη με αριθμό ………../10.5.2018 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Μονεμβάσιας ……………, ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …………., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, η οποία έλαβε χώρα δια δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 7-5-2020, ημέρα Δευτέρα, με την οποία γνωστοποιήθηκε στις εναγόμενες ότι ο ενάγων προετίθετο να εξετάσει τον ανωτέρω μάρτυρα, ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την με αριθμό 2293/2020 εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπου έχει καταχωρηθεί η σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, η οποία (ένορκη βεβαίωση) παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, έστω κι αν ελήφθη την τρίτη ημέρα μετά την (δεύτερη) συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, διότι δεν κρίνεται ότι προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από πρόθεση στρεψοδικίας του ενάγοντος ή από βαριά του αμέλεια, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων περί μη λήψεως αυτής υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, εκ του λόγου ότι αυτή ελήφθη καταχρηστικά δύο ώρες προ της παρέλευσης της προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης επί των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν πάσχει ακυρότητος εφόσον οι εναγόμενες, δεν στερήθηκαν των δικαιωμάτων τους να παραστούν κατά τη λήψη αυτής, εκπροσωπούμενες από πληρεξούσιο δικηγόρο επιλογής τους (πρβλ. ΑΠ 771/2010, ΑΠ 36/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), της περιεχομένης στη με αριθμό 757/4.5.2018 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……………., η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του ενάγοντος με επιμέλεια των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό ……../30.4.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………………., οι οποίες (ένορκες καταθέσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας των ανωτέρω μαρτύρων, χωρίς το γεγονός ότι ο εξετασθείς υπό του ενάγοντος ανωτέρω μάρτυρας …………. στο παρελθόν υπήρξε αντίδικος των εναγομένων, εκ του λόγου ότι είχε ασκήσει εναντίον τους άλλη, ιδική του αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες – αντεφεσίβλητες, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα εξ αυτών θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, δυνάμει άτυπης σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατήρτισε με την δεύτερη εναγομένη στον Πειραιά, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό των εναγομένων, ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Π την 18.5.2011, καθόν χρόνο κυρία αυτού ήταν η πρώτη εναγομένη εταιρεία και τον εφοπλισμό αυτού  είχε η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, εργάσθηκε δε σε αυτό ως μέλος οργανωμένου πληρώματος με την ειδικότητα του ναύτη έως την 16.12.2013, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου, χρονικό διάστημα το οποίο δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, διότι δεν τυγχάνει επίδικο. Αυθημερόν, ήτοι την 16.12.2013, επαναναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, ενόψει του ότι η αποναυτολόγηση λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου επιφέρει λύση της σύμβασης ναυτολόγησης (σχετικά ΕΠ 23/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και επιβιβάσθηκε σε αυτό αυθημερόν καθόν χρόνο, όπως ο ίδιος αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται από τις εναγόμενες, κυρία του εν λόγω πλοίου, παρέμενε η πρώτη εναγομένη και τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη. Μετά την εν λόγω επαναυτολόγησή του, καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία ……….. (………….) και του ενάγοντος η από 27.12.2013 έγγραφη σύμβαση, η οποία έφερε τον τίτλο «σύμβαση ναυτολόγησης» στην οποία προβλέφθηκε η ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, στο οποίο ήδη ο ενάγων απεδείχθη ότι ήταν ναυτολογημένος και επιπλέον, μεταξύ άλλων, προβλέφθηκε ότι «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων.». Αν και από το προσκομιζόμενο σε αντίγραφο έγγραφο εν λόγω συμφωνητικό δεν προκύπτει ότι κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως συνεβλήθη και η δεύτερη εναγομένη, ούτε προκύπτει σαφώς ότι η πρώτη εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό και της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων δεν αμφισβήτησε ειδικώς τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι με την εν λόγω σύμβαση αμφότερες συνομολόγησαν με τον ενάγοντα τον ανωτέρω όρο. Η εν λόγω σύμβαση ναυτολόγησης λειτούργησε έως την 13.6.2014, οπότε, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα ναυτικό του φυλλάδιο, έληξε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο. Αυθημερόν δε ο ενάγων, δυνάμει νέας σύμβασης ναυτολόγησης που κατήρτισε με την δεύτερο εναγομένη, δεδομένου ότι την 13.6.2014 τον εφοπλισμού του πλοίου, όπως αναφέρει στην αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, είχε η δεύτερη εναγομένη, ναυτολογήθηκε εκ νέου με την αυτή ειδικότητα και εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως την 27.10.2014 οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω ασθενείας. Την 29.4.2015, οπότε την κυριότητα του εν λόγω πλοίου συνέχισε να έχει η πρώτη εναγομένη και τον εφοπλισμό αυτού, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε υπό των εναγομένων, είχε η δεύτερη εναγομένη, αυτός ναυτολογήθηκε εκ νέου στο ανωτέρω πλοίο με την αυτή ως άνω ειδικότητα. Την 6.5.2015, ήτοι μετά την ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, υπό της δεύτερης εναγομένης εφόσον όπως προελέχθη αυτή είχε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου, καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης η από 6.5.2015 έγγραφη σύμβαση με τον τίτλο «σύμβαση ναυτολόγησης» με την οποία συμφωνήθηκε η ναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, η οποία ήδη κατά τα άνω είχε πραγματοποιηθεί, επιπλέον δε ότι «Κατά ρητή συμφωνία των μερών, η παρούσα σύμβαση και οι εκ της υπηρεσίας του ναυτικού στο Πλοίο ή εξ αφορμής αυτής πάσης φύσεως διαφορές, θα διέπονται αποκλειστικά από το Ελληνικό Δίκαιο και υπάγονται αποκλειστικά στα καθ ύλην αρμόδια Δικαστήρια της πόλεως των Χανίων – Ελλάδα αποκλειομένης σε κάθε περίπτωση της εφαρμογής οποιουδήποτε αλλοδαπού Δικαίου και την αρμοδιότητα οποιωνδήποτε αλλοδαπών Δικαστηρίων.». Αν και κατά την κατάρτιση της εν λόγω σύμβασης, όπως προκύπτει από το έγγραφο της συμβάσεως που προσκομίζεται, δεν συνεβλήθη και η δεύτερη εναγομένη, ούτε προκύπτει σαφώς ότι η πρώτη εναγομένη ενεργούσε για λογαριασμό και της δεύτερης εναγομένης, ο ενάγων δεν αμφισβήτησε ειδικώς τον ισχυρισμό των εναγομένων ότι με την εν λόγω σύμβαση αμφότερες συνομολόγησαν με τον ενάγοντα τον ανωτέρω όρο. Η ανωτέρω από 29.4.2015 σύμβαση ναυτολόγησης λειτούργησε έως την 10.6.2015, οπότε ελύθη συνεπεία αντικατάστασης ναυτολογίου και ο ενάγων ναυτολογήθηκε εκ νέου, όπως αποδεικνύεται από το ναυτικό του φυλλάδιο στο ίδιο πλοίο, οπότε τον εφοπλισμό αυτού είχε η δεύτερη εναγομένη, εργάσθηκε δε ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του έως την 17.11.2015, με την αυτή ως άνω ειδικότητα του ναύτη, οπότε έληξε η συνεργασία του ενάγοντος με την δεύτερη εναγομένη οριστικά. Οι εναγόμενες επικαλούμενες τον ανωτέρω όρο, ο οποίος περιελήφθη στις ανωτέρω από 27.12.2013 και από 6.5.2015 έγγραφες συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν στα πλαίσια δύο ναυτολογήσεων του ενάγοντος, αν και κατά το ναυτικό φυλλάδιο αυτού, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 17.11.2015, έλαβαν χώρα τέσσερις συμβάσεις ναυτολόγησης (διότι όπως αναφέρεται ανωτέρω η αποναυτολόγηση λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου, έστω κι αν επακολούθησε αυθημερόν επαναυτολόγηση του ναυτικού, επιφέρει τη λήξη της έως τότε σύμβασης ναυτολόγησης), ισχυρίζονται ότι έχει συνομολογηθεί έγκυρη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία αποκλειστικής αρμοδιότητος των Δικαστηρίων της πόλεως των Χανίων. Παράλληλα απεδείχθη, όπως ο ενάγων αναφέρει και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, ότι η ναυτολόγηση του ενάγοντος, που αποτελεί το ασθενές μέλος της εν λόγω συμβάσεως, έλαβε χώρα στις τρεις εκ των ενδίκων περιπτώσεων στον Πειραιά και της τέταρτης στη νήσο Ρόδο, στον Πειραιά δε καταρτίσθηκαν και οι ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας. Επιπλέον, απεδείχθη ότι, ο ενάγων κατοικεί στην περιοχή του Κερατσινίου, ήτοι στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου, στο οποίο λειτουργεί ειδικό τμήμα ναυτικών διαφορών, στα πλαίσια των ενδίκων ναυτολογήσεων δεν προέκυψε παροχή εργασίας του ενάγοντος στην πόλη των Χανίων, εφόσον το ένδικο πλοίο κατά τον επίδικο χρόνο δεν προσέγγισε το λιμάνι των Χανίων και η πρώτη εναγομένη με την οποία κατήρτισε τις ανωτέρω δύο συμβάσεις ναυτικής εργασίας ο ενάγων, διατηρεί γραφεία στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητείται υπό των εναγομένων. Εν όψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εφαρμογή εν προκειμένω της δικονομικής συμβάσεως περί καθορισμού ως τοπικά αρμοδίου για τις ένδικες διαφορές, όσον αφορά μάλιστα όχι όλο το επίδικο διάστημα αλλά για δύο από τις τέσσερις επίδικες ναυτολογήσεις, αποκλειστικά του καθ΄ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου της πόλεως των Χανίων, κρίνεται υπέρμετρα δεσμευτική για τον ενάγοντα – ασθενές μέρος των επιδίκων συμβάσεων ναυτικής εργασίας, εφόσον μετά από μακρό χρόνο από τη λήξη των ενδίκων συμβάσεων εργασίας, θα αναγκασθεί να υποβληθεί σε υπερβολικά έξοδα προς διεκδίκηση των ενδίκων απαιτήσεών του, αφού ληφθεί υπόψη και το ύψος αυτών, ενώ παράλληλα οι εναγόμενες δεν στερούνται της υπεράσπισής τους, δεδομένου μάλιστα ότι η πρώτη εξ αυτών διατηρεί γραφεία στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου, η ένδικη δε διαφορά, πέραν της έδρας των εναγομένων, ουδεμία άλλη σχέση έχει με την πόλη των Χανίων. Ως εκ τούτου, γενομένου δεκτού του ανωτέρω ισχυρισμού του ενάγοντος, κρίνεται ότι η δικονομική σύμβαση περί καθορισμού ως τοπικά αρμοδίου για τις ένδικες διαφορές αποκλειστικά του καθ΄ ύλην αρμοδίου δικαστηρίου της πόλεως των Χανίων, που περιλήφθηκε στις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας αυτού (εφεσιβλήτου – ενάγοντος), αντιβαίνει, υπό τις ειδικές περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης, στα χρηστά ήθη. Όμοια κρίνοντας κατ’ αποτέλεσμα η εκκαλουμένη απόφαση, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε αρμόδιο κατά τόπο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λόγω του τόπου κατάρτισης των τριών εκ των τεσσάρων ενδίκων συμβάσεων ναυτολογήσεως (άρθρο 33 ΚΠολΔ) και απέρριψε τον αντίθετο ισχυρισμό των εναγομένων. Πρέπει, επομένως, ο υπό κρίση πρώτος λόγος της ένδικης έφεσης των εναγομένων, να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.

V. Από την εκτίμηση της, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δίχως όρκο εξέτασης του ιδίου του ενάγοντος, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την δεύτερη εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η οποία εξέταση διατάχθηκε με την πρώτη εκκαλουμένη με αριθμό 1186/2018 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου (με την επισήμανση ότι στην τελευταία των εν λόγω αποφάσεων διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 245 και 415 ΚΠολΔ, ο ενάγων και ο αναφερόμενος σε αυτήν μάρτυρας ανταπόδειξης των εναγομένων παράσχουν τις αναφερόμενες στην εν λόγω απόφαση διευκρινήσεις και επιπλέον, κατά την εν λόγω απόφαση, η ακριβής διατύπωση του διατακτικού της οποίας ως προς το ενδιαφέρον εν προκειμένω σημείο παρατίθεται αυτούσια ανωτέρω, εκφέρουν την ουσιαστική τους αποδεικτική ή ανταποδεικτική κρίση σχετικά με τα ζητήματα που η ίδια απόφαση έθεσε, με αποτέλεσμα η ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξέταση του ενάγοντος να αποτελεί, όχι απλή εμφάνιση διαδίκου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 245 ΚΠολΔ, αλλά εξέταση αυτού, κατά τις διατάξεις του άρθρου 415 ΚΠολΔ, στο οποίο άλλωστε άρθρο ρητά παραπέμπει και η ανωτέρω με αριθμό 1186/2018 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου), της περιεχομένης στη με αριθμό ………../10.5.2018 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Μονεμβάσιας ……………., ένορκη κατάθεση του μάρτυρος …………., η οποία ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, κατά τα άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, κλήτευσης των εναγομένων, η οποία έλαβε χώρα δια δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 7-5-2020, ημέρα Δευτέρα, με την οποία γνωστοποιήθηκε στις εναγόμενες ότι ο ενάγων προετίθετο να εξετάσει τον ανωτέρω μάρτυρα, ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την με αριθμό 2293/2020 εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όπου έχει καταχωρηθεί η σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος, η οποία (ένορκη βεβαίωση) παραδεκτώς λαμβάνεται υπόψη, έστω κι αν ελήφθη την τρίτη ημέρα μετά την (δεύτερη) συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σε κάθε περίπτωση από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠολΔ, διότι δεν κρίνεται ότι προσκομίζεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από πρόθεση στρεψοδικίας του ενάγοντος ή από βαριά του αμέλεια, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων περί μη λήψεως αυτής υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, εκ του λόγου ότι αυτή ελήφθη καταχρηστικά δύο ώρες προ της παρέλευσης της προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης επί των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διότι η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν πάσχει ακυρότητος εφόσον οι εναγόμενες, δεν στερήθηκαν των δικαιωμάτων τους να παραστούν κατά τη λήψη αυτής, εκπροσωπούμενες από πληρεξούσιο δικηγόρο επιλογής τους (πρβλ. ΑΠ 771/2010, ΑΠ 36/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), της περιεχομένης στη με αριθμό 757/4.5.2018 ένορκη βεβαίωση που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ……………, η οποία ελήφθη κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του ενάγοντος με επιμέλεια των εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη με αριθμό ……/30.4.2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………. οι οποίες (ένορκες καταθέσεις) σταθμίζονται κατά το μέτρο της γνώσης και το βαθμό της αξιοπιστίας των ανωτέρω μαρτύρων, χωρίς το γεγονός ότι ο εξετασθείς υπό του ενάγοντος ανωτέρω μάρτυρας ………….. στο παρελθόν υπήρξε αντίδικος των εναγομένων, εκ του λόγου ότι είχε ασκήσει εναντίον τους άλλη, ιδική του αγωγή, με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (ΕφΑθ 3879/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 698/2003 ΑχΝομ 2004.266), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες – αντεφεσίβλητες, μη εξαρτώντας εκ του λόγου τούτου συμφέρον από την παρούσα δίκη, ενόψει μάλιστα του ότι, ήδη η διάταξη του άρθρου 400 αρ. 3 ΚΠολΔ κατά το οποίο «Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες,1) …,2) …, 3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη», καταργήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, καθώς και το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα εξ αυτών θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατά τα άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 του ΚΠολΔ, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), απεδείχθησαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά και τη νήσο Ρόδο, μεταξύ του ενάγοντος  …….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του με αριθμό …. … ναυτικού φυλλαδίου και της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, ως έχουσας τον εφοπλισμό, την οικονομική διαχείριση και οικονομική εκμετάλλευση του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «Π», με αριθμό νηολογίου Ρεθύμνου 6, κ.ο.χ……, κυριότητος της πρώτης εναγομένης, ο ενάγων ναυτολογήθηκε σ’ αυτό με την ειδικότητα του ναύτη και απασχολήθηκε ως μέλος του οργανωμένου πληρώματός του και κατά το ενδιαφέρον εν προκειμένω χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 17.11.2015. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο ναυτικό του φυλλάδιο, ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο την 19.7.2013, στον Πειραιά και απασχολήθηκε με την ανωτέρω ειδικότητά του έως την 16.12.2013 οπότε αποναυτολογήθηκε, λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο. Ναυτολογήθηκε δε ακολούθως αυθημερόν (16.12.2013), στον Πειραιά και απασχολήθηκε με την ανωτέρω ειδικότητα έως την 13.6.2014, οπότε αποναυτολογήθηκε εκ νέου, λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο. Επαναυτολογήθηκε εκ νέου αυθημερόν (13.6.2014), στον Πειραιά, με την αυτή ειδικότητα και απασχολήθηκε έως την 21.10.2014, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω ασθενείας. Επαναυτολογήθηκε δε την 29.4.2015, στον Πειραιά, με την αυτή ειδικότητα και απασχολήθηκε έως την 10.6.2015, οπότε αποναυτολογήθηκε λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο. Επαναυτολογήθηκε δε αυθημερόν την 10.6.2015, στη Ρόδο και απασχολήθηκε έως την 17.11.2015, οπότε ελύθη οριστικά η συνεργασία του με τη δεύτερη εναγομένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, οι εναγόμενες δεν αμφισβήτησαν ειδικώς ότι καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου είχε η δεύτερη εναγομένη, καθώς επίσης δεν αμφισβήτησαν ειδικώς, όπως ο ενάγων αναφέρει με την ένδικη αγωγή του ότι, τις αντίστοιχες συμβάσεις ναυτικής εργασίας κατήρτισε με τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, εφοπλίστρια του εν λόγω πλοίου. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, εφαρμοστέα στις επίδικες συμβάσεις ναυτολόγησης θα ήταν η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών  – Επιβατηγών Πλοίων. Κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 1.1.2014 έως 21.10.2014 και από 29.4.2015 έως 17.11.2015, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο «Π», δεδομένου ότι ο ενάγων δεν εγείρει απαιτήσεις για το, προ της 1.1.2014, χρονικό διάστημα, αυτό (ένδικο πλοίο) διενεργούσε πολύωρους τακτικούς ακτοπλοϊκούς πλόες σε διάφορα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, τα οποία επεκτείνονταν και κατά τις νυκτερινές ώρες, είχαν δε ως αφετηρία τον λιμένα του Πειραιώς και προορισμό τη νήσο Ρόδο της Δωδεκανήσου δια μέσου περισσοτέρων λιμένων, με επιστροφή, μέσω των ίδιων λιμένων, στον Πειραιά. Συγκεκριμένα, κατά το επίδικο διάστημα το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε τα ακόλουθα δρομολόγια: [Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 6.3.2014: Κάθε Δευτέρα ώρα 18.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Θήρα (αφ. 01.40 της Τρίτης – αν. 02.30), Ανάφη (αφ. 04.05 – αναχ. 04.30), Κάσο (αφ. 09.10 – αναχ. 09.30), Πηγάδια (αφ. 10.55 – αναχ. 11.30), Διαφάνι (αφ. 12.30 – αναχ. 12.45), Χάλκη (αφ. 14.45 – αναχ. 15.00), Ρόδο (αφ. 17.00- αναχ. 18.30), Χάλκη (αφ. 20.30 – αναχ. 20.45), Πηγάδια (αφ. 23.25 – αναχ. 00.01 της επομένης ημέρας Τετάρτης), Κάσο (αφ. 01.30 – αν. 01.45), Σητεία (αφ. 04.15 αναχ. 04.30), Ηράκλειο (αφ. 07.30- αναχ. 09.00), Σητεία (αφ. 12.00 – αναχ. 12.20), Κάσο (αφ. 14.50 – αναχ. 15.05), Πηγάδια (αφ. 16.35 – αναχ. 17.05), Χάλκη (αφ. 19.45 – αναχ. 20.00), Ρόδο (αφ. 22.00 – αναχ. 09.00 της επομένης ημέρας Πέμπτης), Χάλκη (αφ. 11.00 – αναχ. 11.10), Διαφάνι (αφ. 13.15 – αναχ. 13.30), Πηγάδια (αφ. 14.30 – αναχ. 15.15), Κάσο (αφ. 16.45 – αναχ. 17.00), Ανάφη (αναχ. 21.50 – αναχ. 22.15), Θήρα (αφ. 23.50 – αναχ. ώρα 00.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής ), Πειραιά (αφ. 08.00), απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 18.00 για Μήλο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Θήρα (αφ. 02.40 της επομένης ημέρας Σάββατο – αναχ. 03.10), Ηράκλειο (αφ. 07.00 – αναχ. 08.00), Σητεία (αφ. 11.00 – αναχ. 11.15), Κάσο (αφ. 13.35 – αναχ. 14.05), Πηγάδια (αφ. 15.35 – αναχ. 16.05), Χάλκη (αφ. 18.55 – αναχ. 19.05), Ρόδο (αφ. 21.05 – αναχ. 02.30 της επομένης ημέρας Κυριακής), Χάλκη (αφ. 04.30 – αναχ. 04.45), Πηγάδια (αφ. 07.30 – αναχ. 08.00), Κάσο (αφ. 09.30 – αναχ. 09.40), Σητεία (αφ. 12.20 – αναχ. 12.35), Ηράκλειο (αφ. 15.35- αναχ. 16.30), Θήρα (αφ. 20.25 – αναχ. ώρα 21.00), Μήλος (αφ. 00.30 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.50) Πειραιά (αφ. 05.50) απ’ όπου απέπλεε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας και συνέχιζε το ανωτέρω περιγραφόμενο δρομολόγιο. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως 15.6.2014 και από 16.9.2014 έως 21.10.2014: Κάθε Τρίτη ώρα 21.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για  Μήλο (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 02.20), Θήρα (αφ. 05.50 – αναχ. 06.20), Ανάφη (αφ. 07.55 – αναχ. 08.15), Κάσο (αφ. 12.55 – αναχ. 13.15), Πηγάδια (αφ. 14.40 – αναχ. 15.10), Διαφάνι (αφ. 16.10 – αναχ. 16.25), Χάλκη (αφ. 18.25 – αναχ. 18.40), Ρόδο (αφ. 20.40) απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου ώρα 05.00 της επομένης ημέρας Πέμπτης για Χάλκη (αφ. 07.00 – αναχ. 07.15), Διαφάνι (αφ. 09.15 – αναχ. 09.30), Πηγάδια (αφ. 10.30 – αναχ. 11.15), Κάσο (αφ. 12.45 – αναχ. 13.00), Ανάφη (αναχ. 17.50 – αναχ. 18.10), Θήρα (αφ. 19.45 – αναχ. ώρα 20.30), Μήλο (αφ. 00.01 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 00.15), Πειραιά (αφ. 05.15), απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 18.00 για Μήλο (αφ. 22.50 – αναχ. 23.10), Θήρα (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Σάββατο – αναχ. 03.40), Ανάφη (αφ. 05.15 – αναχ. 05.40), Ηράκλειο (αφ. 09.40 – αναχ. 10.40), Σητεία (αφ. 13.40 – αναχ. 14.05), Κάσο (αφ. 16.35 – αναχ. 17.00), Πηγάδια (αφ. 18.30 – αναχ. 19.10), Διαφάνι (αφ. 20.10 – αναχ. 20.25), Χάλκη (αφ. 22.25 – αναχ. 22.40), Ρόδο (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 02.30), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.35), Πηγάδια (αφ. 08.35 – αναχ. 09.15), Κάσο (αφ. 10.45 – αναχ. 11.10), Σητεία (αφ. 13.45 – αναχ. 14.05), Ηράκλειο (αφ. 17.05 – αναχ. 18.05), Ανάφη (αφ. 22.05 – αναχ. 22.20), Θήρα (αφ. 00.01 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.40),  Μήλο (αφ. 04.20 – αναχ. 04.45), Πειραιά (αφ. 09.45), απ’ όπου απέπλεε την επομένη ημέρα ώρα 21.00 για Μήλο και συνέχιζε το δρομολόγιο ως άνω. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 16.6.2014 έως 15.9.2014: Κάθε Δευτέρα ώρα 18.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για Θήρα (αφ. 01.50 της Τρίτης – αν. 02.30), Ανάφη (αφ. 04.05 – αναχ. 04.30), Κάσο (αφ. 09.30 – αναχ. 09.50), Πηγάδια (αφ. 11.20 – αναχ. 12.15), Διαφάνι (αφ. 13.15 – αναχ. 13.30), Χάλκη (αφ. 15.30 – αναχ. 15.50), Ρόδο (αφ. 17.50- αναχ. 20.30), Χάλκη (αφ. 22.30 – αναχ. 22.50), Διαφάνι (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Τετάρτης– αναχ. 01.05), Πηγάδια (αφ. 02.05 – αναχ. 02.40), Κάσο (αφ. 04.10 – αναχ. 04.25), Σητεία (αφ. 06.55 – αναχ. 07.10), Ηράκλειο (αφ. 10.10- αναχ. 12.00), Σητεία (αφ. 15.00 – αναχ. 15.20), Κάσο (αφ. 18.00 – αναχ. 18.15), Πηγάδια (αφ. 19.45 – αναχ. 20.25), Διαφάνι (αφ. 21.25 – αναχ. 21.40), Χάλκη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.55), Ρόδο (αφ. 02.55 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 09.00), Χάλκη (αφ. 11.00 – αναχ. 11.15), Διαφάνι (αφ. 13.15 – αναχ. 13.30),  Πηγάδια (αφ. 14.30 – αναχ. 15.15), Κάσο (αφ. 16.45 – αναχ. 17.00), Ανάφη (αφ. 21.50 – αναχ. 22.15), Θήρα (αφ. 23.50 – αναχ. 00.30 της επομένης ημέρας Παρασκευής), Πειραιά (αφ. 08.00) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 18.00 για Μήλο (αφ. 22.50- αναχ. 23.20) Θήρα (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου- αναχ. 03.40), Ηράκλειο (αφ. 09.40 – 10.40), Σητεία (αφ. 13.40 – αναχ. 14.05), Κάσος (αφ. 16.35 – 17.00), Πηγάδια (αφ. 18.30 – 19.10), Διαφάνι (αφ. 20.10 – αναχ. 20.25), Χάλκη (αφ. 22.25 – 22.40), Ρόδο (αφ. 00.40 της επομένης ημέρας Κυριακής – αναχ. 03.00), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.35), Πηγάδια (αφ. 08.35 – αναχ. 09.15), Κάσος (αφ. 10.45 – αναχ. 11.10), Σητεία (αφ. 13.45 – αναχ. 14.05), Ηράκλειο (αφ. 17.05 – αναχ. 18.05), Θήρα (αφ. 00.01 της ημέρας Δευτέρας – αναχ. 00.40), Μήλος (αφ. 04.20 – αναχ. 04.45) Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 09.45 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα Δευτέρα ώρα 18.00 για Θήρα, εκτελώντας ακολούθως το ανωτέρω δρομολόγιο. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 7.5.2015 έως 14.6.2015: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 16.00 για Κύθηρα (αφ. 22.00 – αναχ. 22.20) Ρέθυμνο (αφ. Ώρα 03.20 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 04.20), Κύθηρα (αφ. 09.20 – αναχ. 09.40), Πειραιάς (αφ. 15.40 – αναχ. 21.00), Σαντορίνη (αφ. 04.30 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 05.10), Ανάφη (αφ. 06.35 – αναχ. 06.55), Σητεία (αφ. 11.00 – αναχ. 11.20), Κάσος (αφ. 13.50 – 14.10), Κάρπαθος (αφ. 15.35 – αναχ. 16.20), Διαφάνι (αφ. 17.10 – αναχ. 17.25), Χάλκη (αφ. 19.15 – αναχ. 19.30), Ρόδο (αφ. 21.30), απ’ όπου αναχωρούσε την επομένη ημέρα Πέμπτης ώρα 07.00 για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.15), Διαφάνι (αφ. 11.05 – αναχ. 11.20), Κάρπαθο (αφ. 12.10 – αναχ. 12.55), Κάσο (αφ. 14.20 – αναχ. 14.40), Σητεία (αφ. 17.10 – αναχ. 17.30), Ανάφη (αφ. 21.30 – αναχ. 21.50), Σαντορίνη (αφ. 23.15 – αναχ. 23.55), Πειραιάς (αφ. 07.25 της επομένης ημέρας Παρασκευής, απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου ώρα 18.00 της ίδιας ημέρας για Κύθηρα (αφ. 00.01 της επομένης ημέρας Σαββάτου – αναχ. 00.20) Ρέθυμνο (αφ. 05.20 – αναχ. 08.00), Κύθηρα (αφ. 13.00 – αναχ. 13.20), Γύθειο (αφ. 15.25 – αναχ. 15.45) Κύθηρα (αφ. 15.50 – αναχ. 18.10), Ρέθυμνο (αφ. 23.10) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 18.00 της επομένης ημέρας για Κύθηρα (αφ. 23.00 – αναχ. 23.20), Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 05.40 της επομένης ημέρας Δευτέρας, απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 16.00 για Κύθηρα και συνέχιζε το ανωτέρω δρομολόγιο. [Ε] Κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2015 έως 15.9.2015: Κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από Πειραιά ώρα 18.00 για Θήρα (αφ. 01.30 της Τρίτης – αν. 02.10), Ανάφη (αφ. 03.50 – αναχ. 04.10), Κάσο (αφ. 08.50 – αναχ. 09.10), Πηγάδια (αφ. 10.40 – αναχ. 11.20), Διαφάνι (αφ. 12.20 – αναχ. 12.40), Χάλκη (αφ. 14.40 – αναχ. 15.00), Ρόδο (αφ. 17.00- αναχ. 20.20), Χάλκη (αφ. 22.00 – αναχ. 22.20), Διαφάνι (αφ. 00.20 της επομένης ημέρας Τετάρτης– αναχ. 00.40), Πηγάδια (αφ. 01.40 – αναχ. 02.20), Κάσο (αφ. 03.50 – αναχ. 04.10), Σητεία (αφ. 06.40 – αναχ. 07.00), Ηράκλειο (αφ. 10.00- αναχ. 12.00), Σητεία (αφ. 15.00 – αναχ. 15.20), Κάσο (αφ. 17.50 – αναχ. 18.10), Πηγάδια (αφ. 19.40 – αναχ. 20.20), Διαφάνι (αφ. 21.20 – αναχ. 21.40), Χάλκη (αφ. 23.40 – αναχ. 23.59), Ρόδο (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Πέμπτης – αναχ. 09.00), Χάλκη (αφ. 11.00 – αναχ. 11.20), Διαφάνι (αφ. 13.20 – αναχ. 13.40),  Πηγάδια (αφ. 14.40 – αναχ. 15.20), Κάσο (αφ. 16.50 – αναχ. 17.10), Ανάφη (αφ. 21.50 – αναχ. 22.10), Θήρα (αφ. 23.40 – αναχ. 00.20 της επομένης ημέρας Παρασκευής), Πειραιά (αφ. 07.50) απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα ώρα 18.00 για Μήλο (αφ. 23.00- αναχ. 23.20), Θήρα (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Σαββάτου- αναχ. 03.30), Ανάφη (αφ. 05.10 – αναχ. 05.30), Σητεία (αφ. 09.30 – αναχ. 10.30), Κάσο (αφ. 13.00 – αναχ. 13.20), Πηγάδια (αφ. 14.50 – αναχ. 15.30), Διαφάνι (αφ. 16.30 – αναχ. 16.50), Χάλκη (αφ. 18.50 – αναχ. 19.10), Ρόδο (αφ. 21.10 – αναχ. 03.00 της επομένης ημέρας Κυριακής), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.40),  Πηγάδια (αφ. 08.40 – αναχ. 09.20), Κάσο (αφ. 10.50 – αναχ. 11.10), Σητεία (αφ. 13.40 – αναχ. 14.40), Ανάφη (αφ. 18.40 – αναχ. 19.00), Θήρα (αφ. 20.40 – αναχ. 21.20), Μήλος (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Δευτέρας– αναχ. 01.10) Πειραιάς όπου κατέπλεε ώρα 06.10 και απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα Δευτέρα ώρα 18.00 για Θήρα, εκτελώντας ακολούθως το ανωτέρω δρομολόγιο και [ΣΤ] κατά το χρονικό διάστημα από 16.9.2015 έως 17.11.2015: Κάθε Τρίτη ώρα 21.00 απέπλεε από το λιμάνι του Πειραιά για  Μήλο (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Τετάρτης – αναχ. 02.20), Θήρα (αφ. 05.50 – αναχ. 06.30), Ανάφη (αφ. 08.10 – αναχ. 08.30), Κάσο (αφ. 13.10 – αναχ. 13.30), Πηγάδια (αφ. 15.00 – αναχ. 15.40), Διαφάνι (αφ. 16.40 – αναχ. 17.00), Χάλκη (αφ. 19.00 – αναχ. 19.20), Ρόδο (αφ. 21.20) απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου ώρα 07.00 της επομένης ημέρας Πέμπτης για Χάλκη (αφ. 09.00 – αναχ. 09.20), Διαφάνι (αφ. 11.20 – αναχ. 11.40), Πηγάδια (αφ. 12.40 – αναχ. 13.20), Κάσο (αφ. 14.50 – αναχ. 15.10), Ανάφη (αναχ. 19.50 – αναχ. 20.10), Θήρα (αφ. 21.50 – αναχ. ώρα 22.30), Μήλο (αφ. 02.00 της επομένης ημέρας Παρασκευής – αναχ. 02.20), Πειραιά (αφ. 07.20), απ’ όπου απέπλεε την ίδια ημέρα και ώρα 18.00 για Μήλο (αφ. 23.00 – αναχ. 23.20), Θήρα (αφ. 02.50 της επομένης ημέρας Σάββατο – αναχ. 03.30), Ανάφη (αφ. 05.10 – αναχ. 05.30), Σητεία (αφ. 09.30 – αναχ. 10.30), Κάσο (αφ. 13.00 – αναχ. 13.20), Πηγάδια (αφ. 14.50 – αναχ. 15.30), Διαφάνι (αφ. 16.30 – αναχ. 16.50), Χάλκη (αφ. 18.50 – αναχ. 19.10), Ρόδο (αφ. 21.10 – αναχ. 03.00 της επομενης ημέρας Κυριακής), Χάλκη (αφ. 05.00 – αναχ. 05.20), Διαφάνι (αφ. 07.20 – αναχ. 07.40), Πηγάδια (αφ. 08.40 – αναχ. 09.20), Κάσο (αφ. 10.50 – αναχ. 11.10), Σητεία (αφ. 13.40 – αναχ. 14.40), Ανάφη (αφ. 18.40 – αναχ. 19.00), Θήρα (αφ. 20.40 – αναχ. 21.20),  Μήλο (αφ. 00.50 της επομένης ημέρας Δευτέρας – αναχ. 01.10), Πειραιά (αφ. 06.10), απ’ όπου απέπλεε την επομένη ημέρα ώρα 21.00 για Μήλο και συνέχιζε το δρομολόγιο ως άνω. Όπως ο ενάγων αναφέρει στην ένδικη αγωγή του και δεν αμφισβητείται ειδικώς υπό των εναγομένων, τμήματα των ανωτέρω δρομολογίων, εκτελούνταν στα πλαίσια δημόσιας υπηρεσίας, που είχε ανατεθεί στην δεύτερη εναγόμενη και συγκεκριμένα: (α) το τμήμα Ηράκλειο – Σητεία – Κάσος – Πηγάδια Καρπάθου – Χάλκη – Ρόδος με επιστροφή, (β) το τμήμα Θήρα – Ανάφη – Κάσος – Πηγάδια Καρπάθου – Διαφάνι – Χάλκη – Ρόδος με επιστροφή (γ) το τμήμα Ρέθυμνο – Κύθηρα – Γύθειο με επιστροφή και (δ) το τμήμα Πειραιάς – Κύθηρα – Ρέθυμνο με επιστροφή. Οι όροι και ιδίως η αμοιβή εργασίας του ενάγοντος κατά τον ένδικο χρόνο, κατά τη συμφωνία αυτού μετά της δεύτερης εναγομένης ρυθμίζονταν από τη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων και δη την από 8.4.2014 τοιαύτη, η οποία κυρώθηκε την 13.6.2014 με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β 1664) την 24.6.2014, η ισχύς της οποίας κατά την ίδια ΥΑ άρχισε την 1.1.2014. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της ως άνω εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού (μισθού ενέργειας). Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους του. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ.), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34.351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33.345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες (άρθρα 11 και 13 § 5), δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανίων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου (άρθρο 18). Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 εδαφ. β και γ των ιδίων ΣΣΝΕ υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του μισθού ενέργειας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας) αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2), ενώ, κατά το άρθρο 18 § 2, για τον υπολογισμό των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αργίας ανά μήνα πολλαπλασιάζεται ο μέσος μηνιαίος όρος αργιών (16 αργίες ετησίως δια 12 μήνες = 1,33) με τον αριθμό των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης για κάθε αργία (1,33 Χ 8 ώρες = 10,67 ώρες μηνιαίως). Ενόψει όσων προεκτέθηκαν, κατά την εν λόγω ΣΣΝΕ (άρθρα 1, 3, 6, 8 § 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2), ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του ναύτη ορίστηκε σε χίλια εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (1.157,99 €), το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας, δηλαδή σε διακόσια πενήντα τέσσερα ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτά (254,76 €), το αντίτιμο της σε είδος παρεχομένης τροφοδοσίας σε δεκαεννέα ευρώ και είκοσι ένα λεπτά (19,21 €) την ημέρα, δηλαδή σε πεντακόσια εβδομήντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτά (19,21 € Χ 30 ημέρες = 576,30 €) το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας σε τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτά (35,22 €) και οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας σε τετρακόσια δεκαεπτά ευρώ και δεκατρία λεπτά {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,13 €}, το δε ωρομίσθιο του ναύτη καθορίστηκε στο χρηματικό ποσό των έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών (6,69 €) και με τις προσαυξήσεις 25% και 50% σε οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτά (8,38 €) και σε δέκα ευρώ και πέντε λεπτά (10,05 €) αντίστοιχα. Οι συνολικές, επομένως, ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του ενάγοντος από την 1-1-2014 έως την 21-10-2014 και από την 29.04.2015 έως την 17.11.2015 έως την 17.11.2015, ανέρχονταν σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και σαράντα λεπτά (2.441,40 €). Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις του ενάγοντος ήταν αυτές που καθορίζονται για την ειδικότητα του ναύτη στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α΄ 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου, ορίζεται ότι, οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 136 § 1 και 137 του ιδίου Κανονισμού ορίζεται ότι: «Οι διηρημένοι εις τας γενικάς εργασίας καταστρώματος άνδρες εργάζονται υπό την επίβλεψιν του Ναυκλήρου και του Υπαναυκλήρου ένδον εις καθαρισμούς, αποσκωρίασιν ελασμάτων, χρωματισμούς, καθαρισμόν των υδροσυλλεκτών και δεξαμενών πρωραίας και πρυμναίας ζυγοσταθμίσεως, προετοιμασίαν των κυτών διά φόρτωσιν ή εκφόρτωσιν, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, εις πρωρατικά έργα, ευθέτισιν των αποθηκών υλικών συντηρήσεως σκάφους και των κυτών προς πρόληψιν μετατοπίσεως, αναμίξεως, βλάβης, φθοράς ή κλοπής του φορτίου πυρκαϊάς, τοποθέτησιν παραφραγμάτων φορτίου και εις πάσαν άλλην εργασίαν της ειδικότητός των, διατασσομένην υπό του Υπάρχου (άρθρο 136 § 1) και ότι: “1. Το προσωπικόν καταστρώματος κατανέμεται κατά τον κατάπλουν, την αγκυροβολίαν, την άπαρσιν και τον απόπλουν επί τη βάσει του οικείου πίνακος διαιρέσεως προσωπικού ως εξής: α) Ο Πλοίαρχος επί της γεφύρας, β) ο Ύπαρχος όπου θεωρείται αναγκαίον, γ) ο Υποπλοίαρχος εις το πρόστεγον μετά του Ναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος, δ) ο Ανθυποπλοίαρχος εις το επίστεγον μετά του Υποναυκλήρου και ανδρών καταστρώματος…, ε) ο Δόκιμος αξιωματικός επί της γεφύρας διά την διαβίβασιν των παραγγελμάτων, στ) ο Πηδαλιούχος εις το πηδάλιον. 2. Κατά τον κατάπλουν και την αγκυροβολίαν, την μεθόρμισιν ως και την άπαρσιν και τον απόπλουν, δεν τηρούνται αι συνήθεις ώραι εργασίας, αλλά πάντες εργάζονται διά την κανονικήν και ασφαλή αγκυροβολίαν και όρμισιν του πλοίου ή διά την κανονικήν άπαρσιν αυτού και πέραν έτι των ωρών εργασίας, χωρίς τούτο να θεωρήται υπερωρία. Εάν το πλοίον είναι ηγκυροβολημένον εις ανοικτόν όρμον ή εις άλλο αγκυροβόλιον ουχί ασφαλές δύναται κατά την κρίσιν του Πλοιάρχου να εξακολουθήση η εργασία κατά φυλακάς ως εν πλώ” (άρθρο 137). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 146 § 2 του ιδίου ΒΔ «εν όρμω το προσωπικόν καταστρώματος υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον του Υπάρχου και υπό την διεύθυνσιν του Ναυκλήρου, ασχολείται εις καθαρισμούς, υποσκωρίασιν ελασμάτων χρωματισμούς, καθαρισμόν υδροσυλλεκτών και δεξαμενών, ευθέτισιν εξαρτίων και αγομένων, πρωρατικά έργα και εις πάσαν άλλην εργασίαν σκάφους, διατασσομένην υπό του Υπάρχου, συμφώνως προς το ωρολόγιον πρόγραμμα ημερησίας εργασίας εν όρμω, χειμερινόν ή θερινόν, αναλόγως της εποχής του έτους». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, μεταξύ άλλων, πρώτον, ότι στα λιμάνια προσέγγισης του πλοίου το προσωπικό καταστρώματος μετέχει σύσσωμο στις εργασίες κατάπλου (πρόσδεση και αγκυροβολία) και απόπλου (απόδεση και άπαρση) και, δεύτερον, ότι η εργασία αυτή, ακόμα και αν εκτείνεται πέραν του οκταώρου της καθημερινής απασχόλησης των ναυτών, δεν θεωρείται υπερωριακή. Όμως, η τελευταία αυτή ρύθμιση υποχωρεί, καθόσον στη (μεταγενέστερη και ειδικότερη) διάταξη του άρθρου 13 § 1 της ως άνω ΣΣΝΕ, που έχει ισχύ νόμου, ορίζεται αντιθέτως ότι για όλες τις εργασίες που εκτελούνται στο λιμάνι πέραν των κανονικών εργασίμων ωρών, ο ναυτικός δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, επειδή οι εργασίες αυτές, στις οποίες ρητά συμπεριλαμβάνονται και αυτές κατά τον κατάπλου και τον απόπλου, θεωρούνται υπερωριακές (ΜονΕφΠειρ 602/2015, 85/2015, 618/2014, 539/2014, 23/2014, όλες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν τούτοις, πέραν της ανωτέρω νόμιμης αμοιβής του, όπως οι εναγόμενες ανέφεραν με τις προτάσεις τους ήδη κατά τη πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό του εναγομένου, είχε συμφωνηθεί κατ’ αποκοπή αμοιβή του ενάγοντος για εργασία, η οποία αντιστοιχούσε, σε τριάντα πέντε (35) ώρες εργασίας κατά τις ημέρες Σαββάτου, η οποία κάλυπτε την (εξ ολοκλήρου κατά τα ανωτέρω υπερωριακή) απασχόλησή του κατά το πρώτο οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός (κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ) και η οποία (αμοιβή) αποτυπώνεται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ενάγοντος με την ένδειξη «ΥΠΕΡ ΣΣ», η οποία κατά τις εναγόμενες ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 351,58 σε έναν πλήρη μήνα απασχόλησης του ενάγοντος, καθώς επίσης είχε συμφωνηθεί, κατ’ αποκοπή αμοιβή αυτού, για εξήντα μία (61) ώρες επιπλέον εργασίας, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες, τις Κυριακές, τις αργίες και τα Σάββατα (κατά λογική αναγκαιότητα μετά το πρώτο οκτάωρο), η οποία (αμοιβή) αποτυπώνεται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού υπό την ένδειξη «ΥΠΕΡ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ» και ανήρχετο, όπως ανέφεραν οι εναγόμενες, στο ποσό των ευρώ 510,63 σε έναν πλήρη μήνα απασχόλησης του ενάγοντος. Πέραν των ανωτέρω, οι εναγόμενες, ανέφεραν (σελ. 8 προτάσεων αυτών κατά την πρώτη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) ότι, χωρίς να έχει συμφωνηθεί του κατέβαλαν αμοιβή για 10,67 ώρες εργασίας κατά τις ημέρες αργίας, σύμφωνα με το άρθρο 18 § 2 της άνω ΣΣΝΕ, ανεξαρτήτως αν εργάστηκε κατ’ αυτές ή όχι, η οποία κατά τις εναγόμενες ανήρχετο στο ποσό των ευρώ 107,13 για έναν πλήρη μήνα απασχόλησης του ενάγοντος και αποτυπώνετε με την ένδειξη «ΑΡΓΙΕΣ ΑΚΤ. ΥΠΟΛ. ΠΛΗΡΩΜΑ» στις αποδείξεις μισθοδοσίας, καθώς επίσης, λόγω των δρομολογίων του πλοίου, του κατέβαλαν πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία, πέραν της ως άνω συμφωνημένης, προκειμένου να καλύπτεται η ενδεχόμενη υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές, Κυριακές τα Σάββατα και τις αργίες η οποία ανήρχετο, κατά τις εναγόμενες (σελ. 9 προτάσεων που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την πρώτη συζήτηση) στο ποσό των ευρώ 376,51 ευρώ σε έναν πλήρη μήνα απασχόλησης του ενάγοντος και σε αναλογία αυτού κατά τους υπόλοιπους μήνες, αποτυπώνονταν δε με την ένδειξη «ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ» στις αποδείξεις μισθοδοσίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εναγόμενες αν και στη σελίδα 8 των ανωτέρω προτάσεών τους αναφέρουν ότι την εν λόγω αμοιβή με τίτλο «πρόσθετες υπερωρίες» κατέβαλαν στον ενάγοντα κάποιους μήνες, από την ανάλυση εκάστου των ενδίκων μηνών απασχόλησης του ενάγοντος στις οποίες οι ίδιες προβαίνουν στη σελίδα (9) των ανωτέρω προτάσεών τους, αμοιβή με τέτοια αιτιολογία, κατέβαλαν στον ενάγοντα κάθε επιμέρους ένδικο μήνα απασχόλησής του. Πράγματι δε, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, μερικές εκ των οποίων προσκομίζονται και από τον ενάγοντα (ανεξαρτήτως της διαφωνίας των διαδίκων ως προς τα ποσά που πράγματι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω στα πλαίσια διερεύνησης του δευτέρου λόγου της ένδικης έφεσης των εναγομένων και δη του περί μερικής καταβολής ισχυρισμού αυτών) προκύπτει ότι καταχωρίζονταν σε αυτές, σε κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος κατά την ένδικη περίοδο, καταβολές εκ ποσού ευρώ 510,63 με αιτιολογία «ΥΠΕΡ. ΕΤΑΙΡ» η οποία κατά τις εναγόμενες αφορούσε εξήντα μία (61) ώρες επιπλέον εργασίας, προκειμένου να καλύπτεται η υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές εργάσιμες ημέρες, τις Κυριακές, τις αργίες και τα Σάββατα (μετά το πρώτο οκτάωρο), αν και στις εν λόγω αποδείξεις δεν γίνεται αναφορά πόσες ώρες υπερωριακής απασχόλησης η αμοιβή αυτή αφορούσε, καταβολές εκ ποσού ευρώ 351,58 με αιτιολογία καταβολής ΥΠΕΡ Σ.Σ.», η οποία κατά τις εναγόμενες αφορούσε την απασχόληση του ενάγοντος κατά το πρώτο οκτάωρο καθενός από τα 4,33 Σάββατα εκάστου μηνός (κατ’ άρθρο 13 §§ 1 και 5 της ως άνω ΣΣΝΕ), καταβολές εκ ποσού ευρώ 107,13 με αιτιολογία «ΑΡΓΙΕΣ ΑΚΤ. ΥΠΟΛ. ΠΛΗΡΩΜΑ», οι οποίες κατά τις εναγόμενες αφορούσαν σε αμοιβή για 10,67 ώρες εργασίας κατά τις ημέρες αργίας, καθώς επίσης καταβολές εκ ποσού ευρώ 376,51 με αιτιολογία «ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ», οι οποίες, κατά τις εναγόμενες καταβάλλονταν ως αμοιβή για ενδεχόμενη υπερωριακή του εργασία κατά τις καθημερινές, Κυριακές τα Σάββατα και τις αργίες, πέραν της ανωτέρω (υπό την ένδειξη «ΥΠΕΡ. ΕΤΑΙΡ.») κατ’ αποκοπή συμφωνηθείσας αμοιβής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις σχετικές αποδείξεις καταβολής μισθοδοσίας που προσκομίζονται από τις ίδιες τις εναγόμενες με τίτλο «ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ» παραπλεύρως της ένδειξης «ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ», υπό τον τίτλο «ΩΡΕΣ» στους μήνες πλήρους απασχόλησης του ενάγοντος αναγράφεται ο αριθμός 45, ήτοι προκύπτει ότι το εν λόγω ποσό, καθόν χρόνο συντάσσοντο οι εν λόγω αποδείξεις από την πρώτη εναγομένη, γίνονταν μνεία ότι αφορούσε σαράντα πέντε (45) ώρες υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Ο ενάγων, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίζεται ότι, κατά την ένδικη περίοδο από 1.1.2014 έως 21.10.2014 και από 29.4.2015 έως 17.11.2015 επί 71 ημέρες Σαββάτου, 410 ημέρες καθημερινές και Κυριακές και επί 17 ημέρες αργίας, απασχολείτο στο ανωτέρω πλοίο επί δεκαέξι ώρες ημερησίως. Οι εναγόμενες ήδη από την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν κατά την πρώτη συζήτηση (σελ. 4), αρνήθηκαν ότι ο ενάγων εργαζόταν τις ώρες που αναφέρει στην ένδικη αγωγή του και δη επί δεκαέξι ώρες καθημερινά, αναφέροντας περαιτέρω ότι, για όσες ώρες αυτός εργάσθηκε υπερωριακά έχει εξοφληθεί, αναλύοντας στις προτάσεις τους, όπως αναφέρεται ειδικότερα ανωτέρω, τις καταβολές στις οποίες προέβαιναν προς εξόφληση της τυχόν υπερωριακής απασχόλησής του. Μάλιστα, με τις ίδιες ως άνω έγγραφες προτάσεις τους (σελ. 3), αναλύοντας την απασχόληση των υπηρετούντων στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι οι έξι εκ των δώδεκα απασχολούμενων στο εν λόγω πλοίο ναύτες που εκτελούσαν βάρδια, εργαζόταν μόνον κατά τις δύο τετράωρες βάρδιες, οι δε υπόλοιποι έξι ναύτες (ημερεργάτες) απασχολούνταν (α) στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου σε κάθε ενδιάμεσο λιμάνι κατά τη διάρκεια φόρτωσης και εκφόρτωσης του πλοίου και επιπλέον δέκα λεπτά προ και μετά τον απόπλου και κατάπλου αυτού, (β) με τις εργασίες καθαριότητας του γκαράζ επί τέσσερις ώρες μία φορά την εβδομάδα, (γ) στη φόρτωση του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, η οποία ξεκινούσε δύο ώρες προ του απόπλου, καθώς επίσης, (δ) εάν η απόσταση μεταξύ των ενδιάμεσων λιμένων προσέγγισης του πλοίου ήταν μικρή και δεν ηδύναντο χρονικά να ξεκουραστούν, απασχολούνταν και με τις εργασίες καθαριότητας του χώρου τους. Εκ του γεγονότος ότι η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε τακτικά κάθε μήνα στον ενάγοντα αμοιβή για υπερωριακή εργασία, και μάλιστα, όπως οι εναγόμενες ισχυρίζονται, πέραν της συμφωνηθείσας κατ’ αποκοπή, αποδεικνύεται ότι, πράγματι, ο ενάγων εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών καθημερινά, διότι σε διαφορετική περίπτωση η δεύτερη εναγομένη δεν θα κατέβαλε αμοιβή στον ενάγοντα για υπερωριακή απασχόληση και μάλιστα πέραν της ανωτέρω κατ’ αποκοπήν συμφωνηθείσας. Ενόψει δε περαιτέρω του ότι, όπως απεδείχθη, στον ενάγοντα καταβάλλονταν κατά τις εναγόμενες συμφωνηθείσα κατ’ αποκοπή αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση διάρκεια εξήντα μίας (61) ωρών, επιπλέον δε, κατά τις ανωτέρω έγγραφες προσκομιζόμενες από τις ίδιες (εναγόμενες) «Αναλυτικές Αλφαβητικές Καταστάσεις», η πρόσθετη, πέραν της συμφωνηθείσας, μηνιαίας καταβολής στον ενάγοντα αμοιβής με αιτιολογία «πρόσθετες υπερωρίες» αφορούσε 45 ώρες εργασίας, αφού, όπως αναλύεται ανωτέρω, αυτός ο αριθμός ωρών αναφέρεται στις εν λόγω αποδείξεις παραπλεύρως, αποδεικνύεται ότι, η δεύτερη εναγομένη, κατέβαλε στον ενάγοντα αμοιβή, κάθε μήνα πλήρους απασχόλησης, για εργασία πέραν των οκτώ ωρών (κατά τις καθημερινές, Κυριακές, ημέρες Σαββάτου και αργιών) κατά μέσο όρο για (61 + 45= 106 δια 30=) 3,54 ώρες καθ’ εκάστη. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, καθόλο το επίδικο διάστημα, ο ενάγων εργαζόταν άλλοτε ως ναύτης βάρδιας και άλλοτε ως ημερεργάτης. Καθόν χρόνο εργαζόταν ως ημερεργάτης ο ενάγων απασχολείτο σε όλες τις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης αυτού, επιπλέον δε, απασχολείτο και στις εργασίες καθαριότητας του πλοίου (καταστρώματος και γκαράζ) εν πλω, όταν η απόσταση μεταξύ των ενδιάμεσων λιμένων προσέγγισης του πλοίου ήταν μικρή. Οι αιτιάσεις των εναγομένωνσ που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής, ότι δηλαδή, όταν οι ενδιάμεσοι λιμένες προσέγγισης του πλοίου ήταν κοντινές, οι ημερεργάτες απασχολούντο μόνον με την καθαριότητα του χώρου τους, δεν κρίνονται πειστικές, διότι δεν προσεπιβεβαιώνονται από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος υπ’ αυτών μάρτυρα, …….., ο οποίος, στην προμνημονευθείσα με αριθμό ………../2018 ένορκη βεβαίωση, κάνει αναφορά στην εν λόγω εργασία των ημερεργατών εν πλω, καταθέτοντας ότι (εν πλω), κατά τις ώρες 08.00 έως 12.00, οι ημερεργάτες, όταν οι λιμένες προσέγγισης του πλοίου ήταν σε κοντινή απόσταση και δεν επαρκούσε ο χρόνος για να αποσυρθούν προς ξεκούραση, απασχολούνταν με την καθαριότητα του χώρου και όχι μόνον του χώρου τους. Βέβαια, ο εν λόγω μάρτυρας οριοθετεί χρονικά την εν λόγω εργασία των ημερεργατών, από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00, χρονική οριοθέτηση η οποία, εν τούτοις, δεν γίνεται από τις εναγόμενες στις έγγραφες προτάσεις τους. Περαιτέρω, καθόν χρόνο ο ενάγων εργαζόταν ως ημερεργάτης και το πλοίο κατέπλεε στο λιμάνι του Πειραιά νωρίς το πρωί, με προγραμματισμένο απόπλου αργά το απόγευμα, απασχολείτο με πλέον εκτεταμένες εργασίες καθαριότητας των τριών καταστρωμάτων του πλοίου και του γκαράζ από ώρας 08.00 έως ώρας 12.00, όπως σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγομένων. Τέλος, ο ενάγων καθόν χρόνο το πλοίο παρέμενε στο λιμάνι αφετηρίας για ώρες, όταν εργαζόταν ως ημερεργάτης μετείχε στις εργασίες φόρτωσης του πλοίου, αναλαμβάνοντας εργασία, όπως σχετικά κατέθεσε ο μάρτυρας των εναγομένων, δύο ώρες προ του προγραμματισμένου απόπλου. Καθόν χρόνο ο ενάγων εργαζόταν ως ναύτης βάρδιας, εργαζόταν δύο τετράωρες βάρδιες ομού με έτερο ναύτη είτε από ώρας 08.00 έως 12.00 και από ώρας 20.00 έως ώρας 00.00, είτε από ώρας 12.00 έως ώρας 16.00 και από ώρας 00.00 έως ώρας 04.00, είτε από ώρας 04.00 έως ώρας 08.00 και από ώρας 16.00 έως ώρας 20.00. Κατά τις ώρες της βάρδιάς του, ο ένας εκ των δύο ναυτών βάρδιας εκτελούσε υπηρεσία στη γέφυρα, ως βοηθός του αξιωματικού φυλακής και ο έτερος απασχολείτο με τον έλεγχο της ασφάλειας του πλοίου, τη λεγόμενη «υπηρεσία ρολογιών». Οι εργασίες αυτές μεταξύ των ναυτών εκάστης βάρδιας εναλλάσσονταν ανά μία ώρα. Παράλληλα, αμφότεροι οι ναύτες βάρδιας μετείχαν και στις εργασίες κατάπλου και απόπλου του πλοίου κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους, όπως περί τούτου κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγομένων. Παράλληλα, εν τούτοις, και παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τις εναγόμενες και τα κατατεθέντα από το μάρτυρά τους, ενόψει του γεγονότος ότι από όσα οι ίδιες οι εναγόμενες αναγράφουν στις έγγραφες αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος και δη ότι η αμοιβή με αιτιολογία «πρόσθετες υπερωρίες» αφορά σε 45 ώρες εργασίας, αλλά και όσα αναφέρουν στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις τους ότι δηλαδή η κατ’ αποκοπή συμφωνηθείσα αμοιβή αφορούσε σε εξήντα μία ώρες εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου, αποδεικνύεται ότι, καθόν χρόνο ο ενάγων εργαζόταν ως ναύτης γέφυρας, δεν περιορίζονταν στην οκτάωρη βάρδια γέφυρας, αλλά μετείχε και πέραν αυτής στις εργασίες απόπλου και κατάπλου του πλοίου στους ενδιάμεσους λιμένες προσέγγισης του πλοίου όπως επίσης, όταν οι λιμένες αυτοί ήταν κοντινοί μετείχε, όπως και οι ημερεργάτες, σε εργασίες καθαριότητας του πλοίου καθόν χρόνο ήταν σε επιφυλακή. Εν τούτοις, η δίχως όρκο κατάθεση του ενάγοντος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ότι εργαζόταν επί τέσσερα δίωρα, ήτοι επί δίωρο προ της ενάρξεως εκάστης τετράωρης βάρδιας και επί δίωρο μετά το τέλος εκάστης εξ αυτών, δεν κρίνεται πειστική, διότι ο ίδιος στην προσθήκη επί των προτάσεων που κατέθεσε μετά τη δεύτερη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (σελ. 5 προσθήκης), κάνει λόγο για τρία δίωρα επιφυλακής. Ειδικότερα, περιγράφοντας στην εν λόγω προσθήκη επί των προτάσεών του, μια τυπική ημέρα εργασίας του εν πλω με υπηρεσία ναύτη βάρδιας κατά τις ώρες 08.00 έως 12.00 και 20.00 έως 00.00, αναφέρει ότι τελούσε σε επιφυλακή κατά τις ώρες από 06.00 έως 08.00, από 12.00 έως 14.00 και από 18.00 έως 20.00. Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη κατά τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκαέξι (16) ώρες, όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με την ένδικη αγωγή του. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων του μεν αγωγικού ισχυρισμού, ως προς το υπερβάλλον, του δε ισχυρισμού των εναγόμενων, που διαλαμβάνεται στον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσης τους, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή του, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ανωτέρω ωρών για τις οποίες οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν αμοιβή στον ενάγοντα, δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον η πληρότητα αυτή αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από τις εναγόμενες (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την πρώτη εκκαλουμένη με αριθμό 1186/2018 απόφασή του περιέλαβε στο σκεπτικό αυτής κρίση περί του ότι ο ενάγων εργαζόταν πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά και με την οριστική με αριθμό 2293/2020 απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ενάγων εργάζονταν καθημερινά, καθώς επίσης  και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες επί δώδεκα (12) ώρες καθ’ εκάστη, δεν έσφαλαν ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από τις εναγόμενες και επαναφέρεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους, ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων επαναυτολογούνταν στο εν λόγω πλοίο, ουδέποτε εξέφρασε παράπονο  σχετικά με την εργασία του, λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, για τις οποίες αμείβονταν, η δε χωρίς επιφυλάξεις είσπραξη της αμοιβής του κρίνεται ότι ελάμβανε χωρά προκειμένου να μη θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του σχέση. Άλλωστε τούτο, δεν συνεπάγεται σιωπηρή παραίτηση  του ενάγοντος από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση, είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν, είτε από τον νομό, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατωτέρα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, απορρίπτοντας έστω και σιωπηρά τους ανωτέρω ισχυρισμούς των εναγομένων. Ενόψει τούτων, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων, που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο της έφεσης τους και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Όμοια απορριπτέοι τυγχάνουν και ο πρώτος και δεύτερος λόγος της ένδικης αντέφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση από τον ενάγοντα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και με τον δεύτερο λόγο και για κακή εφαρμογή του νόμου, ως προς τις ώρες υπερωριακής απασχόλησης που δέχθηκε, κατά το αποδεικτικό της πόρισμα, ότι εργαζόταν αυτός πέραν του νομίμου ωραρίου, δεδομένου ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητάς του στο πλοίο δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να χαρακτηρισθούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010 405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013 220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής αυτού στο πλοίο κατά τον ημερήσιο πλου, να μην ταυτίζεται αναγκαίως με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’ αυτό. Περαιτέρω, απεδείχθη ότι, ο ενάγων εργάσθηκε κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2014 έως 21.10.2014 και από 29.4.2015 έως 17.11.2015 επί τριακόσιες σαράντα ημέρες (340) καθημερινές ημέρες πέραν του νομίμου ωραρίου των οκτώ ωρών επί τέσσερις ώρες και εβδομήντα (70) ημέρες Κυριακής πέραν του οκτώ ωρών που καλύπτονται από το επίδομα Κυριακής επί τέσσερις ώρες ημερησίως καθ’ εκάστη. Επιπλέον, εργάσθηκε επί δώδεκα ώρες καθ εκάστη επί εβδομήντα (70) ημέρες Σαββάτου και όχι επί εβδομήντα μία (71) ημέρες Σαββάτου, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε η εκκαλουμένη, με αριθμό 2293/2020, απόφαση και επί δεκαέξι (16) ημέρες αργίας και όχι επί δεκαεπτά (17) ημέρες αργίας, κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και όπως εσφαλμένως έγινε δεκτό υπό της αυτής ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά το βάσιμο δεύτερο λόγο της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διότι αφενός μεν με την ένδικη αγωγή ζητείται αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης  για την 15η.8.2015 και ως ημέρα Σαββάτου και ως ημέρας αργίας και η οποία από το παρόν Δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη στις ημέρες αργίας, αφ’ ετέρου δε υπολογίζεται ως ημέρα αργίας η 17.11.2015, αν και αυτή δεν αποτελεί ημέρα αργίας, κατά το άρθρο 18 της εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων έτους 2014. Κατά δε την εφαρμοζόμενη εν προκειμένω ανωτέρω αναφερομένη οικεία ΣΣΝΕ, δικαιούται αμοιβής για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, ήτοι το ποσό των 8,38 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 10,05 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του από 1.1.2014 μέχρι και 21.10.2014 και από 29.4.2015 έως και 17.11.2015, δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 410 καθημερινών και Κυριακών Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.640 ώρες Χ 8,38 ευρώ το ωρομίσθιο = 13.743,20 ευρώ. β) για υπερωριακή αμοιβή 70 Σαββάτων και 16 αργιών, δηλαδή συνολικά 86 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας = 1.032 ώρες Χ 10,05 το ωρομίσθιο = 10.371,60 ευρώ. Συνολικά, επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή για τα ανωτέρω διαστήματα, το ποσό των 24.114,80 ευρώ (13.743,20 ευρώ + 10.371,60 ευρώ) και όχι το ποσό των ευρώ 24.355,20, το οποίο έγινε δεκτό υπό της, με αριθμό 2293/2020, εκκαλουμένης αποφάσεως, γενομένου δεκτού κατά τούτο του δευτέρου λόγου εφέσεως των εναγομένων με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τον δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσής του, έναντι της εν λόγω απαίτησης η δεύτερη εξ αυτών κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 21.680,75 και όχι το ποσό των ευρώ 19.254,00, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του και δέχθηκε και η, ανωτέρω με αριθμό 2293/2020, εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, με την οποία απερρίφθη ως αβάσιμη στην ουσία της, σιωπηρά η, περί μερικής καταβολής, ένσταση των εναγομένων, κατά το ποσό των ευρώ (21.680,75 μείον 19.254,00=) 2.426,75. Ειδικότερα, ως προς το ύψος των καταβολών έναντι της ένδικης απαίτησης του ενάγοντος, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με τις εντολές προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος, καθώς επίσης και με τις χειρόγραφες αποδείξεις που φέρουν τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή αυτού, έγγραφα τα οποία προσκομίζονται από τις εναγόμενες, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας που αφορούν τον ενάγοντα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2014 επί μικτών αποδοχών (3.381,79), (3.367,08), (3.433,68), (3.416,46), (3.430,71), (3.446,50), (3.537,24), (3.567,46), (3.477,29) και (2.276,73), αντίστοιχα (συνολικού ποσού για το έτος 2014 ευρώ 33.334,94), η πρώτη των εναγομένων που συνέτασσε τις εν λόγω αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος κατελόγισε ήδη κατά την έκδοση των εν λόγω αποδείξεων για υπερωρίες το ποσό των ευρώ (510.63 + 351,58 + 107,13 + 376,51=) 1.345,85 για έκαστο των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2014 ήτοι συνολικά για τους ανωτέρω μήνες το ποσό των ευρώ (1.345,85 επί 9=) 12.112,65, καθώς επίσης το ποσό των ευρώ (357,44 + 246,11 + 263,56 + 74,99=) 942,10 για τον μήνα Οκτώβριο 2014 και συνολικά για το έτος 2014 εκ των ανωτέρω αποδοχών κατελόγισε το ποσό των ευρώ (12.112,65 + 942,10=) 13.054,75 για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος. Αφαιρουμένων από τις ανωτέρω μικτές αποδοχές των κατά τις εν λόγω αποδείξεις αναλογούντων κρατήσεων εκ ποσού ευρώ 746,59 για τον μήνα Ιανουάριο, ευρώ 744,84 για τον μήνα Φεβρουάριο, ευρώ 752,73 για τον μήνα Μάρτιο, ευρώ 750,63 για τον μήνα Απρίλιο, ευρώ 752,63 για τον μήνα Μάιο, ευρώ 754,25 για τον μήνα Ιούνιο, ευρώ 765,02 για τον μήνα Ιούλιο, ευρώ 768,59 για τον μήνα Αύγουστο, ευρώ 757,91 για τον μήνα Σεπτέμβριο και ευρώ 511,90 για τον μήνα Οκτώβριο και συνολικά εκ ποσού ευρώ (746,59 + 744,84 + 752,73 + 750,63 + 752,63 + 754,25 + 765,02 + 768,59 + 757,91 + 511,90=) 7.304,84, απέμειναν καθαρές αποδοχές προς καταβολή στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2.635,20 για τον μήνα Ιανουάριο, το ποσό των ευρώ 2.622,24 για τον μήνα Φεβρουάριο, το ποσό των ευρώ 2.680,95 για τον μήνα Μάρτιο, το ποσό των ευρώ 2.665,83 για τον μήνα Απρίλιο, το ποσό των ευρώ 2.678,33 για τον μήνα Μάιο, το ποσό των ευρώ 2.692,25 για τον μήνα Ιούνιο, το ποσό των ευρώ 2.772,22 για τον μήνα Ιούλιο, το ποσό των ευρώ 2.798,87 για τον μήνα Αύγουστο, το ποσό των ευρώ 2.719,38 για τον μήνα Σεπτέμβριο και το ποσό των ευρώ 1.764,83 για τον μήνα Οκτώβριο και συνολικά το ποσό των ευρώ (2.635,20 + 2.622,24 + 2.680,95 + 2.665,83 + 2.678,33 + 2.692,25 + 2.772,22 + 2.798,87 + 2.719,38 + 1.764,83=) 26.030,10.  Οι καθαρές αυτές αποδοχές απεδείχθη ότι κατεβλήθησαν στον ενάγοντα ως ακολούθως: Την 19.6.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη σε αυτόν (τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος) το ποσό των ευρώ 1.800 εκ του οποίου, με το ποσό των ευρώ 1.670,39 εξοφλήθηκε αντίστοιχο ποσό εκ των καθαρών αποδοχών του μηνός Ιανουαρίου 2014 και απέμενε υπόλοιπο οφειλής εν λόγω μηνός εκ ποσού ευρώ (2.635,20 μείον 1.670,39=) 964,31. Την 27.6.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.000, με το οποίο εξοφλήθηκε το υπόλοιπο των ευρώ 964,21 από τις καθαρές αποδοχές μηνός Ιανουαρίου 2014 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (1.000 μείον 964,81=) 35,19 εξοφλήθηκε μέρος των καθαρών αποδοχών του ενάγοντος μηνός Φεβρουαρίου 2014, απέμεινε δε υπόλοιπο οφειλής για τον εν λόγω μήνα (Φεβρουάριο 2014) το ποσό των ευρώ (2.622,24 μείον 35,19=) 2.587,05. Την 2.7.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 2.000, με το οποίο εξοφλήθηκε μέρος του ανωτέρω υπολοίπου των καθαρών αποδοχών μηνός Φεβρουαρίου 2014 και απέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός, εκ ποσού ευρώ (2.587,05 μείον 2.000=) 587,05. Την 11.7.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.000 εκ των οποίων, εξοφλήθηκε το ανωτέρω υπόλοιπο των αποδοχών μηνός Φεβρουαρίου 2014, ήτοι ποσό ευρώ 587,05 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (1.000 μείον 587,05=) 412,95, εξοφλήθηκε μέρος των αποδοχών αυτού μηνός Μαρτίου 2014 και απέμεινε υπόλοιπο για τον εν λόγω μήνα (Μάρτιο 2014) το ποσό των ευρώ (2.680,95 μείον 412,95=) 2.268,00. Την 20.7.2014, κατεβλήθη σε μετρητά στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.500, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη χειρόγραφη απόδειξη που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος, ο οποίος δεν αμφισβητεί ούτε την υπογραφή του επί του εν λόγω εγγράφου, ούτε ότι η εν λόγω καταβολή έλαβε χώρα την 20.7.2014. Με το ποσό αυτό, εξοφλήθηκε μέρος του ανωτέρω υπολοίπου των αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2014 και απέμεινε υπόλοιπο μηνός Μαρτίου 2014, εκ ποσού ευρώ (2.268,00 μείον 1.500=) 768,00. Την 31.7.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.000, εκ του οποίου, με το ποσό των ευρώ 768,00 εξοφλήθηκε το υπόλοιπο των καθαρών αποδοχών του μηνός Μαρτίου 2014 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (1.000 μείον 768,00=) 232,00, εξοφλήθηκε μέρος των εκ ποσού ευρώ 2.665,83 καθαρών αποδοχών αυτού μηνός Απριλίου 2014, παρέμεινε δε υπόλοιπο εν λόγω μηνός (Απριλίου 2014) ποσό ευρώ (2.665,83 μείον 232,00=) 2.433,83. Την 6.8.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 2.688,13 με το οποίο εξοφλήθηκε το ανωτέρω υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ 2.433,83 των αποδοχών του μηνός Απριλίου 2014 και το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (2.688,13 μείον 2.433,83=) 254,00 οι εναγόμενες κατελόγισαν έναντι του Δώρου Πάσχα 2014. Την 20.8.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 1.500, με το οποίο εξοφλήθηκε μέρος των εκ ποσού ευρώ 2.678,33 καθαρών αποδοχών του μηνός Μαΐου 2014 και παρέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός (Μαΐου 2014) το ποσό των ευρώ (2.678,33 μείον 1.500=) 1.178,33, το οποίο υπόλοιπο κατεβλήθη στον ενάγοντα την 22.8.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση. Την 5.9.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, ο ενάγων έλαβε το ποσό των ευρώ 2.000,00 με το οποίο εξοφλήθηκε μέρος των εκ ποσού ευρώ 2.692,25 καθαρών αποδοχών μηνός Ιουνίου 2014 και απέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός (Ιουνίου 2014) εκ ποσού ευρώ (2.692,25 μείον 2.000,00=) 692,25. Την 15.9.2014, κατεβλήθη σε μετρητά στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.000, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη χειρόγραφη απόδειξη που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή αυτού (ενάγοντος), ο οποίος δεν αμφισβητεί ούτε την υπογραφή του, ούτε ότι η εν λόγω καταβολή έλαβε χώρα την 15.9.2014. Με το ποσό αυτό εξοφλήθηκε το ανωτέρω υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ 692,25 του μηνός Ιουνίου 2014 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (1.000,00 μείον 692,25=) 307,75, κατεβλήθη μέρος των αποδοχών του ενάγοντος μηνός Ιουλίου 2014 και παρέμεινε υπόλοιπο αποδοχών εν λόγω μηνός (Ιουλίου 2014) εκ ποσού ευρώ (2.772,22 μείον 307,75=) 2.464,47. Την 19.10.2014, κατεβλήθη σε μετρητά στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.500, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη χειρόγραφη απόδειξη που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος, ο οποίος δεν αμφισβητεί ούτε την υπογραφή του, ούτε ότι η εν λόγω καταβολή έλαβε χώρα την 19.10.2014. Με το ποσό αυτό, εξοφλήθηκε μέρος του ανωτέρω υπολοίπου των αποδοχών του μηνός Ιουλίου 2014 και παρέμεινε υπόλοιπο του εν λόγω μηνός εκ ποσού ευρώ (2.464,47 μείον 1.500,00=) 964,47. Την 27.10.2014, και αφού ήδη ο ενάγων είχε αποναυτολογηθεί λόγω ασθενείας την 21.10.2014, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό αυτού (ενάγοντος), σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 1.764,83 με το οποίο εξοφλήθηκαν οι καθαρές αποδοχές αυτού μηνός Οκτωβρίου 2014. Την 2.3.2015, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 3.295,00, με το οποίο εξοφλήθηκε το ανωτέρω υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ 964,47 των αποδοχών του ενάγοντος μηνός Ιουλίου 2014 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (3.295,00 μείον 964,47=) 2.330,53, εξοφλήθηκε μέρος των αποδοχών αυτού μηνός Αυγούστου 2014 και απέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός (Αυγούστου 2014) το ποσό των ευρώ (2.798,87 μείον 2.330,53=) 468,34. Την 13.5.2015, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 800,00, με το οποίο εξοφλήθηκε το ανωτέρω υπόλοιπο εκ ποσού ευρώ 468,34 των καθαρών αποδοχών αυτού μηνός Αυγούστου 2014 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (800,00 μείον 468,34=) 331,66, εξοφλήθηκε μέρος των αποδοχών του μηνός Σεπτεμβρίου 2014 και παρέμεινε υπόλοιπο αποδοχών μηνός Σεπτεμβρίου 2014, εκ ποσού ευρώ (2.719,38 μείον 331,66=) 2.387,72. Την 22.5.2015, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 1.000,00, με το οποίο εξοφλήθηκε μέρος του ανωτέρω υπόλοιπου εκ ποσού ευρώ 2.387,72 των αποδοχών του μηνός Σεπτεμβρίου 2014 και παρέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός Σεπτεμβρίου 2014, εκ ποσού ευρώ (2.387,72 μείον 1.000,00) 1.387,72, το οποίο του κατεβλήθη την 8.6.2015 οπότε, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 1.440,00. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας των μηνών Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου του έτους 2015 επί των αναγραφόμενων σε αυτές μικτών αποδοχών (3.171,41), (3.433,17), (3.451,20), (3.544,61), (3.450,46), (3.405,13) και (1.939,14), αντίστοιχα (συνολικού ποσού για το έτος 2015 ευρώ 22.395,12), η πρώτη των εναγομένων η οποία συνέτασσε τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος κατελόγισε ήδη κατά την έκδοση των εν λόγω αποδείξεων για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος το ποσό των ευρώ (510.63 + 351,58 + 107,13 + 376,51=) 1.345,85 για έκαστο των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου ήτοι ευρώ (1.345,85 επί 5=) 6.729,25, καθώς επίσης το ποσό των ευρώ (425,53 + 292,98 + 89,27 + 326,31=) 1.134,09 για τον μήνα Μάιο 2015 και το ποσό των ευρώ (213,36 + 289,36 +199,23 + 60,71=) 762,66 για τον μήνα Νοέμβριο και συνολικά για το έτος 2015 κατελόγισε για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ (6.729,25 + 1.134,09 + 762,66=) 8.626,00. Αφαιρουμένων από τις ανωτέρω μικτές αποδοχές των σε αυτές αναλογούντων κρατήσεων εκ ποσού ευρώ 705,00 για τον μήνα  Μάιο, ευρώ 734,43 για τον μήνα Ιούνιο, ευρώ 754,81 για τον μήνα Ιούλιο, ευρώ 765,88 για τον μήνα  Αύγουστο, ευρώ 754,73 για τον μήνα Σεπτέμβριο, ευρώ 1.749,36 (εκ των οποίων ευρώ 1.000 ως προκαταβολή ως αναφέρεται στην προσκομιζόμενη και από τον ενάγοντα σχετική απόδειξη μισθοδοσίας, γεγονός που ο ενάγων δεν αμφισβήτησε) για τον μήνα Οκτώβριο και ευρώ 425,80 για τον μήνα  Νοέμβριο και συνολικά (705,00 + 734,43 + 754,81 + 765,88 + 754,73 +1.749,36 + 425,80=) 5.890,01, απέμειναν καθαρές αποδοχές προς καταβολή το ποσό των ευρώ 2.412,55 για τον μήνα Μάιο, το ποσό των ευρώ 2.698,74 για τον μήνα Ιούνιο, το ποσό των ευρώ 2.696,39 για τον μήνα Ιούλιο, το ποσό των ευρώ 2.778,73 για τον μήνα Αύγουστο, το ποσό των ευρώ 2.695,73 για τον μήνα Σεπτέμβριο, το ποσό των ευρώ 1.655,77 για τον μήνα Οκτώβριο και το ποσό των ευρώ 1.513,34 για τον μήνα Νοέμβριο και συνολικά το ποσό των ευρώ (2.412,55 + 2.698,74 +2.696,39 + 2.778,73 + 2.695,73 + 1.655,77 + 1.513,34=) 16.451,25.  Την 11.7.2015, κατεβλήθη σε μετρητά στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.000, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη χειρόγραφη απόδειξη που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος, ο οποίος δεν αμφισβητεί ούτε την υπογραφή του, ούτε ότι η εν λόγω καταβολή έλαβε χώρα την 11.07.2015. Με το ποσό αυτό, εξοφλήθηκε μέρος των εκ ποσού ευρώ 2.412,55 αποδοχών του μηνός Μαΐου 2015 και παρέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός (Μαΐου 2015) εκ ποσού ευρώ (2.412,55 μείον 1.000,00=) 1.412,55. Την 31.7.2015, κατεβλήθη σε μετρητά στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 800,00, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη χειρόγραφη απόδειξη που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος, ο οποίος δεν αμφισβητεί ούτε την υπογραφή του, ούτε ότι η εν λόγω καταβολή έλαβε χώρα την 31.07.2015. Με το ποσό αυτό εξοφλήθηκε μέρος του ανωτέρω υπολοίπου των αποδοχών του μηνός Μαΐου 2015 και παρέμεινε υπόλοιπο εν λόγω μηνός εκ ποσού ευρώ (1.412,55 μείον 800,00=) 612,55. Την 10.8.2015 όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 666,41 και εξοφλήθηκε το ανωτέρω (εκ ποσού ευρώ 612,55) υπόλοιπο μηνός Μαΐου 2015. Την ίδια ημέρα (10.8.2015) και την 31.8.2015, κατεβλήθη σε μετρητά στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 1.000 και 1.000 αντίστοιχα, όπως αποδεικνύεται από τις δύο προσκομιζόμενες χειρόγραφες αποδείξεις που φέρουν την ιδιόχειρη υπογραφή του ενάγοντος, ο οποίος δεν αμφισβητεί ούτε την υπογραφή του, ούτε ότι οι εν λόγω καταβολές έλαβαν χώρα την 10.8.2015 και 31.08.2015, αντίστοιχα. Με τα εν λόγω ποσά, εξοφλήθηκε μέρος των εκ ποσού ευρώ 2.698,74 αποδοχών του μηνός Ιουνίου 2015 και παρέμεινε υπόλοιπο αποδοχών εν λόγω μηνός (Ιουνίου 2015) εκ ποσού ευρώ (2.698,74 μείον 2.000,00=) 698,74. Την 7.9.2015, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ανωτέρω ποσό των ευρώ 698,74 και εξοφλήθηκαν οι εκ ποσού ευρώ 2.698,74 καθαρές αποδοχές του ανωτέρω μηνός Ιουνίου 2015. Την 9.9.2015, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβε χώρα η εν λόγω κατάθεση, κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος το ποσό των ευρώ 3.500 και εξοφλήθηκαν οι εκ ποσού ευρώ 2.696,39 καθαρές αποδοχές του μηνός Ιουλίου 2015 και με το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (3.500,00 μείον 2.696,39=) 803,61, εξοφλήθηκε μέρος των αποδοχών μηνός  Αυγούστου 2015 και απέμεινε υπόλοιπο αποδοχών μηνός Αυγούστου 2015, το ποσό των ευρώ (2.778,73 μείον 803,61=) 1.915,12, εκ του οποίου ποσό ευρώ 1.000 κατετέθη στον ανωτέρω τραπεζικό λογαριασμό του την 28.9.2015 και το υπόλοιπο ποσό 915,12 εξοφλήθηκε δια καταθέσεως στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος την 30.9.2015, όπως αποδεικνύεται από τα τρία σχετικά παραστατικά εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβαν χώρα οι εν λόγω καταθέσεις. Την 6.10.2015 και 3.11.2015, αντίστοιχα, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά παραστατικά εντολής προς κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού (ενάγοντος) ότι έλαβαν χώρα οι εν λόγω καταθέσεις, κατετέθησαν στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος τα ποσά των ευρώ 2.695,73 και 1.655,77, αντίστοιχα και εξοφλήθηκαν οι αντιστοίχου ποσού καθαρές αποδοχές μηνός Σεπτεμβρίου 2015 και μηνός Οκτωβρίου 2015, αντίστοιχα. Τέλος, την 20.11.2015, όπως αποδεικνύεται από το παραστατικό κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος κατετέθη στον τραπεζικό λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος, το ποσό των ευρώ 1.513,34, που αφορούσε τις καθαρές αποδοχές αυτού μηνός Νοεμβρίου 2015, οι οποίες αναφέρονται στον προσκομιζόμενο από τις εναγόμενες λογαριασμό μισθοδοσίας του ενάγοντος, η καταβολή του οποίου δεν αμφισβητείται από τον τελευταίο. Τοιουτοτρόπως, αποδεικνύεται ότι πράγματι ο ενάγων έλαβε συνολικά για την πραγματοποιηθείσα από αυτόν, κατά την επίδικη περίοδο, υπερωριακή εργασία, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες, το ποσό των ευρώ 21.680,75 και επομένως, δικαιούται για την εν λόγω αιτία το υπόλοιπο ποσό των (24.114,80 μείον 21.680,75=) 434,05 ευρώ. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες με το δεύτερο λόγο της ένδικης έφεσης, η οποία αφού απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της σιωπηρά την περί καταβολής του ποσού των ευρώ 21.680,75 έναντι της εν λόγω αιτίας ένσταση των εναγομένων, δέχθηκε ότι έναντι αυτής κατεβλήθη στον ενάγοντα μόνον το ποσό των ευρώ 19.254,00 το οποίο συνομολογούσε ο ενάγων ήδη με την ένδικη αγωγή του και ακολούθως επεδίκασε στον ενάγοντα, για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 5.101,20. Περαιτέρω, στις διατάξεις των §§ 1 – 3 του, υπό τον τίτλο «Επίδομα ιματισμού» άρθρου 5 της εφαρμοστέας εν προκειμένω ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων έτους 2014, ορίστηκε ότι «Εις τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος καταβάλλεται πλέον του μισθού και ιδιαίτερο επίδομα για την αντιμετώπιση των δαπανών του ειδικού ιματισμού που πρέπει να φέρουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το επίδομα τούτο καθορίζεται μηνιαίως στο ποσό των ΕΥΡΩ 56,50 [§ 1]. Σε αντιστάθμισμα της ανωτέρω παροχής όλοι πρέπει να προμηθεύονται και να φέρουν τον ιματισμό εργασίας τους και τη στολή που προβλέπεται από το άρθρο 20 της παρούσης σύμβασης, σε αντίθετη δε περίπτωση τούτο αποτελεί λόγο καταγγελίας της σύμβασης από μέρους του Πλοιάρχου [§ 2]. Εάν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον εν λόγω ιματισμό δεν καταβάλλεται εις αυτά το ανωτέρω επίδομα [§ 3]», ενώ στο άρθρο 20 της ιδίας ΣΣΝΕ προβλέφθηκε ότι «Οι Αξιωματικοί και τα μέλη του κατωτέρου πληρώματος υποχρεούνται να φέρουν κατά τις ώρες εκτέλεσης των καθηκόντων τους την καθιερωμένη στολή του Εμπορικού Ναυτικού μετά των διακριτικών για κάθε κλάδο προσωπικού κατά βαθμό ή ειδικότητα». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, πρώτον, ότι το μηνιαίως καταβαλλόμενο στα μέλη του κατώτερου πληρώματος των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, στα οποία συγκαταλέγονται και οι ναύτες, χρηματικό ποσό των πενήντα έξι ευρώ και πενήντα λεπτών (56,50 €) ως επίδομα ιματισμού τους για την αντιμετώπιση των δαπανών προμήθειας της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τους, αφού αιτία της χορηγήσεώς του αποτελεί η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειρΝ 2012/354, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, αδημ. ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204) και, δεύτερον, ότι το συγκεκριμένο επίδομα επιδικάζεται μόνον όταν ο πλοιοκτήτης δεν παρέχει σε είδος τον απαιτούμενο ρουχισμό καλύπτοντας εξ ιδίας δαπάνης το κόστος της προμήθειάς του (ΜονΕφΠειρ. 56/2015, 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204, ΤριμΕφΠειρ. 177/2012, ΠειΝ 2012/354), εφόσον βέβαια και ο ενάγων αποδείξει ότι, επειδή η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του παρείχε τον ιματισμό σε είδος, υποχρεώθηκε να προβεί ο ίδιος στην αγορά του και υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, προς αντιμετώπιση της οποίας το επίμαχο επίδομα καταβάλλεται (ΜονΕφΠειρ. 671/2015, ΜονΕφΠειρ. 56/2015, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 434/2013, ΕΝαυτΔ 2013/204), διότι μόνον τότε το επίδομα αυτό συνιστά συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 259/2022, αδημ.). Σε κάθε άλλη περίπτωση, το επίδομα ιματισμού δεν συμπεριλαμβάνεται στις νόμιμες τακτικές αποδοχές του ναυτικού και δεν συνυπολογίζεται για τον καθορισμό  ούτε των επιδομάτων εορτών (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 366/2016, ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ΜονΕφΠειρ. 676/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262). Ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του, υποστήριξε ότι, η δεύτερη εναγομένη εργοδότριά του δεν του κατέβαλε μηνιαίως το προβλεπόμενο με τις ανωτέρω ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού και, επιπλέον, ότι του χορηγούσε η ίδια ιματισμό, πλην όμως υποστήριξε περαιτέρω ότι τούτο η εναγομένη έπραττε ανά οκτώ μήνες και, εκ του λόγου τούτου, αξίωσε όπως του χορηγηθεί το προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού για χρονικό διάστημα δεκαεπτά μηνών του επιδίκου χρονικού διαστήματος και συνολικά το ποσό των ευρώ 960,50. Εν τούτοις, εν προκειμένω, όπως ο ίδιος ο ενάγων παραδέχεται, η εναγομένη δεν του κατέβαλε μηνιαίως επίδομα ιματισμού και επομένως, το εν λόγω επίδομα, δεν απετέλεσε συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης υπ’ αυτού εργασίας, αλλά αντίθετα ο ίδιος συνομολογεί ότι η δεύτερη εναγομένη του παρείχε τον ιματισμό σε είδος. Επιπλέον, ο ίδιος δεν απέδειξε ότι λόγω της επικαλούμενης φθοράς του ιματισμού του και μη αντικατάστασης αυτού υπό της δεύτερης εναγομένης αναγκάστηκε να προβεί σε αγορά του εν λόγω ειδικού ιματισμού, αφού καμία σχετική απόδειξη δεν προσεκόμισε. Ως εκ τούτου, ενόψει και των αναφερομένων στην  οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης, ο ενάγων δεν εδικαιούτο να λάβει το προβλεπόμενο ανωτέρω επίδομα ιματισμού. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων, καθό μέρος επεδίκασε στον ενάγοντα, για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ 960,50. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014 (ΥΑ 3525.1.5/01 ΦΕΚ Β 1664 2014), η οποία είναι ταυτόσημη και με την προηγουμένη του έτους 2013  (ΥΑ 3525.1.1.5/01/2013 ΦΕΚ Β 2079 2013), υπό τον τίτλο «Επίδομα γραμμών Δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων)» «1. Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συνασθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί τού μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση σε γραμμές Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία. 2. Η ειδική αυτή ρύθμιση γίνεται αποδεκτή από τους Πλοιοκτήτες πέραν της γενικής διατάξεως τού άρθρου 137 παρ. 2 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρ. Ε/Γ Πλοίων, λόγω των ειδικών συνθηκών πού επικρατούν στα πλοία των γραμμών Δημόσιας Υπηρεσίας (αγόνων).». Εν προκειμένω, όπως ο ενάγων ισχυρίσθηκε με την αγωγή του και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς υπό των εναγομένων, για τα εκτελούμενα από το ανωτέρω πλοίο δρομολόγια (i) Ηράκλειο – Σητεία – Κάσος – Πηγάδια Καρπάθου – Χάλκη – Ρόδος με επιστροφή, (ii) Θήρα – Ανάφη – Κάσος – Πηγάδια Καρπάθου – Διαφάνι – Χάλκη – Ρόδος με επιστροφή (iii) Ρέθυμνο – Κύθηρα – Γύθειο με επιστροφή και (iv) Πειραιάς – Κύθηρα – Ρέθυμνο με επιστροφή, είχαν συναφθεί συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, ο ίδιος (ενάγων) ισχυρίσθηκε, γεγονός που ομοίως δεν αμφισβητήθηκε από τις εναγόμενες, ότι το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες «άγονης γραμμής» και ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως και 06.03.2014, τις 5 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας , (β) κατά το χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως και 15.06.2014 τις 4 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 16.09.2014 έως και 21.10.2014 τις 4 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας, (δ) κατά το διάστημα από 16.6.2014 έως και 15.9.2014, τις 5 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας, (ε) κατά το χρονικό διάστημα από 7.5.2015 έως και 14.6.2015, τις 2 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας, (στ) κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2015 έως και 15.09.2015, τις 5 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας και (ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 16.09.2015 έως και 17.11.2015 τις 4 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, εδικαιούτο το κατά τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις προβλεπόμενο επίδομα άγονης γραμμής. Συγκεκριμένα, ο ενάγων εδικαιούτο ως ειδικό επίδομα άγονων γραμμών: (i) κατά το έτος 2014, κατά το οποίο, κατά τους μη αμφισβητούμενους αγωγικούς ισχυρισμούς, το πλοίο δραστηριοποιήθηκε σε γραμμές για τις οποίες είχε συνταχθεί Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας και εκτελούσε τέτοιους πλόες, επίσης κατά τους μη αμφισβητούμενους αγωγικούς ισχυρισμούς (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως και 06.03.2014 και από 16.6.2014 έως και 15.9.2014, τις 5 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας και (β) κατά το χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως και 15.06.2014 και από 16.09.2014 έως και 21.10.2014 τις 4 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας: (1) για τον μήνα Ιανουάριο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι δύο (22) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (22 ημέρες : 30 =) 0,73=] 59,17, (2) για τον μήνα Φεβρουάριο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι (20) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (20 ημέρες : 30 =) 0,67 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) =] 54,31. (3) για τον μήνα Μάρτιο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δέκα εννέα (19) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (19 ημέρες : 30 =) 0,63=] 51,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). (4) για τον μήνα Απρίλιο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δέκα επτά (17) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (17 ημέρες : 30 =) 0,57 (κατόπι στρογγυλοποίησης)=] 46,20. (5) για τον μήνα Μάιο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δέκα οκτώ (18) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (18 ημέρες : 30 =) 0,60=] 48,64 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), (6) για τον μήνα Ιούνιο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δέκα εννέα (19) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (19 ημέρες : 30 =) 0,63=] 51,07 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). (7) για τον μήνα Ιούλιο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι τρεις (23) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (23 ημέρες : 30 =) 0,77 (κατόπιν στρογγυλοποίησης)=] 62,42 (κατόπιν στρογγυλοποίησης). (8) για τον μήνα Αύγουστο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι δύο (22) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (22 ημέρες : 30 =) 0,73=] 59,17. (9) για τον μήνα Σεπτέμβριο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δέκα οκτώ (18) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (18 ημέρες : 30 =) 0,60=] 48,64 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (10) για τον μήνα Οκτώβριο 2014 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δώδεκα (12) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (12 ημέρες : 30 =) 0,40=] 32,42. Και συνολικά εδικαιούτο για το έτος 2014 ως επίδομα άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ (59,17 + 54,31 + 51,07 + 46,20 + 48,64 + 51,07 + 62,42 + 59,17 + 48,64 + 32,42=) 513,11. (IΙ) κατά το έτος 2015 κατά το οποίο, κατά τους μη αμφισβητούμενους αγωγικούς ισχυρισμούς, το πλοίο δραστηριοποιήθηκε σε γραμμές για τις οποίες είχε συνταχθεί κατά τους μη αμφισβητούμενους αγωγικούς ισχυρισμούς Σύμβαση Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά τους μη αμφισβητούμενους αγωγικούς ισχυρισμούς (α) κατά το χρονικό διάστημα από 7.5.2015 έως και 14.6.2015, τις 2 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2015 έως και 15.09.2015, τις 5 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας και (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 16.09.2015 έως και 17.11.2015 τις 4 από τις 7 ημέρες της εβδομάδας και επομένως εδικαιούτο: (1) για τον μήνα Μάιο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε εννέα (9) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (9 ημέρες : 30 =) 0,3=] 24,32 (κατόπιν στρογγυλοποίσης), (2) για τον μήνα Ιούνιο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δεκαπέντε (15) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (15 ημέρες : 30 =) 0,5=] 40,53, (3) για τον μήνα Ιούλιο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι δύο (22) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (22 ημέρες : 30=) 0,73=] 59,17 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), (4) για τον μήνα Αύγουστο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι δύο (22) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (22 ημέρες : 30 =) 0,73=] 59,17 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), (5) για τον μήνα Σεπτέμβριο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε είκοσι (20) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (20 ημέρες : 30 =) 0,67 (κατόπιν στρογγυλοποίησης=] 54,31, (6) για τον μήνα Οκτώβριο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε δέκα οκτώ (18) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (18 ημέρες : 30 =) 0,60=] 48,64 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και (7) για τον μήνα Νοέμβριο 2015 οπότε το πλοίο πραγματοποίησε εννέα (9) ημέρες δρομολόγια άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ [μισθός ενεργείας ευρώ 1.157,99 επί 7% = 81,06 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) Χ (9 ημέρες : 30 =) 0,30=] 24,32 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) και συνολικά εδικαιούτο για το έτος 2015 ως επίδομα άγονης γραμμής το ποσό των ευρώ (24,32 + 40,53 + 59,17 + 59,17 + 54,31 + 48,64 + 24,32=) 310,46. Επομένως, για το επίδικο διάστημα για επίδομα άγονων γραμμών, ο ενάγων εδικαιούτο συνολικά το ποσό των ευρώ (513,11 + 310,46=) 823,57. Έσφαλε, επομένως η εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση ως προς την εφαρμογή της διατάξεως του ανωτέρω άρθρου 7 των ανωτέρω ΣΣΝΕ, όπως κατ’ ουσίαν ισχυρίζονται οι εναγόμενες με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης τους αλλά και στην εκτίμηση των αποδείξεων, με την οποία έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εδικαιούτο το ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας ως επίδομα αγόνων γραμμών επί εβδομαδιαίας βάσεως, ενώ εάν ορθά εφάρμοζε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ανωτέρω ΣΣΝΕ, θα δεχόταν ότι, κατά τη σαφή διατύπωση του εν λόγω άρθρου, το ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7% (επτά τοις εκατό) επί τού μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 των ανωτέρω ΣΣΝΕ οφείλεται για απασχόληση σε γραμμές Δημόσιας Υπηρεσίας (άγονες) επί 30 ημέρες, για την απασχόληση δε επί ολιγότερων των 30 ημερών, όπως εν προκειμένω, καταβάλλεται αναλογία, ως αναλύεται και απεδείχθη ανωτέρω. Περαιτέρω, έσφαλε υπολογίζοντας ότι για την εν λόγω αιτία η δεύτερη εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα ως εργοδότρια αυτού και η πρώτη εναγομένη ως κυρία του εν λόγω πλοίου συνολικά για την ανωτέρω αποδειχθείσα εργασία του ενάγοντος κατά την εκτέλεση των ανωτέρω δρομολογίων άγονων γραμμών το ποσό των ευρώ 3.817,55, ενώ εάν ορθά εφάρμοζε την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 7 της εν προκειμένων εφαρμοζομένης ΣΣΝΕ και εκτιμούσε τις αποδείξεις, κατά τον βάσιμο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης των εναγομένων, έπρεπε να δεχθεί ότι ο ενάγων εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία το ποσό των ευρώ 823,57. Περαιτέρω, από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις εντολής κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και τις χειρόγραφες αποδείξεις καταβολής, σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση υπό του ενάγοντος, επί της ενστάσεως μερικής καταβολής των εναγομένων, ότι τα καθαρά ποσά μισθοδοσίας του κατεβλήθησαν στον τραπεζικό του λογαριασμό και επιπλέον ότι η υπογραφή στις χειρόγραφες προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η ιδική του, όπως τα ποσά (μικτές αποδοχές, κρατήσεις επ’ αυτών και καταβολές καθαρών ποσών ανά μήνα) αποδείχθηκαν και αναλύονται ανωτέρω στα πλαίσια διερεύνησης του ισχυρισμού των εναγομένων περί μερικής εξόφλησης των απαιτήσεων του ενάγοντος για υπερωριακή του απασχόληση, αποδεικνύεται ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης καταβολής του επιδόματος άγονης γραμμής η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 45,93 με τη μισθοδοσία μηνός Ιανουαρίου 2014, το ποσό των ευρώ 45,93 με τη μισθοδοσία μηνός Φεβρουαρίου 2014, το ποσό των ευρώ 51,34 με τη μισθοδοσία μηνός Μαρτίου 2014, το ποσό των ευρώ 40,53 με τη μισθοδοσία μηνός Απριλίου 2014, το ποσό των ευρώ 48,64 με τη μισθοδοσία μηνός Μαΐου 2014, το ποσό των ευρώ 51,34 με τη μισθοδοσία μηνός Ιουνίου 2014, το ποσό των ευρώ 62,15 με τη μισθοδοσία μηνός Ιουλίου 2014, το ποσό των ευρώ 59,44 με τη μισθοδοσία μηνός Αυγούστου 2014, το ποσό των ευρώ 48,64 με τη μισθοδοσία μηνός Σεπτεμβρίου 2014, το ποσό των ευρώ 27,02 με τη μισθοδοσία μηνός Οκτωβρίου 2014, το ποσό των ευρώ 56,74 με τη μισθοδοσία μηνός Μαΐου 2015, το ποσό των ευρώ 56,74 με τη μισθοδοσία μηνός Ιουνίου 2015, το ποσό των ευρώ 48,64 με τη μισθοδοσία μηνός Ιουλίου 2015, το ποσό των ευρώ 59,44 με τη μισθοδοσία μηνός Αυγούστου 2015, το ποσό των ευρώ 51,34 με τη μισθοδοσία μηνός Σεπτεμβρίου 2015, το ποσό των ευρώ 48,64 με τη μισθοδοσία μηνός Οκτωβρίου 2015 και το ποσό των ευρώ 18,91 με τη μισθοδοσία μηνός Νοεμβρίου 2015 και συνολικά το ποσό των ευρώ (45,93 + 45,93 + 51,34 + 40,53 + 48,64 + 51,34 + 62,15 + 59,44 + 48,64 + 27,02 + 56,74 + 56,74 + 48,64 + 59,44 + 51,34 + 48,64 + 18,91=) 821,41, όπως βασίμως υποστήριξαν οι εναγόμενες με σχετική ένσταση καταβολής που προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όχι μόνον το ποσό των ευρώ 802,50, όπως ισχυρίσθηκε ο ενάγων με την αγωγή του, έγινε δε εσφαλμένως και δη κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεκτό και με την εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση, η οποία απέρριψε σιωπηρά τον σχετικό περί μερικής καταβολής ισχυρισμό των εναγομένων κατά το επιπλέον του ποσού των ευρώ 802,50, ποσό ευρώ (821,41 μείον 802,50=) 18,91. Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται βάσιμη η περί μερικής καταβολής ένσταση των εναγομένων για το ανωτέρω ποσό των ευρώ 821,41. Επομένως, για την εν λόγω αιτία ο ενάγων δικαιούται το ποσό των ευρώ (823,57 μείον 821,41=) 2,16 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 3.514,10, το οποίο δέχθηκε η ανωτέρω εκκαλουμένη απόφαση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης των εναγομένων. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2014, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προβλέπεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά την παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. Όμως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και η επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή, αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του, προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.546/2016 ΕΝΔ 44.323). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο εκτελεί έως πέντε κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, για τον προσδιορισμό της οφειλόμενης πρόσθετης αμοιβής αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, εννοείται για τα δρομολόγια της εν λόγω εβδομάδας. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 6 του ίδιου ως άνω άρθρου 33 της εφαρμοζόμενης εν προκειμένω ΣΣΝΕ, οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μέχρι 07.00 ώρας. Η παραπάνω έννοια της τοπικής γραμμής, ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται με το άρθρο 2 του προαναφερομένου Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, κατά το οποίο «Αι κατά την διάταξιν του άρθρου 170 παρ. 1 περίπτ. α`του Κώδικος κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών καθορίζονται ως κάτωθι: 1. Κύριαι δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα τον Πειραιά και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 2. Δευτερεύουσαι  δρομολογιακαί γραμμαί:  Αι  συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, έχουσαι ως αφετήριον λιμένα έτερον του Πειραιώς και εκτεινόμεναι εις πλείονας του ενός Νομούς. 3. Τοπικαί δρομολογιακαί γραμμαί: Αι συνδέουσαι δύο (2) τουλάχιστον λιμένας, υπό τας κατωτέρω διακρίσεις: α) Αι  εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και  επί αποστάσεως μέχρι τριών (3) ναυτικών μιλλίων. β) Αι εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και επί αποστάσεως άνω των τριών (3) ναυτικών μιλλίων. γ) Αι  εκτεινόμεναι  εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού  και  επί αποστάσεως  άνω  των  τριών  (3)  ναυτικών  μιλλίων,  υφισταμένης όμως παραλλήλως και κυρίας ή δευτερευούσης δρομολογιακής γραμμής, συνδεούσης εν όλω ή εν μέρει τους αυτούς λιμένας και δ) Η γραμμή Αργοσαρωνικού ήτοι η συνδέουσα  τον  Πειραιά  μετά  των λιμένων  Αιγίνης  –  Μεθάνων  –  Πόρου  –  Υδρας  – Ερμιόνης – Σπετσών- Π.Χελίου και Λεωνιδίου. 4.  Ομοίως  ως  τοπικαί  δρομολογιακαί   γραμμαί θεωρούνται αι συνδέουσαι  δύο  (2) χερσαίας οδικάς αρτηρίας διακοπτομενας δια λωρίδος θαλάσσης εύρους μέχρι τριων (3) ναυτικών μιλλίων ή σημεία των ακτών της Ηπειρωτικής Ελλάδος μετά των έναντι νήσων, της αυτής  ως  ανωτέρω  κατά μέγιστον  αποστάσεως  ανεξαρτήτως  της υπαγωγής των συνδεομένων σημείων εις τα όρια του αυτού Νομού, εξυπηρετούσαι δε, κυρίως,  την  διακίνησιν οχήματων.». Με βάση, επομένως, την εν λόγω διάταξη τοπική γραμμή είναι αυτή που δεν είναι κύρια ή δευτερεύουσα δρομολογιακή γραμμή και η οποία συνδέει δύο (2) τουλάχιστον λιμένες εντός  των  ορίων  του  αυτού  Νομού. Εξάλλου, για την εφαρμογή της παραπάνω § 7 στο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του δικαιούχου συμπεριλαμβάνεται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το ναυτικό εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνυπολογίζονται, επομένως, ο μισθός ενέργειας, τα επιδόματα Κυριακών και βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της αμοιβής που καταβάλλεται τακτικά για επαναλαμβανόμενη υπερωριακή εργασία (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1/2003, ΕΝαυτΔ 2003/124), το επίδομα αδείας (ΜονΕφΠειρ. 317/2018, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 265/2016, ΜονΕφΠειρ. 51/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και ο μέσος όρος των πρόσθετων αμοιβών που εισπράττει ο ναυτικός από τον εργοδότη του, αν αυτές του καταβάλλονται σταθερά και αδιαλείπτως κάθε μήνα (ΜονΕφΠειρ. 57/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 739/2015, ο.π.). Κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, στις μηνιαίες αποδοχές επί των οποίων υπολογίζεται η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, περιλαμβάνονται και τα εορταστικά επιδόματα (δώρα), έστω κι αν κατά το άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΝΕ καταβάλλονται «επ’ ευκαιρία των εορτών Χριστουγέννων, Νέου έτους και Πάσχα», εφόσον αυτά καταβάλλονται τακτικώς κάθε μήνα (όμοια ΕΠ 328/2023 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο 1977, σελ. 148). Εν προκειμένω, με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων, ισχυρίστηκε ότι, το ένδικο πλοίο, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά, εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών, τα οποία επεκτεινόταν και κατά τις νυχτερινές ώρες, κατά την εκτέλεση των οποίων το πλοίο απέπλεε από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, με αποτέλεσμα ο ίδιος να δικαιούται αμοιβή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 30 της ανωτέρω ΣΣΝΕ. Ειδικότερα, κατά την αγωγή (α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 6-3-2014, το εν λόγω πλοίο κάθε Τρίτη αφού κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 17.00 μ.μ., απέπλεε εκ νέου ώρα 18.30 μ.μ., ήτοι πρόωρα κατά τέσσερις ώρες και τριάντα λεπτά, προκειμένου να εκτελέσει το δρομολόγιο Ρόδος – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο, με αποτέλεσμα κατά τις 9,28 εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος να πραγματοποιήσει 5,9 δρομολόγια εξπρές, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 7-3-2014 έως 15-6-2014 και από 16-9-2014 έως 21-10-2014 κάθε Κυριακή, αφού κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 00.40, απέπλεε εκ νέου ώρα 02.30 μ.μ., ήτοι πρόωρα κατά τέσσερις ώρες και δέκα λεπτά, προκειμένου να εκτελέσει το δρομολόγιο Ρόδος – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο – Ανάφη, με αποτέλεσμα κατά τις 19,56 εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος να πραγματοποιήσει 10,10 δρομολόγια εξπρές, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 16-6-2014 έως 15-9-2014, το εν λόγω πλοίο κάθε Τρίτη, αφού κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 17.50 μ.μ., απέπλεε εκ νέου ώρα 20.30 μ.μ., ήτοι πρόωρα κατά τρεις ώρες και πενήντα λεπτά, προκειμένου να εκτελέσει το δρομολόγιο Ρόδος – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο, με αποτέλεσμα, κατά τις 13,14 εβδομάδες του εν λόγω χρονικού διαστήματος, να πραγματοποιήσει 6,17 δρομολόγια εξπρές και (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 15-6-2015 έως 15-9-2015, το εν λόγω πλοίο κάθε Τρίτη, αφού κατέπλεε στο λιμάνι της Ρόδου ώρα 17.00 μ.μ., επέπλεε εκ νέου ώρα 20.00 μ.μ., ήτοι πρόωρα κατά τρεις ώρες, προκειμένου να εκτελέσει το δρομολόγιο Ρόδος – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο, με αποτέλεσμα, κατά τις 13,28 εβδομάδες του εν λόγω χρονικού  διαστήματος, να πραγματοποιήσει 4,91 δρομολόγια εξπρές, με αποτέλεσμα να δικαιούται αμοιβής εκ ποσού ευρώ 172,40 για έκαστο δρομολόγιο, υπολογιζομένη επί μηνιαίων τακτικών αποδοχών εκ ποσού ευρώ 5.172,85, με συντελεστή 1/30. Με την εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση, αφού κρίθηκε ότι το εν λόγω πλοίο πράγματι εκτέλεσε 26,28 εξπρές δρομολόγια κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ακολούθως έγινε δεκτό ότι ο ενάγων εδικαιούτο αμοιβής, για έκαστο εξ αυτών, ανερχομένη σε ποσοστό 1/30 επί των τακτικών αποδοχών, ήτοι με τη σαφώς υπονοούμενη παραδοχή ότι τα εν λόγω δρομολόγια είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και περαιτέρω δέχθηκε ότι εδικαιούτο αμοιβής εκ ποσού ευρώ 66,00 για έκαστο εξ αυτών και συνολικά αμοιβή εκ ποσού ευρώ 1.734,48. Το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα προσβάλλουν αμφότερες οι διάδικες πλευρές, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και επιπλέον, οι εναγόμενες και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενες με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσής τους, χωρίς να αμφισβητούν ότι το πλοίο εκτελούσε τα ανωτέρω δρομολόγια εξπρές, πλην ορισμένων ημερών για τις οποίες θα γίνει λόγος κατωτέρω, πλήττουν τα αποδεικτικά πορίσματα της εκκαλουμένης αποφάσεως (α) ως προς τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές που δέχθηκε ότι εκτέλεσε το εν λόγω πλοίο, δεδομένου ότι τις ρητώς αναφερόμενες στην ένδικη έφεσή τους ημέρες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, το πλοίο δεν εκτέλεσε τα αναφερόμενα στην αγωγή εξπρές δρομολόγια, (β) ως προς το ύψος των τακτικών αποδοχών επί των οποίων υπολογίσθηκε η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, καθόσον κατά τον πέμπτο λόγο έφεσης ελήφθη υπόψη υπερωριακή αμοιβή που ο ενάγων δεν πραγματοποίησε, το επίδομα άγονων γραμμών το οποίο εν τούτοις υπολογίσθηκε εσφαλμένως, όχι ανά τριάντα ημέρες, αλλά ανά εβδομάδα, καθώς επίσης διότι συνυπολογίσθηκε και το επίδομα ιματισμού, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις εν λόγω τακτικές αποδοχές και (γ) διότι απερρίφθη ως αβάσιμη στην ουσία της η περί μερικής καταβολής εκ ποσού ευρώ 89,45, υποβληθείσα ένστασή τους. Ο ενάγων, με τον τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσής του, πλήττει το αποδεικτικό πόρισμα της ανωτέρω εκκαλουμένης αποφάσεως επί των τακτικών αποδοχών επί των οποίων υπολογίσθηκε η αμοιβή των εν λόγω δρομολογίων, διότι δεν ελήφθη υπόψη το σύνολο, εκ ποσού ευρώ 5.172,85, τακτικών αποδοχών του και δη ευρώ 1.157,99 μισθός ενεργείας + 254,76 επίδομα Κυριακών + 35,22 επίδομα βαρέων και ανθυγιεινής εργασίας + 56,50 επίδομα ιματισμού + 576,30 μηνιαίο αντίτιμο τροφής + 417,13 επίδομα αδείας + 2.231,57 κατά μέσο όρο μηνιαία υπερωριακή αμοιβή + 126 κατά μέσο όρο μηνιαίο επίδομα για πλόες «άγονης γραμμής» + 147,82 κατά μέσο όρο επίδομα έχμασης οχημάτων + 169,56 κατά μέσο όρο μηνιαία αμοιβή δρομολογίων εξπρές και επιπλέον το δώρο εορτών. Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, απεδείχθη ότι, το ανωτέρω πλοίο (Ι) κατά το έτος 2014 πραγματοποίησε τα ακόλουθα εξπρές δρομολόγια: [Α] κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 6.3.2014, κάθε Τρίτη, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 17.00, αφού είχε εκτελέσει το δρομολόγιο Πειραιάς – Θήρα – Ανάφη – Κάσος – Πηγάδια – Διαφάνι – Χάλκη – Ρόδος, έχοντας αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά την προηγουμένη ημέρα (Δευτέρα και ώρα 18.00), απέπλεε εκ νέου την ίδια ημέρα Τρίτη ώρα 18.30, προ της συμπληρώσεως δηλαδή έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεώς του από το αμέσως προηγούμενο δρομολόγιο, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Ρόδο – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο (αφ. ώρα 07.30 της επομένης ημέρας) απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 09.00 της ημέρας αφίξεως για επιστροφή, μέσω των ίδιων νήσων, με αντίστροφη φορά, στη νήσο Ρόδο. Κατά τα εν λόγω χρονικά διαστήματα πραγματοποιούσε λιγότερα των πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα εκ των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν η Ρόδος, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό από την εκτέλεση του προηγουμένου δρομολογίου Πειραιάς – Ρόδο και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες. Τούτο απεδείχθη ότι έλαβε χώρα την ημέρα Τρίτη της 14.1.2014, 21.1.2014, 4.2.2014, 11.2.2014, 18.2.2014 και 25.2.2014. Αντίθετα, ενόψει της ειδικής αμφισβήτησης υπό των εναγομένων ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε το εν θέματι δρομολόγιο την 7.1.2014, 4.3.2014 και 28.1.2014, οι οποίες ήδη με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι τις δύο πρώτες ημερομηνίες το πλοίο διημέρευσε στο λιμάνι του Πειραιά και την 28.1.2014 το πλοίο ευρίσκετο στο Νέο Μόλο Δραπετσώνας, δεν απεδείχθη ότι τις εν λόγω τρεις ημερομηνίες το πλοίο εκτέλεσε «δρομολόγιο εξπρές», διότι ο ενάγων καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε ότι πράγματι εκτελέσθηκε το ανωτέρω δρομολόγιο τις εν λόγω ημερομηνίες. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 6.3.2014 το πλοίο πραγματοποίησε (4,5 επί 6=) 27 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (27/8=) 3,37 δρομολόγια εξπρές, τα οποία είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. [Β] Κατά το χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως 15.6.2014, κάθε Κυριακή, το εν λόγω πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 00.40 εκτελώντας προηγούμενο δρομολόγιο, αναχωρούσε την ίδια ημέρα Κυριακή και ώρα 02.30 δηλαδή προ της συμπληρώσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεως από το αμέσως προηγούμενο δρομολόγιο, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Ρόδο – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο Ανάφη (αφ. ώρα 22.05), απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου ώρα 22.20 της ίδιας ημέρας αφίξεως για επιστροφή, μέσω των ίδιων νήσων, με αντίστροφη φορά. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, πραγματοποιούσε λιγότερα των πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα εκ των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν η Ρόδος, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό από την εκτέλεση προηγουμένου δρομολογίου και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες. Τούτο απεδείχθη ότι έλαβε χώρα την ημέρα Κυριακή της 9.3.2014, 16.3.2014, 23.3.2014, 30.3.2014, 6.4.2014, 13.4.2014, 27.4.2014, 4.5.2014, 11.5.2014, 18.5.2014, 25.5.2014, 1.6.2014, 8.6.2014 και 15.6.2014. Αντίθετα, ενόψει της ειδικής αμφισβήτησης των εναγομένων, ήδη με τις προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν αποδείχθηκε ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε το εν θέματι δρομολόγιο την 20.4.2014, εφόσον όπως οι εναγόμενες ισχυρίσθηκαν την εν λόγω ημερομηνία το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγιο από το λιμάνι της Ρόδου, ο ενάγων δε καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε περί του αντιθέτου. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 7.3.2014 έως 15.6.2014, το πλοίο πραγματοποίησε [(4 ώρες επί 14=) 56 ώρες + (10 λεπτά επί 14= 140 λεπτά δια 60=) 2,33 ώρες=] 58,33 πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (58,33/8=) 7,29 δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. [Γ] Κατά το χρονικό διάστημα από 16.6.2014 έως 15.9.2014, κάθε Τρίτη, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 17.50, αφού είχε εκτελέσει το δρομολόγιο Πειραιάς – Θήρα – Ανάφη – Κάσος – Πηγάδια – Διαφάνι – Χάλκη – Ρόδο, έχοντας αποπλεύσει από το λιμάνι του Πειραιά την προηγουμένη ημέρα (Δευτέρα και ώρα 18.00), αναχωρούσε την ίδια ημέρα Τρίτη ώρα 20.30, προ της συμπληρώσεως δηλαδή έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεως από το αμέσως προηγούμενο δρομολόγιο, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Ρόδο – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο (αφ. ώρα 10.10 της επομένης ημέρας), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 12.00 της ημέρας αφίξεως για επιστροφή, μέσω των ίδιων νήσων με αντίστροφη φορά, στη Ρόδο. Κατά το εν λόγω χρονικό  διάστημα, πραγματοποιούσε λιγότερα των πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα εκ των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν η Ρόδος, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό από την εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Ρόδο και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες. Τούτο απεδείχθη ότι έλαβε χώρα την ημέρα Τρίτη της 17.6.2014, 24.6.2014, 1.7.2014, 8.7.2014, 15.7.2014, 22.7.2014, 29.7.2014, 5.8.2014, 12.8.2014, 19.8.2014, 26.8.2014, 2.9.2014 και 9.9.2014. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 16.6.2014 έως 15.9.2014, το πλοίο πραγματοποίησε [(3 ώρες επί 13=) 39 ώρες + (50 λεπτά επί 13= 650 λεπτά δια 60=) 10,83 ώρες=] 49,83 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (49,83/8=) 6,23 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. [Δ] Κατά το χρονικό διάστημα από 16.9.2014 έως 21.10.2014, κάθε Κυριακή, το εν λόγω πλοίο με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 00.40 οπότε ολοκλήρωνε προηγούμενο δρομολόγιο, αναχωρούσε την ίδια ημέρα Κυριακή ώρα 02.30, προ της συμπληρώσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεως από το αμέσως προηγούμενο δρομολόγιο, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Ρόδο – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο Ανάφη (αφ. ώρα 22.05), απ’ όπου αναχωρούσε εκ νέου ώρα 22.20 της ίδιας ημέρας αφίξεως για επιστροφή μέσω των ίδιων νήσων με αντίστροφη φορά. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, πραγματοποιούσε λιγότερα των πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα εκ των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν η Ρόδος, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό από την εκτέλεση προηγουμένου δρομολογίου και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες. Τούτο απεδείχθη ότι έλαβε χώρα την ημέρα Κυριακής της 21.9.2014, 28.9.2014, 5.10.2014, 12.10.2014 και 19.10.2014. Οι αιτιάσεις των εναγομένων ότι την Τρίτη 16.9.2014 το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγιο από το λιμάνι της Ρόδου, αλυσιτελώς προβάλλεται, εφόσον η εν λόγω ημερομηνία δεν τυγχάνει επίδικη. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 16.9.2014 έως 21.10.2014, το πλοίο πραγματοποίησε [(4 ώρες επί 5=) 20 ώρες + (10 λεπτά επί 50= 50 λεπτά δια 60=) 0,83 ώρες=] 20,83 πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (20,83/8=) 2,60 δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. Επομένως, κατά το έτος 2014 το εν λόγω πλοίο απεδείχθη ότι πραγματοποίησε (3,37 + 7,29 + 6,23 + 2,60=) 19,49 δρομολόγια εξπρές, όπως ανωτέρω απεδείχθη και όχι (5,19 + 10,10 + 6,17=) 21,46 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο πέμπτο λόγο έφεσης των εναγομένων έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης, με αριθμό 2293/2020, αποφάσεως. (ΙΙ) Κατά το έτος 2015 πραγματοποίησε τα ακόλουθα εξπρές δρομολόγια: Κατά το χρονικό διάστημα από 15.6.2015 έως 15.9.2014, κάθε Τρίτη, με την άφιξή του στο λιμάνι της Ρόδου, ώρα 17.00, αφού είχε εκτελέσει το δρομολόγιο Πειραιάς – Θήρα – Ανάφη – Κάσος – Πηγάδια – Διαφάνι – Χάλκη – Ρόδο, έχοντας αναχωρήσει από το λιμάνι του Πειραιά την προηγουμένη ημέρα (Δευτέρα και ώρα 18.00),  αναχωρούσε την ίδια ημέρα Τρίτη ώρα 20.00, προ της συμπληρώσεως έξι ωρών στο λιμάνι από της αφίξεως από το αμέσως προηγούμενο δρομολόγιο, προς εκτέλεση δρομολογίου της δρομολογιακής γραμμής Ρόδο – Χάλκη – Διαφάνι – Πηγάδια – Κάσο – Σητεία – Ηράκλειο (αφ. ώρα 10.00 της επομένης ημέρας), απ’ όπου αναχωρούσε ώρα 12.00 της ημέρας αφίξεως για επιστροφή, μέσω των ίδιων νήσων με αντίστροφη φορά, στη Ρόδο. Κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, πραγματοποιούσε λιγότερα των πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (περίπτωση που ρυθμίζεται από τη διάταξη της § 3 του ως άνω άρθρου 33), καθένα εκ των οποίων διαρκούσε πάνω από δώδεκα (12) ώρες, απέπλεε δε από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν η Ρόδος, πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι (6) ωρών σ’ αυτό από την εκτέλεση του δρομολογίου Πειραιάς – Ρόδο και επέστρεφε σ’ αυτό, χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού έξι ώρες. Τούτο, απεδείχθη ότι, έλαβε χώρα την ημέρα Τρίτη της 16.6.2015, 23.6.2015, 30.6.2015, 7.7.2015, 14.7.2015, 21.7.2015, 28.7.2015, 4.8.2015, 11.8.2015, 18.8.2015, 25.8.2015, 1.9.2015 και 8.9.2015. Αντίθετα, ενόψει της ειδικής αμφισβήτησης υπό των εναγομένων ότι το εν λόγω πλοίο εκτέλεσε το εν θέματι δρομολόγιο την 15.9.2015, οι οποίες ήδη με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι, την εν λόγω ημερομηνία το πλοίο παρέμεινε αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Πειραιά, δεν αποδείχθηκε ότι το πλοίο εκτέλεση την εν λόγω ημερομηνία «δρομολόγιο εξπρές», διότι ο ενάγων καμία απόδειξη δεν προσεκόμισε περί του αντιθέτου. Επομένως, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα από 15.6.2015 έως 15.9.2015, το πλοίο πραγματοποίησε (3 επί 13=) 39 ώρες πρόωρης αναχώρησης, που αναλογούν σε (39/8=) 4,87 δρομολόγια εξπρές, που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των δώδεκα [12] ωρών. Επομένως, κατά το έτος 2015, το εν λόγω πλοίο, απεδείχθη ότι, πραγματοποίησε 4,87 δρομολόγια εξπρές, όπως ανωτέρω απεδείχθη και όχι 4,91 κατά τον αγωγικό ισχυρισμό και όπως κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο πέμπτο λόγο έφεσης των εναγομένων, έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης, με αριθμό 2293/2020, αποφάσεως. Προς ανεύρεση της αναλογούσας, για την εκτέλεση των εν λόγω δρομολογίων, πρόσθετης αμοιβής του ενάγοντος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλονταν παγίως και τακτικώς κάθε μήνα στον ενάγοντα, συμπεριλαμβανομένου του μέσου όρου της μηνιαίας αμοιβής του για την έχμαση οχημάτων. Εν τούτοις, αν και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας κατά το έτος 2014 αποδεικνύεται ότι οι αμοιβές που κατεβλήθησαν στον ενάγοντα για την έχμαση οχημάτων ανήλθε στο ποσό των {121,98 ευρώ κατά τον μήνα Ιανουάριο + 107,27 κατά τον μήνα Φεβρουάριο + 124,51 κατά τον μήνα Μάρτιο + 161,47 κατά τον μήνα Απρίλιο + 168,19 κατά τον μήνα Μάιο + 181,28 κατά τον μήνα Ιούνιο + 261,21 κατά τον μήνα Ιούλιο + 282,57 κατά τον μήνα Αύγουστο + 214,77 κατά τον μήνα Σεπτέμβριο + 119,45 κατά τον μήνα Οκτώβριο =} 1.742,70 ευρώ, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος αυτών, να ανέρχεται σε ευρώ {1.742,70 δια (200 ημέρες καθημερινές + 41 ημέρες Κυριακής + 42 ημέρες Σαββάτου + 11 ημέρες αργίας =) 294 επί 30=} 177,83 (κατόπιν στρογγυλοποίησης), ο ενάγων για την εν λόγω αιτία ζητά όπως υπολογισθεί μόνον το ποσό των ευρώ 147,82, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Επιπλέον, αν και από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, κατά το έτος 2015, αποδεικνύεται ότι, οι αμοιβές που κατεβλήθησαν στον ενάγοντα για την έχμαση οχημάτων, ανήλθε στο ποσό των (113,04 κατά τον μήνα Μάιο + 162,55 κατά τον μήνα Ιούνιο + 154,75 κατά τον μήνα Ιούλιο + 271,29 κατά τον μήνα Αύγουστο + 185,24 κατά τον μήνα Σεπτέμβριο + 142,61 κατά τον μήνα Οκτώβριο + 99,05 κατά τον μήνα Νοέμβριο=) 1.128,53 ευρώ, με αποτέλεσμα ο μέσος μηνιαίως όρος της εν λόγω αμοιβής να ανέρχεται σε {1.128,53 δια (141 ημέρες καθημερινές + 29 ημέρες Κυριακής + 28 ημέρες Σαββάτου + 5 ημέρες αργίας =) 203 ημέρες επί 30=} 166,78, ο ενάγων για την εν λόγω αιτία, ζητά όπως υπολογισθεί μόνον το ποσό των ευρώ 147,82, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Αντίθετα, δεν θα υπολογισθεί το επίδομα ιματισμού, διότι δεν εντάσσεται στις τακτικές αποδοχές, όπως αναλύεται ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, αλλά ούτε η αναλογία δώρων εορτών, εφόσον ο ενάγων, όπως αποδεικνύεται από την ανάλυση των τακτικών αποδοχών, επί των οποίων αξιώνει όπως υπολογισθεί η εν λόγω πρόσθετη αμοιβή, των ευρώ 5.172,85, δεν αξιώνει το συνυπολογισμό αναλογίας δώρων εορτών. Τέλος, δεν θα ληφθεί υπόψη για υπολογισμό της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, ούτε το ποσό των ευρώ 169,56, το οποίο ο ενάγων περιλαμβάνει στο ανωτέρω ποσό των 5.172,85, ως μέσο όρο αμοιβής των δρομολογίων εξπρές, διότι η εν λόγω αμοιβή είναι το ζητούμενο. Επομένως, ο ενάγων για τα ανωτέρω 19,49 δρομολόγια εξπρές, τα οποία εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2014, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επίδομα Κυριακών 254,76 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 επί 30=) 576,30 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες =} 417,13 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 147,82 + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής [513,11 δια 294 ημέρες κατά τις οποίες ο ενάγων εργάσθηκε εντός του έτους 2014 επί 30=] 52,36  € (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μηνιαία αναλογία υπερωριακής απασχόλησης [{(200 ημέρες καθημερινές + 41 ημέρες Κυριακής =241 επί 4= 964 επί 8,38=) 8.078,32 + (42 ημέρες Σαββάτου + 11 ημέρες αργίας = 53 επί 12 = 636 επί 10,05=) 6.391,80=} 14.470,12 δια (200 + 41 + 42 + 11=) 294  επί 30 =} 1.476,54 € =] 4.118,12 επί 1/30 = 137,27 επί 19,49 δρομολόγια =} 2.675,39. Περαιτέρω, ο ενάγων για τα ανωτέρω 4,87 δρομολόγια εξπρές, που εκτέλεσε το ανωτέρω πλοίο κατά το έτος 2015, δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, ανερχομένης σε {[μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επίδομα Κυριακών 254,76 €+ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 επί 30=) 576,30 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες =} 417,13 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 147,82 + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής [310,46 δια 203 ημέρες κατά τις οποίες ο ενάγων εργάσθηκε εντός του έτους 2015 επί 30=] 45,88 + μηνιαία αναλογία υπερωριακής απασχόλησης [{(140 ημέρες καθημερινές (διότι από τις συνολικά 411 ημέρες ο ενάγων ισχυρίσθηκε ότι εργάσθηκε υπερωριακά 410) + 29 ημέρες Κυριακής = 169 επί 4= 676 επί 8,38=) 5.664,88 + (28 ημέρες Σαββάτου + 5 ημέρες αργίας = 33 επί 12 = 396 επί 10,05=) 3.979,80=} 9.644,68 δια 203 ημέρες εντός του έτους 2015  επί 30 =} 1.425,32 € =] 4.060,42 επί 1/30 = 135,35 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) επί 4,87  δρομολόγια =} 659,15. Συνολικά ο ενάγων για πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές για όλη την ένδικη περίοδο εδικαιούτο το ποσό των ευρώ (2.675,39 + 659,15 =) 3.334,54 και όχι το ποσό των ευρώ 4.530,60, όπως ανέφερε ο ενάγων στην ένδικη αγωγή του. Εν τούτοις, η εκκαλουμένη απόφαση που για την εν λόγω αιτία αναγνώρισε ότι ο ενάγων εδικαιούτο ως πρόσθετη αμοιβή, για έκαστο δρομολόγιο, το ποσό των ευρώ 66,00 και συνολικά το ποσό των ευρώ 1.734,48, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον βάσιμο τρίτο λόγο της ένδικης αντέφεσης το ενάγοντος. Περαιτέρω, οι εναγόμενες ήδη κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διαδικασία, είχαν ισχυρισθεί ότι, έναντι της εν λόγω απαίτησης του ενάγοντος, η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε σε αυτόν το ποσό των ευρώ 89,45, ισχυρισμός ο οποίος απερρίφθη ως αβάσιμος στην ουσία του σιωπηρά υπό της δεύτερης εκκαλουμένης αποφάσεως. Οι εναγόμενες, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, επαναφέρουν ενώπιον μας τον εν λόγω ισχυρισμό. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με τα έγγραφα εντολής κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, σε συνδυασμό με τις χειρόγραφες αποδείξεις που προσκομίζουν οι εναγόμενες, όπως οι επιμέρους καταβολές αναλύονται ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι έναντι της εν λόγω απαίτησης του ενάγοντος κατεβλήθη σε αυτόν το ποσό των ευρώ 43,95 με τη μισθοδοσίας μηνός Μαρτίου 2014, το ποσό των ευρώ 11,57 με τη μισθοδοσίας μηνός Αυγούστου 2014 και το ποσό των ευρώ 33,93 με τη μισθοδοσίας μηνός Ιουλίου 2015 και συνολικά το ποσό των ευρώ 89,45, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τον πέμπτο λόγο της ένδικης έφεσής τους. Επομένως, για την εν λόγω αιτία (πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές), η δεύτερη εναγομένη συνεχίζει να οφείλει στον ενάγοντα, το ποσό των ευρώ (3.334,54 μείον 89,45=) 3.245,09. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερομένων ΣΣΝΕ, σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/ 9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα [1] μηνιαίο μισθό και προς μισθό δεκαπέντε [15] ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε ολόκληρα τα αντίστοιχα ως άνω χρονικά διαστήματα, αναλογία 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή, επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, ανάλογο κλάσμα. Επιπλέον, για τον υπολογισμό των προαναφερόμενων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που παρέχει ο ναυτικός τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΜονΕφΠειρ. 86/2014, ΜονΕφΠειρ. 23/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην πιο πάνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον, η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό τη μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387), όπως και το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 861/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 500/2012, αδημ., ΕφΠειρ. 46/2011, ΕΝαυτΔ 2011/97, ΕφΠειρ. 343/2009, αδημ.). Συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (ΜονΕφΠειρ. 496/2015, ο.π., ΜονΕφΠειρ. 164/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 328/2014, ο.π., ΕφΠειρ. 177/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 517/2011, αδημ.) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (ΤριμΕφΠειρ. 66/2013, ΜονΕφΠειρ. 590/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 364/2012, αδημ.). Εν προκειμένω, κατά τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αμοιβή έχμασης, η οποία ειδικώς για τον υπολογισμό του Δώρου Χριστουγέννων 2014, απεδείχθη ότι, ανήλθε σε ευρώ 168,19 κατά τον μήνα Μάιο + ευρώ 181,28 κατά τον μήνα Ιούνιο + ευρώ 261,21 κατά τον μήνα Ιούλιο + ευρώ 282,57 κατά τον μήνα Αύγουστο + ευρώ 214,77 κατά τον μήνα Σεπτέμβριο + ευρώ 119,45 κατά τον μήνα Οκτώβριο και συνολικά στο ποσό των ευρώ 1.227,47, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής για την εν λόγω αιτία να ανέρχεται σε ευρώ (1.227,47 δια 174 ημέρες επιδίκου χρονικού διαστήματος και δη 121 καθημερινές, 24 ημέρες Κυριακής 25 ημέρες Σαββάτου και 4 ημέρες αργίας επί 30=) 211,63, πλην όμως, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων αξιώνει όπως συνυπολογισθεί το ποσό των ευρώ 147,82, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Η αμοιβή έχμασης, ειδικώς για τον υπολογισμό του Δώρου Χριστουγέννων 2015, απεδείχθη ότι, ανήλθε σε ευρώ 113,04 κατά τον μήνα Μάιο + 162,55 κατά τον μήνα Ιούνιο + 154,75 κατά τον μήνα Ιούλιο + 271,29 κατά τον μήνα Αύγουστο + 185,24 κατά τον μήνα Σεπτέμβριο + 142,61 κατά τον μήνα Οκτώβριο + 99,05 κατά τον μήνα Νοέμβριο και συνολικά στο ποσό των ευρώ 1.128,53, ο μέσος όρος δε αυτής σε ευρώ (1.128,53 δια 141 ημέρες καθημερινές + 28 ημέρες Κυριακής + 28 ημέρες Σαββάτου + 5 ημέρες αργίας σε ευρώ 202 επί 30=) 167,60, πλην όμως, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων αξιώνει όπως συνυπολογισθεί το ποσό των ευρώ 147,82, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Επιπλέον, ενόψει του γεγονότος ότι το εν λόγω πλοίο πραγματοποιούσε τακτικά δρομολόγια εξπρές, πρέπει να συνυπολογισθεί και ο μέσος όρος της εν λόγω αμοιβής. Εν τούτοις, αν και αποδεικνύεται ότι αυτός (μέσος όρος πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές) κατά το έτος 2014 ανήρχετο σε ευρώ (2.675,39 δια 294 ημέρες επί 30=) 273,00, ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του αξιώνει όπως για την εν λόγω αιτία συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές του το ποσό των ευρώ 169,56, το οποίο και πρέπει να συνυπολογισθεί. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων εδικαιούτο για αναλογία δώρων εορτών τα ακόλουθα ποσά: (Α) Για αναλογία Δώρου Πάσχα 2014, ενόψει του ότι ο ενάγων εργάσθηκε όλο το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 30.4.2014: {[μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επίδομα Κυριακών 254,76  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 επί 30=) 576,30 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες =} 417,13 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων {121,98 ευρώ κατά τον μήνα Ιανουάριο + 107,27 κατά τον μήνα Φεβρουάριο + 124,51 κατά τον μήνα Μάρτιο + 161,47 κατά τον μήνα Απρίλιο = 515,23 δια 120 ημέρες επιδίκου χρονικού διαστήματος επί 30 ημέρες =} 128,81 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής {(59,17 + 54,31 +  51,07 + 46,20 =) 210.75 δια 120 επί 30=} 52,69 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές 169,56 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης [{(79 ημέρες καθημερινές + 17 ημέρες Κυριακής = 96 επί 4= 384 επί 8,38=) 3.217,92 + (17 ημέρες Σαββάτου + 7 ημέρες αργίας = 24 επί 12 = 288 επί 10,05=) 2.894,40=} 6.112,32 δια (79 + 17 + 17 + 7=) 120  επί 30 =} 1.528,08 € =] 4.320,54 δια 2 επί 1/15  επί (120 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 8=) 15 οκταήμερα=} 2.160,27 ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 2.586,25 που αναφέρει ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Έναντι του ποσού αυτού, το οποίο αποτελεί το μικτώς καταβαλλόμενο Δώρο Πάσχα 2014, ο ενάγων έλαβε, όπως βασίμως υποστηρίζουν οι εναγόμενες και έγινε δεκτό και υπό της εκκαλουμένη αποφάσεως, το ποσό των ευρώ 867,42 την 16.4.2014 (σχετικά αποδεικτικό μισθοδοσίας με αριθμό 201422 σε συνδυασμό με  από 16.4.2014 έγγραφο εντολής κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος σε συνδυασμό με τη μη ειδική αμφισβήτηση του ενάγοντος ότι έλαβε χώρα η εκ ποσού ευρώ 764,63 που αντιστοιχεί στο ποσό που αντιστοιχεί μετά την αφαίρεση των κρατήσεων που αναλογούν στο εν λόγω δώρο), καθώς επίσης την 6.8.2014 επιπλέον το ποσό των ευρώ 254,88 καθαρά, δια καταθέσεως στον τραπεζικό του λογαριασμό του ενάγοντος, με το υπόλοιπο της μισθοδοσίας του μηνός Απριλίου 2014, το οποίο αναγόμενο σε μικτά ανέρχεται σε ευρώ 289,14, με αποτέλεσμα ο ενάγων να έχει λάβει για την εν λόγω αιτία, το ποσό των ευρώ ((867,42 + 289,14=) 1.156,56 και επομένως, ο ενάγων να δικαιούται το υπόλοιπο ποσό των ευρώ (2.160,27 μείον 1.156,56=) 1.003,71. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση η οποία δέχθηκε ότι ο ενάγων εδικαιούτο για την εν λόγω αιτία, κατά την ακριβή διατύπωση αυτής το ποσό των 867,42 ευρώ και 254,88 ευρώ, μετά την αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων και ακολούθως απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά τούτο, αφού δέχθηκε ότι τα εν λόγω ποσά ο ενάγων έλαβε, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο της ένδικης αντέφεσης. [Β] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2014, ο ενάγων εδικαιούτο, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1.5.2014 έως 21.10.2014: {[μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επίδομα Κυριακών 254,76  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 επί 30=) 576,30 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες =} 417,13 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 147,82 + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής (για τον μήνα Μάιο 2014  ευρώ 48,64 + για τον μήνα Ιούνιο 2014 ευρώ 51,07 +  για τον μήνα Ιούλιο 2014 ευρώ 62,42 + για τον μήνα Αύγουστο 2014 ευρώ 59,17 +  για τον μήνα Σεπτέμβριο 2014 ευρώ 48,64 + για τον μήνα Οκτώβριο 2014 ευρώ 32,42 = 302,36 δια 174 ημέρες εν λόγω χρονικού διαστήματος επί 30=} 52,13 + μέσος όρος πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές 169,56 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης [{(121 ημέρες καθημερινές + 24 ημέρες Κυριακής = 145 επί 4= 580 επί 8,38=) 4.860,40 + (25 ημέρες Σαββάτου + 4 ημέρες αργίας = 29 επί 12 = 348 επί 10,05=) 3.497,40=} 8.357,80 δια  174  επί 30 =} 1.441,00 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης=] 4.251,91 επί 2/25 επί (174 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 9,15 δεκαεννιαήμερα=} 3.112,40 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 3.786,52, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση περί την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο της ένδικης αντέφεσης του ενάγοντος, η οποία δέχθηκε ότι το ποσό της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2014 που εδικαιούτο ο ενάγων ανήρχετο, αφαιρουμένων των νομίμων κρατήσεων, στο καθαρό ποσό των ευρώ 1.452,78. Έναντι του ποσού αυτού, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με την από 19.12.2014 εντολή κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού ότι πράγματι έλαβε χώρα η εν λόγω τραπεζική κατάθεση, η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε σε αυτόν το ποσό των ευρώ 1.648,08 και επομένως, ο ενάγων δικαιούται υπόλοιπο αμοιβής για την εν λόγω αιτία εκ ποσού ευρώ (3.112,40  μείον 1.648,08=) 1.464,32. [Γ] Για αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2015, ο ενάγων εδικαιούτο, δεδομένου ότι εργάσθηκε από 1.5.2015 έως 17.11.2015: {[μισθός ενεργείας 1.157,99 € + επίδομα Κυριακών 254,76  € + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 € + μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,21 επί 30=) 576,30 € + επίδομα αδείας μετά τροφοδοσίας {[(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € =] 83,42 € Χ 5 ημέρες =} 417,13 € + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής για την έχμαση οχημάτων 147,82 + μέσος όρος επιδόματος άγονης γραμμής 310,46 δια 203 επί 30=) 45,88 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές (659,15 δια 203 ημέρες επιδικου χρονικού διαστήματος επί 30=) 97,41 € (κατόπιν στρογγυλοποίησης) + μέσος όρος μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης [{(139 ημέρες καθημερινές + 29 ημέρες Κυριακής = 168 επί 4= 672 επί 8,38=) 5.631,36 + (28 ημέρες Σαββάτου + 5 ημέρες αργίας = 33 επί 12 = 396 επί 10,05=) 3.979,80=} 9.611,16 δια 201 ημέρες  επί 30 =} 1.434,50 € =] 4.167,01 επί 2/25 επί (202 ημέρες εργασίας κατά το εν λόγω διάστημα δια 19=) 10,631 δεκαεννιαήμερα, πλην όμως ο ενάγων με την αγωγή του αξιώνει 10,50 δεκαεννιαήμερα που πρέπει να επιδικασθεί=} 3.500,29 (κατόπιν στρογγυλοποίησης) ευρώ και όχι το ποσό των ευρώ 4.345,19, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη, με αριθμό 2293/2020, απόφαση, περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον εν μέρει βάσιμο στην ουσία του τέταρτο λόγο της ένδικης αντέφεσης του ενάγοντος, η οποία δέχθηκε ότι το ποσό της αναλογίας του Δώρου Χριστουγέννων 2015 που εδικαιούτο ο ενάγων ανήρχετο, αφαιρουμένων των νομίμων κρατήσεων, στο καθαρό ποσό των ευρώ 1.657,79. Έναντι του ποσού αυτού, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας, σε συνδυασμό με την από 18.12.2015 εντολή κατάθεσης στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος και τη μη ειδική αμφισβήτηση αυτού ότι πράγματι έλαβε χώρα η εν λόγω τραπεζική κατάθεση, η δεύτερη εναγομένη κατέβαλε σε αυτόν το ποσό των ευρώ 1.880,64 και επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την εν λόγω αιτία, υπόλοιπο αμοιβής, εκ ποσού ευρώ (3.500,29 μείον 1.880,64 =) 1.619,65.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης και αντέφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση, καθό μέρος ηγέρθη σε βάρος της με αριθμό 1186/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Περαιτέρω, γενομένων δεκτών ως εν μέρει βασίμων τόσο της ένδικης έφεσης όσο και της ένδικης αντέφεσης, κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους τους, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση, καθό μέρος αυτή παραδεκτώς προσεβλήθη με την ένδικη έφεση και την αντέφεση και αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την ένδικη υπόθεση, πρέπει να δικάσει την ένδικη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), καθό μέρος εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 2293/2020 απόφαση. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή, η οποία καθό μέρος εξεκλήθη τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω στις νομικές σκέψεις της παρούσας, καθώς επίσης και σε αυτές των άρθρων 361, 648 επ. ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 60, 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, 340,341, 345, 346 ΑΚ, 68, 70 και 176 ΚΠολΔ, πρέπει  να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ως υπόλοιπο αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης αυτού, το ποσό των ευρώ 2.434,05, με το νόμιμο τόκο, από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης με αριθμό 2293/2020 αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν προσεβλήθη. Το ίδιο ποσό των ευρώ 2.434,05, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει και η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας αυτού. Περαιτέρω, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγομένη, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 2,16 για επίδομα άγονων γραμμών, το ποσό των ευρώ 3.245,09 για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, το ποσό των ευρώ 1.003,71 ως υπόλοιπο Δώρου Πάσχα 2014, το ποσό των ευρώ 1.464,32 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2014 και το ποσό των ευρώ 1.619,65 ως υπόλοιπο αναλογίας Δώρου Χριστουγέννων 2015 και συνολικά να αναγνωρισθεί ότι οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ (2,16 + 3.245,09 + 1.003,71 + 1.464,32 + 1.619,65=) 7.334,93, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, όπως έγινε δεκτό υπό της εκκαλουμένης με αριθμό 2293/2020 αποφάσεως, διάταξη η οποία δεν προσεβλήθη. Το ίδιο ποσό των ευρώ 7.334,93, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι οφείλει και η πρώτη εναγομένη, ως κυρία του ανωτέρω πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας αυτού. Τέλος, παρελκομένης της εξετάσεως του εβδόμου λόγου της ένδικης αντέφεσης με τον οποίο πλήττεται η περί δικαστικής δαπάνης διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, εφόσον με την εξαφάνιση αυτής, εξαφανίζεται και η περί δικαστικής δαπάνης διάταξή της, πρέπει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, την από 17-06-2022 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/20-06-2022 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………./04.07.2022 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) έφεση και την από 24-03-2023 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………/24.03.2023 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου) αντέφεση.

Δέχεται τυπικά την ένδικη έφεση, απορρίπτει αυτή στην ουσία της καθό μέρος στρέφεται κατά της με αριθμό 1186/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, δέχεται δε αυτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της καθό μέρος στρέφεται κατά της με αριθμό 2293/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Απορρίπτει κατά ένα μέρος την ένδικη αντέφεση ως απαράδεκτη, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας, δέχεται δε αυτή κατά τα λοιπά τυπικά και εν μέρει ως βάσιμη στην ουσία της.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθμ. 2293/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, κατά τα εκκληθέντα αυτής μέρη.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την ένδικη αγωγή, κατά τα λοιπά, κατά τα εκκληθέντα αυτής κεφάλαια.

Υποχρεώνει αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων την πρώτη εναγομένη κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και πέντε λεπτών (ευρώ 2.434,05), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

Αναγνωρίζει ότι αμφότερες οι εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον, εκ των οποίων η πρώτη εναγομένη κυρία του αναφερομένου στο σκεπτικό της παρούσας πλοίου, δια του πλοίου της και έως της αξίας του, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (ευρώ 7.334,93), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (6ο0) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 19.10.2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ