Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 691/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   691/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Κουνέλλη (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).

Των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων: 1) ……… και 2) ……….., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ανακόπτων – πρώτος εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 ανακοπή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Η ανακόπτουσα – δεύτερη εφεσίβλητη ζήτησε να γίνει δεκτή η από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 ανακοπή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 1129/2018 απόφασή του που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, αφού συνεκδίκασε τις ανακοπές, έκανε αυτές δεκτές. Η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή προσέβαλε την απόφαση αυτή με την από 25.01.2020 έφεσή της που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./14.02.2020 και ειδικό …../14.02.2020 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../14.02.2020 και ειδικό …./14.02.2020 για τη δικάσιμο της 18.02.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο, πλην, όμως, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 93/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο της 03.06.2021. Κατά τη δικάσιμο της 03.06.2021, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε με αίτημα των παρισταμένων εφεσίβλητων για τη δικάσιμο της 21.09.2023, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας. Ήδη, η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 75/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες δεν εισήχθησαν προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, στη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται,

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α’ 190/13.10.2021), με έναρξη ισχύος την 01.01.2022 κατ’ άρθρο 120 του Ν. 4842/2021, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις κατ’ άρθρο 116 παρ. 1β’ του Ν. 4842/2021, «Όταν οι υποθέσεις που είναι γραμμένες στο πινάκιο δεν εισάγονται προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως, μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση, όμως, της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, λόγω αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος, κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο, διάδικος, είτε να είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή να είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιμο, κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και, επομένως, με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιμο ο απολειπόμενος, κατά τη μετ’ αναβολή συζήτηση, διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως, για να παραστεί σ’ αυτήν, κατά δε την αρχική αυτή δικάσιμο δεν παραστάθηκε νομίμως και, επομένως, δεν καλύφθηκε η έλλειψη ή η ακυρότητα της επίσπευσης της συζήτησης ή η μη νομιμότητα ή η έλλειψη της κλήτευσής του για την αρχική δικάσιμο, η αναβολή της υπόθεσης από το πινάκιο και η εγγραφή αυτής για τη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο, δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη νέα δικάσιμο και απαιτείται νόμιμη κλήτευσή του (ΑΠ 2/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 184/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1601/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2 και 498 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μετά την άσκηση της έφεσης κάθε διάδικος μπορεί να ζητήσει τον προσδιορισμό δικασίμου, αν προσαγάγει στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου αντίγραφα του δικογράφου της έφεσης και της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δε γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο αντίγραφο της έφεσης της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το αντικείμενο της δίκης. Η επίσπευση της έφεσης για συζήτηση γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου της έφεσης που έχει κατατεθεί ή και με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του καλούντος τριάντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν αυτός διαμένει στην Ελλάδα, και εξήντα ημέρες αν διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η οποία δεν αναπληρώνεται από την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση του προσδιορισμού της δικασίμου από το διάδικο που δεν κλητεύθηκε (ΕφΠειρ 28/2016 ΝΟΜΟΣ). Εάν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του, εάν δε κατά την συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σε αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005. 558, Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003, παρ. 1078 έως 1080, σελ. 406-407). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων, τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται (ΑΠ 862/2000 ΕλλΔνη 2001. 157, ΕφΑθ 4804/2006 ΕλλΔνη 2007. 06, ΕφΑθ 242/2001 ΕλλΔνη 2002. 815). Εάν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΜονΕφΠειρ 279/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, νομίμως επανεισάγεται, οίκοθεν, προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 25.01.2020 έφεση, η οποία δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, κατά τη δικάσιμο της 21.09.2023, δυνάμει του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 75/2023 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς. Η κρινόμενη έφεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1129/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, και με την οποία έγιναν δεκτές η από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή του πρώτου εφεσίβλητου – ανακόπτοντος, καθώς και η από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή της δεύτερης εφεσίβλητης – ανακόπτουσας. Από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./14.02.2020 και ειδικό …./14.02.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, προκύπτει ότι την 14.02.2020 ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή Αδαμάντιος Πάγου κατέθεσε την ανωτέρω έφεση στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επιπλέον, από την έκθεση κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./14.02.2020 και ειδικό …./14.02.2020 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς που υπάρχει συνημμένη στην ανωτέρω έφεση, προκύπτει ότι με μέριμνα του ιδίου ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή ορίστηκε νόμιμα ως δικάσιμος για την εκδίκαση της ένδικης έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η 18.02.2021, ήτοι τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../14.02.2020 και ειδικό …./14.02.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …/14.02.2020 και ειδικό …/14.02.2020 της γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς και η κλήση προς τους εφεσίβλητους – ανακόπτοντες, ως παραλήπτες του δικογράφου, να παραστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά τη δικάσιμο της 18.02.2021 και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης (βλ. Τις προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή υπ’ αριθ. …../18.02.2020 και ……/18.02.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………..). Κατά τη δικάσιμο της 18.02.2021, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών Δικαστηρίων, που επιβλήθηκε, ως προληπτικό μέτρο για την προστασία της δημόσιας υγείας, λόγω του COVID-19, η δε υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 93/2021 πράξης της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Προέδρου Εφετών Ισιδώρας Πόγκα, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, στη δικάσιμο της 03.06.2021. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε με αίτημα των παρισταμένων εφεσίβλητων – ανακοπτόντων για τη δικάσιμο της 21.09.2023, και ως εκ τούτου δεν απαιτήθηκε η εκ νέου κλήτευσή τους (άρθρο 226 παρ. 4 του ΚΠολΔ) γι’ αυτή τη δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση συνεπεία λόγων ανωτέρας βίας, που αφορά στη συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία της ΑΔΕΔΥ και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας, και η υπόθεση μεταφέρθηκε, οίκοθεν, προς συζήτηση, δυνάμει της προαναφερόμενης υπ’ αριθ. 75/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία δεν απαιτείται η εκ νέου κλήτευση των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση της έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Επομένως, εφόσον ερημοδικούν οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες που έχουν κληθεί νομίμως από την εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, πρέπει, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, να δικαστούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από την παριστάμενη εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή αντίγραφα των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεων των αντιδίκων της που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ.

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1129/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, και με την οποία έγιναν δεκτές η από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …/2013 ανακοπή του πρώτου εφεσίβλητου – ανακόπτοντος, καθώς και η από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 ανακοπή της δεύτερης εφεσίβλητης – ανακόπτουσας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η δε κρινόμενη από 25.01.2020 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 14.02.2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../14.02.2020 και ειδικό …./14.02.2020 της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 05.03.2018.

Έως την εισαγωγή του Ν. 4055/2012, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής εκδικαζόταν με τη διαδικασία εκείνη, τακτική ή ειδική, όπου υπαγόταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Η λύση αυτή προέκυπτε, πέρα από την ίδια τη φύση της απαίτησης, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, και από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ – όπως ίσχυε πριν απαλειφθεί με τις διατάξεις του Ν. 4055/2012 – σύμφωνα με την οποία «αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής διαδικασίας» (Π. Αρβανιτάκη, Η διαταγή πληρωμής κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2012, σελ. 347). Με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε εν γένει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 αυτού, από την 02.04.2012, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 110, στις οποίες και προβλέπεται διαφορετικός χρόνος έναρξης ισχύος, ενώ οι ρυθμίσεις του καταλαμβάνουν και τις υποθέσεις που εκκρεμούν (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ – Οι τροποποιήσεις του ν. 4055/2012, έκδ. 2012, άρθρο 643 αριθ. 2, σελ. 96), καταργήθηκε πλέον η παλαιά διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 632 ΚΠολΔ και εισήχθη νέα παρ. 2 στην ίδια διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «(η) άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα ημερών ή εντός ενενήντα ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α’ ΚΠολΔ». Δεδομένου ότι, αντίθετα με ότι αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση επί του Σχεδίου Νόμου, η νέα παρ. 2 παραπέμπει αποκλειστικά στο άρθρο 643 του ΚΠολΔ (παράλληλα με την εφαρμογή του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ), και όχι συλλήβδην στην ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (ή των άρθρων 635 επ. του ΚΠολΔ), το ζήτημα της προσήκουσας διαδικασίας εκδίκασης της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής παραμένει, μετά την κατάργηση της παλαιάς παρ. 3 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, κατ’ αρχήν αδιευκρίνιστο (Π. Αρβανιτάκη, ό.π., σελ. 347). Σύμφωνα με την άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη (ΜονΕφΘες 1317/2020 ΝΟΜΟΣ, Π. Αρβανιτάκη, ό.π., σελ. 347-348, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρο 632 αριθ. 55, 72 και 77, σελ. 81, 87 και 88, αντίστοιχα, βλ. όμως και αντίθετη άποψη κατά την οποία υπάγονται στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωπκούς τίτλους, Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, έκδ. 2013, σελ. 252, 284 και 294, Χ. Παπαδάκη, Διαταγή Πληρωμής (Θεωρία και Πράξη), έκδ. 2012, σελ, 195), εφόσον μετά την τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, δεν γίνεται πλέον διάκριση της διαδικασίας, που θα ακολουθηθεί, με κριτήριο την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αλλά ούτε καθιερώνεται ρητά ειδική διαδικασία για την εισαγωγή και εκδίκαση της ανακοπής, δεδομένου ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να είναι αυτή των πιστωτικών τίτλων θα παρέπεμπε στο σύνολο των σχετικών διατάξεων και όχι μόνο σε εκείνη του άρθρου 643 του ΚΠολΔ (ενώ παράλληλα δεν τροποποιεί και εκείνη του άρθρου 635 του ίδιου Κώδικα, όπου ρητά αναφέρονται οι διαφορές που μπορούν να εκδικαστούν με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων), εφαρμόζεται κατ’ αρχήν η τακτική διαδικασία ή η προβλεπόμενη από τη φύση της απαίτησης ειδική διαδικασία, με τις αποκλίσεις όμως που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 591 παρ. 1 εδ. α’, 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός της συνεφαρμογής στην ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και των γενικών διατάξεων για τις ανακοπές των άρθρων 583 έως 585 του ΚΠολΔ, όπου επίσης καθιερώνεται κατ’ αρχήν για την εκδίκασή τους η τακτική διαδικασία, εκτός αν βάσει ειδικών διατάξεων ορίζεται η τήρηση ειδικής διαδικασίας. Επιχείρημα υπέρ της γνώμης αυτής μπορεί να συναχθεί και από την αντίστοιχη ανακοπή κατά της εκτέλεσης, κατά το άρθρο 933 του ΚΠολΔ, η οποία, παρά την απουσία ρητής ρύθμισης, υπάγεται, όπως γίνεται δεκτό (ΑΠ 1630/1983 NoB 1984. 1367, ΕφΘεσ 411/2009 ΕΠολΔ 2009. 698, με σημείωμα Ν. Κατηφόρη, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009. 853, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008. 1099, ΕφΑθ 4193/2006 ΕλλΔνη 2008. 839), κατ’ αρχήν στην τακτική διαδικασία, με τις παρεκκλίσεις όμως που διαγράφονται στις διατάξεις των άρθρων 933 επ. του ΚΠολΔ, εκτός και αν για τη διάγνωση της αξίωσης, για την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, εφαρμόζεται ειδική διαδικασία, οπότε αυτή ακολουθείται και για την εκδίκαση της ανακοπής. Επίσης με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης άποψης εξυπηρετείται και ο σκοπός του νομοθέτη για κοινή δικονομική αντιμετώπιση των ανακοπών κατά διαταγής πληρωμής και εκείνης κατά της εκτέλεσης, όπου επίσης κατά την εκδίκασή της ακολουθείται η ίδια διάκριση, αφού με το άρθρο 19 του Ν. 4055/2012 προστέθηκε στο άρθρο 937 του ΚΠολΔ και τρίτη παράγραφος, ομοίου περιεχομένου με εκείνη του εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 632 του ΚΠολΔ. Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατά την οποία “αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία με την οποία δικάζεται” που εφαρμόζεται και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 852/2001 ΕλλΔνη 2001, 929, ΜονΕφΠειρ 126/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2492/2001 Αρμ. 2002. 67), προκύπτει ότι αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση της υπόθεσης κατά μη προσήκουσα διαδικασία, το δευτεροβάθμιο, δεχόμενο τυπικά την έφεση, η οποία δεν θα πρέπει να έχει ως μοναδικό λόγο την εκδίκαση της αγωγής με εσφαλμένη διαδικασία, εκτός αν συνδέεται με βλάβη (βλ. ΕφΑθ 1747/1988 Δ 1990. 299), αλλά να στηρίζεται και/ή σε άλλους λόγους, κρατεί το ίδιο και δικάζει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, εξαφανίζει δε την εκκαλούμενη απόφαση μόνο αν το επιβάλλει η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας, όπως προπάντων συμβαίνει όταν δημιουργείται αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (πρβλ. άρθρα 47 και 535 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή αν σωρεύονται αγωγές υπαγόμενες σε διαφορετικά είδη διαδικασίας, αφού δεν είναι τότε δυνατή η συνεκδίκασή τους (άρθρα 218 παρ. 1 εδ. δ και 246 ΚΠολΔ), οπότε εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση ως προς τη μία αγωγή, διατάσσει χωρισμό και παραπομπή ως προς αυτήν, ενώ κρατεί και δικάζει την άλλη, εκτός και αν δεν είναι δυνατή και ως προς αυτήν η άμεση εκδίκαση (ΕφΝαυπλ 460/2007 ΕΠολΔ 2008. 390, ΕφΠειρ 108/1997 ΕλλΔνη 1997. 1622, ΜονΕφΘεσ 1137/2017 ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 535 αριθ. 2 – πρβλ. ΑΠ 197/1994 ΕλλΔνη 1996. 64, βλ. όμως διαφορετικά ΕφΑθ 1374/2010 ΕΦΑΔ 2011. 205, ΕφΛαρ 170/2005 Δικογραφία 2005. 489, ΕφΑθ 9528/1996 ΕλλΔνη 1997. 688, ΕφΠειρ 996/1994 ΕλλΔνη 1996. 386). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος εφεσίβλητος – ανακόπτων με την από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …/2013 ανακοπή του, και η δεύτερη εφεσίβλητη – ανακόπτουσα με την από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……/2013 ανακοπή της, ζήτησαν, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στα δικόγραφα, αφενός μεν να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 21.919,21 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθ. ……./17.10.2005 σύμβαση πίστωσης που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή και του πρώτου εφεσίβλητου – ανακόπτοντος ως οφειλέτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η δεύτερη εφεσίβλητη – ανακόπτουσα, αφετέρου δε να ακυρωθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος τους δυνάμει της από 04.10.2013 επιταγής προς πληρωμή, η οποία καταχωρήθηκε παρά πόδας αντιγράφου του εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και ανακοπή κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 του ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστή­ριο, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 1129/2018 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ανακοπές, διέταξε την εκδίκαση αυτών κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρα 635 έως 644 του ΚΠολΔ), αντί της τακτικής διαδικασίας κατά την οποία είχαν εισαχθεί προς εκδίκαση, και αφού έκρινε ότι παραδεκτά σωρεύθη­καν στα ίδια δικόγραφα ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής και ανακοπές κατά της εκτέλεσης, καθόσον και οι δύο υπάγονταν στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο και εκδικάζονταν με το ίδιο είδος διαδικασίας και ότι ασκήθηκαν αυτές νομότυπα και εμπρόθεσμα, έκανε δεκτούς στη συνέχεια τους ομοίου περιεχομένου λόγους των ανακοπών, και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – καθ’ ης η ανακοπή με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, προκειμένου να απορριφθούν οι ανακοπές και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη στην εκδίκαση των κρινόμενων ανακοπών, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, αντί της τακτικής διαδικασίας με τις αποκλίσεις που εισάγονται από το πλέγμα των διατάξεων των άρθρων 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ, όπως έπρεπε, σύμφωνα με την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη. Κατόπιν τούτων, πρέπει να ερευνηθεί η έφεση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατ’ αυτεπάγγελτη του Δικαστηρίου έρευνα, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ, και όχι κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, κατά την οποία εισήχθη, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφόσον από την άλλη γενική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, δεν επιβάλλεται εν προκειμένω η αναπομπή της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ώστε αυτό να εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία και εφόσον, επιπρόσθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ’ ύλη αρμόδιο για την εκδίκαση των ανακοπών.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 που έχει τίτλο “προστασία καταναλωτών”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός Γ.Ο.Σ. κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1010/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 788/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2017 ΝΟΜΟΣ), οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ., συνεπεία διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών Γ.Ο.Σ., θεωρουμένων κατ’ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α’ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβαση τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του (ΟλΑΠ 13/2015 ΧΡΙΔ 2015. 675, ΑΠ 1137/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1463/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 εδαφ. α’ του Ν. 128/1975, επιβάλλεται από του έτους 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της …, υπέρ του εν τη παρ. 1 του παρόντος άρθρου εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αύτη οφείλεται πέραν των, δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών. Από τη διάταξη αυτή ούτε προβλέπεται, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ως τέτοια νοείται και η τυχόν θέσπιση ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο τυχόν θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνον αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση). Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του Ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών. Εφόσον όμως στον σχετικό Γ.Ο.Σ. γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του Ν. 128/1975 προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος λόγος για την απαγόρευση της σχετικής ρήτρας (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460). Εφόσον η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 είναι νόμιμη και εντάσσεται στα πλαίσια του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, καθώς προσαυξάνει το ποσοστό τους, λογίζεται, κατά το άρθρο 293 παρ. 1 εδ. α’ του ΑΚ, ως τόκος και, συνεπώς, νομίμως ανατοκίζεται και κεφαλαιοποιείται μετά των λοιπών καθυστερούμενων τόκων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 39/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 623 του ΚΠολΔ, για να μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, πρέπει η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι ορισμένο, δηλαδή εκκαθαρισμένο. Είναι δε εκκαθαρισμένο το ποσό της απαίτησης και όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 653/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ). Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 624 του ΚΠολΔ βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί ως λόγους ακύρωσης της σε βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής (ΑΠ 1443/2017 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία), είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ’ αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 του ΚΠολΔ  (ΑΠ 1943/2017 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 196/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτό βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 1346/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1395/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1138/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 669/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 105/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 999/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο πρώτος εφεσίβλητος – ανακόπτων και η δεύτερη εφεσίβλητη – ανακόπτουσα ισχυρίζονται με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο των ανακοπών τους, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτών, ότι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί λόγω της αντίθεσής τους προς τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, οι όροι 1.5 και 11.01 της υπ’ αριθ. ……./17.10.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης) που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή ως δανείστριας και του πρώτου εφεσίβλητου – ανακόπτοντος ως οφειλέτη, υπέρ του οποίου εγγυήθηκε η σύζυγός του δεύτερη εφεσίβλητη – ανακόπτουσα, με τους οποίους προβλέπεται αφενός Βασικό Επιτόκιο Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών 6,90% πλέον περιθωρίου 1,25% και εισφοράς 0,6% του Ν. 128/1975, αφετέρου επιβάρυνση του οφειλέτη με την πληρωμή όλων των παρόντων ή μελλοντικών φόρων, όπως ενδεικτικά των τελών, εισφορών, είτε υπέρ του Δημοσίου, είτε υπέρ τρίτων, της εισφοράς του Ν. 128/1975, όπως εκάστοτε ισχύει ή οποιασδήποτε άλλης φύσης επιβαρύνσεων που επιβάλλονται στο κεφάλαιο και στους τόκους της πίστωσης ή έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη σύμβαση, διότι αφενός είναι παράνομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στον οφειλέτη, με την ενσωμάτωση αυτής της εισφοράς στο κυμαινόμενο επιτόκιο της σύμβασης πίστωσης, αφετέρου επιτρέπεται ανατοκισμός μόνο των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων και των εισφορών, με αποτέλεσμα να έχουν ενσωματωθεί στην επίδικη οφειλή ύψους 21.919,21 ευρώ τόκοι που προέκυψαν από παράνομη μετακύλιση και από παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, και να καθίσταται έτσι άκυρη στο σύνολό της η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αφού η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή είναι μη εκκαθαρισμένη. Οι λόγοι αυτοί της ανακοπής είναι αόριστοι, καθόσον οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες, αν και απολαμβάνουν καταρχήν της προστασίας του Ν. 2251/1994 ως καταναλωτές, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, λόγω της ιδιότητας του πρώτου εφεσίβλητου – ανακόπτοντος ως τελικού αποδέκτη της χορηγηθείσας πίστωσης, ανεξαρτήτως της χρησιμοποίησης αυτής για την ικανοποίηση των επαγγελματικών του αναγκών, και λόγω της ιδιότητας της δεύτερης εφεσίβλητης – ανακόπτουσας ως εγγυήτριας υπέρ του πρωτοφειλέτη, δοθέντος ότι στην προκειμένη περίπτωση η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας της εγγυήτριας, απλώς αμφισβητούν το ύψος της απαίτησης της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, χωρίς να προσβάλλουν κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο του τηρηθέντος για την ένδικη σύμβαση πίστωσης λογαριασμού και χωρίς να προσδιορίζουν είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκαν από την παράνομη, κατά την άποψή τους, μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 ή από τον ανατοκισμό της εισφοράς αυτής, ώστε με τον υπολογισμό και τη συνάθροιση των επιμέρους κονδυλίων να προκύπτει το συνολικό υπερβάλλον ποσό, για να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής τους, όπως αυτό θα διαμορφωνόταν εάν δεν είχαν λάβει χώρα η εν λόγω παράνομη μετακύλιση και ο παράνομος ανατοκισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975. Κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, δεν είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που οι λόγοι ήθελαν κριθούν ουσιαστικά βάσιμοι, της διαταγής πληρωμής κατά τα αντίστοιχα μέρη, δοθέντος ότι, ακόμη και σε περίπτωση ενσωμάτωσης στο κεφάλαιο της απαίτησης παρανόμων ποσών ή ανατοκισμών δεν θίγεται η βεβαιότητα της απαίτησης, ούτε καθίσταται αυτή ανεκκαθάριστη, αλλά συνεπάγεται ακυρότητα των αντίστοιχων ποσών της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττεται αυτή στο σύνολό της. Ανεξαρτήτως τούτου, οι ίδιοι λόγοι των ανακοπών είναι μη νόμιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, καταρχήν είναι σύννομη η μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 στους εφεσίβλητους – ανακόπτοντες, οφειλέτη και εγγυήτρια, αντίστοιχα, βάσει σχετικών ρητών όρων της σύμβασης πίστωσης, όπως εν προκειμένω, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής. Επιπλέον δε, υπό τα εκτιθέμενα στις ανακοπές, κατά ρητή πρόβλεψη των όρων 1.5 και 11.01 της υπ’ αριθ. ……/17.10.2005 σύμβασης πίστωσης (κεφάλαιο κίνησης) η εισφορά του Ν. 128/1975 συνυπολογίζεται για την εξαγωγή του τελικού συμβατικού επιτοκίου (Βασικού Επιτοκίου Κεφαλαίου Κίνησης Επαγγελματιών) που βαρύνει τον πρώτο εφεσίβλητο – ανακόπτοντα, επαυξάνοντας το ποσοστό αυτού, οπότε ο συνυπολογισμός της εισφοράς του Ν. 128/1975 εντάσσεται στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεδομένου ότι η ανωτέρω εισφορά ενσωματώθηκε πλήρως, κατά ρητούς όρους της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, στο ποσοστό του επιτοκίου, με συνέπεια να αποτελεί το ποσό που την παριστά ουσιαστικά ποσό τόκων και να ανατοκίζεται νομίμως ανά εξάμηνο. Επομένως, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος των ανακοπών είναι απορριπτέοι, κατά τα προαναφερθέντα, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε αντιθέτως, κάνοντας δεκτούς ως νόμω και ουσία βάσιμους τους λόγους αυτούς των ανακοπών, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει οι συναφείς πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος της κρινόμενης έφεσης να γίνουν δεκτοί ως και ουσιαστικά βάσιμοι. Κατόπιν τούτων, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τις ανακοπές ως προς όλες τις διατάξεις της και να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου στην καταθέσασα εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Ακολούθως πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να απορριφθούν οι ως άνω λόγοι των ανακοπών, όπως και η κρινόμενη από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης ……./2013 ανακοπή, καθώς και η κρινόμενη από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή στο σύνολό τους, καθόσον αυτές δεν περιέχουν άλλους λόγους προς έρευνα, ενώ πρέπει να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και η προσβαλλόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται δυνάμει της από 04.10.2013 επιταγής προς πληρωμή, η οποία καταχωρήθηκε παρά πόδας αντιγράφου του εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων λόγω της ήττας τους, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση που οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των άρθρων 632 παρ. 2, 643, 649 και 650 του ΚΠολΔ, την από 25.01.2020 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1129/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1129/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …./2013 ανακοπή, καθώς και την από 29.10.2013 και με αριθμό κατάθεσης …../2013 ανακοπή.

Απορρίπτει τις ανακοπές.

Επικυρώνει την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …../2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και την προσβαλλόμενη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται δυνάμει της από 04.10.2013 επιταγής προς πληρωμή, η οποία καταχωρήθηκε παρά πόδας αντιγράφου του εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου ποσού εκατό (100,00) ευρώ που κατατέθηκε στην Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου υπ’ αριθ. ……../2020 ηλεκτρονικό παράβολο.

Επιβάλει σε βάρος των εφεσίβλητων – ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – καθ’ ης η ανακοπή, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια (1.000,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18.12.2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ