Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 697/2023

Αριθμός     697/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  …………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Θεοδώρα Μαζαράκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………»  και τον διακριτικό τίτλο «……» πρώην «………..», που εδρεύει στο …. Αττικής, με ΑΦΜ …. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ. …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με το νόμο 4354/2015, δυνάμει της με αριθμό 220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (υπ’ αριθμ. 880/16.03.2017 ΦΕΚ (τ. Β), με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διάδικου και ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο … της Ιρλανδίας, με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών …., δυνάμει της από 18.06.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 18η Ιουνίου 2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αριθμ. πρωτ. …./18.06.2019 στον τόμο …., με α.α. …, σε συνδυασμό με το από ….. . (…….) και η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….» και με τον δ.τ. «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, και με ΑΦΜ ……. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις της ανωτέρω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003 δυνάμει της από 18ης Ιουνίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε νόμιμα την 18η Ιουνίου 2019 στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και έλαβε αρ. πρωτ. …/18.06.2019 στον τόμο … και με α.α. …., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Αικατερίνη Κασνάκη.

Ο εκκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  2.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2023) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2539/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 26.8.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………/2023-……../2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2539/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ. 2) ενώ κατατέθηκε και το σχετικό νόμιμο παράβολο (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ) (……../ 2023). Πρέπει, συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 ανακοπή  ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ζητούσε για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, την ακύρωση της από 19-12- 2022 επιταγής προς πληρωμή κάτωθεν ακριβούς αντιπεφωνημένου αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό …../ 2006 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και της  με αριθμό …../ 9-2-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ….., με την οποία κατασχέθηκε το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του επι ενός ειδικότερα  αναφερόμενου ακινήτου (διαμέρισμα), σε οικοδομή στον …. Αττικής, και ορίστηκε ημέρα πλειστηριασμού η 15-9-2023. Επ’αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη οριστική απόφασή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την απέρριψε. Ήδη  ο ανακόπτων με την κρινόμενη έφεση του παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή  του να γίνει δεκτή, ενώ περαιτέρω αιτείται την αναστολή εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ μέχρις εκδόσεως οριστικής απόφασης επι της έφεσης.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ο εκκαλών  επαναφέρει νόμιμα τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο διατείνεται, ότι η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ακινήτου του πάσχει, επειδή σε αυτήν ορίστηκε ο πλειστηριασμός, κατά παράβαση της διατάξεως των άρθρων 993 και 954 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προτού παρέλθουν επτά μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης στις 9-2-2023,  συνυπολογίζοντας εσφαλμένως και το μήνα Αύγουστο, αν και δεν θα έπρεπε, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού κατά τον μήνα αυτόν δεν δύναται να γίνει πράξη εκτέλεσης (ΚΠολΔ 940Α). Ωστόσο, ο λόγος αυτός ανακοπής είναι μη νόμιμος, καθόσον από τις διατάξεις των άρθρων 940Α και 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν συνάγεται ότι ο μήνας Αύγουστος δεν δύναται να συνυπολογισθεί στην προπαρασκευαστική προθεσμία των άρθρων 954 παρ. 2 και 993 ΚΠολΔ (βλ. την με αριθμό 309/2023 ΜΕφΠειρ, ΝΟΜΟΣ) και ορθώς απορρίφθηκε ως τέτοιος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεπώς, ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IV. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο προβάλλει, κατά το μεν πρώτο σκέλος του, την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της εφεσίβλητης να επισπεύδει τη σε βάρος του διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, και κατά το δεύτερο σκέλος αυτού, την μη τήρηση εκ μέρους της της προδικασίας, που επιτάσσει  το άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, με την κοινοποίηση των εγγράφων που την νομιμοποιούν. Ειδικότερα, αυτός διατείνεται, ότι η εφεσίβλητη δεν νομιμοποιείται κατ’εξαίρεση ενεργητικά στην προκείμενη εκτελεστική διαδικασία κατ’ άρθρο 2 παρ.4 ν. 4354/2015, διότι αυτή κατέστη  διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης, δυνάμει σχετικής σύμβασης του ν. 3156/ 2003 (και όχι του ν. 4354/2015), που συνήψε με την ειδική διάδοχο της αρχικής δανείστριας, εταιρία ειδικού σκοπού,  στην οποία μεταβιβάστηκε αυτή  (απαίτηση) σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου νόμου. Ωστόσο,  ο ισχυρισμός αυτός  τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, και ως τέτοιος ορθώς απορρίφθηκε πρωτοδίκως, διότι όπως κρίθηκε και από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό  1/2023 απόφαση της κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), όπως η εφεσίβλητη, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων. Περαιτέρω, η εφεσίβλητη με την από 19.12.2022 επιταγή προς πληρωμή που επέδωσε στον εκκαλούντα συγκοινοποίησε και τα κάτωθι έγγραφα κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ: κεκυρωμένο απόσπασμα της κίνησης του υπ’ αριθμ. …… λογαριασμού (οριστικής καθυστέρησης), που αφορά στην με αριθμό …./2005 σύμβαση πίστωσης μεταξύ του εκκαλούντος και της αρχικής δανείστριας τράπεζας με την επωνυμία «……..»,  από της ενάρξεως λειτουργίας του και εφεξής μέχρι την 27.10.2022, εκ του οποίου προκύπτει αναλυτικά  η  απαίτησή  κατά του καθού, το υπ’ αριθμ. 880/16.3.2017 ΦΕΚ (τ. Β’), στο οποίο δημοσιεύτηκε η με αριθμ. 220/1/13.03.2017 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος, που χορήγησε άδεια στην εταιρεία με την επωνυμία «…………» για την διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, καθώς πληρούνται στο σύνολο τους οι όροι που προβλέπονται στο ν. 4354/2015, όπως ισχύει, και στην ΠΕΕ 95/27.5.2016, υπ’ αρ. πρωτ. ……../10.6.2020 Ανακοίνωσης της Δ/νσης ΓΕΜΗ, ΑΕ, ΕΠΕ & ΥΜΣΙ Τμήμα Β’, καταχώρισης την 10.6.2020 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), με κωδικό καταχώρισης ……, της υπ’ αριθμ. 6104/10.6.2020 απόφασης της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, με την οποία εγκρίθηκε η τροποποίηση του άρθρου 1 του καταστατικού της εφεσίβλητης, όπως μετονομάστηκε η ως άνω Ε.Δ.Α.Δ.Π, τη με αριθμ. πρωτοκόλλου …../18.6.2019 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003 από την οποία αποδεικνύεται η πώληση και μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» στην εταιρία με την επωνυμία «……..» με έδρα το ….. Ιρλανδίας, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, που έχει εγγραφεί στις 18-6-2019 στα Βιβλία του αρθρ. 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …. (άρθρο 10 παράγραφος 8 του ν. 3156/2003) καθώς και το υπ’ αριθμ. πρωτ. 3937/8.11.2019 κεκυρωμένο απόσπασμα της σελ. 1648 του επισυναπτόμενου παραρτήματος της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, εξαχθέν εκ του παραρτήματος των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (ν. 2844/2000), από το οποίο προκύπτει η μεταβίβαση της παραπάνω απαιτήσεως, όπως αυτή ταυτοποιείται με τον ως άνω αριθμό ……… λογαριασμό (οριστικής καθυστέρησης) και το όνομα του οφειλέτη, καθού η εκτέλεση, εκκαλούντος, τη με αριθμ. πρωτοκόλλου …../18.6.2019 δημοσίευση συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 14 και 16 του ν. 3156/03, που ενεγράφη στις 18.06.2019 στο Βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμο …. με αριθμό …..), από την οποία προκύπτει ότι η διαχείριση των μεταβιβασθεισών σε αυτήν απαιτήσεων ανατέθηκε στις 18.6.2019 από την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού υπό την επωνυμία «……….» στην ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «……………».  Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς, ότι στον εκκαλούντα συγκοινοποιήθηκαν με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή όλα τα αναγκαία έγγραφα κατ’ άρθρο 925 παρ.1 ΚΠολΔ, που αποδεικνύουν την ιδιότητα της εφεσίβλητης ως κατ εξαίρεση νομιμομοποιούμενης να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της διαχειριζόμενης από αυτήν απαίτησης. Και τούτο, διότι, παρα τους περι του αντιθέτου ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθού η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το αρ. 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το όρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ.Μ ΕφΠειρ 585/2022, ΜΕφΑθ 832/2022, ΕφΘεσ 177/022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020 http://www.efeteio-peir.gr /wordpress/?p=6132, ΕφΘεσ 1643/2019 αδημ., Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και delegeferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου-Δημητράς. Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής δεν έσφαλε και ο ως άνω δεύτερος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο του ως αβάσιμος.

V. Εξάλλου, η κατάσχεση ουδόλως πάσχει, επειδή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, ενώ ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. (ΕφΠειρ 86/2022, ΕφΑΘ 4901/2000 ΕλλΔικ 2001.776 Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση τόμος Ε σελ.708 αρ.11). Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης του, καθώς επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποια κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (ΜΕφΑθ 3761/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο περιορισμός της καταχρηστικής ασκήσεως της αξιώσεως για αναγκαστική εκτέλεση εκδηλώνεται ως απειλή ακυρότητας των πράξεων της αναγκαστικής κατασχέσεως πράγματος του οφειλέτου αξίας δυσαναλόγως μεγαλύτερης από το ύψος της ουσιαστικής αξιώσεως του επισπεύδοντος ή της κατασχέσεως ορισμένου πράγματος, όταν υπάρχουν άλλα αντικείμενα δεκτικά κατασχέσεως, που υπερκαλύπτουν το ποσόν της εκτελουμένης αξιώσεως ή όταν υπάρχει άλλο πράγμα της κυριότητος του καθ` ου, μικρότερης αξίας που υπερκαλύπτει την απαίτηση του επισπεύδοντος (ΕφΠατρ 361/ 2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VI. Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του λόγου της ανακοπής του, περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ’άρθρο 281 ΑΚ, διότι :α) ενώ με την ως άνω επιταγή προς πληρωμή αυτός επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 266.104.47 ευρώ, έντοκα, εντούτοις η επιβληθείσα κατάσχεση στο ακίνητο, που αποτελεί και την κύρια κατοικία του, έγινε  μόλις για το ποσό των 20.000 ευρώ, ήτοι για ποσό  δυσανάλογα μικρότερο της αξίας του, που  εκτιμήθηκε στο ποσό των 71.640 ευρώ, που ορίστηκε και τιμή πρώτης προσφοράς, β)  από την έκδοση της με αριθμό ……/2006 διαταγής πληρωμής μέχρι την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης παρήλθε χρονικό διάστημα 17 ετών χωρίς αυτός να οχληθεί  για την καταβολή της οφειλής του, γ) η εφεσίβλητη  δεν  αφαίρεσε από την φερόμενη οφειλή του, το ποσό των 60.002 ευρώ, που  εισέπραξε η αρχική πιστώτρια τράπεζα για την ένδικη απαίτηση της σε βάρος του, για την οποία αναγγέλθηκε  στα πλαίσια προγενέστερου πλειστηριασμού του ίδιου ακινήτου, που  επισπεύσθηκε από άλλον δανειστή του, δυνάμει  της με αριθμό ………/18.04.2007 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της Συμβολαιογράφου Αθήνας ……….., η οποία τελικώς δεν μεταγράφηκε, με αποτέλεσμα το εκπλειστηριασθέν ακίνητο να παραμείνει στην ψιλή κυριότητα του ιδίου, και δ) τέλος, με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή δεν επιτάσσεται η πληρωμή  συγκεκριμένου  ποσού  οφειλόμενων τόκων, με αποτέλεσμα αυτός να στερείται της δυνατότητας να ελέγξει το ύψος της οφειλής του. Ωστόσο, η επικαλούμενη ως άνω συμπεριφορά της πιστώτριας και της ήδη επισπεύδουσας δεν τυγχάνει  καταχρηστική, όπως αβασίμως διατείνεται ο εκκαλών. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα έγγραφα  αποδείχθηκε,  ότι με την προσβαλλόμενη από 19-12-2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθεν του  πρώτου  απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθμ. …../26-9-2006 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η εφεσίβλητη επέτασσε τον εκκαλούντα να καταβάλλει τα κάτωθι ποσά: 1) Για επιδικασθείσα απαίτηση το ποσό των 83.534,02 ευρώ, έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας (που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες) εκ 10,75% από την 22.03.2006 (επόμενη της ημερομηνίας του οριστικού κλεισίματος λογαριασμού της πίστωσης και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων) μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, ήδη ανερχόμενης στο ποσό των 263.549,47 ευρώ, όπως διαμορφώθηκε την 27.10.2022 με εξωλογιστικό προσδιορισμό των τόκων, μέχρι την 27.10.2022 και τούτο έντοκα με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας εκ 13,60%, από την 28.10.2022 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. 2) Για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 2.500,00 ευρώ, 3) Για λήψη απογράφου, έξοδα αντιγράφου το ποσό των 10,00 ευρώ, 4) Για σύνταξη επιταγής, παραγγελία προς επίδοση και επίδοση αυτής 45,00 ευρώ, δηλαδή συνολικά το ποσό των 266.104.47 ευρώ. έντοκα, όπως παραπάνω (υπό 1), το δε ποσό των 2.555 ευρώ (άθροισμα κονδυλίων υπό 2, 3 και 4) έντοκα, με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης, μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης. Ακολούθως με τη με αριθμό ……/09.02.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά, .  …… επιβλήθηκε κατάσχεση στο δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του εκκαλούντος σε ένα διαμέρισμα σε οικοδομή στον … Αττικής, οδός  ………., επιφάνειας 88,70 τμ (ΚΑΕΚ ………), αξίας  640 ευρώ, στην οποία και ορίστηκε η τιμή πρώτης προσφοράς.  Όπως προκύπτει από την εν λόγω έκθεση κατάσχεσης, αυτή επιβλήθηκε για το ποσό των 20.000 ευρώ, που αποτελεί μέρος του κεφαλαίου, πλέον περαιτέρω τόκων και εξόδων εκτέλεσης, με τη ρητή επιφύλαξη για είσπραξη του υπολοίπου κεφαλαίου και των  λοιπών επιταχθέντων κονδυλίων, με άλλη αναγκαστική εκτέλεση, ή αναγγελία στον ίδιο ή σε άλλον πλειστηριασμό, ενώ στην εμπεριεχόμενη σε αυτήν εντολή της πληρεξουσίας δικηγόρου της επισπεύδουσας, ………, ορίζεται ρητώς ότι το ποσό των 20.000 ευρώ αποτελεί μέρος του κεφαλαίου,  ο δε περιορισμός σε αυτό έγινε αποκλειστικά και μόνον για μείωση των εξόδων.  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό με ……/2006 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………..,  κατασχέθηκε σε εκτέλεση της  με αριθμό ……./2006 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με επίσπευση της δανείστριας εταιρείας με την επωνυμία «……….», ένα διαμέρισμα, στον πρώτο όροφο σε οικοδομή στον Δήμο Ελευσίνας, οδός …. αρ. .., που τελικώς εκπλειστηριάστηκε  δυνάμει της με αριθμό …/2006 Α’ επαναληπτικής περίληψης κατασχετήριας έκθεσης της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας στις 19-7-2006 και κατακυρώθηκε στον ………….., αντί ποσού 93.340 ευρώ. Σύμφωνα δε με τον με αριθμό ………../18-10-2006 πίνακα κατάταξης και πρόσκλησης δανειστών της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., μεταξύ των καταταγέντων δανειστών ήταν και η πιστώτρια Τράπεζα με την επωνυμία «………..»,  που κατετάγη προνομιακά και τυχαία, για το ποσό των 57.421,39 ευρώ,  ήτοι για μέρος της αναγγελθείσας απαίτησης της, απορρέουσας  από την  σύμβαση πίστωσης ……/ 13-4-2005 (ένδικη), ποσού  86.737,38 ευρώ, εντόκως μέχρι την εξόφληση. Το ως άνω ποσό εμφαίνεται να έχει πιστωθεί με σχετική εγγραφή στις 28-11-2006  στον λογαριασμό καθυστέρησης της εν λόγω πίστωσης και συγκεκριμένα ποσό 54.393,59 ευρώ στη στήλη κεφάλαιο, 339,13 ευρώ στη στήλη δικαστικά έξοδα, και ποσό 2658,67 ευρώ στη στήλη κεφαλ/ντες τόκοι, ενώ αφαιρέθηκαν δεδουλευμένοι τόκοι ποσού 28,57  ευρώ. Ακόμη, από την με αριθμό ………/18.04.2007 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης κατά το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας της Συμβολαιογράφου Αθήνας, ……….., προκύπτει ότι σε εκτέλεση της ίδιας ως άνω διαταγής πληρωμής και με επίσπευση της ίδιας δανείστριας εταιρίας κατασχέθηκε δυνάμει της με αριθμό ……./2006 έκθεσης κατάθεσης το δικαίωμα ψιλής κυριότητας επι του νυν κατασχεθέντος διαμερίσματος (ΚΑΕΚ ………),  που εκπλειστηριάστηκε στις 14-3-2007 και κατακυρώθηκε για το ποσό των 60.002 ευρώ στον υιό του εκκαλούντος, ………….  Ωστόσο, επειδή η ως άνω περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης δεν μεταγράφηκε, το δικαίωμα ψιλής κυριότητας επι του  ακινήτου παρέμεινε στον εκκαλούντα, και ακολούθως κατασχέθηκε εκ νέου από την εφεσίβλητη. Ο εκκαλών, ο οποίος ουδεμία αναφορά κάνει  στον πλειστηριασμό του ακινήτου του στην Ελευσίνα και την είσπραξη από την πιστώτρια τράπεζα του  ανωτέρω ποσού 57.421,39 ευρώ έναντι της οφειλής του αλλά περιορίζεται μόνον στην αναφορά του πλειστηριασμού του ακινήτου του στον Κορυδαλλό, διατείνεται ότι το ποσό του πλειστηριάσματος αυτού (60.002 ευρώ) εισπράχθηκε από τη πιστώτρια τράπεζα,  που αναγγέλθηκε  στη σχετική διαδικασία για την ένδικη απαίτηση της σε  βάρος του, και ότι αυτή δεν πίστωσε αντιστοίχως το λογαριασμό του. Εν τούτοις, η είσπραξη εκ μέρους της τελευταίας του εν λόγω ποσού και δη για την αναφερόμενη αιτία ουδόλως προέκυψε απο τα προσκομιζόμενα έγγραφα, καθόσον δεν προσκομίζεται σχετικός πίνακας κατάταξης ούτε άλλη  πράξη περί διανομής του πλειστηριάσματος. Σημειώνεται δε, ότι στις από 2-11-2023 προτάσεις του εκκαλούντος, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αναφέρονται προς απόδειξη  του σχετικού ισχυρισμού του συνδυαστικά η με αριθμό ……./18-4-2007 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης και ο με αριθμό ……../2006 πίνακας κατάταξης δανειστών ως προσκομιζόμενα σχετικά 12 και 13, που, όμως, όπως προεκτέθηκε, αφορούν σε διαφορετικούς πλειστηριασμούς. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ανωτέρω και δη όσον αφορά στην κατάσχεση του  δικαιώματος  ψιλής κυριότητας του εκκαλούντος για το ποσό των 20.000 ευρώ κατά περιορισμό της απαίτησης της επιταγής προς πληρωμή,  αυτό, όπως προαναφέρθηκε,  έγινε για μείωση των εξόδων και δεν καθιστά καταχρηστική την κατάσχεση, παρά το γεγονός ότι υπολείπεται της αξίας του κατασχεθέντος, που  εκτιμάται στο ποσό των 71.640 ευρώ, καθόσον ο εκκαλών δεν ισχυρίζεται περαιτέρω ότι είναι δυνατή  η ικανοποίηση της απαίτησης από άλλο περιουσιακό του στοιχείο, μικρότερης αξίας. Ομοίως, ο περιορισμός αυτός δεν καθιστά τη απαίτηση αβέβαιη και ανεκκαθάριστη, καθόσον αφορά ρητά στο κεφάλαιο της απαίτησης, ενώ ο εκκαλών απαραδέκτως προβάλλει για πρώτη φορά ισχυρισμό περί αοριστίας και ανεκκαθαρίστου αυτής κατ’άρθρο 915 και 916 ΚΠολΔ με τον τέταρτο λόγο της έφεσης του, που τυγχάνει ως εκ τούτου απορριπτέος. Περαιτέρω,  η επικαλούμενη επι μακρόν (17 έτη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής) αδράνεια  της πιστώτριας να οχλήσει τον εκκαλούντα για την καταβολή της οφειλής του, καθόσον δεν συνοδεύεται από έτερες  αναφερόμενες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, από τις οποίες να έχει δημιουργηθεί σε αυτόν η εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν πρόκειται να  επιδιώξει την είσπραξη της απαίτηση της, ομοίως δεν καθιστά καταχρηστική την ένδικη διαδικασία εκτέλεσης. Τέλος, ως προς το ποσό των τόκων,  που αυτός επιτάσσεται να πληρώσει με την επιταγή προς πληρωμή ορίζεται σαφώς το σχετικό επιτόκιο υπερημερίας κατά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα,  και συνεπώς δύναται να υπολογισθεί  με μαθηματικό υπολογισμό. Κατόπιν τούτου,  ο ερειδόμενος επι της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ λόγος της ανακοπής ορθώς απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

IX. Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς εξέταση, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ ομοίως πρέπει να απορριφθεί και η σωρευόμενη αίτηση αναστολής ως άνευ αντικειμένου, καθόσον επ’αυτής έχει εκδοθεί η από 1-9-2023 προσωρινή διαταγή του Δικαστηρίου τούτου, που ανέστειλε την πρόοδο της εκτέλεσης και δη του ορισθέντος για τις 15-9-2023 πλειστηριασμού. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρο 176 παρ.1, 191 παρ.2 και 183 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει  την έφεση με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Απορρίπτει την αίτηση αναστολής.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  του με αριθμό    …. ……./ 2023 παραβόλου.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  20 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ