Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 701/2023

Αριθμός     701/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) έως 5) …. εκ των οποίων ο 4ος  παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου και οι λοιποί  εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Κωνσταντίνο-Ευάγγελο Παπαευαγγέλου.

ΚΑΘ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Φραντζέσκα Αναστασίου.

Οι καλούντες-εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  6.6.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2866/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ενάγοντες και ήδη καλούντες-εκκαλούντες με την από  29.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020-………./2020) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 25η.11.2021, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 404/2022  απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που  ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  14.11.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2022) κλήση των καλούντων-εκκαλούντων η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιόν του στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο τέταρτος εκ των καλούντων-εκκαλούντων -παραστάς αυτοπροσώπως ως δικηγόρος- και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την με γενικό αριθμό κατάθεσης 1093/2022 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2022  κλήση προς περαιτέρω συζήτηση  η με γενικό αριθμό κατάθεσης  στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς …../2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …./2020 έφεση μετά την έκδοση της υπ΄αριθμόν 404/2022 απόφασης του Δικαστηρίου  με την οποία εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση και  υποχρεώθηκε ο εναγόμενος  σε λογοδοσία.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτό, ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται. Η διάταξη αυτή, με το πρώτο εδάφιό της καθιερώνει τη γενική υποχρέωση για λογοδοσία εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις του νόμου, ενώ με το δεύτερο εδάφιο ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση λογοδοσίας. Στον ΑΚ δε, υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν την υποχρέωση λογοδοσίας, συνδέοντάς την με ορισμένη ιδιότητα του υπόχρεου προσώπου και ορισμένο έργο που αυτό άσκησε, όπως στο άρθρο 718 ΑΚ του εντολοδόχου απέναντι στον εντολέα, το οποίο εφαρμόζεται και στην εταιρία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 754 παρ. 1 ΑΚ. Αν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς τον δεξίλογο λογαριασμού, δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του δοσίλογου περί ανακοινώσεως του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται σι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 – 477 του ΚΠολΔ. Η έγερση της ανωτέρω αγωγής αποκλείεται, αν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία, σύμφωνα με τους ως άνω όρους και τύπο, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι εφεξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 977/1997, ΕλλΔνη 1998 (39), 109). Κατά το άρθρο 474 του ΚΠολΔ, η απόφαση που διατάζει λογοδοσία ορίζει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει να κατατεθεί ο λογαριασμός με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου. Επίσης, κατά το άρθρο 477 παρ. I και 2 εδ. α’ του ίδιου κώδικα, αν δεν κατατεθούν ο λογαριασμός ή ο κατάλογος μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας. Εάν με την αγωγή λογοδοσίας ζητήθηκε, για την περίπτωση που δεν κατατεθεί ο λογαριασμός, να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει λογοδοσία μπορεί να διατάξει, κατά την κρίση του, και την καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει εμπρόθεσμα τον λογαριασμό με τα δικαιολογητικά. Από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 473 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν δεν κατατεθεί ο λογαριασμός μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε με την απόφαση, τότε αυτή γίνεται οριστική τόσο ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας, όσο και ως προς την υποχρέωση για καταβολή του πιθανολογημένου ελλείμματος, που διατάχτηκε για την περίπτωση της μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού. Η διάταξη της απόφασης για καταβολή του πιθανολογημένου ελλείμματος αποτελεί πρόσθετο δικονομικό μέσο – βάρος (παράλληλα με την απαγγελία προσωπικής κράτησης και την απειλή Χρηματικής ποινής) εξαναγκασμού του δοσίλογου να εκπληρώσει εμπρόθεσμα την υποχρέωση λογοδοσίας, πράξη που εξαρτάται αποκλειστικά από τη δική του βούληση και δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο. Η διάταξη αυτή τελεί υπό την αίρεση της μη εμπρόθεσμης κατάθεσης του λογαριασμού, με την πλήρωση της οποίας οριστικοποιείται και ενεργοποιείται το σχετικό δικονομικό βάρος, δηλαδή η αξίωση καταβολής του ελλείμματος, η οποία αποκτά αυτοτέλεια και δεν εξαρτάται από την τελεσίδικη διάγνωση της υποχρέωσης για λογοδοσία, ούτε αποσβήνεται με την τυχόν εκπρόθεσμη κατάθεση του λογαριασμού, αφού η κατάθεση του λογαριασμού εντάσσεται αποκλειστικά και λειτουργεί ως προπαρασκευαστικό στάδιο για τον προσδιορισμό, σύμφωνα με τα άρθρα 475 και 476 του ΚΠολΔ, από το δικαστήριο του καταλοίπου του κατατεθειμένου λογαριασμού και δεν προβλέπεται από τον νόμο στάδιο κατάθεσης λογαριασμού μετά την (“οριστικοποίηση, ως προς τη σχετική διάταξη (καταβολής ελλείμματος), της απόφασης με τη μη κατάθεση του λογαριασμού μέσα στην προθεσμία που όρισε  (ΑΠ 475/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 978/1997, ΕλλΔνη 1998 (39)).

Με την ένδικη αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι ο εναγόμενος με τον οποίο είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι του αναφερόμενου σ΄αυτήν ακινήτου του οποίου είχε την διαχείριση, προέβη σε εκμίσθωση αυτού  σε εμπορική εταιρεία  καταβάλλοντας σ΄αυτούς   μέρος  μόνο  του αναλογούντος σ΄ αυτούς μισθώματος παρακρατώντας για τον εαυτό του το υπόλοιπο.   Ζήτησαν δε : α)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σε λογοδοσία  για την διαχείριση του ακινήτου  καταθέτοντας στην γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς λογαριασμό των εσόδων και των εξόδων του ακινήτου για τα έτη 2014 έως και 2019, β) να υποχρεωθεί να καταβάλει νομιμοτόκως στους ενάγοντες το κατάλοιπο του λογαριασμού που θα προκύψει,  γ) ν΄απειληθεί σε βάρος του και υπέρ εκάστου εξ αυτών χρηματική ποινή ύψους 5000 ευρώ για την περίπτωση μη συμμόρφωσής του με το διατακτικό της απόφασης  και  δ)  σε περίπτωση  που δεν  συμμορφωθεί στην διάταξη της απόφασης περί  λογοδοσίας, να υποχρεωθεί να καταβάλει  το κατάλοιπο  που προκύπτει από την διαχείριση του ακινήτου για τα έτη 2014 έως και 2019  το οποίο προσδιορίζεται για τον πρώτο των εναγόντων  στο ποσό των 51.777.70 ευρώ και για καθένα των λοιπών  εξ αυτών στο ποσό των 25.889,15 ευρώ . Επί της αγωγής αυτής η οποία εκδικάστηκε ερήμην των εναγόντων εξεδόθη η με αριθμό 2866/2020 απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση οι ενάγοντες  η οποία εκδικάστηκε στις 25-11-2022 και εξεδόθη η με αριθμό 404/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την οποία εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση  και αφού κρίθηκε ότι οι ενάγοντες παραιτήθηκαν του αιτήματος τους περί  καταβολής του εικαζόμενου υπολοίπου  ύψους   51.777.70 ευρώ  για τον πρώτο των εναγόντων  και  25.889,15 ευρώ για καθένα εκ των λοιπών  για το λόγο ότι περιόρισαν το αίτημα αυτό από καταψηφιστικό  σε αναγνωριστικό με συνέπεια να απωλέσει  τον  χαρακτήρα του ως μέτρο εξαναγκασμού καθώς δεν δύναται, ενόψει του σκοπού του,  να διατυπωθεί  ως αναγνωριστικό,  υποχρεώθηκε ο εναγόμενος  σε λογοδοσία προς τους ενάγοντες  με  κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου  του Δικαστηρίου τούτου εντός τριών (3) μήνων από την επίδοση  σ΄αυτόν της  ανωτέρω απόφασης  γραπτό λογαριασμό ο οποίος θα περιείχε πλήρη αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων από την διαχείριση – διοίκηση του επιδίκου ακινήτου για τα έτη 2014,2015,2016,2017, 2018 και 2019  μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (14-6-2019). Επιπλέον δε, απειλήθηκε σε βάρος του εναγόμενου χρηματική ποινή ύψους 2000 ευρώ για κάθε ενάγοντα για την περίπτωση που ο εναγόμενος δεν θα εκτελούσε εμπρόθεσμα  όσα είχε διατάξει το Δικαστήριο.

Οι ενάγοντες επέδωσαν την ανωτέρω απόφαση στον εναγόμενο στις 7-7-2022  όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμόν …./7-7-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. Ωστόσο, παρά την πάροδο χρονικού διαστήματος πολύ μεγαλύτερου  της ταχθείσας προθεσμίας των τριών (3) μηνών από της επιδόσεως της απόφασης  ο εναγόμενος δεν κατέθεσε στη γραμματεία  του Εφετείου Πειραιώς γραπτό λογαριασμό με τα προαναφερόμενα στοιχεία (βλ με ημερομηνία 27-4-2023 βεβαίωση της Προϊσταμένης του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου, ……..).  Επομένως,  η απόφαση κατέστη οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας.  Κατόπιν αυτών,  οι ενάγοντες με  την ανωτέρω κλήση  ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει  στους ενάγοντες νομιμοτόκως  το εικαζόμενο κατάλοιπο για τα έτη 2014 έως και 2019 ανερχόμενο για τον πρώτο  των εναγόντων  στο ποσό των 51.777.70 ευρώ και για καθένα των λοιπών εξ αυτών στο ποσό των 25.889,15 ευρώ, καθώς, επίσης και την  χρηματική  ποινή των 2000  ευρώ  σε καθένα εξ αυτών, η οποία επιβλήθηκε ως απειλή  με  την ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για την περίπτωση μη συμμόρφωσης  του εναγόμενου με την διάταξη περί παροχής λογοδοσίας. Ωστόσο, με την  υπ΄αριθμόν   404/2022  απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δεν διατάχθηκε  η καταβολή  του εικαζόμενου καταλοίπου  ύψους 51.777,70 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και 25.889,15 ευρώ για καθένα εκ των λοιπών εναγόντων  για την περίπτωση μη συμμόρφωσης του εναγόμενου  με την διάταξη της απόφασης περί λογοδοσίας ως πρόσθετο  δικονομικό μέσο – βάρος (παράλληλα με την  απειλή  χρηματικής ποινής),  καθώς κρίθηκε ότι οι ενάγοντες παραιτήθηκαν του σχετικού αιτήματος, όπως προαναφέρθηκε. Ως εκ τούτου  παρ΄ολο που ο εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε με την διάταξη της απόφασης περί λογοδοσίας  δεν δύναται να διαταχθεί η καταβολή του εικαζόμενου καταλοίπου    ύψους 51.777,70 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και 25.889,15 ευρώ για καθένα εκ των λοιπών εναγόντων και επομένως   το  σχετικό  αίτημα αυτό  πρέπει ν΄απορριφθεί ως  αβάσιμο κατ΄ουσίαν. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι οι ενάγοντες με τις έγγραφες Προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προέβαλαν νέο  αίτημα καταβολής του καταλοίπου του λογαριασμού που θα προέκυπτε αν είχε  κατατεθεί από τον εναγόμενο ο διαταχθείς κατάλογος – πίνακας   και  που ανέρχεται σε 46.230,86 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και σε 23.115,43 ευρώ για καθένα εκ των λοιπών των εναγόντων. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο προεχόντως ως απαράδεκτο καθώς υπεβλήθη το πρώτον με το δικόγραφο των προτάσεων. Εξάλλου,   το αίτημα περί καταβολής  της   χρηματικής   ποινής  των 2000  ευρώ  σε καθένα  των εναγόντων, η οποία επιβλήθηκε ως απειλή  με την υπ΄αριθμόν 404/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για την περίπτωση μη συμμόρφωσης  του εναγόμενου με την διάταξη περί παροχής λογοδοσίας δεν δύναται να εισαχθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβάθμιου  δικαστηρίου (άρθρο 12  παρ 2 ΚΠολΔ),  δοθέντος ότι  αρμόδιο προς εκδίκαση αυτού είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο  και κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών  των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ   (άρθρο 947 παρ 1  ΚΠολΔ). Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι το  γεγονός   ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 946 ΚΠολΔ στην περίπτωση που ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωσή του να επιχειρήσει  πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της  εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση του ιδίου  (όπως στην προκειμένη περίπτωση) το Δικαστήριο  τον καταδικάζει   σε χρηματική ποινή  υπέρ του δανειστή, δεν δύναται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι διατυπώνοντας  το δικαστήριο με την υπ΄αριθμόν 404/2022 απόφασή του ότι απειλεί σε βάρος του εναγόμενου χρηματική ποινή εννοούσε  ότι  καταδικάζει  τον εναγόμενο σε χρηματική ποινή ύψους 2000 ευρώ και επομένως, δεν απαιτείται βεβαίωση της παράβασης της απόφασης με νέα απόφαση και καταδίκη σε χρηματική ποινή  ενόψει του  ότι   η καταδίκη  σε χρηματική ποινή έχει ήδη  χωρήσει  με την αρχική απόφαση   καθόσον  βλάπτονται στην προκειμένη περίπτωση τα δικαιώματα του εναγόμενου.  Κατοπιν αυτών, το  αίτημα  περί καταβολής χρηματικής ποινής  πρέπει ν΄απορριφθεί  ως απαράδεκτο.  Συνακόλουθα,  η ένδικη  κλήση  πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της.   Τα δικαστικά έξοδα  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος  των εναγόντων λόγω της ήττας αυτών (άρθρο 176,183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ   την κλήση

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  τους  καλούντες-εκκαλούντες–ενάγοντες   στα δικαστικά  έξοδα  του καθ΄ου η κλήση–εφεσίβλητου–εναγόμενου,   τα  οποία  ορίζονται στο ποσό των  οκτακοσίων  (800) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Δεκεμβρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ